A LITERARY TOUR IN

ONCE UPON A TIME IN…EUROPE A Grundtvig Learning Partnership

Volos, March 2013 2

Με τον τρόπο του Γ.Σ.

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού. […]

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ – Τετράδιο Γυμνασμάτων, Ίκαρος, Αθήνα 1972

In the Manner of G.S.

On among the chestnut trees the Centaur's shirt slipped through the leaves to fold around my body as I climbed the slope and the sea came after me climbing too like mercury in a thermometer till we found the mountain waters. […]

GIORGOS SEFERIS – Tetradio Gymnasmaton, Ikaros, Athens 1972

3

Περιεχόμενα

Εισαγωγή 4

1. Αναμνήσεις από τη ζωή μου, ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ 8

2. Θούριος, ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ 10

3. Ελπίδα, ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 10

4. Στην πόλη μας, ΑΝΤΩΝΗΣ Δ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ 11

5. Αργοναύτες, ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ 12

6. Ο Κένταυρος, MAURICE DE GUERIN 14

7. Μήδεια, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 15

8. Η Φόνισσα, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 16

9. Στην αγκαλιά της κρατούσε φεγγάρια, ΓΙΩΤΑ ΚΟΥΓΙΑΛΗ 17

10. Αρρένων και άλλων αποδημητικών, ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ 18

Ευχαριστίες 19

Contents

Introduction 6

1. Memories from my life, GIORGIO DE CHIRICO 8

2. Thourios, RHIGAS VELESTINLIS 10

3. Hope, IOANNIS PAPADOPOULOS 11

4. In our city, ANTONIS D. ANTONIOU 11

5. Argonauts, GIORGOS SEFERIS 13

6. The Centaur, MAURICE DE GUERIN 15

7. Medea, EURIPIDES 15

8. The Murderess, ALEXANDROS PAPADIAMANTIS 16

9. She was holding moons in her arms, GIOTA KOUGIALI 17

10. Of males and migration, COSTAS AKRIVOS 18

Acknowledgements 19

4

Εισαγωγή

Το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας ετοιμάστηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού προγράμματος Grundtvig, στο οποίο συμμετέχει το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Βόλου με τίτλο «Μια φορά κι έναν καιρό...στην Ευρώπη». Στόχος αυτού του προγράμματος είναι να στηθεί μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς με όχημα, αυτή τη φορά, τη λογοτεχνία, ώστε να διαφανεί η κοινότητα, αλλά και η διαφορετικότητα στη σκέψη, στο πνεύμα, στην κοσμοαντίληψη ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς.

Έτσι, μαζί με τους εταίρους μας, που είναι αντίστοιχοι οργανισμοί από 8 Ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Τουρκία, Κροατία, Πολωνία, Δανία, Ισλανδία) δημιουργήσαμε μια λέσχη ανάγνωσης και διαβάζουμε ένα βιβλίο από κάθε χώρα, το οποίο έχει μεταφραστεί στις γλώσσες των άλλων χωρών. Μετά τη φάση της ανάγνωσης, ακολουθεί συζήτηση και διάφορες άλλες δραστηριότητες, όπως χειροτεχνικές κατασκευές, με ερεθίσματα που προκύπτουν από τα βιβλία, προβολές ταινιών, εάν κάποια βιβλία είχαν την τύχη να μεταφερθούν στον κινηματογράφο κ.α. Αυτή η δεύτερη φάση εξελίσσεται τόσο σε μια ειδικά διαμορφωμένη online πλατφόρμα συνεργασίας, όσο και δια ζώσης, κατά τη διάρκεια των συναντήσεων στις διάφορες χώρες. Περισσότερες πληροφορίες για το πρόγραμμα, τους εταίρους και τα βιβλία μπορείτε να βρείτε στην ακόλουθη διεύθυνση, http://users.sch.gr/Vigklas/2012_2014/index.html

Τα κείμενα που θα βρείτε μέσα σε αυτό το τεύχος αφορούν στη μυθολογία, την ιστορία, τον πολιτισμό, τους ανθρώπους, όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της πόλης που ζούμε. Με αυτή την έννοια, αυτό το τευχίδιο μπορεί να αποτελέσει έναν οδηγό για ένα λογοτεχνικό περίπατο στην πόλη του Βόλου. Συνοδοιπόροι σε αυτή τη διαδρομή θα είναι και οι συγγραφείς των κειμένων που έχουν επιλεγεί για ανάγνωση.

Και, αφού πρόκειται για περίπατο, τι πιο φυσικό από το να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας από το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης μας, έργο του Ιταλού μηχανικού Evaristo de Chirico, πατέρα του περίφημου σουρεαλιστή ζωγράφου Giorgio de Chirico. Στο απόσπασμα που επιλέξαμε από το βιβλίο του Giorgio de Chirico «Αναμνήσεις από τη ζωή μου» ο μικρός Giorgio θυμάται τα παιχνίδια του στην καινούρια τότε πόλη του Βόλου (τέλη του 19ου αιώνα) και αφηγείται στιγμές μεταφυσικές που καθόρισαν, αργότερα, τη μεταφυσική ζωγραφική του.

Λίγο πιο πέρα από το σιδηροδρομικό σταθμό, μας περιμένει ο ανδριάντας του Έλληνα διαφωτιστή και μάρτυρα της ελευθερίας Ρήγα Βελεστινλή. Θα ακουστούν λίγοι στίχοι από το «Θούριό» του, το εγερτήριο σάλπισμά του στους υπόδουλους Έλληνες, λίγα χρόνια πριν από την ελληνική επανάσταση του 1821 ενάντια στους Τούρκους.

Τα χρόνια πέρασαν. Η Ελλάδα απελευθερώνεται από τον τουρκικό ζυγό και αργότερα ελευθερώνεται και ο Βόλος (1881). Η νέα πόλη χτίζεται δίπλα στο τουρκικό κάστρο και εξελίσσεται δυναμικά με στόχο να δημιουργήσει ένα οικονομικό θαύμα. Και το δημιουργεί, αλλά μετ’ εμποδίων, καθώς συγκρούεται το παλιό με το νέο, το συντηρητικό με το προοδευτικό πνεύμα, που εκφράζεται το μεν πρώτο από τους εκπροσώπους των παλιών 5

φεουδαρχικών δομών της τουρκοκρατίας, το δεύτερο από προοδευτικούς διανοούμενους και αστούς. Η σύγκρουση αυτή είναι λυσσαλέα και περιγράφεται στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ελπίδα» του Γιάννη Παπαδόπουλου.

«Στην πόλη μας», που έχει μεγαλώσει πια και έχει αλλάξει, αφιερώνει το ομότιτλο ποίημά του ο ποιητής Αντώνης Αντωνίου, όπου περιγράφει οικείες εικόνες παράδοξων αναζητήσεων.

Ο Βόλος είναι τυχερή πόλη. Ευτύχησε να βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μυθολογικά στοιχειά: το Πήλιο με τους παράξενους κατοίκους του, τους Κενταύρους, από τη μια, τον Παγασητικό από την άλλη, τη θάλασσα, από όπου ξεκίνησαν οι ακάματοι Αργοναύτες για την εκστρατεία τους στην πλούσια Κολχίδα. Οι μύθοι αυτοί έθρεψαν την αρχαιοελληνική, αλλά και τη σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη, καθώς οι πρωταγωνιστές τους μετατράπηκαν σε σύμβολα. Οι ταλαίπωροι Αργοναύτες, ο απορριγμένος Κένταυρος, η απατημένη Μήδεια είναι σύμβολα διαχρονικά και πανανθρώπινα. Με αυτή τη συμβολική διάστασή τους παρουσιάζονται στα τρία αποσπάσματα που θα διαβαστούν: «Οι Αργοναύτες» του νομπελίστα ποιητή Γ. Σεφέρη, «Ο Κένταυρος» του Maurice de Guerin και «Η Μ ήδεια» του αρχαίου έλληνα τραγικού Ευριπίδη.

Ο Βόλος και η ευρύτερη περιοχή του με το βαρύ μυθολογικό παρελθόν ευτύχησε να έχει και σύγχρονους Αργοναύτες που ταξιδεύουν σε άλλες θάλασσες, αυτές του νου. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν ένας τέτοιος Αργοναύτης. Γνώριζε πολύ καλά την ανθρώπινη ψυχή, μπορούσε να περιγράψει με δύναμη τις περιπέτειές της, που πολλές φορές ξεπερνούσαν τα όρια της λογικής και έμπαιναν στην επικράτεια της τρέλας. Στα όρια αυτά κινείται και η ηρωίδα του μυθιστορήματός του «Η Φόνισσα», μια γυναίκα που σκοτώνει τα θηλυκά παιδιά, προκειμένου να μη δυστυχήσουν στη ζωή, όπως είχε δυστυχήσει εκείνη ως γυναίκα.

Όμως η τύχη δεν είναι ποτέ μια μόνιμη κατάσταση. Το 1955 ο Βόλος χτυπήθηκε από ισχυρό σεισμό που κατέστρεψε τα περίφημα νεοκλασικά του αρχοντικά, τα αποδεικτικά στοιχεία της αστικής του ανάπτυξης και του οικονομικού θαύματος, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Και δεν έφτανε μόνο ο σεισμός. Την ίδια χρονιά ισχυρές πλημμύρες σάρωσαν την περιοχή, ο ποταμός Άναυρος υπερχείλισε προκαλώντας υλικές καταστροφές και πνιγμούς ανθρώπων. Παραστατική περιγραφή των γεγονότων κάνει η συγγραφέας Γιώτα Κούγιαλη στο βιβλίο της «Στην αγκαλιά της κρατούσε φεγγάρια».

Ο λογοτεχνικός μας περίπατος κλείνει καθώς συναντιόμαστε με το Μουτζούρη, το θρυλικό τρενάκι που ξεκινούσε, στα τέλη του 19ου αιώνα, από το σταθμό του De Chirico. Έκανε στάση στον Άναυρο και επιβιβαστήκαμε για να συνεχίσουμε προς τα χωριά του Πηλίου. Στο τρένο έχει επιβιβαστεί και ο συγγραφέας Κώστας Ακρίβος που θα διαβάσει απόσπασμα από το βιβλίο του «Αρρένων και άλλων αποδημητικών».

6

Introduction

The booklet you are holding in your hands was created in the framework of the Grundtvig learning partnership, “Once upon a time…in Europe” in which the Second Chance School of Volos participates. The aim of the programme is to establish a communication channel among the people of Europe through literature, in order to highlight the similarities and the differences among them in their way of thinking, their culture and their world view in general.

With our partners that are adult education providers from 8 European countries (Spain, Portugal, Italy, Turkey, Croatia, Poland, Denmark, Iceland) we started a reading club and we read in turn a book suggested by each one of the participating countries that has been translated in the other languages. After reading a book, the participants discuss and exchange their ideas about the book, express their impressions and emotions artistically, watch the respective film, if one exists etc. This phase takes place both, in a virtual learning environment, and during the meetings of the groups in each country. More information about the books, the partners and the final products can be found at the following web address, http://users.sch.gr/Vigklas/2012_2014/index.html (work in progress).

The texts in this booklet are about the mythology, the history, the culture, the people, all these elements that make up the image of the city we live in. It will be a useful companion for our literary tour in the city. During this tour, we will visit points of interest related in some way with the selected texts and we will try to acquaint our partners with our history, past and present. To this end, some of the writers of the texts will join us in this literary tour and read their texts themselves.

So, we will start our tour from the railway station of the city that was constructed by the Italian engineer Evaristo de Chirico, father of the well-known surrealist painter Giorgio de Chirico. In the selected excerpt from Giorgio de Chirico’s book “Memories from my life”, young Giorgio remembers his games in the relatively new city of Volos (end of the 19th century) and narrates some metaphysical experiences that influenced and determined later his style of painting.

A few meters away from the railway station, we will find the statue of Rhigas Velestinlis, a Greek scholar and martyr for freedom. We will recite some verses from Thourios, the revolutionary song he composed in order to animate the enslaves to rebel against the Ottoman Empire.

The years passed by. is liberated from the Ottoman Empire and a few years later (1881) Volos is liberated, too. The new city is built around the old castle and develops into a fast growing economic centre. However, this doesn’t happen without problems, since there is a confrontation between the old and the new, the conservative and the progressive spirit, expressed respectively, the former by the adherents of the old feudal system and the latter by some progressive scholars and the bourgeois. This confrontation is fierce and is described in the excerpt from the novel “Hope” written by Ioannis Papadopoulos.

7

The poet Antonis Antoniou describes some familiar images of paradoxical quests and dedicates his poem “In our city”, that has grown up and changed.

Volos is a fortunate city as it can boast about the origin of two mythological elements: on the one hand, mountain Pilio with its strange inhabitants, the Centaurs and on the other hand, the , the sea, from where the Argonauts sailed off to Colchis. These myths enriched the ancient Greek and the modern European thought, as the protagonists turned into symbols. The adventurous Argonauts, the rejected Centaur, the betrayed Medea are classical and universal symbols. They are presented in three excerpts: “Argonauts” by the Nobel Prize winner poet G. Seferis, “The Centaur” by Maurice de Guerin and “Medea” by the ancient Greek tragedian Euripides.

Besides the mythical Argonauts, Volos and its wider region had the luck to have some modern Argonauts, too, that travel in other seas, the seas of the mind. Alexandros Papadiamantis was such an Argonaut that knew the human soul very well and he could describe vividly its adventures that sometimes moved beyond all reason and closer to insanity. In the excerpt of his novel “The Murderess”, the heroine is a woman that kills her female children in order to save them from the misery, a misery that herself had experienced in her life.

However, luck cannot always be on your side. In 1955, Volos suffered considerable damage in the catastrophic earthquake which hit the region and destroyed most of the historic neoclassical buildings and mansions. Later that same year, a flood came to completely destroy what had been talked of until then as the urban miracle of modern Greece. Giota Kougiali gives us a descriptive account of those facts in an excerpt from her book “She was holding moons in her arms.

Our literary tour comes to an end as we come across Mountzouris, the little steam train that started its trip, at the end of the 19th century, from De Chirico’s railway station. It would stop in Anavros for us to get on board and continue its trip to Milies. The writer Costas Akrivos is on board with us and he will read an excerpt from his book “Of males and migration”. 8

1. Αναμνήσεις από τη ζωή μου

Στο μεταξύ μεγάλωνα. Η περιέργειά μου και η προσοχή με την οποία παρακολουθούσα το θέατρο της ζωής μεγάλωνε. Στον Βόλο ο πατέρας μου ζήτησε από ένα νεαρό υπάλληλο των σιδηροδρόμων να μου παραδίδει μαθήματα σχεδίου. Ο πρώτος αυτός δάσκαλός μου λεγόταν Μαυρουδής κι ήταν Έλληνας από την Τεργέστη που μιλούσε λίγο τα ιταλικά με προφορά βενετσιάνικη. Σχεδίαζε θαυμάσια.

[…] Η ζωή στη μικρή εκείνη κωμόπολη, τον Βόλο, ήταν γεμάτη από γεγονότα μεταφυσικά και επαρχιώτικα. Κατασκεύαζα χαρταετούς: είχα γίνει ένας πραγματικός μάστορας στην κατασκευή χαρταετών που έφτιαχνα με χρωματιστά χαρτιά. Όταν πήγαινα να αμολήσω τους αετούς αυτούς σε μια πλατεία που βρισκόταν απέναντι στο σπίτι μας, ήμουν σχεδόν πάντα μόνος· τα χαμίνια από μιαν άλλη γειτονιά έρχονταν κι αυτά να πετάξουν τους αετούς τους σ’ εκείνη την πλατεία, αλλά στέκονταν μακριά μου και προσπαθούσαν να τους πετάξουν πιο ψηλά από τον δικό μου, για να μπορέσουν μετά να μπλέξουν τον αετό μου στο σπάγκο που συγκρατούσε τον δικό τους αετό και μ’ αυτόν τον τρόπο να τον γκρεμίσουν. Αυτή η επιχείρηση λεγόταν στην τοπική διάλεκτο φανέστρα.

[...] Εκείνα τα αλητάκια του Βόλου, ίσως από μια υποσυνείδητη ανάγκη να δικαιώσουν την κακία τους, λέγανε για το γερο-Εβραίο ότι «δεν πίστευε στο Θεό». Εγώ περίεργος θέλησα μια μέρα να ξεκαθαρίσω το πράγμα και, ενώ ο γερο-Εβραίος έβγαινε από τον κήπο του σπιτιού μας με το σάκο γεμάτο άδειες μπουκάλες, τον πλησίασα και τον ρώτησα τι είναι Θεός. Αυτός σταμάτησε, με κοίταξε, ακούμπησε μαλακά το σάκο του χάμω και αφού μου έδειξε με το μακρύ άσαρκο χέρι του τις πλαγιές του Πηλίου που ύψωνε στο βοριά τη ράχη του, κατάσπαρτη από άσπρα χωριά, αφού μου έδειξε τον ουρανό και τα σύννεφα που πλανιόνταν ψηλά, μου είπε: «Να, Θεός είναι τα βουνά, ο ουρανός, τα σύννεφα...».

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ Αναμνήσεις από τη ζωή μου, ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1985

1. Memories from my life

In the meantime, I was growing up. My curiosity and interest for life was getting bigger and bigger. In Volos, my father asked from a young railway employee to give me drawing lessons. The name of this man was Mavroudis, he was a Greek from Trieste and he spoke a little Italian with a Venetian accent. He drew brilliantly.

[…] Life in that small town, in Volos, was full of metaphysical and provincial events. I made kites: I was really good in making kites with colourful papers. When I went to fly those kites in a square opposite my house, I was almost always alone; the kids from another hood were coming too, to fly their kites in the same square, but they were standing away from me and were trying to fly their kites higher than mine, in order to entangle my kite in the rope of their kites and bring it down. In the local dialect, they called that operation, “fanestra”.

[…] Those kids in Volos, maybe driven from a subconscious need to justify their meanness, they said about the old Jew that “he didn’t believe in God”. As I was curious, one day I wanted to clear up this thing and, while the old Jew came out from our garden with his sack full of empty bottles, I approached and asked him what is God. He stopped, looked at me, left his sack down and showing me with his long, skinny hand the slopes of mountain Pilio, with the small, white villages and the sky and the clouds, he said: “Look, God is the mountains, the sky, the clouds…”

GIORGIO DE CHIRICO Memories from my life, upsilon / books, Athens 1985 9

10

2. Θούριος

Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,

μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,

να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,

τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;

Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,

παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.

ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ

2. Thourios

For how long, lads, shall we spread our lives in straits alone, like the lions, on mountains and crests?

To live inside caves, seeing branches and leaving from this world, all for the bitter chain?

To lose brothers and parents, country and friends, all our relatives and children as well?

Living one hour of freedom is better than living forty years in slavery and imprisonment!

RHIGAS VELESTINLIS

3. Ελπίδα

Στις δύο Μαρτίου του εννιακόσια έντεκα στις τέσσερις και μισή το απόγευμα άρχισαν να χτυπάνε δαιμονισμένα όλες οι καμπάνες της πόλης. Στην αρχή τρομάξαμε. Κάποια μεγάλη καταστροφή θα είχε συμβεί σκεφτήκαμε.

Εκείνη την ώρα μπήκε στα γραφεία της εφημερίδας ο Χατζηγώγος και μας εξήγησε. Γύρω στις δύο είχε κυκλοφορήσει ένα παράρτημα που καλούσε τον κόσμο να πάρει μέρος σε συλλαλητήριο για τη θρησκεία και τη γλώσσα. Ταυτόχρονα οι παπάδες άρχισαν να γυρίζουν όλη την πόλη και να ξεσηκώνουν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, παίρνοντας κόσμο ακόμη και μέσα από ταβέρνες και καφενεία. 11

Η συγκέντρωση είχε προγραμματιστεί για τις πέντε, μπροστά από το ξενοδοχείο «Η Πετρούπολις». Επικρατούσε, όπως μας είπε, μεγάλος αναβρασμός και τα πνεύματα ήταν πολύ οξυμένα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Ελπίδα, Εξάντας, Αθήνα 1999

3. Hope

On the 2nd of March 1911, at 4.30 in the afternoon, all the bells in the city started to ring out frenetically. At the beginning, we were frightened. We thought that a big disaster might have happened.

At that very time, Hatzigogos entered the newspaper office and explained to us that around two o’clock, a newspaper supplement had circulated, calling all the people to take part in a rally about the religion and the language. At the same time, the priests went around the city trying to fire up the people, taking them out even from taverns and coffee shops.

The gathering would start at five o’clock in front of the hotel “Petroupolis”. As he said, there was a great turmoil and tension among the people.

IOANNIS PAPADOPOULOS Hope, Exantas, Athens 1999

4. Στην πόλη μας

Στην πόλη μας κάτι ζητιάνοι βγαίνουνε τα βράδια και κυνηγούν στα κεραμίδια – όσα απέμειναν και στις υγρές ταράτσες ό,τι στον ημερήσιο ύπνο τους ονειρεύτηκαν και πρόλαβαν απ’ τα κουρελιασμένα σώματα να σώσουν επιθυμίες και πόθους στραγγαλισμένους, απαγχονισμένες ερωμένες, που τους ώμους τους βαραίνουν, σάρκες γυμνές και σώματα ζεστά σεντόνια λιγδιασμένα σε φτηνά ξενοδοχεία του κέντρου τσαλακωμένα χαρτονομίσματα και ψίχουλα από το σάρωθρο του πλανόδιου οδοκαθαριστή.

ΑΝΤΩΝΗΣ Δ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ερωτάριον – Ποιήματα, Γραφή, Βόλος 1995

4. In our city

In our city some beggars come out at night and seek out in the tiles – those that still remain and in the wet roofs whatever they dreamed of in their daily sleep 12

and had the time from the ragged bodies to save desires and lusts strangled, hanged mistresses, that burden their shoulders, nude fleshes and warm bodies greasy sheets in cheap hotels downtown creased banknotes and crumbs from the street sweeper’s broom.

ANTONIS D. ANTONIOU Erotarion – Poems, Grafi, Volos 1995

5. Αργοναύτες

Και ψυχή ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν εις ψυχήν αυτή βλεπτέον: τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.

Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από παγωνιά, είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο χωρίς ν' αλλάζουν μέσα στην αλλαγή. Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια ανασαίνοντας με ρυθμό καιτο αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο. Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων που γαβγίζουν. Ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, έλεγαν εις ψυχήν βλεπτέον, έλεγαν και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου 13

μέσα στο ηλιόγερμα. Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες. Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας. Αράξαμε σ' ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας. Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια. Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης με τ' αυλάκι του τιμονιού με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους. Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά, με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ – Μυθιστόρημα, Ίκαρος, Αθήνα 1972

5. Argonauts

And a soul if it is to know itself must look into its own soul: the stranger and enemy, we've seen him in the mirror.

They were good, the companions, they didn't complain about the work or the thirst or the frost, they had the bearing of trees and waves that accept the wind and the rain accept the night and the sun without changing in the midst of change. They were fine, whole days they sweated at the oars with lowered eyes breathing in rhythm and their blood reddened a submissive skin. Sometimes they sang, with lowered eyes as we were passing the deserted island with the Barbary figs to the west, beyond the cape of the dogs that bark. If it is to know itself, they said it must look into its own soul, they said and the oar's struck the sea's gold 14

in the sunset. We went past many capes many islands the sea leading to another sea, gulls and seals. Sometimes disconsolate women wept lamenting their lost children and others frantic sought Alexander the Great and glories buried in the depths of Asia.

We moored on shores full of night-scenes, the birds singing, with waters that left on the hands the memory of a great happiness. But the voyages did not end. Their souls became one with the oars and the oarlocks with the solemn face of the prow with the rudder's wake with the water that shattered their image. The companions died one by one, with lowered eyes. Their oars mark the place where they sleep on the shore.

No one remembers them. Justice

GIORGOS SEFERIS – Mythistorema, Ikaros, Athens 1972

6. Ο Κένταυρος

[…] Η νεότητά του πέρασε βιαστική και ταραγμένη. Εζούσα μες στην κίνηση και τα πόδια μου δεν γνώρισαν κανέναν περιορισμό. Με την περηφάνεια της ελεύθερης δύναμής μου πλανιόμουνα σ’όλες τις ερημιές. Μια μέρα που ξεκίνησα για μια λαγκάδα, όπου λίγοι κένταυροι τ’αποτόλμησαν, ανακάλυψα έναν άνθρωπο στην αντικρινή όχτη που περπατούσε πλάι στο ποτάμι. Ήτανε ο πρώτος που είδανε τα μάτια μου και τον περιφρόνησα. Ιδού λοιπόν, ας πούμε, το μισό του εαυτού μου! Τι μικρά που είναι τα βήματά του, τι δύσκολη η περπατησιά του! Τα μάτια του σα να μετράνε με θλίψη τις μεγάλες απλωσιές. Ασφαλώς θα είναι ένας κένταυρος απορριγμένος απ’τους θεούς που κατάντησε να σέρνεται μ’αυτόν τον τρόπο!

MAURICE DE GUERIN – Ο Κένταυρος, μτφρ. Άννα Σικελιανού, Άγρα, Αθήνα 1990

15

6. The Centaur

[…] My youth was of wont hurried and full of agitation. I lived for movement and knew no limit to my going. In the pride of my unfettered powers, I wandered about, visiting all parts of these wildernesses. One day as 1 was following a valley little frequented by centaurs, I came upon a man making his way along by the river, on its opposite bank. He was the first my eyes had chanced upon; I despised him. "There at most,' said I, "is but the half of me! How short his steps are, and how uneasy his gait! His eyes seem to measure space with sadness. Doubtless it is some centaur, degraded by the gods, one whom they have reduced to dragging himself along like that."

MAURICE DE GUERIN – The Centaur, transl. Anna Sikelianou, Agra, Athens 1990

7. Μήδεια

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Άμποτε να μην είχε το καράβι η Αργώ φτεροδιαβεί τις Συμπληγάδες τις μολυβόθωρες, όταν τραβούσε για των Κόλχων τη γη! Μήδε στου Πήλιου τα λαγκάδια ποτέ τσεκουρωμένο πεύκο ας μην είχε πέσει, ούτε αρματώσει τα χέρια με κουπιά των αντρειωμένων πού για χατήρι του Πελία κινήσαν να βρούνε τό Χρυσόμαλλο το Δέρας! Τότε κ' η Μήδεια, η κυρά μου, δε θάχε πρυμίσει για τα κάστρα της Ιωλκίας, ερωτοχτυπημένη για τον Ιάσονα· μήτε, επειδή τις κόρες του Πελία κατάφερε να σφάξουν το γονιό τους, στης Κόρινθος εδώ θα κατοικούσε τα χώματα, με σύζυγο και τέκνα, κοιτώντας αρεστή νάναι στους ντόπιους πού πρόσφυγα στη γη τους έχει αράξει, και να μονοιάζει σ' όλα με τον Ιάσονα· αυτή 'ναι δα κ' η πιο τρανή ευλογία, το αντρόγυνο να μη διχογνωμίζει. Όμως αντίμαχα της ήρθαν όλα, κι όπου αγαπά το βλέπει αρρωστεμένο. Της κυράς μου αρνητής και των παιδιών του, ο Ιάσονας κρεβάτι γάμου βρήκε βασιλικό, την κόρη σαν επήρε του Κρέοντα, που ορίζει μες στη χώρα. Και καταφρονεμένη η δόλια η Μήδεια, τους όρκους ξεφωνίζει, ανακαλιέται τα χέρια πούχαν δώσει για μιά πίστη παντοτινή, και κράζει μάρτυρες της τους θεούς, να το δουν πως την πλερώνει ο Ιάσονας......

ΜΗΔΕΙΑ [...] Αρχήν-αρχή θα πάρω να τα λέγω. Σ' έσωσα σένα, καθώς ξέρουν όσοι από τους Έλληνες μαζί σου στο ίδιο καράβι, την Αργώ, μπαρκαριστήκαν, όταν σε στείλαν στο ζυγό να βάλεις τους φλογόπνογους ταύρους και να σπείρεις το χωράφι, το θάνατο πού δίνει. Και τον όφη, τολόχρυσο το Δέρας που το φύλαγε ανύπνωτος, κλεισμένο μες στις περιπλεχτές του κουλουρίδες, τον εσκότωσα κ' έκαμα να λάμψει για λόγου σου το φως της σωτηρίας. Κι αφού πατέρα πρόδωσα και σπίτι, ήρθα στου Πήλιου την Ιωλκό μαζί σου, με πιο πολλή προθυμία παρά γνώση· και χάλασα κατόπι τον Πελία με θάνατο πού πιο σκληρό δεν έχει, με τα χέρια των ίδιων των παιδιών του, και λύτρωσα από κάθε φόβο εσένα. Και για τούτα που σούκαμα, ώ μες σ' όλους τους άντρες τιποτένιε, εσύ με αρνήθης, καινούργια κλίνη απόχτησες, κι ας είχες παιδιά! [...]

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια

7. Medea

NURSE Ah! Would to Heaven the good ship Argo ne'er had sped its course to the Colchian land through the misty blue Symplegades, nor ever in the glens of Pelion the pine been felled to furnish with oars the chieftain's hands, who went to fetch the golden fleece for Pelias; for then would my own mistress Medea never have sailed to the turrets of Iolcos, her soul with love for Jason smitten, nor would she have beguiled the daughters of Pelias 16

to slay their father and come to live here in the land of Corinth with her husband and children, where her exile found favour with the citizens to whose land she had come, and in all things of her own accord was she at one with Jason, the greatest safeguard this when wife and husband do agree; but now their love is all turned to hate, and tenderest ties are weak. For Jason hath betrayed his own children and my mistress dear for the love of a royal bride, for he hath wedded the daughter of Creon, lord of this land. While Medea, his hapless wife, thus scorned, appeals to the oaths he swore, recalls the strong pledge his right hand gave, and bids heaven be witness what requital she is finding from Jason......

MEDEA [...] I will begin at the very beginning. I saved thy life, as every Hellene knows who sailed with thee aboard the good ship Argo, when thou wert sent to tame and yoke fire-breathing bulls, and to sow the deadly tilth. Yea, and I slew the dragon which guarded the golden fleece, keeping sleepless watch o'er it with many a wreathed coil, and I raised for thee a beacon of deliverance. Father and home of my free will I left and came with the to Iolcos, 'neath Pelion's hills, for my love was stronger than my prudence. Next I caused the death of Pelias by a doom most grievous, even by his own children's hand, beguiling them of all their fear. All this have I done for thee, thou traitor! and thou hast cast me over, taking to thyself another wife, though children have been born to us. [...]

EURIPIDES – Medea, written 431 BC

8. Η Φόνισσα

Αλλόκοτος στοχασμός της επήλθεν εις τον νουν. Ιδού ότι μόλις σχεδόν ως αστεϊσμόν είχεν εκφέρει την ευχήν, να έπιπτεν η παιδίσκη μέσα στο πηγάδι, και ιδού έγινεν! Άρα ο Θεός (ετόλμα να το σκεφθή;) εισήκουσε την ευχήν της, και δεν ήτο ανάγκη να επιβάλη πλέον χείρας, αλλά μόνον ήρκει να ηύχετο, και η ευχή της εισηκούετο......

Ως εν αλλοφροσύνη και εν πλάνη ονείρου, έτεινε την χείραν προς το λίκνον, εντός του οποίου ωλόλυζε το μικρόν... Έκαμε χειρονομίαν ως διά να σχηματίση τους δακτύλους της εις διλαβίδα, εις αρπάγην και στραγγαλιάν. Ησθάνετο την στιγμήν εκείνην αγρίαν χαράν να πνίξη το μικρόν θυγάτριον... Της ήλθεν εις τον νουν ότι ήτο αβάπτιστον, και αν το έπνιγε, θα είχε διπλήν αμαρτίαν... Η σκέψις αύτη επί μίαν στιγμήν την ανεχαίτισεν, αλλ' όμως απεφάσισε να υπερπηδήση τον φραγμόν τούτον... Παρά ένα δάκτυλον, η χειρ της έψαυε τον λαιμόν του μικρού πλάσματος...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Η Φόνισσα

8. The Murderess

A strange thought came into her mind. She had just uttered the prayer, more or less as a joke, that the child should fall into the well, and look it happened! So God (did she dare to think?) had heard her prayer, and there was no need to move her hands any more, enough for her to pray, and her prayer was answered. ……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

In a state of trance, she put out her hand towards the cradle in which the little one was howling. She made a gesture with her fingers, a motion of gripping and strangling. Just as she was ready to strangle the little girl, she thought that it was unbaptized, and if she strangled it, she would commit a double sin…This thought made 17

her hesitant for a moment, but she decided to overcome this constraint… She was already touching the neck of the little girl…

ALEXANDROS PAPADIAMANTIS – The Murderess

9. Στην αγκαλιά της κρατούσε φεγγάρια

[...] Δεν πρόλαβαν καλά καλά να τελειώσουν οι καταστροφικοί σεισμοί, και τον Οκτώβρη του πενήντα πέντε απόγινε το κακό. Άνοιξε τους κρουνούς του ουρανού ο Θεός και ξέχασε ο Ευλογημένος να τους κλείσει. Μέρα νύχτα έβρεχε ασταμάτητα· στο βουνό επάνω μαύρη αντάρα· το ποτάμι ούρλιαζε από τη χαρά του, χρόνια είχαν να γεμίσουν τα σπλάχνα του τόσο νερό.

[...] ΟργήΚυρίου, κατακλυσμός του Νώε έγινε εκείνο το βράδυ, κλάψανε μανούλες, καταραμένο. Έριχνε βροχή ασταμάτητη, με το τσουβάλι. Το ποτάμι θέριεψε, γιγαντώθηκε. Ξερίζωνε βαθύρριζα δέντρα και τα παράσερνε με ορμή.

Εμφανίστηκαν στο κεφάλι μου οι πρώτες άσπρες τρίχες εκείνες τις ώρες, τι να πρωτοπροστατέψω και για τι να πρωτοφοβηθώ. Ο άντρας μου, και να ήθελε, ήταν αδύνατο να επιστρέψει. Άντε, λέω, για να παρηγορηθώ, θα έμεινε στης αδελφής του.

Ξημέρωσε η μέρα. Μαύρη μέρα. Κοτρόνια, δέντρα και σκουπίδια έγιναν σωρός μες στο ποτάμι και έφτιαξαν τείχος αδιαπέραστο. Θύμωσε ο ποταμός και το ‘βαλε σκοπό να νικήσει το εμπόδιο. Στην αρχή ακούστηκε βουή δυνατή, πάλευαν τα δυο θεριά. Μετά ήρθε η φρίκη. Τα μαζεμένα νερά, οργισμένοι νικητές, χύθηκαν κι έπνιξαν τον τόπο. Δευτέρα Παρουσία. Σπίτια ξεριζώθηκαν, νοικοκυριά ολόκληρα πήρε μαζί του το ποτάμι να ταϊσει τη θάλασσα, κοσμάκης χάθηκε.

ΓΙΩΤΑ ΚΟΥΓΙΑΛΗ Στην αγκαλιά της κρατούσε φεγγάρια, Καστανιώτης, Αθήνα 2001

9. She was holding moons in her arms

[…] We hadn’t managed to get over the disastrous earthquakes yet, and in October 1955 things got much worse. It was like God opened the faucets in the sky and forgot to turn them off. It was raining solidly day and night; you could hardly discern the mountain; the river was at its best, it had been a long time since we saw so much water in the river bed.

[…] God’s rage upon us, Noah’s flood…it was raining non-stop. The river burst its banks and uprooted big trees.

The first white bristles appeared on my head at that time; I didn’t know what to do, what to protect, what to worry about. It was impossible for my husband to return. To console myself, I thought he would have stayed at his sister’s. The next day was a black day. Piles of boulders, trees and rubbish formed an impassable wall. The river got angry and tried to knock down the barrier. There was a terrible din; it was the river against the barrier. Then, horror everywhere. The river flooded inflicting the worst damage on the city, destroying houses and drowning people.

GIOTA KOUGIALI She was holding moons in her arms, Kastaniotis, Athens 2001 18

10. Αρρένων και άλλων αποδημητικών

Στον σταθμό όλοι γελούσαν. Δεν ήταν συνηθισμένο πράγμα να πηγαίνεις εκείνα τα χρόνια εκδρομή και μάλιστα μονοήμερη στις Μηλιές, με το τρενάκι!

Ανέβηκα από τους πρώτους και έπιασα θέση δίπλα στο παράθυρο, κοντά στην πόρτα. Σκεφτόμουν πως, αν χρειαζόταν, από εκεί θα μπορούσα να βοηθήσω τον Νικόλα να ανεβεί επάνω. Δεν πρόσεχα τα λόγια των συμμαθητών μου, ούτε βέβαια είχα σκοπό να εφαρμόσω τις συμβουλές των καθηγητών να μη σκύβουμε έξω από τα παράθυρα. Όταν επιτέλους το μικρό για τόσα άτομα τρένο ξεκίνησε με τρομερό σφύριγμα και μέσα σε σύννεφο καπνού, εγώ ήμουν κιόλας σκυμμένος έξω από το παράθυρο και προσπαθούσα να διακρίνω μιαν ώρα γρηγορότερα την Παιδόπολη. Φτάνοντας στον λόφο της Γορίτσας, φάνηκε μπροστά μας η περιοχή της Αγριάς. Τότε έσκασε και το δικό μου χείλι σε χαμόγελο και έβγαλα το κεφάλι μου ακόμη πιο πολύ έξω, μετρώντας τα λεπτά που με χώριζαν από τον φίλο μου.

ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ Αλλοδαπή, Νέα Σύνορα – Λιβάνης, Αθήνα 1995

10. Of males and migration

In the station, all were laughing. At those times, to go on an all-day excursion to Milies by the little train was not a usual thing.

I was among the first to get on the train and sat beside the window, near the door. I thought that from there I would be able to help Nicholas to get on the train. I didn’t pay attention to what my classmates were talking about and surely I didn’t intend to follow my teachers’ advice not to bend out of the window. When, finally, the little train rolled with a tremendous whistle and into a cloud of smoke, I had already bent out of the window and I was trying to see from the distance the Pedopolis. When we reached the hill of Goritsa, the area of Agria emerged in front of us. Then, I started to smile and bent more out of the window, counting one by one the minutes that separated me from my friend.

COSTAS AKRIVOS Abroad, Nea Synora – Livanis, Athens 1995

19

Ευχαριστίες

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον συγγραφέα, συνάδελφο και φίλο Κώστα Ακρίβο για την πολύτιμη συμβολή του στη διαμόρφωση του τεύχους αυτού. Τα περισσότερα κείμενα προέρχονται από το βιβλίο «Μια πόλη στη λογοτεχνία – Βόλος», την επιμέλεια του οποίου είχε ο ίδιος.

Επίσης, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους συγγραφείς κ. Γιάννη Παπαδόπουλο, κ. Γιώτα Κούγιαλη, και κ. Αντώνη Αντωνίου που προθυμοποιήθηκαν να διαβάσουν κείμενά τους στον πρώτο μας λογοτεχνικό περίπατο.

Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω προσωπικά τη συνάδελφο κ. Βαρβάρα Μαγκαφά για την επιλογή των κειμένων και την πολύτιμη βοήθεια που μου παρείχε καθόλη τη διάρκεια της προετοιμασίας του τεύχους.

Λίνος Βίγκλας Συντονιστής του Προγράμματος

Acknowledgements

We would like to thank deeply the writer, colleague and friend Costa Akrivo for his valuable contribution to the creation of this booklet. Most of the texts come from the book “A city in literature – Volos”, where Costas was the editor.

We would also like to thank very much the writers Ioannis Papadopoulos, Giota Kougiali and Antonis Antoniou that were willing to read excerpts from their books in this literary tour.

Finally, I would like to thank personally my colleague Varvara Magkafa for the selection of the texts and her valuable help during the preparation of the booklet.

Linos Vigklas Programme Coordinator