Ugo Pirro: La Scrittura Del Conflitto Uno Scrittore in Bicicletta Sulle Strade Della Grecia
Total Page:16
File Type:pdf, Size:1020Kb
UGO PIRRO: LA SCRITTURA DEL CONFLITTO UNO SCRITTORE IN BICICLETTA SULLE STRADE DELLA GRECIA Dottoranda: Donata Carelli XXIX ciclo Università degli Studi di Roma Tor Vergata in cotutela con Università Aristotele di Salonicco, Grecia Tutor Prof. Rino Caputo Tutor Prof.ssa Ada Boubara Coordinatore Prof. Fabio Pierangeli UGO PIRRO: Η ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΜΕ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Υποψήφια Διδάκτορας: Donata Carelli XXIX κύκλος Πανεπιστήμιο της Ρώμης Tor Vergata σε συνεπίβλεψη με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Επιβλέπων: Rino Caputo, Καθηγητής Επιβλέπουσα: Άντα Μπουμπάρα, Αν. Καθηγήτρια Συντονιστής: Fabio Pierangeli, Αν. Καθηγητής 2 ΠΕΡΙΛΗΨΗ O Ugo Pirro, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ugo Mattone, στις μέρες μας μνημονεύεται κατά κύριο λόγο ως σεναριογράφος μέσα από του τίτλους των πιο γνωστών κινηματογραφικών του έργων. Η παρούσα έρευνα, ωστόσο, έχει ως σκοπό να εξετάσει τον συγγραφέα Ugo Pirro, ιδιότητα με την οποία γνώρισε την καταξίωση πριν γίνει γνωστός ως σεναριογράφος: τη δεκαετία του ’50, όταν και πρωτοεμφανίστηκε στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι με το έργο του Le soldatesse και ακολούθησαν τα Mille tradimenti, Jovanka e le altre, Freddo furore και L’isola in terraferma, καθώς και πολλά άλλα βιβλία που μεταφράστηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο τύπος της εποχής επευφήμησε το βιβλίο του σα να ’ταν ένας από του μεγάλους μυθιστοριογράφους. Όταν ο Pirro δήλωσε ότι θα εγκατέλειπε τη λογοτεχνία για να αφιερωθεί αποκλειστικά στον κινηματογράφο, ο Cesare Zavattini ξέσπασε: «Είναι αδιανόητο κάτι τέτοιο!» Στα πρώτα χρόνια της δραστηριότητάς του ο Ugo Pirro αφηγήθηκε ιστορίες του πολέμου, στη συνέχεια έγραψε μυθιστορήματα με κοινωνικό υπόβαθρο, καταγγελτικά, αστυνομικά καθώς και αυτοβιογραφικά. Έζησε τον πόλεμο στο πετσί του, στην Ελλάδα, στη Γιουγκοσλαβία, στη Σαρδηνία, αποκομίζοντας από ένα τέτοιοι γεγονός όλη την πίκρα που οι σκοτεινές πτυχές της σύγκρουσης είχαν αφήσει πάνω του. Έγραψε για τον πόλεμο χρησιμοποιώντας λέξεις σταράτες, στεγνές, δίχως να κάνει εκπτώσεις στον λόγο του. Διακρινόταν για τη διαύγειά του, μια διαύγεια που ποτέ δεν θόλωσαν ηθικοί περιορισμοί ή ιδεολογικά αναχώματα, πεπεισμένος ότι τον τελικό απολογισμό τον κάνει μόνο η Ιστορία. Ο πόλεμος όπως εξιστορήθηκε από τον Ugo Pirro στα τέσσερα μυθιστορήματά του Le soldatesse, Mille tradimenti, Jovanka e le altre και L’isola in terraferma αποτελεί ένα είδος ερήμου του 3 ανθρώπινου παραλογισμού, ένας χώρος εντός του οποίου, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην έρημο, ο άνθρωπος αναγκάζεται να συναντηθεί με τη συνείδησή του και να έρθει αντιμέτωπος με μια άλλη σύγκρουση για την οποία ποτέ κανείς δεν προετοιμάζεται: τη σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό, τους φόβους του, τις αδυναμίες του και κάποιες φορές τις δεύτερες σκέψεις. Μια σύγκρουση μέσα σε μια άλλη σύγκρουση από την οποία δεν βγαίνει κανείς νικητής, αλλά σίγουρα πληγωμένος και ίσως πιο συνειδητοποιημένος. Και ενίοτε κάποιος, από τον πόλεμο, ξαναγεννιέται ως συγγραφέας. Σύμφωνα με όσα προκύπτουν από τη βιογραφία του συγγραφέα, καθοριστική υπήρξε η στρατιωτική του εμπειρία του στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στο Παλέρμο και ως γιος σιδηροδρομικού ο Ugo Pirro θα βιώσει συχνές μετακινήσεις και μια ‘νομαδική ζωή’ που θα χαραχτεί βαθιά στον τρόπο με τον οποίο γράφει τα μυθιστορήματά του: «Σε εμάς τα παιδιά των σιδηροδρομικών άρεζε να αλλάζουμε πόλη, σπίτι, να απομακρυνόμαστε από τους τόπους στους οποίους βρισκόμασταν και δεν τους αισθανόμασταν ποτέ δικούς μας. Έτσι ήταν και για μένα και για τον αδερφό μου. Όταν έφτασε στην ηλικία να πάει σχολείο, ο Renato εξαφανιζόταν, πήγαινε να βρει τους φίλους του για να παίξουν μακριά από τον σταθμό. Άλλες φορές πάλι, έπαιζαν σε ένα βαγόνι τρένου που ήταν σταματημένο στις ανενεργές πλατφόρμες. Εξαφανιζόταν σαν ένα ξωτικό, με αποτέλεσμα να τον αποκαλούν «ο περιπλανώμενος εβραίος». Η ζωή μας, δηλαδή, φαινόταν ότι κυλούσε αποκλειστικά ανάμεσα στα τρένα, τους σταθμούς, τις ατμομηχανές, τους τηλέγραφους, τα δρομολόγια των τρένων, τις μετακινήσεις από τον ένα σταθμό στον άλλον. Ταξιδεύαμε ακόμα και όταν κοιτούσαμε έξω από τα παράθυρο του σπιτιού μας που ήταν παραδίπλα. Τα τρένα που αντικρίζαμε από τα παράθυρά μας ήταν τόσο οικεία που τα νομίζαμε δικά μας, σα να ζούσαμε πάνω στα τρένα, όπως κάνουν οι νομάδες. Και ποιος ξέρει, ίσως αυτή η σιδηροδρομική νομαδικότητα στο τέλος να έκανε να ταξιδεύουν ελεύθερα οι σκέψεις και η φαντασία». 4 Το 1940 ο Ugo Mattone κατατάσσεται ως εθελοντής χωρίς να πει τίποτα στους δικούς του και αν και είναι είκοσι χρονών για τον νόμο θεωρείται ακόμα ανήλικος. Μετά από διάφορους προορισμούς, έχοντας ενταχθεί στο 2ο Σύνταγμα, XVII Τάγμα Πεζικού, φτάνει στην Ελλάδα. Γεγονός που θα αποτελέσει ορόσημο για τη ζωή του Ugo Mattone. Η εμπειρία του σε μια ξένη χώρα, σε καιρό πολέμου και οι ανθρώπινες αντιθέσεις που δημιουργούνται εξαιτίας της κατοχής, σημαδεύουν ανεξίτηλα τη διάπλαση του μελλοντικού συγγραφέα ο οποίος από αυτό ακριβώς το επίπονο φορτίο των εικόνων και των συναισθημάτων θα εμπνευστεί για το διήγημα που θα στείλει, μετά τον πόλεμο, σε έναν διαγωνισμό που οργάνωσε η εφημερίδα «L’Unità», και έναν χρόνο αργότερα και για το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Le soldatesse για το οποίο χρειάστηκε να βάλει σε τάξη ένα κουβάρι γεγονότων, προσώπων και λέξεων. Για τον πόλεμο μιλάνε και τα μυθιστορήματά του Mille tradimenti, Jovanka e le altre και L’isola in terraferma όμως είναι στο Le soldatesse, ένα μυθιστόρημα που πρωτοεκδόθηκε από τον Giangiacomo Feltrinelli, στη συνέχεια από τον εκδοτικό οίκο Bompiani και στο τέλος από τις εκδόσεις Sellerio όπου είναι δυνατόν να ανιχνεύσει κανείς ίχνη ενός ύφους ήδη ώριμου, στεγνού, σαφούς και προκλητικού. Έτσι, στο ημερολόγιό του με τίτλο Diario ritardato, που έγραψε το 2003 περίπου και το οποίο δεν εκδόθηκε ποτέ, θυμάται την άφιξή του στην Ελλάδα: Χαλκίς 21 Απριλίου 1942 «Χθες έλαβα από τον διοικητή του τάγματός μου τη διαταγή να μεταβώ στη Αθήνα με ένα στρατιωτικό όχημα. Πρέπει να παραλάβω από το Τάγμα Ανεφοδιασμού διάφορα υλικά, ενδύματα και κονσέρβες. Είμαι Υπολοχαγός του 1ου Τάγματος Πεζικού και Ποδηλατών του ΙΙ Συντάγματος. Η Χαλκίς είναι η πρωτεύουσα της Εύβοιας, του νησιού που μια γυριστή γέφυρα ενώνει με τη στεριά, την Αττική. Κάθε πρωί το γεφύρι ανοίγει για να περνάνε τα πλοία. Το τάγμα μου έχει στεγαστεί σε ένα παλιό στρατόπεδο του διαλυμένου ελληνικού στρατού, οι θάλαμοι ήταν γεμάτοι κοριούς, χιλιάδες, κι εμείς αναγκαστήκαμε να τους καταπολεμήσουμε με τα φλογοβόλα. Στην Ελλάδα η κάθε πόλη αποτελεί ένα κομμάτι της ιστορίας, όμως 5 ερείπια δεν φαίνονται, είναι σα να κρύβουν την ιστορία τους. Είναι απογοητευτικό για έναν πρώην μαθητή Γυμνασίου. Αναχωρούμε στις έξι το πρωί, διασχίζουμε τη Θήβα, με πολιορκούν οι σχολικές μνήμες,· από ολόκληρη την ιστορία της αυτό που απομένει είναι μόνο ένα τείχος. Πρόκειται για ένα μικρό χωριουδάκι περιτριγυρισμένο από λιόδεντρα και τίποτα άλλο. Συνεχίζουμε για Αθήνα, έχω αγωνία να τη δω. Να, εκεί είναι η Ακρόπολη, τη βλέπω. Πρέπει να περιμένω μέχρι αύριο για να ανέβω στο μεγάλο παρελθόν της Ελλάδας περνώντας μέσα από τις κολώνες που απέμειναν». Η επίσκεψη στην Αθήνα τον πληγώνει, η πόλη αποδεικνύεται εντελώς διαφορετική από την ιδέα που διαμορφώνουν για αυτήν οι κλασικές σπουδές. Κατά μήκος των βρώμικων δρόμων πάμπολλοι ακρωτηριασμένοι, το μεταλλικό στρίγκλισμα του τραμ και «τα υποσιτισμένα παιδιά που έγλειφαν το λάδι που χύνονταν στον δρόμο από το σπασμένο μπουκάλι μιας απρόσεχτης κυρίας». Πάνω στην Ακρόπολη, που ήταν γεμάτη με Γερμανούς στρατιώτες και πόρνες, βλέπει να ανεμίζουν ψηλά δυο σημαίες, η ιταλική και η γερμανική. «Πήγα εκεί με τον αέρα του νικητή χωρίς όμως να είμαι» σημειώνει ο συγγραφέας. Μια έρπουσα αίσθηση του παράταιρου, το οποίο θα χαρακτηρίζαμε περισσότερο ως ενοχή, είναι η διάθεση με την οποία ο εικοσιδυάχρονος Mattone παρατηρεί τη χώρα, καθώς δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε χώρα αλλά για την Ελλάδα, την οποία βάραινε εμφανώς ο χαρακτηρισμός ως κοιτίδας ενός πολύ μεγάλου πολιτισμού ενώπιον του οποίου ο κατακτητής αισθάνεται δέος. «Έχω την ανησυχία και την περιέργεια του φοιτητή που δεν γνωρίζει τίποτα, οι σχολικές μνήμες δεν αρκούν, όμως με βοηθούν να διαβάζω, χωρίς ωστόσο να καταλαβαίνω, τα αρχαία ελληνικά» και επιπλέον μιλά για τις κοπέλες των οίκων ανοχής. «Κανείς δεν τις αποκαλεί πόρνες, τα ονόματά τους είναι Σίτσα, Τούλα, Ευτυχία, Πηνελόπη, ονόματα που προκαλούν δέος στους πρώην σπουδαστές που φοράνε τη γκριζοπράσινη στολή ή φέρνουν προσβολές και γέλια από άλλους». Το στοίχημα είναι πράγματι το παρελθόν, αλλά ακόμα περισσότερο το παρόν και το μέλλον του συγγραφέα. Έτσι, από την «τυχαία αλληλουχία των 6 περιστάσεων – των πλέον παράδοξων – το εκ πρώτης όψεως δωρεάν παιχνίδι της μνήμης και το πήγαινε έλα των όσων λησμονιούνται (...) που αποτελεί και μια διαδικασία που στερείται ηθικής τάξης» γεννιέται το πρώτο μυθιστόρημα. Όπως και πολλοί διανοούμενοι πριν από αυτόν, ο Ugo Mattone, έχοντας μόλις κλείσει τα είκοσί του χρόνια, βιώνει μια πικρή απογοήτευση που θα καθορίσει και μια ριζική πολιτική μεταστροφή. Από την ελληνική ύπαιθρο ο συγγραφέας θα πάρει μαζί του πίσω την επαφή με έναν λαό που οι νόμοι του πολέμου τον όρισαν ως εχθρό. Όμως μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων γεννιέται ένα είδος συνύπαρξης – ανυπακοής, που απέχει από την άκαμπτη λογική της σύγκρουσης, η οποία παίρνει ζωή καθαρά και μόνο από την βαθειά εσωτερική ανάγκη να αισθανθούν όμοιοι, δεμένοι χωρίς τη θέλησή τους με ένα πεπρωμένο που άλλοι έχουν αποφασίσει. Αυτή η συνειδητοποίηση των συναισθημάτων κυριαρχεί στα μυθιστορήματα και άλλων Ιταλών συγγραφέων που έγραψαν για τον πόλεμο και οι οποίοι, όπως ακριβώς ο Ugo Pirro, πολέμησαν και βίωσαν, πριν από τον ίδιο ή και συγχρόνως,