ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

Ειρήνη Δ. Βρεττού

Ο θεσμός της προσωπικής και οικονομικής αγγαρείας (angarie personali e reali)στις κτήσεις των Βενετών στον ελληνόφωνο χώρο. Η περίπτωση της Πελοποννήσου κατά τη Β΄ Βενετοκρατία (1685-1715).

Διδακτορική διατριβή

Συμβουλευτική επιτροπή:

Ευστάθιος Μπίρταχας Γεράσιμος Παγκράτης Άγγελ Νικολάου – Κονναρή

Το έργο συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση», στο πλαίσιο της Πράξης «Πρόγραμμα Χορήγησης Υποτροφιών για Μεταπτυχιακές Σπουδές Δευτέρου Κύκλου Σπουδών» (MIS-5003404), που υλοποιεί το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ).

Θεσσαλονίκη 2021

2

Πίνακας περιεχομένων

Εισαγωγή 6 1. Η προέλευση του συστήματος της αγγαρείας και η εφαρμογή του στον ελλαδικό χώρο 22 1.1 Η προέλευση του θεσμού 22 1.2 Βυζάντιο 28 1.3 Οθωμανική αυτοκρατορία 35 1.4 Μεσαιωνική Δύση 43 1.5 Συμπεράσματα 46

2. Η αγγαρεία στις ελληνόφωνες κτήσεις της Βενετίας 50 2.1 Εισαγωγικά 50 2.2 Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο - το καθεστώς της γαιοκτησίας 52 2.2.1 Φεουδαρχία και γαιοκτητικό καθεστώς στην Κρήτη 55 2.2.2 Φεουδαρχία και γαιοκτητικό καθεστώς στην Εύβοια 57 2.2.3 Φεουδαρχία και γαιοκτητικό καθεστώς στην Κύπρο 57 2.2.4 Φεουδαρχία και γαιοκτητικό καθεστώς στο Ιόνιο 60 2.3 Οι καλλιεργητές της γης και ο αγγαρευόμενος πληθυσμός 62 2.4 Αγροληπτικού τύπου ή ιδιωτική αγγαρεία 68 2.5 Η αγγαρεία του Δημοσίου 73 2.5.1 Η υπηρεσία στα οχυρωματικά έργα 80 2.5.2 Η υπηρεσία στις γαλέρες 89 2.5.3 Η υπηρεσία στις αλυκές 97 2.5.4 Η πολιτοφυλακή και η υπηρεσία στη φύλαξη των ακτογραμμών 106 2.6 Έκτακτες αγγαρείες 119 2.7 Συμπεράσματα 120

3. Η Β΄ Βενετοκρατία στην Πελοπόννησο (1685-1715) 123 3.1 Εποικισμός και γαιοκτητικό καθεστώς 124 3.2 Ο πελοποννησιακός χώρος - πληθυσμός και οικιστικό δίκτυο 134 3.3 Κοινωνική διαστρωμάτωση 136

3

4. Αγγαρείες για την κάλυψη των βασικών αναγκών των μισθοφορικών έφιππων σωμάτων 144 4.1 Η παρουσία των δραγόνων της Βενετίας στην Πελοπόννησο 144 4.2 Το alloggio και acquatieramento των δραγόνων 163 4.2.1 Η μετατροπή της angaria personale σε angaria reale 170 4.3 Το περιεχόμενο του αρχείου Grimani. οι piè di lista και οι comparti Η εγκατάσταση των έφιππων σωμάτων στην Πελοπόννησο 172 4.3.1 Η επιβάρυνση στην επαρχία Καρύταινας 173 4.4 Οι κατάλογοι κατανομής 175 4.4.1 Ο υπολογισμός της επιβάρυνσης του acquartieamento 177 4.4.2 Ο αγγαρευόμενος πληθυσμός 183 4.5 Η επιβάρυνση στην υπόλοιπη Πελοπόννησο 193 4.5.1 Μεσσηνία 193 4.5.2 Αχαΐα 203 4.5.3 Ρωμανία 211 4.5.4 Λακωνία 217 4.6 Οι condotte και το treno 231 4.7 Η rimonta των αλόγων 234 4.8 Οι semine 242

5. Η υπηρεσία στα δημόσια έργα στρατιωτικής κυρίως υποδομής (fabriche) 247

6. Η υπηρεσία στις αλυκές της Πελοποννήσου 279

7. Άλλες μορφές αγγαρείας: μεταφορές και κοπή ξυλείας 293

8. Άλλες μορφές αγγαρείας: η προετοιμασία της πυρίτιδας 302

9. Κοινωνικά ζητήματα: οι κατηγορίες ανθρώπων που εξαιρέθηκαν από την αγγαρεία 311 9.1 Τα μέλη της πολιτοφυλακής 311 9.2 Τα μέλη των αστικών κοινοτήτων 316 9.3 Κατηγορίες εποίκων που εξαιρέθηκαν από την αγγαρεία 321 9.4 Οι Εβραίοι του Μυστρά 322 9.5 Οι Μανιάτες 331 9.6 Οι επιπτώσεις της επιβολής της αγγαρείας στην πελοποννησιακή

4

κοινωνία 339

10. Συμπεράσματα 364

11. Πηγές - Βιβλιογραφία 373

5

Εισαγωγή

Η παρούσα μελέτη, όπως δηλώνεται από τον τίτλο, αποσκοπεί στην ιστορική διερεύνηση του συστήματος των προσωπικών και οικονομικών αγγαρειών (angarie personali e reali) του Δημοσίου, όπως αυτό εφαρμόστηκε από τους Βενετούς στο γεωγραφικό χώρο της Πελοποννήσου κατά τη χρονική περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας. Γενικότερα ο θεσμός των αγγαρειών, ο οποίος είναι γνωστό ότι επιβλήθηκε εκτεταμένα στις διάφορες κτήσεις των Βενετών στην ελληνόφωνη Ανατολή, ουσιαστικά επιβίωσε από την αρχαιότητα έως σχετικά πρόσφατα και εφαρμόστηκε σε μία ευρύτατη περιοχή, από την Ευρώπη μέχρι και το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Λειτούργησε, μάλιστα, ως δημοσιονομική διαδικασία εξαιρετικής σημασίας για το βενετικό κράτος ως προς την κάλυψη μεταξύ άλλων και στρατιωτικών - αμυντικών αναγκών. Επιβλήθηκε από τους κυριάρχους στους πολυπληθείς ντόπιους πληθυσμούς δημιουργώντας συνθήκες ασφυκτικής πίεσης για τα αγροτικά στρώματα, τα οποία ως επί το πλείστον είχαν την υποχρέωση να υπομένουν την αγγαρεία στις διάφορες μορφές της.

Στις αρχειακές σειρές του Κρατικού Αρχείου της Βενετίας που έχουν σχέση με τις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης, καθώς και σε εκείνες που περιλαμβάνουν τις αναφορές και τις εκθέσεις των τοπικών διοικητών, αφθονούν οι αναφορές και οι κάθε είδους πληροφορίες γύρω από το ζήτημα αυτό. Το γεγονός από μόνο του αποτελεί απόδειξη της σημασίας, αλλά και της ευρύτατης εφαρμογής του συγκεκριμένου συστήματος. Ο όρος angaria αναφέρεται σε μία ολόκληρη σειρά υπηρεσιών που είχαν την υποχρέωση να προσφέρουν -κατά βάση- τα κατώτερα αγροτικά στρώματα με ελάχιστη ή και συνήθως χωρίς κάποια αμοιβή στο βενετικό Δημόσιο. Η φύση των υπηρεσιών αυτών μπορούσε να ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή, τη χρονική περίοδο ή τις ιστορικές συνθήκες, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις εκάστοτε υποχρεώσεις του κράτους. Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε πως το σύστημα των αγγαρειών αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση της δημόσιας διοίκησης, των στρατιωτικών αναγκών και των δημόσιων έργων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει ν’ αναφέρουμε πως ο όρος angaria, όπως χρησιμοποιείται στα έγγραφα της βενετικής διοίκησης, διακρίνεται σε angarie reali και σε angarie personali. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για υποχρεώσεις καθαρά οικονομικής φύσης, που αντιπροσωπεύουν αναγκαστικές καταβολές σε είδος ή σε χρήμα. Αντίθετα, οι angarie personali αφορούσαν είτε σε παροχή προσωπικής εκδούλευσης και υπηρεσίας είτε σε επίταξη

6

μέρους της ακίνητης ή κινητής περιουσίας του υπόχρεου προσώπου. Οι αγγαρείες αυτές μπορούσαν να είναι τακτικές και θεσμοθετημένες ή ακόμη να έχουν ένα χαρακτήρα έκτακτο και περιστασιακό.

Σχετικά με τα διάφορα είδη των αγγαρειών, επιγραμματικά μπορούμε να αναφέρουμε (1) την υποχρέωση που είχαν οι χωρικοί να φυλάσσουν τις παράκτιες περιοχές για την αντιμετώπιση κάθε πιθανής απειλής από τη θάλασσα· (2) την υποχρεωτική συμμετοχή τους σε κατασκευαστικά κι επισκευαστικά δημόσια έργα (δηλαδή στα φρούρια των πόλεων και της υπαίθρου, σε στρατώνες, λιμάνια, ναυπηγεία, υδραγωγεία, δημόσιες οδούς κ.α.)· (3) την προετοιμασία της πυρίτιδας· (4) την εργασία στις αλυκές· (5) την παρασκευή της γαλέτας· (6) την επαχθέστατη υπηρεσία στις βενετικές πολεμικές γαλέρες και (7) την επίταξη μέρους της περιουσίας τους για τη φιλοξενία των μισθοφόρων. Σε αρκετές περιστάσεις, οι χωρικοί βρίσκονταν υποχρεωμένοι να εξυπηρετούν με μεταφορικά ζώα τους εκπροσώπους του Δημοσίου και την ακολουθία τους όταν εκείνοι πραγματοποιούσαν διοικητικές επισκέψεις στους οικισμούς της υπαίθρου, καθώς και να τους παρέχουν φιλοξενία στα σπίτια τους. Επίσης, τα αγροτικά στρώματα ήταν επιφορτισμένα και με άλλες αγγαρείες που είχαν έκτακτο, όπως αναφέραμε, χαρακτήρα, π.χ. την υποχρέωση να μεταφέρουν άλευρα και πρώτες ύλες για την παρασκευή του «παξιμαδιού», να ετοιμάζουν τον ασβέστη για τα δημόσια έργα, να πραγματοποιούν υλοτομικές εργασίες και να μεταφέρουν με τα ζώα τους την ξυλεία στις ακτές ή στα στρατόπεδα του ιππικού και, τέλος, να καλλιεργούν σιτηρά σ’ ένα τμήμα των χωραφιών τους για λογαριασμό του Δημοσίου χωρίς κάποια αμοιβή.

Οι παραπάνω αγγαρείες δημιουργούσαν μία κατάσταση εξαιρετικά δυσάρεστη στους αγροτικούς πληθυσμούς. Οι ίδιοι οι Βενετοί διοικητές –στις αναφορές τους προς την κεντρική διοίκηση, καθώς και στις εκθέσεις που υπέβαλλαν μετά το πέρας των καθηκόντων τους– σε όχι σπάνιες περιπτώσεις επεσήμαιναν με έμφαση την ύπαρξη σημαντικών κοινωνικών ζητημάτων στις τοπικές κοινωνίες, αλλά και τη δυσβάστακτη πραγματικότητα που βίωναν οι χωρικοί, η οποία αποτελούσε συνέπεια της επιβολής των αγγαρειών του Δημοσίου και των συνεχών απαιτήσεων του κράτους. Είναι γεγονός ότι στο πλαίσιο της ευρείας εφαρμογής του συστήματος αυτού στις υπό βενετική κυριαρχία περιοχές, οι αγρότες επιβαρύνονταν με κάθε δυνατό τρόπο. Αν και οι κρατικές απαιτήσεις περιορίζονταν σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ανά έτος, οι ίδιοι αντιμετώπιζαν με τρόμο την προοπτική της υποχρεωτικής ναυτολόγησής τους στις γαλέρες και τους κινδύνους και τις κακουχίες των μακρινών ταξιδιών, αλλά και τη φύλαξη των παράκτιων περιοχών, οι οποίες ήταν ανά πάσα στιγμή εκτεθειμένες σε

7

επιθέσεις από πάσης φύσεως εχθρούς. Δυσανασχετούσαν, επίσης, απέναντι στην προοπτική της εξαντλητικής εργασίας σε εργοτάξια και αλυκές, αλλά και στην απώλεια των λιγοστών περιουσιακών τους στοιχείων, αποτέλεσμα των τακτικών επιτάξεων για την κάλυψη κάθε πιθανής ανάγκης του κράτους.

Τα κατώτερα στρώματα της υπαίθρου δεν υπέφεραν μόνο από το σύστημα της αγγαρείας αυτό καθαυτό, αλλά και από μία ολόκληρη σειρά αυθαιρεσιών που συνόδευαν την επιβολή των μέτρων αυτών ή είχαν σχέση με την προσπάθεια πολλών υπόχρεων να τις αποφύγουν. Φαίνεται ότι σε αρκετές περιπτώσεις, οι ίδιοι οι Βενετοί προχωρούσαν σε απαργυρισμό των αγγαρειών μετατρέποντας τις προσωπικές αγγαρείες σε υποχρέωση πληρωμής ενός αντίστοιχου χρηματικού ποσού. Ωστόσο, πριν ακόμη συμβεί αυτό, οι ίδιοι οι χωρικοί αναγκάζονταν να επιζητήσουν ή να δεχτούν, χωρίς κάτι τέτοιο να είναι θεσμοθετημένο, την εξαγορά της οφειλόμενης αγγαρείας έναντι ενός τιμήματος που καθόριζαν και επέβαλλαν αυθαίρετα είτε οι προεστοί των χωριών είτε οι φεουδάρχες είτε άλλα πρόσωπα που είχαν κάποια σχέση, άμεση ή έμμεση, με τη βενετική διοίκηση. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι κάποιοι ιδιώτες αποκόμιζαν σημαντικά οφέλη εκμεταλλευόμενοι το δημοσιονομικό σύστημα των αγγαρειών και δημιουργώντας ακόμη πιο σκληρές συνθήκες διαβίωσης για το φτωχό αγροτικό στοιχείο.

Αυτονόητο είναι πως όσα περιγράφονται παραπάνω είχαν ως συνέπεια τη δυσαρέσκεια όλων των αγροτικών στρωμάτων που ήταν υποκείμενα στην υποχρέωση των αγγαρειών και την οποία προσπαθούσαν να αποφύγουν με κάθε δυνατό μέσο. Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε σε όλες τις βενετικές κτήσεις στην Ανατολής. Σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται φυγή των υπόχρεων προς δυσπρόσιτες γεωγραφικές περιοχές, όπου δεν θα μπορούσαν να τους εντοπίσουν οι βενετικές Αρχές, ενώ, όσοι είχαν τη δυνατότητα, επέλεγαν να εγκαταλείψουν τη βενετική επικράτεια. Για όσους η απομάκρυνση δεν ήταν εφικτή, αυτοί τότε επιδίωκαν να βρουν μια άλλη λύση προκειμένου να ξεφύγουν από την κοινωνική πραγματικότητα που βίωνε ο μέσος χωρικός. Δεν είναι καθόλου σπάνιες στα επίσημα έγγραφα οι αναφορές σε μεμονωμένα πρόσωπα, τα οποία επικαλούνταν (ψευδώς σε αρκετές περιπτώσεις) κάποια προνόμιά τους, προκειμένου να επιδιώξουν την απαλλαγή τους από το σύστημα των αγγαρειών. Η πρακτική αυτή της απαλλαγής από την αγγαρεία υπήρξε διαδικασία εξαιρετικής σημασίας για τις κοινωνικές εξελίξεις και, ειδικά στην Πελοπόννησο της περιόδου, έλαβε σημαντικότατες διαστάσεις.

8

Η ταυτότητα των προσώπων εκείνων που επεδίωκαν ή που δικαιούνταν να εξαιρεθούν από το επαχθές αυτό σύστημα, ανάλογα με τη χρονική περίοδο, τη γεωγραφική περιοχή ή τις πολιτικές συνθήκες, παρουσιάζει ενδιαφέρον. Σε αδρές γραμμές, προκαταβολικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι μία κατηγορία μεταξύ των απαλλασσομένων ήταν εκείνη των προσώπων που εξαιρούνταν «κατ’ αξίαν», δηλαδή εκείνων των οποίων το πλεονέκτημα της απαλλαγής είχε απονεμηθεί ως ανταμοιβή για κάποια υπηρεσία που είχαν προσφέρει στο βενετικό Δημόσιο. Άλλη ομάδα που εξαιρούνταν από τις προσωπικές αγγαρείες ήταν οι οικογένειες με επιφανή καταγωγή, καθώς και οι κάτοικοι των πόλεων. Πάγια πρακτική ήταν επίσης η εξαίρεση των ιερωμένων και των μοναχών της Ορθόδοξης και βέβαια της Λατινικής Εκκλησίας. Τέλος, μία μεγάλη κατηγορία μεταξύ των εξαιρουμένων περιελάμβανε άτομα ποικίλης οικονομικής, κοινωνικής και εθνοτικής προέλευσης, τα οποία εντάσσονταν σ’ ένα προνομιακό καθεστώς για διαφορετικές σε κάθε περίπτωση αιτίες.

Το κέντρο του ενδιαφέροντος της μελέτης μας εντοπίζεται σε μία γεωγραφική περιοχή και σε περίοδο που δίκαια θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι αποτελεί ένα πλούσιο πεδίο ιστορικής έρευνας, τουλάχιστον όσον αφορά στον ιστορικό θεσμό τον οποίο επιχειρούμε να διερευνήσουμε. Αυτό που διαφοροποιεί την Πελοπόννησο σε σχέση με τις υπόλοιπες υπό βενετική κυριαρχία ελληνόφωνες περιοχές είναι η πληθώρα συστηματικών καταγραφών που διασώζονται και μας βοηθούν να συγκεκριμενοποιήσουμε και σε πολύ μεγάλο βαθμό τα όσα γνωρίζαμε σε γενικές μόνο γραμμές έως τώρα.

Στις διάφορες αρχειακές σειρές που έχουν σχέση με την Πελοπόννησο κατά την περιοδο της Β΄ Βενετοκρατίας, περιλαμβάνεται ένας μεγάλος αριθμός ειδήσεων που αφορούν στο θεσμό της αγγαρείας του Δημοσίου. Κατ’ αρχάς, σώζονται αρκετοί κατάλογοι διαμοιρασμού κάποιων αγγαρειών, γεγονός που πρακτικά σημαίνει ότι απαντώνται λεπτομερείς καταγραφές σχετικές με τον αριθμό των κατοίκων κάθε οικισμού, καθώς και των οικογενειών ή των προσώπων που επιβαρύνονταν από την όποια υποχρέωση, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δίνεται και μία πιο συγκεκριμένη περιγραφή των υποχρεώσεων που βάραιναν τους χωρικούς. Γίνεται, δηλαδή, αναφορά στις υπηρεσίες που αυτοί όφειλαν να προσφέρουν και στα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά που υποχρεώνονταν να καταβάλλουν.

Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα υλικό εκτεταμένο, λεπτομερές και πυκνό που δίνει μεταξύ άλλων πληροφοριών και ακριβή αριθμητικά - στοιχεία για τις υποχρεώσεις των χωρικών ανά χωριό, διοικητικό διαμέρισμα

9

(territorio) και περιφέρεια (provincia) και αφορά στις αγγαρείες που επιβάρυναν περισσότερο και πιεστικότερα τους κατοίκους. Παράλληλα, χάρη στο υλικό αυτό που προέκυψε μετά από πολυετή έρευνα, διαμορφώνουμε μία περισσότερο ξεκάθαρη εικόνα σχετικά με σειρά ζητημάτων που άπτονται της μελέτης αυτής, όπως για παράδειγμα δημογραφικά στοιχεία που αφορούν στον πληθυσμό των διάφορων περιοχών, ειδήσεις για τα έργα υποδομής (στρατιωτικού κυρίως χαρακτήρα) που πραγματοποιούνταν την ίδια περίοδο, για τη δύναμη των έφιππων μισθοφορικών σωμάτων και τον τρόπο που αυτή διαμοιραζόταν ανά την κτήση (για τις ακριβείς τοποθεσίες των στρατώνων διαχείμασης κ.ά.)

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι από την πληθώρα αναφορών που εντοπίζονται σε έγγραφα των αρχειακών εκείνων σειρών του Κρατικού Αρχείου της Βενετίας, οι οποίες σχετίζονται με την αλληλογραφία ανάμεσα στους τοπικούς διοικητές της Πελοποννήσου και την κεντρική διοίκηση της Βενετίας, τις τελικές αναφορές τους, τις αποφάσεις της Γερουσίας, αλλά και στις ιδιωτικά αρχεία Grimani dai Servi και Nani (το αρχείο Nani απόκειται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας), το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι στην Πελοπόννησο, σε ολόκληρο το διάστημα της Β΄ Βενετοκρατίας, η υποχρέωση που περισσότερο μαζικά και οργανωμένα επιβάρυνε τα αγροτικά στρώματα ήταν εκείνη, η οποία σχετιζόταν με την παροχή καταλύματος και την οικονομική συντήρηση του μισθοφορικού σώματος των έφιππων πολεμιστών, το οποίο απαρτιζόταν από τους Κροάτες ιππείς και τους αριθμητικά πολυπληθέστερους δραγόνους. Πρόκειται για την αγγαρεία του Δημοσίου που αρχικά ονομάστηκε alloggio και αφορούσε στην παροχή ασύλου, δηλαδή στη φιλοξενία του σώματος αυτού στα σπίτια των χωρικών, και η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε acquartieramento και είχε σχέση με την οικονομική συντήρηση των σωμάτων αυτών που διέμεναν πλέον σε ξεχωριστούς σταθμούς διαχείμασης διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την επικράτεια της Πελοποννήσου. Ακριβώς λόγω της εξαιρετικής της σημασίας, η αγγαρεία αυτή καταλαμβάνει σημαντικότατη θέση στο γενικότερο πλαίσιο της εργασίας μας.

Η συγκεκριμένη υποχρέωση προς το βενετικό Δημόσιο παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Εφαρμόστηκε με αυτή τη μορφή από τους Βενετούς για πρώτη και μοναδική φορά στο χώρο της Πελοποννήσου, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει κάτι αντίστοιχο στις υπόλοιπες ελληνόφωνες κτήσεις. Άλλωστε, η παρουσία του σώματος των δραγόνων και των Κροατών ιππέων την εποχή αυτή και στη συγκεκριμένη περιοχή συμπίπτει χρονικά από τη μία με την παρουσία αντίστοιχων σωμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη και από την άλλη με την παρακμή άλλων

10

μισθοφορικών σωμάτων του βενετικού ιππικού, όπως οι stradiotti που παραδοσιακά είχαν χρησιμοποιηθεί από τους Βενετούς στις διάφορες κτήσεις τους.

Έπειτα, πρόκειται για τη μοναδική αγγαρεία που εφαρμόστηκε σε όλες τις περιοχές της Πελοποννήσου καθο λη τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας και που επιβαλλόταν σε όλες τις οικογένειες των χωρικών ταυτόχρονα για επτά ολόκληρους μήνες το χρόνο αδιάλειπτα. Η εκτεταμένη εφαρμογή της αγγαρείας αυτής μαρτυρά τη σημασία της για τους Βενετούς, αλλά και το μέγεθος της επιβάρυνσης που αυτή σήμαινε για τους κατοίκους της Πελοποννήσου. Επιπλέον, η συγκεκριμένη υποχρέωση προς το Δημόσιο, ανεξάρτητα από το αν επρόκειτο για το alloggio ή το acquartieramento, επιβάρυνε ποικιλοτρόπως τους υπόχρεους, ενώ φαίνεται ότι η παρουσία των έφιππων σωμάτων συνδεόταν και με άλλες αγγαρείες, όπως ήταν η rimonta των αλόγων, οι semine ή οι condotte.

Στο ιδιωτικό αρχείο Grimani dai Servi διασώζονται καταγραφές και κατάλογοι κατανομής που αφορούσαν και σε άλλες, σημαντικότατες μορφές αγγαρείας που επιβλήθηκαν στην Πελοπόννησο, όπως εκείνη που αφορούσε στη συμμετοχή του πληθυσμού στη συντήρηση και ενίσχυση των αμυντικών οχυρών, αλλά και στην εργασία στις αλυκές. Χάρη στους καταλόγους αυτούς, έχουμε τη δυνατότητα να μελετήσουμε τη διαδικασία της επιβολής τους με σχετική λεπτομέρεια. Αναμφισβήτητα στην Πελοπόννησο επιβλήθηκε και μία σειρά άλλων αγγαρειών, για τις οποίες όμως δεν υπάρχουν εξίσου αναλυτικές και πλούσιες καταγραφές. Πρόκειται κυρίως για αγγαρείες που εφαρμόστηκαν σε μικρότερη κλίμακα, ή για άλλες που είχαν έκτακτο ή τοπικό χαρακτήρα, ή και για κάποιες που επιβλήθηκαν κατά τρόπο παράτυπο. Ας σημειωθεί εδώ ότι η ύπαρξη των καταλόγων αυτών μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε το μηχανισμό της μετατροπής της αγγαρείας από προσωπική σε οικονομική χάρη στις λεπτομερείς πληροφορίες που αυτοί περιλαμβάνουν.

Από όσα έχουμε εκθέσει ως τώρα προκύπτει ότι σκοπός μας είναι να αποτυπωθούν τα βασικά χαρακτηριστικά του θεσμού, η σημασία του για το βενετικό Δημόσιο, καθώς και οι επιπτώσεις του στην πελοποννησιακή κοινωνία. Τα ζητήματα που φιλοδοξούμε να διερευνήσουμε έχουν σχέση με τη φύση του θεσμού της αγγαρείας σε συνάρτηση με το χώρο, το χρόνο, τις πολιτικές συνθήκες, τις ιστορικές συγκυρίες.

Ωστόσο, από μία τέτοια μελέτη δεν θα ήταν δυνατόν να απουσιάζει η ιστορική διερεύνηση της προέλευσης του συστήματος της αγγαρείας: έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί το κατά πόσο το σύστημα αυτό εφαρμόστηκε στον ελλαδικό χώρο από προηγούμενους κυριάρχους και με ποιους τρόπους λειτούργησε σε διαφορετικά

11

συστήματα διακυβέρνησης. Ταυτόχρονα, και χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί κύριο αντικείμενο της μελέτης μας, θα εξετάσουμε εν συντομία τις διαδικασίες επιβολής παρόμοιων συστημάτων στις υπό οθωμανική κυριαρχία περιοχές, αλλά και στη Δύση. Και βέβαια, προτού εστιάσουμε στο χώρο της Πελοποννήσου, κρίναμε σημαντικό να διερευνήσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης δημοσιονομικής διαδικασίας στις υπόλοιπες ελληνόφωνες περιοχές του βενετικού χώρου.

Όσον αφορά στο χώρο της Πελοποννήσου, κύρια επιδίωξή μας είναι να εξετάσουμε τη συγκεκριμένη αυτή διαδικασία δίνοντας μία όσο το δυνατόν λεπτομερέστερη και περισσότερο συγκεκριμένη εικόνα της επιβάρυνσης που έπληξε τον αγροτικό πληθυσμό της υπαίθρου. Από τα όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα λοιπόν γίνεται εμφανές ότι άλλα θεμελιώδη ερευνητικά ερωτήματα που άπτονται της μελέτης μας έχουν σχέση με τις κοινωνικές προεκτάσεις της εφαρμογής μίας τόσο δυσβάσταχτης διαδικασίας. Είναι ακόμα αυτονόητο ότι πρέπει να ορίσουμε ποια ήταν η κοινωνική θέση των υπόχρεων, καθώς και ποια ήταν εκείνη των προσώπων που είχαν πετύχει την απαλλαγή τους. Και βεβαίως, θα πρέπει να εξετάσουμε τον τρόπο ή του τους τρόπους με τους οποίους η διαδικασία αυτή επηρέαζε την καθημερινότητα των αγγαρευομένων, ποιες αντιδράσεις πυροδότησε (εάν φυσικά υπήρξαν τέτοιες) και εάν η επιβολή ενός τέτοιου συστήματος είχε τελικά κάποιο κόστος για την ίδια τη Βενετία.

Προκειμένου να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα τεκμήρια διερευνήσαμε ένα πολύ μεγάλο όγκο αρχειακού υλικού, αλλά και τη σχετική βιβλιογραφία σε διάφορα ιδρύματα της Βενετίας και της Αθήνας. Τα ιδρύματα αυτά στα οποία πραγματοποιήθηκε η έρευνά μας είναι στη Βενετία το Κρατικό Αρχείο της Βενετίας (Archivio di Stato di Venezia), η Μαρκιανή Βιβλιοθήκη (Biblioteca Nazionale Marciana), η βιβλιοθήκη του Μουσείου Κορρέρ (Museo Civico Correr) και η βιβλιοθήκη Querini Stampalia, ενώ στην Αθήνα είναι κυρίως το Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη.

Ως κυριότερες πηγές της έρευνάς μας μπορούν να αναφερθούν γενικά οι διοικητικές αρχειακές σειρές, καθώς και κάποια ιδιωτικά αρχεία που απόκεινται κυρίως στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας, αλλά και στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας. Πρόκειται, δηλαδή, γι’ αυτές που σχετίζονται με τις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης, καθώς και για εκείνες που περιλαμβάνουν εκθέσεις και αναφορές των τοπικών διοικητών και αξιωματούχων των διάφορων υπό βενετική κυριαρχία περιοχών. Μεταξύ αυτών οι σημαντικότερες είναι οι εξής: Senato Mar, Senato Misti, Provveditori da Terra e da Mar e altre cariche, Relazioni di ambasciatori e altre cariche (βεβαίως, το μεγαλύτερο

12

μέρος των εκθέσεων που αφορούν στην εποχή που εξετάζουμε έχει εκδοθεί από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο), Sindici inquisitori in Levante e in Terraferma, Archivio privato Grimani· και, τέλος, αρχείο Nani που απόκειται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας.

Εξαιρετικής σημασίας υπήρξε κυρίως το Archivio privato Grimani dai Servi, στο οποίο, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονται οι γνωστές comparti, δηλαδή οι κατάλογοι κατανομής των αγγαρειών του Δημοσίου, οι οποίες εφαρμόζονταν πιο εκτεταμένα. Χάρη στις λεπτομερειακές καταγραφές που διασώζονται στη συγκεκριμένη αρχειακή σειρά, πολλές πτυχές του φαινομένου της επιβολής των αγγαρείας μπορούν να διαφωτιστούν με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι μέχρι σήμερα, πιο συγκεκριμένο και συστηματικό. Χάρη σε αυτό το ανεκτίμητης αξίας αρχείο έχουμε πλέον στα χέρια μας μία πληθώρα λεπτομερών πληροφοριών, που μπορούμε να αξιοποιήσουμε ώστε να καθορίσουμε τις πιο σημαντικές όψεις μιας δημοσιονομικής διαδικασίας, για την οποία μέχρι τώρα είχαμε απλώς μία γενική εικόνα. Είναι δε πολύ μεγάλη τύχη το γεγονός ότι οι λεπτομερείς πληροφορίες που αντλούμε από το αρχείο Grimani αφορούν, όπως είναι βέβαια επόμενο, ακριβώς στην περίοδο που στην Πελοπόννησο ήταν γενικός προβλεπτής ο Francesco Grimani: ακριβώς σε εκείνη τη χρονική φάση μία σειρά από επαχθέστατες μορφές αγγαρείας μετατράπηκαν από προσωπική (personale) σε οικονομική (reale), κι επομένως εμείς έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε και να μελετήσουμε το μηχανισμό της μετατροπής αυτής και τη λογική επάνω στην οποία βασίστηκε.

Η παράθεση και η αξιοποίηση των στοιχείων αυτών κρίθηκε πολύτιμη και σκόπιμη προκειμένου να έχουμε μία σαφή εικόνα για τη γεωγραφική, τη δημογραφική και την οικονομική διάσταση του εξεταζόμενου θεσμού, πράγμα που θα μας επιτρέψει και την σε βάθος κατανόησή του ως κοινωνικού φαινομένου στην εποχή και στη γεωγραφική περιοχή που επιβλήθηκε. Ιδιαίτερα σημαντική στάθηκε και η προσεκτική μελέτη των στοιχείων που προέρχονται από τις προαναφερθείσες σειρές του Κρατικού Αρχείου της Βενετίας. Μέσα από τις εκθέσεις των γενικών προβλεπτών και την αλληλογραφία των τοπικών αξιωματούχων είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε την εξέλιξη του φαινομένου καθ’ όλη τη διάρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας.

Ωστόσο, οι ειδήσεις που προέρχονται από την ανάγνωση των εγγράφων αυτών δεν περιλαμβάνουν τις τόσο πολύτιμες αριθμητικές πληροφορίες που συναντούμε στο αρχείο Grimani. Αναμφισβήτητα όμως η επιβολή της δημοσιονομικής διαδικασίας της αγγαρείας στην Πελοπόννησο υπήρξε αδιάλειπτη καθόλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε, ενώ η πιο σημαντική μετατροπή στο χαρακτήρα της είχε ήδη

13

πραγματοποιηθεί μέχρι τις αρχές του 1700. Ωστόσο, από τη στιγμή που μιλάμε για την εφαρμογή ενός συστήματος με σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις καταλαβαίνουμε ότι, μοιραία, αυτό δεν μπορεί να εξεταστεί ως ένα φαινόμενο μονοδιάστατο, αλλά αντίθετα απαιτείται να το παρακολουθήσουμε σε όλη του την εξέλιξη και να επιδιώξουμε να το ερμηνεύσουμε και να το κατανοήσουμε σε βάθος με περισσότερο πιο συνθετικό τρόπο.

Η μελέτη των πλούσιων αρχειακών πηγών τις οποίες είχαμε την ευκαιρία να διατρέξουμε μας δίνει τη δυνατότητα να επιχειρήσουμε να εντάξουμε το φαινόμενο στην εποχή του και να εξετάσουμε ποιες ήταν οι παράμετροι εκείνες που δημιούργησαν την ανάγκη για την εφαρμογή του. Ταυτόχρονα, από αυτές αντλούμε πληροφορίες σχετικά (1) με τις δυσκολίες της εφαρμογής του θεσμού· (2) τις συνέπειες που είχε αυτή στην κοινωνία της υπαίθρου και στην καθημερινότητά της· (3) τη σημασία της για τη βενετική αποικιακή οικονομία και για το αμυντικό σύστημα· (4) για τις κοινωνικές αντιδράσεις και τις πολιτικές ζυμώσεις που προέκυψαν.

Το ζήτημα του θεσμού της αγγαρείας έχει απασχολήσει στο παρελθόν ένα μικρό αριθμό μελετητών, που έχουν εκπονήσει εργασίες αναφορικά με τις διάφορες εκδοχές της συγκεκριμένης πρακτικής σε ξεχωριστές γεωγραφικές περιοχές και ιστορικές περιόδους. Ωστόσο, δεν έχει δημοσιευθεί μέχρι στιγμής κάποια ειδική μονογραφία όπου να εξετάζεται διεξοδικά το αντικείμενο. Αν κρίνει κανείς από την κάπως περιορισμένη έκταση των εργασιών αυτών, ίσως θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι αποτελούν μία πρώτη προσέγγιση στο υπό εξέταση θέμα. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τονίσουμε ότι υπήρξαν σε πολύ μεγάλο βαθμό κατατοπιστικές και βοηθητικές στη δική μας προσπάθεια.

Από αυτές χρήζουν ιδιαίτερης μνείας αρχικά εκείνες του Κωνσταντίνου Ντόκου και του Γιώργου Β. Νικολάου για τον προφανή λόγο ότι εξετάζουν διάφορες παραμέτρους του θεσμού στην ίδια γεωγραφική ζώνη και κατά την ίδια περίοδο όπου επικεντρώνεται και το δικό μας ενδιαφέρον. Ο Κωνσταντίνος Ντόκος, στη μελέτη του «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο»1, όπως μαρτυρά και ο τίτλος της, εστιάζει στη λειτουργία των αστικών κοινοτήτων ως ενός κατ’ επίφαση ή πραγματικού αριστοκρατικού χαρακτήρα σώματος, «παραπληρωματικού εξαρτήματος» της βενετικής διοίκησης, και εξετάζει ποιος ήταν ο ρόλος τους όταν επιβλήθηκε το μέτρο της αγγαρείας στον πληθυσμό της

1 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», σ. 243-280.

14

υπαίθρου. Η εργασία του Γεώργιου. Β. Νικολάου «Ειδήσεις για την επιβολή αγγαρειών στην provincia di Laconia κατά την περίοδο της δεύτερης Βενετοκρατίας»2 αποτελεί μία πρώτη προσέγγιση του θέματος και μας εισάγει ιστορικά στο ζήτημα της αγγαρείας, όπως αυτή εφαρμόστηκε στην provincia της Λακωνίας. Ο συγγραφέας διερευνά το ζήτημα εισάγοντάς μας και στο ανεκτίμητο για τους μελετητές της περιόδου αρχείο Grimani προχωρώντας, μάλιστα, στην έκδοση τεσσάρων comparti. Με το αρχείο Grimani και το ζήτημα της αγγαρείας καταπιάνεται και στην εργασία του «Εκκλήσεις Πελοποννησίων προς τον γενικό προβλεπτή Πελοποννήσου Francesco Grimani για την απαλλαγή από αγγαρείες»3, όπου προχωρά στην έκδοση των αντίστοιχων εγγράφων (επτά συνολικά). Σημαντικότατη για τη διερεύνηση της ιστορίας του θεσμού στην Πελοπόννησο είναι, επίσης, η συμβολή της Αγγελικής Πανοπούλου με το άρθρο της «Αλυκάριοι – εργάτες – αγρότες: συνθήκες εργασίας και σχέσεις εξουσίας στις αλυκές της βενετοκρατούμενης Πελοποννήσου»4.

Αδιαμφισβήτητης σημασίας είναι και οι μελέτες ιστορικών που ασχολούνται με άλλες γεωγραφικές περιοχές, όπως είναι εκείνη του Σπύρου Ασωνίτη «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα κατά τον όψιμο Μεσαίωνα»5, όπου εξετάζονται τα δύο είδη της αγγαρείας, δηλαδή η φορολογικού τύπου και η αγροληπτική, όπως αυτές επιβλήθηκαν στους γηγενείς κατοίκους του νησιού από τους δυτικούς κυριάρχους, δηλαδή αρχικά από τους Ανδεγαυούς της Νεαπόλεως και στη συνέχεια από τους Βενετούς. Ο συγγραφέας μελετά το θεσμό ήδη από τη βυζαντινή περίοδο, για την οποία όμως μπορούμε να αντλήσουμε συγκεκριμένες πληροφορίες από τη μελέτη από της Αλκμήνης Σταυρίδου – Ζαφράκα με τίτλο «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο»6.

Θα πρέπει βεβαίως να μνημονεύσουμε και τη μελέτη της Μαριάννας Κολυβά με τίτλο «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο: παραγωγή και εκμετάλλευση (16ος αι.)»7 που, μεταξύ άλλων, φέρνει στο φως πολλά στοιχεία και για την επιβολή της υποχρεωτικής υπηρεσίας στις αλυκές του νησιού. Αντίστοιχα, για την Κέρκυρα μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες από τη μελέτη του Γεράσιμου Παγκράτη: «Οι αλυκές της

2 Νικολάου, «Ειδήσεις για την επιβολή των αγγαρειών στην provincia di Laconia κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας», σ. 405-426. 3 Νικολάου, «Εκκλήσεις προς το γενικό προβλεπτή της Πελοποννήσου Francesco Grimani για την απαλλαγή από αγγαρείες (1698/99)», σ. 257-288. 4 Πανοπούλου, «Αλυκάριοι – εργάτες – αγρότες: συνθήκες εργασίας και σχέσεις εξουσίας στις αλυκές της Βενετοκρατούμενης Πελοποννήσου», σ. 271-299. 5 Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα κατά τον όψιμο Μεσαίωνα», σ. 133-174. 6 Σταυρίδου – Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 23-54. 7 Κολυβά – Καραλέκα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο: παραγωγή και εκμετάλλευση (16ος αι.)», σ. 47–74.

15

Κέρκυρας στην περίοδο της βενετικής κυριαρχίας»8. Από τη μελέτη του Θεοχάρη Δετοράκη «Η αγγαρεία της θάλασσας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη»9 ενημερωνόμαστε για την εφαρμογή του επαχθέστατου μέτρου της υποχρεωτικής υπηρεσίας στις βενετικές γαλέρες, όπως αυτή επιβλήθηκε από τους Βενετούς κυριάρχους στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της Κρήτης. Εξίσου σημαντική είναι και μία σειρά από μελέτες που αφορούν στο ζήτημα της φρούρησης της ακτογραμμής των νησιών και των παράκτιων περιοχών. Οφείλουμε σε αυτό το σημείο να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία στη μελέτη του Νίκου Μοσχονά «Η οργάνωσις των ακτοφρουρών της Τήνου υπό του Βενετού συνδίκου Ιερώνυμου Da Lezze (1621)»10, καθώς και σε εκείνη της Μαρίας Αρακαδάκη «Διάγραμμα του δικτύου ακτοφρουρών της Κρήτης από την έκθεση του Nicola Gualdo de Priorati (1633)»11, αλλά και της Χρύσας Μαλτέζου «Η φρούρηση των παραλίων του διαμερίσματος Ρεθύμνου: κατάλογος σκοπιών (1633)»12.

Όλες αυτές οι εργασίες αποτέλεσαν πολύτιμα εργαλεία και συνέβαλαν ουσιαστικά στην κατανόηση του ζητήματος -στην προσπάθειά μας να εκπονήσουμε την παρούσα μελέτη- παρέχοντας μας μία γενικότερη γνώση για την εφαρμογή στην πράξη της δημοσιονομικής διαδικασίας της αγγαρείας, ακόμη και στις περιπτώσεις που οι μελέτες αυτές αφορούσαν σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και χρονικές περιόδους, κατά τις οποίες είναι επόμενο να υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις στον τρόπο εφαρμογής του συστήματος και στις ποικίλες μορφές του φαινομένου. Οι εργασίες αυτές μας κατατόπισαν σχετικά με το ζήτημα των αγγαρειών που ερευνούμε, μας εισήγαγαν σε βασικές έννοιες και, κατά κάποιο τρόπο, αποτέλεσαν στήριγμα για τη δική μας προσπάθεια. Χάρη σε αυτές διαθέτουμε μία γενικότερη αντίληψη του αντικειμένου και λαμβάνουμε σημαντικότατες πληροφορίες, τις οποίες έχουμε την ευκαιρία να διασταυρώσουμε με τα πρωτογενή αρχειακά τεκμήρια, ώστε να διαμορφώσουμε μία συνολικότερη εικόνα13.

8 Παγκράτης, «Οι αλυκές της Κέρκυρας στην περίοδο της βενετικής κυριαρχίας», σ. 45-50. 9 Δετοράκης, «Η αγγαρεία της θάλασσας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη», σ. 71-98. 10 Μοσχονάς, «Η οργάνωσις ακτοφρουρών της Τήνου υπό του Βενετικού συνδίκου Ιερώνυμου Da Lezze (1621)», σ. 668-687. 11 Αρακαδάκη, «Διάγραμμα του δικτύου ακτοφρουρών της Κρήτης από την έκθεση του Nicola Gualdo de Priorati (1633)», σ. 49-73. 12 Μαλτέζου, «Η φρούρηση των παραλίων του διαμερίσματος Ρεθύμνου: κατάλογος σκοπιών (1633)», σ. 139-167. 13 Πολύ σημαντική υπήρξε και μία σειρά μελετών από την οποία μπορέσαμε να αντλήσουμε στοιχεία τόσο για την εφαρμογή του δημοσιονομικού συστήματος της αγγαρείας στις διάφορες βενετικές κτήσεις όσο και για τα χαρακτηριστικά που παρουσίαζαν οι κτήσεις αυτές ως κοινωνίες και ως συστήματα διακυβέρνησης. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τις εξής: Ασδραχά, «Στη φεουδαλική Κέρκυρα: από τους παροίκους, στους vassali angararii», σ. 77-94· Γασπαρινάτος, Η

16

Παρά το γεγονός ότι ο σκοπός μας εδώ δεν είναι η λεπτομερής παράθεση της σημαντικότατης βιβλιογραφίας που είχαμε την ευκαιρία να διατρέξουμε καθόλη τη διάρκεια της ερευνητικής μας προσπάθειας, θα ήταν σοβαρή παράλειψη από την πλευρά μας να μην αναφερθούμε σε μία ακόμα μελέτη που υπήρξε καθοριστικής σημασίας. Φυσικά, πρόκειται για το έργο του Βασίλη Παναγιωτόπουλου Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος-18ος αι.14, όπου ο συγγραφέας, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες και τους περιορισμούς που αντιμετώπισε στο εγχείρημα του, φέρνει στο φως πληροφορίες πολύ μεγάλου ερευνητικού ενδιαφέροντος για τη δημογραφική εξέλιξη και την πληθυσμιακή εικόνα της Πελοποννήσου. Το έργο του γίνεται πολλαπλά πολύτιμο από τη στιγμή που σε αυτό δημοσιεύονται αξιολογότατες αρχειακές πηγές, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η απογραφή Grimani του 1700. Δεδομένου ότι οι πίνακες κατανομής των αγγαρειών που έχουμε κι εμείς στα χέρια μας αφορούν στην ίδια ακριβώς χρονική περίοδο, η έκδοση της απογραφής είναι ζωτικής σημασίας, εφόσον σε αυτή βρίσκουμε το δημογραφικό πλαίσιο στο οποίο μπορεί να τοποθετηθεί η μελέτη μας. Θυμίζουμε ότι η απογραφή αυτή αποτελεί μία αναλυτικότατη καταγραφή του πληθυσμού, ενώ παράλληλα μας δίνει πληροφορίες σχετικά με τη διοικητική οργάνωση της περιοχής. Χάρη σε αυτή διαθέτουμε στοιχεία για τον αριθμό και την ονομασία των teritorii και των provincie, των σημαντικότερων αστικών κέντρων, των κωμοπόλεων και των οικισμών, για τα ακριβή γεωγραφικά τους όρια, καθώς και για τη σχετική σημασία τους ανάλογα με την έκταση και την πυκνότητα του πληθυσμού.

Από τη στιγμή που βασική μας επιδίωξη είναι η διερεύνηση της επιβολής του δημοσιονομικού μέτρου της αγγαρείας στο σύνολο του πληθυσμού της Πελοποννήσου

Βενετοκρατία στα νησιά του Ιονίου Πελάγους· Γιαννόπουλος, Η Κρήτη κατά τον τέταρτο βενετοτουρκικό πόλεμο (1570-1571)· Ζαπάντη, Κεφαλονιά 1500-1570: η συγκρότηση της κοινωνίας του νησιού﮲ Βλάση, «Κοινωνική και οικονομική συγκρότηση του ορεινού χώρου στη βενετοκρατούμενη Κεφαλονιά», σ. 123-141· Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη, 13ος-14ος αι.· Λαμπρινός, «Οι κάτοικοι της κρητικής υπαίθρου κατά το 16ο και 17ο αιώνα: κοινωνικο- πολιτικά γνωρίσματα και πρακτικές εκπροσώπησης», σ. 97-151· ο ίδιος, «Τα προνόμια και τα σπαθιά», σ. 9-59· ο ίδιος, «Κοινωνική συγκρότηση στην ύπαιθρο», σ. 131-153· Μοσχόπουλος, «Η στρατιωτική οργάνωση της Κεφαλονιάς (16ος-167ος αι.)», 1-32· Νικολάου – Κονναρή, «Συνέχειες και ασυνέχειες στη δουλοπαροικιακή πολιτική της βενετικής διοίκησης στην Κύπρο», σ. 51-89· Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση στο βενετικό Κράτος της θάλασσας: το παράδειγμα της Κύπρου· Ξηρουχάκης, Η βενετοκρατούμενη Ανατολή: Κρήτη και Επτάνησος· Παπαδία – Λάλα, «Οι Έλληνες και η βενετική πραγματικότητα: ιδεολογική και κοινωνική συγκρότηση», σ. 173- 276· η ίδια, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος-18ος αι): μία συνθετική προσέγγιση· Πλουμίδης, «Κατάλογος στρατεύσιμων Χανίων και Αποκορώνου στην έκθεση του ρέκτορα M.A. Bernardo», σ. 291-351﮲ Τσικνάκης, «Η στρατιωτική κατάσταση των νησιών του Ιονίου το 1589», σ. 59 -108· Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής στις βενετικές κτήσεις του ελληνικού χώρου (16ος-18ος αι.). 14 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος-18ος αιώνας.

17

της με την αξιοποίηση των συγκεκριμένων αριθμητικών στοιχείων που έχουν έρθει στα χέρια μας, ένα πολύ βασικό ζητούμενο υπήρξε για εμάς η ταυτοποίηση των τοπωνυμίων που εμφανίζονται στους καταλόγους κατανομής τους οποίους εξετάζουμε και η ταύτισή τους με υπαρκτές τοποθεσίες ή οικισμούς. Τα ονόματα των οικισμών στην εργασία μας καταγράφονται όπως ακριβώς εμφανίζονται σε στα βενετικά έγγραφα. Είναι αυτονόητες οι δυσκολίες που παρουσιάζει μία τέτοια προσπάθεια για το γνωστό -σε όλους τους ερευνητές της περιόδου- λόγο ότι οι ελληνικές, τουρκικές, σλαβικές ή αρβανίτικες ονομασίες των οικισμών της Πελοποννήσου αποδίδονται στην ιταλική γραφή παραποιημένες, ενώ δεν είναι καθόλου σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η γραφή για το ίδιο τοπωνύμιο διαφοροποιείται σημαντικά από έγγραφο σε έγγραφο. Το έργο του Βασίλη Παναγιωτόπουλου υπήρξε και στην περίπτωση αυτή καθοριστικής σημασίας στην προσπάθειά μας. Ο συγγραφέας έχει προχωρήσει στην ταύτιση των τοπωνυμίων που εμφανίζονται στα βενετικά έγγραφα της απογραφής Grimani με τα ονόματα των οικισμών στα ελληνικά, συμπεριλαμβάνοντας και τη μετονομασία τους μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και δίνοντας έτσι στη δική μας έρευνα ένα πολύτιμο σημείο αναφοράς. Όπως είναι φυσικό βέβαια συναντήσαμε και έναν μεγάλο αριθμό άγνωστων τοπωνυμίων, πέρα από αυτά που αναφέρονται στην απογραφή του 1700. Στην προσπάθειά μας να ταυτίσουμε τα τοπωνύμια με υπαρκτούς οικισμούς και περιοχές χρησιμοποιήσαμε και άλλα σημαντικά βοηθήματα, είτε πρόκειται για έκδοση πηγών της ίδιας περιόδου είτε για άλλες εξειδικευμένα έργα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη «Notizia delle quattro provincie, divise in ventiquattro territorii, con li nomi topografici delle ville» του Giusto Alberghetti, πηγή της ίδιας περιόδου, που περιλαμβάνεται στο έργο του Pietro Antonio Pacifico, Breve descrizzione corografika del Peloponneso ò ’Morea και έχει επανεκδοθεί από τον Κωνσταντίνο Ντόκο στην εργασία του «Breve descrittione del Regno di Morea: αφηγηματική ιστορική πηγή ή επίσημο βενετικό εγγραφο της Β΄ Βενετοκρατιας στην Πελοπο ννησο;»15, αλλά και το εξαιρετικά βοηθητικό Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου: παλαιά και νέα τοπωνύμια, του Γιάννη Α. Πίκουλα16.

Τέλος, αν και είναι ίσως αυτονόητο, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν θα ήταν δυνατή η κατανόηση της εποχής και των ποικίλλων ζητημάτων που άπτονται των ενδιαφερόντων μας χωρίς τη συνδρομή μίας ευρύτερης βιβλιογραφίας, αλλά και μελετών που εξετάζουν διεξοδικά τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τα ιστορικά γεγονότα στην πάροδο του χρόνου. Έτσι, εκτός

15 Ντόκος, «Breve descrittione del Regno di Morea: αφηγηματική ιστορική πηγή ή επίσημο βενετικό έγγραφο της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο;», σ. 81-131. 16 Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου: παλαιά και νέα τοπωνύμια.

18

από τις δύο μελέτες που έχουμε ήδη αναφέρει, πολύτιμο υπήρξε για εμάς το έργο του Κωνσταντίνου Ντόκου στο σύνολό του. Ξεχωριστή θέση κατέχει εδώ η έκδοση του Βενετικού Κτηματολογίου της Βοστίτσας17, από το οποίο αντλήσαμε σημαντικές πληροφορίες για τη διοικητική οργάνωση της κτήσης, την κοινωνική πραγματικότητα και την πληθυσμιακή σύνθεση της Πελοποννήσου μέσα από το πρίσμα της ανατροπής του καθεστώτος της έγγειας κτήσης, η οποία πραγματοποιήθηκε με την έλευση των Βενετών κυριάρχων. Ιδιαίτερης σημασίας στο σύνολό του αποτελεί και το έργο του Αλέξη Μάλλιαρη. Εδώ όμως θα αναφερθούμε ειδικότερα στη μονογραφία του Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο (1687-1715)18 και στο άρθρο του «Η Τουρκική εισβολή στη Βενετική Πελοπόννησο (1715) και η στάση του πληθυσμού έναντι Βενετών και Τούρκων»19, όπου εξετάζει διεξοδικά και μας βοηθάει με αυτόν τον τρόπο να κατανοήσουμε σε βάθος ζητήματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση πληθυσμιακών ομάδων προς τη βορειοδυτική Πελοπόννησο, με την εθνοτική ταυτότητα και την καταγωγή των κατοίκων των περιοχών αυτών, αλλά και με τη γαιοκτησία, το ρόλο των κοινοτήτων και τις κοινωνικές αντιδράσεις του ντόπιου πληθυσμού στο περιβάλλον της βενετικής Πελοποννήσου20.

Οι δυσχέρειες που συναντήσαμε στην προσπάθειά μας σχετίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό με την ίδια τη φύση του υλικού το οποίο, αν και πυκνό, μεγάλο σε όγκο και πλούσιο σε πληροφορίες, δεν παύει να είναι, με εξαίρεση φυσικά το ιδιωτικό αρχείο Grimani, σε κάποιες περιπτώσεις διάσπαρτο και αποσπασματικό. Ακόμα όμως και το ίδιο το αρχείο Grimani, που είδαμε ότι αποτελεί μία πλουσιότατη πηγή και

17 Ντόκος – Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας. 18 Μάλλιαρης, Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο, 1687-1715: γη, πληθυσμοί, κοινωνία στη Β.Δ. Πελοπόννησο. 19 Μάλλιαρης, «Η τουρκική εισβολή στη Βενετική Πελοπόννησο (1715) και η στάση του πληθυσμού έναντι Βενετών και Τούρκων», σ. 420-436. 20 Οι μελέτες που αφορούν στην περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο είναι πολλές και σημαντικές για την προσπάθειά μας. Ενδεικτικά: Κριμπάς, «Η ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος 1687- σ. 315-346· ο ίδιος, «Η ενετοκρατούμενης Πελοπόννησος 1687-1715. Μέρος Β΄», σ. 247-255﮲ ,«1715 Λιάτα – Τσικνάκης, Με την αρμάδα στο Μοριά (1684-1687): ανέκδοτο ημερολόγιο με σχέδια· Λιάτα, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αιώνα: οικιστικά μεγέθη και κατανομή της γης· Μάλλιαρης, «Ελληνοβενετική συνύπαρξη στην Πελοπόννησο (1687-1715): συμβίωση, αλληλεπιδράσεις, υιοθεσία κοινού πολιτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού λεξιλογίου», σ. 67-76· Μαλτέζου, «Και πάλι για το Statuto per il Regno di Morea», σ. 120-128· Ντόκος, Η Στερεά Ελλάς κατά τον ενετοτουρκικόν πόλεμον (1684-1699) και ο Σαλώνων Φιλόθεος· Ντόκος – Αθανασοπούλου, Η πόλη της Βοστίτσας και ο πληθυσμός της κατά την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας, 1685-1715· Παναγόπουλος, «Σύστασις υπό των Ενετών της αστικής κοινότητος εις Βοστίτσαν», σ. 399-406· Παπαδία – Λάλα, «Κοινωνία και κοινότητες στην Πελοπόννησο κατά την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας», σ. 59-73· Πανοπούλου, «Βενετία και ελληνική πραγματικότητα: διοικητική, εκκλησιαστική, οικονομική οργάνωση», σ. 277-370.

19

αναμφισβήτητα προσφέρει μία μοναδική ευκαιρία για τη διερεύνηση του θεσμού της αγγαρείας στην Πελοπόννησο, μπορούμε να πούμε ότι παρουσιάζει ανομοιογένεια ως προς το περιεχόμενο, κάποιες ελλείψεις και ασυνέχειες σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και αντιφάσεις που δεν είναι πάντα εύκολο να ερμηνεύσουμε, ενώ δεν διαθέτουμε τον ίδιο πλούτο στοιχείων για όλες τις μορφές της αγγαρείας. Ένας από τους σημαντικότερους περιορισμούς είναι ότι το αρχείο Grimani καλύπτει μία μόνο, πολύ συγκεκριμενη, χρονικη περιοδο της Β΄ Βενετοκρατίας τη στιγμή που, δυστυχώς, δεν υπάρχουν εξίσου λεπτομερείς πηγές και για τις υπόλοιπες χρονιές.

Παρ’ όλο που η αγγαρεία ήταν, όπως είδαμε, ένα μέτρο που επιβλήθηκε στον αγροτικό πληθυσμό της Πελοποννήσου σε ολόκληρη την περίοδο που εξετάζουμε, θα ήταν, ασφαλώς, λάθος να την αντιμετωπίσουμε ως ένα φαινόμενο στατικό. Από την έρευνά μας προκύπτει ότι υπήρξαν σημαντικές μεταβολές στην εφαρμογή του θεσμού, οι οποίες σίγουρα επιβάλλονταν από τις οικονομικές συνθήκες, τις στρατιωτικές ανάγκες και τις κοινωνικές εξελίξεις. Έτσι, είναι λογικό στη μελέτη μας να υπάρχουν πολλά σημεία δεν έχουν αποσαφηνιστεί στο βαθμό που ιδανικά θα επιθυμούσαμε. Ωστόσο, θεωρούμε ότι τα στοιχεία αυτά που έρχονται στο φως είναι σημαντικά επειδή αφορούν σε μία χρονική στιγμή που υπήρξε κομβική για την εξέλιξη και τη λειτουργία του δημοσιονομικού θεσμού της αγγαρείας του Δημοσίου ενώ παράλληλα μας επιτρέπουν να διαμορφώσουμε μία ουσιαστικότερη εικόνα για την εξέλιξη του φαινομένου.

Η υλοποίηση της διατριβής αυτής θα ήταν αδύνατη δίχως τη συνδρομή συγκεκριμένων θεσμών και προσώπων. Ξεχωριστή θέση μεταξύ αυτών κατέχει το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, του οποίου υπήρξα υπότροφη ερευνήτρια κατά το διάστημα 2013-2016. Το εν λόγω ερευνητικό κέντρο, υπό την εποπτεία της Ακαδημίας Αθηνών εκείνη την περίοδο, προσέφερε σε νέους ερευνητές την ανεκτίμητη ευκαιρία να εξοικειωθούν ουσιαστικά με την αρχειακή έρευνα και να επιδοθούν απερίσπαστοι σε αυτήν για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα. Επιπλέον, προσέφερε την απαράμιλλη εμπειρία της ζωής σε μία πόλη μοναδική από κάθε άποψη καθώς και σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά ευνοϊκό για τη μελέτη της ιστορίας και πλούσιο σε ερεθίσματα κάθε είδους. Ειδική μνεία θα πρέπει επίσης να γίνει στο Ίδρυμα Κρατικών υποτροφιών, του οποίου η υποστήριξη υπήρξε σημαντική στη μακρόχρονη και επίπονη αυτή διαδικασία.

Προσωπικά αισθάνομαι ότι οφείλω ευχαριστίες στους καθηγητές κ. Γεράσιμο Παγκράτη και κ. Άγγελ Νικολάου - Κονναρή, οι οποίοι απαρτίζουν την Τριμελή

20

Συμβουλευτική Επιτροπή της διατριβής μου, για το χρόνο τους, τις παρατηρήσεις και την καλή τους διάθεση. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον κ. Ευστάθιο Μπίρταχα για την ευκαιρία που μου έδωσε να εκπονήσω την εργασία αυτή, για την καθοδήγηση που μου προσέφερε, αλλά και για το ενδιαφέρον του να με διευκολύνει ουσιαστικά στην προσπάθειά μου, μέσα σε συνθήκες όχι πάντα ιδανικές. Κλείνοντας, θεωρώ σημαντικό να αναφέρω ότι το αντικείμενο της συγκεκριμένης μελέτης μου υπέδειξε ο αείμνηστος καθηγητής Κωνσταντίνος Ντόκος, ο οποίος υπήρξε επίσης μέλος της Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής αυτής της διατριβής. Τον θυμάμαι με βαθιά ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι εκείνος ήταν που μου εμφύσησε το ενδιαφέρον για την ιστορική έρευνα, αλλά και την εμπιστοσύνη ότι θα μπορούσα να τα καταφέρω σε μία τόσο απαιτητική διαδρομή. Κυρίως όμως τον θυμάμαι, και θα τον θυμάμαι, με ειλικρινή σεβασμό για τη γενναιοδωρία του, την επιείκεια και την ευγένειά του.

21

1. Η προέλευση του συστήματος της αγγαρείας και η εφαρμογή του στον ελλαδικό χώρο.

1.1 Η προέλευση του θεσμού.

Στις διάφορες βενετικές αρχειακές σειρές που έχουν σχέση με τις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης, αλλά και σε εκείνες που περιλαμβάνουν την αλληλογραφία και τις εκθέσεις των τοπικών διοικητών υπάρχει πληθώρα αναφορών σχετικά με την επιβολή του δημοσιονομικού συστήματος των αγγαρειών στις ελληνόφωνες κτήσεις της Βενετίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Το φάσμα των αναγκών που εξυπηρετούνταν μέσω της πρακτικής αυτής στη δημόσια διοίκηση, τα δημόσια έργα και τις στρατιωτικές και αμυντικές απαιτήσεις της εποχής ήταν ευρύτατο, γεγονός που καταδεικνύει και την εξαιρετική σημασία του θεσμού.

Είναι βέβαια γνωστό ότι η επιβολή του συστήματος της αγγαρείας δεν αποτέλεσε καινοτομία του βενετικού κράτους. Αντιθέτως, έχει εφαρμοστεί σε πολλές περιοχές του κόσμου από την αρχαιότητα έως και τις ημέρες μας21 και το ίδιο φυσικά ισχύει για την Ευρώπη, την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και τον ελλαδικό χώρο, όπου τοποθετείται γεωγραφικά το κέντρο του ενδιαφέροντος της παρούσας μελέτης. O όρος αγγαρεία έχει περσική ή αραμαϊκή προέλευση22. Το νόημα της λέξης αγγαρεία αρχικά σχετιζόταν αποκλειστικά με την έννοια του ταχυδρομείου και της μεταφοράς μηνυμάτων και της κρατικής αλληλογραφίας. Ωστόσο, στην πορεία ο όρος απέκτησε τη σημασία που γνωρίζουμε και σήμερα, δηλαδή αυτήν της υποχρεωτικής εργασίας χωρίς αμοιβή ή της οικονομική εξαγοράς αυτής. Πιο συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος και ο Ξενοφώντας έχουν κάνει λόγο για τον περσικό θεσμό αγγαρήιον σε σχέση με την οργάνωση του περσικού βασιλικού ταχυδρομείου και ίσως σε αυτόν εντοπίζεται η προέλευση του θεσμού της αγγαρείας. Φαίνεται ότι οι δρόμοι του περσικού κράτους ήταν διάσπαρτοι από ειδικούς σταθμούς (τα λεγόμενα άγγαρα), όπου οι αγγελιαφόροι

21 Palgrave, Dictionary of Political Economy, λήμμα corvée, σ. 432. 22 Rostovtzeff, The social and economic history of the roman empire, σ. 334 και Rostowzew, «Angariae», σ. 249-258. Για το ζήτημα της ετυμολογίας της λέξης βλ. Worp, «ΑΓΡΑΡΕΥΩ or ΑΓΓΑΡΕΥΩ?», σ. 732-736.

22

(άγγαροι ή αστάνδαι) περίμεναν τη διαδοχική αλλαγή τους 23. Η σταδιακή εξέλιξη της αγγαρείας στο σύστημα που γνωρίζουμε φαίνεται ότι άρχισε να συντελείται λίγο αργότερα, στα κράτη των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, όπου εισήχθη η ίδια οργάνωση για τις υπηρεσίες του ταχυδρομείου24. Η σημαντική διαφορά εδώ ήταν ότι, ενώ στο περσικό κράτος τα έξοδα για τις υπηρεσίες αυτές καλύπτονταν από το βασιλικό ταμείο, στα ελληνιστικά κράτη τα έξοδα ή ένα τουλάχιστον μέρος των εξόδων καλούνταν να τα καλύπτει ο λαός που επιβαρυνόταν με την υποχρεωτική παροχή ζώων (ίππων, ημιόνων, βοδιών, καμηλών) και πλοίων για κρατικές μεταφορές. Η ίδια οργάνωση κρατικού ταχυδρομείου εισήχθη και επικράτησε και στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία στα χρόνια του Αυγούστου και ακολούθως στη βυζαντινή25.

Η υποχρέωση κάθε υπηκόου να υποστηρίξει το κράτος με την εργασία του και με όλα τα μέσα που διέθετε, καθώς και η ευθύνη του απέναντι στο κράτος για την ορθή εκπλήρωση των καθηκόντων του ήταν θεμελιώδεις αρχές του ανατολίτικου μοναρχικού συστήματος, το οποίο κληροδοτήθηκε στα ελληνιστικά κράτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα κρατικά αυτά συστήματα οι αξιωματούχοι καθώς και άλλοι κρατικοί παράγοντες, σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος ζημιωνόταν ή υφίστατο απώλειες εξαιτίας της δικής τους ανεπάρκειας ή ανεντιμότητας, καλούνταν -μεταξύ άλλων τιμωριών- να καταβάλουν οικονομική αποζημίωση καλύπτοντας οι ίδιοι τη ζημία. Οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν αυτές τις αρχές όχι μόνο στην Αίγυπτο όπου εφαρμόζονταν στην πιο καθαρή τους μορφή, αλλά και στις υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες και δεν προχώρησαν σε κατάργηση καμίας από τις υποχρεώσεις που παραδοσιακά επιβάρυναν το λαό σε όλες τις περιοχές της Ανατολής. Η υποχρεωτική εργασία παρέμεινε βασική κινητήριος δύναμη του οικονομικού συστήματος και το κράτος ποτέ δεν παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να απαιτεί από τις λαϊκές τάξεις τρόφιμα και ζωοτροφή σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, ιδίως κατά τη διάρκεια του πολέμου για λογαριασμό των στρατιωτικών και των αξιωματικών επιπρόσθετα προς την τακτική φορολογία26.

Η επιβολή της αγγαρείας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπήρξε ένα χαρακτηριστικό και πολύ καλά τεκμηριωμένο παράδειγμα της εφαρμογής αυτής της λογικής. Όπως αναφέραμε, ο όρος είναι περσικής ή αραμαϊκής προέλευσης και αρχικά σήμαινε την υποχρεωτική παροχή από μέρους των υπηκόων ζώων και οδηγών, καθώς

23 Σταυρίδου - Ζαφράκα Αλκμήνη, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 24-25. 24 Βλ. Rostowzew, «Angariae», σ. 249-258 και Mitchell, «Requisitioned transport in the roman empire: a new inscription from Pisidia», σ. 106-131. 25 Σταυρίδου - Ζαφράκα Αλκμήνη, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 24-25. 26 Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 333-334.

23

και πλοίων για τη μεταφορά ανθρώπων και αγαθών, τα οποία διακινούνταν για λογαριασμό του κράτους. Αυτός ο θεσμός δεν καταργήθηκε ποτέ από τους Ρωμαίους. Σε διάφορες περιπτώσεις οι τελευταίοι επεδίωξαν να τον ρυθμίσουν και να τον συστηματοποιήσουν, δίχως όμως επιτυχία. Είναι βέβαια λογικό ότι για όσο διάστημα εφαρμόστηκε αυτή η πρακτική δε μπορούσε παρά να προκαλεί δυσαρέσκεια στους υπόχρεους. Διατάγματα επί διαταγμάτων εκδίδονταν από τους επάρχους, οι οποίοι μάταια επεδίωκαν να θέσουν ένα όριο στην εγγενή αυθαιρεσία και καταπίεση. Τα ίδια μπορούν να ειπωθούν και για τις συμπληρωματικές μεταφορές τροφίμων, καθώς και για τις συνεχείς επιτάξεις των αναγκαίων για το κράτος αγαθών, οι οποίες τελικά έπαιρναν τη μορφή υποχρεωτικής πώλησης που ελεγχόταν από ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους27.

Επιπλέον, οι Ρωμαίοι διατήρησαν μία ακόμη παράδοση των Πτολεμαίων, σύμφωνα με την οποία οι διάφοροι αξιωματούχοι ήταν τα προσωπικά έμμισθα όργανά τους, που σε περίπτωση απείθειας μπορούσαν οι ίδιοι να οδηγηθούν σε δίκη και τα περιουσιακά τους στοιχεία να κατασχεθούν. Τονίζουμε βέβαια ότι η υπηρεσία που πρόσφεραν οι αξιωματούχοι την εποχή εκείνη υπόκεινταν στην αρχή της παροχής εργασίας επί πληρωμή. Παρ’ όλα αυτά, η λογική που υπαγόρευε ότι οι υπήκοοι ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν το κράτος, όποτε αυτό απαιτούνταν ακόμα και χωρίς αμοιβή ή αποζημίωση, ήταν πολύ διαδεδομένη στην Αίγυπτο και είναι πολύ πιθανό οι χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι οι οποίοι προέρχονταν από τις τάξεις των γηγενών να μη λάμβαναν μισθό ακόμα και στην εποχή των Πτολεμαίων28. Οι Ρωμαίοι όχι μόνο διατήρησαν, αλλά και σταδιακά επέκτειναν την πρακτική των Πτολεμαίων κρίνοντας βέβαια ότι η μείωση του αριθμού των έμμισθων αξιωματούχων και η αντικατάστασή τους από άλλους, οι οποίοι θα καλούνταν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο κράτος αμισθί, θα ήταν μία πολύ πιο συμφέρουσα πρακτική. Με τον τρόπο αυτό εισήγαγαν ένα είδος καταναγκαστικής εργασίας για τα ανώτερα και πιο εύπορα στρώματα. Μέχρι το πρώτο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. το σύστημα αυτό είχε αναπτυχθεί και σχεδόν όλες οι θέσεις αξιωματούχων συνιστούσαν λειτουργίες, κάτι που πρακτικά σήμαινε ότι οι κάτοχοι των θέσεων αυτών όχι μόνο δεν αμείβονταν για την εργασία τους, αλλά ήταν και οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και υπόλογοι για οποιαδήποτε απώλεια ή ζημία βάραινε το κράτος29.

27 Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 334. 28 Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 334-335. 29 Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 335.

24

Το σύστημα των λειτουργιών εξελίχθηκε με αυτόν τον τρόπο αρχικά στην Αίγυπτο. Σύντομα οι δύο βασικές αρχές του, υποχρεωτική εργασία και ευθύνη για τυχόν απώλειες σε βάρος του κράτους, εφαρμόστηκαν και σε άλλες εξελληνισμένες επαρχίες. Ιδιαίτερα όσον αφορά στην υποχρεωτική εργασία, οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν την πρακτική σε ολόκληρη την Ανατολή και όχι μόνο δεν θέλησαν να την καταργήσουν, αλλά αντίθετα μετέφεραν και εφάρμοσαν το σύστημα αυτό στον ελλαδικό χώρο, καθώς και στις δυτικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Ο Michael Rostowzew παρατηρεί ότι ο όρος αγγαρεύειν απαντάται στη Βίβλο μεταξύ άλλων και στο εδάφιο όπου ο Σίμων ο Κυρηναίος υποχρεώθηκε να μεταφέρει το σταυρό του Ιησού στο Γολγοθά30. Έτσι, το σύστημα αυτό, που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν σε χρήση σε ολόκληρη την περιοχή της Μικράς Ασίας και της Συρίας πολύ πριν τους Ρωμαίους31, βλέπουμε ότι επιβίωσε μέχρι και την τελευταία περίοδο της κυριαρχίας τους, ειδικά στο ζήτημα των μεταφορών, και εφαρμόστηκε κάθε φορά που το ρωμαϊκό κράτος είχε ανάγκη για μαζική μεταφορά ανθρώπων και αγαθών στην Ιταλία και τις επαρχίες32.

Στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα και τη Δύση το βάρος της υποχρεωτικής εργασίας και των επιτάξεων δεν επιβαλλόταν σε μεμονωμένα άτομα ή συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων (για παράδειγμα επαγγελματικές συντεχνίες), όπως συνέβαινε στην Αίγυπτο. Στο ζήτημα της επιβολής της υποχρεωτικής εργασίας οι Ρωμαίοι διαφοροποιήθηκαν σε σχέση με τους προκατόχους τους και επέβαλαν την αγγαρεία στις διοικητικές μονάδες της αυτοκρατορίας, δηλαδή στις πόλεις. Στις ελληνικές και τις ρωμαϊκές πόλεις οι κάτοικοι καλούνταν να συνεισφέρουν παρέχοντας συγκεκριμένες υπηρεσίες, συγκεκριμένες αγγαρείες, συγκεκριμένες λειτουργίες επιβεβλημένες από το κράτος βάσει καθορισμένων κανόνων. Οι υποχρεώσεις αυτές στα ελληνικά ονομάζονταν λειτουργίαι και στα λατινικά munera. Διακρίνονταν σε munera publica και σε munera privata33.

Σύμφωνα με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα, οι λειτουργίες διακρίνονταν σε α) munera personalia (στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και τα munera sordida) και β) σε munera patrimoniorum. Τα munera personalia συνιστούσαν το σύνολο των υποχρεώσεων εκείνων που σχετίζονταν με την προσφορά εργασίας (ή προσωπική επίβλεψη εργασιών κατά περίπτωση)· τα munera patrimoniorum ήταν μέτρα σύμφωνα

30 Rostowzew, «Angariae», σ. 251· Westall, «Simon of Cyrene, a Roman citizen?» σ. 495-500. 31 Βλ. ενδεικτικά: Frend, «A third-century inscription relating to angareia in Phrygia», σ. 46-56· Mendelsohn, «On corvée labor in ancient Canaan and Israel», σ. 31-35· Westall, «Simon of Cyrene», σ. 489-500· Lewis, «Documents on compulsory public service in Egypt under roman rule», σ. 1-39. 32 Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 335. 33 Juguet, La vie municipale dans l’Égypte romaine, σ. 97.

25

με τα οποία απαιτούνταν ο υποκείμενος σε αυτά να θυσιάσει ένα μέρος της περιουσίας του είτε με την καταβολή χρημάτων, είτε με την παροχή αγαθών όπως άμαξες και ζώα για τις μεταφορές, είτε με τη φιλοξενία στρατιωτών, δημόσιων λειτουργών και αξιωματούχων στο σπίτι του. Τα munera patrimoniorum απαιτούνταν από ανθρώπους που διέθεταν κάποια περιουσία, ενώ τα munera personalia θεωρητικά απαιτούνταν από όλες τις τάξεις μίας κοινότητας. Οι μελετητές της περιόδου αναφέρουν πως οι λειτουργίες ταξινομούνταν με βάση τέσσερα διαφορετικά κριτήρια: 1) τη φύση της υπηρεσίας, 2) τη γεωγραφική τοποθεσία όπου αυτή επιβαλλόταν, 3) την οικονομική επιφάνεια του υποκειμένου στο σύστημα και 4) την κοινωνική του θέση34.

Οι πολίτες ταξινομούνταν με βάση τα περιουσιακά στοιχεία που διέθεταν σε εύπορους και άπορους αναφορικά με την ικανότητά τους να πραγματοποιούν λειτουργίες. Το απαιτούμενο εισόδημα για την πραγματοποίηση μιας λειτουργίας μπορούσε να διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Στην Αίγυπτο είχε εφαρμοστεί μία πρακτική κατά την οποία όταν η απαίτηση για λειτουργία δεν ήταν σύμφωνη προς το εισόδημα και ξεπερνούσε τις οικονομικές δυνατότητες του υπόχρεου, τότε εκείνος είχε την επιλογή να παραδώσει στο κράτος την περιουσία του και να απαλλαγεί έτσι από την απαίτηση για προσφορά λειτουργίας35. Η ταξινόμηση λοιπόν της δημόσιας υπηρεσίας γινόταν με βάση την κοινωνική θέση· οριζόταν δε ρητά ότι οι άνθρωποι που διέθεταν κάποιο αξίωμα έπρεπε να εξαιρούνται από τις «ταπεινές» υποχρεώσεις, τα munera sordida (σωματικές λειτουργίες)36. Το γεγονός ότι οι τοπικές Αρχές ήταν επιφορτισμένες με το καθήκον της κατανομής τους στην επικράτεια κάθε πόλης είχε ως αποτέλεσμα να μην επιβαρύνονται τα μέλη της άρχουσας αυτής τάξης και οι ευνοούμενοί τους, αλλά μόνο οι καλλιεργητές της γης στην ύπαιθρο και οι εργάτες στις πόλεις: τα munera sordida δεν εκτελούνταν ποτέ από ιδιοκτήτες γης ή καταστημάτων. Οι πιο προνομιούχοι γνώριζαν με ποιες μεθόδους να αποφεύγουν αυτές τις επιβαρύνσεις και να τις μετακυλίουν στους πιο αδύναμους ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες οι υποχρεώσεις κατανέμονταν με βάση την έγγειο ιδιοκτησία, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της εργασίας στην κατασκευή δρόμων37.

Αυτού του είδους οι επιβαρύνσεις ήταν εξαιρετικά επαχθείς και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στον έκτακτο χαρακτήρα τους. Οι φόροι, όσο δυσβάσταχτοι κι αν ήταν, δεν έπαυαν να έχουν τακτικό χαρακτήρα, γεγονός που επέτρεπε στους υπόχρεους

34 Van Hoesen – Johnson, «A papyrus dealing with liturgies», σ. 117. 35 Van Hoesen – Johnson, «A papyrus», σ. 118. 36 Van Hoesen – Johnson, «A papyrus», σ. 118. 37 Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 336.

26

να τους προβλέψουν, να τους υπολογίσουν και να ρυθμίσουν τις υποχρεώσεις και τις προτεραιότητές τους με βάση τις δυνατότητές τους. Αντίθετα, οι ξαφνικές υποχρεώσεις για παροχή υπηρεσίας ή επίταξης των ζώων και των άλλων περιουσιακών τους στοιχείων (σπίτια για φιλοξενία αξιωματούχων, άμαξες για μεταφορά αγαθών και προσώπων κλπ.) ήταν πραγματική συμφορά38.

Η επιβάρυνση και οι δυσκολίες που επέφερε η εφαρμογή του συστήματος αυτού στη ζωή των πληθυσμών, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να το υποστούν, ήταν γνωστή στους αυτοκράτορες και την κεντρική διοίκηση. Το ζήτημα όμως των μεταφορών ήταν ζωτικής σημασίας και από τη στιγμή που αυτό βασιζόταν αποκλειστικά στο σύστημα των επιτάξεων, οι αυτοκράτορες δεν εξέτασαν ποτέ σοβαρά το ενδεχόμενο να διακόψουν την ανατολίτικη αυτή πρακτική για τις χερσαίες μεταφορές. Έτσι, ήταν προδιαγεγραμμένο να μετατραπεί το σύστημα αυτό σε ένα πραγματικό πρόβλημα για την οικονομική και την κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας39.

Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε ότι για τις μεταφορές της θάλασσας το κράτος βασιζόταν στον υπάρχοντα εμπορικό στόλο. Όμως, οι πλοιοκτήτες και οι έμποροι, οργανωμένοι σε σωματεία, εργάζονταν για το κράτος με τον ίδιο τρόπο που θα εργάζονταν για οποιοδήποτε άλλο πελάτη, δηλαδή βάσει συμβολαίου. Το σύστημα των επιτάξεων και της υποχρεωτικής εργασίας εφαρμοζόταν στις χερσαίες μεταφορές μόνο όταν απαιτούνταν υπηρεσίες σε μεγάλη κλίμακα, όπως για παράδειγμα σε καιρό πολέμου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι αυτοκράτορες από τον Αδριανό και ύστερα παραχώρησαν επανειλημμένα στα παραπάνω σωματεία σημαντικά προνόμια, γεγονός που γινόταν αντιληπτό ως αποζημίωση για την υποχρεωτική εργασία που απαιτούσε το κράτος από αυτά40.

Στις χερσαίες μεταφορές όμως δεν υπήρχαν αντίστοιχοι θεσμοί ή έστω κάποια επαγγελματική συγκρότηση. Στην Αίγυπτο είχε γίνει κάποια προσπάθεια για την οργάνωση μεταφορικών υπηρεσιών με ζώα που θα εργάζονταν για το κράτος και άλλους πελάτες. Εντούτοις, οι προσπάθειες αυτές δεν προχώρησαν και δεν καρποφόρησαν. Έτσι, οι χερσαίες μεταφορές εξακολούθησαν να βασίζονται αποκλειστικά στην υποχρεωτική εργασία41.

38 Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 337. 39 Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 337. 40 Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 338. 41 Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 338.

27

Ένα μέρος των προβλημάτων που είχαν προκύψει από την επιβάρυνση του πληθυσμού για τη μεταφορά της κρατικής αλληλογραφίας και των κρατικών αξιωματούχων, δηλαδή το cursus publicus, επεδίωξαν να αντιμετωπίσουν ο Νέρβας και ο Αδριανός και αργότερα ο Αντώνιος Πίος και ο Σεπτίμιος Σεβήρος. Κύρια επιδίωξή τους ήταν να μετατρέψουν τις μεταφορές σε οργανωμένες κρατικές υπηρεσίες. Ωστόσο, φαίνεται δύσκολο να πραγματοποιήθηκε κάτι τέτοιο και αρκετά αμφίβολη η πρόσληψη ανθρώπων αποκλειστικά γι’ αυτό το σκοπό. Βάση του συστήματος παρέμεινε η υποχρεωτική εκδούλευση του πληθυσμού που κατοικούσε κοντά στις κεντρικές οδικές αρτηρίες της αυτοκρατορίας και έτσι η μεταφορά και η παροχή μέσων μεταφοράς για το στρατό βασίστηκε αποκλειστικά στην υποχρεωτική εργασία42.

Όταν απαντάται ο όρος αγγαρεία στις νομικές πηγές της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας συνήθως δηλώνει κυρίως την υποχρεωτική παροχή στο κράτος αμαξών και οδηγών για τη μεταφορά κρατικών αγαθών. Ωστόσο, βλέπουμε ότι τα munera personalia ή civilia μπορούσαν να έχουν και άλλες μορφές από αυτές που ήδη αναφέρθηκαν. Φαίνεται, δηλαδή, ότι σε διάφορες περιοχές οι κάτοικοι καλούνταν να εργαστούν στη συντήρηση κτηρίων, στα λουτρά ή ακόμη και στο κτίσιμο κάστρων και φρουρίων, ενώ από αυτές τις εργασίες εξαιρούνταν κάποιες κατηγορίες, όπως ήταν οι γιατροί, οι αθλητές, οι φιλόσοφοι, οι ρήτορες και οι δάσκαλοι43.

Η επιβεβλημένη εργασία ήταν μία πραγματικότητα και στην υλοποίηση των δημόσιων έργων, για την οποία το κράτος χρησιμοποιούσε καταδίκους. Μία από τις πιο σκληρές ποινές ήταν η καταδίκη ad opus publicum, η καταναγκαστική δηλαδή εργασία στα δημόσια έργα. Εντούτοις, όταν το εργατικό αυτό δυναμικό δεν επαρκούσε, οι πηγές μαρτυρούν ότι το κράτος μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους υπηκόους του αξιώνοντας από όσους ήταν μεταξύ 14 και 60 χρονών άμισθη υποχρεωτική υπηρεσία για κάποιες μέρες το χρόνο, συνήθως 3 έως 5 ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ανάγκες που προέκυπταν σε κάθε περίπτωση44.

1.2 Βυζάντιο

Η αγγαρεία που συνδέθηκε με τις υπηρεσίες του ταχυδρομείου (cursus publicus, δημόσιος δρόμος) επιβίωσε και στο Βυζάντιο και, όπως ακριβώς συνέβαινε και στο

42 Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 338. 43 Duncan-Jones, Structure and scale in the roman economy, σ. 160-161· Juguet, La vie municipale, σ. 99-103. 44 Duncan-Jones, Structure, 174-175.

28

ρωμαϊκό κράτος, δεν αποτελούσε θεσμό κοινής ωφελείας, αλλά εξυπηρετούσε τις ανάγκες του αυτοκράτορα και των κρατικών λειτουργών και γενικότερα της διοίκησης. Όπως είδαμε, στο ρωμαϊκό κράτος τα έξοδα για το προσωπικό και τη διατήρηση των ζώων στους σταθμούς τα αναλάμβαναν ως λειτουργία οι πόλεις και οι κοινότητες, ενώ αντίθετα, από την πρωτοβυζαντινή περίοδο και μεταγενέστερα το κράτος διέθετε άμαξες και ζώα για το κρατικό ταχυδρομείο. Και στην περίπτωση αυτή όμως οι κοινότητες επιβαρύνονταν με την παροχή και την ανανέωση των ζώων όταν αυτό κρινόταν απαραίτητο, καθώς και με τη συντήρησή τους με την παροχή ζωοτροφής. Επιπρόσθετα, οι υπήκοοι του βυζαντινού κράτους επιβαρύνονταν και με την κατασκευή, τη συντήρηση και τον εξοπλισμό των στάβλων45. Οι υποχρεώσεις που είχαν σχέση με τη λειτουργία του ταχυδρομείου βάραιναν τους κατοίκους των κοινοτήτων και των πόλεων που βρίσκονταν επάνω ή κοντά στις κύριες οδικές αρτηρίες46, ενώ φαίνεται πως όσοι συνεισέφεραν υπηρεσία στο κρατικό ταχυδρομείο απαλλάσσονταν από άλλες λειτουργίες47. Οι άμαξες με ζεύγη βοδιών που χρησιμοποιούνταν για τις κρατικές μεταφορές ονομάζονταν angarie και τα ζώα που χρησιμοποιούνταν ως υποζύγια ονομάζονταν άγγαρα και αγγαρίδια. Το βάρος που μπορούσαν να μεταφέρουν δεν έπρεπε να υπερβαίνει τις 1.500 λίτρες, ενώ οι άμαξες με ημιόνους δεν έπρεπε να υπερβαίνουν τις 1.000. Οι άμαξες αυτές χρησιμοποιούνταν και από το λεγόμενο αργό ταχυδρομείο (cursus clavularis, πλατύς δρόμος ή και απλώς angariae), το οποίο μετέφερε το φόρο σε στρατιωτικό είδος, το στρατιωτικό ρουχισμό, όπλα, ασθενείς στρατιώτες, αξιωματούχους με τις οικογένειές τους και επισκόπους48.

Δεν ήταν όμως σπάνιες και οι περιστάσεις εκείνες κατά τις οποίες γινόταν έκτακτη επίταξη των ζώων ακόμα και σε περιοχές οι οποίες βρίσκονταν μακριά από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες, σε δρόμους ήσσονος σημασίας (πλάγιους), για τις οποίες κανονικά δεν προβλεπόταν η επιβάρυνση του cursus publicus. Ο όρος που χρησιμοποιούνταν για τα άλογα που επιτάσσονταν για την κάλυψη αυτών των έκτακτων αναγκών ήταν paraveredi, ενώ για τα βόδια, τις βοϊδάμαξες καθώς και άλλα υποζύγια ήταν parangariae. Ο όρος παραγγαρεία στα βυζαντινά έγγραφα εμφανίζεται από τον 11ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την έκτακτη υποχρέωση των κατοίκων των πλάγιων οδών για παροχή ζώων, αμαξών μεταφοράς και υπηρεσιών49. Γενικότερα, η διαφοροποίηση του όρου παραγγαρεία σε σχέση με την αγγαρεία

45 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 26-27. 46 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 35. 47 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 28. 48 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 29. 49 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 35-36.

29

συνίστατο στο ότι η πρώτη υποδήλωνε επιπλέον υποχρεώσεις, πάνω και πέρα από τις κανονικά απαιτούμενες για την τακτική και θεσμοθετημένη αγγαρεία50.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Βυζάντιο ο θεσμός της αγγαρείας είχε πάρει το χαρακτήρα αναγκαστικής μίσθωσης ή πώλησης στο κράτος, επειδή προβλεπόταν να δίνεται κάποια αμοιβή σε χρήμα σε όλους τους υπηκόους που επιβαρύνονταν με κάποιου είδους αγγαρεία. Ειδικά για το cursus publicus ο αυτοκρα τορας Λεων Α΄ (457- 474) είχε ορίσει ότι οι ιδιοκτήτες των ζώων που επιτάσσονταν για τη μεταφορά στρατιωτών και οπλισμού θα αμείβονταν από το ταμείο του praefectus praetorio. Επειδή η επίταξη των ζώων αυτών κατά πάσα πιθανότητα συνδυαζόταν και με την παροχή υπηρεσιών από την πλευρά του ιδιοκτήτη, ο όρος αγγαρεία κατέστη συνώνυμος της υποχρεωτικής παροχής εργασίας. Στα νομοθετικά κείμενα η αγγαρεία χαρακτηριζόταν ως munus personale και munus patrimonii ή λειτουργία προσωπική 51.

Όπως συνέβαινε στο ρωμαϊκό κράτος, έτσι και στο βυζαντινό κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή η αγγαρεία, όπως και τα άλλα munera, επιβαλλόταν στις πόλεις και τις κοινότητες και στη συνέχεια οι Αρχές των πόλεων αναλάμβαναν την κατανομή τους στους φορολογουμένους. Η κατανομή της επιβάρυνσης μεταξύ των κατοίκων κάθε κοινότητας γινόταν με βάση την κτηματική τους περιουσία. Με νόμο του Κωνσταντίνου του έτους 328 η συμμετοχή στα extraordinaria munera και τα munera sordida (και επομένως και στην αγγαρεία) καθοριζόταν με βάση τη φορολογική μονάδα caput από τον ίδιο τον praefectus praetorio. Στη βυζαντινή περίοδο η αγγαρεία επιβαλλόταν, ομοίως, κατά κοινότητες και ήταν δυνατό μία αγγαρεία να τη μοιρασθούν δύο ή και περισσότερα χωριά. Η κατανομή στους κατοίκους γινόταν ανάλογα με την περιουσία τους. Φαίνεται πως οι ατελείς πάροικοι, όσοι δηλαδή δεν είχαν δική τους γη, δεν ήταν καταχωρισμένοι στα κτηματολόγια και δεν υπόκεινταν σε καμιά φορολογία και κατά συνέπεια δεν μετείχαν ούτε στις υπηρεσίες που απαιτούσε ο δημόσιος δρόμος52.

Πέρα όμως από τη λειτουργία του δημόσιου ταχυδρομείου, οι βυζαντινοί υπήκοοι επιβαρύνονταν με ένα σύνολο έκτακτων αγγαρειών και άλλων εισφορών οι οποίες, ακριβώς επειδή ήταν έκτακτες, έδιναν το περιθώριο στα διάφορα κρατικά όργανα που ήταν υπεύθυνα για την είσπραξή τους να διαπράττουν αυθαιρεσίες, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες οι υποχρεώσεις μετατρέπονταν σε χρηματικές καταβολές. Οι όροι που χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσουν μια ολόκληρη δέσμη

50 Βλ. επίσης Harley, «The law of angary», σ. 267. 51 Σταυρίδου - Ζαφράκα , «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 30. 52 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 36-38.

30

δημοσιονομικών μέτρων μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε το μέγεθος της επιβάρυνσης που αυτά σήμαιναν για τους υπηκόους: επήρεια, κάκωσις, ζημία, βλάβη, επαγωγή, επίθεσις κ.ά. είναι οι μεσαιωνικοί όροι που αντικατέστησαν την έκφραση munera sordida του ρωμαϊκού κράτους και της Ύστερης Αρχαιότητας53.

Σε παπύρους του διαστήματος από τον 5ο έως τον 8ο αιώνα αυτός που μετείχε σε αναγκαστική εργασία, πιθανόν με κάποια αμοιβή, ονομαζόταν αγγαρευτής, ενώ ο επικείμενος των αγγαρευτών πρέπει να ήταν ο αρχιεργάτης. Αργότερα απαντάται και ο όρος αγγαράρος, που σήμαινε το δουλοπάροικο που μετείχε σε αγγαρεία54. Μέχρι τον 11ο αιώνα η επιβάρυνση των υπηκόων είχε γίνει δυσβάστακτη55 και η αγγαρεία του Δημοσίου ως επιβεβλημένη παροχή υπηρεσίας αφορούσε σε κάθε μορφή εργασίας (γεωργών, τεχνιτών, ιατρών κ.ά.) που μπορούσε να απαιτηθεί από το Δημόσιο με ή χωρίς αμοιβή56. Οι υποχρεώσεις και οι αγγαρείες που επιβάρυναν τους υπηκόους διακρίνονταν σε γενικές γραμμές σε κάποιες κατηγορίες: α) σε εκείνες που προέκυπταν από την παρουσία κρατικών υπαλλήλων και αξιωματούχων στις διάφορες επαρχίες του βυζαντινού κράτους και από την ανάγκη για τη φιλοξενία τους· β) στην επιβάρυνση που σχετιζόταν με την υποχρεωτική πώληση ή την προσφορά αγαθών και ζώων· γ) στη διατεταγμένη υπηρεσία στρατιωτών· και δ) στην παροχή υποχρεωτικής εργασίας σε δημόσια έργα και άλλες εργασίες απαραίτητες για την κάλυψη κρατικών αναγκών57.

Αν εξετάσουμε τις παραπάνω κατηγορίες πιο αναλυτικά, βλέπουμε ότι μία ολόκληρη σειρά επιβαρύνσεων συνδεόταν με την έννοια της «φιλοξενίας» κρατικών αξιωματούχων. Σε τέτοιες περιπτώσεις φαίνεται ότι ήταν επιβεβλημένη η καταβολή φιλοδωρημάτων όπως το κανίσκιον, το αντικανίσκιον, το προσόδιον, το προσκυνητίκιον, ενώ όχι σπάνια οι υποκείμενοι επιβαρύνονταν με το μητάτον ή μιτάτον (metatum), δηλαδή με την υποχρέωση φιλοξενίας ενός μισθοφόρου στρατιώτη στην ιδιωτική οικία κάποιου υπηκόου για ολόκληρο το χειμώνα. Μία εξαιρετικά επαχθής υποχρέωση ήταν το άπληκτον (ή applicatum), σύμφωνα με την οποία οι υπήκοοι όφειλαν να παραχωρήσουν κάποια ικανή έκταση γης, ώστε να εγκατασταθεί ή να στρατοπεδεύσει εκεί ένα περαστικό στρατιωτικό σώμα ή ένας αξιωματούχος με τη συνοδεία του. Συχνά η επιβάρυνση αυτή κατανεμόταν σε περισσότερα από ένα άτομα και τότε ονομαζόταν μεσάπληκτον. Φαίνεται ότι οι υπήκοοι καλούνταν να συντηρήσουν τα δημόσια κτήρια,

53 Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους στην οικονομία», σ. 174. 54 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 31-32. 55 Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους», σ. 174. 56 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 31-32. 57 Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους», σ. 174-176· Oikonomidés, Fiscalité et exemption fiscal à Byzance (IXe-XIe s.), σ. 107-112.

31

τα οποία χρησιμοποιούνταν για τη διαμονή των κρατικών λειτουργών. Για την υπηρεσία αυτή χρησιμοποιούνταν ο όρος κάθισμα. Η φιλοξενία, άλλωστε, συνοδευόταν συνήθως από την υποχρέωση συντήρησης των επισκεπτών και των ζώων τους (εκβολή ή χορηγία χρειών και χορτασμάτων). Λιγότερο επίπονη αλλά με μεγάλη διάρκεια ήταν η υποχρέωση να δεχθεί κανείς και να «φιλοξενήσει» έναν εξόριστο, τον οποίο έστελνε ο αυτοκράτορας58.

Όπως είδαμε και παρά πάνω, για την κάλυψη των αναγκών του κράτους σε είδος προβλεπόταν η εφαρμογή μέτρων όπως ήταν η εξώνησις, δηλαδή η υποχρέωση πώλησης αγαθών προς το κράτος σε τιμές που εκείνο όριζε, ενώ δεν σπάνιζε η έκτακτη υποχρέωση αγοράς τροφίμων και ζώων για λογαριασμό του κράτους. Συνηθισμένη πρακτική ήταν και η σιτάρκησις κάστρου, σύμφωνα με την οποία οι υπήκοοι έστελναν στα φρούρια τα απαραίτητα τρόφιμα, καθώς και το μονοπρόσωπον, δηλαδή η παραχώρηση αλόγων ή μουλαριών για το στρατό. Η υποχρεωτική στρατολογία και ο εξοπλισμός ελαφρών στρατιωτικών ενόψει ορισμένων επιχειρήσεων ήταν μία άλλη επήρεια. Οι στρατιώτες αυτοί, που ενίοτε υπηρετούσαν σε τοπικές φρουρές (ταξάτοι), μπορούσαν να είναι και πλόιμοι, κονταράτοι, τοξόται, ιπποτοξόται, ματζουκάτοι, μαλάρτοι και είχαν βοηθητικό ρόλο στο στράτευμα. Μαζί τους επιστρατεύονταν και σιδηρουργοί (κωμοδρόμοι) που προέρχονταν από τις διάφορες επαρχίες και οι οποίοι συνόδευαν τα εκστρατευτικά σώματα προκειμένου να καλύπτουν ανάγκες των εκστρατειών59.

Τέλος, από τις πιο σημαντικές υποχρεώσεις, από τις οποίες δεν ήταν εύκολο να

απαλλαγεί κάποιος, ήταν η παροχή προσωπικής υποχρεωτικής και μη αμειβόμενης

εργασίας (ή η αντικατάσταση αυτής με χρηματικό αντισήκωμα) στα δημόσια έργα, καθώς και για την κάλυψη άλλων αναγκών του κράτους.

Από αυτές οι πιο γνωστές ήταν:

(1) Η οδοστρωσία, δηλαδή η υποχρεωτική συμμετοχή στις εργασίες για τη διάνοιξη και τη συντήρηση των δημόσιων δρόμων.

(2) Η γεφυροκτισία, δηλαδή η υποχρέωση για προσφορά εργασίας στην κατασκευή των γεφυριών, καθώς και στην αποκατάστασή τους στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κάτι τέτοιο κρινόταν αναγκαίο. Η γεφυροκτισία μαζί με την οδοστρωσία που ήδη αναφέραμε θεωρούνταν ως ένα munus sordidum, γνωστό ως viarum et pontium

58 Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους», σ. 175. 59 Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους», σ. 175-176.

32

(constructionis) sollicitundo, ενώ οι όροι οδοστρωσία, οδού κατάστασις, οδόστρωσις και γεφύρωσις, γέφυρας ανάκτισις, γέφυρας οικοδομή και ανανέωσις, γέφυραι ήταν σε χρήση από τον 11ο αιώνα60.

(3) Η καστροκτισία, δηλαδή η υπηρεσία στις εργασίες κατασκευής, συντήρησης και αποκατάστασης οχυρωματικών συγκροτημάτων. Απαντάται τακτικά στα έγγραφα μαζί με τις δύο αγγαρείες που αναφέρθηκαν παραπάνω, την οδοστρωσία και τη γεφυροκτισία. Για την κατασκευή των φρουρίων και των κάστρων υπήρχαν εξειδικευμένοι κτίστες που ονομάζονταν καστροκτίσται. Για πρακτικούς λόγους, αλλά και ακριβώς λόγω της τεράστιας σημασίας των έργων αυτών, η καστροκτισία από προσωπική αγγαρεία που ήταν σύντομα μετατράπηκε σε οικονομική επιβάρυνση. Μέχρι το 13ο αιώνα η επιβολή της καστροκτισίας είχε έκτακτο χαρακτήρα. Ωστόσο, αυτό φαίνεται ότι σταδιακά άρχισε να αλλάζει και σύντομα μεταβλήθηκε σε τακτική αγγαρεία. Επίσης, ήταν μία αγγαρεία που θα μπορούσε εκτός από δημόσια να είναι ιδιωτική, εφόσον ήταν δυνατόν οι πάροικοι να κλιθούν να συνεισφέρουν στην κατασκευή ενός τοπικού φρουρίου ή ακόμα και ιδιωτικού κάστρου61.

(4) Η αποβίγλισις ή βίγλη, δηλαδή η υποχρέωση των παροίκων να παρέχουν υπηρεσία στη φύλαξη των κάστρων. Μία ακόμη αγγαρεία που είχε σχέση με τη φύλαξη μιας τοποθεσίας ήταν οι αποκαλούμενες παραμοναί, δηλαδή η υποχρέωση για φύλαξη ευάλωτων και ευπρόσβλητων περιοχών62.

(5) Κατεργοκτισία, καραβοποιία ή κτίσις πλοίων, δηλαδή η υποχρεωτική παροχή υπηρεσίας στις εργασίες για την κατασκευή πλοίων. Επρόκειτο για μία αγγαρεία που είχε χαρακτήρα έκτακτο και λογικά επιβαλλόταν στις παράκτιες περιοχές, είτε από την κεντρική διοίκηση είτε από τους επαρχιακούς διοικητές, για την κατασκευή διάφορων τύπων πλοίων, όπως λ.χ. χελάνδια, ζέρμονες ή χαρβιά. Λόγω της ανάγκης για απασχόληση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού θεωρήθηκε προτιμότερη λύση και φαίνεται ότι επικράτησε ο απαργυρισμός της63.

(6) Ψωμοζυμία. Ο όρος εμφανίζεται το 1086 και οι αναφορές πληθαίνουν μέχρι την εποχή των Παλαιολόγων. Σε προηγούμενα κείμενα, μέχρι το 1204, ο όρος ψωμοζυμία σχεδόν πάντα αναφέρεται δίπλα στους όρους αγγαρεία και παραγγαρεία και αφορά στην υποχρέωση άλεσης σιταριού και παρασκευής ψωμιού ή γαλέτας για τις ανάγκες

60 Oikonomidés, Fiscalité, σ. 109. 61 Oikonomidés, Fiscalité, σ. 110-111. 62 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 33. 63 Oikonomidés, Fiscalité, σ. 111-112.

33

του στρατού. Από τους ιστορικούς έχει συνδεθεί με την αντίστοιχη υποχρέωση, η οποία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν γνωστή με τους όρους conficiendi pollinis cura, panis excotio και obsequium pistrini64.

(7) Κοπή και καταβιβασμός ξυλείας για την κάλυψη διάφορων αναγκών του βυζαντινού κράτους, καθώς μία σειρά και άλλες πιο εξειδικευμένες αγγαρείες που

σχετίζονταν με αυτή, όπως για παράδειγμα ήταν η πρίσις σανίδων,καθώς και η κωπία, δηλαδή η κατασκευή και η μεταφορά κουπιών για το βυζαντινό στόλο65.

Από την επιβολή της αγγαρείας εξαιρούνταν ολόκληρες κατηγορίες ανθρώπων: οι κληρικοί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, οι αρτοποιοί και τα ζώα τους, οι στρατιώτες που είχαν υπηρετήσει για ορισμένο χρονικό διάστημα, τα στρατιωτικά

κτήματα, τα μοναστήρια, οι εκκλησίες, οι μοναχοί του Αγίου Όρους66, καθώς και οι λιγοστοί αριθμητικά αλιείς της πόρφυρας (κογχύλη)67. Ιδιαίτερη αναφορά μπορεί να γίνει στους στρατιώτες εκείνους που ήταν υποχρεωμένοι στη στρατεία και στους χωρικούς που υπόκεινταν στη δρομική στρατεία. Στην πρώτη περίπτωση, επρόκειτο για τους κατόχους στρατιωτικών κτημάτων, οι οποίοι είχαν την υποχρέωση να συντηρούν δικό τους οπλισμό και άλογο και με αυτά να λαμβάνουν μέρος σε εκστρατείες με αμοιβή. Οι στρατιώτες αυτοί ήταν απαλλαγμένοι από όλες τις υπόλοιπες υποχρεώσεις και αγγαρείες. Εντούτοις, στις περιπτώσεις που δεν είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε κάποια εκστρατεία όφειλαν να καταβάλουν ένα χρηματικό ποσό, τη

λεγόμενη στρατεία, εξαγοράζοντας με τον τρόπο αυτό την υπηρεσία τους. Αντίστοιχα, η δρομική στρατεία (ή ενοχή του δρόμου), η υποχρέωση δηλαδή για ορισμένους χωρικούς να μεριμνούν για τη συντήρηση των αλόγων και των ταχυδρόμων του αυτοκρατορικού ταχυδρομείου, εξασφάλιζε την απαλλαγή τους από άλλες αγγαρείες και επήρειες68.

Εκτός από την αγγαρεία του Δημοσίου, οι χωρικοί στο Βυζάντιο όφειλαν και ιδιωτική υπηρεσία προς τους μεγαλοϊδιοκτήτες κτημάτων και τους εκκλησιαστικούς άρχοντες. Οι υπηρεσίες αυτές ήταν κυρίως γεωργικές εργασίες, όπως όργωμα, σπορά, αλώνισμα, λίχνισμα και μεταφορές. Συνήθως, οι πάροικοι αυτοί που υπόκεινταν σε ιδιωτική αγγαρεία απαλλάσσονταν από τη δημόσια και τις υπόλοιπες φορολογικές υποχρεώσεις τους και όφειλαν να παρέχουν υπηρεσία στον προνοιάριο ή τη μονή στην οποία υπάγονταν. Το κράτος είχε εκχωρήσει σε εκείνους τα δικαιώματά του από τους

64 Oikonomidés, Fiscalité, σ. 108-109. 65 Oikonomidés, Fiscalité, σ. 107. 66 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 40-44. 67 Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους», σ. 177. 68 Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους», σ. 176-177.

34

φόρους και τις αγγαρείες των παροίκων. Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν οι πάροικοι εργάζονταν σε ένα κτήμα που ανήκε σε περισσότερους προνοιάριους, ήταν δυνατό να αποδεσμευθεί η αγγαρεία από τις φορολογικές υποχρεώσεις. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε η δυνατότητα παροχής αγγαρείας σε έναν από τους προνοιάριους αυτούς και στους υπόλοιπους της επιτέλειας ή του φόρου. Οι πάροικοι ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν αγγαρεία ορισμένες μέρες το χρόνο και ο αριθμός των ημερών ποίκιλλε κατά τόπους και κατά περίπτωση, ανάλογα με τη φυσική κατάσταση του υπόχρεου και τον αριθμό των ζώων και των γεωργικών εργαλείων που διέθετε69.

Η αγγαρεία και οι υπόλοιπες επήρειες ήταν συχνά δυσβάστακτες και για το λόγο αυτό οι μεγαλοϊδιοκτήτες και οι μονές επιδίωκαν να αποσπάσουν αυτοκρατορικά έγγραφα που θα τους εξασφάλιζαν εξκουσσεία70, ενώ μία ακόμη γνωστή πρακτική ήταν ο απαργυρισμός της αγγαρείας, η αποκαλούμενη adaeratio. Φαίνεται ότι στο Βυζάντιο η πρακτική αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα προσφιλής λόγω του εγγενούς σε αυτή κινδύνου για

καταχρήσεις και αυθαιρεσίες από έναν αριθμό υπαλλήλων εις βάρος των υπηκόων, αλλά και του κράτους71.

1.3 Οθωμανική αυτοκρατορία

Αργότερα, στην οθωμανική αυτοκρατορία, οι υπηρεσίες προς το κράτος για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών δεν ήταν μία άγνωστη πρακτική. Ωστόσο, από πολύ νωρίς και ειδικά κατά την κλασσική εποχή κύρια επιδίωξη της κεντρικής διοίκησης ήταν η μετατροπή των αγγαρειών σε χρηματικά δοσίματα μέσω του συστήματος της

τακτικής ή της έκτακτης φορολογίας. Η έλλειψη ρευστότητας υπήρξε ένα από τα βασικότερα ζητήματα που απασχόλησε το οθωμανικό κράτος και αυτή κατά κάποιο τρόπο καθόρισε τα πλαίσια της οικονομικής, κοινωνικής και αγροτικής πολιτικής: ακριβώς επειδή το μεσαιωνικό κράτος δεν είχε τρόπο να συγκεντρώνει και να ρευστοποιεί τους φόρους που πληρώνονταν σε είδος και με σκοπό να αντιμετωπίσουν τις στρατιωτικές ανάγκες, οι Οθωμανοί καθιέρωσαν το τιμαριωτικό σύστημα. Προκειμένου, δηλαδή, να συντηρηθεί ένας ισχυρός και μόνιμος στρατός υιοθετήθηκε η

τακτική του να παραχωρείται στα στρατεύματα όχι μισθός, αλλά ένα μέρος των

69 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 45-48· Λαΐου, Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή, σ. 204-205. 70 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 40-44. 71 Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 50-52.

35

κρατικών αγροτικών εισοδημάτων, τα οποία όφειλαν να συγκεντρώσουν οι ίδιοι οι στρατιώτες72.

Είναι βέβαια γνωστό ότι με βάση το σύστημα αυτό ο ιππέας - σπαχής ήταν υποχρεωμένος να κατοικεί στο χωριό που αποτελούσε την πηγή του εισοδήματός του και αναλάμβανε την ευθύνη να συγκεντρώσει τη δεκάτη σε είδος και να τη μετατρέψει σε χρήμα. Οι ιστορικοί της οθωμανικής περιόδου έχουν επισημάνει τις ουσιαστικές διαφορές του τιμαριωτικού συστήματος σε σχέση με τον ευρωπαϊκό φεουδαλισμό. Για γίνει κατανοητή η εφαρμογή του φαινομένου που εξετάζουμε, οφείλουμε να θυμίσουμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό του τιμαριωτισμού ήταν πως όλες οι αγροτικές γαίες της υπαίθρου ήταν μιρί, δηλαδή γαίες του Στέμματος και ανήκαν στο κράτος με εξαίρεση τα μούλκια και τα βακούφια73. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι το τιμαριωτικό σύστημα ισοδυναμούσε με επιμερισμό της κυριότητας, εφόσον το κράτος, ο σπαχής και ο χωρικός διέθεταν στην ίδια γη ταυτόχρονα δικαιώματα. Ο σπαχής δεν έπαιρνε από το κράτος την ίδια τη γη, αλλά το δικαίωμα να συγκεντρώνει ένα προκαθορισμένο ποσό κρατικών εσόδων από τους κατοίκους μιας συγκεκριμένης αγροτικής περιοχής, εξασφαλίζοντας έτσι και το εισόδημά του74. Το τιμάριο που δινόταν στο σπαχή περιελάμβανε τόσο τη γη όσο και τους καλλιεργητές της75. Ο χωρικός που τη δούλευε είχε καθεστώς κληρονομικού κατόχου και του αναγνωριζόταν το δικαίωμα της επικαρπίας. Το δικαίωμα του χωρικού στη γη του περνούσε από πατέρα σε γιο. Εντούτοις, αυτός δεν μπορούσε να πουλήσει τη γη του, να τη χαρίσει ή να τη μεταβιβάσει δίχως άδεια76. Το κράτος έδινε και άλλες εξουσίες στον σπαχή, τον οποίο καθιστούσε αρμόδιο για την τήρηση της τάξης στο χωριό του. Το μισό των προστίμων που πλήρωναν οι χωρικοί για δευτερεύοντα αδικήματα ανήκε στον σπαχή και το άλλο μισό στον σαντζάκμπεη77, αλλά η επιβολή των προστίμων αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο του τοπικού καδή78. Ο σπαχής μπορούσε να συλλάβει τον παραβάτη, αλλά όχι να καθορίσει το πρόστιμο. Ο σπαχής ζούσε στο χωριό που του είχε δοθεί σαν τιμάριο και εκτελούσε τα στρατιωτικά του καθήκοντα, αλλά δεν καταγινόταν ο ίδιος με την

72 Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία, η κλασσική εποχή, 1300-1600, σ. 188-189· McGowan, Economic life in ottoman Europe: taxation, trade and the struggle for land, 1600-1900, σ. 45-56. 73 Ιναλτζίκ Η οθωμανική αυτοκρατορία, σ. 191. 74 Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία, σ. 193. 75 Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία, σ. 194. 76 Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία, σ. 193· ΜcGowan, Economic life in ottoman Europe, σ.52-56. 77 Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία, σ. 195. 78 Kunt, «Devolution from the centre to the periphery: an overview of ottoman provincial administration», σ. 42-43.

36

παραγωγή79. Για να διευκολύνουν την εγκατάστασή του σπαχή στο χωριό, οι οθωμανικοί κανουνναμέδες επέβαλλαν στους χωρικούς την προσφορά συγκεκριμένων υπηρεσιών. Οι τελευταίοι έπρεπε να χτίσουν την αποθήκη, όχι όμως και το σπίτι του σπαχή. Έπρεπε να μεταφέρουν το προϊόν που συγκεντρωνόταν από την είσπραξη της δεκάτης στην αποθήκη του σπαχή ή στο παζάρι, αλλά όχι εάν αυτό απείχε πάνω από μίας ημέρας δρόμο. Όφειλαν να βοηθούν στο θέρισμα των λιβαδιών του σπαχή, όχι όμως και να μεταφέρουν το άχυρο στην αποθήκη του. Όταν ο σπαχής επισκεπτόταν το χωριό, ο χωρικός έπρεπε να του προσφέρει φιλοξενία για τρεις ημέρες, συντηρώντας τόσο αυτόν όσο και το άλογό του. Επίσης, ο νόμος κατοχύρωνε το έθιμο οι χωρικοί να προσφέρουν δώρα στο σπαχή τις γιορτές. Σε ορισμένα μέρη συνεχίστηκε το έθιμο να δουλεύουν οι χωρικοί για μία έως τρεις ημέρες στον κλήρο του σπαχή. Ο κανουνναμές κάθε σαντζακιού απαριθμούσε τους φόρους και τις υπηρεσίες που βάρυναν τους φορολογούμενους υπηκόους της αυτοκρατορίας και ο σπαχής δεν μπορούσε να προσθέσει τίποτα σε αυτές80.

Είναι χαρακτηριστικό ότι oι υπηρεσίες αυτές στο σύνολό τους ονομάζονταν kulluk δηλαδή «δουλεία, σκλαβιά»81, παρόλο που επρόκειτο για ένα σύνολο μέτρων που αφορούσε στους reaya, τους φορολογούμενους δηλαδή υπηκόους της αυτοκρατορίας, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν θεωρούνταν σκλάβοι82. Οι Οθωμανοί αγρότες ζούσαν κάτω από την προστασία ενός κράτους συγκεντρωτικού και ενός ανεξάρτητου δικαστικού μηχανισμού και κατ’ αυτή την έννοια η θέση τους ίσως να ήταν και καλύτερη σε σχέση με την αντίστοιχη σε μία δυτική φεουδαλική κοινωνία. Ωστόσο, οι διάφορες σουλτανικές διαταγές υποδηλώνουν ήδη από τον δέκατο πέμπτο αιώνα ότι οι σπαχήδες και οι μπέηδες έκαναν κατάχρηση των προνομίων τους επιδιώκοντας να διαιωνίσουν παλαιότερες φεουδαρχικές συνήθειες. Οι αγρότες διαμαρτύρονταν για την επιβολή παράνομων ή υπερβολικών προστίμων και για την εις βάρος τους κερδοσκοπία με την επιβολή παράνομων εισφορών. Επίσης, αναφέρονταν στην τακτική που ακολουθούσαν οι σαντζακμπέηδες και οι καδήδες να απαιτούν φιλοξενία για τους ίδιους και τους υποτακτικούς τους με πρόσχημα την καταδίωξη υπόπτων και την τήρηση της τάξης83.

79 Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία, σ. 195· McGowan, Economic life in ottoman Europe, σ.55-56. 80 Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία, σ. 196-197. 81 Τουρκο-ελληνικό λεξικό, λήμμα «kulluk», σ.452. 82 Inalcik - Quataert, An economic and social history of the ottoman empire, 1300-1600, σ. 70· Barkan, "Les formes de l'organisation du travail agricole", σ. 297-321 και 305-310· Μουταφτσίεβα, Αγροτικές σχέσεις στην οθωμανική αυτοκρατορία (15ος-16ος αι.), σ. 263-266. 83 Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία, σ. 196-197.

37

Οι Οθωμανοί επέλεξαν να μετατρέψουν πολλές από τις αγγαρείες της προ- οθωμανικής περιόδου σε τακτικά και έκτακτα δοσίματα. Όπως αναφέραμε, η έλλειψη ρευστότητας ήταν ένας από τους λόγους που ώθησε τους Οθωμανούς γραφειοκράτες να ακολουθήσουν την τακτική αυτή. Δεν ήταν, ωστόσο, ο μοναδικός. Υιοθέτησαν αυτή την πρακτική αποσκοπώντας στο να επιτύχουν τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για το ίδιο το κράτος. Με τη μετατροπή της αγγαρείας σε οικονομικά δοσίματα περιόριζαν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του συστήματος αυτού από τους σπαχήδες και εξασφάλιζαν ότι θα ήταν πιο εύκολη η επιβολή του στην απρόθυμη (απέναντι στο σύστημα της αγγαρείας) αγροτική κοινωνία. Όπως είναι αυτονόητο, τα οικονομικά αυτά δοσίματα αποτελούσαν ένα σημαντικότατο έσοδο για τα δημόσια ταμεία, ενώ ταυτόχρονα τα απάλλασσαν από το βάρος της πληρωμής των σπαχήδων84.

Οι Οθωμανοί αντικατέστησαν λοιπόν το σύστημα της αγγαρείας ως υποχρεωτικής παροχής άμισθης υπηρεσίας με τον έκτακτο φόρο του çift-resmi, το σημαντικότατο, δηλαδή, εκείνο φόρο, ο οποίος υπήρξε η βάση του αγροτο-οικονομικού συστήματος στην οθωμανική αυτοκρατορία. Θυμίζουμε ότι ο υπολογισμός του ύψους του φόρου που καλούνταν οι αγρότες να καταβάλλουν γινόταν με βάση την «ικανότητά» τους για εργασία. Αυτή υπολογιζόταν σε σχέση με την οικογενειακή τους κατάσταση και την έκταση της γης που εκμεταλλεύονταν. Έτσι, οι έγγαμοι αγρότες που διέθεταν οικογένεια πλήρωναν μεγαλύτερα ποσά (φόρος bennak) σε σχέση με τους εργένηδες και τις χήρες (φόρος mücerred, caba ή kara). Οι ηλικιωμένοι, οι άγαμες γυναίκες και τα παιδιά κρίνονταν ακατάλληλοι για εργασία και εξαιρούνταν από το φόρο του çift-resmi85.

Η νομοθεσία όριζε ότι μία οικογένεια αγροτών που διέθετε ένα ολόκληρο çift ή çiftlik όφειλε να καταβάλλει ποσόν ισότιμο ενός χρυσού νομίσματος, δηλαδή 22 άσπρα. Φαίνεται ότι αρχικά αυτός ο φόρος υπολογιζόταν ως το ένα δέκατο του εισοδήματος που αναμενόταν να δημιουργήσει μία τέτοια οικογένεια μέσα σε μία χρονιά και καλούνταν να καταβάλλει το ποσόν αυτό κάθε χρόνο μαζί με τη δεκάτη86. Για μικρότερες εκτάσεις γης το ύψος του ποσού που έπρεπε να πληρωθεί καθοριζόταν από την οικογενειακή κατάσταση και την «ικανότητα» του αγρότη για εργασία. Μία οικογένεια που είχε στην κατοχή της για εκμετάλλευση τμήμα γης μικρότερο από μισό

84 Inalcik – Quataert, Economic and social history, σ. 150-151· Barkan, "Organisation du travail agricole", σ. 297-321 και 310-312. 85 Inalcik – Quataert, Economic and social history, σ. 149· Coşgel, «Efficiency and continuity in public finance: the ottoman system of taxation »,571-572 και 578-583. 86 Inalcik – Quataert, Economic and social history, σ. 149.

38

çift λεγόταν bennak και όφειλε να καταβάλλει 9 άσπρα. Αντίστοιχα, άγαμος αγρότης ή χήρα που διέθετε γη όφειλε να καταβάλλει 6 άσπρα87.

Ο όρος kulluk akçası, που είναι συνώνυμος του çift resmi, περιγράφει ίσως με μεγαλύτερη σαφήνεια την πραγματική φύση και προέλευση του φόρου, αφού η ίδια η λέξη kulluk τονίζει τη θέση του εξαρτημένου αγρότη και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από αυτήν. Η πληρωμή σε μετρητά του çift resmi ήταν το αντισήκωμα για τις αγγαρείες. Οι καννουναμέδες του 15ου αιώνα όριζαν φόρους των 22, 12, 9 και 6 άσπρων ως αντισηκώματα αγγαρειών: 3 άσπρα για προσωπική υπηρεσία τριών ημερών, 7 άσπρα αντί της παροχής ενός φορτίου σανού, 7 άσπρα αντί της παροχής ενός φορτίου άχυρου, 3 άσπρα αντί της παροχής ενός φορτίου καυσόξυλων. Το κράτος, δηλαδή, θεωρούσε φορολογήσιμη την αγροτική εργασία και διαμόρφωνε το ύψος του φόρου σύμφωνα με ένα συνδυασμό εργασίας και γης ή οικογενειακής κατάστασης88.

Είναι γνωστό όμως ότι από τα μέσα του 16ου αιώνα και στη συνέχεια το τιμαριωτικό σύστημα γνώρισε σταδιακή παρακμή και αντικαταστάθηκε από το σύστημα των τσιφλικιών (çiftlik). Η εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας και η παράλληλη ενίσχυση τοπικών παραγόντων υπήρξε το βασικό αίτιο, αλλά και το κύριο χαρακτηριστικό της μετάβασης από το ένα σύστημα στο άλλο. Ενώ ο Σουλτάνος εξακολουθούσε να έχει την ψιλή κυριότητα των γαιών του κράτους, οι γαίες αυτές δεν δίνονταν πλέον αποκλειστικά σε σπαχήδες. Έτσι, το τιμάριο έχασε το στρατιωτικό του χαρακτήρα και τμήματα γης προσφέρονταν σε διάφορους κρατικούς παράγοντες και ευνοούμενους, ενώ άρχισαν να δημιουργούνται και μεγάλες γαιοκτησίες με διάφορους τρόπους και μέσα. Μικρά τιμάρια ενώνονταν σε μεγάλες ιδιοκτησίες και εμφανίστηκε μία νέα τάξη γαιοκτημόνων, οι οποίοι απέκτησαν τελικά και τίτλους κυριότητας για τις εκτάσεις τους89. Η έννοια του όρου çiftlik στην οθωμανική ιστοριογραφία διαφοροποιείται ανάλογα με την υπό εξέταση περίοδο. Έτσι, ενώ αρχικά χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσει το απλό οικογενειακό αγρόκτημα, το ζευγολατιό, δηλαδή το άθροισμα των χωραφιών που μπορούσαν να οργωθούν από ένα ζευγάρι βόδια, προς το τέλος του 18ου και τον 19ο αιώνα έφτασε να υποδηλώνει τις μεγάλης έκτασης γαιοκτησίες που είχαν διαμορφωθεί και στις οποίες υπάγονταν ολόκληρα χωριά ή παροικίες κολλήγων. Μία νέα τάξη γαιοκτημόνων εμφανίστηκε και μέσα στο πλαίσιο αυτό διαφοροποιήθηκε σημαντικά η θέση του reaya, αλλά και οι σχέσεις του με

87 Inalcik – Quataert, Economic and social history, σ. 149. 88 Inalcik – Quataert, Economic and social history, σ. 150. 89 Σχετικά με τη μετατροπή του συστήματος βλ. McGowan, Economic life in otttoman Europe, σ. 56- 79.

39

το γαιοκτήμονα. Η δε πρακτική της βαριάς καταναγκαστικής εργασίας προς όφελος του γαιοκτήμονα εισήχθη στο οθωμανικό κράτος την εποχή που άρχισαν να σχηματίζονται τα μεγάλα αυτά τσιφλίκια90.

Στον ελλαδικό χώρο, όπως και σε άλλες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το μεγαλύτερο μέρος των γαιών έφτασε να ελέγχεται από τέτοιους μεγαλοϊδιοκτήτες γης. Στα περισσότερα μέρη η καλλιέργεια της γης ήταν μικρής κλίμακας και για το λόγο αυτό με το σχηματισμό τσιφλικιών δεν επιδιωκόταν η

αναδιοργάνωση της γεωργίας, αλλά κάποιο είδος φορολογικής διαμεσολάβησης, κατά την οποία ισχυροί τοπικοί παράγοντες εκμεταλλεύονταν την αδυναμία των κοινοτήτων να αποπληρώσουν τα χρέη τους προς το κράτος και έθεταν τους χωρικούς κάτω από τον έλεγχό τους. Έτσι, οι αγρότες ενοικίαζαν τη γη πληρώνοντας με το ένα ή τα δύο τρίτα της παραγωγής τους ανάλογα με την ποιότητα του εδάφους και τον εξοπλισμό που τους παρεχόταν. Επίσης καλούνταν αφενός να πληρώσουν επιπρόσθετους φόρους προς την τοπική αυτοδιοίκηση (imdat, taksit ) και αφετέρου να προσφέρουν αγγαρεία τόσο στον γαιοκτήμονα όσο και στο παρηκμασμένο οθωμανικό κράτος για την κάλυψη αναγκών που το τελευταίο αδυνατούσε πλέον να καλύψει μέσω του φορολογικού συστήματος. Για παράδειγμα, βλέπουμε ότι στην περιοχή του Βίντιν της σημερινής Βουλγαρίας οι αγρότες, στο πλαίσιο της ενοικίασης του τσιφλικιού, όφειλαν να

προσφέρουν σωματική εργασία για δύο μήνες ανά έτος91.

Το οθωμανικό κράτος όμως ήδη από το 16ο αιώνα απαιτούσε και άλλα επιπρόσθετα δοσίματα αντί υπηρεσίας, που είχαν τη μορφή έκτακτης φορολογίας και τα οποία μάλιστα αυξήθηκαν αισθητά από το τέλος του ίδιου αιώνα, όταν δηλαδή η οθωμανική αυτοκρατορία μπήκε στην εποχή της παρακμής της και ξεκίνησε η αργή αλλά σταθερή αποδιοργάνωση του κράτους, η οποία είχε ως συνέπεια -όπως είδαμε- και τη σταδιακή κατάπτωση του τιμαριωτικού συστήματος. Την περίοδο εκείνη, οι τιμαριωτικοί φόροι δεν αυξήθηκαν σημαντικά. Αντίθετα, γενικεύτηκαν οι έκτακτοι φόροι, οι οποίοι ήταν γνωστοί ως avariz-i divaniye ve tekâlif-i örfiye92. Κάποιες από αυτές τις υπηρεσίες είχαν στρατιωτικό χαρακτήρα, όπως ήταν λ.χ. το γνωστό avârizhâne, η υποχρέωση δηλαδή των φορολογουμένων, που υπολογίζονταν σε hâne

90 McGowan, Economic life in Ottoman Europe, σ. 122. 91 Inalcik, Studies in the ottoman social and economic history, σ. VIII, 121-124. 92 Δημητριάδης, «Η ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης των χωριών της Μακεδονίας και η φορολογική πολιτική του οθωμανικού κράτους», σ. 314· Demirci, «Avariz and nüzul levies in the ottoman empire», σ. 293-308· Barkey - Van Rossem, «Villages and regional structure in the seventeenth-century ottoman empire», σ. 1345-1382.

40

(σπίτια)93, να εκπληρώσουν στρατιωτικά καθήκοντα, όπως ήταν η υπηρεσία στις γαλέρες. Από μία ομάδα hâne στρατευόταν ένας άνδρας από ένα σπίτι μόνο και τα υπόλοιπα hâne όφειλαν να συντηρούν την οικογένειά του. Οι κάτοικοι των πόλεων συνήθως καλούνταν να πληρώσουν ένα σεβαστό ποσό για να απαλλαγούν από την υποχρέωση αυτή94. Το avâriz, avârizhâne ή avâriz-i divaniye συνδυαζόταν με το bedel-i nüzul, που ήταν το ποσό που όφειλαν να καταβάλλουν τα χωριά που είχαν την υποχρέωση να στεγάζουν τα διερχόμενα από την περιοχή τους οθωμανικά στρατιωτικά σώματα95.

Το κράτος, όχι σπάνια, απαιτούσε από κάποια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων ή χωριών96 κάποια συγκεκριμένη, ειδική υπηρεσία. Τα ειδικά αυτά καθήκοντα συνήθως

93 Για τον καταμερισμό των φόρων αυτών ανά hâne, ο Demirçi αναφέρει ότι ο όρος avârizhâne χρησιμοποιείται για να δηλώσει το νοικοκυριό ως φορολογική μονάδα. Κατά τον δέκατο πέμπτο και τον πρώιμο δέκατο έκτο αιώνα ένα τέτοιο avârizhâne περιλάμβανε μόνο ένα gerçekhane (πραγματικό νοικοκυριό), όμως από τον δέκατο έβδομο αιώνα το σύστημα είχε μετατραπεί κατά τρόπο ώστε ένα avârizhâne να περιλαμβάνει περισσότερα του ενός gerçekhâne. Ο αριθμός των gerçekhane ανά φορολογική μονάδα avârizhâne μπορούσε να ποικίλλει ανάλογα με το χρόνο και τον τόπο και σύμφωνα με τις ανάγκες της κυβέρνησης, τις ακολουθούμενες διοικητικές πρακτικές, καθώς και την οικονομική κατάσταση των φορολογουμένων σε κάθε δεδομένη περίσταση. Όλες οι μονάδες avârizhâne ήταν υποχρεωμένες να καταβάλλουν το ίδιο ποσό σε εισφορές avâriz. Εντούτοις, η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας διαφορετικά επίπεδα ευημερίας για κάθε μονάδα, τις διέκρινε και τις κατέτασσε σε: edna (φτωχή), evsat (μέση) και ala (πλούσια)˙ και ρύθμιζε αναλόγως τον αριθμό των gerçekhâne για κάθε avârizhâne. Για παράδειγμα, εάν σε μία μετρίως ευημερούσα περιοχή 7 gerçekhâne αποτελούσαν ένα avârizhâne που έπρεπε να συνεισφέρει 400/600 akçe ετησίως ανάλογα με το είδος της εισφοράς, τότε σε μία πλουσιότερη περιοχή 3 ή 4 gerçekhâne θα αποτελούσαν ένα avârizhâne που θα απέδιδε το ίδιο το ποσό, ενώ σε μία φτωχότερη περιοχή 12 ή και περισσότερα gerçekhane θα ομαδοποιούνταν για να σχηματίσουν το avârizhâne που θα συγκέντρωνε και θα απέδιδε το ίδιο χρηματικό ποσό. Bλ. Demirci, «Avariz and nüzul», σ. 295. Βλ. επίσης Demirci, «Complaints about avâriz assessment and payment in the avâriz-tax system: an aspect of the relationship between centre and periphery: a case study of Kayseri», σ. 437-474. 94 Δημητριάδης, «Η ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης των χωριών της Μακεδονίας», σ. 316. 95 Δημητριάδης, «Η ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης των χωριών της Μακεδονίας», σ. 317· Demirci, «Avariz and nüzul levies», σ. 293-308· ο ίδιος, «Complaints», σ. 437-474· McGowan, Economic life in ottoman Europe, σ. 105-114. 96 Για το χωριό ως φορολογούμενη μονάδα ο Β. Δημητριάδης εξηγεί: «Φορολογούμενη επομένως μονάδα δεν ήταν κατά τον 17ο αι. καί μετά, ούτε το άτομο, ούτε η οικογένεια, αλλά το χωριό. Το οθωμανικό κράτος αναγνωρίζει για τις υποχρεώσεις των υπηκόων του προς αυτό το χωριό μόνο, ως ενιαίο σύνολο, δηλαδή ως φορολογούμενη μονάδα. Οι κάτοικοι του κάθε χωριού είναι αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι απέναντι στο κράτος για τις ποικίλες υποχρεώσεις τους προς αυτό, και πρέπει το χωριό να τις εκπληρώνει πάντοτε στο ακέραιο. Αν μερικοί από τούς κατοίκους έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν τα ποσά που αναλογούν σε αυτούς και άλλοι δεν έχουν, για το κράτος δεν έχει καμιά σημασία· οι πλούσιοι πρέπει να πληρώσουν και το μερίδιο των φτωχών, ώσπου να συγκεντρωθεί το ποσό που απαιτεί το κράτος. Σε περίπτωση που αυτό δεν γινόταν, η τιμωρία ήταν κοινή και για όσους πλήρωναν το μερίδιό τους και για όσους δεν είχαν να το πληρώσουν. Το ίδιο συνέβαινε και όταν ένας αριθμός κατοίκων, μη μπορώντας να αντιμετωπίσει τους φόρους, εγκατέλειπε ένα χωριό

41

ήταν εργασία στις αλυκές, η συλλογή του νίτρου, η εργασία στα μαντεμοχώρια, η παρασκευή του απαραίτητου για την τήξη του μεταλλεύματος κάρβουνου, η εκτροφή αλόγων και καμηλών για τον οθωμανικό στρατό ή τη φύλαξη των στενωπών97. Ως αντιστάθμισμα, μείωνε τους τακτικούς φόρους που αφορούσαν σε αυτές τις πληθυσμιακές ομάδες και ταυτόχρονα τις εξαιρούσε από όλες τις έκτακτες υπηρεσίες98. Η ιστορικός της οθωμανικής περιόδου Βέρα Μουταφτσίεβα, σε αντίθεση με την επικρατούσα αντίληψη στη βιβλιογραφία της περιόδου, εκφράζει την άποψη ότι και οι «ειδικές» αυτές υποχρεώσεις πρέπει να συμπεριληφθούν στην κατηγορία της αγγαρείας που ιδιοποιούνταν το κράτος. Τονίζει δε ότι «το ειδικό γνώρισμα της εκμετάλλευσης που υφίστατο αυτό το τμήμα του πληθυσμού […] ήταν αντικατάσταση όλων των φόρων τους μ’ ένα φόρο που καταβαλλόταν σε εργασία, δηλαδή προσέφεραν υπηρεσία»99.

Εκτός όμως από αυτή την κατηγορία «ειδικών» υπηρεσιών, φαίνεται ότι κατά την οθωμανική περίοδο η αγγαρεία με τη μορφή παροχής καταναγκαστικής εργασίας στο κράτος και όχι στον σπαχή ή αργότερα στο γαιοκτήμονα του τσιφλικιού δεν ήταν μία άγνωστη πρακτική. Η καταναγκαστική εργασία συμπεριλαμβανόταν στην κατηγορία των avariz-i divaniye ve tekâlif-i örfiye και οι πληροφορίες που διαθέτουν μέχρι στιγμής οι ιστορικοί και οι μελετητές της περιόδου δεν είναι αρκετές ώστε να οριστεί η έκταση της αγγαρείας υπέρ του κράτους. Ασαφές παραμένει και σε ποιο βαθμό αποτελούσαν οι αγγαρείες αυτές παγιωμένες, θεσμοθετημένες υποχρεώσεις και καθήκοντα τα οποία εκτελούνταν τακτικά ή αν καθορίζονταν κάθε φορά με βάση τις ανάγκες της διοίκησης. Το δεύτερο ενδεχόμενο θεωρείται πιο πιθανό. Κατά το πρώιμο στάδιο του οθωμανικού φεουδαλισμού, δηλαδή, δεν υπήρχαν ακόμη σταθερές υποχρεώσεις για καταβολή προσόδου προς την κεντρική εξουσία με τη μορφή εργασίας και εκείνη απαιτούσε αγγαρεία από τον υποτελή πληθυσμό κάθε φορά που παρουσιαζόταν ανάγκη. Ως προς τις μορφές της υπηρεσίας που καλούνταν να προσφέρουν οι Οθωμανοί υπήκοοι, οι πηγές από το 15ο και τον 16ο αιώνα αναφέρουν ότι ο υποτελής πληθυσμός προμήθευε κωπηλάτες για τις γαλέρες, εργάτες για την κατασκευή και την επισκευή φρουρίων και τη διάνοιξη δρόμων, καραγωγείς και

και κατέφευγε σε άλλους τόπους, σε χωριά δηλαδή που φορολογούνταν λιγότερο ή στις πόλεις». Δημητριάδης, «Φορολογικές κατηγορίες των χωριών της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία», σ. 433. 97 Βλ. Δημητριάδης, «Φορολογικές κατηγορίες», σ. 375-426 και ειδικά 412-431. 98 Inalcik – Quataert, Εconomic and social history, σ. 151. 99 Μουταφτσίεβα, Αγροτικές σχέσεις, σ. 285-286.

42

σκαφτιάδες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι φορολογούμενοι όφειλαν να παρέχουν υπηρεσία ως νυχτοφύλακες, να μεταφέρουν ζωοτροφή και να εκτρέφουν σκύλους100.

Στο οθωμανικό κράτος όμως η αγγαρεία με τη μορφή προσφοράς υπηρεσίας προς το Δημόσιο δεν αφορούσε μόνον στον αγροτικό πληθυσμό. Διάφορες κατηγορίες επαγγελματιών από τα αστικά κέντρα, όπως κρεοπώλες, αρτοποιοί, μάγειρες, φαρμακοποιοί, παντοπώλες, υφαντές τσόχας, σαμαράδες, υποδηματοποιοί, σιδηρουργοί, ράφτες και λοιποί τεχνίτες, καλούνταν επίσης να συνδράμουν με την εργασία τους το κράτος, όταν οι ανάγκες του ήταν αυξημένες, ειδικά σε περιόδους πολέμου. Οι υποχρεώσεις για προσφορά άμισθης εργασίας προς το κράτος υπήρξε επαχθέστερη σε σύγκριση με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του υποτελούς χωρικού προς τον σπαχή. Οι αγρότες και οι εξειδικευμένοι τεχνίτες απομακρύνονταν από τις εργασίες τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα, γεγονός που είχε σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία, ενώ οι συνθήκες στα εργοτάξια ήταν τόσο σκληρές που η εξάντληση και ο θάνατος μεταξύ των αγγαρευομένων δεν ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο 101.

1.4 Μεσαιωνική Δύση

Αξίζει να κάνουμε μία μικρή παρένθεση για να ξεφύγουμε από τα στενά όρια του γεωγραφικού χώρου που εξετάζουμε για να αναφέρουμε ότι το σύστημα της αγγαρείας (γνωστό και ως corvée seigneuriale) υπήρξε αρκετά διαδεδομένο και στο χώρο της μεσαιωνικής Ευρώπης. Πρόκειται για μη αμειβόμενη εργασία που επιβαλλόταν από τους άρχοντες στους υποτελείς τους. Το είδος αυτό της αγγαρείας υπήρξε σημαντικός μηχανισμός του μεσαιωνικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Όφειλε την ύπαρξή του στην έλλειψη ρευστότητας και ουσιαστικά πρόκειται για έναν φόρο που καταβαλλόταν σε εργασία προς το φεουδάρχη.

Στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Καρολιδών επικράτησε η φεουδαρχία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέχρι τον 11ο αιώνα ως πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. Θυμίζουμε ότι στο σύστημα αυτό ένα τυπικό μεγάλο αγρόκτημα (dominium), το οποίο μπορούσε να αποτελείται από μικρές και μεσαίες ιδιοκτησίες (manor / manoir), αποτελούσε τη βασική οικονομική μονάδα του αγροτικού συστήματος και χωριζόταν σε δύο μέρη: το mansus indominicatus και τα mansi ή tenurae. Το mansus indominicatus (domaine ή

100 Μουταφτσίεβα, Αγροτικές σχέσεις, σ. 282-284. 101 Μουταφτσίεβα, Αγροτικές σχέσεις, σ. 284-285.

43 réserve) περιελάμβανε την κατοικία του γαιοκτήμονα, του επιστάτη (iudex, major, villicus) και ορισμένα βοηθητικά κτίσματα (στάβλους, αχυρώνες, αλευρόμυλους). Η καλλιέργεια των αγρών εξασφαλιζόταν από τους δούλους, αλλά και από τους εξαρτημένους αγρότες που ήταν εγκατεστημένοι στα mansi ή tenurae, δηλαδή τα αγροτεμάχια αγροτών. Συνήθως αποτελούσαν το ½ ή τα 2/3 του mansus indominicatus και καλλιεργούνται έναντι γαιοπροσόδου που αποδιδόταν στο γαιοκτήμονα (dominus) 102.

Όπως γνωρίζουμε, βασικό χαρακτηριστικό του συστήματος αυτού υπήρξε η αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας προς όφελος ευγενών και τοπικών αρχόντων.

Ήδη την εποχή αυτή οι χωροδεσπότες ήταν κύριοι του bannum, το οποίο ασκούνταν στο πεδίο των στρατιωτικών, των δικαστικών και των οικονομικών απαιτήσεων στις γαίες που έλεγχαν, και οι γαιοκτήμονες της περιοχής συνδέονταν μαζί τους ως υποτελείς (vassali), οι οποίοι, αφού εκείνος τους παραχωρούσε γη, του όφειλαν στρατιωτική και οικονομική υπηρεσία. Για να ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτές οι vassali μεταβίβαζαν τις απαιτήσεις στους ανθρώπους που κατοικούσαν στη γη τους, ακόμα και στους μικροϊδιοκτήτες γης, με τη μορφή φόρων ή αγγαρειών. Τα δικαιώματα του χωροδεσπότη, γνωστά ως έθιμα ή consuetudines, επειδή κατοχυρώνονταν από τη συλλογική μνήμη, απέρρεαν από την κατοχή γης, καθώς και από την πολιτική και δικαστική εξουσία, η οποία είχε περιέλθει στα χέρια των αρχόντων αυτών μετά την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας. Τα έθιμα αυτά εξέφραζαν την εξουσία του άρχοντα στο στρατιωτικό τομέα με την προστασία των κατοίκων της χωροδεσποτείας, στο δικαστικό τομέα με την επιβολή της τάξης και στον οικονομικό τομέα με τον έλεγχο της παραγωγής. Το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού μίας χωροδεσποτείας (αγρότες, βιοτέχνες, τεχνίτες), δηλαδή οι homines de potestate, υποτάσσονταν στο bannum. Ο έλεγχος του άρχοντα συνεπαγόταν μία σειρά από υποχρεώσεις για τους homines de potestate. Ανάλογα με τη νομική τους θέση και την οικονομική τους κατάσταση, οι αγρότες συγκροτούσαν συνεκτικά σύνολα τα οποία ο χωροδεσπότης αναγνώριζε εγγράφως. Στα ίδια έγγραφα προσδιορίζονταν, μεταξύ άλλων, και το ύψος των οφειλόμενων γαιοπροσόδων και της φορολογίας και το βάρος των αγγαρειών103.

Ο αριθμός των αγροτών που διέθεταν δική τους γη είχε μειωθεί σημαντικά. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ότι στο πλαίσιο της χωροδεσποτείας οι παλιές κατηγορίες των ελευθέρων και των δούλων είχαν εξομοιωθεί με τους δουλοπάροικους (serfs). Ουσιαστικά, η θέση αυτή είχε επιβληθεί σε όλους τους homines

102 Μπενβενίστε, Από τους Βάρβαρους στους Mοντέρνους, σ. 102. 103 Μπενβενίστε, Από τους Βάρβαρους στους Μοντέρνους, σ. 142-146.

44 de potestate ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, ενώ με την έκλειψη της δουλείας η διάκριση ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους είχε χάσει τη σαφήνειά της104. Έτσι στα μέσα του Μεσαίωνα, η διάκριση μεταξύ ελεύθερου και ανελεύθερου ήταν δευτερεύουσα σε σχέση με την έκταση της γης που κατείχε ο αγρότης, τη διαθεσιμότητα των αγορών για την πλεονάζουσα συγκομιδή και, τελικά, τις φορολογικές υποχρεώσεις του κάθε ατόμου. Τα ανελεύθερα και τα ελεύθερα άτομα συχνά επιβαρύνονταν με τις ίδιες υποχρεώσεις έναντι των κυρίων τους. Εντούτοις, αν και οι πρακτικές διακρίσεις μεταξύ δουλοπαροικίας και ελευθερίας έχουν υπερτιμηθεί, δεν ήταν αμελητέες. Οι δουλοπάροικοι σε αντίθεση με τους ελεύθερους, έπρεπε να παρέχουν αγγαρείες και φεουδαρχικά δοσίματα προς τους άρχοντες, ενώ οι ελεύθεροι αγρότες επιβαρύνονταν με υποχρεώσεις που τώρα επιβάλλονταν κανονικά από το κράτος, όπως η καταβολή φόρων και η στρατιωτική υπηρεσία105.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της δουλοπαροικίας διέφεραν από περιοχή σε περιοχή και μάλιστα σε αυτό έπαιζαν ρόλο και οι υπηρεσίες που όφειλαν οι δουλοπάροικοι στη réserve. Έτσι, στη βόρεια Γαλλία και στη Γερμανία οι υποχρεώσεις της réserve διατηρούνταν ως τον 12ο αιώνα. Νότια του Λίγηρα και της Βουργουνδίας, στη Βρετάνη και στην Ιταλία οι tenurae ήταν απαλλαγμένες από επιπλέον αγγαρείες ή υποχρέωναν τους καλλιεργητές σε ελαφρές μονάχα εργασίες στη réserve. Στην Αγγλία, το 12ο αιώνα, διακρίνονταν δύο κατηγορίες αγροτών: α) εκείνοι που όφειλαν μόνο κάποιες ελαφριές βοηθητικές υπηρεσίες στην καλλιέργεια, όπως οι αγρότες της βόρειας Γαλλίας και της Γερμανίας και β) οι villains, που η tenura τους υποχρέωνε σε αγγαρείες. Στις τελευταίες δεκαετίες του 12ου αιώνα οι όροι villanus και serf ταυτίζονταν, καθώς οι γαιοκτήμονες απαιτούσαν αγγαρεία τριών ημερών ανά εβδομάδα106.

104 Μπενβενίστε, Από τους Βάρβαρους στους Μοντέρνους, σ. 146. 105 Nicholas, Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου: κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη, 312-1500, σ. 429. 106 Μπενβενίστε, Από τους Βάρβαρους στους Μοντέρνους, σ. 147-148. Περισσότερα για την αγγαρεία στη Δύση βλ. στο Pour une anthropologie du prélèvement seigneurial dans les campagnes médiévales e e (XI -XIV siècles): réalités et représentations paysannes, σ. 271-381. Σε αυτό το τμήμα του εν λόγω συλλογικού τόμου περιλαμβάνονται άρθρα που αφορούν στις διάφορες χώρες ως εξής: για τη Γαλλία βλ. Brunel, «La France des corvées: vocabulaire et pistes de recherche», σ. 271-290· για την περιοχή της Καστίλλης και Λεόν: Alfonso Antón «La contestation paysanne face aux exigences de travail seigneuriales en Castille et Léon: les formes et leur signification symbolique» σ. 291-320· για την αγγαρεία στην Αγγλία: Davies, «Labour service in brittonic areas», σ. 321-336· για τη Γερμανία: Demade, «Les corvées en Haute-Allemagne: du rapport de production au symbole de domination (XIe- XIVe siècles)», σ. 337-364 και, τέλος, για την Ιταλία: Panero, «Le corvées nelle campagne dell’Italia settentrionale: prestazioni d’opera “personali”, “reali” e “publiche” (secoli X-XIV)», σ. 365-381.

45

Ως προς τη φύση των υποχρεώσεων αυτών ο Marc Bloch παρατηρεί: «Μεγάλη μεταβλητότητα, κατά τόπους και κατά χωροδεσποτεία, χαρακτήριζε τις υποχρεώσεις του “γαιοκατόχου” αγρότη της πρώτης φεουδαλικής περιόδου. Σε σταθερές ημέρες, τον βλέπουμε να προσκομίζει στο χωροδεσποτικό σεργέντη πότε μερικά νομίσματα, πότε και συχνότερα χορταρικά που μάζεψε από το χωράφι του, πουλερικά από τον ορνιθώνα του, κερί που έβγαλε από τις κυψέλες του ή που πήρε από τα αγριομελίσσια του γειτονικού δάσους. Άλλες ώρες, μοχθεί στις δουλειές του «κτήματος». Είτε πάλι τον βλέπουμε να κουβαλά με το κάρρο, για λογαριασμό του αφέντη, σε μέρη απομακρυσμένα, ασκούς με κρασί ή σάκκους με σιτάρι. Με τον ιδρώτα των χεριών του επιδιορθώνει τους τοίχους ή τις τάφρους του πύργου. Όταν ο αφέντης έχει επισκέψεις, ο χωρικός γυμνώνει την κλίνη του για να έχουν οι μουσαφιραίοι τα αναγκαία στρωσίδια. Έρχεται η εποχή του κυνηγιού: αυτός τρέφει το κοπάδι των σκυλιών. Ξεσπά τέλος ο πόλεμος; Αρματώνεται και σμίγει με τους άλλους κάτω από το φλάμπουρο που ξεδιπλώνεται στο χωριό» 107. Παρατηρούμε λοιπόν ότι στο φεουδαλικό σύστημα της Δύσης, όπου ο τοπικός άρχοντας ουσιαστικά υποκαθιστούσε το κράτος, ο εξαρτημένος χωρικός μέσω της corvée seigneuriale προσέφερε -εκτός από αγροτικές εργασίες- και στρατιωτικές υπηρεσίες, καθώς και σωματική εργασία στα κάστρα και τις μεταφορές, αντίστοιχες κατά κάποιο τρόπο με τις υποχρεώσεις των χωρικών στο Βυζάντιο και αργότερα την οθωμανική αυτοκρατορία.

1.5 Συμπεράσματα

Από όλα τα παραπάνω λοιπόν συμπεραίνουμε ότι το σύστημα της αγγαρείας και, ουσιαστικά, η λογική της εκμετάλλευσης των χωρίς κόστος υπηρεσιών του μεγαλύτερου μέρους των τοπικών κοινωνιών προς όφελος του κράτους και για την κάλυψη βασικότατων αναγκών δεν αποτελούσε κάποια άγνωστη μέχρι τότε πρακτική, ούτε υπήρξε καινοτομία του βενετικού κράτους και βέβαια δεν εφαρμόστηκε μοναδικά στον ελλαδικό χώρο. Άλλωστε, η ίδια η ετυμολογία του όρου φανερώνει την καταγωγή, αλλά και την παλαιότητα του συστήματος αυτού. Δε θα ήταν ίσως άτοπο να διατυπώσουμε την άποψη ότι το σύστημα των angariae personali που επέβαλε στις κτήσεις του στην Ανατολή έλκει την καταγωγή του από τα munera sordida της ρωμαϊκής αρχαιότητας, παρόλο που, όσον αφορά στη φύση των προσφερόμενων υπηρεσιών, βλέπουμε ότι οι angarie personali περιελάμβαναν και υποχρεώσεις που

107 Bloch, Η φεουδαλική κοινωνία: η διαμόρφωση των σχέσεων εξάρτησης, οι τάξεις και η διακυβέρνηση των ανρθρώπων [sic], σ. 340.

46

σχετίζονταν με την παροχή αγαθών και ζώων, καθώς και με τη φιλοξενία στρατιωτών και δημόσιων λειτουργών, οι οποίες ομοιάζουν περισσότερο με λειτουργίες οι οποίες κατά την αρχαιότητα περιλαμβάνονταν στα mumera patrimoniorum. Η ταύτιση μεταξύ των βενετικών προσωπικών αγγαρειών και των ρωμαϊκών ρυπαρών υπηρεσιών γίνεται κυρίως ως προς τα κοινωνικά κριτήρια της επιβολής τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ταξινόμηση της δημόσιας υπηρεσίας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία γινόταν με βάση την κοινωνική θέση των ομάδων που επιβαρύνονταν και ότι τελικά κατέληξε η υποχρέωση σε σωματική – ρυπαρή υπηρεσία να αφορά αποκλειστικά τους καλλιεργητές της γης στην ύπαιθρο και τους εργάτες στις πόλεις108.

Οι ομοιότητες είναι πολύ μεγάλες και με τις πολλαπλές υποχρεώσεις που βάραιναν τους υπηκόους της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αν εξετάσουμε αρχικά τη δέσμη των υποχρεώσεων που σχετίζονταν με τη φιλοξενία προσώπων, στρατιωτών και αξιωματικών, αξιωματούχων και άλλων δημόσιων λειτουργών, εύκολα διαπιστώνουμε ότι αγγαρείες παρόμοιες με το μητάτον ή μιτάτον (metatum) σε συνδυασμό με την εκβολή ή χορηγία χρειών και χορτασμάτων ήταν μία πάγια τακτική της Βενετίας στις κτήσεις της. Η δε σιτάρκησις κάστρου θυμίζει αρκετά την υποχρέωση που είχαν οι κάτοικοι ορισμένων οικοσμών να μεταφέρουν τρόφιμα σε στρατόπεδα και σταθμούς προσωρινής διαμονής στρατευμάτων, ενώ δεν θα μπορούσε κανείς να μην παρατηρήσει την ομοιότητα ανάμεσα στο μονοπρόσωπον και τη βενετική rimonta. Η υποχρεωτική στρατολογία και ο εξοπλισμός ελαφρών στρατιωτικών, καθώς και η αποβίγλισις ή βίγλη σημείων καίριας σημασίας ήταν συστήματα που εφαρμόστηκαν και από τους Βυζαντινούς και από τους Βενετούς στην άμυνα109.

Ένα άλλο είδος υποχρεώσεων που παρατηρούμε ότι επιβλήθηκε και από τους Βενετούς κυριάρχους είναι βέβαια η απαίτηση για υποχρεωτική παροχή υπηρεσίας στα κάθε είδους δημόσια έργα, κυρίως όμως σε όσα είχαν αμυντικό χαρακτήρα, η οποία θυμίζει την υποχρέωση για συμμετοχή στην οδοστρωσία, στη γεφυροκτισία και στην καστροκτισία του βυζαντινού κράτους. Αντίστοιχα βέβαια και η υποχρέωση για την κοπή και μεταφορά ξυλείας στο βενετικό κράτος μας επιτρέπει να την ταυτίσουμε άμεσα με την υποχρέωση για κοπή και καταβιβασμό ξυλείας, καθώς και η υποχρέωση (σε ορισμένες από τις κτήσεις) για συμμετοχή στη διαδικασία της παρασκευής της γαλέτας μας θυμίζει τη βυζαντινή ψωμοζυμία. Και για τις μεταφορές όμως προσώπων

108 Van Hoesen - Johnson, «A papyrus», σ. 118· Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 336-337. 109 Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους», σ. 174-176· Oikonomidés, Fiscalité, σ. 107-112· Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 45-48.

47

και προϊόντων, το βενετικό κράτος βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην άμισθη εργασία των χωρικών και στην επίταξη των ζώων τους110.

Παρατηρούμε όμως ότι και στην οθωμανική αυτοκρατορία, παρόλο που κυρίαρχη ανάγκη του κράτους υπήρξε, όπως είδαμε, η ενίσχυση της ρευστότητας και μολονότι το κράτος επέλεξε σε μεγάλο βαθμό την εξαγορά της αγγαρείας μέσω τακτικών δοσιμάτων, στις περιπτώσεις που εφάρμοσε κάποιο αντίστοιχο σύστημα, ιδίως κατά τους αιώνες της παρακμής του συστήματος των τιμαρίων, επεδίωξε να καλύψει αντίστοιχες ανάγκες με την εφαρμογή των μέτρων του avariz-i divaniye ve tekâlif-i örfiye και του bedel-i nüzul και τις διάφορες «ειδικές» υπηρεσίες. Φαίνεται πως οι τομείς στους οποίους τα κράτη βασίζονταν στην υπηρεσία των χωρικών είναι παραπλήσιοι, αν όχι πανομοιότυποι: μεταφορές, δημόσια έργα, φιλοξενία προσώπων και συντήρηση ζώων, στρατιωτική υπηρεσία111.

Ο θεσμός της αγγαρείας λοιπόν εφαρμόστηκε με σκοπό την κάλυψη σημαντικότατων αναγκών του κράτους. Ωστόσο, βλέπουμε ότι σε όλες τις χρονικές περιόδους υπήρξε εξαιρετικά επιβαρυντικός για τους πληθυσμούς οι οποίοι τον υφίσταντο. Σε κάθε περίπτωση το κράτος (είτε ρωμαϊκό, είτε βυζαντινό, είτε οθωμανικό) αποδείχθηκε απρόθυμο να λάβει υπόψη τη δυσαρέσκεια αυτή. Η στάση αυτή αποδείχθηκε συχνά επιζήμια, όχι μόνο για τους ίδιους αγγαρευόμενους, αλλά και για τις τοπικές οικονομίες, καθώς και για τις επιδιώξεις του ίδιου του κράτους. Επίσης, το γεγονός ότι από πολύ νωρίς οι κάθε είδους προνομιούχοι είχαν επιδιώξει με μεγάλη προσήλωση και είχαν επιτύχει την εξαίρεσή τους με διάφορα μέσα ακόμη και από υποχρεώσεις που αφορούσαν τους ίδιους αποκλειστικά (όπως ήταν εκείνες που επιβάλλονταν με βάση την έγγειο ιδιοκτησία, όπως συνέβαινε με την εργασία στην κατασκευή των δρόμων του ρωμαϊκού κράτους) δείχνει ότι η επιβολή της αγγαρείας από πολύ νωρίς ταυτίστηκε με τα ενδεέστερα κοινωνικά στρώματα, δημιουργώντας περαιτέρω κοινωνικές αντιθέσεις. Οι αυθαιρεσίες μέσω του συστήματος αυτού εις βάρος των πιο αδύναμων κοινωνικά και οικονομικά ομάδων δεν έλειψαν σε καμία περίοδο112.

110 Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους», σ. 174-176· Oikonomidés, Fiscalité, σ. 107-112· Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 45-48. 111 Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία, σ. 188-197· Δημητριάδης, «Η ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης των χωριών της Μακεδονίας», σ. 316-317· Μουταφτσίεβα, Αγροτικές σχέσεις, σ. 282- 286. 112 Van Hoesen – Johnson, «A Papyrus», σ. 118· Rostovtzeff, Social and economic history, σ. 334-338· Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 36-38· Μουταφτσίεβα, Αγροτικές σχέσεις, σ. 282-286.

48

Ο όρος αγγαρεία χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει και τη δέσμη αγροτικών υπηρεσιών που κατέβαλλαν οι πάροικοι και εξαρτημένοι αγρότες προς τους προνοιάροιους, τους τιμαριούχους και αργότερα τους τσιφλικάδες, αλλά και τους φεουδάρχες των περιοχών που υπήρξαν κτήσεις δυτικών κυριάρχων. Όμως τα δύο αυτά είδη υπηρεσίας διέφεραν από κάθε άποψη. Όταν κάνουμε λόγο για ιδιωτική αγγαρεία αναφερόμαστε σε μία σειρά αγροτικών υποχρεώσεων που είχαν οι εξαρτημένοι καλλιεργητές προς το γαιοκτήμονα και δεν αποτελούν παρά μία ακόμη από τις πολλές υποχρεώσεις που είχε η συγκεκριμένη κατηγορία χωρικών προς τα πρόσωπα αυτά (είτε προς το Δημόσιο, είτε προς την Εκκλησία ανάλογα με το ιδιοκτησιακό καθεστώς, όπως είδαμε). Αντίθετα, οι αγγαρείες του Δημοσίου μπορούσαν, όπως είδαμε, να ποικίλλουν ως προς τη φύση τους και ήταν ασύγκριτα πιο επαχθείς και επιβαρυντικές για τους αγρότες. Τέλος, η αγγαρεία προς το Δημόσιο αποτελούσε ένα ξεχωριστό δημοσιονομικό σύστημα μεγάλης σημασίας για τη λειτουργία του κράτους, εφόσον το τελευταίο βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην άμισθη εργασία των κατώτερων αγροτικών στρωμάτων για την κάλυψη αναγκών σχετικών με αμυντικά και στρατιωτικά ζητήματα από τα οποία εξαρτιόταν η ύπαρξή του113.

113 Oikonomidés, Fiscalité, σ. 110-111· Σταυρίδου - Ζαφράκα, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», σ. 45-48· Λαΐου, Η αγροτική κοινωνία, σ. 204-205· Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία, σ. 196-197.

49

2. Η αγγαρεία στις υπό βενετική κυριαρχία περιοχές στον ελλαδικό χώρο και στην Ανατολική Μεσόγειο

2.1 Εισαγωγικά.

Ο θεσμός της αγγαρείας επιβίωσε στον ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας. Ο όρος αγγαρεία μπορεί να αφορά είτε σε ιδιωτική ή αγροληπτικού τύπου, είτε σε δημόσια αγγαρεία ή φορολογικού τύπου. Η αγροληπτική αγγαρεία εφαρμόστηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος της μεγάλης γαιοκατοχής ή του ιδιότυπου χαρακτήρα φεουδαρχίας που υιοθετήθηκε από τους κυρίαρχους Βενετούς, παρά το γεγονός ότι ένα τέτοιο σύστημα ήταν κάτι το ολότελα άγνωστο ως προς την οργάνωση και τη δομή του βενετικού κράτους, και εφαρμόστηκε στις αγροτικού τύπου οικονομίες των κτήσεων προκειμένου να καλλιεργηθούν και να αξιοποιηθούν οι νέες εκτάσεις, αλλά και προκειμένου να μη διαταραχθούν από τους νέους κυριάρχους οι προϋπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες είχαν επιβληθεί από προηγούμενους κατακτητές και είχαν διαμορφωθεί μέσα σε διαφορετικές συνθήκες διακυβέρνησης. Χάρη στις μελέτες κάποιων ιστορικών έχουμε πληροφορίες γι’ αυτόν τον τύπο της αγγαρείας ο οποίος, αν και υπήρξε εξαιρετικά επιβαρυντικός για του αγροτικούς πληθυσμούς (ειδικά σε συνδυασμό με όλες τις υπόλοιπες επιβαρύνσεις προς τους γαιοκτήμονες), εντούτοις, όπως είδαμε, δεν αποτελεί παρά μόνο μία ακόμα υποχρέωση του παροίκου και σε καμία περίπτωση δεν είχε την ίδια βαρύτητα που είχε για τη βενετική ιστορία ο θεσμός της αγγαρείας προς το Δημόσιο.

Είναι γνωστό ότι στις διάφορες περιοχές του υπό βενετική κυριαρχία ελλαδικού χώρου ο θεσμός της αγγαρείας προς το Δημόσιο υπήρξε δημοσιονομικός θεσμός ζωτικής σημασίας για το βενετικό κράτος και εφαρμόστηκε τακτικότατα με σκοπό την κάλυψη βασικών στρατιωτικών κυρίως αναγκών, αλλά και για άλλους σκοπούς, όπως η εκτέλεση δημόσιων έργων, καθώς και η εξυπηρέτηση του μονοπωλίου του αλατιού της Γαληνοτάτης. Επιβλήθηκε από τους Βενετούς στους πολυπληθείς γηγενείς πληθυσμούς συμβάλλοντας στη δημιουργία ασφυκτικής πίεσης για τα αγροτικά στρώματα, τα οποία είχαν κυρίως την υποχρέωση να υφίστανται την αγγαρεία στις διάφορες μορφές της. Ο όρος angaria, που απαντάται στα έγγραφα της βενετικής διοίκησης, αναφέρεται σε μία ολόκληρη σειρά υπηρεσιών που είχε την υποχρέωση να προσφέρει ο αγροτικός

50

πληθυσμός με ελάχιστη ή και χωρίς συνήθως αμοιβή στο βενετικό Δημόσιο ανάλογα με την περιοχή και την περίοδο. Η φύση των υπηρεσιών αυτών μπορούσε να ποικίλλει ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή, τη χρονική περίοδο ή τις ιστορικές συνθήκες, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις εκάστοτε υποχρεώσεις του κράτους. Οι εν λόγω υποχρεώσεις στα έγγραφα απαντώνται με τον όρο angarie personali (προσωπικές αγγαρείες) και αφορούσαν κυρίως σε προσφορά προσωπικής υπηρεσίας από την πλευρά των υπόχρεων προς το Δημόσιο, ενώ η συγκεκριμένη κατηγορία αγγαρειών σε καθόλου σπάνιες περιπτώσεις μπορούσε να αφορά και στην επίταξη μέρους της κινητής ή ακίνητης περιουσίας του υπόχρεου προσώπου. Από τις πηγές της βενετικής ιστορίας είναι βέβαια γνωστός και ο όρος angaria real, ο οποίος αφορούσε σε ένα σύνολο υποχρεώσεων καθαρά οικονομικής φύσης, που αντιπροσώπευαν αναγκαστικές καταβολές σε είδος ή σε χρήμα. Από τις υπηρεσίες και των δύο κατηγοριών, κάποιες ήταν τακτικές και θεσμοθετημένες, ενώ άλλες είχαν χαρακτήρα έκτακτο και περιστασιακό114.

Σχετικά με τα διάφορα είδη των αγγαρειών, επιγραμματικά μπορούμε να αναφέρουμε την υποχρέωση που είχαν οι χωρικοί να επιτηρούν τις παράκτιες περιοχές για την αντιμετώπιση κάθε πιθανής απειλής από τη θάλασσα, την υποχρεωτική συμμετοχή τους σε κατασκευαστικά κι επισκευαστικά δημόσια έργα (δηλαδή στα φρούρια των πόλεων και της υπαίθρου, σε στρατώνες, λιμάνια, ναυπηγεία, υδραγωγεία, δημόσιες οδούς κ.α.), την παρασκευή της πυρίτιδας, την εργασία στις αλυκές, τη μεταφορά των υλικών για την παρασκευή της γαλέτας, την επαχθέστατη υπηρεσία στις βενετικές πολεμικές γαλέρες και την επίταξη μέρους της περιουσίας τους για τη φιλοξενία μισθοφόρων, κυρίως δραγόνων. Σε αρκετές περιστάσεις, οι χωρικοί βρίσκονταν υποχρεωμένοι να εξυπηρετούν με μεταφορικά ζώα τους εκπροσώπους του Δημοσίου και την ακολουθία τους όταν εκείνοι πραγματοποιούσαν διοικητικές επισκέψεις στα χωριά της υπαίθρου, καθώς και να τους παρέχουν φιλοξενία στα σπίτια τους. Επίσης, τα αγροτικά στρώματα ήταν επιφορτισμένα και με άλλες αγγαρείες που είχαν έκτακτο, όπως προαναφέραμε, χαρακτήρα, π.χ. την υποχρέωση να μεταφέρουν άλευρα και πρώτες ύλες για την παρασκευή του «παξιμαδιού», να ετοιμάζουν τον ασβέστη για τα δημόσια έργα, να πραγματοποιούν υλοτομικές εργασίες και να μεταφέρουν με τα ζώα τους την ξυλεία στις ακτές ή στα στρατόπεδα του ιππικού και,

114 Βλ. ενδεικτικά Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», σ. 243-280.

51

τέλος, να καλλιεργούν σιτηρά σ’ ένα τμήμα των χωραφιών τους για λογαριασμό του Δημοσίου χωρίς κάποια αμοιβή115.

Στο παρόν κεφάλαιο ο σκοπός μας δεν είναι να διερευνήσουμε ενδελεχώς και διεξοδικά το φαινόμενο αγγαρείας σε όλες τις ελληνόφωνες κτήσεις, αλλά να εξετάσουμε σε αδρές γραμμές και εν συντομία τη φύση και τα χαρακτηριστικά των πιο βασικών υπηρεσιών που κλήθηκε να προσφέρει ο αγροτικός πληθυσμός των κτήσεων της Βενετίας μέσω του συστήματος αυτού, τους μηχανισμούς επιβολής του, καθώς και κάποιες από τις συνέπειες της εφαρμογής του για τους ντόπιους πληθυσμούς ώστε να καταδείξουμε το εύρος της εφαρμογής του, αλλά και τη σημασία του για τις τοπικές κοινωνίες και την ίδια τη Βενετία.

2.2 Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Το καθεστώς της γαιοκτησίας.

Προτού αναφερθούμε στο σύστημα των αγγαρειών, θα ήταν ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε ποιο ήταν σε γενικές γραμμές το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο στις περιοχές όπου εφαρμόστηκε, και ποια υπήρξε η θέση του αγγαρευόμενου πληθυσμού μέσα σε αυτό. Από τη στιγμή που ο θεσμός της αγγαρείας αφορά αποκλειστικά στους αυτόχθονες αγροτικούς πληθυσμούς, το ενδιαφέρον μας στρέφεται στο περιβάλλον της υπαίθρου και στο γαιοκτητικό καθεστώς, το οποίο επιβλήθηκε ή καλύτερα υιοθετήθηκε από τους Βενετούς στις νέες κτήσεις τους στις ελληνόφωνες περιοχές της Μεσογείου.

Είναι γνωστό ότι Βενετοί, προκειμένου να εξασφαλίσουν την παγίωση της κυριαρχίας τους και την όσο το δυνατό πιο ομαλή και αδιατάρακτη παρουσία τους στις διάφορες κτήσεις τους στις ελληνόφωνες περιοχές της Ανατολής, επέλεξαν να

115 Για τη δημοσιονομική πρακτική της αγγαρείας όπως εφαρμόστηκε από τους Βενετούς στις διάφορες κτήσεις τους στην ελληνόφωνη Ανατολή βλ. κυρίως: Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 243-280· Νικολάου, «Ειδήσεις για την επιβολή αγγαρειών στην provincia di Laconia», σ. 405-426· ο ίδιος, «Εκκλήσεις προς το γενικό προβλεπτή της Πελοποννήσου Francesco Grimani», σ. 257-288· Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα κατά τον όψιμο Μεσαίωνα», σ. 133-174· Ασδραχά, «Στη φεουδαλική Κέρκυρα: από τους παροίκους στους vassali angararii», σ. 77-94· Παγκράτης, «Οι αλυκές της Κέρκυρας στην περίοδο της βενετικής κυριαρχίας», σ. 45-50· Κολυβά - Καραλέκα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο: παραγωγή και εκμετάλλευση (16ος αι.)», σ. 47-74· Πανοπούλου, «Αλυκάριοι - εργάτες - αγρότες: συνθήκες εργασίας και σχέσεις εξουσίας στις αλυκές της Βενετοκρατούμενης Πελοποννήσου», σ. 271-299· Μοσχονάς, «Η οργάνωσις ακτοφρουρών της Τήνου υπό του Βενετού συνδίκου Ιερώνυμου Da Lezze (1621)», σ. 668-687· Δετοράκης, «Η αγγαρεία της θάλασσας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη», σ. 71-98· Αρακαδάκη, «Διάγραμμα δικτύου ακτοφρουρών της Κρήτης από την έκθεση του Nicola Gualdo de Priorati (1633)», σ. 49-73· Μαλτέζου, «Η φρούρηση των παραλίων του διαμερίσματος Ρεθύμνου: κατάλογος σκοπιών», σ. 139-167.

52

αποφύγουν την κατά μέτωπο ρήξη με ισχυρούς εγχώριους παράγοντες και δεν επεδίωξαν την πλήρη ανατροπή των προγενέστερων κοινωνικοοικονομικών δομών και θεσμών. Αντίθετα, έκριναν σκόπιμο να προσαρμόσουν τους κυρίαρχους διοικητικούς και οικονομικούς μηχανισμούς των κτήσεων στις κατά τόπους ισχύουσες συνθήκες. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της πολιτικής αυτής υπήρξε η εφαρμογή του καθεστώτος της μεγάλης γαιοκτησίας και η ένταξη σε αυτό των μεγαλογαιοκτημόνων εκείνων που τήρησαν θετική στάση προς τη βενετική εξουσία.

Το σύστημα αυτό, σαφέστατα ξένο προς τον αστικό χαρακτήρα του βενετικού κράτους, υιοθετήθηκε από τους κυριάρχους προκειμένου να αξιοποιηθούν οι καλλιεργήσιμες εδαφικές εκτάσεις των υπερπόντιων κτήσεών του. Τα επιμέρους χαρακτηριστικά του συστήματος ορίστηκαν από τις γεωφυσικές, τις κοινωνικές, τις δημογραφικές και οικονομικές τοπικές συνθήκες, αλλά κυρίως από τις συνθήκες που είχαν δημιουργήσει οι προηγούμενοι κυρίαρχοι, είτε αυτοί ήταν Βυζαντινοί, είτε Φράγκοι είτε Οθωμανοί. Κύριο χαρακτηριστικό του υπήρξε η μεγάλη έγγειος κτήση, η οποία καλλιεργούνταν από ακτήμονες καλλιεργητές και η οποία ανήκε σε ένα περιορισμένο αριθμό οικογενειών που διατηρούσαν στενές σχέσεις και κοινά συμφέροντα με τη βενετική διοίκηση, ανεξάρτητα από τις πιθανές διαφορές τους ως προς την εθνοτική τους προέλευση116.

Το γαιοκτητικό σύστημα, το οποίο εφαρμόστηκε στις βενετικές κτήσεις του ελλαδικού χώρου και στην Κύπρο ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή κάθε κτήσης και τη χρονική περίοδο ένταξής της στη βενετική επικράτεια, παρουσιαζόταν σε δύο μορφές: α) το καθεστώς της φεουδαρχίας και β) το καθεστώς της πλήρους ιδιοκτησίας. Η Βενετία επέβαλε τη φεουδαρχική μορφή ιδιοκτησίας στις πρώτες ελληνικές κτήσεις της που κατέλαβε από το 13ο αιώνα, όπου υιοθετήθηκε και η φεουδαρχική ορολογία, καθώς και κάποια βασικά στοιχεία του φεουδαρχικού συστήματος. Η επιβολή του συστήματος αυτού ήρθε ως φυσική συνέχεια στο βυζαντινό σύστημα γαιοκτησίας, ενώ ήταν απόλυτα σύμφωνο και ως προς τα όσα εφάρμοζαν οι Φράγκοι στις περιοχές που βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχό τους117.

116 Τα ζητήματα αυτά έχουν μελετηθεί εκτενώς. Ενδεικτικά: Παπαδία - Λάλα, «Οι Έλληνες και η βενετική πραγματικότητα: ιδεολογική και κοινωνική συγκρότηση», σ. 177-214· Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη Μεσαιωνική Κρήτη., σ. 49-60· Λαμπρινός, «Κοινωνική συγκρότηση στην ύπαιθρο», σ. 131-153· Thiriet, La Romanie vénitienne au Moyen Âge: le développement et l´exploitation du domaine colonial vénitien (XIIe-XVe siècles), σ. 181-349· ο ίδιος, «La condition paysanne et les problèmes de l’ exploitation rurale en Romanie greco-venitienne», σ. 35-69. 117 Παπαδία - Λάλα, «Οι Έλληνες και η βενετική πραγματικότητα», σ. 203-204.

53

Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι στις υπό βενετική κυριαρχία περιοχές τα δύο αυτά συστήματα παρουσίαζαν πολύ μεγάλη διαφοροποίηση από τις αρχικές τους μορφές, καθώς και μεγάλη ομοιότητα μεταξύ τους. Το φεουδαρχικό καθεστώς των βενετικών κτήσεων διεπόταν από αρχές που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση προς την κλασική μορφή του θεσμού. Έτσι, βλέπουμε ότι οι φεουδάρχες, οι οποίοι προέρχονταν είτε από την τάξη των παλαιότερων κατόχων γης είτε από μία νέα τάξη γαιοκτημόνων που εγκατέστησαν οι Βενετοί, ενώ ανέλαβαν συγκεκριμένες υποχρεώσεις στρατιωτικού και φορολογικού χαρακτήρα, παρ’ όλα αυτά υπάγονταν στη συγκεντρωτική βενετική εξουσία και ουσιαστικά δεν είχαν καμία δυνατότητα αυτόνομης λειτουργίας ούτε στην πολιτική, αλλά ούτε και στους τομείς της οικονομίας και των στρατιωτικών ζητημάτων, όπως συνέβαινε στη Δύση. Οι φεουδάρχες δεν είχαν το δικαίωμα να πουλήσουν τα κτήματά τους ή μέρος αυτών, ενώ δεν επιτρεπόταν η κατοχή φεουδαρχικών γαιών από Εβραίους. Οι φεουδαρχικές γαίες όμως, εκτός από εκείνες που εκχωρούνταν σε ιδιώτες, εκχωρούνταν στο Δημόσιο καθώς και στη Λατινική -κυρίως- Εκκλησία. Κάθε φέουδο απαρτιζόταν από εδαφική έκταση που στις περισσότερες περιπτώσεις περιελάμβανε κάποιο αριθμό οικισμών, καθώς και τους προσαρτημένους στη φεουδαρχική γη καλλιεργητές, τους βιλλάνους ή παροίκους118.

Σε περιοχές όπου οι Βενετοί διαδέχθηκαν δυτικούς κυριάρχους αποδέχθηκαν το φεουδαρχικό δίκαιο που εκείνοι είχαν εγκαθιδρύσει, προσαρμόζοντάς το στις δικές τους ανάγκες. Ο φεουδαρχικός κώδικας των Ασσιζών της Ρωμανίας υιοθετήθηκε στις περιοχές του Ναυπλίου, του Άργους, της Εύβοιας, αλλά και της Μεθώνης και της Κορώνης και αντίστοιχα στην Κύπρο εφαρμόστηκε το δίκαιο των Ασσιζών των Ιεροσολύμων, που είχαν εισάγει στο νησί οι προγενέστεροι των Βενετών κυρίαρχοι, δηλαδή οι Λουζινιάν. Στην Κέρκυρα η εισαγωγή των Ασσιζών της Ρωμανίας πραγματοποιήθηκε ύστερα από σημαντικό χρονικό διάστημα από την υπαγωγή του νησιού στη βενετική εξουσία με πρωτοβουλία των ντόπιων φεουδαρχών. Μέχρι το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα το δίκαιο των Ασσιζών είχε γίνει αποδεκτό από τη βενετική Πολιτεία και όριζε τις νομικές σχέσεις της τοπικής κοινωνίας119.

Παράλληλα όμως με το φεουδαρχικό γαιοκτητικό καθεστώς που ίσχυσε κυρίως κατά τους πρώτους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας, στις ελληνόφωνες κτήσεις της Βενετίας εφαρμόστηκε και το σύστημα της πλήρους ιδιοκτησίας. Χαρακτηριστικό στο σύστημα αυτό ήταν ότι αρχικά οι γαίες καλλιεργούνταν από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη,

118 Παπαδία - Λάλα, «Οι Έλληνες και η βενετική πραγματικότητα»,σ. 198-204. 119 Jacoby, La féodalité en Grèce médiévale: Les «Assises de Romanie»: sources, application et diffusion, σ. 295-311.

54

καθώς και από ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Στην πορεία όμως με την επιβολή της μεγάλης ιδιοκτησίας, οι εκτάσεις γης παραχωρούνταν σε ελεύθερους καλλιεργητές με διάφορες συμβάσεις αγροληψίας120.

2.2.1 Φεουδαρχία και γαιοκτητικό καθεστώς στην Κρήτη.

Στην Κρήτη, από τις πρώτες κτήσεις της Βενετίας, οι κυρίαρχοι επέβαλαν το ιδιότυπο προαναφερθέν σύστημα φεουδαρχίας121. Οι καλλιεργήσιμες γαίες χωρίστηκαν σε φέουδα, από τα οποία 25 δόθηκαν στην εκκλησία, 25 ενοικιάστηκαν για λογαριασμό του Δημοσίου σε χωρικούς, 35 παραχωρήθηκαν σε αρχοντορωμαίους, δηλαδή σε αυτόχθονες που προέρχονταν από παλαιές ισχυρές οικογένειες και 394 σε ευγενείς οι οποίοι, όπως είναι γνωστό, διακρίνονταν σε Βενετούς και σε Κρητικούς ευγενείς. Τα φέουδα αυτά ήταν ολόκληρα χωριά, που κάθε ένα από αυτά ανήκε σε έναν ή περισσότερους ευγενείς, ή περισσότερα χωριά, που ανήκαν σε έναν φεουδάρχη μόνο. Με την πορεία του χρόνου 34 από τα φέουδα αυτά διαλύθηκαν μέσω πώλησης, δέσμευσης ή παραχώρησης και από αυτά άλλα πέρασαν σε χέρια άλλων ιδιωτών, οι

120 Παπαδία - Λάλα, «Οι Έλληνες και η βενετική πραγματικότητα»,σ. 198-204. 121 Για το γαιοκτητικό καθεστώς στην Κρήτη και στο χώρο του Αιγαίου βλ. ενδεικτικά Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη, 13ος-14ος αι., σ. 25-40· ο ίδιος, «"Φτωχοί" φεουδάρχες και "πλούσιοι" αγρότες: η οικονομική διαστρωμάτωση των τάξεων στη μεσαιωνική Κρήτη», σ. 293-303· Λαμπρινός, «Η εξέλιξη της κρητικής ευγένειας στους πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας», σ. 206- 224· ο ίδιος «Τα προνόμια και τα σπαθιά: κοινωνικές μεταβολές και στρατολόγηση στη βενετοκρητική ύπαιθρο (16ος-17ος αιώνας)»,», σ. 9-59· ο ίδιος, «Οι κάτοικοι της κρητικής υπαίθρου κατά το 16ο και 17ο αιώνα: κοινωνικο-πολιτικά γνωρίσματα και πρακτικές εκπροσώπησης», σ.97-151· Ντούρου - Ηλιοπούλου, «Το φεουδαρχικό ιππικό της Κρήτης στις αρχές του 17ου αιώνα», σ. 7-60· Ξηρουχάκης, Η βενετοκρατούμενη Ανατολή: Κρήτη και Επτάνησος, σ 21-23· Παπαδάκη, «Αξιώματα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη κατά το 16ο και 17ο αιώνα», σ. 99-126· Τσικνάκης, «Περιοδεύοντας στην ύπαιθρο της Κρήτης για την απονομή δικαιοσύνης: φεουδαρχικές καταπιέσεις και μέτρα περιστολή τους από τον Giacomo Foscarini στα χρόνια 1574-1577», σ. 165-196· Σαιντ-Γκιλαίν, «“Ιππότες, φεουδάρχες και άλλοι υποτελείς”: οι μορφές κοινωνικής υπεροχής στις δεσποτείες των Κυκλάδων (13ος-15ος αι.)», σ. 124-135. Γενικότερα για την κοινωνική διαστρωμάτωση στην Κρήτη και στο χώρο του Αιγαίου βλ. Μπαρούτσος, «Η εξέλιξη του θεσμού των συμβουλίων των ευγενών στη βενετική Κρήτη: αντανάκλαση κοινοτικής ή διοικητικής οργάνωσης;», σ. 181-196· Παπαδάκη, «Οι Βενετοί ευγενείς της Κρήτης κατά το 16ο αιώνα (εξασφάλιση τίτλων)» σ. 431-438· η ίδια, «Αποδείξεις αστικής ιδιότητας στην Κρήτη το 17ο αιώνα (prove di cittadinanza)» σ. 619-634· η ίδια, «Η κρητική ευγένεια στην κοινωνία της βενετοκρατούμενης Κρήτης», σ. 305-318· Lambrinos, «La campagna cretese nell’epoca veneziana: gestori di potere e profilo socio-istituzionale dei contadini (sec. XVI- XVII)», σ. 143-163· Παπαδία - Λάλα, «”Cittadini” και κάτοικοι πόλεων: κοινωνική διαστρωμάτωση στα βενετοκρατούμενα Χανιά (μέσα του 16ου-17ου αι)», σ. 59-66· η ίδια, «Οι "φτωχοί" στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές: ορολογία, αντιλήψεις, πραγματικότητες», σ. 91-99﮲ Χρυσοστομίδου, «Στιγμιότυπα πλούτου και φτώχειας στην Ελλάδα κατά τον 14ο-15ο αι. μέσα από μαρτυρίες εγγράφων των βενετικών αρχείων», σ. 395-402· Κάσδαγλη, «Φτωχοί και πλούσιοι στη Νάξο του 17ου αιώνα: αντιλήψεις, συμπεριφορά και πραγματικότητα», σ. 109-116· Μοσχονάς, «Το δουκάτο του Αιγαίου», σ. 35-54· Borsari, Il dominio veneziano a Creta, σ. 107-132.

55

οποίοι χωρίς να κατέχουν τίτλο ευγενείας έγιναν κάτοχοι φέουδων. Όσοι κατείχαν φέουδα ονομάζονταν φεουδάρχες ανεξάρτητα από το αν ήταν ευγενείς ή όχι. Άλλωστε η ευγένεια στην Κρήτη δεν ήταν απαραίτητα συνάρτηση μίας καλής οικονομικής κατάστασης. Στην καλύτερη κοινωνική θέση βρίσκονταν κυρίως κάποιοι από τους ευγενείς βενετικής καταγωγής που είχαν εγκατασταθεί εκεί και οι οποίοι, ακριβώς λόγω αυτής της θέσης που τους εξασφαλιζόταν από τη βενετική κυριαρχία στο νησί, θεωρούνταν οι πιο πιστοί στη Βενετία. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους ευγενείς αυτούς όσοι δεν βρίσκονταν σε μία αντίστοιχα καλή οικονομική κατάσταση τηρούσαν μία όχι ιδιαίτερα θερμή στάση απέναντι στο βενετικό κράτος, ακριβώς όπως συνέβαινε και με τους περισσότερους από τους Κρητικούς ευγενείς, οι οποίοι προέρχονταν από την τάξη των cittadini της Βενετίας και η κοινωνική τους θέση ήταν λιγότερο σημαντική σε σχέση με εκείνη των nobili veneti. Η διαφοροποίηση αυτή γινόταν αισθητή στα consigli dei nobili όπου, ενώ θεωρητικά δεν γινόταν διάκριση, τελικά οι ευκατάστατοι nobili veneti ήταν σαφώς ευνοημένοι και καταλάμβαναν τις πιο σημαντικές θέσεις122.

Οι φεουδάρχες αυτοί, ευγενείς και μη, για τα φέουδα που είχαν λάβει και για την κοινωνική θέση τους αναλάμβαναν συγκεκριμένες υποχρεώσεις απέναντι στο βενετικό κράτος. Η κυριότερη από αυτές ήταν η δέσμευσή τους να συντηρούν άλογα (ο αριθμός των οποίων καθοριζόταν με βάση την έκταση της γης που τους δινόταν) και με αυτά να συμμετέχουν σε μάχες για την υπεράσπιση του νησιού όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου αναλάμβαναν την υποχρέωση να υπηρετούν ως κυβερνήτες των γαλερών (sopracomiti), ενώ όλο τον υπόλοιπο καιρό να συμμετέχουν στη φρούρηση των ακτών. Επίσης, όφειλαν να συγκεντρώνουν άνδρες από τα casali που υπάγονταν στα φέουδά τους, προκειμένου να ναυτολογηθούν ως κωπηλάτες στις γαλέρες και να προσφέρουν υπηρεσία όταν αυτό ήταν απαραίτητο με τη μορφή αγγαρείας (όπως π.χ. στα διάφορα δημόσια έργα)123.

Παρά το γεγονός ότι αρκετοί ήταν οι ευγενείς που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο κράτος, το σύστημα φαίνεται ότι απέτυχε να καλύψει τις ανάγκες του νησιού. Οι αναφορές και οι επιστολές των τοπικών αξιωματούχων προς την κεντρική διοίκηση παρουσιάζουν διαχρονικά μία εικόνα μάλλον απογοητευτική. Οι φεουδάρχες και οι ευγενείς κατά το μεγαλύτερο μέρος τους έδειξαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα

122 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη κατά τον τέταρτο βενετοτουρκικό πόλεμο (1570-1571), σ. 39-41. Βλ και Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες, σ.25-40· ο ίδιος, «"Φτωχοί" φεουδάρχες και "πλούσιοι" αγρότες», σ. 293-303· Λαμπρινός, «Η εξέλιξη της κρητικής ευγένειας», σ. 206-224· ο ίδιος «Τα προνόμια και τα σπαθιά», σ. 9-59· ο ίδιος, Οι cittadini στη βενετική Κρήτη· Ντούρου-Ηλιοπούλου, «Το φεουδαρχικό ιππικό», σ. 7-60. 123 Ντούρου - Ηλιοπούλου, «Το φεουδαρχικό ιππικό», σ. 7-60.

56

ατομικά τους συμφέροντα και αδιαφορία απέναντι στη Βενετία και στις ανάγκες της διοίκησης για την επικράτηση της κυριαρχίας της στο νησί. Με τη θέση και τις συνθήκες που επιφύλαξε αυτή η κατηγορία ευγενών στους ντόπιους χωρικούς και με την καταπίεση που τους άσκησαν, μεταξύ άλλων και μέσω της αγγαρείας, ενίσχυαν την αρνητική τους διάθεση απέναντι στους κυριάρχους124.

2.2.2 Φεουδαρχία και γαιοκτητικό καθεστώς στην Εύβοια.

Η Εύβοια κατά τη διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας υπήρξε αναμφισβήτητα ένα σημαντικό κέντρο ελλιμενισμού και επισκευής πλοίων, εμπορίου, διαμετακόμισης και αποθήκευσης προϊόντων, γεγονός που της προσέδωσε αστικό χαρακτήρα και επέτρεψε την ανάπτυξη αστικών πληθυσμών και θεσμών. Αναμφισβήτητα όμως η Εύβοια διέθετε μεγάλες εκτάσεις αξιοποιήσιμης, καλλιεργήσιμης γης, τις οποίες οι Βενετοί θέλησαν να καταστήσουν παραγωγικές. Συνεχίζοντας την παράδοση των βυζαντινών και δυτικών προκατόχων τους υιοθέτησαν ένα γαιοκτητικό καθεστώς που παρουσίαζε στοιχεία φεουδαρχίας και εισήγαγαν τον φεουδαρχικό κώδικα των Ασσιζών της Ρωμανίας125.

Τα φέουδα και στην Εύβοια διακρίνονταν σε δημόσια, εκκλησιαστικά και ιδιωτικά. Ένα μεγάλο μέρος δημόσιων γαιών προσφέρθηκε προς ενοικίαση ή παραχώρηση σε συγκεκριμένες ομάδες ώστε να εξυπηρετηθούν κάποιες στρατιωτικές ανάγκες της Βενετίας: στις αρχές του 15ου αιώνα, κλήθηκαν ξένοι ιππείς να εγκατασταθούν στο νησί με τις οικογένειές τους και με την υποχρέωση παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών σε περίπτωση ανάγκης, οι οποίοι έλαβαν γαίες του Δημοσίου με ευνοϊκούς όρους. Τα ιδιωτικά φέουδα παρέμεναν στα χέρια των Λατίνων, οι παλιοί τριτημόριοι διατηρούσαν την υπερέχουσα θέση τους και η Βενετία τους αντιμετώπιζε ως Βενετούς φεουδάρχες. Οι ντόπιοι κάτοικοι στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν ακτήμονες αγρότες, εξαρτημένοι ή ελεύθεροι καλλιεργητές στα κτήματα του Δημοσίου και των Λατίνων. Σταδιακά, ένας μικρός αριθμός ντόπιων κατόρθωσε να βελτιώσει τη θέση του και να εισχωρήσει στην αγροτική εκμετάλλευση, επιδεικνύοντας μία θετική στάση απέναντι στη βενετική κυριαρχία126.

2.2.3 Φεουδαρχία και γαιοκτητικό καθεστώς στην Κύπρο.

124 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 42-44. 125 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.): μια συνθετική προσέγγιση, σ. 190· Jacoby, La féodalité en Grèce médiévale, σελ. 295-311. 126 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 193-194. Βλ. και Jacoby, La féodalité en Grèce médiévale, σελ. 185-211.

57

Στην Κύπρο, το φέουδο αποτέλεσε βάση της οργάνωσης του κράτους κατά την περίοδο των Λουζινιάν. Κατά την περίοδο του Μεσαιωνικού Βασιλείου το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης ήταν διαιρεμένο σε φέουδα, τα οποία μπορούσαν να περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χωριά και τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή ευγενών φεουδαρχών με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας όταν αυτό κρινόταν αναγκαίο. Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε κατά την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας σχεδόν απαράλλακτο, με μικρές μόνο μεταβολές, προκειμένου αυτό να προσαρμοστεί στα δεδομένα του βενετικού συστήματος διακυβέρνησης. Τα φέουδα, όπως και στις υπόλοιπες κτήσεις της Βενετίας στο χώρο της Ανατολής, διακρίνονταν σε εκείνα που ήταν στην κυριότητα ιδιωτών, του Δημοσίου ή της Εκκλησίας127.

Σύμφωνα με τις φεουδαρχικές υποχρεώσεις προς τον ανώτατο επικυρίαρχό τους -άλλοτε προς το Βασιλιά και τώρα προς τον ανώτατο Βενετό διοικητή του νησιού και, τελικά, προς τo Δόγη της Βενετίας και το βενετικό κράτος- όσοι κατείχαν φέουδα όφειλαν σε περιστάσεις ανάγκης να προσφέρουν έφιππη στρατιωτική υπηρεσία και συγκροτούσαν το σώμα του βαρέως εξοπλισμένου φεουδαρχικού ιππικού, το οποίο κατά τη βενετική περίοδο ανερχόταν σε 200 με 205 ιππείς, αριθμός που σταδιακά μειώθηκε128.

Τα φέουδα μεταβιβάζονταν κληρονομικά από τον πατέρα αποκλειστικά στον πρωτότοκο γιο. Σε περίπτωση που δεν υπήρχαν άρρενες απόγονοι το φέουδο περιερχόταν στην πρωτότοκη κόρη και τις στρατιωτικές υποχρεώσεις προς το κράτος αναλάμβανε ο σύζυγός της. Στην περίπτωση που η πρωτότοκη κόρη δεν ήταν παντρεμένη, τότε επιβαρυνόταν η ίδια με μία επιπλέον ετήσια φορολογία που ονομαζόταν defatto129. Υπήρχε μία μεγάλη κατηγορία ευγενών που δεν διέθετε

127 Βλ ενδεικτικά: Arbel, «Η Κύπρος υπό ενετική κυριαρχία», σ. 489-498· ο ίδιος «Urban assemblies and town councils in frankish and venetian Cyprus», σ. 203-213· ο ίδιος « The cypriot nobility from the fourteenth to the sixteenth century: a new interpretation», σ. 175-197·ο ίδιος, «Roots of poverty and sources of richness in Cyprus under venetian rule», σ. 351-360· Grivaud, «Sur quelques contradictions de l’administration vénitienne à Chypre (1473-1570)», σ. 185-205· ο ίδιος, «Échapper à la pauvreté en Chypre vénitienne», σ. 361-371· ο ίδιος, «Une societé en guerre: Chypre face à la conquête ottomane», σ. 194-203· Lambrinos «Ricevendo identità e poteri: il ceto cittadinesco negli organi colletivi di Famagosta e Kyrenia (XVI sec.)», σ. 29-48· Otten - Froux, «Riches et pauvres en ville: le cas de Famagouste (XIIIe-Xve siècles), σ. 331-349· Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση στο βενετικό Κράτος της Θάλασσας: το παράδειγμα της Κύπρου, σ. 31-109· Ντόκος, Αστική αυτοδιοίκηση και κοινωνικές τάξεις στη βενετοκρατούμενη Ανατολή και στην Κύπρο· ο ίδιος, «Οι κοινότητες των λαϊκών τάξεων στη βενετοκρατούμενη Κύπρο», σ. 385-386. 128 Βλ. στο υπό δημοσίευση βιβλίο του Κ. Ντόκου, Αστική αυτοδιοίκηση και κοινωνικές τάξεις, σ. ΧΧΙΧ-ΧΧΧIV· Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 85-86. 129 Ντόκος, Αστική αυτοδιοίκηση και κοινωνικές τάξεις, σ. XXX.

58

φεουδαρχική γη και κατά το μεγαλύτερο μέρος επρόκειτο για γόνους φεουδαρχών που δεν είχαν κληρονομήσει γη λόγω του ότι δεν ήταν πρωτότοκοι. Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες της βενετικής κυριαρχίας πολλοί από τους ευγενείς αυτούς βρήκαν την ευκαιρία να αποκτήσουν κτηματική περιουσία με την αγορά γαιών, μέσω της οποίας βέβαια και όσοι φεουδάρχες ήταν ήδη κάτοχοι γης μπορούσαν να επεκτείνουν τις εκτάσεις τους. Κατά την ευρύτερη τάση της εποχής, στην Κύπρο παρατηρήθηκε ένας προσανατολισμός των πιο εύπορων αστών στην απόκτηση μεγάλης γαιοκτησίας γεγονός που τους μετέτρεπε σε ισχυρούς εισοδηματίες γης και συγχρόνως τους άνοιγε το δρόμο για την ένταξή τους στην αριστοκρατία, δημιουργώντας έτσι νέες συνθήκες στο καθεστώς της γαιοκατοχής και ανακατανομής της γης. Οι φεουδάρχες ευγενείς της Κύπρου, οι οποίοι συγκροτούσαν τον πυρήνα της ανώτερης οικονομικά και κοινωνικά τάξης, ήταν κυρίως γαλλικής, ελληνοκυπριακής, ιταλικής και βενετικής καταγωγής και μία από τις βασικές τους υποχρεώσεις ήταν να διατηρούν κατοικία στη Λευκωσία. Οι ευγενείς αυτοί δεν διέθεταν όλοι την ίδια οικονομική επιφάνεια και στις βενετικές πηγές χρησιμοποιείται ο όρος feudati και feudatarii για όσους κατείχαν εκτάσεις γης, ενώ όσοι δεν διέθεταν φέουδα ονομάζονταν nobiles και nobili, όπως είδαμε να συμβαίνει και στην Κρήτη. Πολλοί από αυτούς τους τελευταίους προχωρούσαν στην ενοικίαση και αξιοποίηση δημόσιων γαιών και άλλοι επιδίδονταν σε άλλες, αστικές ασχολίες, όπως το εμπόριο προκειμένου να κερδίσουν τα προς το ζην. Υπήρχαν όμως και κάτοχοι τίτλων ευγενείας οι οποίοι, καθώς βρίσκονταν σε πραγματική ένδεια, βασίζονταν για την επιβίωσή τους στο ετήσιο επίδομα που τους χορηγούσε ισοβίως η Βενετία με μοναδικό αντάλλαγμα την παροχή έφιππης στρατιωτικής υπηρεσίας προς το κράτος όποτε κρινόταν αναγκαίο από τις περιστάσεις130.

Στο βενετικό Δημόσιο περιήλθαν οι εκτάσεις εκείνες που παλαιότερα αποτελούσαν τα βασιλικά φέουδα. Το 1523 ο αριθμός των χωριών που υπάγονταν στο Δημόσιο ήταν 280, ενώ εκείνα που ανήκαν σε φεουδάρχες έφταναν τα 597· αργότερα, κατά την τελευταία περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, οι αριθμοί διαμορφώθηκαν σε 246 και 576 αντίστοιχα131. Προκειμένου να αξιοποιηθεί η γη του Δημοσίου, οι Βενετοί προχώρησαν στην εκμίσθωσή της σε φυσικά πρόσωπα. Οι ενοικιαστές της δημόσιας

130 Ντόκος, Αστική αυτοδιοίκηση και κοινωνικές τάξεις, σ. ΧΧΧΙΙΙ· Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 86· Arbel, «The cypriot nobility», σ. 175-197· Otten - Froux, «Riches et pauvres», σ. 331-349· Αριστείδου, «Ενοικιάσεις και πωλήσεις φεούδων επί Βενετοκρατίας στην Κύπρο κατά την περίοδο 1509-1517», σ. 11-21. 131 Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 77

59

γης ήταν συνήθως ευγενείς χωρίς κτηματική περιουσία. Πολύ συχνά επρόκειτο για μη πρωτότοκα τέκνα φεουδαρχικών οικογενειών132.

Ένα μεγάλο μέρος γαιών υπάγονταν στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας, κυρίως της Λατινικής: από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες στο νησί ήταν η Μεγάλη Κουμανταρία του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου στο Κολόσσι και στην Επισκοπή (στην πορεία πέρασε στην κυριότητα ενός κλάδου της οικογένειας Cornaro), οι Κουμανταρίες του Φοίνικα και του Τέμπλου. Επίσης, στην ίδια κατηγορία υπάγονταν οι γαίες εκείνες οι οποίες ως beneficia προμήθευαν εισοδήματα στις λατινικές μονές των δυτικών μοναστικών ταγμάτων, στις καθολικές επισκοπές και στην αρχιεπισκοπή της Λευκωσίας. Γαίες κατείχαν και οι ορθόδοξες μονές και επισκοπές με εισοδήματα χαμηλότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα των λατινικών133.

2.2.4 Φεουδαρχία και γαιοκτητικό καθεστώς στην Κέρκυρα και στο Ιόνιο.

Στην Κέρκυρα το φεουδαρχικό σύστημα εφαρμόστηκε ήδη από τη βυζαντινή περίοδο. Διατηρήθηκε και επεκτάθηκε από τους Ανδεγαυούς, κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των οποίων υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός γαιών (βαρωνίες) που ανήκαν σε συγκεκριμένες οικογένειες, συνηθέστερα δυτικής προέλευσης, καθώς και στην Εκκλησία134. Η Βενετία διατήρησε το σύστημα αυτό χωρίς να προχωρήσει σε

132 Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 70· Ντόκος, Αστική αυτοδιοίκηση και κοινωνικές τάξεις, σ.ΧΧΧΙ. 133 Ντόκος, Αστική αυτοδιοίκηση και κοινωνικές τάξεις, σ.ΧΧΧΙ. 134 Για το γαιοκτητικό καθεστώς στο χώρο του Ιονίου βλ. ενδεικτικά: Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία στα νησιά του Ιονίου Πελάγους, σ. 289-299· Λούντζης, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, σ. 263-274﮲ Μοσχόπουλος, η Ιστορία της Κεφαλονιάς, τ.1, σ. 166-176· Ασωνίτης, Η Κέρκυρα και τα ηπειρωτικά παράλια στον ύστερο Μεσαίωνα (1386-1463), σ. 448-499· Ασδραχάς, «Οι αναγραφές και ο κόσμος τους», σελ. 87· Ροδολάκης, «Αγροτικές συμβάσεις στην Κέρκυρα (15ος-16ος αιώνας)», σ. 53· ο ίδιος, «Διαμόρφωση νομικής ορολογίας στις αγροτικές σχέσεις: η περίπτωση της Κέρκυρας (16ος -18ος)», σ. Τυπάλδος - Αλφονσάτος, Η φεουδαρχία και η γεωργία κατά τας Ιονίους νήσους, σελ. 12-14﮲ ·389 Ζαπάντη, Κεφαλονιά (1500-1570), σ. 197-225· η ίδια, «Η Ιθάκη στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας (1500-1571)», σ. 129-133 Αρχοντίδης, Η Βενετοκρατία στη Δυτική Ελλάδα (1684-1699), σ. 87-89· Αργυρού, «Αγροληπτικές σχέσεις στη Λευκάδα του 18ου αιώνα», σ. 301-315· Φωκάς - Κοσμετάτος, «Φέουδα και τιμάρια εις Κεφαλληνίαν», σ. 169-170· Βλάσση, «Ένταξη νέων μελών στο συμβούλιο της Κεφαλονιάς από το γενικό προβλεπτή της θάλασσας Alvise Grimani (1760)», σ. 74-127· η ίδια, «Κοινωνική και οικονομική συγκρότηση του ορεινού χώρου στη βενετοκρατούμενη Κεφαλονιά», σ. 123-141· Καραπιδάκης, «Η κερκυραϊκή ευγένεια στις αρχές του ιζ’ αιώνα», σ. 95-124· Λεοντσίνης, «Δομή και λειτουργία της κοινότητας των ευγενών στα Κύθηρα κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας», σ. 181-225· Μαλτέζου, «Κρητοκυθηραϊκά: η κρητική οικογένεια Κλαδούρη και το συμβούλιο ευγενών στα Κύθηρα», σ. 257-291· η ίδια, «Παρατηρήσεις στο θεσμό της βενετικής υπηκοότητας: προστατευόμενοι της Βενετίας στο λατινοκρατούμενο ελληνικό χώρο (13ος-15ος αι.)», σ. 1-16· Μοσχονάς, «Το συμβούλιο της κοινότητας της Κεφαλονιάς (1593): ποσοτική ανάλυση», σ.

60

σημαντικές μεταβολές, επιθυμώντας να διατηρήσει ένα κατεστημένο ευνοϊκό προς την κυριαρχία της στην περιοχή του Ιονίου, αλλά και να καλύψει διάφορες άλλες ανάγκες. Έτσι, αφαίρεσε τις γαίες από όσες οικογένειες αρνήθηκαν να δηλώσουν πίστη. Οι εκτάσεις αυτές, καθώς και ορισμένες άλλες των οποίων οι ιδιοκτήτες πέθαναν χωρίς κληρονόμους περιήλθαν στο βενετικό Δημόσιο (baronic Communis). Οι Βενετοί παραχώρησαν με ενοικίαση ή πώληση μερικά από τα κτήματα αυτά σε άλλα μέλη της κοινωνίας του Ιονίου. Μέσω της χορήγησης προνομίων σε εποίκους, οι οποίοι κατέφθαναν από παλαιές τους κτήσεις που είχαν καταληφθεί από τους Οθωμανούς, αποσκοπούσαν στην αύξηση του πληθυσμού και, συνεπακόλουθα, στην αύξηση εσόδων, η οποία θα προέκυπτε από την αξιοποίηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Αποσκοπούσαν επίσης και στην και στην αμυντική ενίσχυση της περιοχής με την απαίτηση στρατιωτικής υπηρεσίας, ειδικά σε περιπτώσεις άμεσης ανάγκης135.

Η γη στα νησιά του Ιονίου ήταν χωρισμένη σε τρεις κατηγορίες κτημάτων: α) στα κτήματα που ανήκαν σε οικογένειες φεουδαρχών, β) σε μικρότερης έκτασης τμήματα γης, τα οποία αποτελούσαν ιδιοκτησία ελεύθερων χωρικών, γηγενών ή εποίκων και γ) σε εκκλησιαστικά κτήματα, δηλαδή σε γαίες που ανήκαν στη Λατινική ή στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είτε ως παλαιές κτήσεις από εκχώρηση αρχόντων είτε από δωρεές πιστών136.

Από νομική άποψη τα κτήματα αυτά, τα οποία πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν αποτελούσαν απαραιτήτως μία συνεχή εκτεταμένη εδαφική έκταση, αλλά πολλά από αυτά ήταν διάσπαρτα σε περιοχές που απείχαν αρκετά μεταξύ τους, διακρίνονταν σε:

(1) Εδαφονομικά. Επρόκειτο για εκτάσεις γης που αποτελούσαν ιδιοκτησία παλαιών φεουδαρχών, οι οποίοι τις παραχωρούσαν με όρους αγροδοσίας σε ακτήμονες καλλιεργητές με συμμετοχή επί του καρπού137.

(2) Άμεσα και σύνδετα, κύρια, έννομα (feudi diretti e legali, propri). Πρόκειται για τα κτήματα εκείνα που με την ενσωμάτωση στο βενετικό κράτος περιήλθαν στο τελευταίο λόγω εξαφάνισης της φεουδαρχικής οικογένειας ή επειδή οι φεουδάρχες αρνήθηκαν να δηλώσουν πίστη και αφοσίωση στη Βενετία. Τα φέουδα αυτά ήταν αναπαλλοτρίωτα χωρίς άδεια από τις βενετικές Αρχές και διακρίνονταν: α) Σε στρατιωτικά, τα οποία παραχωρούνταν σε υπηκόους ως ανταμοιβή για στρατιωτικές εκδουλεύσεις προς την

300-314· ο ίδιος, «Οργάνωση του πληθυσμού στις βενετικές κτήσεις της ελληνικής Ανατολής», σ. 489-502· Borsari, Studi sulle colonie veneziane in Romania nel XIII secolo, σ. 107-132. 135 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 290· Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 138 . 136 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 295· Ασωνίτης, Η Κέρκυρα, σ. 448-461. 137 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 297-298.

61

Πολιτεία και για τα οποία ο φεουδάρχης αναλάμβανε για τον εαυτό του και τους απογόνους του στρατιωτικές υποχρεώσεις. Ο φεουδάρχης είχε το δικαίωμα της κάρπωσης και μπορούσε να δώσει το φέουδο σε αγροδοσία. Επίσης, μπορούσε να διαθέσει κατά κυριότητα το φέουδο σε τρίτο κατόπιν άδειας της Αρχής, η οποία δινόταν εάν ο φεουδάρχης αντικαθιστούσε το φέουδο με ίσες σε έκταση και αξία γαίες. Β) Σε εκκλησιαστικά ή κανονικάτα, τα οποία προσφέρονταν από τον δόγη («επ’ αυθεντικώ δικαιώματι, jure patronato») σε εκκλησίες, μονές ή ιερωμένους, διά παντός ή για ορισμένο χρονικό διάστημα. Γ) Σε φοροειδή φέουδα (feudi censuali) που προσφέρονταν σε μέλη των τοπικών κοινωνιών ως ανταμοιβή για την παροχή υπηρεσιών προς τις βενετικές Αρχές. Τα φέουδα αυτά λέγονταν πατρωνεία και είχαν ως νομικό υπόβαθρο το λεγόμενο jus patronatum. Με αυτά δεν προσφέρονταν κτήματα, αλλά φορολογικά δικαιώματα επί των κτημάτων (όπως η δεκάτη κ.ά.)138

(3) Σε προσφερτά ή προσηγμένα, που δημιουργήθηκαν από το 17ο αιώνα και μετά. Επρόκειτο για κτήματα αξίας 4.000 δουκάτων. Η εκούσια προσφορά αυτού του ποσού στο Δημόσιο εξασφάλιζε σε αυτόν που το προσέφερε, εκτός από την παραχώρηση του κτήματος, και τον αντίστοιχο τίτλο κόμητος ή βαρώνου ή μαρκησίου σε περίπτωση που αυτός ήταν ευγενής (στα Ιόνια Νησιά ο τίτλος ήταν ανεξάρτητος από την ευγένεια)· Επί ακληρίας του φεουδάρχη τα φέουδα αυτά επέστρεφαν στην κυριότητα του βενετικού κράτους. Η περίπτωση των προσφερτών εκτάσεων γης αποτελεί μία ειδικότερη έκφανση του κοινωνικού συστήματος που είχε διαμορφωθεί στα Νησιά του Ιονίου. Ο κτηματίας του προσφερτού φέουδου μπορούσε να είναι ευγενής ή όχι. Εάν δεν ήταν ευγενής, αποκτούσε μεν τον τίτλο του τιμαριούχου, δεν εξασφάλιζε όμως και την αυτόματη ένταξή του στην τάξη των «ευγενών» του νησιού139.

2.3 Οι καλλιεργητές της γης – Ο αγγαρευόμενος πληθυσμός.

Μέσα στο αγροτικό και κοινωνικό αυτό πλαίσιο μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε τη θέση του καλλιεργητή. Καλλιεργητές των ιδιωτικών, δημόσιων και εκκλησιαστικών γαιών σε ολόκληρο το βενετοκρατούμενο χώρο ήταν αρχικά οι μη ελεύθεροι, προσαρτημένοι στη φεουδαρχική γη ή το φεουδάρχη πάροικοι ή βιλλάνοι, καθώς και οι ελεύθεροι αγρότες που συνδέονταν με τη φεουδαρχική γη με διάφορες συμβάσεις αγροληψίας. Οι καλλιεργητές αυτοί βαρύνονταν με μία σειρά υποχρεώσεων απέναντι

138 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 297-298. 139 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 297-298.

62

στο φεουδάρχη, όπως ήταν η καταβολή προσωπικών φόρων και γαιοπροσόδου και δώρων, καθώς και η εκτέλεση προσωπικών αγγαρειών.

Ας εξετάσουμε όμως πιο συγκεκριμένα ποια ήταν η κατηγορία εκείνη των κατοίκων της υπαίθρου που βάρυνε ο θεσμός της αγγαρείας, δημόσιας και ιδιωτικής. Στην Κρήτη στην κατηγορία αυτή ανήκαν οι απλοί χωρικοί (contadini, villani), οι οποίοι αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της υπαίθρου. Οι περισσότεροι από αυτούς μέχρι το 16ο αιώνα θεωρητικά είχαν κερδίσει την ελευθερία τους (liberi), αλλά στην πραγματικότητα, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, η ζωή τους δεν διέφερε από εκείνη των δουλοπάροικων (parici). Αυτό γινόταν αισθητό κυρίως μέσα από το γεγονός ότι όταν ένα φέουδο ή ένα μέρος αυτού πουλιόταν ή περνούσε σε άλλα χέρια, διευκρινιζόταν στις συμβολαιογραφικές πράξεις και στα άλλα δημόσια έγγραφα που συντάσσονταν για το σκοπό αυτό ότι μαζί με το κτήμα μεταβιβάζονταν μεταξύ άλλων και οι χωρικοί (villani). Στη συνείδηση των φεουδαρχών είχε σχηματιστεί η αντίληψη ότι ήταν κύριοι όχι μόνο των γαιών, αλλά και των χωρικών και ότι είχαν το δικαίωμα να ασκούν εξουσία κάθε μορφής, να τους διαθέτουν και να τους μεταχειρίζονται με τον τρόπο που τους συνέφερε περισσότερο. Οι χωρικοί δεν είχαν το δικαίωμα να δανείζονται χρήματα από άλλες πηγές ή να αγοράζουν με πίστωση από άλλους, ούτε να πουλούν τα προϊόντα της εργασίας τους (σιτάρι, κρασί, λάδι, τυρί κ.ά.) χωρίς την άδεια των φεουδαρχών. Και βέβαια, οι χωρικοί είχαν την υποχρέωση να προσφέρουν στους κυρίους τους προσωπική εκδούλευση με τη μορφή της ιδιωτικής αγγαρείας, όπως θα δούμε λεπτομερέστερα παρακάτω. Ο Foscarini, έχοντας υπόψη του αυτές κυρίως τις υποχρεώσεις των χωρικών, διαπίστωνε ότι «είναι αμφίβολο αν οι χωρικοί είναι απόλυτα ελεύθεροι», μολονότι, όπως σημείωνε, χειρότερη ήταν η κατάσταση των χωρικών της Κύπρου πριν από την οθωμανική κατάκτηση140.

Στην Κύπρο, οι καλλιεργητές της γης έφταναν το 80% του συνολικού πληθυσμού και ήταν ελληνοκυπριακής κυρίως καταγωγής141. Δεδομένου ότι οι βενετικές Αρχές διατήρησαν το προϋπάρχον θεσμικό και φορολογικό σύστημα, είναι πολύ πιθανόν οι αγρότες (vilains / vilani) να μη βίωσαν αρχικά ουσιώδεις μεταβολές,

Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 49-50﮲ ο ίδιος, Τσιταντίνοι: οι snob της βενετικής περιφέρειας: δοκίμιο 140 εννοιολογικής και κοινωνικής ιστορίας, σ. 122-125· Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες, σ. 49-60﮲ Μαλτέζου, «Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της Βενετοκρατίας», σ. 78-83· Borsari, Il dominio veneziano , σ. 87-94. 141 Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 88. Βλ. και Grivaud, «Éléments pour servir à la connaissance de la structure sociale de la paysannerie chypriote», σ. 257-274· Skoufari, Cipro veneziana, 1473-1571: istituzioni e culture nel Regno della Serenissima, σ. 71-76· Arbel, «Η Κύπρος», 508-520.

63

ούτε καν την ιδεολογική και μάλλον αόριστη αλλαγή στο πρόσωπο του αυθέντη, που ενδεχομένως να αισθάνθηκαν κατά τη μετάβαση από το βυζαντινό στο φραγκικό καθεστώς142. Διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: στους ελεύθερους καλλιεργητές (francomati)και στους παροίκους. Οι καλλιεργητές της γης, ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία ανήκαν, ήταν εξαρτημένοι από τη φεουδαρχική γη είτε επρόκειτο για κτήματα ιδιωτών, είτε του Δημοσίου, είτε της Εκκλησίας. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι ούτε οι μεν ούτε οι δε ήταν κύριοι της γης την οποία καλλιεργούσαν και ότι ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν στον εκάστοτε φεουδάρχη ένα μέρος της παραγωγής τους143.

Ωστόσο, οι πάροικοι βρίσκονταν σε σαφώς δυσμενέστερη θέση για διάφορους λόγους. Κατ’ αρχάς, ο ίδιος ο όρος «πάροικος» δήλωνε τον εξαρτώμενο από τη γη καλλιεργητή, του οποίου το προσωπικό καθεστώς ήταν κληρονομικό. Αν και δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα για τους (δουλο)παροίκους επί Βυζαντινών στην Κύπρο, με την άφιξη των Λουζινιάν η κοινωνική τους θέση εξισώθηκε με εκείνη του servus ή serf de la glèbe. Ήταν προσωπικά και οικονομικά εξαρτημένοι από το φέουδο στο οποίο ανήκαν, ήταν καταγεγραμμένοι στο πρακτικό του ως κινητό περιουσιακό του στοιχείο και οι οικονομικές τους επιβαρύνσεις συνδέονταν με το προσωπικό τους καθεστώς και όχι με οποιαδήποτε έγγεια εκχώρηση. Επί Λουζινιάν χρησιμοποιούνται οι όροι serf και servage στην παλαιογαλλική και πάροικος στην ελληνική, ενώ ο όρος vilains φαίνεται να μη δηλώνει πάντοτε γενικώς τον αγρότη, αλλά συχνά να προσδιορίζει τους παροίκους. Οι Βενετοί υιοθέτησαν τον ελληνικό όρο parici144 για την κατηγορία αγροτών που βρίσκονταν σε δυσμενέστερη θέση. Όφειλαν να καταβάλλουν στο φεουδάρχη ένα σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής τους (συνήθως άγγιζε το ένα τρίτο της παραγωγής), καθώς και ένα σημαντικό χρηματικό ποσόν που κυμαινόταν από 15 έως 23 βυζάντια. Επίσης, οι άνδρες από 15 έως 60 ετών όφειλαν να παρέχουν ως ιδιωτική αγγαρεία εργασία διάρκειας 2 ή 3 ημερών την εβδομάδα στα κτήματα του φεουδάρχη. Ωστόσο, εκείνο που καθόριζε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την ταξική υπόσταση των παροίκων ήταν η απόλυτη εξάρτηση από το φεουδάρχη και τη φεουδαρχική γη, την οποία δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψουν ούτε οι ίδιοι, αλλά ούτε και οι απόγονοί τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κοινωνική κινητικότητα σε αυτή την κατηγορία χωρικών ήταν περιορισμένη. Για τους ελεύθερους χωρικούς το ποσοστό της

142 Νικολάου - Κονναρή, «Συνέχειες και ασυνέχειες στη δουλοπαροικιακή πολιτική της βενετικής διοίκησης στην Κύπρο», σ. 67-68. Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 88﮲ Arbel, «Η Κύπρος υπό ενετική 143 κυριαρχία», σ. 508-514. 144 Νικολάου - Κονναρή, «Συνέχειες και ασυνέχειες», σ. 67-68.

64

παραγωγής που όφειλαν να παραδίνουν στο φεουδάρχη κυμαινόταν από το ¼ έως το 1/6 ή από το 1/5 έως το 1/10, δεν κατέβαλλαν χρηματικά ποσά και στην περίπτωση που εργάζονταν για το φεουδάρχη αμείβονταν για την εργασία τους145.

Οι φεουδάρχες είχαν επίσης το δικαίωμα να τους ενοικιάζουν, να τους δανείζουν, να τους ανταλλάσσουν με κυνηγετικά γεράκια ή κυνηγετικά σκυλιά, να τους πουλούν, ή να τους μεταβιβάζουν μαζί με τις περιουσίες τους, όπως και κάθε άλλο κινητό αντικείμενο που τους ανήκε όπως π.χ. τα εργαλεία. Δεν ήταν λίγοι οι πάροικοι εκείνοι οι οποίοι για να ξεφύγουν από τις δυσμενείς αυτές συνθήκες διαβίωσης επιδίωκαν να διαφύγουν σε άλλες περιοχές αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής ή προσπαθούσαν με κάθε μέσο να αλλάξουν την κοινωνική τους θέση. Για το λόγο αυτό, οι τοπικές Αρχές υποχρεώθηκαν κατά καιρούς να λάβουν διάφορα μέτρα με σκοπό να παρεμποδίσουν τη διαρροή του πληθυσμού αυτού, ο οποίος ήταν βέβαια πολύτιμος για την παραγωγική διαδικασία και που η απουσία του έθετε σε κίνδυνο την καλλιέργεια της γης, με σοβαρότατες συνέπειες στην οικονομία. Ένα από τα μέτρα αυτά ήταν ο διορισμός δύο επιθεωρητών με καταγωγή από την Κύπρο, οι οποίοι είχαν την αρμοδιότητα να επισκέπτονται όλες τις περιοχές του νησιού προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τους παροίκους και να αποκαθιστούν τις εις βάρος τους αδικίες146.

Στα βενετικά έγγραφα είναι πάντοτε σαφής η διάκριση μεταξύ των παροίκων οι οποίοι υπάγονταν σε κρατικά κτήματα και εκείνων που ανήκαν σε άλλα κτήματα ιδιωτικά ή εκκλησιαστικά. Παρ’ όλα αυτά και οι μεν και οι δε υπήρξαν αντικείμενο της ίδιας σκληρής εκμετάλλευσης. Υπολογίζεται ότι οι πάροικοι που υπήρχαν στην Κύπρο την περίοδο 1509-1517 θα πρέπει να αποτελούσαν το 1/3 του συνολικού πληθυσμού,

που το 1509 ανερχόταν σε 120.000 περίπου ψυχές. Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν ο αριθμός των παροίκων ξεπερνούσε κάποιο όριο ή όταν οι Αρχές είχαν απόλυτη ανάγκη εξεύρεσης χρημάτων, δινόταν στους παροίκους η δυνατότητα εξαγοράς της ελευθερίας τους. Για να μεταπηδήσει ένας πάροικος από την τάξη των παροίκων στην τάξη των ελεύθερων καλλιεργητών απαιτούνταν σχετική απόφαση του Συμβουλίου των Δέκα είτε έναντι καταβολής ορισμένου χρηματικού ποσού στο Δημόσιο Ταμείο της Κύπρου,

145 Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 88-90· Arbel, «Η Κύπρος», σ. 508-514. 146 Αριστείδου, «Απελευθερώσεις παροίκων και αντισηκώματα απελεύθερων στη βενετοκρατούμενη Κύπρο (1509-1517)», σ. 115 -116. Βλ. και η ίδια, «Πλούσιοι και φτωχοί στη Βενετοκρατούμενοι Κύπρο», σ. 376﮲ Grivaud, «Échapper à la pauvreté», σ. 368﮲ Arbel, «Résistence ou collaboration? Les Chypriotes sous la domination vénitienne», σ. 138·ο ίδιος, «Roots of poverty», σ. 355.

65

είτε βάσει το προνομίου που ίσχυε για τα νήπια που εγκαταλείπονταν μπροστά από την πόρτα της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας147.

Οι απελεύθεροι χωρικοί ή francomati (έχουν αποδοθεί στην κυπριακή διάλεκτο ως φραγκομάτοι) βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση από τους παροίκους. Διατηρούσαν την ελευθερία τους με την υποχρέωση να καταβάλλουν στο φεουδάρχη το ένα δέκατο της παραγωγής τους· συχνότατα το ποσό αυτό ήταν κατά πολύ υψηλότερο και έφθανε το ένα πέμπτο. Δεν μπορούσαν να συνάψουν γάμο χωρίς την άδεια των Αρχών και τυχόν επιγαμία τους με πάροικο τους υποβίβαζε στο κοινωνικό καθεστώς του τελευταίου. Τα υπάρχοντα στοιχεία για τον αριθμό των απελεύθερων κατά περιόδους είναι ελλιπή και συγκρινόμενα μεταξύ τους παρουσιάζονται δυσανάλογα. Το 1523 οι απελεύθεροι ανέρχονταν σε 77.066 και το 1529 σε 52.500. Όλοι οι άνδρες φραγκομάτοι ηλικίας 15-60 ετών είχαν την υποχρέωση να παρέχουν δωρεάν υπηρεσία στο Δημόσιο 10 ημέρες το χρόνο (1529) ή να την εξαγοράζουν με το ποσό των 5 βυζαντίων (αντισήκωμα). Έκθεση του 1534 αναφέρει 6 μέρες αγγαρείας και προσδιορίζει το αντισήκωμα σε 3 βυζάντια. Τα ποσά που εισπράττονταν κάθε χρόνο ως αντισηκώματα αποτελούσαν μία ακόμα πηγή εσόδων για τη Γαληνοτάτη. Για τον αριθμό των φραγκομάτων, που μπορούσαν να απελευθερωθούν από την αγγαρεία κάθε χρόνο και το ύψος του αντισηκώματος που έπρεπε να καταβάλουν, αποφάσιζε κατά διαστήματα το Συμβούλιο των Δέκα ύστερα από εισηγήσεις της διοίκησης της Κύπρου. Η τελευταία διαμόρφωνε τις εισηγήσεις της ανάλογα με τον αριθμό των φραγκομάτων, που χρειάζονταν κυρίως για τη φύλαξη των παραλίων και την εργασία που έπρεπε να προσφερθεί για την ανέγερση νέων και την επισκευή υφιστάμενων οχυρωματικών έργων, ενώ τα ποσά που εισπράττονταν κάθε χρόνο ως αντισηκώματα αποτελούσαν μία σημαντική πηγή εσόδων για τις τοπικές Αρχές148.

Στα νησιά του Ιονίου, στο φεουδαρχικό σύστημα που υιοθέτησε η Βενετία από τους Ανδεγαυούς ενυπήρχε το στοιχείο της δουλοπαροικίας. Ο φεουδάρχης δέσποζε της γης μαζί με τους δουλοπάροικους που ήταν εγκατεστημένοι σε κάθε ένα από τα φέουδα αυτά, άνδρες και γυναίκες, με τα τέκνα τους και τους απογόνους τους. Οι δουλοπάροικοι ήταν δεμένοι με τη γη, χωρίς να μπορούν να απομακρυνθούν από αυτή και σε περίπτωση μεταβίβασης του κτήματος μεταβιβάζονταν και αυτοί μαζί του από γενεά σε γενεά. Οι φεουδάρχες είχαν το δικαίωμα να συλλαμβάνουν οι ίδιοι όσους

147 Αριστείδου, «Απελευθερώσεις παροίκων», σ. 116 -117· Arbel, «Η Κύπρος», 514-524. Βλ. και Χατζάκης, «Τα “βρετά” παιδιά: οι ιδιαίτερες διαστάσεις του φαινομένου της έκθεσης βρεφών στη βενετική Κύπρο», σ. 485-503. 148 Αριστείδου, «Απελευθερώσεις παροίκων», σ. 119 -120. Βλ. και Πλουμίδης, Κανονισμοί της νήσου Κύπρου, σ. 29.

66

καθυστερούσαν την εκπλήρωση των τιμαριωτικών παροχών και χρεών και να τους παρουσιάζουν ενώπιον του Βενετού διοικητή, ο οποίος τους καταδίκαζε σε ειρκτή μέχρι να εκπληρώσουν τις οφειλές τους149.

Η Βενετία, παρά το γεγονός ότι με τη Bolla του 1387 για την Κέρκυρα είχε αποδεχθεί τη φεουδαλική κατάσταση που είχαν αφήσει οι Ανδεγαυοί, η οποία όπως είδαμε διέθετε κάποια χαρακτηριστικά δουλοπαροικίας, δεν θέλησε ποτέ να αναγνωρίσει και ποτέ δεν αναγνώρισε τυπικά με κάποια σχετική διάταξη το θεσμό της δουλοπαροικίας στα Ιόνια Νησιά και εν γένει στα εδάφη της. Αντ’ αυτής, βρήκε θεσπισμένο επί Φραγκοκρατίας και διατήρησε το θεσμό της ιδιωτικής ή αγροληπτικού τύπου αγγαρείας. Η επιβάρυνση ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού με αγγαρεία ήταν ένα σύστημα που εφαρμόστηκε στο Ιόνιο ήδη κατά τη βυζαντινή περίοδο, και υιοθετήθηκε και κατά την εποχή των φραγκικών κατακτήσεων, οπότε και τροποποιήθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα της δυτικής φεουδαρχίας. Κατά την πρώτη περίοδο της βενετικής κατάκτησης και μέχρι το 17ο αιώνα οι χωρικοί ανάλογα με τη θέση τους (πάροικοι, villani ή rustici vassali ή angararii) διακρίνονταν σε δύο ευρύτερες κατηγορίες: α) Στους «άγραφους», δηλαδή βιλλάνους που δεν ήταν προσαρτημένοι σε κάποιο φέουδο. Αυτοί ήταν υποκείμενοι μόνο στη φορολογική και όχι στην αγροληπτική αγγαρεία. β) Στους «προσαρτημένους», που ήταν υποκείμενοι στο φεουδαλικό σύστημα και, ανάλογα με τον κύριο του φέουδου, χωρίζονταν σε βιλλάνους του Δημοσίου, της Εκκλησίας ή των ιδιωτών150.

Από αυτούς, οι βιλλάνοι του Δημοσίου βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση έναντι των λοιπών, γιατί μετά τα 29 χρόνια δουλείας μπορούσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Οι καλλιεργητές δημόσιων γαιών εντάσσονταν στις εξής δύο κατηγορίες: στους villani Communi, οι οποίοι καλλιεργούσαν τις κρατικές γαίες και πλήρωναν ως φεουδαλική πρόσοδο το σολιάτικο (censual), ενώ παράλληλα είχαν την υποχρέωση αγροληπτικής αγγαρείας, της οποίας το αντισήκωμα προσδιοριζόταν κατά περίπτωση και κυμαινόταν γύρω στο ένα υπέρπυρο το χρόνο, ανάλογα με τα συμβόλαια τους. Η άλλη κατηγορία καλλιεργητών δημοσίων κτημάτων των αρχών της Βενετοκρατίας ήταν οι obligati ad baronias Communis, στις βαρονίες δηλαδή που περιήλθαν στο

Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 299-302· Ασδραχά, «Στη φεουδαλική Κέρκυρα», σ. 77-94﮲ 149 Λούντζης, Η ενετοκρατία στα Εφτάνησα, σ. 251-262· Μοσχόπουλος, η Ιστορία της Κεφαλονιάς, τ.1, σ. Ασωνίτης, Η Κέρκυρα, σ. 490-512﮲ ο ίδιος, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 133-174﮲ ·170-176 Ζαπάντη, Η Κεφαλονιά, σ. 220-223· Γιαννόπουλος, Τσιταντίνοι, σ. 122-125· Μαλτέζου, Τα Κύθηρα τον καιρό που κυριαρχούσαν οι Βενετοί, σ. 87-91 και 113· Kolyva, «I comuni nel contado dell’isola di Zante», σ. 93 -121. 150 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ.301-302.

67

δημόσιο, οι οποίοι υπόκεινταν στα ίδια αγγαρικά βάρη αγροληπτικής φύσεως που είχαν στο παρελθόν έναντι του βαρόνου. Οι παραπάνω αγγαρείες, αν και αποδίδονταν στο Δημόσιο, ήταν βέβαια αγροληπτικού τύπου151.

Οι βιλλάνοι της Εκκλησίας ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν, όπως ακριβώς και οι απόγονοί τους, στα εκκλησιαστικά κτήματα μέχρι το θάνατό τους. Αντίθετα, οι ιδιωτικοί βιλλάνοι, δηλαδή οι βιλλάνοι που ήταν προσαρτημένοι στα φέουδα, είχαν κάποιες περιορισμένες δυνατότητες εξαγοράς ή απονομής της ελευθερίας τους και χρειαζόταν η έγκριση των κυρίων τους και επίσημη πράξη των βενετικών Αρχών, η οποία τους χορηγούνταν ιδίως στην περίπτωση προσφοράς ιδιαίτερων υπηρεσιών152. Σε αρκετά τεκμήρια της ανδεγαυικής περιόδου, καθώς και της πρώιμης βενετικής περιόδου χρησιμοποιείται ο όρος vassalli angararii. Όπως παρατηρεί ο Σπύρος Ασωνίτης, η διαπίστωση ότι οι υποχρεώσεις τους ήταν φορολογικής προέλευσης, δείχνει ότι οι ενταγμένοι σε βαρονίες vassalli angararii αποτελούσαν κατά τα χρόνια της Λατινοκρατίας τη συνέχεια των υποκείμενων σε αγγαρεία φορολογικής προέλευσης πάροικων της βυζαντινής περιόδου153.

2.4 Αγροληπτικού τύπου ή ιδιωτική αγγαρεία.

Πριν όμως εξετάσουμε το μείζον θέμα της αγγαρείας του Δημοσίου θα είχε ενδιαφέρον να αναφερθούμε εν συντομία στην ιδιωτικού τύπου αγγαρεία, η οποία απαιτούνταν από τους κατόχους μεγάλων γαιοκτησιών στις υπό βενετική κυριαρχία περιοχές, εφόσον και αυτή η μορφή υποχρεώσεων υπήρξε όχι μόνο σημαντικός παράγοντας καταπίεσης και δυσαρέσκειας του αγροτικού πληθυσμού, αλλά και πεδίο διένεξης μεταξύ των Βενετών κυριάρχων και των φεουδαρχών, που αμφότεροι επιζητούσαν να καρπωθούν τη χωρίς αμοιβή εργασία των αγροτικών πληθυσμών154.

Ιδιωτικού χαρακτήρα υποχρεώσεις προς τους φεουδάρχες είχαν οι χωρικοί σε όλες τις κτήσεις της Βενετίας όπου είχε υιοθετηθεί ένα αντίστοιχο γαιοκτητικό καθεστώς. Στην Κρήτη οι ιδιωτικές αυτές αγγαρείες ήταν μέρες εργασίας, που πρόσφερε ο αγρότης συνήθως μαζί με τα ζώα του οποτεδήποτε το απαιτούσε ο

151 Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 145-146. 152 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 302. 153 Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 146. 154 Για το ζήτημα της ιδιωτικού τύπου αγγαρείας στην Κρήτη βλ. Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες, σ. 186-187 και Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 54-56· στην Κύπρο βλ. Νικολάου - Κονναρή, «Συνέχειες και ασυνέχειες», σ. 67-69· στο Ιόνιο βλ. Ασωνίτης, Η Κέρκυρα, σ. 516-529· ο ίδιος, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 133-174 και Ασδραχά, «Στη φεουδαλική Κέρκυρα», σ. 77-94

68

φεουδάρχης. Διακρίνονταν σε εκείνες που βάραιναν προσωπικά το βιλλάνο, εξαιτίας της κοινωνικής του θέσης, και σε εκείνες που βάραιναν κάθε αγρότη, ελεύθερο ή βιλλάνο, όταν ερχόταν σε αγροληπτική ή άλλου είδους σχέση παροχής αγροτικών κυρίως υπηρεσιών με το φεουδάρχη. Οι πηγές της εποχής αναφέρουν ότι οι αγγαρείες της πρώτης κατηγορίας, αυτές δηλαδή που βάραιναν προσωπικά το βιλλάνο, ανέρχονταν σε 45 με 52 ημέρες το χρόνο (αν ισχύει ο τελευταίος αριθμός, πρόκειται για μία αγγαρεία ανά εβδομάδα του έτους). Ωστόσο, αυτός ο αριθμός θεωρείται υπερβολικός, ειδικά σε σύγκριση με την προηγούμενη βυζαντινή περίοδο, όπου οι αγγαρείες των παροίκων κυμαίνονταν από 12 έως 25 ημέρες το χρόνο. Υπήρχε η δυνατότητα εξαγοράς της αγγαρείας με την καταβολή ενός χρηματικού ποσού που έφτανε τα 4 υπέρπυρα συνολικά και φαίνεται πως αυτή ήταν και η πιο συνηθισμένη πρακτική στην Κρήτη. Λόγω της περιορισμένης εκμετάλλευσης της γης, οι ίδιοι οι φεουδάρχες προτιμούσαν και επιζητούσαν τη χρηματική αποζημίωση σε σχέση με τη δωρεάν εργασία των βιλλάνων, καθώς μάλιστα οι όποιες εργασιακές τους ανάγκες καλύπτονταν από άλλα είδη αγγαρείας155.

Οι αγγαρείες της δεύτερης κατηγορίας, που βασίζονταν στην αγροληπτική σχέση με το φεουδάρχη, βάραιναν τα ζώα του αγρότη αλλά και τον ίδιο. Ο αριθμός και το περιεχόμενο τους καθορίζονταν ορισμένες φορές από το συμβόλαιο παραχώρησης της γης, πολύ συχνά όμως χαρακτηρίζονταν ως συνηθισμένες και δεν αναλύονταν. Όπως φαίνεται ο αριθμός των αγγαρειών αυτών κυμαινόταν από μία ως τρεις κάθε χρόνο και σπανιότατα περισσότερες και δεν είχε καμία σχέση με το είδος και τη διάρκεια της παραχώρησης ή την έκτασή της. Αποδεικνύεται επίσης ότι κατά το 14ο αιώνα η σπουδαιότητα των αγγαρειών αυτών, τόσο για τον αγρότη όσο και για το φεουδάρχη, δεν ήταν πολύ μεγάλη είτε αυτές ήταν σε είδος είτε, όπως συνέβαινε συχνά, σε χρήμα. Η αξία τους παρουσίαζε μικρές διαφορές σε κάθε συμβόλαιο και κυμαινόταν από 9 μέχρι και 18 grossi το χρόνο. Μία ακόμα επιβάρυνση σε είδος ήταν τα κανίσκια ή exenia, δηλαδή τα δώρα των αγροτών προς το φεουδάρχη από τα προϊόντα που παρήγαγε ο καθένας. Τα κανίσκια προσφέρονταν συνήθως τρεις φορές το χρόνο, δηλαδή τα Χριστούγεννα, τις Απόκριες και το Πάσχα. Αναλόγως όμως με τη συμφωνία, προσφέρονταν επίσης και σε άλλες γιορτές ή μία μόνο φορά το χρόνο. Και αυτά, όπως και οι αγγαρείες, εξαγοράζονταν σε χρήμα και η αξία τους κυμαινόταν από 2 μέχρι 12 grossi. Τα κανίσκια και οι αγγαρείες της δεύτερης κατηγορίας αποτελούσαν αναγνωριστικά δικαιώματα προς το φεουδάρχη ενόψει κάποιας καλλιέργειας, παροχής γης, σπιτιού ή άλλων αγαθών. Για το λόγο αυτό καθορίζονταν και εξαγοράζονταν μαζί.

155 Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες, σ. 186.

69

Η αξία και των δύο κυμαινόταν από 10 grossi μέχρι και 4 υπέρπυρα το χρόνο. Πρόκειται για τις υποχρεώσεις που φανερώνουν την εξάρτηση του αγρότη, ελεύθερου ή βιλλάνου, από το φεουδάρχη μέσω της γης ή κάποιου άλλου αγαθού, το οποίο κρατά και εκμεταλλεύεται ο πρώτος και του οποίου ιδιοκτήτης είναι ο δεύτερος156.

Κατά το 16ο αιώνα, και ενώ οι περισσότεροι χωρικοί (contadini και villani) θεωρητικά ήταν ελεύθεροι, η ζωή τους και οι υποχρεώσεις τους απέναντι στους φεουδάρχες δεν διέφεραν ουσιαστικά από εκείνες των δουλοπαροίκων. Όσον αφορά στην ιδιωτική αγγαρεία, φαίνεται ότι κάθε χωρικός όφειλε τρεις ημέρες προσωπικής εκδούλευσης το χρόνο στην καλλιέργεια των αμπελιών, στο θερισμό των σιτηρών και σε άλλες δουλειές του φεουδάρχη. Δύο ακόμα ημέρες όφειλε να διαθέσει στο όργωμα και στη σπορά με τα βόδια (donegali) καθώς και άλλες δύο με τα υποζύγια για τη μεταφορά των προϊόντων του φεουδάρχη στην πόλη, και ειδικότερα το ένα τέταρτο από το σιτάρι του στις δημόσιες αποθήκες (fontico pubblico). Οι φεουδάρχες είχαν το δικαίωμα να απασχολήσουν τους χωρικούς ανάλογα με τις ανάγκες τους και για περισσότερες ημέρες, οφείλοντας όμως να τους καταβάλλουν μία μικρή αποζημίωση 8 σολδινίων την ημέρα. Η αμοιβή αυτή είχε καθοριστεί το 14ο αιώνα, μέσα σε διακόσια χρόνια δεν αυξήθηκε ποτέ και για το λόγο αυτό παρέμενε πολύ χαμηλή. Οι χωρικοί ήταν υποχρεωμένοι να εξαγοράσουν για 3, 4 ακόμα και 5 υπέρπυρα τα αγώγια που δεν πραγματοποίησαν στην περίπτωση που δεν κρινόταν απαραίτητο. Οι χωρικοί οι οποίοι δεν διέθεταν υποζύγια υποχρεώνονταν να κάνουν διπλά μεροκάματα, δηλαδή έξι ημέρες το χρόνο, ενώ δεν σπάνιζαν οι έκτακτου χαρακτήρα υποχρεώσεις, όπως ήταν οι μεταφορές157.

Στην Κύπρο, οι υποχρεώσεις των παροίκων προς τον φεουδάρχη (li dretti paricali di parici et pariche) περιελάμβαναν έγγεια φορολογία για τα κτήματα που τους είχαν παραχωρηθεί και μια σειρά από τέλη και προσωποπαγείς επιβαρύνσεις που συνδέονταν με το κοινωνικό καθεστώς τους (τακτικοί και έκτακτοι φόροι σε χρήμα και είδος, αγγαρεία, παροχή υπηρεσιών). Όπως παρατηρεί η Άγγελ Νικολάου - Κονναρή, η βυζαντινή ή γαλλική καταγωγή και ονομασία των υποχρεώσεων δείχνει συνέχεια, αλλά όχι κατ’ ανάγκην απόλυτη ταύτιση με εκείνες της προηγουμένης περιόδου. Το σύνολο της φορολογίας σε χρήμα ορίζεται ως catepanazo, ιταλική μορφή του όρου catépanage, ενώ για τις επιβαρύνσεις σε είδος η λέξη rentes μεταφράζεται σε intrade. Μεταξύ των υποχρεώσεων αυτών ήταν φυσικά και η αγγαρεία με τη μορφή της παροχής εργασίας προς το φεουδάρχη. Υπολογίζεται ότι η ιδιωτική αγγαρεία στην Κύπρο έφτανε τις δύο

156 Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες, σ. 186-187. 157 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 54-56.

70

με τρεις ημέρες υποχρεωτικής εργασίας εβδομαδιαίως, χωρίς κάποια αμοιβή ή αποζημίωση πέραν της λήψης ψωμιού και κρασιού. Φαίνεται ότι υπήρχε η δυνατότητα εξαγοράς των αγγαρειών αυτού του είδους με υπηρεσία των υπόχρεων στα κτήματα που βρίσκονταν κάτω από την άμεση εκμετάλλευση του κυρίου τους (αλυκές, φυτείες ζαχαροκάλαμου, συγκομιδές διάφορων προϊόντων) ή άλλου φεουδάρχη, στον οποίο υπενοικιάζονταν οι υπηρεσίες τους158.

Η κατανομή της απαιτούμενης αγγαρείας εξαρτιόνταν από διάφορους παράγοντες όπως ήταν η παραγωγικότητα των εδαφών και από το εάν ο υπόχρεος διέθετε ζώα κατάλληλα για γεωργικές εργασίες. Για παράδειγμα, στην περιοχή της Μαραθάσας η καταναγκαστική εργασία στα κτήματα του γαιοκτήμονα οριζόταν στις 52 ημέρες ετησίως, μειωμένος αριθμός που δικαιολογείται από το γεγονός ότι η περιοχή είναι ορεινή. Από την άλλη, οι πάροικοι κάποιων ορεινών περιοχών φαίνεται να ήταν υπόχρεοι σε επιπρόσθετη εργασία σε κτήματα του γαιοκτήμονα που απαιτούσαν περισσότερα εργατικά χέρια, ενώ οι κάτοχοι βοδιών είχαν την υποχρέωση να προσφέρουν εργασία στους αμπελώνες. Η υπηρεσία φύλαξης αμπελιών (la vardia delle vigne), που διαρκούσε από τις 25 Μαρτίου μέχρι το τέλος Ιουνίου, αμειβόταν με χρηματικό ποσό και με απαλλαγή 13 ημερών αγγαρείας στις φυτείες ζαχαροκαλάμου159.

Αγροληπτικού τύπου υποχρεώσεις είχαν και οι χωρικοί των νησιών του Ιονίου οι οποίοι ήταν υποκείμενοι στο φεουδαλικό σύστημα, ανάλογα με τον τύπο του φέουδου στο οποίο υπάγονταν. Στην περιοχή του Ιονίου αυτή η μορφή υποχρέωσης εφαρμοζόταν από τη βυζαντινή περίοδο και αφορούσε, όπως και στις υπόλοιπες υπό βενετική κυριαρχία περιοχές, είτε στην απαίτηση για εργασία των αγροτών στις γαίες των οποίων ο φεουδάρχης διατηρούσε την άμεση εκμετάλλευση, είτε στην καταβολή του αντισηκώματός της160.

Σε αγροληπτική αγγαρεία υπόκεινταν οι αγρολήπτες καλλιεργητές δημόσιων γαιών ή villani communis, που καλλιεργούσαν δημόσιες γαίες καταβάλλοντας το σολιάτικο (censual), ενώ παράλληλα είχαν την υποχρέωση αγροληπτικής αγγαρείας, της οποίας το αντισήκωμα προσδιοριζόταν κατά περίπτωση και κυμαινόταν γύρω στο ένα υπέρπυρο το χρόνο ανάλογα με τα συμβόλαιά τους. Η θέση τους σε σύγκριση με τους υπόλοιπους

158 Νικολάου - Κονναρή, «Συνέχειες και ασυνέχειες», σ. 67-69. 159 Νικολάου - Κονναρή, «Συνέχειες και ασυνέχειες», σ. 67-69. Για την αγροληπτικού τύπου αγγαρεία στα Ιόνια νησιά βλ. Ασωνίτης, Η Κέρκυρα, σ. 516-529﮲ ο 160 ίδιος, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 133-174 και Ασδραχά, «Στη φεουδαλική Κέρκυρα», σ. 77-94.

71

καλλιεργητές ήταν προνομιακή, εφόσον φαίνεται ότι απαλλάσσονταν από την υποχρέωση παροχής αγγαρείας του Δημοσίου161.

Μια άλλη κατηγορία καλλιεργητών δημόσιων κτημάτων των αρχών της βενετικής περιόδου ήταν οι obligati ad baronias communis, δηλαδή οι καλλιεργητές, οι οποίοι ανήκαν στις βαρονίες που είχαν περιέλθει στο Δημόσιο. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι οι συγκεκριμένες αγγαρείες, αν και αποδίδονταν στο Δημόσιο, ήταν αγροληπτικού τύπου. Υποκείμενοι στην ιδιωτική ή αγροληπτικού τύπου αγγαρεία ήταν οι αγρολήπτες angararii φεουδαλικών γαιών, δηλαδή οι χωρικοί που είχαν την υποχρέωση είτε να εργάζονται προσωπικά υπέρ των κυρίων τους δύο ή περισσότερες ημέρες την εβδομάδα, είτε να καταβάλλουν ένα χρηματικό ποσό. Τέλος, υποκείμενοι στην ιδιωτική αγγαρεία ήταν και οι Εθελόδουλοι Βαγενίτες, δηλαδή ακτήμονες επήλυδες, οι οποίοι, ερχόμενοι από τις ηπειρωτικές περιοχές, είχαν εγκατασταθεί σε γαίες φεουδαρχών στην Κέρκυρα. Οι Βαγενίτες εντάσσονταν στα φέουδα αυτά και δεν είχαν σχέσεις εξάρτησης από το βενετικό Δημόσιο, γεγονός που σημαίνει ότι δεν είχαν υποχρέωση να προσφέρουν σωματική υπηρεσία στις αγγαρείες του Δημοσίου162.

Η αγροληπτικού τύπου αγγαρεία ήταν δυνατόν να εξαγοράζεται με το αντισήκωμά της και να κυμαίνεται συνήθως μεταξύ ενός ή δύο υπέρπυρων το χρόνο και ανάλογα με την περίπτωση163. Γύρω στο 1453, όταν η Βενετία είχε αυξημένες ανάγκες σε χρυσό, αποφάσισε να εκμεταλλευθεί αποδοτικότερα την οφειλόμενη στο Δημόσιο αγγαρεία αγροληπτικού τύπου. Δηλαδή, αποφασίστηκε να δοθεί η δυνατότητα στους προαναφερθέντες villani communis να εξαγοράσουν την αγροληπτική αγγαρεία (καθώς και το αντισήκωμά του ενός υπέρπυρου ανά έτος) με την εφάπαξ καταβολή ενός σημαντικού ποσού στο Δημόσιο Ταμείο. Η τοπική διοίκηση θα προσδιόριζε το ποσόν αυτό ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες κάθε ενδιαφερομένου, όμως το τίμημα αυτό δεν θα μπορούσε να είναι χαμηλότερο των 50 δουκάτων. Η πληρωμή έπρεπε να γίνει σε χρυσά δουκάτα και από το μέτρο αυτό εξαιρούνταν οι καλλιεργητές των βαρονιών του Δημοσίου, καθώς και εκείνοι που απασχολούνταν στη συλλογή πρινοκόκκου και βελανδιών, προϊόντων που απέδιδαν σημαντικά έσοδα στο Δημόσιο. Είναι εμφανές ότι μέσω του απαργυρισμού οι κυρίαρχοι επιδίωκαν να οικειοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο πλούτο από τους χωρικούς, γεγονός που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις ανάγκες των γαιοκτημόνων για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη

161 Ασωνίτης, Η Κέρκυρα, σ. 516-518. 162 Ασωνίτης, Η Κέρκυρα, σ. 518-520. Βλ. και ο ίδιος, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 146-151. 163 Για το ζήτημα της εξαγοράς της ιδιωτικής αγγαρείας αναλυτικά βλ. Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 151-153.

72

εκμετάλλευση της εργασίας των αγροτών. Άμεση συνέπεια ήταν βέβαια η ανάπτυξη έντονου ανταγωνισμού μεταξύ του Δημοσίου και των γαιοκτημόνων με αντικείμενο την άμισθη εργασία με τη μορφή ιδιωτικής αγγαρείας164.

2.5 Η αγγαρεία του Δημοσίου.

Μολονότι οι Βενετοί, όπως είδαμε, έδειξαν ιδιαίτερη μέριμνα προκειμένου να μην προκληθεί μεγάλη κοινωνική αναταραχή στις νεοαποκτηθείσες περιοχές τους και να διατηρήσουν την προϋπάρχουσα τάξη κατά τρόπο βέβαια που θα εξυπηρετούσε τους ίδιους και τα συμφέροντά τους, φρόντισαν παράλληλα να εισαγάγουν και να ενισχύσουν την εφαρμογή του δημοσιονομικού θεσμού της φορολογικού τύπου αγγαρείας ή της αγγαρείας του Δημοσίου. Στο βενετικό κράτος η συγκεκριμένη δημοσιονομική διαδικασία επιβλήθηκε εκτεταμένα με σκοπό την κάλυψη αναγκών σε τομείς εξαιρετικής σημασίας, όπως ήταν εκείνος των υποδομών και των δημόσιων έργων, ο οικονομικός τομέας, αλλά κυριότατα ο αμυντικός – στρατιωτικός. Οι αγγαρείες αυτές, οι angrarie personali των βενετικών εγγράφων, αποτελούσαν απαίτηση για υποχρεωτική παροχή υπηρεσίας χωρίς καμία αμοιβή, ή με μία ελάχιστη αμοιβή στην καλύτερη δυνατή περίπτωση. Σε κάποιες περιπτώσεις, ανάλογα με τις ανάγκες της Βενετίας και τις επικρατούσες σε κάθε κτήση συνθήκες, οι αγγαρείες αυτές μετατρέπονταν σε οικονομικές υποχρεώσεις, τις αποκαλούμενες angarie reali, όταν αυτό κρινόταν αναγκαίο από τις Αρχές165.

Ως προς τα είδη των προσωπικών αγγαρειών, επιγραμματικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τις εξής υπηρεσίες:

α. αγγαρείες που είχαν ως σκοπό την κάλυψη στρατιωτικών και αμυντικών αναγκών, όπως ήταν η φρούρηση των παράκτιων περιοχών για τον έγκαιρο εντοπισμό κάθε πιθανής απειλής από τη θάλασσα, η επαχθέστατη ναυτολόγηση στις γαλέρες του

164 Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 152-153. 165 Για τη δημοσιονομική πρακτική της αγγαρείας όπως εφαρμόστηκε από τους Βενετούς στις διάφορες κτήσεις τους στην ελληνόφωνη Ανατολή βλ. Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 243-280· Νικολάου, «Ειδήσεις για την επιβολή αγγαρειών», σ. 405-426· ο ίδιος, «Εκκλήσεις», σ. 257-288· Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 133-174· Ασδραχά, «Στη φεουδαλική Κέρκυρα», σ. 77-94· Παγκράτης, «Οι αλυκές της Κέρκυρας», σ. 45-50· Κολυβά - Καραλέκα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο», σ. 47-74· Πανοπούλου, «Αλυκάριοι - εργάτες - αγρότες», σ. 271-299· Μοσχονάς, «Η οργάνωσις ακτοφρουρών», σ. 668-687· Δετοράκης, «Η αγγαρεία της θάλασσας», σ. 71-98· Αρακαδάκη, «Διάγραμμα δικτύου ακτοφρουρών», σ. 49-73· Μαλτέζου, «Η φρούρηση των παραλίων», σ. 139-167.

73

βενετικού ναυτικού, η παρασκευή της πυρίτιδας, η επίταξη μέρους της περιουσίας των υπόχρεων για τη φιλοξενία ή την οικονομική συντήρηση μισθοφόρων166.

β. αγγαρείες που είχαν σχέση με την κατασκευή ή την επισκευή έργων υποδομής, δημόσιων κτηρίων και οδών167.

γ. αγγαρείες για την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων της Βενετίας με κυριότερο παράδειγμα την προσφορά υπηρεσίας στις αλυκές, είτε με συμμετοχή σε κατασκευαστικές και επισκευαστικές εργασίες, είτε με υποχρεωτική απασχόληση στην αλοπηγική διαδικασία168.

δ. μία ακόμη σειρά υποχρεώσεων που επιβάρυνε τους αγροτικούς πληθυσμούς των ελληνόφωνων περιοχών ήταν και οι αγγαρείες που είχαν σχέση με τις μεταφορές, οι οποίες, αν και πολύ συνηθισμένες και πολύ επιβαρυντικές για την καθημερινότητα των χωρικών, είχαν ένα χαρακτήρα όχι τόσο τακτικό και για το λόγο αυτό είναι δύσκολο να τις παρακολουθήσουμε μέσα από τις πηγές. Τακτικότατα, οι αγγαρεύσιμοι πληθυσμοί των διάφορων περιοχών ήταν επιφορτισμένοι με το δυσβάστακτο καθήκον της μεταφοράς ανθρώπων (ενν. αξιωματούχων και άλλων εκπροσώπων του Δημοσίου), καθώς και προϊόντων: αλεύρων, αλατιού, δομικών υλικών, άχυρου και ξυλείας όποτε και οπουδήποτε υπήρχε ανάγκη169.

Κύρια πηγή των μελετών για το θεσμό της αγγαρείας στις βενετικές κτήσεις της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί πρωτίστως το αρχειακό υλικό που σώζεται σε ιδρύματα της Βενετίας. Ως κυριότερες πηγές μπορούν να αναφερθούν οι διοικητικές αρχειακές σειρές, οι οποίες σχετίζονταν με τις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης, τις τελικές εκθέσεις και αναφορές των τοπικών διοικητών, καθώς και τη μεταξύ τους αλληλογραφία. Μεταξύ αυτών ως σημαντικότερες μπορούν να αναφερθούν οι εξής: Senato Mar, Senato Misti, Provveditori da Terra e da Mar e altre cariche, Relazioni di ambasciatori e altre cariche, Sindici inquisitori in Levante e in Terraferma, Archivio privato Grimani και, τέλος, αρχείο Nani.

166 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 243-280· Νικολάου, «Ειδήσεις για την επιβολή αγγαρειών», σ. 405-426· Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 133-174· Μοσχονάς, «Η οργάνωσις ακτοφρουρών», σ. 668-687· Δετοράκης, «Η αγγαρεία της θάλασσας», σ. 71-98· Αρακαδάκη, «Διάγραμμα δικτύου ακτοφρουρών», σ. 49-73· Μαλτέζου, «Η φρούρηση των παραλίων», σ. 139-167. 167 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 243-280· Νικολάου, «Ειδήσεις για την επιβολή αγγαρειών», σ. 405-426. 168 Παγκράτης, «Οι αλυκές της Κέρκυρας», σ. 45-50· Κολυβά - Καραλέκα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο», σ. 47-74· Πανοπούλου, «Αλυκάριοι - εργάτες - αγρότες», σ. 271-299. 169 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 243-280.

74

Τμήμα του αρχειακού αυτού υλικού έχει δημοσιευθεί σε κλασικές εκδόσεις εγγράφων ήδη από το 19ο αιώνα, όπως αυτές των Κωνσταντίνου Σάθα170 και Ippolyte Noiret171. Μεταγενέστερα οι εκδόσεις πηγών πολλαπλασιάστηκαν και αποτελούν και αυτές βασικές πηγές για μία μελέτη με θέμα την αγγαρεία του Δημοσίου. Ενδεικτικά μόνο και εν συντομία μπορούμε να αναφερθούμε στην έκδοση τελικών εκθέσεων προβλεπτών, βαΐλων και γενικότερα τοπικών αξιωματούχων κάνοντας αναφορά στο έργο του Στέργιου Σπανάκη, Μνημεία της Κρητικής Ιστορίας172, στην έκδοση του μεγαλύτερου μέρους των εκθέσεων των προβλεπτών της Πελοποννήσου από τον Σπ. Λάμπρο173, αλλά και πιο πρόσφατες εκδόσεις όπως τις Αναφορές των Βενετών προβλεπτών της Ζακύνθου (16ος-18ος αι.) από το Δημήτρη Αρβανιτάκη174, τις Εκθέσεις των Βενετών βαΐλων και προνοητών της Κέρκυρας (16ος αιώνας) από τον Γεράσιμο Παγκράτη175 και αντίστοιχα τις Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Κεφαλονιάς (16ος αιώνας) από τον Κώστα Τσικνάκη176 και της Κύπρου στο έργο του Στάθη Μπίρταχα: Βενετική Κύπρος (1489-1571): Οι Εκθέσεις των αξιωματούχων του ανώτατου διοικητικού σχήματος της κτήσης177.

Ειδικά οι τελευταίες αυτές εκδόσεις αποδεικνύονται πολύτιμη πηγή άντλησης πληροφοριών για το ζήτημα των αγγαρείας στις διάφορες μορφές του, ακόμα και όταν το αντικείμενο το οποίο κάθε φορά εξετάζεται δεν αφορά άμεσα στη διαδικασία της αγγαρείας. Για να γίνει κατανοητό αυτό αρκεί και μόνο να θυμίσουμε ότι η αγγαρεία του Δημοσίου άπτεται κυρίως ζητημάτων αμυντικού χαρακτήρα. Πρόκειται δηλαδή για ζητήματα κρίσιμα, από την έκβαση των οποίων εξαρτιόταν η ύπαρξη των Βενετών και η παρουσία τους στο χώρο της Αδριατικής και της Ανατολικής Μεσογείου και κατά συνέπεια και η διασφάλιση όλων εκείνων των λιμανιών και των γεωγραφικών θέσεων, οι οποίες της εξασφάλιζαν την κυριαρχία στους δρόμους του εμπορίου. Κατά συνέπεια, τα ζητήματα αυτά όχι μόνο θίγονται στις τελικές εκθέσεις των διοικητών, αλλά δεν θα

170 Σάθας, Documents inédits relatifs a l’ histoire de la Grèce au Moyen Âge, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας , τ. 1-9. Για την αγγαρεία βλ. ειδικά τ. 5. 171 Noiret, Documents inédits pour servir à l’ histoire de la domination vénitienne en Crète de 1380 à 1485. 172 Σπανάκης, Μνημεία της κρητικής ιστορίας, τ. 1-6. 173 Λάμπρος, «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού προνοητού Γραδένιγου», σ. 228-251· ο ίδιος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία αρχείων εδιδόμεναι», σ. 425-567 και 605-823· ο ίδιος, «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού προνοητού Γραδένιγου», σ. 282-317. 174 Αρβανιτάκης, Οι αναφορές των Βενετών προβλεπτών της Ζακύνθου (16ος-18ος αι.). 175 Παγκράτης, Οι εκθέσεις των Βενετών βαΐλων και προνοητών της Κέρκυρας (16ος αιώνας). 176 Τσικνάκης, Οι εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Κεφαλονιάς (16ος αιώνας). 177 Μπίρταχας, Βενετική Κύπρος (1489-1571): οι εκθέσεις των αξιωματούχων του ανώτατου διοικητικού σχήματος της κτήσης.

75

ήταν υπερβολή να σκεφτούμε ότι αποτελούν το επίκεντρό τους μαζί με άλλα εξίσου σημαντικά. Είναι αυτονόητο λοιπόν ότι οι άμεσες ή έμμεσες αναφορές στο ζήτημα της αγγαρείας είναι συνεχείς στις εκθέσεις αυτές.

Όπως είναι λογικό, ένα από τα κυριότερα ζητήματα που εξετάζονται σε αυτά τα έγγραφα είναι όσα σχετίζονται με τα οχυρωματικά έργα που βρίσκονταν σε εξέλιξη σε όλες τις υπό βενετική κυριαρχία περιοχές σε ολόκληρη την περίοδο της εν λόγω κυριαρχίας. Οι συνεχείς βενετο-οθωμανικοί πόλεμοι και η μόνιμη οθωμανική απειλή είχαν ως συνέπεια το κύριο ενδιαφέρον τον Βενετών να εστιάζεται στην προσπάθειά τους για επέκταση και ενίσχυση του οχυρωματικού δικτύου είτε μέσω του εκσυγχρονισμού και της ανακατασκευής των ήδη υπαρχόντων αμυντικών οχυρών, είτε με την εκπόνηση έργων για την κατασκευή νέων. Η εξέλιξη των έργων αυτών εκτίθεται λεπτομερώς στις εκθέσεις και αναφορές τοπικών διοικητών και μηχανικών. Οι αξιωματούχοι απαριθμούσαν τα έργα που πραγματοποιούσαν για την ενίσχυση της ικανότητας των φρουρίων και υπέβαλλαν τις προτάσεις τους για τα επόμενα βήματα μέχρι την αποπεράτωση του κάθε έργου. Δεδομένου ότι τα έργα αυτά βασίζονταν κυρίως στην άμισθη εργασία των ντόπιων πληθυσμών μέσω του συστήματος της αγγαρείας, ένα μεγάλο μέρος της πορείας των έργων εξαρτιόταν από το ζήτημα αυτό.

Έτσι, λαμβάνουμε ένα πλήθος πληροφοριών που αφορούν είτε έμμεσα, είτε άμεσα στην αγγαρεία στα δημόσια έργα. Για παράδειγμα, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ένα σημαντικό έργο καθυστερούσε, καθώς οι αγγαρευόμενοι πληθυσμοί δεν ήταν συνεπείς στην υποχρέωσή τους για υπηρεσία, ενώ δεν σπάνιζαν και οι προτάσεις για εξεύρεση εργατικών χεριών και οι αναφορές στο ρόλο των φεουδαρχών οι οποίοι προτιμούσαν να χρησιμοποιήσουν την άμισθη εργασία του αγροτικού πληθυσμού προς δικό τους όφελος. Αντίστοιχα, και πέρα από τις μακροσκελείς περιγραφές για τα αμυντικά έργα και τα υπόλοιπα αμυντικά ζητήματα που είχαν σχέση με την οργάνωση της άμυνας (πολιτοφυλακή, γαλέρες, ακτοφρουρά) κάθε περιοχής, θίγονταν με την ίδια ζέση και λεπτομέρεια. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έλειπαν κάποια πληθυσμιακά στοιχεία με τη μορφή κάποιας γενικής απογραφής, η οποία ακριβώς αποσκοπούσε στο σχηματισμό καταλόγων και στο σαφή υπολογισμό των ατόμων που θα προσέφεραν τις παραπάνω υπηρεσίες. Είναι βέβαια αυτονόητο ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις αποτελούσαν μία ασύλληπτη επιβάρυνση για τους αγροτικούς πληθυσμούς. Οι ίδιοι οι Βενετοί διοικητές –στις αναφορές τους προς την κεντρική διοίκηση, καθώς και στις τελικές τους εκθέσεις– σε όχι σπάνιες περιπτώσεις επεσήμαιναν με έμφαση τα οξύτατα κοινωνικά ζητήματα που δημιουργούνταν ως συνέπεια της επιβολής της αγγαρείας του Δημοσίου και τη

76

δυσβάστακτη πραγματικότητα που βίωναν οι χωρικοί. Όμως η χαμηλή θέση που κατείχαν τα στρώματα αυτά στην κοινωνική ιεραρχία, καθώς και η αδυναμία του βενετικού Κράτους να καλύψει ζωτικές του ανάγκες με οποιοδήποτε άλλο τρόπο συνέβαλαν στην παγίωση μίας κατάστασης, η οποία διατηρήθηκε καθόλη τη διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας.178

Παρ’ όλο που ήταν εξαιρετικά σπάνιο και δύσκολο κάποια πρεσβεία των κατώτερων αγροτικών στρωμάτων να φτάσει στη Βενετία, μπορούμε να αντλήσουμε κάποια στοιχεία για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μέσα από εκδόσεις όπως: εκείνη της Έλλης Γιωτοπούλου - Σισιλιάνου, Πρεσβείες της Βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος-18ος αι.): πηγή για σχεδίασμα ανασύνθεσης της εποχής, καθώς και μέσα από τις διάφορες εκδόσεις πρεσβειών από τις διάφορες υπό βενετική κυριαρχία περιοχές που πραγματοποιήθηκαν από το Γεώργιο Πλουμίδη: Αιτήματα και πραγματικότητες των Ελλήνων της Βενετοκρατίας, τ. 1-3, καθώς και Πρεσβείες Κρητών προς τη Βενετία (1487-1558) και Πρεσβείες Κρητών προς τη Βενετία (1604-1640).

Εξετάζοντας κάθε περιοχή ξεχωριστά παρατηρούμε τα εξής: στην Κρήτη, το γεγονός ότι η αγγαρεία του Δημοσίου επιβαλλόταν από τους ίδιους τους φεουδάρχες άφηνε το περιθώριο για περαιτέρω καταπιέσεις και καταχρήσεις από την πλευρά των ισχυρών. Οι αγγαρείες που περισσότερο βάραιναν τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών του νησιού ήταν η συμμετοχή στις επισκευαστικές εργασίες των αμυντικών συγκροτημάτων, καθώς και η ναυτολόγηση στις βενετικές γαλέρες. Η σημασία της τελευταίας διαφαίνεται και από το γεγονός ότι το κοινωνικό status των κατοίκων της υπαίθρου διακρινόταν ακριβώς με βάση την υποχρέωση αυτή. Έτσι, οι huomini da remo ή galeoti των βενετικών εγγράφων ήταν εκείνοι οι απλοί χωρικοί (contadini, villani) που όφειλαν να προσφέρουν υπηρεσία στις γαλέρες, να εργαστούν στα δημόσια και οχυρωματικά έργα και να προσφέρουν ιδιωτική αγγαρεία στους φεουδάρχες και οι οποίοι βρίσκονταν στη χαμηλότερη κοινωνική θέση. Διακρίνονταν έτσι από τους σαφώς πιο ευνοημένους γονικάρους, αρχοντορωμαίους, προνομιούχους, ιερωμένους

178 Βλ. ενδεικτικά: Σπανάκης, Μνημεία, τ. 1, σ. 28-52, 21,25,39, 42-45· ο ίδιος, Μνημεία, τ.2, σ. 61,66- 17· ο ίδιος, Μνημεία, τ.3, σ. 15-16, 41-42, 132-134, 146-149· ο ίδιος, Μνημεία, τ.4, σ. 122-128, 197- 181· ο ίδιος, Μνημεία, τ.5, σ. 139-141, 151-153, 228-243· ο ίδιος, Μνημεία, τ.6, σ. 21-22· Παγκράτης, Οι εκθέσεις των Βενετών βαΐλων και προνοητών, σ. 74,95, 99, 107,129 207,283, 319, 335,389, 427· Τσικνάκης, Οι εκθέσεις των Βενετών προνοητών, σ. 26-27, 31, 47,55, 63, 66, 72, 80, 95, 102, 106, 109- 110, 112-133, 121-122, 125, 134, 143, 155 κλπ.· Αρβανιτάκης, Οι αναφορές των Βενετών προβλεπτών, σ. 64-66, 73, 80, 86, 93-94, 100-101, 106-107, 114, 124, 127-128, 133, 147-148, 172, 181, 190, 200, 202, 210-211, 229, 239-240, 248, 268, 349-350, 380, 254· Μπίρταχας, Βενετική Κύπρος (1489-1571), σ. 74, 92, 101, 111, 113, 122, 134, 195, 198,230, 268, 280, 297, 301-304, 308, 409, 411- 412, 420, 430-432, 435-436, 447, 466, 472, 482-483.

77

και μοναχούς που είχαν πετύχει την εξαίρεσή τους από τον επαχθή θεσμό της αγγαρείας179.

Το δημοσιονομικό σύστημα της αγγαρείας εφαρμόστηκε και στην Κύπρο με τους ελεύθερους καλλιεργητές της γης να επιβαρύνονται με διάφορες υποχρεώσεις, όπως την αγγαρεία της επιτήρησης και της φύλαξης των ακτών, της κατάταξης και υπηρεσίας στο σώμα της πολιτοφυλακής, της παροχής εργασίας στις οχυρώσεις της Αμμοχώστου, η της συλλογής των αυγών της ακρίδας. Όπως θα δούμε λεπτομερέστερα, οι χωρικοί της Κύπρου επιβαρύνονταν με μία ετήσια υποχρεωτική χρηματική εισφορά για το αλάτι, η οποία, εάν ο υπόχρεος το προτιμούσε, μπορούσε να μετατραπεί σε προσωπική αγγαρεία είτε με την παροχή εργασίας στις αλυκές, είτε με τη μορφή στρατιωτικής υπηρεσίας180.

Στην Κέρκυρα, όπως και στα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου, το σύστημα της αγγαρείας εισήχθη και εφαρμόστηκε από προηγούμενους κυριάρχους. Στα έγγραφα απαντώνται διάφοροι όροι όπως: servitici, opere personales, onera, servitutes, factiones κ. ά. Παρ’ όλα αυτά έχει επισημανθεί ότι οι δυτικοί κυρίαρχοι της Κέρκυρας, οι Ανδεγαυοί της Νεαπόλεως πρώτα και οι Βενετοί στη συνέχεια, δεν είχαν ταυτόσημες αντιλήψεις και πολιτικές σχετικά με την αγγαρεία. Οι πρώτοι, οι οποίοι στηρίζονταν στην αγροτική οικονομία και προώθησαν τον εκφεουδαλισμό της γαιοκτησίας στο νησί, έδωσαν έμφαση στην αγροληπτική αγγαρεία, ενώ οι δεύτεροι, που κατά την εξεταζόμενη περίοδο ενδιαφέρονταν για τη διατήρηση της κυριαρχίας τους στο νησί και τον ευρύτερο χώρο του Ιονίου αλλά και για την αύξηση των φορολογικών εσόδων, εντατικοποίησαν την επιβολή του συστήματος της δημόσιας αγγαρείας, η οποία, όπως και στις υπόλοιπες περιοχές, αποδιδόταν από τους υπόχρεους στο κράτος σύμφωνα με τις ανάγκες181. Από τις αναφερόμενες στα τεκμήρια της εποχής υπηρεσίες και εργασίες ορισμένες παρέχονταν σε σταθερή βάση, ενώ άλλες ήταν έκτακτες. Στις πρώτες εντάσσονταν περιοδικές υπηρεσίες στις οποίες εναλλάσσονταν ομάδες του πληθυσμού, όπως η φύλαξη ακτών και του εξωπολίου της Κέρκυρας ή προγραμματισμένες εργασίες, όπως η συλλογή, φόρτωση και μεταφορά προϊόντων που διαχειρίζονταν οι Αρχές του νησιού, όπως το αλάτι ή η μεταφορά υλικών (όπως τα οικοδομικά και τα καυσόξυλα για τους φούρνους που ετοίμαζαν το μπισκότο για τα πληρώματα του στόλου), καθώς και η πραγματοποίηση άλλων εργασιών, όπως η παρασκευή ασβέστη, η εποχική εργασία στις

179 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 49· Ντούρου - Ηλιοπούλου, «Ο Χάνδακας στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα», σ. 32-37. Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 105-110· Πλουμίδης, Κανονισμοί, σ. 21-22﮲ 180 .Skoufari, Cipro veneziana, σ. 71-75﮲ Arbel, Cypriot population under venetian rule, σ. 203-211 181 Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 137.

78

αλυκές και η φορτοεκφόρτωση πλοίων. Κατά τη διάρκεια των αγγαρειών αυτών, οι υποκείμενοι εργάζονταν με δικά τους έξοδα (propriis eorum sumptibus et expensis). Έκτακτες αγγαρείες ήταν εκείνες τις οποίες καλούνταν να προσφέρουν οι κάτοικοι όταν το επέβαλλαν ειδικές περιστάσεις, όπως, για παράδειγμα, οικοδομικές εργασίες στα οχυρωματικά έργα σε περίπτωση εχθρικής απειλής. Κατά τις τελευταίες, το Δημόσιο παρείχε και τα στοιχειώδη για τη διατροφή των εργαζομένων, καθώς και κάποια μικρή χρηματική αμοιβή.182

Γενικότερα, με την πάροδο των χρόνων έγινε επιτρεπτή η εξαγορά της προσωπικής εργασίας (αγροληπτικής αγγαρείας), αλλά κυρίως της φορολογικής. Εξάλλου, με την κατά καιρούς μετεξέλιξη του φεουδαλικού συστήματος, με αναγκαία συνέπεια τη σταδιακή απόκτηση του μεγαλύτερου τμήματος της αγροτικής γης από ελεύθερους καλλιεργητές, η προσωπική εξάρτηση του χωρικού από το φέουδο αποδυναμώθηκε. Κατά συνέπεια, επί βενετικής κυριαρχίας η αγροληπτικού τύπου αγγαρεία προς το φεουδάρχη σταδιακά περιοριζόταν, λόγω και των κατά καιρούς αντιδράσεων των χωρικών, ενώ η φορολογική αγγαρεία εξακολούθησε με αρκετές εξαιρέσεις να υφίσταται και μετά το πέρας της βενετικής κυριαρχίας183.

Για τη μελέτη όλων των παραπάνω ζητημάτων εξαιρετικά διαφωτιστική υπήρξε μία σειρά από μελέτες που είχαν ως αντικείμενό τους κάποιες όψεις της αγγαρείας στις διάφορες υπό βενετική κυριαρχία περιοχές, όπως η μελέτη του Κωνσταντίνου Ντόκου, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», που αφορά στην επιβολή του συστήματος της αγγαρείας στο γεωγραφικό χώρο της Πελοποννήσου και αντίστοιχα η μελέτη του Σπύρου Ασωνίτη, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα κατά τον όψιμο Μεσαίωνα», που αφορά στην εφαρμογή του συστήματος της ιδιωτικής και δημόσιας αγγαρείας στο νησί επί ανδεγαυικής και μεταγενέστερα βενετικής κυριαρχίας. Για την αγγαρεία στις κρητικές γαλέρες μπορούμε να αντλήσουμε βασικά στοιχεία από τη μελέτη του Θεοχάρη Δετοράκη, «Η αγγαρεία της θάλασσας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη», ενώ για την αγγαρεία στην ακτοφρουρά είναι ιδιαίτερα σημαντική η μελέτη του Νίκου Μοσχονά «Η οργάνωσις ακτοφρουρών της Τήνου υπό του Βενετού Συνδίκου Ιερώνυμου Da Lezze (1861)», καθώς και η εργασία της Μαρίας Αρακαδάκη, «Διάγραμμα του δικτύου ακτοφρουρών της Κρήτης από την έκθεση του Nicola Gualdo de Priorati (1633)», αλλά και εκείνη της Χρύσας Μαλτέζου, «Η φρούρηση των παραλίων του διαμερίσματος Ρεθύμνου. Κατάλογος σκοπιών (1633)». Για την αγγαρεία στις αλυκές της Κέρκυρας αντλούμε

182 Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 138-139. 183 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 303-304

79

πληροφορίες από τη μελέτη του Γεράσιμου Παγκράτη, «Οι αλυκές της Κέρκυρας στην περίοδο της βενετικής κυριαρχίας» και αντίστοιχα από την εργασία της Μαριάννας Κολυβά για την αγγαρεία στις αλυκές της Ζακύνθου: «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο: παραγωγή και εκμετάλλευση (16ος αι.)»184.

2.5.1 Η υπηρεσία στα οχυρωματικά έργα.

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές και επαχθείς αγγαρείες, η οποία μάλιστα απαντάται καθόλη τη διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας, υπήρξε αναμφισβήτητα η υποχρεωτική εργασία στα δημόσια έργα. Στις περισσότερες περιπτώσεις επρόκειτο για κατασκευαστικές ή επισκευαστικές εργασίες στα πολυάριθμα αμυντικά οχυρά. Καθώς οι περισσότερες κτήσεις της Βενετίας ήταν παραθαλάσσιες, η οχύρωση των θέσεων αυτών με τα κατάλληλα αμυντικά συγκροτήματα ήταν βασική για την επιβίωση του βενετικού Κράτους της Θάλασσας. Έτσι, η μέριμνα των Βενετών για τις οχυρώσεις εντατικοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των βενετο-οθωμανικών πολέμων, καθώς η απειλή του εχθρού γινόταν όλο και πιο έντονη.

Είναι γεγονός ότι οι Βενετοί στις περισσότερες από τις κτήσεις τους βρήκαν πολυάριθμα αμυντικά οχυρά κατασκευασμένα ήδη από τους προκατόχους τους Βυζαντινούς και Φράγκους. Ωστόσο, οι οχυρωματικές αυτές κατασκευές απαιτούσαν ανακαίνιση με εντατικές εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης, ώστε να απαντούν στις σύγχρονες αμυντικές ανάγκες, οι οποίες είχαν προκύψει από τις καινοτομίες στην αμυντική τεχνολογία, όπως η εισαγωγή της χρήσης της πυρίτιδας, από την εξέλιξη του πυροβολικού και από τις συνακόλουθες καινοτομίες στην επίθεση και στην άμυνα. Οι μεσαιωνικές οχυρώσεις δεν επαρκούσαν και κατά συνέπεια οι Βενετοί προχώρησαν σε πολυετείς μετασκευές προκειμένου να αντιμετωπίζουν τη συνεχώς αυξανόμενη δύναμη του πυροβολικού προσαρμόζοντας τα υπάρχοντα φρούρια σε νέας γενιάς αρχιτεκτονικές κατασκευές, ενώ συμπλήρωσαν την άμυνά τους και με νέα δικά τους οχυρωματικά συγκροτήματα. Για όλες τις απαιτούμενες εργασίες, εκτός από ειδικευμένους κτίστες και τεχνίτες, χρησιμοποίησαν τον κύριο όγκο του αγροτικού πληθυσμού, στον οποίο επέβαλαν την υποχρέωση να εργάζεται έναντι καταβολής μίας

184 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 243-280· Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 133-174· Παγκράτης, «Οι αλυκές της Κέρκυρας», σ. 45-50· Κολυβά - Καραλέκα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο», σ. 47-74· Μοσχονάς, «Η οργάνωσις ακτοφρουρών», σ. 668- 687· Δετοράκης, «Η αγγαρεία της θάλασσας», σ. 71-98· Αρακαδάκη, «Διάγραμμα δικτύου ακτοφρουρών», σ. 49-73· Μαλτέζου, «Η φρούρηση των παραλίων», σ. 139-167.

80

ελάχιστης αποζημίωσης που εξασφάλιζε τα στοιχειώδη για τη διατροφή του. Ας εξετάσουμε όμως την εφαρμογή του συστήματος ανά περιοχή185.

Ειδικά μετά την απώλεια της Κύπρου, η Βενετία έδωσε μεγάλη έμφαση στην άμυνα της Κρήτης. Κατά το 16ο και 17ο αιώνα σχεδιάστηκαν νέες οχυρώσεις με προμαχώνες ή αναδιαμορφώθηκαν οι παλιές με την προσθήκη προμαχωνικών μετώπων, σύμφωνων προς τις αμυντικές ανάγκες της εποχής. Άρχισαν να κατασκευάζονται τα τείχη του Χάνδακα, των Χανίων και του Ρεθύμνου, προκειμένου να οχυρωθούν αποτελεσματικά τα προάστια που με την ανάπτυξή τους είχαν μετατραπεί σε κανονικές πόλεις. Επίσης, προτάθηκαν σημαντικά φρούρια σε νησίδες που εξασφάλιζαν τον έλεγχο της εισόδου σε λιμάνια και κόλπους (Γραμβούσα, Σούδα, Σπιναλόγκα) ή σε σημαντικές τοποθεσίες στα παράλια του νησιού (Παλιόκαστρο Χάνδακα, Παλιόκαστρο Σητείας, Γαύδος) κλπ.186

Στα αμυντικά έργα της Κρήτης απασχολούνταν χωρικοί τους οποίους, όπως έχουμε δει, είχαν την υποχρέωση να συγκεντρώνουν οι ίδιοι οι φεουδάρχες ύστερα από εντολή των Αρχών και με βάση την απογραφή (ruodolo) των υπόχρεων σε αγγαρεία αρρένων κατοίκων ηλικίας από 14 έως 60 ετών. Την εποχή πριν από τον τέταρτο βενετο-

185 Για τα δημόσια κτήρια και οχυρωματικά έργα βλ. ενδεικτικά: Αρακαδάκη, «Το προμαχωνικό σύστημα οχύρωσης του ΙΣΤ'-ΙΗ' αιώνα στην ελληνική βιβλιογραφία: προβλήματα ορισμών και ορολογίας», σ. 43-115· η ίδια, «Μορφές της επάκτιας άμυνας στα φρούρια με προμαχώνες: το rivellino και η mezzaluna», σ. 103-124· η ίδια, «Fortezza della Suda: ιστορικές και αρχιτεκτονικές διερευνήσεις», σ. 51-112· η ίδια, Το φρούριο της Σπιναλόγκας (1571-1715): συμβολή στη μελέτη των επακτίων και νησιωτικών οχυρών της Βενετικής Δημοκρατίας· η ίδια, «Αρχειακά τεκμήρια για το φρούριο της Γραμβούσας: τέσσερις εκθέσεις προνοητών της τελευταίας δεκαετίας του 16ου αιώνα», σ. 243-294· η ίδια, «Τα “φρούρια των βράχων” και η άμυνα των στρατηγικής σημασίας λιμανιών στη βενετοκρατούμενη Κρήτη», σ. 17-30· Καρδαμίτση - Αδάμη, «Αστική αρχιτεκτονική», σ. 407-427· ,Στεριώτου, «Ένας διάλογος σχετικός με την κατασκευή των φρουρίων (fortezze)», σ. 102-156﮲ η ίδια Οι βενετικές οχυρώσεις του Ρεθύμνου (1540-1646): συμβολή στη φρουριακή αρχιτεκτονική του 16ου και 17ου αιώνα, τ. Α΄-Β΄· η ίδια, «Υλικό περιβάλλον και δημόσια έργα στον ελληνικό χώρο», σ. 485- 518· η ίδια, «Οχυρώσεις και λιμάνια», σ. 389-406· η ίδια, «Η εξέλιξη του “προμαχωνικού συστήματος” στις οχυρώσεις της Ελλάδας», σ. 277-296· η ίδια, «25 κανόνες της τεχνικής στη σχεδίαση και κατασκευή φρουρίων από τον Giulio Savorgano – 16ος αιώνας», σ. 128-138· Μαχαιράς, Το εν Λευκάδι φρούριον της Αγίας Μαύρας· Concina, La fabrica della fortezza: l’architettura militare di Venezia, σ. 270-280· Λαμπρινού, Το φρούριο της Αγίας Μαύρας στη Λευκάδα· η ίδια, «Τρία ενετικά μνημεία στον πορθμό της Λευκάδας: φρούριο Αγίας Μαύρας, ναός Αγίου Γεωργίου, ενετικές ·αλυκές», σ. 37-108· Μυλωνά, Το Κάστρο της Ζακύνθου﮲ Λυκίσσας, Τα φρούρια της Κέρκυρας Μαραγκού - Κούτας, Αμμόχωστος: η ιστορία της πόλης, σ. 62-81· Gunnis, Historic Cyprus: a guide to its towns and villages, monasteries and castles, σ. 85-104 και 121-129· Jeffery, A description of the historic monuments of Cyprus: studies in the archaeology and architecture of the island, σ. 105-115. 186 Στεριώτου, «Οχυρώσεις και λιμάνια», σ. 393. Για τα αμυντικά έργα της Κρήτης βλ. Αρακαδάκη, «Fortezza della Suda», σ. 51-112· η ίδια, Το φρούριο της Σπιναλόγκας· η ίδια, «Αρχειακά τεκμήρια», σ. 243-294· η ίδια, Οι βενετικές οχυρώσεις του Ρεθύμνου, τ. Α΄-Β΄﮲ Ξηρουχάκης, Η βενετοκρατούμενη Ανατολή, σ. 128-175.

81

οθωμανικό πόλεμο η ημερήσια αποζημίωση όσων παρείχαν τις υπηρεσίες τους στα έργα αποκατάστασης και συντήρησης των φρουρίων έφθανε τα 8 σολδίνια, από τα οποία τα πέντε κατέβαλλε το Δημόσιο και τα υπόλοιπα 3 η πόλη. Η ελάχιστη αυτή αμοιβή, η οποία δεν επαρκούσε πλέον παρά για την αγορά ενός μικρού καρβελιού ψωμιού, αποτελούσε ακόμα μία πηγή δυσαρέσκειας και γινόταν συχνότατα αιτία σοβαρών παραπόνων187. Δεν ήταν βέβαια καθόλου σπάνιες οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες οι υπόχρεοι γίνονταν αποδέκτες αυθαιρεσιών από την πλευρά των υπεύθυνων για τις αγγαρείες στα δημόσια έργα αξιωματούχων188

Μέσα στις συνθήκες αυτές η απροθυμία των αγροτών ήταν ένα φυσικό επόμενο. Οι υπόχρεοι στην αγγαρεία επιδίωκαν να την αποφύγουν με κάθε τρόπο και στην προσπάθειά τους αυτή συχνά έβρισκαν αρωγούς τους ίδιους τους φεουδάρχες, οι οποίοι είχαν κάθε συμφέρον να τους κρύψουν ή να τους απαλλάξουν προκειμένου να τους χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι για δικές τους εργασίες στα κτήματά τους. Εκτός από τους χωρικούς στα αμυντικά έργα χρησιμοποιήθηκαν και ναυτικά πληρώματα με το μισό μισθό, το χειμώνα που οι γαλέρες αφοπλίζονταν, καθώς επίσης και στρατιώτες. Το μέτρο αυτό όμως δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Έτσι, στα αμυντικά έργα συνήθως απασχολούνταν μικρός αριθμός χωρικών ή για ολόκληρους μήνες δεν γινόταν καμία εργασία, με συνέπεια αυτά να μένουν πίσω ακόμη και σε κρίσιμες και επικίνδυνες περιόδους189. Οι χωρικοί δεν έβρισκαν κάποιο νόημα στο να εγκαταλείπουν για μία περίοδο τις αγροτικές τους ασχολίες προκειμένου να εργαστούν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες με μία πενιχρή αμοιβή για την κατασκευή φρουρίων που προορίζονταν για

187 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 94-95· Ντούρου - Ηλιοπούλου, «Ο Χάνδακας», σ. 11· Ξηρουχάκης, Η βενετοκρατούμενη Ανατολή, σ. 34, 67-70. 188 Βλ. Πλουμίδης, Πρεσβείες Κρητών προς τη Βενετία (1478-1558), σ. 116· Λαμπρινός, «Οι κάτοικοι της κρητικής υπαίθρου», σ. 133. Οι καταχρήσεις εις βάρος των χωρικών περιγράφονται γλαφυρά στην πρεσβεία που απέστειλαν στη Βενετία οι κάτοικοι του Χάνδακα το 1561, όπου οι αστοί και ο λαός κατήγγειλαν ότι: οι αξιωματικοί υπεύθυνοι για τις αγγαρείες (capi delle angarie) ζητούσαν ένα grosso από κάθε αγροτική εστία ως μισθό, και πέντε ή έξι υπέρπυρα από κάθε αγρότη ως εγγύηση ότι θα εκτελούσε την αγγαρεία στις οχυρώσεις. Επίσης, σημείωναν ότι οι ρέκτορες ζητούσαν δύο μεζούρες στιταριού στο ¼ της αξίας τους από κάθε αγρότη της περιφέρειας για τη διατροφή των είκοσι αλόγων τους και συγκέντρωναν πολύ μεγαλύτερη ποσότητα από όση τους ήταν αναγκαία, την οποία όμως ιδιοποιούνταν προς όφελός τους˙ ότι ο διοικητής των μισθοφόρων (capitano della strathia) υποχρέωνε τους φρουράρχους (castellani) της περιοχής να συγκεντρώνουν σιτηρά στο ένα τέταρτο της αξίας τους για τη διατροφή των στρατιωτών και των αλόγων˙ ότι όταν ο καπετάνιος και οι ρέκτορες περιόδευαν στην ύπαιθρο, οι φρούραρχοι αναλάμβαναν να τους παρέχουν τη διατροφή τους και αφαιρούσαν από τους αγρότες κότες, αρνιά και μοσχάρια σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την αξία τους και σε ποσότητες πολύ μεγαλύτερες από όσες χρειάζονταν οι αξιωματούχοι για τη διατροφή τους, τις οποίες παρακρατούσαν προς όφελός τους…». Βλ. Ντούρου - Ηλιοπούλου, «Η πρεσβεία των κατοίκων του βενετοκρατούμενου Χάνδακα στα μέσα του 16ου αιώνα», σ. 368-369. 189 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 94-95.

82

την προστασία του αστικού μονάχα πληθυσμού και στα οποία οι ίδιοι δεν είχαν το δικαίωμα να καταφύγουν σε περίπτωση κινδύνου190.

Κακή διαχείριση χρημάτων, καταχρήσεις και κατασπατάληση υλικών, αλλά και η αποφυγή της αγγαρείας υπήρξαν οι σημαντικότερες αιτίες της καθυστέρησης στην αποπεράτωση των οχυρωματικών έργων. Ενδεικτικά της κατάστασης που επικρατούσε είναι τα μέτρα που πρότεινε ο Latino Orsino, ο οποίος ασχολήθηκε συστηματικά με τα οχυρωματικά έργα της Κρήτης πριν από τον τέταρτο βενετο- οθωμανικό πόλεμο. Αναφορικά με τη σπατάλη και την κατάχρηση δομικών υλικών, ο Latino Orsino ζητούσε έλεγχο, προκειμένου να σταματήσουν οι καταχρήσεις από την πλευρά ορισμένων αξιωματούχων, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τον ασβέστη και την πέτρα που προορίζονταν για τα οχυρωματικά έργα για την ανέγερση ιδιωτικών τους κτισμάτων. Επίσης έκρινε ότι ήταν αναγκαίο τα πληρώματα των κρητικών γαλερών και οι φρουρές των πόλεων να εργάζονται με κανονική αμοιβή τέσσερις με πέντε μήνες το χρόνο, το διάστημα δηλαδή που θα έπρεπε να παραμένουν στο νησί. Τέλος, για το ζήτημα της αποφυγής της αγγαρείας, τόνιζε ότι ήταν απολύτως απαραίτητο να πάψουν οι φεουδάρχες να απαλλάσσουν τους χωρικούς εκείνους που είχαν την υποχρέωση να εργαστούν ως αγγαρικοί στα οχυρωματικά έργα. Ζητούσε μάλιστα να εκλεγεί ένας ειδικός γενικός προβλεπτής αποκλειστικά υπεύθυνος για τα οχυρωματικά έργα, ο οποίος θα είχε την αρμοδιότητα και την ευθύνη να απογράφει τους υπόχρεους σε αγγαρεία και να σταματήσει τις απαλλαγές. Ο Orsino εντόπιζε την αιτία του προβλήματος στο γεγονός ότι οι χωρικοί διέθεταν τα δύο τρίτα του χρόνου τους αποκλειστικά στη σπορά, στην καλλιέργεια των αμπελιών, στο θερισμό και στον τρύγο. Διατύπωνε την ελπίδα και την πεποίθηση ότι με τη λήψη των μέτρων που πρότεινε τα φρούρια θα ήταν δυνατό να βρεθούν σε ικανοποιητική κατάσταση μετά από μόλις πέντε ή έξι χρόνια191.

Μέχρι την περίοδο εκείνη είχε δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στα φρούρια των Χανίων και του Χάνδακα. Στο Ρέθυμνο δόθηκε άδεια και οικονομική βοήθεια για το χτίσιμο φρουρίου μόλις το 1573. Η Φορτέτζα κτίστηκε με βάση σχέδιο που στάλθηκε από τη Βενετία πάνω σε ύψωμα φύσει οχυρό στα δυτικά της πόλης, από το οποίο μπορούσε να προστατεύεται η πόλη και το λιμάνι της. Αναγκαία κρίθηκε και η φύλαξη του σημαντικότατου λιμανιού της Σούδας Χανίων και προχώρησε η κατασκευή φρουρίου στο ομώνυμο νησί μέσα στον κόλπο της Σούδας. Την ίδια εποχή δόθηκαν οδηγίες για την κατασκευή οχυρών στη Σπιναλόγκα και στα Φρασκιά, καθώς και για το γκρέμισμα

190 Lambrinos, «La campagna cretese», σ. 144. 191 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 95-96.

83

μικρών φρουρίων που βρίσκονταν κοντά σε θαλάσσιες τοποθεσίες ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος τα φρούρια αυτά να χρησιμοποιηθούν από εχθρούς σε περίπτωση απόβασής τους. Για γκρέμισμα κρίθηκαν ότι ήταν και τα φρούρια του Μιραμπέλλου, της Σητείας και της Ιεράπετρας. Κλείνοντας το κεφάλαιο για τα οχυρωματικά έργα στην Κρήτη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι εργασίες στα φρούρια διήρκεσαν πολλά χρόνια, σχεδόν ασταμάτητα, με τον ίδιο όμως αργό ρυθμό λόγω της έλλειψης χρημάτων, αλλά και εξαιτίας της απροθυμίας των χωρικών να εργαστούν σε αυτά κατά τρόπο συστηματικό που θα απέδιδε τα επιθυμητά αποτελέσματα192.

Προγενέστερα, στην Κύπρο η Βενετία στήριζε την αμυντική της πολιτική σε μερικά ισχυρά οχυρωμένα κέντρα, κυρίως όμως στην Αμμόχωστο και αργότερα και στην Κερύνεια και προς το τέλος της βενετικής κυριαρχίας και στη Λευκωσία. Η αμυντική στρατηγική της Γαληνοτάτης προέβλεπε ότι σε περίπτωση στρατιωτικής εισβολής τα στρατεύματα θα υποχωρούσαν στα οχυρά, όπου με ασφάλεια θα περίμεναν ενισχύσεις. Για την πραγματοποίηση των έργων αυτών δαπανήθηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά και ουσιαστικά ήταν τα κυριότερα δημόσια έργα στο νησί. Τα περισσότερα και σημαντικότερα έργα πάντως πραγματοποιήθηκαν στην Αμμόχωστο, όπου τα παλιά τείχη ξανακτίστηκαν σύμφωνα με τις τελευταίες αντιλήψεις της στρατιωτικής μηχανικής και τα έργα αυτά, που είχαν ξεκινήσει προς το τέλος της βασιλείας της Αικατερίνης Κορνάρο, συνεχίστηκαν υπό την επίβλεψη και σύμφωνα με τις οδηγίες πολλών άλλων καπιτάνων, προβλεπτών και στρατιωτικών μηχανικών, οι οποίοι στάλθηκαν στο νησί για το σκοπό αυτό. Άλλο ένα έργο που έτυχε ιδιαίτερης προσοχής στην Κύπρο ήταν εκείνο της Κερύνειας, στο οποίο έγιναν αρκετές τροποποιήσεις και επισκευές σε διάφορες περιπτώσεις. Για την ολοκλήρωσή του η Βενετία επέβαλε έναν ειδικό φόρο, στα έσοδα του οποίου βασίζονταν για τα έργα αυτά κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της κυριαρχίας της Βενετίας. Το τελευταίο μεγάλο στρατιωτικό πρόγραμμα ήταν τα νέα τείχη της Λευκωσίας, με τα οποία απασχολήθηκαν οι Βενετοί κατά τα δύο τελευταία έτη πριν από την οθωμανική εισβολή. Άλλα φρούρια, όπως οι δύο πύργοι που φρουρούσαν το λιμάνι της Πάφου καθώς και το φρούριο της Λεμεσού, έτυχαν μικρότερης προσοχής, ενώ τα τρία φρούρια της βόρειας οροσειράς σχεδόν εγκαταλείφθηκαν193.

Στα πολυδάπανα και χρονοβόρα έργα για οχυρώσεις της Αμμοχώστου, αλλά και της Κερύνειας εφαρμόστηκε το σύστημα της αγγαρείας. Στις εργασίες αυτές

192 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 95-96. 193 Arbel, «Η Κύπρος», σ. 471-474. Για τις οχυρώσεις της Αμμοχώστου και γενικότερα της Κύπρου βλ. ενδεικτικά: Μαραγκού - Κούτας, Αμμόχωστος, σ. 62-81· Gunnis, Historic Cyprus, σ. 85-104 και 121- 129· Jeffery, A description, σ. 105-115.

84

απασχολήθηκαν κάποιοι έμμισθοι τεχνίτες, όμως στο μεγαλύτερο μέρος τους πραγματοποιήθηκαν από ελεύθερους χωρικούς. Συνολικά ο αριθμός των εργατών που απασχολούνταν στα έργα έφθανε τους τριακόσιους. Στους ελεύθερους χωρικούς της Κύπρου επιβλήθηκε η υποχρέωση να προσφέρουν εργασία δέκα ημερών ετησίως (μεταγενέστερα έξι). Όπως και στην Κρήτη, οι αγγαρευόμενοι κατέβαλλαν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να αποφύγουν την επαχθή υποχρέωση για εργασία μέσα σε σκληρές συνθήκες σε μεγάλη γεωγραφική απόσταση από τα σπίτια και τις γεωργικές τους εργασίες, χωρίς καμία ουσιαστική αμοιβή παρά μόνο με μία στοιχειώδη αποζημίωση στην καλύτερη των περιπτώσεων. Θεωρητικά, υπήρχε η δυνατότητα εξαγοράς της αγγαρείας με χρηματική εισφορά 5 βυζαντίων το χρόνο (και μεταγενέστερα 3 βυζαντίων)· όμως η καταβολή αυτή ήταν εξίσου επαχθής και ήταν λίγοι εκείνοι που θα μπορούσαν να επιλέξουν μία τέτοια λύση. Πολλοί απαλλάσσονταν από αυτήν, όπως οι ιερείς και οι διάκονοι, οι ηγούμενοι των μονών, όσοι κατείχαν θέσεις στη χαμηλότερη βαθμίδα της διοίκησης στα χωριά (με την ονομασία civitani, bannieri, castellani), όσοι είχαν κάποια φυσική αναπηρία, καθώς και όσοι από τους ελεύθερους χωρικούς είχαν ήδη καταφύγει ή κατέφευγαν στις πόλεις.194.

Στην Κέρκυρα καθώς και στα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου η Βενετία επέβαλε το σύστημα της φορολογικού τύπου αγγαρείας ή της αγγαρείας προς το Δημόσιο, που κατά κύριο λόγο χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη οικονομικών αναγκών. Κατά το ίδιο σύστημα που εφάρμοσαν και στις υπόλοιπες κτήσεις τους, οι Βενετοί υποχρέωσαν το γηγενή πληθυσμό να προσφέρει άνευ αμοιβής χειρονακτική εργασία σε ορισμένες διάφορες εργασίες. Σε έκτακτες επίσης περιστάσεις, φορολογική αγγαρεία αποτελούσαν και οι οικοδομικές εργασίες σε οχυρωματικά έργα ενόψει εχθρικής απειλής. Πάντως, κάποιες προνομιούχες κοινωνικές ομάδες απαλλάσσονταν από το βάρος της σωματικής αυτής αγγαρείας195.

194 Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 105-106· Arbel, «Η Κύπρος», σ. 473 και 517. Βλ. και Αριστείδου, «Πλούσιοι και φτωχοί», σ. 375. 195 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 302. Βλ. και Ασωνίτης, Η Κέρκυρα, σ. 516-528· Σπανάκης, «Οι οικισμοί της Επτανήσου και οι κάτοικοί των του 16ου αιώνα», σ. 107-128· Thiriet, «Agriculteurs et agriculture à Corfou au XVème siècle», σ. 321-323· Για τα οχυρωματικά έργα στα Ιόνια νησιά βλ. ενδεικτικά: Στεριώτου, «Οχυρώσεις και λιμάνια», σ. 391· η ίδια, «Η εξέλιξη του “προμαχωνικού συστήματος”», σ. 277-296· Μαχαιράς, Το εν Λευκάδι φρούριον· Λαμπρινού, Το φρούριο της Αγίας Μαύρας· η ίδια, «Τρία ενετικά μνημεία», σ. 37-108· Μυλωνά, Το Κάστρο της Ζακύνθου· Τζιβάρα, Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθος 1588-1594: η νομή και η διαχείριση της εξουσίας από το συμβούλιο των 150, σ. 214-219· Λυκίσσας, Τα φρούρια της Κέρκυρας· Δαφνής, «Τα κάστρα της Κέρκυρας», σ. 17-24· Concina, «Ο Άγιος Μάρκος, η ακρόπολη, η πόλη», σ. 29-37· Μοσχονάς, «Αποστολή αξιωματούχων από την Κρήτη για την ίδρυση του φρουρίου της Άσου στην Κεφαλονιά», σ. 263-269· ο ίδιος, «Έκθεση του αντιπροβλεπτή Άσου Αμβροσίου Corner», σ. 247-260· ο ίδιος, «Ειδήσεις περί της

85

Ειδικά στην Κέρκυρα από τα πρώτα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας παρατηρείται μια σημαντική εντατικοποίηση των ενεργειών των Αρχών για την απαίτηση των φορολογικών αγγαρειών. Όταν χρειάστηκε να γίνουν νέα οχυρωματικά έργα στην πόλη, το σύνολο σχεδόν των Κερκυραίων, συμπεριλαμβανομένων και των κατοίκων της πόλης και του Εξωπολίου, επιβαρύνθηκε με υποχρεώσεις προς το Δημόσιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σχετικό έγγραφο χρησιμοποιούνται δύο όροι, angaria και tanxa, που δείχνουν τον φορολογικό χαρακτήρα της αγγαρικής αυτής εργασίας, από τους οποίους βέβαια ο δεύτερος, στην περίπτωση αυτή, δηλώνει το αντισήκωμα της αγγαρείας196.

Όπως και σε άλλες κτήσεις τους, έτσι και στην περιοχή του Ιονίου προϋπήρχαν φρούρια και δείγματα αμυντικής αρχιτεκτονικής, τα οποία οι Βενετοί θέλησαν να εκσυγχρονίσουν προκειμένου να τα καταστήσουν κατάλληλα για την άμυνα των νησιών. Χωρίς ο σκοπός μας να είναι αναφερθούμε με κάθε λεπτομέρεια στα φρουριακά αυτά συγκροτήματα, θα είχε ενδιαφέρον να δούμε ποιες ήταν σε γενικές γραμμές οι μετατροπές που πραγματοποίησαν, ώστε να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της επιβάρυνσης για τους ντόπιους πληθυσμούς. Στην Κέρκυρα προϋπήρχε η Κορυφώ ή Παλαιό Φρούριο, όπως είναι σήμερα γνωστό, ο βυζαντινός δηλαδή οικισμός της χερσονήσου. Προϋπήρχαν επίσης τα φρούρια της Κασσιώπης κα του Αγγελοκάστρου. Από τα δύο αυτά φρούρια το πρώτο είχε ήδη καταστραφεί από τους Βενετούς κατά την προσπάθειά τους να καταλάβουν το νησί και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε. Αντίθετα, το δεύτερο, το φρούριο του Αγγελόκαστρου, το οποίο βρίσκεται στα δυτικά του νησιού, πάνω σε απότομο βράχο, καλά οχυρωμένο και ευρύχωρο, συνέχισε να είναι σε χρήση και μάλιστα υπήρξε οχυρωματικό έργο εξαιρετικής σημασίας κατά την οθωμανική επιδρομή του 1537197.

Στην πόλη της Κέρκυρας, ήδη από τους πρώτους χρόνους της βενετικής κυριαρχίας, άρχισαν συμπληρωματικά έργα στο Παλαιό Φρούριο με αναγκαίες κατεδαφίσεις σπιτιών και άλλων κτηρίων σε πολλές περιπτώσεις. Επίσης, άρχισε η διάνοιξη θαλάσσιας τάφρου (contra fossa) προκειμένου να αποκοπεί το Παλαιό

ιδρύσεως και οργανώσεως του φρουρίου του Άσου Κεφαλληνίας (1538-1510)», σ.1-7· Μοσχόπουλος, «Η στρατιωτική οργάνωση της Κεφαλονιάς (16ος-17ος αιώνας)», σ. 19-23· Πλουμίδης, «Η φύλαξη της Λευκάδας στα 1508», σ. 97-100· Φωκάς - Κοσμετάτος, Το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου Κεφαλληνίας: η παλαιά πρωτεύουσα του νησιού· Τσικνάκης, «Η στρατιωτική κατάσταση των νησιών του Ιονίου το 1589», σ. 59-108· ο ίδιος, «Οι προσπάθειες για την ίδρυση του φρουρίου της Άσου στην Κεφαλονιά (1576-1593)», σ. 93-106. 196 Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 144· Τσικνάκης, «Οι προσπάθειες για την ίδρυση την ίδρυση του φρουρίου», σ. 109. 197 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 382.

86

Φρούριο από τη στεριά. Επί πολλά έτη η βενετική Αρχή ενδιαφερόταν μόνο για την οχύρωση του Φρουρίου της Κέρκυρας. Συνέπεια υπήρξε ο πραγματικός όλεθρος των κατοίκων του μπόργκου και στις δύο κύριες οθωμανικές επιδρομές κατά της Κέρκυρας, το 1537 και το 1571. Σε δεύτερη φάση, αργότερα, άρχισε μία άλλη κατηγορία έργων που αφορούσε την οχύρωση, τον τειχισμό του Εξωπολίου, του μπόργκου, το λεγόμενο «Νέο Φρούριο» και τελικά αποτέλεσε σημαντικό τμήμα της νεότερης πόλης. Το τείχος αυτό περιέβαλλε προστατευτικά το χώρο του μπόργκου και αποδείχθηκε αποτελεσματικό κατά την οθωμανική επιδρομή του 1716. Οι Βενετοί οχύρωσαν σταδιακά το νησί και με άλλα κάστρα (του Αβραάμ, το Φρούριο του Σωτήρος), σε σημείο ώστε η Κέρκυρα να θεωρείται απόρθητη198.

Στη Λευκάδα, κατά το διάστημα 1684-1717 ασχολήθηκαν με τον εκσυγχρονισμό του φρουρίου στοχεύοντας σε συγκεκριμένες βελτιώσεις. Προτεραιότητά τους ήταν η μετατροπή του ακανόνιστου γεωμετρικού σχήματός του με την προσθήκη εξωτερικών προμαχώνων και κανονιοστοιχιών, η εκκένωση του εσωτερικού του φρουρίου από την πόλη που είχε αναπτυχθεί εκεί κατά τους προηγούμενους αιώνες, η υπερύψωση και η διαπλάτυνση των τειχών για την ενίσχυση της αντοχής του, ιδιαίτερα στην Ανατολική και δυτική πλευρά που ήταν πιο ευάλωτες, η δημιουργία νέων προμαχώνων και σηράγγων στο μέσο του ύψους του τείχους και τέλος ο εκσυγχρονισμός των παλαιού τύπου κανονιοθυρίδων και των πυλών της εισόδου199.

Στην Κεφαλονιά προϋπήρχε το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή της Κρανιάς - Άνω Λειβαθούς, ένα αμυντικό οχυρό, το οποίο, λόγω της θέσης στην οποία βρισκόταν, αλλά και της κατασκευής του ήταν πολύ δύσκολο να κυριευθεί, γεγονός που αποδείχθηκε ιστορικά και από τις ανεπιτυχείς προηγούμενες προσπάθειες των Βενετών να το κατακτήσουν και τις δυσχέρειες που αντιμετώπισαν οι ίδιοι, αλλά και οι Ισπανοί όταν το 1500 κατόρθωσαν να το κυριεύσουν. Το φρούριο του Αγίου Γεωργίου κτίσθηκε και οχυρώθηκε προ της δυναστείας των Τόκκων, αλλά και προ της δυναστείας των Ορσίνι και της οθωμανικής κατάκτησης. Το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή της Κρανιάς - Άνω Λειβαθούς από το 1500 υπήρξε έδρα της βενετικής διοίκησης και πρωτεύουσα του νησιού μέχρι τη μεταφορά της πρωτεύουσας το 1757 στο Αργοστόλι. Το 1504 οι Βενετοί αποφάσισαν την ενδυνάμωση του τείχους του Κάστρου με την κατασκευή ενός εξωτερικού περιτειχίσματος, που σώζεται μέχρι σήμερα, ενώ

Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 382-384· Λυκίσσας, Τα φρούρια της Κέρκυρας﮲ Δαφνής, «Τα 198 κάστρα της Κέρκυρας», σ. 17-24· Concina, «Ο Άγιος Μάρκος», σ. 29-37. 199 Λαμπρινού, Το φρούριο Αγίας Μαύρας, σ. 56-60. Για το φρούριο της Λευκάδας βλ. Λαμπρινού, «Τρία ενετικά μνημεία», σ. 39-47 και Μαχαιράς, Το εν Λευκάδι φρούριον.

87

ασχολήθηκαν σε διάφορες περιπτώσεις με την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητάς του. Στο ίδιο νησί, για την εξασφάλιση της άμυνας του βόρειου τμήματος από οθωμανικές και πειρατικές επιδρομές οι Βενετοί άρχισαν να κτίζουν το 1593 το Κάστρο της Άσου, σε ιδιαίτερα ασφαλή και με φυσική οχύρωση θέση, και τα έργα κράτησαν αρκετά χρόνια. Μετά την κατάληψη από τους Βενετούς της Λευκάδας το 1684 (από όπου οι συχνές πειρατικές επιδρομές) μειώθηκε σημαντικά η στρατηγική σημασία του Κάστρου. Ωστόσο, μέχρι την κατάλυση της Βενετικής Δημοκρατίας (1797) η Άσος εξακολούθησε να αποτελεί έδρα προβλεπτή200.

Στη Ζάκυνθο οι Βενετοί εκπόνησαν εκτεταμένες εργασίες στο Κάστρο που προϋπήρχε στο Λόφο από την φραγκική κατάκτηση των Τόκκων. Στη Λευκάδα υπήρχε το Κάστρο της Αγίας Μαύρας (Santa Maura). Άρχισε να κτίζεται το 1300 από τον Ιωάννη Α’ Ορσίνι με την άδεια του Καρόλου Β’ Ανδεγαυού σε μία νησίδα στο στενότερο σημείο του καναλιού της Λευκάδας, θέση ισχυρότατη, καθώς οι βαλτώδεις εκτάσεις γύρω του καθιστούσαν πολύ δύσκολη την προσπέλαση του εχθρικού στόλου, ενώ παρείχε και τη δυνατότητα απόκρουσης προσβολών από την Ακαρνανία. Οι Βενετοί πραγματοποίησαν συχνά εργασίες στο φρούριο με σκοπό τη βελτίωσή του. Υπήρχε επίσης και το οχυρό της Επισκοπής. Στα Κύθηρα οι Βενετοί είτε βελτίωσαν τα προϋπάρχοντα κάστρα (του Αγίου Δημητρίου, του Μυλοποτάμου και το Καψάλι) με άλλες περιτειχίσεις, είτε έκτισαν δικά τους οχυρωματικά έργα σε ιδιαίτερα επιλεγμένες για την άμυνα του νησιού θέσεις201.

Σε όλα αυτά τα αμυντικού χαρακτήρα έργα η υποχρεωτική προσφορά υπηρεσίας των κατοίκων υπήρξε δεδομένη. Οι διαμαρτυρίες των αγγαρευομένων από τα πρώτα κιόλας χρόνια της κατάκτησης ήταν τακτικότατες και οφείλονταν στο υπερβολικό άχθος της εργασίας μέσα στις δύσκολες συνθήκες του εργοταξίου, αλλά και στις μόνιμες ανισότητες στις υποχρεώσεις. Όπως συνέβαινε σε όλες τις κτήσεις της Βενετίας, αρκετοί ήταν εκείνοι που πετύχαιναν την απαλλαγή τους με διάφορα μέσα, επικαλούμενοι παλαιά προνόμια ή αποσπώντας αποφάσεις των προβλεπτών. Οι

200 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 384-387. Βλ. και Φωκάς - Κοσμετάτος, Το κάστρο του Αγίου Γεωργίου, σ. 11· Μοσχόπουλος, Ιστορία της Κεφαλονιάς, τ.1, σελ. 137 και 139· ο ίδιος, «Η στρατιωτική οργάνωση», σ. 21· Τσικνάκης, «Οι προσπάθειες για την ίδρυση του φρουρίου», σ. 93- 106. 201 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 386-387. Για το φρούριο της Ζακύνθου βλ. ενδεικτικά: Τζιβάρα, Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθος, σ. 214-219 και ειδικά για την εργασία των Ζακυνθινών 214-215. Για την αγγαρεία στα δημόσια έργα των Κυθήρων βλ. Leontsinis, The island of Kythera: a social history (1700- 1863), σ. 338· Μαυροειδή, «Κοινωνία και διοίκηση στα Κύθηρα στις αρχές του 17ου αιώνα», σ. 157· Για την εργασία στην Κεφαλονιά βλ. «Οι προσπάθειες για την ίδρυση του φρουρίου της Άσου στην Κεφαλονιά», σ. 109.

88

κανονισμοί του 1534 επιτρέπουν να εννοηθεί ότι ήταν τέτοιες οι καταχρήσεις, με αγγάρευση όλων των αρρένων μελών μίας οικογένειας, που ωθούσε τους κατοίκους σε απόγνωση. Οι καταχρήσεις, οι αυθαιρεσίες και η παράνομη απόσπαση χρημάτων από τους διάφορους τοπικούς παράγοντες και τα όργανα των Βενετών που είχαν την αρμοδιότητα να ρυθμίζουν τα σχετικά με την αγγαρεία ζητήματα, αλλά και η αδυναμία να καλλιεργήσουν τα κτήματά τους υπήρξε μία μόνιμη πηγή δυσαρέσκειας των ντόπιων κατοίκων των νησιών έναντι του βενετικού κράτους202.

2.5.2 Η υπηρεσία στις γαλέρες.

Το βενετικό ναυτικό είχε πολύ μεγάλη σημασία για την ύπαρξη της ίδιας της Βενετίας και για το ρόλο που εκείνη διαδραμάτιζε στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, εφόσον εξασφάλιζε την κυριαρχία της στους θαλάσσιους δρόμους, καθώς και τη διατήρηση των στρατηγικά σημαντικών θέσεών της στην Ανατολή. Ανάλογα με τις εκάστοτε κινήσεις του οθωμανικού στόλου για έξοδό του στο Αιγαίο, η δύναμη των εν ενεργεία πολεμικών πλοίων της Βενετίας αυξομειωνόταν με αντίστοιχους προσωρινούς αφοπλισμούς και είναι γνωστό πως σε περίπτωση πολέμου τα εμπορικά πλοία μετατρέπονταν σε πολεμικά.

Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν τους κυριάρχους ήταν η εξεύρεση πληρωμάτων για τις γαλέρες αυτές. Αρχικά είχαν βασιστεί στη στρατολογία μισθοδοτούμενων «εθελοντών» (galeoti di buonavoglia), οι οποίοι προέρχονταν από τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις της Βενετίας ή από πρόσφυγες της Δαλματίας και του υπό βενετική ή οθωμανική κυριαρχία ελλαδικού χώρου. Το σύστημα όμως αυτό δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, διότι δεν ήταν πολλοί εκείνοι οι οποίοι θέλησαν να καταταγούν λόγω των δυσβάστακτων συνθηκών και των κινδύνων που επικρατούσαν στις γαλέρες. Παρουσιάστηκε δε και μία δυσμενής για τους Βενετούς εξέλιξη, όταν κάποιοι από τους κωπηλάτες αυτούς στράφηκαν στη σαφώς πιο κερδοφόρα ενασχόληση της πειρατείας. Έτσι η Βενετία σύντομα στράφηκε στη λύση της υποχρεωτικής ναυτολόγησης ανδρών είτε με το σύστημα της αγγαρείας, είτε εντάσσοντας την υπηρεσία στις γαλέρες στο σύστημα των ποινών203. Η υπηρεσία στις γαλέρες της Βενετίας υπήρξε μία από τις πιο δυσβάσταχτες αγγαρείες και επιβάρυνε κυρίως τον αγροτικό πληθυσμό της Κρήτης, καθώς και της Κέρκυρας, της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς όπως θα δούμε παρακάτω204.

202 Ζαπάντη, Η Κεφαλονιά, σ. 326. 203 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 378. 204 Δετοράκης, «Η αγγαρεία της θάλασσσας», σ. 71.

89

Γενικότερα η επάνδρωση των γαλερών του βενετικού στόλου ήταν ένα ζήτημα που απασχολούσε σοβαρά ολόκληρη σχεδόν την κρητική κοινωνία κάθε φορά που οι περιστάσεις το επέβαλλαν205. Σύμφωνα με τον Καστροφύλακα, εν καιρώ ειρήνης στο Χάνδακα στάθμευαν δύο ή τρεις γαλέρες, στα Χανιά δύο και στο Ρέθυμνο μία. Σε καιρό επιστράτευσης ο αριθμός των γαλερών αυξανόταν σε 13 για τα διαμερίσματα του Χάνδακα και της Σητείας, σε 4 για το διαμέρισμα του Ρεθύμνου και σε 8 για το διαμέρισμα των Χανίων206. Για την επάνδρωση των δύο μόνιμων γαλερών, οι οποίες υπήρχαν σε περίοδο ειρήνης για τη φύλαξη του διαμερίσματος του Χάνδακα και της Σητείας, ναυτολογούνταν 70 άτομα στην κάθε μία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το έτος 1582 για την επάνδρωσή τους υποχρεώθηκαν σε αγγαρεία άνδρες από τις περιοχές της Πεδιάδας, του Μπελβεντέρε, του Μιραμπέλλου και της Σητείας για τη μία και από τις περιοχές του Μαλεβιζίου, του Μονοφατσίου, του Νεοκαστέλλου, της Πριότισσας και του Τεμένους για την άλλη. Για τις έκτακτες περιπτώσεις, κατά τις οποίες θα έπρεπε να επανδρωθούν 13 γαλέρες, η εικόνα είναι πιο συγκεκριμένη: από την περιοχή του Μιραμπέλλου θα ναυτολογούνταν 268 άνδρες, της Πεδιάδας 541, του Μπελβεντέρε 333, της Πριότισσας 111, του Μονοφατσίου 360, του Νεοκαστέλλου 365, του Μαλεβιζίου 204 και του Τεμένους 178. Συνολικά δηλαδή χρειάζονταν 2.360 άνδρες. Αντίστοιχα, για την περιοχή του Ρεθύμνου ήταν καταγεγραμμένοι 6.456 άνδρες ως κωπηλάτες γαλερών. Από αυτούς, αναζητούνταν για ναυτολόγηση οι 1.614 σε έκτακτες περιπτώσεις, κατά τις οποίες απαιτούταν ο εξοπλισμός των 4 γαλερών. Στο διαμέρισμα των Χανίων, για την επάνδρωση των οκτώ γαλερών σε έκτακτες περιστάσεις ναυτολογούνταν 1.580 άνδρες. Συγκεκριμένα, από την περιοχή της σημερινής Κυδωνίας ναυτολογούνταν 560 γαλεώτοι, από την περιοχή του Αποκόρωνα 290, από την περιοχή της Κισάμου 482 και από την περιοχή Σελίνου 245207.

Όταν η Βενετία έκρινε αναγκαία την επάνδρωση των πολεμικών πλοίων εν όψει του τέταρτου βενετο-οθωμανικού πολέμου, εκλέχθηκαν ισάριθμοι με τις γαλέρες ευγενείς ως κυβερνήτες (sopracomiti), αναζητήθηκαν στις πόλεις οι κατάλληλοι υπαξιωματικοί (huomini da comando, officiali), καθώς και έμπειροι ναυτικοί (marinari) και πυροβολητές (bombardieri). Από τον αστικό πληθυσμό, τους αρχοντορωμαίους, τους Σφακιανούς και τους προνομιούχους στρατολογήθηκαν οπλίτες (huomini da

205 Για την αγγαρεία στις κρητικές γαλέρες βλ. Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 105-113· Δετοράκης, «Η αγγαρεία της θάλασσας», σ. 71-98· Ντούρου - Ηλιοπούλου, «Η έκθεση του Καπετάνιου Gaspar Rhenerius(1563): στοιχεία για τη βενετοκρατούμενη Κρήτη και ιδιαίτερα για το Χάνδακα», σ. 144· η ίδια, «Ο Χάνδακας» σ. 15-18· Ξηρουχάκης, Η βενετοκρατούμενη Ανατολή, σ. 34 και 70-77. 206 Ξηρουχάκης, Η βενετοκρατούμενη Ανατολή, σ. 70. 207 Ξηρουχάκης, Η βενετοκρατούμενη Ανατολή, σ. 74-76.

90 spada, scapoli) και από τον αγροτικό κυρίως πληθυσμό κωπηλάτες (huomini da remo, galeoti)208.

Η ναυτολόγηση των τελευταίων γινόταν με κλήρωση μέσα από τους καταλόγους των υπόχρεων σε αγγαρεία χωρικών (huomini da fatti). Επιλέγονταν άνδρες ηλικίας από 18 έως 59 ετών, ενώ δεν είναι γνωστό με ποιο τρόπο και ποιες προϋποθέσεις γινόταν η κλήρωση αυτή. Αξίζει να συμπεριλάβουμε εδώ την περιγραφή της διαδικασίας της ναυτολόγησης του γενικού προβλεπτή Filippo Pasqualigo (1594), όπως μας την παραθέτει ο Θεοχάρης Δετοράκης: «Μόλις πήγε έξω, έδωκε διαταγή να παρουσιάζονταν μπροστά του όλοι εκείνοι που επρόκειτο να στρατολογηθούν. Και έτσι που κατέβαιναν και παρουσιάζονταν οι άνδρες ενός χωριού, γράφονταν, όπως συνήθως, όλοι εκείνοι που, από 15 μέχρι 50 χρονών, του φαίνονταν πως είναι πιο διαθέσιμοι και πιο κατάλληλοι για την υπηρεσία. Έπειτα γινόταν η εκλογή. Αμέσως τους έβαζαν μέσα στις αποθήκες ή στις εκκλησίες, όπου, άμα γίνονταν πενήντα, εξήντα και καμιά φορά εκατό, τους έδεναν αμέσως δυό-δυό, χέρι με χέρι για να μη φύγουν και με την κουστωδία των προνομιούχων και μερικών αλόγων τους οδηγούσαν με αδιαφορία στις γαλέρες. Με τον τρόπο αυτό έγινε η στρατολογία σε ολόκληρη την περιφέρεια του Χάνδακα» 209.

Είναι γεγονός ότι οι Αρχές συναντούσαν διάφορες δυσκολίες στην προσπάθειά τους να τηρήσουν ακριβείς απογραφικούς πίνακες και ότι, ειδικά σε κρίσιμες περιόδους, κατέβαλλαν μεγάλη προσπάθεια ώστε να καταγράψουν όσο το δυνατόν περισσότερους υπόχρεους κωπηλάτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης αυτής ήταν οι προσπάθειες που κατέβαλε η Βενετία το 1569 για την εξεύρεση ανδρών κατάλληλων για την πλήρωση των θέσεων των γαλεώτων, οπότε και αποφασίστηκε να διενεργήσει λεπτομερή απογραφή τους (descrittione generale) σε ολόκληρη την κρητική επικράτεια. Ο Lorenzo Da Mulla επιφορτίστηκε με το καθήκον να φέρει εις πέρας την εργασία αυτή κατά τρόπο όσο το δυνατόν πιο ακριβή και λεπτομερή περιοδεύοντας ο ίδιος στο νησί. Προβλεπόταν ότι σε ένα ειδικό βιβλίο θα καταγραφόταν όχι μόνο το όνομα και το επώνυμο κάθε υποψηφίου γαλεώτου, αλλά και μία ακριβής περιγραφή της εξωτερικής του εμφάνισης, που θα περιελάμβανε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του (segno), το χρώμα μαλλιών του (pelo), καθώς και το χωριό (casal) στο οποίο ανήκε, ώστε χωρίς καθυστέρηση να είναι διαθέσιμοι κάθε στιγμή όχι μόνο για την επάνδρωση των είκοσι μη εξοπλισμένων γαλερών που βρίσκονταν στην Κρήτη, αλλά και για κάθε άλλη περίσταση και ανάγκη που μπορούσε να υπάρξει. Ο Da Mulla έπρεπε επίσης να

208 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 105. 209 Δετοράκης, «Η αγγαρεία της θάλασσσας», σ. 72-73.

91

δώσει λεπτομερείς πληροφορίες για τον αριθμό των κωπηλατών που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και, ακόμη, να φροντίσει να εκλεγούν ως κυβερνήτες των είκοσι γαλερών τα πιο κατάλληλα, ικανά και με κύρος πρόσωπα, που θα διευκόλυναν την επάνδρωση των γαλερών210.

Το σχέδιο αυτό όμως αποδείχθηκε υπερβολικά αισιόδοξο και ουσιαστικά μη εφαρμόσιμο, εφόσον προϋπέθετε άνεση χρόνου, την οποία η Βενετία σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή δεν διέθετε, καθώς και ένα διοικητικό μηχανισμό πολύ πιο αποτελεσματικό και λειτουργικό σε σχέση με ό,τι υπήρχε. Εκ των πραγμάτων λοιπόν ο Mulla υποχρεώθηκε να αρκεστεί στα στοιχεία που θα του έδιναν οι ιερείς και οι πρόκριτοι των χωριών (turadi delle ville), οι οποίοι όμως πιεζόμενοι από διάφορους τοπικούς παράγοντες, τους χωρικούς και τους φεουδάρχες, παρέλειψαν να απογράψουν πολλούς κατάλληλους να υπηρετήσουν ως κωπηλάτες, ενώ αντίθετα συμπεριέλαβαν στις καταστάσεις τους ανθρώπους «σχεδόν εντελώς άχρηστους». Έτσι εφαρμόστηκε το σύστημα της ναυτολόγησης των γαλεώτων από τους καταλόγους των υπόχρεων σε αγγαρεία, όπως προτάθηκε από τον Bragadin. Το μειονέκτημα του συστήματος αυτού, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν ότι στους καταλόγους περιλαμβάνονταν όλοι οι άρρενες από 14 έως 60 χρόνων, ενώ κατάλληλοι ήταν οι άνδρες από 18 έως 50 ετών και ιδανικά εκείνοι που ήταν από 25 έως 45 ετών. Ωστόσο, όπως σημείωνε, η ναυτολόγηση των κωπηλατών δεν θα είχε επιτυχία, αν δεν θεσπίζονταν βαριές ποινές και εναντίον των χωρικών και εναντίον των συνυπεύθυνων με αυτούς φεουδαρχών και τούτο, διότι υπό τις υφιστάμενες συνθήκες όταν καλούνταν και ένας μόνο άνθρωπος έφευγαν όλοι στα βουνά. Μονιμότερα μάλιστα θα εξυπηρετούσε τη Βενετία -πρόταση που είχε αξία μόνο για το μέλλον- αν γινόταν συστηματική απογραφή κωπηλατών κάθε πέντε χρόνια211.

Οι ίδιοι οι ανώτεροι αξιωματούχοι, όργανα των διοικήσεων, οι κυβερνήτες των γαλερών, και άλλοι φεουδάρχες όφειλαν να κινητοποιηθούν προκειμένου να συγκεντρώσουν όσο το δυνατό περισσότερους κωπηλάτες. Στα έγγραφα αναφέρεται η περίπτωση του Ματθαίου Καλλέργη, ο οποίος το 1570 υποχρεώθηκε να περιοδεύσει σε πολλά χωριά του διαμερίσματος του Χάνδακα για να ναυτολογήσει οπλίτες και κωπηλάτες. Κάτι ανάλογο έγινε στα Χανιά, όταν στις αρχές Αυγούστου του ίδιου έτους χρειάστηκε να ναυτολογηθούν πρόσθετοι κωπηλάτες για τις ανάγκες του βενετικού στόλου. Οι Αρχές κάλεσαν τους φεουδάρχες των χωριών της περιφέρειας και τους έδωσαν εντολή ο καθένας τους να συγκεντρώσει έναν ορισμένο αριθμό κωπηλατών.

210 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 105-106. 211 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ.106.

92

Αυτοί κανονικά έπρεπε, περιοδεύοντας στα χωριά, να συμβουλεύονται το βιβλίο απογραφής, ακόμα και στην περίπτωση που αυτό δεν ήταν καλά ενημερωμένο. Πολλές φορές όμως, επειδή οι χωρικοί αντιδρούσαν και έφευγαν στα βουνά, έπιαναν όποιον έβρισκαν και όχι σπάνια και αυτόν που είχε πληρώσει κάποιον να τον αντικαταστήσει212.

Το φαινόμενο της άρνησης των χωρικών να υπηρετήσουν στις γαλέρες ήταν μία μόνιμη πραγματικότητα. Η εξαντλητική υπηρεσία της κωπηλασίας, η άθλια διατροφή, οι επιδημικές ασθένειες που μάστιζαν κυρίως τους ναυτικούς, οι πολυάριθμοι κίνδυνοι της θάλασσας (ναυμαχίες, πειρατές, ναυάγια) και τόσα άλλα συνακόλουθα δεινά είχαν δημιουργήσει στους χωρικούς της Κρήτης ένα δικαιολογημένο αίσθημα φρίκης και αποστροφής. Η αγγαρεία της θάλασσας ισοδυναμούσε σχεδόν με θανατική καταδίκη213. Ο «κόσμος της υπαίθρου» έγραφε ο Orsino στην έκθεσή του, «φοβισμένος από τη ναυτολόγηση, κάθε χρόνο στις γαλέρες, κατέφευγε στα βουνά και κρυβόταν όσο μπορούσε. Και οι ίδιοι οι κύριοι των χωριών (padroni dei casali) τους κάλυπταν, τόσο γιατί αμφέβαλλαν αν θα χρησιμοποιηθούν στις γαλέρες, όσο και γιατί διαθέτοντας ισχυρά μέσα, για να προσελκύσουν χωρικούς στα χωριά τους και να έχουν μεγαλύτερα έσοδα, επιδίωκαν με τις εύνοιες και με κάθε άλλο τρόπο να τους απαλλάξουν»214.

Πέραν όμως των αθλίων συνθηκών και των κινδύνων που ελλόχευαν στις γαλέρες, υπήρχαν και άλλοι πρακτικοί λόγοι για την αρνητική αυτή στάση των χωρικών. Πιο συγκεκριμένα, η δυσβάστακτη υπηρεσία αποτελούσε αντικείμενο εκβιασμού τους από την πλευρά των φεουδαρχών. Το ζήτημα αυτό επεσήμανε ο Giacomo Foscarini από τη στιγμή που ξεκίνησε ο εξοπλισμός των γαλερών της Κρήτης και αποτελούσε ίσως έναν από τους πιο σημαντικούς λόγους απείθειας των υπόχρεων προς τις απαιτήσεις του βενετικού κράτους για υπηρεσία στις γαλέρες: το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι χωρικοί ήταν υποχρεωμένοι να απουσιάζουν προκειμένου να υπηρετήσουν ως κωπηλάτες η τύχη των κτημάτων που κατείχαν με τη μορφή εδαφονομίου (livello) ή εντριτείας παρέμενε αμφίβολη. Και αυτό επειδή, σύμφωνα με το έθιμο, όταν αυτά έμεναν ακαλλιέργητα -ακόμη και στην περίπτωση που αυτό συνέβαινε λόγω ανώτερης βίας- προβλεπόταν η επιστροφή τους στους φεουδάρχες. Προκειμένου να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι άμεσες ανάγκες της Βενετίας για πλήρωση των θέσεων των κωπηλατών στις πολεμικές γαλέρες, επιδιώχθηκε να τεθεί ένα όριο στην κατάφωρη αυτή αδικία. Στις 20 Μαρτίου 1575 αποφασίστηκε ότι για όσο χρονικό

212 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ.108. 213 Δετοράκης, «Η αγγαρεία της θάλασσσας», σ. 71. 214 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ.111.

93

διάστημα υπηρετούσε κάποιος χωρικός στη γαλέρα και τα χωράφια ή τα αμπέλια του έμεναν ακαλλιέργητα, να μη διατρέχει τον κίνδυνο απώλειας χρήσης τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις όλη η κοινότητα του χωριού (commun’ del casale), να τα καλλιεργεί με έξοδά της και οι φεουδάρχες να βοηθούν κατά τη συγκομιδή. Ο αγρότης με τη γυναίκα και τα παιδιά του, έπρεπε να εισπράττει ό,τι του αναλογούσε. Διαφορετικά, τα εδάφη αυτά έπρεπε να πωλούνται και τα χρήματα να τα φυλάσσει ο κοντόσταβλος (contestabile) του χωριού και να του τα παραδίδει κατά την επιστροφή του. Επίσης, κατά την απουσία των υπηρετούντων στη γαλέρα, απαγορευόταν οι φεουδάρχες να παρενοχλούν τους αντιπροσώπους (intervenienti) των χωρικών για θέματα σχετιζόμενα με τα ενοικιαζόμενα χωράφια. Αυτά, μένοντας ακαλλιέργητα, δεν παρήγαν τα δημητριακά που συνήθως καταβάλλονταν έναντι μίσθωσης215.

Ωστόσο, παρά τα μέτρα, ο εξοπλισμός των γαλερών αποδεικνυόταν ακανθώδες ζήτημα. Την άνοιξη του 1577, όταν ξεκίνησε η διαδικασία εξεύρεσης των κωπηλατών, παρατηρήθηκαν τα ίδια προβλήματα με τις προηγούμενες χρονιές. Πολλοί χωρικοί, που είχαν κληρωθεί, κρύβονταν από τους φεουδάρχες τους και σύχναζαν στο Χάνδακα αποφεύγοντας την κατάταξη. Στις 28 Μαρτίου 1577 διαμηνύθηκε πως όσα πρόσωπα, οποιασδήποτε κοινωνικής θέσης, έκρυβαν στα σπίτια τους χωρικούς που είχαν κληρωθεί για υπηρεσία όφειλαν ως την επομένη να τους εμφανίσουν στην υπηρεσία εξοπλισμού γαλερών (officio dell’armamento). Οι παραβάτες και όσοι γενικά βοηθούσαν τους χωρικούς θα εξορίζονταν και θα πλήρωναν 50 τσεκίνια για κάθε κωπηλάτη που θα είχαν στα σπίτια τους. Οι κωπηλάτες, που δεν εμφανίζονταν στις γαλέρες το επόμενο τριήμερο, θα θεωρούνταν χρεοφειλέτες (faliti). Όταν συλλαμβάνονταν, θα τοποθετούνταν στη γαλέρα των καταδίκων και θα κωπηλατούσαν με σίδερα στα πόδια για δύο χρόνια216.

Η απροθυμία λοιπόν των κατοίκων να υπηρετήσουν στις γαλέρες οφειλόταν σε πολύ συγκεκριμένους λόγους και όχι στο ότι αυτοί ήταν «αγροίκοι και ανίκανοι να καταλάβουν» τα επιχειρήματα με τα οποία προσπαθούσαν να τους πείσουν, ούτε απέφευγαν τη στράτευση από φυσική δειλία. Άλλωστε, η φυγή στα όρη και στα ξερονήσια ευνοούνταν από την έλλειψη ενός αποτελεσματικού κρατικού μηχανισμού που θα μπορούσε να ελέγξει ουσιαστικά την κατάσταση, καθώς και από τα συμφέροντα των φεουδαρχών και των τοπικών αρχόντων217.

215 Τσικνάκης, «Περιοδεύοντας», σ. 187-188. 216 Τσικνάκης, «Περιοδεύοντας», σ. 187-188. 217 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ.112-113.

94

Αυτή η αποστροφή των αγροτών της Κρήτης για την αγγαρεία της θάλασσας οδήγησε σταδιακά στην εισαγωγή του συστήματος των αντισκάρων, δηλαδή των επί πληρωμή αντικαταστατών. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι όποιος δεν επιθυμούσε να υπηρετήσει στις γαλέρες θα μπορούσε, βάσει του νόμου, να μεριμνήσει για την εξεύρεση κάποιου ανθρώπου ικανού να τον αντικαταστήσει στο κουπί, τον οποίο θα αναλάμβανε να πληρώσει ο ίδιος. Στα ελληνικά κείμενα ο όρος που χρησιμοποιήθηκε για τον αντικαταστάτη αυτόν ήταν αντισκάρης και στα ιταλικά antiscaro. Χαρακτηριστικό παράδειγμα καιροσκόπων οι αντισκάροι, επιδίωκαν να αποκομίσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο οικονομικό όφελος εκμεταλλευόμενοι τη δεινή θέση των χωρικών, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να πουλήσουν όλα τους τα υπάρχοντα προκειμένου να εξασφαλίσουν τα 15 ή και 20 ακόμα τσεκίνια που απαιτούνταν. Έτσι, ακόμη περισσότεροι εξωθούνταν στην επιλογή της φυγής στα βουνά, εφόσον μάλιστα τους εξασφάλιζε ατιμωρησία ο φεουδάρχης. Φυσικά, με την επιστροφή τους στο χωριό οι φυγάδες χωρικοί βρίσκονταν εντελώς υποταγμένοι σε αυτόν. Έτσι γινόταν παράδειγμα και στους άλλους χωρικούς που, δείχνοντας και αυτοί την ίδια τέλεια υποταγή στον φεουδάρχη για να τους σώσει από την υπηρεσία στις γαλέρες, δεν διέφεραν από εξαθλιωμένους παροίκους.218

Συνεπώς, από την όλη διαδικασία ευνοημένοι έβγαιναν μόνο οι φεουδάρχες. Το σύστημα της αντικατάστασης των υπόχρεων με antiscari υπήρξε επιζήμιο για τα συμφέροντα των Βενετών κυριάρχων και για το λόγο αυτό αρκετοί γενικοί προβλεπτές εισηγήθηκαν μέτρα για την περιστολή ή την κατάργησή του. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα υπήρξαν οι ενέργειες του Giacomo Foscarini, ο οποίος στην προσπάθειά του να ανασυγκροτήσει το ναυτικό της Κρήτης διέταξε να τηρούνται τακτικοί στρατολογικοί κατάλογοι με αυστηρότητα και να υποχρεώνονται να υπηρετούν στις γαλέρες οι ίδιοι χωρικοί, χωρίς τη δυνατότητα να αντικαθίστανται από αντισκάρους. Ωστόσο η απαγόρευση δεν ίσχυσε. Ο θεσμός των αντισκάρων διατηρήθηκε ως τα τελευταία χρόνια της βενετικής κυριαρχίας. Η αποφυγή της ναυτικής υπηρεσίας ήταν ένα φαινόμενο πολύ συνηθισμένο όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά σε όλες τις χώρες την εποχή εκείνη. Οι άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη ναυτολόγηση, οι θανάσιμοι κίνδυνοι και ο μόνιμος εκβιασμός για απώλεια των περιουσιακών στοιχείων συνιστούσαν υπερβολικά μεγάλες θυσίες για έναν πόλεμο, από την έκβαση του οποίου οι ίδιοι οι υπόχρεοι δεν περίμεναν τίποτα. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ναυτολόγηση 14.000 περίπου ανδρών το 1570 και το 1571 είχε βαρύτατες οικονομικές και δημογραφικές επιπτώσεις για τον κρητικό πληθυσμό, αφού πολλοί Κρητικοί

218 Δετοράκης, «Η αγγαρεία της θάλασσσας», σ. 73-74.

95

εγκατέλειψαν τις εργασίες τους, ενώ περισσότεροι από 4.000 χάθηκαν, κατά το μεγαλύτερο μέρος αρκετά νέοι219.

Οι κυριότερες από τις κτήσεις της Βενετίας στο Ιόνιο είχαν επίσης την υποχρέωση να διατηρούν μία ή περισσότερες γαλέρες, με δική τους δαπάνη για την επάνδρωσή τους και με δικούς τους κυβερνήτες (τριηράρχες, σοπρακόμιτοι- sopracomiti). Η εκλογή των σοπρακόμιτων κάθε νησιού γινόταν με ψηφοφορία από το Συμβούλιο των Ευγενών. Η δαπάνη για την εκπλήρωση των καθηκόντων του σοπρακόμιτου ήταν ιδιαίτερα υψηλή, καθόσον η βενετική Πολιτεία παρέδιδε το πλοίο εφοδιασμένο με ολόκληρο τον οπλισμό του, αλλά τη συντήρηση, τη μισθοδοσία του πληρώματος και τα λοιπά έξοδα αναλάμβανε ο τριηράρχης. Από τα Ιόνια Νησιά μόνον η Κέρκυρα, η Κεφαλονιά και η Ζάκυνθος είχαν την υποχρέωση επάνδρωσης γαλερών. Βάσει των άρθρων 11 και 12 των «Προνομίων της κοινότητας της Αγίας Μαύρας», η Λευκάδα είχε απαλλαγεί από την υποχρέωση να εξοπλίζει γαλέρα, πράγμα που οφειλόταν στους αυξημένους κινδύνους επιδρομών από την περιοχή της Ακαρνανίας και στο γεγονός ότι κρινόταν απαραίτητο οι ολιγάριθμοι κάτοικοί της να είναι πάντοτε διαθέσιμοι για την υπεράσπισή της στην ξηρά220.

Σχετικά με την επάνδρωση των συνολικά πέντε γαλερών που τα τρία μεγάλα νησιά (Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά) έπρεπε να συντηρούν, η στρατολογία των απαιτουμένων 395 ενόπλων ανδρών των πληρωμάτων γινόταν από τους συνδίκους μεταξύ των χωρικών, ηλικίας 18-45 ετών. Μεταξύ των εγγραφομένων στους σχετικούς καταλόγους γινόταν κλήρωση για ενιαύσια θητεία. Το 1606 ο γενικός προβλεπτής της θάλασσας Pasqueligo, εκτιμώντας το βαθμό της ναυτικής ανάπτυξης των Νησιών, εξέδωσε διάταγμα κατά το οποίο εν καιρώ πολέμου της Βενετίας η Κεφαλονιά ήταν υποχρεωμένη να εξοπλίζει τρεις γαλέρες, η Ζάκυνθος δύο και η Κέρκυρα μία, οι δε κυβερνήτες τους ευθύνονταν για την επάνδρωση των γαλερών τους221.

Πάντως δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η έκταση της στρατολογίας στα νηστιά του Ιονίου, η οποία διαφέρει από περίοδο σε περίοδο με βάση τις ανάγκες του στόλου. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι το καλοκαίρι του 1570 ο γενικός προβλεπτής της θάλασσας Hieronimo Zane, προκειμένου να επανδρώσει τις γαλέρες του στόλου για τον πόλεμο της Κύπρου, στρατολόγησε σύμφωνα με τις μαρτυρίες 2.000 άτομα μόνο από την Κεφαλονιά ως κωπηλάτες. Μαρτυρείται ότι από αυτούς επέστρεψαν ζωντανοί

219 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ.112-113. 220 Μαχαιράς, Η Λευκάς επί Ενετοκρατίας, σ. 56. 221 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 378-379.

96

μόλις 100 άνδρες. Έτσι, δεν θα είναι υπερβολή να πούμε ότι και στο Ιόνιο, όπως και στην Κρήτη, η αγγαρεία στις γαλέρες ήταν η επαχθέστερη από όλες τις υπόλοιπες μορφές αγγαρείας, δεδομένου ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις ισοδυναμούσε με θάνατο. Ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μοίρα του αγγαρευομένου δεν είχε τόσο τραγική κατάληξη, και μόνο οι συνθήκες της διαβίωσης στη γαλέρα αποτελούσαν μία εμπειρία που δοκίμαζαν τις αντοχές του. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε περιόδους μαζικής επιστράτευσης μαζικές ήταν και οι διαθήκες που συντάσσονταν από τους υπόχρεους πριν από την αναχώρησή τους222.

Όπως και στην Κρήτη, οι υπόχρεοι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν οτιδήποτε θα τους εξασφάλιζε την απαλλαγή τους από την επαχθή αυτή υπηρεσία, που συνδεόταν με τόσες κακουχίες και κινδύνους. Για το λόγο αυτό δημιουργήθηκε ένα σύστημα αντικαταστατών, αντίστοιχο με εκείνο των αντισκάρων, οι οποίοι στην Κέρκυρα ονομάζονταν σκαντζαδούροι. Οι αντικαταστάτες αναλάμβαναν αντί αδράς αμοιβής νόμιμα την αντικατάσταση όσων δεν ήθελαν να υπηρετήσουν στις γαλέρες και είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν223.

2.5.3 Η αγγαρεία στις αλυκές.

Ο έλεγχος της προσφοράς και της ζήτησης του αλατιού της Μεσογείου και το μονοπώλιό του στις αγορές της Βορείου Ιταλίας και της Κεντρικής Ευρώπης υπήρξε εξαιρετικής σημασίας για τη εξασφάλιση μίας σημαντικής θέσης της Βενετίας ανάμεσα στις ευρωπαϊκές οικονομίες και είναι ενδεικτικό ότι η παραβίαση του μονοπωλίου θεωρείτο casus belli. Είναι γνωστό πως η Βενετία κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια και χρησιμοποίησε κάθε δυνατό μέσο προκειμένου να εξασφαλίσει για τον εαυτό της την προνομιακή αυτή συνθήκη: κατέστρεψε αλυκές, επέβαλε αποκλεισμό στο ανταγωνιστικό αλάτι της Cervia, μείωσε δραστικά τη δική της παραγωγή ώστε να δημιουργήσει τεχνητή έλλειψη, οδήγησε σε μαρασμό αλυκές επιβάλλοντας πολύ υψηλή φορολογία επί των εξαγωγών, εκμεταλλεύτηκε την έλλειψη του αλατιού στις περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, καθώς και των Κεντρικών Βαλκανίων και δημιούργησε τεχνητή έλλειψη ακόμα και σε περιοχές οι οποίες διέθεταν τη δυνατότητα παραγωγής αλατιού. Παράλληλα πέτυχε να θέσει υπό τον πολιτικό και οικονομικό της έλεγχο πολλά λιμάνια, ενώ υποχρέωσε την Ουγγαρία να σταματήσει την καλλιέργεια αλυκών και πήρε στα χέρια της τη μεταφορά των ορυκτών αλάτων σε περιοχές της Νότιας Γερμανίας και της Κροατίας. Απαγόρευσε στους λαούς της Αδριατικής να

222 Ζαπάντη, Κεφαλονιά, σ. 324-326. 223 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 374.

97

μεταφέρουν το αλάτι τους και υποχρέωσε τους κατοίκους της Βόρειας Ιταλίας να χρησιμοποιούν αλάτι από τις βενετικές αποθήκες. Τέλος, επέκτεινε τις αγορές του αλατιού μέσω προνομιούχων εμπόρων, οι οποίοι μετέφεραν το προϊόν από τις πόλεις παραγωγούς στις αποθήκες άλατος της Βενετίας, από όπου άλλη ομάδα προνομιούχων εμπόρων το διένειμε στο Stato da Terra με τη μεσολάβηση του Ufficio del Sal και των φοροεισπρακτόρων. Όλα αυτά τα ζητήματα έχουν μελετηθεί επαρκώς και δεν είναι το ζητούμενο σε αυτή τη μελέτη να επεκταθούμε σε αυτά 224.

Σκοπός μας όμως είναι να καταδείξουμε πως η συνεισφορά των υπόχρεων σε αγγαρεία αγροτικών στρωμάτων των ελληνόφωνων βενετικών κτήσεων όπου υπήρχαν αλυκές περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές (Λάρνακα και Λεμεσός, Αργολίδα, Ελούντα και Σούδα, Κέρκυρα, Λευκάδα, Ζάκυνθος) υπήρξε καίρια στο ζήτημα αυτό, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι οι κυρίαρχοι βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στο σύστημα της αγγαρείας τόσο για εργασίες που σχετίζονταν με τη διαδικασία συγκομιδής και παραγωγής αλατιού όσο και για τις κατασκευαστικές και επισκευαστικές εργασίες στις αλυκές κάθε φορά που προέκυπτε ανάγκη225.

Δε θα μπορούσαμε στο ξεκίνημα του κεφαλαίου αυτού παρά να αναφερθούμε πρώτα στην περίπτωση της Κύπρου, όπου το αλάτι διαδραμάτισε ήδη από το Μεσαίωνα ένα σημαντικότατο ρόλο στο εξαγωγικό εμπόριο του νησιού και κατ’ επέκταση στην οικονομία της Κύπρου. Η παρασκευή και το εμπόριό του υπήρξαν ιδιαίτερα προσοδοφόρα δραστηριότητα ακριβώς επειδή, χάρη στις πολλαπλές του

224 Βλ. πρωτίστως τις μονογραφίες του Hocquet, Venise et le monopole du sel, τ. 1-2˙ Ο ίδιος, Le saline dei Veneziani e la crisi del tramonto del Medioevo˙ o ίδιος, Le sel et la fortune de Venise, τ. 1-2﮲ Tenenti, «Il sale nella storia di Venezia», σ. 15-26. 225 Ειδικά για τον ελλαδικό χώρο βλ. κυρίως τις εξής μελέτες: Ανδρεάδης, Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τ. Β΄, σ. 296-309˙ Πεντόγαλος, «Πληροφορίες για αλυκές στην Κεφαλονιά τον 16ο αιώνα», σ. 83-87˙ Αριστείδου, «Αλάτι», σ. 344-346˙ η ίδια, «Η παραγωγή υφασμάτων, αλατιού και ζαχάρεως στη λατινοκρατούμενη Κύπρο: τεχνικές παραγωγής και διαδικασία εμπορίου », σ. 56-60· Κολυβά - Καραλέκα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο», σ. 47-74˙ Λαμπρινού, «Οι αλυκές της Λευκάδας», σ. 61-65· η ίδια, «Τρία ενετικά μνημεία», σ. 37-108﮲ Μιχαηλάρης «Από το Ιόνιο στη χώρα των Γρισώνων: Τα ταξίδια του λευκαδίτικου αλατιού το 18ο αιώνα», σ. 166-171· ο ίδιος, «Αλυκές Λευκάδας (18ος αι.)», σ. 51-60· Αρακαδάκη, «Οι αλυκές της Ελούντας μέσα από τις επιστολές του Zeno (1640-1644)», σ. 102-115˙ η ίδια, «Στις αλυκές της Ελούντας: ιστορίες και ταλαιπωρίες της αλατοπαραγωγής στα χρόνια της Βενετοκρατίας», σ. 33-42· Παγκράτης, «Οι αλυκές της Κέρκυρας », σ. 45-50· Καλαφάτης, Παγκράτης, Συνοδινός, «Συνοπτική καταγραφή βασικών πηγών και βιβλιογραφίας περί αλυκών Επτανήσου», σ. 319-330· Σημαντικότατες είναι και οι μελέτες της Αγγελικής Πανοπούλου, «Αλυκές και παραγωγή αλατιού στην Πελοπόννησο με βάση το Αρχείο Grimani (1698-1700)», σ. 305-329· η ίδια, «Παραγωγή και εμπόριο αλατιού στην Πελοπόννησο (13ος-16ος αι.)», σ. 157-179· η ίδια, «Από την τεκμηρίωση της ιστορίας των αλυκών», σ. 121-131· η ίδια, «Αλυκάριοι-εργάτες-αγρότες», σ. 271-299.

98

χρήσεις, το αλάτι υπήρξε είδος πρώτης ανάγκης στη μαγειρική, στη συντήρηση τροφίμων, στην παρασκευή ζωοτροφών και σε κάποιους κλάδους της βιοτεχνίας. Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες του Μεσαιωνικού Βασιλείου και σε ολόκληρη τη διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας, το αλάτι αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα του νησιού226.

Το κυπριακό αλάτι, εκτός βέβαια από τις ανάγκες του ίδιου του νησιού, κάλυπτε και μέρος των αναγκών του πληθυσμού της Βενετίας και άλλων κτήσεών της, καθώς και μέρος των εξαγωγικών της αναγκών. Η Κύπρος την περίοδο εκείνη διέθετε δύο αλυκές: η μία βρίσκονταν στη Λεμεσό και η άλλη, η μεγαλύτερη και σημαντικότερη του νησιού, επάνω στην ακτογραμμή της Λάρνακας. Το αλάτι που παραγόταν και από τις δύο αυτές αλυκές κατά τη βενετική περίοδο αποτελούσε κρατικό μονοπώλιο και φυλασσόταν σε δημόσιες αποθήκες. Επειδή ήταν είδος πρώτης ανάγκης, προσφερόταν και για την επιβολή φόρων και δασμών για την αύξηση των εσόδων του κράτους, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω227.

Η περίμετρος της αλυκής της Λάρνακας κατά την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας έφθανε τα δύο μίλια. Η παραγωγή αλατιού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε από αυτή καλύπτονταν οι εγχώριες ανάγκες και περίσσευαν σημαντικές ποσότητες, από τις οποίες κάθε χρόνο φόρτωναν εβδομήντα περίπου πλοία. Διασώζονται έγγραφα, σύμφωνα με τα οποία τόσο η Γερουσία της Βενετίας όσο και η Γερουσία της Ραγούζας ανάγκαζαν τα πλοία τους που περνούσαν από την Κύπρο να ξεφορτώνουν τα φορτία τους και να φορτώνουν αλάτι για να το μεταφέρουν στη χώρα τους. Η Βενετία από το αλάτι των αλυκών της Κύπρου πραγματοποιούσε ετήσια έσοδα ύψους 300.000 δουκάτων228.

Στην Κύπρο, το αλάτι υπήρξε ίσως ο πιο σημαντικός τακτικός χρηματικός πόρος των Βενετών, εφόσον τα έσοδα που προέκυπταν από το φόρο του αλατιού έφθαναν το μισό του συνόλου των εσόδων του Δημοσίου. Το κυπριακό αλάτι παρασκευαζόταν στις αλυκές της Λάρνακας. Αποτελούσε μονοπώλιο του κράτους, το οποίο το διέθετε στον κυπριακό πληθυσμό με την καταβολή ενός καθορισμένου και υποχρεωτικού πάγιου αντιτίμου από μέρους κάθε δικαιούχου καταναλωτή. Ο φόρος αυτός, που στην ουσία είχε χαρακτηριστικά κεφαλικού φόρου, είχε επιβληθεί από την εποχή των Λουζινιάν και επιβάρυνε τους αγροτικούς πληθυσμούς. Οι Βενετοί διατήρησαν το φόρο αυτό και

226 Αριστείδου, «Η παραγωγή», σ. 56· Hocquet, Venise et le monopole du sel, τ. 1, σ. 243-257 και .ειδικά 248-249﮲ o ίδιος, Le sel, σ. 76-79, 98-100, 209-216 227 Αριστείδου, «Η παραγωγή», σ. 57. 228 Αριστείδου, «Η παραγωγή», σ. 59.

99

φαίνεται ότι ήδη από τα πρώτα χρόνια της παρουσίας τους στο νησί όλοι οι άνδρες πάροικοι και ελεύθεροι χωρικοί άνω των 16 ετών υποχρεώνονταν να πληρώνουν κάθε χρόνο για το αλάτι 1 βυζάντιο κατά κεφαλή, δηλαδή γύρω στο 1/10 του βενετικού δουκάτου. Η απαίτηση για την καταβολή του ποσού αυτού, το οποίο ήταν πάνω από τις οικονομικές τους δυνάμεις, σε συνδυασμό με τις αυθαιρεσίες και τις εις βάρος τους καταχρήσεις από την πλευρά των επιστατών και των ανάδοχων επιχειρηματιών της διανομής του αλατιού και της είσπραξης του φόρου, δημιουργούσαν μία δυσβάστακτη πραγματικότητα για τους χωρικούς, οι οποίοι αναζητούσαν κάθε πιθανή διέξοδο σωτηρίας, όπως ήταν η εγκατάλειψη του νησιού. Μοναδική εναλλακτική λύση που εξασφάλιζε την απαλλαγή από το φόρο αυτό ήταν η αντιπαροχή προσωπικής αγγαρείας με χειρωνακτική εργασία στις αλυκές229.

Όσον αφορά στην παραγωγή αλατιού στην Κρήτη, η βενετική Γερουσία είχε ενδιαφερθεί για την αξιοποίησή τους από το 1303, όταν είχε στείλει ειδικούς μηχανικούς για να μελετήσουν τις δυνατότητες ανάπτυξης αλυκών στο νησί. Αλυκές μνημονεύονται από το 15ο αιώνα στην επαρχία Πυργιώτισσας (1409, 1426), στη Σούδα και στην ακτή του Καρτερού (1429). Το 1479 έχουμε και την πρώτη έγκυρη πληροφορία για την ύπαρξη αλυκών στη Σπιναλόγκα. Το ενδιαφέρον των Βενετών για τις κρητικές αλυκές αυξήθηκε κατά πολύ μετά την ατυχή έκβαση του Κυπριακού πολέμου (1570-1573), κατά τον οποίο έχασαν την Κύπρο μαζί με τη μεγάλη αλατοπαραγωγή της. Έτσι προς τα τέλη του 16ου αιώνα, με τις φροντίδες του γενικού προβλεπτή Giacomo Foscarini, που υπηρέτησε στην Κρήτη το 1574-1575, καταβλήθηκαν συστηματικές προσπάθειες για την ανάπτυξη και την καλύτερη εκμετάλλευση των κρητικών αλυκών. Σημαντικότερες ήταν εκείνες στον κόλπο της Σούδας οι οποίες, το 1583, ανέρχονταν σε 175. Αργότερα, το 1610, διατυπώθηκαν προτάσεις για την αξιοποίηση 100 αλυκών στον Αρμυρό Ηρακλείου, ενώ το 1630 ο μηχανικός Francesco Basilicata υποστήριζε στην έκθεσή του ότι η λειτουργία των αλυκών στο Παλαιόκαστρο της Σητείας θα απέδιδε αρκετά, ώστε να αποσβεσθεί σε σύντομο διάστημα η δαπάνη για την οχύρωση με φρούριο του λιμανιού αυτού, που αποτελούσε μόνιμο στέκι πειρατών. Σταθμός στην ανάπτυξη των αλυκών της Σπιναλόγκας υπήρξε η οχύρωση του λιμανιού το 1579, με την ανέγερση του σωζόμενου μέχρι σήμερα ισχυρότατου φρουρίου, στη βραχονησίδα που βρίσκεται στην είσοδό του. Έκτοτε το λιμάνι λυτρώθηκε από τη μάστιγα των πειρατών και οι αλυκές μπόρεσαν απρόσκοπτα πλέον να λειτουργήσουν, μολονότι τα τεχνικά, οικονομικά και γραφειοκρατικά προβλήματα συνήθως δεν έλειπαν. Σύμφωνα με τον Πέτρο

229 Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 68-69.

100

Καστροφύλακα, το 1583 υπήρχαν στο λιμάνι στης Σπιναλόγκας συνολικά 42 αλυκές ιδιωτών, αριθμός που δεν αυξήθηκε καθόλου για πολλά χρόνια, όπως θα δούμε στη συνέχεια230.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι στις αλυκές τις Κρήτης απασχολήθηκαν γηγενείς αγρότες με το σύστημα της αγγαρείας, συνήθως σε επισκευαστικές εργασίες. Μία εικόνα των εργασιών αυτών μπορούμε να αποκομίσουμε μέσα από τις περιγραφές του τελευταίου προβλεπτή των αλυκών της Σπιναλόγγας (provveditor delle saline di Spinalonga) Nicolo Zeno. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, οι συγκεκριμένες αλυκές παρουσίαζαν σημαντικότατα προβλήματα, τα οποία όμως καθησύχαζε τη Βενετία ότι θα μπορούσε να επιδιορθώσει με τη συμβολή των αγγαρικών. Οι εργασίες που ιδανικά θα πραγματοποιούνταν ήταν οι εξής:

α) Για τα νερά που διαπερνούσαν το εξωτερικό ανάχωμα προς τη θάλασσα και έφθαναν στα τηγάνια, ως αποτελεσματική λύση πρότεινε την προσθήκη δεύτερου τοιχίου με ασβεστοκονίαμα σε μικρή απόσταση έξω από το πρώτο και το γέμισμα του μεταξύ τους κενού με επιχωμάτωση.

β) Για το μεγάλο βάθος ορισμένων τηγανιών, που επέτρεπε στα νερά να διαπερνούν τους βραστήρες δυσχεραίνοντας την κρυστάλλωση του αλατιού, πρότεινε την ανύψωση των πυθμένων τους με επιχωμάτωση.

γ) Έκρινε απαραίτητη την πλακόστρωση των πυθμένων στα περισσότερα τηγάνια της αλυκής. Δουλειά των αγγαρικών εδώ θα ήταν να κόψουν τις πλάκες, να τις μεταφέρουν και να τις χρησιμοποιήσουν χωρίς άλλη κατεργασία.

δ) Η περιμετρική τάφρος θα έπρεπε να εκβαθυνθεί, προκειμένου να μη συσσωρεύονται ακαθαρσίες. Επίσης έπρεπε να επιδιορθωθεί το ανάχωμα που χώριζε τις αλυκές από τη γύρω ύπαιθρο, για να προστατεύεται η περιμετρική τάφρος από την πτώση χωμάτων και ο χώρος από τις επιδρομές των ζώων που βρίσκονταν εκεί κοντά231.

Σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος περιγράφει, για την επιτυχή ολοκλήρωση των εργασιών αυτών, εκτός από την εργασία εξειδικευμένων μαστόρων και κτιστών από τις Καρές, ήταν απαραίτητη και η συνδρομή των αγγαρικών της ευρύτερης περιοχής. Συγκεκριμένα ανέμενε ότι θα προσέφεραν υπηρεσία στα έργα των αλυκών συνολικά 60 αγγαρικοί ανά εβδομάδα. Στην πραγματικότητα όμως, στη διάρκεια των 58 ημερών

230 Αρακαδάκη, «Στις αλυκές της Ελούντας», σ. 34 231 Αρακαδάκη, «Στις αλυκές της Ελούντας», σ. 41.

101

κατά τις οποίες ο ίδιος παρέμεινε στις αλυκές παρουσιάστηκαν για εργασία συνολικά μόλις 50 χωρικοί. Οι υπόλοιποι επικαλέστηκαν άλλες υποχρεώσεις στις αγροτικές τους εργασίες, ενώ πολλοί από αυτούς προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στα οχυρωματικά έργα που εκείνο το διάστημα και μέχρι το 1654 βρίσκονταν σε εξέλιξη και τα οποία βέβαια είχαν απόλυτη προτεραιότητα εν όψει του πολέμου. Οι λιγοστοί αγγαρικοί που τελικά συμμετείχαν στα έργα των αλυκών υποχρεώθηκαν να κατασκευάσουν εξαρχής τέσσερις αλυκές μετατρέποντας κάποιους άχρηστους βραστήρες, επιδιόρθωσαν άλλους δύο και άρχισαν μία νέα αλυκή που όμως έμεινε ημιτελής λόγω του ότι τα εργατικά χέρια δεν επαρκούσαν 232.

Στην περιοχή του Ιονίου οι αλυκές που είχαν τη μεγαλύτερη σημασία για την παραγωγή και το εμπόριο του αλατιού ήταν εκείνες της Λευκάδας, οι οποίες υπήρχαν στο νησί από την περίοδο ακόμα της κυριαρχίας των Τόκκων (1362-1479). Οι τελευταίοι κατασκεύασαν αλυκές εκτάσεως πεντακοσίων χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Οι Βενετοί τις επέκτειναν, ώστε στις αρχές του 18ου αιώνα να φτάσουν τα εφτακόσια πενήντα χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα και φαίνεται ότι οι αλυκάριοι ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται στις αλυκές, δηλαδή επρόκειτο για αγγάρευση. Οι αγγαρικοί αυτοί προέρχονταν από τα πλησιέστερα προς τις αλυκές χωριά και απαλλάσσονταν από κάθε άλλη μορφή αγγαρείας233.

Όσον αφορά στην αγγαρεία στις αλυκές της Κέρκυρας, διαθέτουμε πολύ πιο συγκεκριμένες πληροφορίες, εφόσον πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο έχει μελετηθεί από τον Γεράσιμο Παγκράτη234. Οι εργαζόμενοι στις οκτώ αλυκές του νησιού, οι οποίες βρίσκονταν στη Λευκίμμη, στην Παλαιόπολη και στον Ποταμό, αγγαρεύονταν τόσο για την εργασία στα αλατωρυχεία όσο και για τη μεταφορά του αλατιού. Ο ορισμός των υπόχρεων εργασίας στις αλυκές (arrolati) είχε ανατεθεί στους πρόκριτους συγκεκριμένων αγροτικών κοινοτήτων (communi), οι οποίοι όφειλαν να παρουσιάζουν κάθε δύο χρόνια στη γραμματεία του προβλεπτή το σχετικό ονομαστικό κατάλογο. Αρχικά η μισθοδοσία τους βάρυνε το Δημόσιο και από το 1681 και μετά τον εκμισθωτή. Το ύψος της πληρωμής τους εξαρτιόταν από την ποσότητα του αλατιού που

232 Αρακαδάκη, «Στις αλυκές της Ελούντας», σ. 41-42. 233 Μιχαηλάρης, «Από το Ιόνιο στη χώρα των Γρισώνων», σ. 167. Για τις αλυκές της Λευκάδας βλ. και Μιχαηλάρης, «Αλυκές Λευκάδας (18ος αι.)», σ. 51-60· Λαμπρινού, «Τρία ενετικά μνημεία», σ. 54-60﮲ η ίδια, «Οι αλυκές της Λευκάδας», σ. 61-65· Μαχαιράς, Η Λευκάς, σ. 172-188· Ρούσσου, «Αλυκές Λευκάδας: σημειολογία μιας καθημερινότητας», σ. 151-156· Hocquet, Le sel, τ. 1, σ. 89-91﮲ Ανδρεάδης, Περί της οικονομικής διοικήσεως, τ. Β΄, σ. 296-309. 234 Παγκράτης, «Οι αλυκές της Κέρκυρας», σ. 45-50. Άλλες σημαντικές μελέτες: Ασπιώτης - Καμονάχου, Οι αλυκές Λευκίμμης στη νεότερη εποχή: το αλάτι, ο χώρος, οι άνθρωποι (1864-1993), σ. 22-27· Hocquet, Le sel, τ. 1, σ. 89-91· Ανδρεάδης, Περί της οικονομικής διοικήσεως, τ. Β΄, σ. 296-309.

102

παρήγαγαν. Το γεγονός ότι προβλεπόταν κάποια αμοιβή δεν σημαίνει βέβαια ότι οι αλυκάριοι της Κέρκυρας ήταν κανονικοί έμμισθοι εργαζόμενοι. Ο Γεράσιμο Παγκράτης έχει αποδείξει ότι το καθεστώς της εργασίας τους ήταν εκείνο των αγγαρευομένων, παρ’ όλο που στις πηγές γίνεται λόγος για «εθελοντική εργασία»235.

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι εργαζόμενοι στις αλυκές της Κέρκυρας καταγράφονταν

υποχρεωτικά σε ειδικούς καταλόγους (arrolati), οι οποίοι στέλνονταν κάθε δύο χρόνια στο γραφείο του προβλεπτή, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους αγγαρευομένους στις γαλέρες ή στα οχυρωματικά έργα. Ο μόνος τρόπος να αποφύγει κανείς την παροχή υπηρεσίας στις αλυκές ήταν η πρόσληψη σκαντζαδούρου, δηλαδή αντικαταστάτη, όπως ακριβώς θα έπραττε και για την υπηρεσία στις γαλέρες. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπόχρεων σε υπηρεσία στις αλυκές καθορίστηκαν με διατάξεις το 1737. Σ’ αυτές αναφερόταν με σαφήνεια ότι ο αριθμός τους θα έπρεπε να παραμένει αμετάβλητος, όπως ακριβώς και εκείνος των αχθοφόρων, και για το ζήτημα αυτό ορίζονταν υπεύθυνοι οι πρόκριτοι των αγροτικών κοινοτήτων, γεγονός που δηλώνει με σαφήνεια ότι η εργασία στις αλυκές ήταν επιβεβλημένη υποχρεωτικά. Οι υπόχρεοι σε υπηρεσία όφειλαν να βρίσκονται στο χώρο των αλυκών για ένα περίπου εξάμηνο, δηλαδή καθόλη τη χρονική διάρκεια της παραγωγικής περιόδου, ενώ απαλλάσσονταν από την υποχρέωση για οποιαδήποτε άλλη αγγαρεία. Σε όλο αυτό το διάστημα οι εργαζόμενοι στις αλυκές δεν είχαν το δικαίωμα να απομακρυνθούν καθόλου χωρίς την άδεια του ενοικιαστή ή του νόμιμου αντιπροσώπου του. Ήταν σχεδόν αδύνατο να πετύχει κανείς την εξαίρεσή του από τη συγκεκριμένη αγγαρεία, εκτός και εάν είχε ξεπεράσει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του, αν ήταν εξόριστος ή επικηρυγμένος, μοναχός ή ιερέας. Για οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, όπως σοβαρή ασθένεια, ο προβλεπτής και ο εκμισθωτής θα έκριναν αν ο υπόχρεος θα έπρεπε να εξαιρεθεί. Οι υπόχρεοι πληρώνονταν με βάση το προϊόν που παρήγαγαν και εισέπρατταν επιπλέον μερίδιο στην παραγωγή, άλλοτε σε είδος κι άλλοτε σε χρήμα, όπως ακριβώς οι αλυκάριοι της Ζακύνθου, οι οποίοι διέπονταν από το ίδιο καθεστώς «εθελοντικής εργασίας». Η κυρίως αγγαρεία στις αλυκές αφορούσε τη μεταφορά του αλατιού στις αποθήκες. Για το σκοπό αυτό οι πρόκριτοι των αγροτικών κοινοτήτων που βρίσκονταν κοντά στις αλυκές (γέροντες, πρωτόγεροι, κοντόσταβλοι) υπέβαλλαν στην τοπική βενετική διοίκηση ονομαστικούς καταλόγους των ιδιοκτητών βοδιών και αγελάδων, με βάση στους οποίους θα γινόταν η επιλογή. Από την αγγαρεία της μεταφοράς

235 Παγκράτης, «Οι αλυκές της Κέρκυρας», σ. 47.

103

εξαιρούνταν μόνον όσοι αποδεδειγμένα καλλιεργούσαν τα χωράφια τους και εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν τον αντικαταστάτη τους236.

Και στη Ζάκυνθο όμως η εξασφάλιση των αναγκαίων εργατικών χεριών έγινε με την επιβολή αγγαρείας στους κατοίκους του χωριού Καταστάρι. Η βενετική Πολιτεία, παραχωρώντας την εκμετάλλευση των αλυκών σε κάθε ενοικιαστή - εργολάβο, του παραχωρούσε και την υποχρεωτική εργασία των κατοίκων του χωριού. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι η προσωπική εξάρτηση των αγγαρεύσιμων χωρικών περνούσε από το βενετικό κράτος στον ενοικιαστή και ότι εκείνος είχε το δικαίωμα να ασκεί εξουσία επ’ αυτών. Οι Βενετοί βασίζονταν στο σύστημα της αγγαρείας στις αλυκές για την κάλυψη μίας σειράς αναγκών. Εκτός από τις αλατοπαραγωγικές εργασίες, οι χωρικοί είχαν την υποχρέωση να εκτελούν και κατασκευαστικά έργα ή εργασίες συντήρησης στις υποδομές των Αλυκών. Εργάζονταν δηλαδή και στη διάνοιξη των νέων καναλιών και των αλατοπηγίων, στην εκβάθυνση των παλιών, στις επιχωματώσεις, στην επίστρωση και συμπίεση του δαπέδου των αλατοπηγίων, στον καθαρισμό και στη συντήρησή τους. Ταυτόχρονα, εργάζονταν ως κτίστες και ξυλουργοί, μετέφεραν τα υλικά, ενώ μετέφεραν και φόρτωναν το αλάτι στις βάρκες και στις γαλέρες. Επιπροσθέτως, όπως επισημαίνει η Μ. Κολυβά, στις αλυκές της Ζακύνθου προσέφεραν αγγαρική υπηρεσία όχι μόνο οι άνδρες αλλά και οι γυναίκες και πιθανόν και τα παιδιά σε εργασίες κατάλληλες για τη σωματική τους αντοχή237.

Επίσης, για την υποχρέωση της εργασίας στις αλυκές η Μ. Κολυβά παρατηρεί ότι: «αν λάβουμε την προσφορά της εργασίας των έξι εργάσιμων ημερών ως μονάδα μιας αγγαρείας, την οικογένεια ως μονάδα αγγαρεύσιμων εργατικών χεριών και την υποχρέωση προσφοράς μιας αγγαρείας το μήνα, τότε στις αλυκές εργαζόταν οπωσδήποτε το ¼ περίπου των αγγαρεύσιμων χωρικών κάθε βδομάδα. Έτσι, κάθε οικογένεια, εκπροσωπούμενη από ένα, τουλάχιστον, μέλος της ικανό για εργασία, πραγματοποιούσε 12 αγγαρείες στην διάρκεια του χρόνου και πρόσφερε υποχρεωτικά την εργασία της για 72 εργάσιμες ημέρες. Στα 1528 το σύνολο του πληθυσμού του Κατασταριού ήταν 515 ψυχές και από αυτές 174 άνδρες ηλικίας 14-60. Τα σπίτια του χωριού ήταν 117. Υπολογίζοντας ότι σε κάθε σπίτι αντιστοιχεί και μία αγγαρεύσιμη οικογένεια, τότε κατά μέσον όρο, στις αλυκές εργάζονταν 25-30 περίπου αγγαρεύσιμοι χωρικοί. Στα 1583 το σύνολο των κατοίκων του Κατασταριού ήταν 740 ψυχές και από αυτές ο ανδρικός πληθυσμός, ηλικίας 14-60 χρονών, ανερχόταν σε 227 ψυχές και ο

236 Παγκράτης, «Οι αλυκές της Κέρκυρας», σ. 47-48. Κολυβά - Καραλέκα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο», σ. 52-53. Βλ. και Hocquet, Le sel, τ. 1, σ. 89-91﮲ 237 Ανδρεάδης, Περί της οικονομικής διοικήσεως, τ. Β΄, σ. 296-309.

104

γυναικείος σε 397 ψυχές. Υπολογίζουμε ότι στις αλυκές θα δούλευαν, αναλογικά, 35 περίπου αγγαρεύσιμοι χωρικοί». Στη Ζάκυνθο η κύρια εργασία στις αλυκές περιελάμβανε το μάζεμα του αλατιού σε «βράγες» και στη συνέχεια τη μεταφορά του σε ένα μεγάλο σωρό. Υπολογίζεται ότι οι αγγαρευόμενοι αλυκάριοι λάμβαναν μία αποζημίωση της μίας γαζέτας την ημέρα, καθώς και κάποια ποσότητα αλατιού για την ανταμοιβή μίας «αγγαρείας», που ισοδυναμούσε με την παράδοση μίας προκαθορισμένης ποσότητας αλατιού. Δεν έχουμε καμία πληροφορία σχετικά με την παροχή της καθημερινής σίτισης των αγγαρεύσιμων χωρικών και αν αυτή ήταν μέσα στις υποχρεώσεις ή στις συνήθειες των εκάστοτε ενοικιαστών238.

Η συμμετοχή στην αγγαρεία στις αλυκές προκαλούσε τη δυσαρέσκεια των αγροτών της Ζακύνθου, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι σε κάποιες περιπτώσεις κινητοποιήθηκαν και αντέδρασαν οργανωμένα με στάσεις εργασίας και απεργίες, παρά το γεγονός ότι διακινδύνευσαν τη σύλληψή τους και την επιβολή αυστηρής ποινής φυλάκισης. Φαίνεται μάλιστα ότι πέτυχαν τη βελτίωση των συνθηκών της αγγαρείας των αλυκών, με συνέπεια το 1588 ο τότε ενοικιαστής των αλυκών Piero Zigantello να υποχρεωθεί από τον προβλεπτή να αυξήσει την αποζημίωση των αγγαρευόμενων αλυκαρίων από δύο σε τρία soldi για κάθε mozzo αλατιού που παρέδιδαν στο χώρο όπου σωριαζόταν το αλάτι. Παρατηρούμε ότι η αποζημίωση για την παράδοση της προκαθορισμένης ποσότητας αλατιού δεν γινόταν σε είδος αλλά σε χρήμα. Είναι πολύ πιθανόν αυτός ο τρόπος αποζημίωσης των αγγαρεύσιμων χωρικών και η αύξηση να σταθεροποιήθηκαν κατά τα τέλη του 16ου αιώνα για να καλύψουν την ανάγκη της

αύξησης της παραγωγής, καθώς και της παραγωγικότητας της εργασίας των salineri, μια και η ανάπτυξη της ανταλλακτικής οικονομίας και των εμπορικών μεταφορών και η διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς με τη συνεχή αύξηση του πληθυσμού στη Ζάκυνθο δημιουργούσαν στον εκάστοτε ενοικιαστή την τάση της συνεχούς αύξησης του εμπορευματοποιημένου αλατιού και του εξαγώγιμου περισσεύματος239.

Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε πως, σύμφωνα με κάποιες ενδείξεις, χωρικοί απασχολήθηκαν με το σύστημα της αγγαρείας στη λιμνοθάλασσα Κούταβος της Κεφαλονιάς. Η συγκεκριμένη αλυκή δεν συγκαταλέγεται στις πιο σημαντικές και οι πληροφορίες για τη λειτουργία της δεν είναι πλούσιες. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι οι αλυκές αυτές, που είχαν κατασκευαστεί κατά τα χρόνια της κυριαρχίας των Τόκκων, πέρασαν στην κατοχή των Οθωμανών και έπειτα των Βενετών, οι οποίοι φρόντισαν να

238Κολυβά - Καραλέκα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο», σ. 53-54. 239 Κολυβά - Καραλέκα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο», σ. 53-55.

105

τις αξιοποιήσουν μέσω του συστήματος της ενοικίασης με πλειστηριασμό, όπως είχαν πράξει και στις υπόλοιπες αλυκές του Ιονίου240.

2.5.4 Η πολιτοφυλακή και η υπηρεσία στη φύλαξη ακτογραμμών.

Στης βενετικές κτήσεις είχε συγκροτηθεί ένα σύστημα στρατιωτικών

επικουρικών σωμάτων από ντόπιους άμισθους πολιτοφύλακες ή cernide ή ordinanze, το οποίο λειτουργούσε συμπληρωματικά προς τη βασική φρουρά που αποτελούνταν κυρίως από Ιταλούς μισθοφόρους. Η στελέχωση πεζών αμυντικών σωμάτων από άμισθους εγχωρίους των μεσαίων ή κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων δεν αποτελούσε άγνωστο τύπο στρατολόγησης. Εμπεδωμένη πρώτα στη βενετική Terraferma, η πολιτοφυλακή οργανώθηκε από τους πρώτους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας. Ωστόσο, έλαβε την τελική μορφή της κατά το 16ο αιώνα και ιδιαίτερα κατά την εποχή του δεύτερου βενετο-οθωμανικού πολέμου, όταν η μαχητική ικανότητα του βενετικού στρατού είχε εξασθενίσει. Για να αντιμετωπίσει η Βενετία την κρίση αυτή, εισήγαγε την υποχρεωτική (με επιλογή ή κλήρωση) στρατιωτική θητεία. Καθιέρωσε καταλόγους στρατεύσιμων ανδρών παραγωγικής ηλικίας σε κάθε περιοχή της επικράτειάς της. Από τους άνδρες αυτούς επιλέγονταν ή κληρώνονταν κάθε φορά οι αναγκαίοι πολιτοφύλακες (επίλεκτοι ή κληρωτοί) με κύρια αποστολή τη φύλαξη της ακτογραμμής και άλλες οχυρές θέσεις241.

Βέβαια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, παρά τα εν δυνάμει οφέλη της στο αμυντικό και το κοινωνικό πεδίο, η χορήγηση όπλων στο ντόπιο πληθυσμό υπήρξε απόφαση δύσκολη, αφού, σύμφωνα με αντίθετες πολιτικές θέσεις, η οργάνωση των «επίλεκτων» σωμάτων συνιστούσε καινοτομία επικίνδυνη. Οι Βενετοί γνώριζαν πως είχαν κάθε λόγο να αμφιβάλλουν για τη στάση των γηγενών πληθυσμών απέναντί τους και είχαν πάντα κατά νου ότι οι ένοπλοι στρατιώτες της υπαίθρου θα μπορούσαν να

240 Βλ. Πεντόγαλος, «Πληροφορίες για αλυκές», σ. 83-87. Hocquet, Le sel, τ. 1, σ. 89-91· Ανδρεάδης, Περί της οικονομικής διοικήσεως, τ. Β΄, σ. 296-309. 241 Το σύστημα της πολιτοφυλακής έχει μελετηθεί από τον Ψαρά στη μονογραφία του Ο θεσμός της πολιτοφυλακής στις βενετικές κτήσεις του ελληνικού χώρου (16ος-18ος). Άλλες σημαντικές μελέτες είναι οι εξής: Λαμπρινός, «Τα προνόμια και τα σπαθιά», σ. 9-59· Πλουμίδης, «Κατάλογος στρατεύσιμων Χανίων και Αποκορώνου στην έκθεση του ρέκτορα M.A. Bernardo», σ. 291-351· Pezzolo, «L’archibugio e l’aratro: considerazioni e problemi per una storia delle milizie rurali venete nei secoli XVI e XVII», σ. 59-80· Prelli, L’esercito veneziano nel primo ‘600, σ. 30-39. Βλ. και Σπανάκης, Μνημεία, τ.1, σ. 82-90/ τ.3, σ. 25-30, 34-40/ τ.4, σ. 128-131· Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 89-93.

106

στραφούν εναντίον τους, απειλώντας με ανατροπή την ανώτερη τάξη, αλλά και τη δική τους κυριαρχία στις κτήσεις τους242.

Η στρατιωτική αυτή οργάνωση της πολιτοφυλακής σε κάποιες περιοχές ήταν ενταγμένη στο σύστημα των αγγαρειών και αφορούσε ολόκληρο τον αγροτικό πληθυσμό, ενώ σε άλλες περιπτώσεις αφορούσε τους προνομιούχους πληθυσμούς της υπαίθρου (privilegiati) που ήταν απαλλαγμένοι από κάποιους φόρους και από τις αγγαρείες. Πιο συγκεκριμένα, γνωρίζουμε ότι όσον αφορά στην οργάνωση της πολιτοφυλακής στην Κρήτη, η προσφορά στρατιωτικών υπηρεσιών στα σώματα των «επιλέκτων» (cernide, ordinanze) της υπαίθρου, τα οποία είχαν ως κύρια αποστολή τους τη φύλαξη των παράκτιων περιοχών, καθώς και άλλων τοποθεσιών μεγάλης στρατηγικής σημασίας για την άμυνα του νησιού, συνδέθηκε θεσμικά με τους προνομιούχους της υπαίθρου αποκλειστικά. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι μετά την απώλεια της Κύπρου η Κρήτη αποτελούσε τη σημαντικότερη κτήση της Βενετίας στην Ανατολή και για το λόγο αυτό οι Βενετοί κυρίαρχοι μεριμνούσαν ώστε να θωρακιστεί κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Για το λόγο αυτό, η αξιοποίηση των προνομιούχων κρίθηκε απολύτως αναγκαία243.

Οι άνδρες αυτοί υπηρετούσαν στο επικουρικό αυτό στράτευμα όχι με την παραδοσιακή ιδιότητα του τοξότη, αλλά συνήθως ως άνδρες του «σπαθιού» (uomini da spada), πυροβολητές (archibusieri, arcobusieri) και λογχοφόροι (picheri). Δευτερευόντως, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πολεμιστές (scapoli) στις βενετικές γαλέρες και βεβαίως ποτέ ως κωπηλάτες. Με ρόλο βοηθητικό για τις κύριες αμυντικές δυνάμεις, τον μισθοφορικό ιταλικό στρατό (milizia italiana), οι επίλεκτοι των πόλεων και της υπαίθρου υποβάλλονταν σε τακτικές εκγυμνάσεις και επιθεωρήσεις (mostre) και διοικούνταν από Ιταλούς ή ντόπιους έμμισθους αξιωματικούς. Κάτω λοιπόν από πιεστικές αμυντικές προτεραιότητες της εποχής, η βενετική πολιτική ηγεσία, χωρίς να προβεί σε εκ βάθρων αλλαγές, αναγνώρισε τα υφιστάμενα προνόμια και προχώρησε στην απονομή νέων απαλλαγών, με σκοπό να συγκροτηθεί μια οριοθετημένη ομάδα επιφορτισμένη με ειδικά στρατιωτικά καθήκοντα244.

242 Λαμπρινός, «Τα προνόμια και τα σπαθιά», σ. 27-28. Για το ζήτημα αυτό βλ. και Pezzolo, «L’archibugio e l’aratro», σ. 59-80. 243 Για την πολιτοφυλακή στην Κρήτη βλ. Λαμπρινός, «Τα προνόμια και τα σπαθιά», σ. 9-59· Πλουμίδης, «Κατάλογος», σ. 291-351· Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής, σ. 40-71. Βλ. και Σπανάκης, Μνημεία, τ.1, σ. 82-90/ τ.3, σ. 25-30, 34-40/ τ.4, σ. 128-131· Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 89- 93. 244 Λαμπρινός, «Τα προνόμια και τα σπαθιά», σ. 23-25.

107

Πέρα από τις κοινωνικές και στρατιωτικές ρυθμίσεις, στην αισθητή βελτίωση της θέσης των προνομιούχων συνέβαλε και η χρησιμοποίησή τους ως οπλιτών για την τήρηση της δημόσιας τάξης, με κύρια καθήκοντά τους τη σύλληψη κλεφτών και εγκληματιών στα χωριά, κατά τη δοκιμασμένη βενετική πολιτική της επιβολής ελέγχου στον απλό πληθυσμό μέσω των προνομιούχων ομάδων του. Σύντομα όμως αρκετά μέλη αυτής της τάξης των προνομιούχων απέκτησαν και έναν ουσιαστικότερο πολιτικό- κοινωνικό ρόλο στην ύπαιθρο με την εκλογή τους σε θέσεις εκπροσώπησης, όπου πέτυχαν να αποτελέσουν το συνδετικό κρίκο μεταξύ του ντόπιου πληθυσμού και της τοπικής βενετικής εξουσίας και ουσιαστικά να συμβάλουν στην επιβολή της βενετικής πολιτικής σε ολόκληρη την επικράτεια της μεγάλης και δύσκολα ελέγξιμης αυτής κτήσης. Οι δικαιοδοσίες και οι αρμοδιότητες που απέκτησαν ήταν ευρύτατες: η συλλογή φόρων, η εποπτεία της τάξης, η αποκάλυψη αγγαρεύσιμων προσώπων που με απάτες προσπαθούσαν να εγγραφούν στα βιβλία των προνομιούχων κ.ά. Επίσης, ήταν επιφορτισμένοι με τη μεταφορά αιτημάτων των συγχωριανών τους στους Βενετούς αξιωματούχους και συνέβαλλαν στον περιορισμό των αυθαιρεσιών των ευγενών - φεουδαρχών και των υπαλλήλων της πόλης και κατά συνέπεια και στην άμβλυνση της λαϊκής δυσαρέσκειας. Άλλωστε με σκοπό την επίτευξη των κοινωνικών ισορροπιών στην ύπαιθρο, αφαιρέθηκε από τους φεουδάρχες και ανατέθηκε στους προνομιούχους εκπροσώπους των χωριών η αρμοδιότητα της ναυτολόγησης των χωρικών για την αγγαρεία της κωπηλασίας στις γαλέρες, καθώς είχαν εντοπιστεί κρούσματα αυθαιρεσιών από την πλευρά των γαιοκτημόνων, όπως η προνομιακή απαλλαγή των καλλιεργητών τους245.

Όπως αναφέρθηκε ήδη, η κύρια αρμοδιότητα της πολιτοφυλακής ήταν η φρούρηση των παράλιων περιοχών. Στις βενετοκρατούμενες περιοχές οι κυρίαρχοι είχαν οργανώσει ένα δίκτυο επιτήρησης για τη φύλαξη των ακτογραμμών και της υπαίθρου για την προστασία από επιθέσεις κουρσάρων και εχθρικών στόλων. Χάρη στην έκθεση του Nicola Gualdo de Priorati, επιθεωρητή τη πολιτοφυλακής της Κρήτης, την οποία συνέταξε το 1633, έχουμε στη διάθεσή μας σαφείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο της οργάνωσης του συστήματος αυτού. Η έκθεση περιλαμβάνει τους καταλόγους των θέσεων όπου είχαν εγκατασταθεί οι σκοπιές αυτές ή βίγλες και στα τέσσερα διαμερίσματα του νησιού, τις μεταξύ τους αποστάσεις σε μίλια, τα ονόματα των χωριών τα οποία υπόκεινταν στην αγγαρεία της φρούρησης, τον αριθμό των κατοίκων που είχαν την υποχρέωση να κάνουν βάρδιες, τους τόπους που στάθμευαν

245 Λαμπρινός, «Τα προνόμια και τα σπαθιά», σ. 28-29.

108

στρατιωτικές φρουρές, τα ονόματα των Κρητικών και Βενετών αρχηγών και τον τρόπο διαβιβάσεως των μηνυμάτων246.

Την εποχή εκείνη εντοπίζονταν σημαντικά προβλήματα στο δίκτυο των σκοπιών: λανθασμένες τοποθεσίες παρατηρητηρίων, οι οποίες δεν εξασφάλιζαν απρόσκοπτη ορατότητα προς τη θάλασσα, αταξία στο πρόγραμμα των φρουρήσεων, σύγχυση ως προς τον τρόπο μετάδοσης των σημάτων, αποφυγή της αγγαρείας με κάθε μέσο από την πλευρά των χωρικών, διαφθορά μεταξύ των υπευθύνων, οι οποίοι δωροδοκούνταν προκειμένου να απαλλάξουν τους αγγαρικούς που το επιδίωκαν, ήταν μεταξύ των πιο σημαντικών ελλείψεων που εντόπιζε ο Gualdo247.

Επιδίωξή του υπήρξε η αναδιοργάνωση του δικτύου των σκοπιών με βάση τον κανονισμό που κατάρτισε ο γενικός προβλεπτής Lorenzo Contarini. Οι καπιτάνοι ορίζονταν ως υπεύθυνοι για τις σκοπιές της περιοχής δικαιοδοσίας τους. Υπόχρεοι στη συγκεκριμένη υπηρεσία ήταν οι άνδρες από 17 έως 60 ετών και δεν ήταν μόνο τα μέλη της τάξης των privilegiati που κατατάσσονταν στην πολιτοφυλακή, αλλά και οι αγγαρεύσιμοι χωρικοί248. Η περίοδος της υπηρεσίας στις βίγλες άρχιζε την 1η Μαρτίου κάθε έτους. Από τον κανονισμό οριζόταν ότι οι φρουροί των ακτών στις οποίες ο κίνδυνος απόβασης ή επίθεσης ήταν αυξημένος έπρεπε να φέρουν πυροβόλα όπλα και να διοικούνται από Ιταλούς αξιωματικούς. Στις σκοπιές 24ωρης επιτήρησης οι βάρδιες ήταν πενταμελείς, ενώ στις νυκτερινές, όπου οι φρουροί είχαν υποχρέωση να βρίσκονται από τη δύση του ηλίου μέχρι την ανατολή της επομένης, ήταν τετραμελείς. Προκειμένου να υπάρξει μία άμεση αντίδραση στο ενδεχόμενο κάποιας πιθανής επίθεσης, προβλεπόταν ο εφοδιασμός των κατοίκων με πολεμοφόδια (μία απόφαση που η Βενετία έπαιρνε με κάθε επιφύλαξη, καθώς υπήρχε πάντα ο φόβος ότι οι γηγενείς κάτοικοι των περιοχών αυτών θα στρέφονταν εναντίον της), καθώς και η εγκατάσταση των σωμάτων των προνομιούχων (privileggiati). Τέλος, ο ίδιος ο Contarini καθόρισε με ακρίβεια τις ποσότητες των πυρομαχικών που έπρεπε να διανέμουν οι υπεύθυνοι καπιτάνοι στους ακτοφρουρούς, καθώς και τον τρόπο μετάδοσης και διασταύρωσης των σημάτων (με τη φωτιά τη νύχτα και με τον καπνό την ημέρα) ανάμεσα σε σκοπιές. Σε περίπτωση εμφάνισης υπόπτων πλοίων, η σκοπιά που τα εντόπιζε πρώτη έπρεπε να δώσει αμέσως σήμα συναγερμού, σύμφωνα με τον καθορισμένο κώδικα. O Gualdo πέτυχε να ενισχύσει το δίκτυο των σκοπιών με πολλές νέες249.

246 Μαλτέζου, «Η φρούρηση των παραλίων», σ. 141. 247 Αρακαδάκη, «Διάγραμμα του δικτύου ακτοφρουρών», σ. 50. 248 Μαλτέζου, «Η φρούρηση των παραλίων», σ. 141. 249 Αρακαδάκη, «Διάγραμμα του δικτύου ακτοφρουρών», σ. 51.

109

H Μαρία Αρακαδάκη έχει μελετήσει τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των παρατηρητηρίων και μας έχει δώσει μία περιγραφή του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσε το σύστημα της περιφρούρησης των ακτών. Φαίνεται λοιπόν ότι από τις 470 συνολικά σκοπιές, που αναφέρονται στην έκθεση του Gualdo, οι 120 συμμετείχαν σε δίκτυο ασφαλείας, το οποίο κάλυπτε όλη την περίμετρο των ακτών του νησιού. Τα βόρεια και νότια παράλια συνδέθηκαν μεταξύ τους με την παρεμβολή μικρού αριθμού σκοπιών στο εσωτερικό. Στις σκοπιές του πρωτεύοντος αυτού δικτύου, που λειτουργούσε συνεχώς και όχι μόνο σε περίπτωση ανάγκης, έπρεπε να ανάβονται κάθε νύκτα τρεις πυρές ασφαλείας (fochi di sicuranza), μία μετά τη δύση του ηλίου, μία τα μεσάνυκτα και μία με το πρώτο χάραμα. Η μετάδοση των σημάτων θα άρχιζε από τη Γραμβούσα προς δυσμάς και από το ακρωτήριο του Αγίου Ισιδώρου προς ανατολάς. Θα απαντούσαν διαδοχικά οι σκοπιές κατά μήκος τόσο των βορείων όσο και των νοτίων ακτών και τα σήματα θα κατέληγαν στον Χάνδακα. Για την αποφυγή μίας πιθανής κακής συνεννόησης, απαγορευόταν να ανάβει μια σκοπιά την πυρά ασφαλείας, αν δεν έβλεπε προηγουμένως εκείνη της προηγούμενης σκοπιάς. Επίσης απαγορευόταν αυστηρά στις παράκτιες σκοπιές να απαντούν σε σήματα σκοπιών της ενδοχώρας250.

Το 1639, έξι δηλαδή χρόνια μετά τη συγγραφή αυτού του κειμένου, ο γενικός προβλεπτής Isepo Civran στην έκθεση που υπέβαλε κατά την επιστροφή του από την Κρήτη στις βενετικές μητροπολιτικές Αρχές, αναφέρθηκε ξεχωριστά στο ζήτημα του δικτύου των φρουρών, ύστερα από τις μετατροπές που είχε επιφέρει ο Gualdo. Είναι χαρακτηριστικό ότι απέδιδε τη χαμηλή αποτελεσματικότητα του συστήματος στη μεγάλη επιβάρυνση που αυτό προκαλούσε στους γηγενείς πληθυσμούς της Κρήτης, εφόσον ο αριθμός των 3.109 ανδρών που υπηρετούσαν εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά μεγάλος, ενώ η υπηρεσία ήταν τόσο επαχθής που συγκρινόταν με εκείνη των γαλερών, με αντίστοιχες μάλιστα συνέπειες, καθώς οι υπόχρεοι αναζητούσαν τρόπους για να εξαιρεθούν εις βάρος βέβαια του Δημοσίου. Για το λόγο αυτό πρότεινε τη μείωση του αριθμού των ανδρών που υπηρετούσαν και την επιβολή μεγαλύτερης τάξης και οργάνωσης, ώστε το σύστημα να είναι πιο αποτελεσματικό251.

Επιστρέφοντας τώρα στο ζήτημα της πολιτοφυλακής, και ενώ όπως είδαμε στην Κρήτη τον επικουρικό στρατό αποτελούσαν, με εξαίρεση τους ευγενείς και τους ιερωμένους, κυρίως οι προνομιούχοι της υπαίθρου και ορισμένοι κάτοικοι των κρητικών πόλεων, οι οποίοι ήταν απαλλαγμένοι από την υποχρέωση να υπηρετούν στις

250 Αρακαδάκη, «Διάγραμμα του δικτύου ακτοφρουρών», σ. 52. 251 Μαλτέζου, «Η φρούρηση των παραλίων», σ. 145-146.

110

γαλέρες ως κωπηλάτες και από τις αγγαρείες στα οχυρωματικά έργα252, το αντίστοιχο επικουρικό σώμα σε άλλες περιοχές, όπως η Κύπρος κατά την περίοδο που είχε προηγηθεί, αλλά και τα Επτάνησα, είχε συσταθεί από τον αγγαρευόμενο αγροτικό πληθυσμό αποκλειστικά253.

Η συγκρότηση σώματος πολιτοφυλακής υπήρξε μία από τις προτεραιότητες των Βενετών αξιωματούχων στην Κύπρο. Η κατάταξη στο σώμα δεν εντασσόταν στο σύστημα των αγγαρειών και σε αυτήν συμμετείχαν μόνο ελεύθεροι χωρικοί, οι οποίοι απαλλάσσονταν από κάθε μορφής αγγαρεία254. Το σώμα αυτό φαίνεται ότι οργανώθηκε στην Κύπρο κατά τις τελευταίες δεκαετίες της βενετικής κυριαρχίας και ότι η συνολική του δύναμη κυμαινόταν από 4.500 έως 5.400 άνδρες. Σχημάτιζαν λόχους των 300 ανδρών με Ιταλούς διοικητές. Γυμνάζονταν κατά τμήματα 100 ανδρών κάθε Κυριακή εκ περιτροπής και κάθε μήνα σε πλήρη σχηματισμό. Κυριότερες αποστολές τους ήταν η παράκτια άμυνα, η ενίσχυση των stradioti και η προάσπιση των πόλεων της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου.Οι λοχαγοί διέμεναν σε χωριά που βρίσκονταν στην παράκτια περιφέρεια του νησιού και έτσι σε περίπτωση κινδύνου οι χωρικοί γνώριζαν πού θα έπρεπε να προστρέξουν για την αντιμετώπιση της κατάστασης255. Ωστόσο, από τις αναφορές των τοπικών αξιωματούχων δεν έλλειψε η αρνητική κριτική και σε αρκετές περιπτώσεις διατυπώθηκε η σκέψη ότι το σώμα αυτό δεν ήταν απλώς ακατάλληλο για τις αμυντικές ανάγκες της κτήσης, αλλά και πιθανώς επιζήμιο για τις επιδιώξεις των κυριάρχων256. Όπως παρατηρούσε ο καπιτάνος της Αμμοχώστου Pandolfo Guoro, οι χωρικοί που συμμετείχαν στην πολιτοφυλακή μπορεί να χρησίμευαν στο να συμμετέχουν σε οχυρωματικά έργα και να επανδρώνουν οχυρωμένες θέσεις, όμως το γεγονός ότι εξαιρούνταν από τις αγγαρείες, μεταξύ αυτών και η φύλαξη της ακτογραμμής, και αμελούσαν τις αγροτικές εργασίες ήταν οικονομικά ζημιογόνο257.

Η φρούρηση της ακτογραμμής του νησιού εντασσόταν στο σύστημα των αγγαρειών258. Επρόκειτο είτε για πεζές περιπολίες, είτε για φύλαξη σκοπιάς σε βίγλες για να επισημάνουν την παρουσία εχθρικών πλοίων στη θάλασσα. Σύμφωνα με τις ημέρες που τους αντιστοιχούσαν με την κατανομή της αγγαρείας, οι πάροικοι

252 Γιαννόπουλος, Η Κρήτη, σ. 89. 253 Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής, σ. 113-114. 254 Μπίρταχας, Βενετική Κύπρος (1489-1571), σ. 53. 255 Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 54-55· Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής, σ. 113-114. 256 Μπίρταχας, Βενετική Κύπρος (1489-1571), σ. 53 257 Μπίρταχας, Βενετική Κύπρος (1489-1571), σ. 265, 280, 285. 258 Βλ. ενδεικτικά Μπίρταχας, Βενετική Κύπρος (1489-1571), σ. 290, 304.

111

αναλάμβαναν το έργο της φύλαξης κατά το διάστημα της ημέρας και οι ελεύθεροι χωρικοί κατά τη νύκτα. Κανονικά οι υπόχρεοι θα έπρεπε να κατοικούν στα περιφερειακά και πλησιέστερα προς τη θάλασσα χωριά του νησιού. Όπως και στην Κρήτη, το σύστημα αυτό δεν λειτούργησε κατά τρόπο αποτελεσματικό, εφόσον η φύλαξη των ακτών αποτελούσε μία ακόμη επαχθή αγγαρεία προς το Δημόσιο, την οποία οι υπόχρεοι επιχειρούσαν να αποφύγουν με κάθε δυνατό τρόπο: όσοι είχαν τη δυνατότητα πλήρωναν ένα χρηματικό ποσό προκειμένου να πετύχουν την απαλλαγή τους, ενώ δεν ήταν λίγοι και εκείνοι που έστελναν για υπηρεσία στη θέση τους τα ανήλικα παιδιά τους· και βέβαια, σε έκτακτες καταστάσεις, όταν παρουσιαζόταν κίνδυνος από τη θάλασσα, οι περισσότεροι κατέφευγαν στα βουνά για να ξεγελάσουν το θανάσιμο κίνδυνο. Η απροθυμία των καταπιεζόμενων αγροτικών στρωμάτων για παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών και για την υπεράσπιση ενός καθεστώτος εξουθενωτικού για τους ίδιους έγινε ορατή και κατά την τελική οθωμανική επίθεση259.

Σχετικά με την οργάνωση της φρούρησης των ακτογραμμών είναι εξαιρετικά διαφωτιστική η μελέτη του Νίκου Μοσχονά, όπου εξετάζεται με λεπτομέρεια και σαφήνεια το σύστημα των βιγλών στην Τήνο βάσει των πληροφοριών που αντλούνται από τις διατάξεις του Συνδίκου Εξεταστή Da Lezze260. Όπως σε όλες τις βενετοκρατούμενες περιοχές, έτσι και στην Τήνο είχε οργανωθεί πολιτοφυλακή, στην οποία εντάσσονταν γηγενείς από ηλικία 18 έως 34 ετών και μάλιστα οι χωρικοί όφειλαν να ασκούνται στη χρήση των όπλων υπό την επίβλεψη έμμισθων Βενετών αξιωματικών. Κατά συνέπεια, οι χωρικοί ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξη των ακτογραμμών για τον εντοπισμό πιθανών απειλών από τη θάλασσα. Οι πρώτες σίγουρες ειδήσεις για την ακτοφυλακή της Τήνου αντλούνται από τις διατάξεις του συνδίκου Νικολάου Barbarigo το 1561, όπου γινόταν σαφής αναφορά στην ύπαρξη φρουρών ημέρας (μεροβίγλοι) και νύκτας (νυχτοβίγλοι). Αρχικά, σε ολόκληρη τη διάρκεια του έτους οι ακτές φρουρούνταν κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ κατά τη διάρκεια του θέρους ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, καθώς οι καιρικές συνθήκες το χειμώνα έθεταν εμπόδια στην κίνηση των πλοίων του οθωμανικού στόλου και στη δραστηριότητα των πειρατών. Κατά τα μέσα όμως του 16ου αιώνα φαίνεται ότι υπήρξε κάποια προσπάθεια από τις βενετικές Αρχές να τροποποιηθεί το σύστημα αυτό και να επεκταθεί το ωράριο της φύλαξης σε ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Φαίνεται όμως ότι η προσπάθεια αυτή δεν τελεσφόρησε κυρίως λόγω της έλλειψης παρατηρητηρίων, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύματα για την προφύλαξη των χωρικών από

259 Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 54-55· ο ίδιος, Βενετική Κύπρος (1489- 1571), σ. 290, 304. 260 Moσχονάς, «Η οργάνωσις των ακτοφρουρών», σ. 668-687

112

τα καιρικά φαινόμενα. Οι χωρικοί, οι οποίοι εξαιτίας της ακραίας ένδειάς τους δεν διέθεταν κατάλληλα ρούχα για τις συνθήκες του χειμώνα, προτιμούσαν να παραβαίνουν τη διαταγή και να αποφεύγουν με κάθε νόμιμο ή παράνομο τρόπο την υπηρεσία της φρούρησης των ακτών. Έτσι, το μέτρο αυτό σύντομα ανακλήθηκε. Κατά τη χειμερινή περίοδο η νυκτοφρουρά περιορίστηκε στο διάστημα από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο και μόνο σε περιόδους έκτακτου κινδύνου και σύμφωνα με την κρίση του ρέκτορα επιτρεπόταν η τροποποίηση της διάταξης αυτής. Μάλιστα, για το λόγο αυτόν έπαψαν να διώκονται και οι χωρικοί που δεν υπήρξαν συνεπείς ως προς την υποχρέωσή τους στη νυκτοφρουρά. Εκτός από τους χωρικούς της Τήνου, αντίστοιχη υπηρεσία για φύλαξη στο Κάστρο της Τήνου παρείχαν οι meriari. Επρόκειτο για ομάδα αστών κτηματιών (feudatari di burghesia). Σε περίπτωση κατά την οποία πειρατικά πλοία κατευθύνονταν προς το νησί, όφειλαν να ειδοποιούν τους κατοίκους ανάβοντας φωτιές ίσες στον αριθμό με τα πλοία 261.

Κατά το 17ο αιώνα, τριανταπέντε χωρικοί είχαν την υποχρέωση να περιφρουρούν τριανταπέντε καίρια σημεία της ακτογραμμής. Επιπλέον, οι όρμοι Άγιος Νικόλαος, Άγιος Ιωάννης και Κολυμπήθρα φρουρούνταν ο κάθε ένας από δύο μισθωτούς στρατιώτες, στην διάθεση των οποίων υπηρετούσαν από δύο χωρικοί ως αγγελιαφόροι. Η νυκτοφρουρά ασκούνταν από τέσσερις χωρικούς σε κάθε όρμο κατά τη θερινή περίοδο. Ο μεγάλος και σημαντικός όρμος Πάνορμος φρουρούνταν από εξήντα Αλβανούς, ενώ κατά τη θερινή περίοδο φρουρούνταν και ένδεκα μικρότεροι όρμοι από δύο χωρικούς ο κάθε ένας. Συνολικά η χειμερινή φρουρά απαρτιζόταν από 107 άτομα, ενώ η θερινή από 141262.

Ιδιαίτερα διαφωτιστικές για την οργάνωση της πολιτοφυλακής είναι και οι διατάξεις του Συνδίκου Εξεταστή Ιερώνυμου Da Lezze, όπως παρουσιάστηκαν από τον Ν. Μοσχονά και για το λόγο αυτό αξίζει να συμπεριλάβουμε εδώ τα κυριότερα σημεία τους. Σύμφωνα λοιπόν με τις διατάξεις αυτές, καθορίστηκε ότι οι φρουροί της ημέρας όφειλαν να μεταδίδουν την είδηση της παρουσίας εχθρικών πλοίων στα νερά της Τήνου με σήματα καπνού, ενώ οι νυκτοφρουροί με σήματα φωτιάς κατά τρόπο ώστε να ειδοποιείται ολόκληρη η επικράτεια του νησιού.

Πιο συγκεκριμένα, οι ημεροβίγλοι σε περίπτωση κινδύνου είχαν την υποχρέωση να μεταδίδουν σήματα καπνού ισάριθμα με τα πλοία που προσέγγιζαν το νησί: στην περίπτωση που επρόκειτο για μεγάλο αριθμό πλοίων ή στόλου, όφειλαν να μεταδίδουν

261 Μοσχονάς, «Η οργάνωσις των ακτοφρουρών», σ. 668-671. 262 Μοσχονάς, «Η οργάνωσις των ακτοφρουρών», σ. 672-673.

113

επαναλαμβανόμενα μεγάλο σήμα καπνού. Αντίστοιχα, οι νυκτόβιγλοι, μετά το πέρας της ακολουθίας του Εσπερινού, όφειλαν να ανάβουν μία φωτιά ως ένδειξη ασφάλειας. Σε περίπτωση κινδύνου έπρεπε να ανάβουν επαναλαμβανόμενα φωτιές ισάριθμες με τα πλοία που διαφαίνονταν στον ορίζοντα. Οι φρουροί του Κάστρου και του Άνω Κάστρου υποχρεώνονταν να βρίσκονται σε επιφυλακή καθόλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου για την αναγνώριση των σημάτων που προέρχονταν από τις ακτοφρουρές. Με τη σειρά τους όφειλαν να ανταποκρίνονται στα σήματα αυτά με ισάριθμα σήματα δικά τους και παράλληλα να ειδοποιούν και να ενημερώνουν το ρέκτορα για την κατάσταση. Στο εσωτερικό του νησιού, στις τοποθεσίες Τσικνιάς, Μελισσοβούνι και Άνω Κάστρο, έπρεπε να τοποθετείται ειδική φρουρά με πυροβόλο όπλο, το οποίο θα ετίθετο σε ισχύ σε περίπτωση που δίνονταν σήματα κινδύνου από τις ακτοφρουρές, προκειμένου να ενημερώνονται για τον κίνδυνο όλοι οι κάτοικοι της πόλης και των χωριών και να μεταβαίνουν στα ενδεδειγμένα από τον καπιτάνο σημεία για να προστατευθούν. Στη συνέχεια ο capitano έπρεπε να οργανώσει τη μετάβαση στρατιωτικών δυνάμεων στα σημεία που βρίσκονταν σε μεγαλύτερο κίνδυνο263.

Όσον αφορά στην αγγαρεία της φρούρησης, οριζόταν ότι η εγκατάσταση των φρουρών θα γινόταν την ημέρα του Αγίου Γεωργίου και οι φρουροί θα προέρχονταν από τις πλησιέστερες προς τη φρουρούμενη τοποθεσία περιοχές. Προκειμένου να μην υπάρχουν παρανοήσεις, αλλά και να μην προφασίζεται κανείς άγνοια προκειμένου να απουσιάσει, είχαν οριστεί με σαφήνεια οι τοποθεσίες των βιγλών:

Ημερόβιγλοι: Καταφύγι, Μελισσοβούνι, Άγιος Νικόλαος, Καντζιλιέρι, Άγιος Ιωάννης, Τσικνιάς, Σχοινάκι.

Νυκτόβιγλοι: Κάτω Σημαδάκι (Πάνορμος), Κονικοφωλιές, Παχύ Ακρωτήρι, Καστριά, Ψαρή Πλάκα, Μελισσοβούνι, Παχύ Ακρωτήρι Αγίου Νικολάου, Οβρεόκαστρο, Σταυρός, Άγιος Σώστης, Πράσσα, Κυρά των Αγγέλων, Φανερωμένη, Διασφαγή, Τσικνιάς, Σχοινάκι, Μαντροκλείστης.

Ταυτόχρονα ελήφθησαν αυστηρά μέτρα για να περιοριστεί η αποφυγή της αγγαρείας από τους υπόχρεους. Σύμφωνα με τον κανονισμό, κανένας αξιωματικός ή τοπικός αξιωματούχος δεν είχε το δικαίωμα να απαλλάσσει του χωρικούς από την υποχρέωσή του για υπηρεσία στις σκοπιές χωρίς την έγκριση του ρέκτορα· η δε απαγόρευση αυτή ήταν ρητή και επέσυρε την ποινή της οριστικής ανάκλησης του αξιώματός του. Είχαν δε οι αξιωματούχοι αυτοί την υποχρέωση να κάνουν

263 Μοσχονάς, «Η οργάνωσις των ακτοφρουρών», σ. 673-675.

114

αιφνιδιαστικές επισκέψεις στις σκοπιές σε μη αναμενόμενες στιγμές κατά την ημέρα και τη νύχτα, προκειμένου να εντοπίσουν παρανομίες. Όφειλαν επίσης να τηρούν βιβλίο καταγραφής των ονομάτων και των σκοπιών των υπόχρεων και να ενημερώνουν τον ρέκτορα σχετικά με τυχόν απουσίες. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι για όσους παρανομούσαν και απουσίαζαν από τις βάρδιες που τους είχαν οριστεί προβλεπόταν η χρηματική ποινή 6 υπέρπυρων. Αν αυτό συνέβαινε δεύτερη φορά, η ποινή αυξανόταν σε 9 υπέρπυρα, ενώ την τρίτη φορά που θα συλλαμβάνονταν να παρανομούν, θα τους επιβαλλόταν σωματική ποινή, γεγονός που αποδείκνυε πόσο σημαντική ήταν η λειτουργία της φρούρησης των ακτογραμμμών για τους Βενετούς και παράλληλα πόσο δυσβάσταχτη υποχρέωση αποτελούσαν για τον τοπικό πληθυσμό264.

Παρόμοιο σύστημα υιοθετήθηκε και στα Ιόνια νησιά, όπου η βενετική διοίκηση το καθιέρωσε από το δεύτερο βενετο-οθωμανικό πόλεμο και μετά για την αντιμετώπιση του οθωμανικού κινδύνου από τη θάλασσα, αλλά και των επιθέσεων διάφορων ληστών και πειρατών που λυμαίνονταν τα νερά του Ιονίου265. Ορίστηκαν κατάλογοι από τους οποίους κληρώνονταν οι αναγκαίοι κάθε φορά άνδρες μεταξύ των στρατεύσιμων, δηλαδή μεταξύ των ανδρών ηλικίας από 18 έως 50 ετών. Οι μονάδες αυτές είχαν ως αποστολή τη φύλαξη των παραλίων και λοιπών οχυρών τοποθεσιών και την καταδίωξη των ληστών και των φυγόδικων. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, την υποχρέωση αυτή στα νησιά του Ιονίου είχαν, άνευ οποιασδήποτε αμοιβής, οι χωρικοί (επίστρατοι χωρικοί), ενώ απαλλάσσονταν από αυτήν οι ελεύθεροι χωρικοί (εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων) και οι κάτοικοι των πόλεων. Μοναδική εξαίρεση σε αυτό αποτελούσαν τα Κύθηρα, όπου η σύνθεση της πολιτοφυλακής περιελάμβανε και κατοίκους της πόλης266. Όπως παρατηρεί ο Ιωάννης Ψαράς, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί και να αποδοθεί στην αρκετά εμφανή κοινωνική διάκριση ανάμεσα στους ευγενείς και τους μη ευγενείς αστούς (civili, borghesi, cittadini) από τη μία πλευρά και στους χωρικούς αγρότες (contadini) και εργάτες και τεχνίτες (popolari) από την άλλη267.

264 Μοσχονάς, «Η οργάνωσις των ακτοφρουρών», σ. 676. 265 Για την πειρατεία στο Ιόνιο, βλ. Κραντονέλλη, «Η δράση των πειρατών στο Ιόνιο Πέλαγος», σ. 117- 223. 266 Για τα Κύθηρα βλ. Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής, σ. 75-82· Μαυροειδή, «Κοινωνία και διοίκηση», σ. 141-169. 267 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 374· Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής, σ. 72-106· Παπαδία - Λάλα, «Cittadini», σ. 56-66· Αρβανιτάκης, Κοινωνικές αντιθέσεις στην πόλη της Ζακύνθου: το ρεμπελιό των ποπολάρων (1628), σ. 144-158.

115

Στα Επτάνησα η τοπική αυτοδιοίκηση ασκούσε κάποιον έλεγχο στην πολιτοφυλακή, εφόσον το συμβούλιο της κοινότητας κάθε νησιού πρότεινε και συχνά εξέλεγε τον αρχηγό της πολιτοφυλακής. Αυτός είχε κάποιο μικρό μισθό ή ορισμένα κέρδη και απολαβές από τις υποθέσεις που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του. Επίσης, ήταν ευθύνη της κοινότητας σε περίπτωση πολέμου να επιβιβαστούν οι στρατεύσιμοι σε πλοίο που αποστελλόταν από τη Βενετία ως κάτεργο με κωπηλάτες καταδίκους. Οι πολιτοφύλακες αποτελούσαν το πολεμικό πλήρωμα, όταν όμως ο αριθμός των κωπηλατών ήταν ανεπαρκής, τότε συμπληρωνόταν από χωρικούς. Αυτοί οι στρατιώτες και κωπηλάτες τρέφονταν και μισθοδοτούνταν από το βενετικό Δημόσιο για όσο χρονικό διάστημα διεξάγονταν οι ναυτικές επιχειρήσεις του πολέμου. Οι στρατεύσιμοι χωρικοί σχημάτιζαν λόχους με αξιωματικούς και επιλοχίες. Οι λόχοι είχαν κόκκινες ή γαλάζιες (στη Λευκάδα μετά το 1684) σημαίες με την παράσταση του φτερωτού λέοντα του Αγίου Μάρκου. Κάθε φορά που έπρεπε να συγκεντρωθούν τα σώματα της πολιτοφυλακής ηχούσαν το μεγάλο αγροτικό τύμπανο και οξύς αυλός. Οι συγκεντρώσεις αυτές πραγματοποιούνταν στις ακόλουθες περιστάσεις: όταν έπρεπε να μεταβούν στην πόλη όπου πραγματοποιούνταν η επιθεώρησή τους, όταν διατάζονταν να καταδιώξουν ληστές και άλλους φυγάδες, όταν έπρεπε να φρουρήσουν τις παραλίες σε καιρό πολέμου ή πανώλης και όταν διατάζονταν να επιβιβαστούν στο κάτεργο του νησιού και να υπηρετήσουν ως πολεμιστές του βενετικού στόλου. Εξαιρούνταν γενικά από τη στρατολογία όσοι ήταν νεότεροι των 20 ετών και μεγαλύτεροι των 65 268.

Οι Βενετοί βασίζονταν στην πολιτοφυλακή για τη φύλαξη των νησιών του Ιονίου. Μάλιστα, στην Κεφαλονιά έφτασε να αποτελεί τη σημαντικότερη δύναμη πεζικού. Για την στρατολόγησή τους συντάσσονταν οι ειδικοί κατάλογοι των ικανών για στράτευση ανδρών ηλικίας είτε από 18 έως 50, είτε από 20 έως 65 ανάλογα με τις ανάγκες. Κατά την περίοδο από το 1569 έως το 1655 ο αριθμός των μάχιμων ή da fattione του νησιού υπολογιζόταν σε 5.560 έως 15.000· από αυτούς ο αριθμός των πολιτοφυλάκων κυμαινόταν μεταξύ των 400 και 1.200 ανδρών και παρουσίαζε αυξανόμενη πορεία από το 16ο στο 17ο αιώνα. Ο ανώτερος διοικητής της πολιτοφυλακής (guvernator di cernidi), που μπορούσε να είναι είτε ντόπιος είτε Βενετός υπήκοος, έδρευε στην πρωτεύουσα του νησιού, στο φρούριο του Αγίου Γεωργίου και

ασκούσε τη διοίκηση με τη βοήθεια δύο υπαρχηγών (capi), οι οποίοι είχαν ως αποστολή τους την άσκηση των στρατεύσιμων και γενικότερα την οργάνωση του σώματος269.

268 Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής, σ. 73- 74, 75-106 269 Μοσχόπουλος, Η στρατιωτική οργάνωση, σ. 13-18. Για την πολιτοφυλακή στην Κεφαλονιά βλ. και Βλάσση, «Μια πρεσβεία της κοινότητας της Κεφαλονιάς προς τη Βενετία (1634)», σ. 102-103.

116

Στη Λευκάδα το σώμα της πολιτοφυλακής οργανώθηκε από το 1686 και αποτελούταν από 400 οπλίτες ηλικίας από 20 έως 65 ετών, οι οποίοι είχαν την υποχρέωση να παρέχουν τις υπηρεσίες τους αμισθί, όπως βέβαια συνέβαινε και στις υπόλοιπες υπό βενετική κυριαρχία περιοχές. Κύριες υποχρεώσεις τους ήταν η καταδίωξη παρανόμων, η φρούρηση των παραλίων και, φυσικά, η ενίσχυση του στρατού σε περίπτωση απειλής. Ένα σώμα 60 ανδρών χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη του δάσους των Σκάρων στην περιοχή του Αλεξάνδρου270.

Το σώμα της πολιτοφυλακής υπήρξε σημαντικότατο και στην περίπτωση της Πάργας, όπου οι ντόπιοι με ειδικές προνομιακές διατάξεις του 1401 είχαν εξαιρεθεί από την υποχρέωση οποιασδήποτε άλλης στρατιωτικής υπηρεσίας προς τη Βενετία. Οι πληροφορίες για την οργάνωση του σώματος αυτού δεν αφθονούν. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι στρατεύσιμοι άνδρες της Πάργας, οι οποίοι κατατάσσονταν στο σώμα της πολιτοφυλακής κάτω από τις διαταγές έμμισθου αξιωματούχου, του contestabile, κατά το 17ο αιώνα παρουσίαζαν αριθμητικά την ακόλουθη εικόνα: το 1602 έφθαναν τους 166 , το 1616 τους 160,το 1625 υπολογίζονταν γύρω στους 460 και, τέλος, το 1655 γύρω στους 178271.

Βασικότατη υποχρέωση της πολιτοφυλακής των Ιονίων νησιών ήταν βέβαια η υπηρεσία στα παρατηρητήρια για τη φρούρηση της ακτογραμμής. Το σύστημα ήταν οργανωμένο όπως και στις υπόλοιπες περιοχές. Διασώζονται ως τις μέρες μας αρκετά από τα μικρά κτίσματα που αποτελούσαν το δίκτυο των φυλακίων, τις λεγόμενες βαρδιόλες ή μπούρτζια, όπου οι βιγλάτορες ή βαρδιάνοι επιτηρούσαν και ειδοποιούσαν με σινιάλα καπνού την ημέρα ή σινιάλα φωτιάς τη νύχτα σε περίπτωση που έκανε την εμφάνισή του κάποιο εχθρικό πλοίο272.

Κατά τον ίδιο τρόπο και στην Κεφαλονιά κτίστηκαν βίγλες και οργανώθηκαν σκοπιές για την έγκαιρη προειδοποίηση αναφορικά με τους κινδύνους που προέρχονταν από τη θάλασσα. Υπολογίζεται ότι λειτούργησαν περίπου 126 βίγλες σε ολόκληρη την επικράτεια του νησιού και η στρατιωτική τους δύναμη αποτελούνταν από ιππείς, έμμισθους και decimali, και πεζούς από το σώμα των πολιτοφυλάκων. Ήδη από το 1603 είχε επισημανθεί η ανάγκη να στρατολογούνται οι περισσότεροι από τους πολιτοφύλακες για να υπηρετούν στις σκοπιές από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Φαίνεται ότι είχε καθιερωθεί και ειδική εισφορά για τις σκοπιές, γιατί το 1647

270 Μαχαιράς, Η Λευκάς, σ. 55-56 και 127-131. 271 Παπαδία - Λάλα, «Συμβολή στην ιστορία της Πάργας κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας», σ. 208· Πλουμίδης, Αιτήματα και πραγματικότητες των Ελλήνων της Βενετοκρατίας (1554-1600), σ. 103. 272 Γασπαρινάτος, Η Βενετοκρατία, σ. 388.

117

διατάχθηκαν οι εκπρόσωποι (deputati) να τηρούν ένα βιβλίο για την καταγραφή των οφειλόμενων ποσών, ενώ επιβαλλόταν πρόστιμο σε όσους δεν ήταν συνεπείς ως προς το χρέος τους αυτό. Η εποπτεία ολόκληρης της περιοχής είχε ανατεθεί σε ένα διοικητή (guvernator), ο οποίος διέθετε και μία συνοδεία δέκα συνολικά ιππέων και είχε την κύρια ευθύνη για την οργάνωση και την εύρυθμη λειτουργία όλων των παρατηρητηρίων. Ολόκληρη η παραλιακή ζώνη του νησιού ήταν χωρισμένη σε περιοχές, κάθε μία από τις οποίες περιελάμβανε και έναν αριθμό σκοπιών ανάλογο με τις ανάγκες και τη μορφολογία του εδάφους. Για παράδειγμα, το 1584 οι ακτές είχαν χωριστεί σε 11 περιοχές, οι οποίες διέθεταν συνολικά 129 φυλάκια· από ολόκληρο το νησί πιο ευπρόσβλητες κρίνονταν ότι ήταν οι περιοχές της Κατωής στην Παλική, Σάμης, Πυλάρου, Αρακλιού -Μοναστηριού και Κατελιού- Σκάλας, όπου ο αριθμός των φυλακίων έπρεπε να είναι 18, 13, 13 και 12 αντίστοιχα273.

Όπως όμως συνέβαινε στην Κρήτη και στην Κύπρο, έτσι και στα Επτάνησα η αγγαρεία στην πολιτοφυλακή και στη φρούρηση των ακτών υπήρξε αρκετά επιβαρυντική για τον τοπικό αγροτικό πληθυσμό, γεγονός που προκάλεσε ένα κύμα δυσαρέσκειας. Συνέπεια αυτής της κατάστασης υπήρξε η με κάθε μέσο αποφυγή της υποχρέωσης αυτής, γεγονός που αποδείχτηκε εξαιρετικά επιζήμιο για το βενετικό κράτος σε κρίσιμες περιόδους274. Αρκεί εδώ να θυμηθούμε ότι το ζήτημα της φύλαξης των ακτών συνδέθηκε και με το ρεμπελιό των ποπολάρων στη Ζάκυνθο. Οι πηγές της εποχής αποδίδουν τη στάση αυτή στις καταχρήσεις και τις ανισότητες εις βάρος των ποπολάρων· αναγνωρίζουν όμως ότι αφορμή για την εκδήλωση των εντάσεων υπήρξε το ζήτημα των νυκτερινών φρουρών της πόλης. Το σύστημα αυτό είχε καθιερωθεί στη Ζάκυνθο από το 1623 με προφανή σκοπό τη φύλαξη του νησιού κάτω από τη μόνιμη απειλή του οθωμανικού στόλου, καθώς και πειρατικών επιδρομών από Ισπανούς, Φλωρεντίνους, Μαλτέζους, Μπαρμπαρέζους κ.ά. που περιέπλεαν τη Ζάκυνθο. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, οι κάτοικοι της πόλης επαφίονταν στις δυνάμεις της υπαίθρου. Ωστόσο, την περίοδο εκείνη κρίθηκε αναγκαία η ανάληψη καθηκόντων φρούρησης και από κατοίκους αστικών περιοχών. Οι φρουρές αυτές επρόκειτο να επανδρωθούν αποκλειστικά από ποπολάρους υπό τη διοίκηση αστών (cittadini). H καταγραφή των υπόχρεων σε υπηρεσία, καθώς και ο εξοπλισμός και η οργάνωση του σώματος αποτελούσαν αρμοδιότητα του προβλεπτή και ειδικού αξιωματούχου, του διοικητή του στρατού, που αποστελλόταν από τη Βενετία. Ο συνολικός αριθμός των ανδρών ανερχόταν στους 1.400 (100 άνδρες ανά μία από τις δεκατέσσερις ενορίες -

273 Ζαπάντη, Η Κεφαλονιά, σ. 44· Μοσχόπουλος, «Η στρατιωτική οργάνωση», σ. 23-26. 274 Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής, σ. 74.

118

συνοικίες της πόλης). Το ζήτημα αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις για πολλούς λόγους. Αυτό όμως που αξίζει να τονίσουμε εδώ ήταν ότι με τη στάση αυτή οι ποπολάροι στο σύνολό τους ερμήνευαν την υποχρέωση αυτή σε υπηρεσία ως υποβάθμιση της κοινωνικής τους θέσης δια της έμπρακτης και σταδιακής εξομοίωσής τους με τη θέση των κατώτερων κοινωνικά πληθυσμών της υπαίθρου, οι οποίοι ήταν υποκείμενοι σε υποχρεωτική στρατολόγηση στην πολιτοφυλακή και σε άλλες αγγαρείες275.

2.6 Έκτακτες αγγαρείες

Όπως είδαμε, το βενετικό Δημόσιο βασιζόταν στον αγροτικό πληθυσμό και για τη μεταφορά προσώπων και προϊόντων. Συνηθέστατα, οι χωρικοί ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον να μεταφέρουν αξιωματούχους με τη συνοδεία και τα υπάρχοντά τους από το ένα μέρος μίας κτήσης σε ένα άλλο πραγματοποιώντας με τα ζώα τους πολυήμερα δρομολόγια μέσα σε αντίξοες από κάθε άποψη συνθήκες. Επίσης, ήταν πολύ συνηθισμένο οι χωρικοί να υποχρεώνονται να μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες τροφίμων και φορβής στους στρατώνες για τον επισιτισμό ανθρώπων και ζώων, αλλά και δομικών υλικών, όπως άχυρου και ξυλείας, στα εργοτάξια όταν υπήρχε ανάγκη. Οι ίδιοι χωρικοί επιφορτίζονταν με τη μεταφορά του αλατιού από τις αλυκές σε κατάλληλες αποθήκες, αλλά και με τη μεταφορά αλεύρων στους φούρνους για την παρασκευή της γαλέτας. Στα έγγραφα, οι αναφορές σε τέτοια ζητήματα είναι αρκετά τακτικές. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι πάντα εύκολο να παρακολουθήσουμε με λεπτομέρεια το συγκεκριμένο ζήτημα, αφού επρόκειτο για μία αγγαρεία που είχε έκτακτο χαρακτήρα276.

Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθούμε σε μία ακόμη αγγαρεία, η οποία εφαρμόστηκε μοναδικά στην Κύπρο όταν προέκυψε το γνωστό ζήτημα της εμφάνισης της ακρίδας με τις ακραίες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που αυτό προκάλεσε. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το συγκεκριμένο πρόβλημα, θεωρήθηκε αναγκαία η καταστροφή το εντόμου μέσω της συλλογής και καταστροφής των αυγών του. Για την περίσταση αυτή, κλήθηκαν οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών του νησιού, ελεύθεροι

275 Αρβανιτάκης, Κοινωνικές αντιθέσεις, σ. 144-158· Γιαννοπούλου, Το ρεμπελιό των ποπολάρων: η πρώτη κοινωνική επανάσταση που γινε στην Ελλάδα. Για τις σκοπιές και την πολιτοφυλακή στη Ζάκυνθο βλ. Τζιβάρα, Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθος, σ. 221-222. Βλ. και Ζήβας, «Οι βαρδιόλες της Ζακύνθου», σ. 303-310. 276 Βλ. ενδεικτικά Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 243-280.

119

και εξαρτημένοι, να συμμετάσχουν στη διαδικασία της συλλογής των αυγών. Για τους παροίκους η ποσότητα αυτή ήταν η μισή από εκείνη των ελεύθερων χωρικών, ενώ ζητήθηκε από τους κύριους της φεουδαρχικής γης (δηλαδή το Δημόσιο για τις γαίες που είχε στη διάθεσή του, καθώς και οι φεουδάρχες) να συνεισφέρουν στην εφαρμογή του μέτρου με το 1% του εισοδήματος τους και από τους κατόχους των ενοικιασμένων γαιών με το 0,5%. Είναι γνωστό ότι με τον τρόπο αυτό καταστράφηκαν πολύ μεγάλες ποσότητες αυγών, όμως το πρόβλημα δεν αντιμετωπίστηκε απολύτως277.

2.7 Συμπεράσματα

Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε με ασφάλεια να διατυπώσουμε τη γνώμη ότι το εύρος και η έκταση της εφαρμογής του συστήματος των αγγαρειών, η μεθοδικότητα με την οποία επιδίωξε η Βενετία την επιβολή τους στις κτήσεις της, αλλά και το γεγονός ότι συσχετίσθηκε με τους σημαντικότατους τομείς της εξωτερικής ασφάλειας, της οικονομίας και των έργων υποδομής, καταδεικνύει τη σημασία του θεσμού για το βενετικό κράτος.

Γεγονός όμως είναι ότι το δημοσιονομικό αυτό σύστημα υπήρξε εξαιρετικά επιβαρυντικό για τους γηγενείς αγρότες, οι οποίοι υποχρεώνονταν να εγκαταλείπουν τα σπίτια και τις εργασίες τους για ορισμένα διαστήματα κάθε χρόνο, να υποβάλλονται στις αντίξοες συνθήκες μακρινών ταξιδιών προκειμένου να βρεθούν στον τόπο όπου θα έπρεπε να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, να υποχρεώνονται σε σκληρότατη χειρωνακτική εργασία, να εκτίθενται στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις γαλέρες, στα εργοτάξια και στις βίγλες, καθώς και σε κάθε μορφής κίνδυνο, ακόμα και αυτόν του θανάτου. Σε άλλες περιπτώσεις υποχρεώνονταν να αποχωριστούν τα ζώα τους ή να τα χρησιμοποιήσουν προς όφελος του κράτους και των τοπικών αξιωματούχων, καθώς και να προσφέρουν ένα μέρος της αγροτικής τους παραγωγής για τις ανάγκες του Δημοσίου. Σε ακόμα χειρότερες περιπτώσεις αναγκάζονταν να παραχωρήσουν ένα τμήμα ή ακόμα και ολόκληρο το σπίτι τους για τη φιλοξενία προσώπων που δεν δίσταζαν να καταχραστούν την περιουσία τους.

Είναι βέβαια αυτονόητο ότι οι συνθήκες αυτές συνέβαλλαν στη δημιουργία μίας κατάστασης εξαιρετικά δυσάρεστης για αγγαρευόμενους, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν οτιδήποτε προκειμένου να ξεφύγουν από τη δεινή τους θέση αποφεύγοντας τις υποχρεώσεις τους προς το κράτος. Έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις δεν εμφανίζονταν

277 Μπίρταχας, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση, σ. 79-80.

120

στο χώρο εργασίας τους (αλυκές, αμυντικά οχυρά, γαλέρες κ.λπ.) και δήλωναν αδυναμία είτε επικαλούμενοι τη βία των γεωργικών τους ενασχολήσεων και τις υποχρεώσεις τους στους φεουδάρχες, είτε άλλες υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος, είτε ασθένεια. Σε άλλες περιπτώσεις επεδίωκαν να βρουν και να στείλουν στη θέση τους αντικαταστάτες (αντισκάρους ή σκαντζαδούρους), πληρώνοντας αδρά γι’ αυτού του είδους την υπηρεσία, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κατέφευγαν στα βουνά ή σε κοντινές προς την περιοχή τους νησίδες. Τέλος, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι επιδίωξαν να μετοικίσουν στα αστικά κέντρα αλλάζοντας και την κοινωνική τους θέση, αλλά και εκείνοι που αναζήτησαν οδούς διαφυγής προς τις υπό οθωμανική κυριαρχία περιοχές και την Κάτω Ιταλία.

Μία ακόμη συνέπεια της επιβολής του συστήματος ήταν η μόνιμη αντίθεση μεταξύ των συμφερόντων του βενετικού κράτους και των τοπικών φεουδαρχών λόγω του μεταξύ τους ανταγωνισμού για την εκμετάλλευση της εργασίας των αγροτών. Αυτό είχε ως συνέπεια οι γαιοκτήμονες, οι οποίοι σε κάποιες περιοχές όπως η Κρήτη ήταν και οι κύριοι υπεύθυνοι για την εξεύρεση αγγαρικών για τις γαλέρες και τα οχυρωματικά έργα, να δημιουργούν περαιτέρω εμπόδια παρέχοντας «κάλυψη» στους χωρικούς προκειμένου εκείνοι να παραμείνουν και να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις εργασίες τους στα κτήματά τους.

Η δυσαρέσκεια και η εξουθένωση του αγροτικού πληθυσμού των υπό βενετική κυριαρχία περιοχών είχε ως συνέπεια η Βενετία να ζημιώνεται από το σύστημα αυτό. Τα έργα καθυστερούσαν σημαντικά και μία από τις αιτίες ήταν η απροθυμία των χωρικών να παρέχουν υπηρεσίες. Έτσι, οι πολυάριθμοι πληθυσμοί της υπαίθρου δεν βρήκαν κάποιο ουσιαστικό κίνητρο, ώστε να σταθούν ενεργά στο πλευρό των Βενετών σε κρίσιμες για την κυριαρχία τους στην περιοχή περιστάσεις. Οι διάφοροι τοπικοί αξιωματούχοι διέβλεπαν τους κινδύνους που απέρρεαν από το οξύ κοινωνικό ζήτημα, το οποίο είχε δημιουργηθεί ως συνέπεια της επιβολής της αγγαρείας προς το Δημόσιο εις βάρος των αγροτικών στρωμάτων. Όμως, τόσο οι επιτακτικές ανάγκες που το κράτος αδυνατούσε να αντιμετωπίσει χωρίς τη συμβολή του αγγαρευόμενου πληθυσμού όσο και η στάση του πιο προνομιούχου πληθυσμού που θα έκανε τα πάντα για να διατηρήσει τα προνόμιά του, δεν άφηναν στην κεντρική διοίκηση τα περιθώρια να λάβει τα μέτρα εκείνα που θα επέφεραν κάποια ουσιαστική αλλαγή.

Όσον αφορά σε αυτό το τελευταίο ζήτημα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι κυρίαρχοι, λαμβάνοντας υπόψη την επιρροή των προσώπων αυτών στις τοπικές κοινωνίες, αλλά και το επισφαλές της κυριαρχίας τους, είχαν ως πάγια τακτική την

121

ικανοποίηση των αιτημάτων τους και τη διαιώνιση των προνομίων τους. Αυτοί υπήρξαν, άλλωστε, τα κύρια όργανά τους για την άσκηση ελέγχου και την επιβολή της πολιτικής τους ακόμα και στις πιο δυσπρόσιτες περιοχές των υπερπόντιων κτήσεών τους. Όπως παρατηρεί ο Σπ. Ασωνίτης, η προνομιακή απαλλαγή των ομάδων αυτών από την επαχθή προσωπική αγγαρεία ήταν κυρίως εκείνη που τους δημιουργούσε την αίσθηση της κοινωνικής υπεροχής έναντι των υπόλοιπων μελών της τοπικής κοινωνίας, και επέτρεψε τη διαμόρφωση μίας κοινωνικά υπερέχουσας τάξης, της οποίας τα μέλη είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό όχι οπωσδήποτε τον πλούτο, αλλά κυρίως την απαλλαγή από την αγγαρεία του Δημοσίου278.

278 Ασωνίτης, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα», σ. 141.

122

3. Η Β΄ Βενετοκρατία στην Πελοπόννησο (1685-1715)

Το 1684 υπογράφηκε στο Λιντς της Αυστρίας η συγκρότηση συνασπισμού από τους πληρεξούσιους του Πάπα, του αυτοκράτορα της Γερμανίας, του βασιλιά της Πολωνίας και των Βενετών. Για την αντιμετώπιση του μόνιμου οθωμανικού κινδύνου, οι χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης, με πρωτοβουλία του Πάπα Ιννοκέντιου ΙΑ’, έκριναν σκόπιμο και αναγκαίο να δραστηριοποιηθούν εκ νέου στρατιωτικά. Προγραμματίστηκε η ταυτόχρονη επίθεση εναντίον σημαντικών οθωμανικών τοποθεσιών στις παραδουνάβιες περιοχές και στον ελλαδικό χώρο με σκοπό τη δημιουργία αντιπερισπασμού, κατά τρόπο ώστε οι Οθωμανοί να μην μπορέσουν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά και στα δύο αυτά μέτωπα.

Η έναρξη του βενετο-οθωμανικού πολέμου (1684-1699) πραγματοποιήθηκε μέσα σε ευνοϊκές για τους Βενετούς συνθήκες. Επικεφαλής του στόλου τοποθετήθηκε ο Francesco Morosini. Η επανάκτηση των εδαφών πραγματοποιήθηκε σε πέντε φάσεις. Στην πρώτη εκστρατεία (Ιούνιος - Δεκέμβριος 1684) καταλήφθηκαν η Λευκάδα και η Πρέβεζα. Στη δεύτερη εκστρατεία (Μάιος - Νοέμβριος 1685) καταλήφθηκαν η Κορώνη, η Καλαμάτα, η Ζαρνάτα, το Οίτυλο και άλλες οχυρές θέσεις της Μάνης, καθώς και η Ηγουμενίτσα. Στην τρίτη εκστρατεία (Μάρτιος - Οκτώβριος 1686) καταλήφθηκαν το Παλαιό και το Νέο Ναβαρίνο, η Μεθώνη, το Άργος και το Ναύπλιο. Στην τέταρτη εκστρατεία (Απρίλιος - Οκτώβριος 1687) καταλήφθηκαν η Πάτρα, το Ρίο, το Αντίρριο, η Ναύπακτος, η Κόρινθος και η Αθήνα μετά από βομβαρδισμό, κατά τον οποίο προκλήθηκαν οι σημαντικότατες καταστροφές στα αρχαιολογικά μνημεία που γνωρίζουμε και πολιορκήθηκε η Μονεμβασία. Στην πέμπτη εκστρατεία (1688) πολιορκήθηκε η Χαλκίδα, χωρίς όμως να καταστεί δυνατή η κατάκτησή της, ενώ την ίδια χρονιά τα συμμαχικά στρατεύματα αποχώρησαν και από την Αθήνα. Η εκστρατεία της Πελοποννήσου ολοκληρώθηκε το 1690 με την κατάκτηση της Μονεμβασίας. Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις, οι Βενετοί επιχείρησαν και στο χώρο του Αιγαίου: στη Θάσο, στα παράλια της Χαλκιδικής, στα νησιά του Αιγαίου και στα Χανιά, χωρίς όμως επιτυχία. Το 1694 καταλήφθηκε για ένα μικρό διάστημα η Χίος και τελικά, στις 26 Ιανουαρίου του 1699, έληξε ο πόλεμος. Με τη συνθήκη του Carlowitz παραχωρήθηκαν στη Βενετία η Λευκάδα και η Αίγινα και στους Οθωμανούς η Ναύπακτος. Το διάστημα

123

που ακολούθησε δεν έλειψαν οι εχθροπραξίες μεταξύ Βενετών και Οθωμανών, ιδίως γύρω από την περιοχή του Ισθμού, που αποτελούσε το σύνορο μεταξύ των δύο κόσμων279.

3.1 Εποικισμός και γαιοκτητικό καθεστώς

Είναι γνωστό ότι μετά τη βενετική κατάκτηση η διοικητική διαίρεση της Πελοποννήσου βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο διοικητικό σύστημα που είχαν επιβάλει οι Οθωμανοί. Προϋπήρχαν 22 καζάδες και επί Βενετών ιδρύθηκαν 24 επαρχίες (territorii). Οι νέοι κυρίαρχοι εισήγαγαν και τη διοικητική διαίρεση σε τέσσερα διαμερίσματα (provincie). Έτσι, η Πελοπόννησος διαιρέθηκε διοικητικά ως εξής:

(α) Provincia di Romania, με πρωτεύουσα το Ναύπλιο (Napoli di Romania), πέντε territorii (Napoli di Romania, Corinto, Tripolizza, Argos, S. Pietro di Zacugna) και δύο giurisdizioni (Porto Porro που υπάγονταν στο territorio di Corinto και Termis που υπάγονταν στο territorio di Napoli di Romania).

(β) Provincia di Messenia, με πρωτεύουσα τη Μεθώνη (Modon) και εννέα territorii (, Fanari, Calamata, Leondari, Andrussa, Caritena, Navarino, Coron, Modon).

(γ) Provincia d’Accaia, με πρωτεύουσα την Πάτρα (Patrasso) και τέσσερα territorii (Callavritta, Gastugni, Patrasso, Vostizza).

(δ) Provincia di Laconia, με πρωτεύουσα τη Μονεμβασιά (Malvasia) και έξι territorii (Malvasia, Crisaffa, Mistra, Eleos, Alta Maina, Bassa Maina)280.

279 Τσικνάκης, «Ο ελληνικός χώρος κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας», σ. 55-57. Τα ζητήματα αυτά έχουν μελετηθεί εκτενώς. Βλ. ενδεικτικά Λιάτα - Τσικνάκης, Με την αρμάδα στο Μοριά (1684-1687): ανέκδοτο ημερολόγιο με σχέδια, σ. 9-46· Anderson, Naval wars in the Levant, 1559-1583, σ. 185-236· Στεριώτου, «Ο πόλεμος του Μοριά και ο κώδικας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας», σ. 241- 183· Στουραΐτη, «Αφηγηματικότητα και ιστορία: ο πόλεμος στο Μοριά (1684-1699) στο έργο του ιστορικού Pietro Garzoni», σ. 335 381· η ίδια, Memorie di un ritorno: la guerra di Morea (1684-1699) nei manoscritti della Querini Stampalia· Marazzo - Stouraiti, Immagini dal mito: la conquista veneziana della Morea (1684-1699)· Χατζόπουλος, «Capturing and defending the : Domenico Mocenigo’s report of November 12, 1961», σ. 372-342· Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού τ.4, σ. 11-45· Locatelli, Racconto historico della veneta guerra in Levante diretta dal valore del Serenissimo principe Francesco Morosini capitan generale la terza volta per la Serenissima Republica di Venezia contro l’impero ottomano· Χασιώτης, «Οι Έλληνες και οι πόλεμοι μεταξύ οθωμανικής αυτοκρατορίας και ευρωπαϊκών κρατών (1669-1792): η κάμψη της οθωμανικής δυνάμεως», σ. 8-51· Pagratis, «Politiche veneziane e società locali nel Regno di Morea», σ. 224-227.

124

Είναι επίσης γνωστό ότι η Πελοπόννησος κατά την περίοδο που ακολούθησε την κατάκτησή της από τους Βενετούς γνώρισε πολύ σοβαρή δημογραφική κάμψη, παρουσιάζοντας εικόνα ερήμωσης στο μεγαλύτερο τμήμα της. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή που διενέργησαν οι Βενετοί το 1689, ο πληθυσμός της Πελοποννήσου έφτανε τους 86.464 κατοίκους ενώ ενδεικτική της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί είναι και η μαρτυρία ότι από τα 2.111 κατοικημένα χωριά της Πελοποννήσου επί Οθωμανών μόνο τα 1.455 εμφανίζονταν να κατοικούνται μετά τη βενετική κατάκτηση. Η εγκυρότητα των στοιχείων αυτών έχει αμφισβητηθεί, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι υπήρξε σημαντική απόκρυψη και αλλοίωση των πραγματικών στοιχείων από τους ίδιους τους εγχώριους πληθυσμούς, προκειμένου οι τελευταίοι να διαφύγουν τη στρατολόγηση και τη φορολογία. Τα αίτια της αναμφισβήτητης μείωσης του πληθυσμού έχουν αναζητηθεί και έχουν αποδοθεί από τις πηγές και από μερίδα ιστορικών στο βενετo-οθωμανικό πόλεμο που προηγήθηκε, καθώς και στις καταστροφικές του συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά, έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις. Μία από αυτές είναι η άποψη του Βασίλη Παναγιωτόπουλου, σύμφωνα με την οποία η δημογραφική αυτή κάμψη εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης δημογραφικής κρίσης του 17ου αιώνα281.

Με την κατάκτηση της Πελοποννήσου, πέρασαν στην κυριότητα του βενετικού Δημοσίου όλα τα εδάφη της, τα οποία δεν ήταν ιδιοκτησία των χριστιανών κατοίκων της. Με αυτό τον τρόπο, οι νέοι κυρίαρχοι βρέθηκαν να έχουν στην κυριότητά τους πολύ μεγάλες εκτάσεις καλλιεργούμενων, καλλιεργήσιμων, αλλά και χέρσων γαιών,

280 Τα σχετικά με τη διοικητική οργάνωση της Πελοποννήσου είναι γνωστά. Βλ. κυρίως: Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αι., σ. 159-170. Βλ. και Τόλιας, «Εικόνες της διοικητικής συγκρότησης του “Βασιλείου του Μοριά”: τρεις χειρόγραφοι βενετικοί χάρτες της Πελοποννήσου, 1692-1707», σ. 75-100. Γενικά για την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας, βλ. ενδεικτικά: Ράνκιος, «Περί της εν Πελοποννήσῳ Ενετοκρατίας (1685-1715)», σ. 553-562, 577-585· Ντόκος, Η Στερεά Ελλάς κατά τον ενετοτουρκικόν πόλεμον (1684-1699) και ο Σαλώνων Φιλόθεος· Ντόκος - Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, σελ. XI-C· Μάλλιαρης, Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο, 1687-1715. γη, πληθυσμοί, κοινωνία στη Β.Δ. Πελοπόννησο· Cozzi, «La Repubblica di Venezia in Morea: un diritto per il nuovo Regno (1687-1715)», σ. 739-789· Κριμπάς, «Η ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος 1687-1715», σ. 315-46 και σ. 247-255· Σπανάκης, «Κρήτη και Πελοπόννησος», σ. 95-106· Τσελίκας, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου», σ. 127-152· ο ίδιος, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου, Β’», σ. 141-171· ο ίδιος, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου, Γ’: μετάφραση έκτακτου προνοητού Θ. Γραδένιγου 1692», σ. 33-53· ο ίδιος, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου», σ. 58-80· Pagratis, «Politiche veneziane», σ. 221-236. 281 Ντόκος, Το κτηματολόγιο της Βοστίτσας, σ. ΧV-XVI και LXXXIX· ο ίδιος, Η Στερεά Ελλάς, σ. 35-42· Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 123-134.

125

καθώς και έναν μεγάλο αριθμό αγροτικών και αστικών κτισμάτων282, τα οποία όμως παρέμεναν ουσιαστικά αναξιοποίητα λόγω της μείωσης του αγροτικού πληθυσμού και της συνακόλουθης έλλειψης καλλιεργητών. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο αυτό, οι Βενετοί επιδίωξαν και μεθόδευσαν τον εποικισμό της κτήσης τους με αλλοδαπούς πληθυσμούς, τους οποίους προσέλκυσαν παρέχοντάς τους τις συνθήκες εκείνες που θα τους επέτρεπαν να εγκατασταθούν και να οργανώσουν τη ζωή τους από την αρχή με την παραχώρηση κτισμάτων, αλλά κυρίως αγροτικών εκτάσεων κατάλληλων για καλλιέργεια. Η προσπάθεια αυτή της προσέλκυσης και μαζικής μετεγκατάστασης πληθυσμών από άλλες περιοχές στην Πελοπόννησο εφαρμόστηκε κατα τη Β΄ Βενετοκρατία με τελικό σκοπό την ενίσχυση του εγχώριου εκείνου πληθυσμού, ο οποίος θα συνέβαλε στην ενίσχυση της καλλιεργητικής εργασίας και στη γεωργική αξιοποίηση της γης, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των εσόδων του Δημοσίου μέσω της τόνωσης του εμπορίου και της αύξησης της φορολογίας. Το ζήτημα του εποικισμού της Πελοποννήσου, καθώς και εκείνο της εκχώρησης των γαιών έχει μελετηθεί από τον Κωνσταντίνο Ντόκο και μεταγενέστερα από άλλους ιστορικούς και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αντικείμενο της δικής μας μελέτης. Είναι όμως απαραίτητο να περιγράψουμε σε γενικές γραμμές το γαιοκτητικό σύστημα της Πελοποννήσου κατά τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο στο βαθμό που αυτό -καθώς και οι γύρω από αυτό κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην περιοχή- αποτελεί βασικό μέρος του ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου του φαινομένου που εξετάζουμε283.

Η επιδίωξη Βενετών για προσέλκυση νέων πληθυσμών στην Πελοπόννησο ήταν εφικτή και πραγματοποιήσιμη κυρίως λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στις γειτονικές περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, από όπου και προερχόταν και το μεγαλύτερο μέρος των εποίκων, οι οποίες δοκιμάζονταν για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια από πολεμικές συγκρούσεις, αλλά και γενικότερα στο Αιγαίο, στην Κρήτη και στο Ιόνιο284.

Πιο ισχυρή ομάδα από οικονομική, κοινωνική, ακόμα και πολιτιστική άποψη, μεταξύ των εποίκων αυτών υπήρξε εκείνη των Αθηναίων, οι οποίοι μετακινήθηκαν

282 Ντόκος, Το κτηματολόγιο της Βοστίτσας, σ. XV. 283 Ντόκος, Το κτηματολόγιο της Βοστίτσας, σ. XΙ-ΧΧΙΙΙ· Λιάτα, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αιώνα: οικιστικά μεγέθη και κατανομή της γης, σ. 15-26, 51-62· Μάλλιαρης, Η Πάτρα· Κόμης, Βενετικά κατάστιχα Μάνης - Μπαρδούνιας (αρχές 18ου αιώνα): τεκμήρια οικονομίας και ιστορικής δημογραφίας σ. 20-31. 284 Για τις πληθυσμιακές ομάδες των εποίκων σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, βλ. Ντόκος, Η Στερεά Ελλάς, σ. 99-124· ο ίδιος, «Η μετοικεσία των Αθηναίων στην Πελοπόννησο», σ. 96-138· Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 49-101· Μέρτζιος, «Περί των Αθηναίων του Μορέως», σ. 8-19· Βέης, «Αθηναίοι εν Καλαβρύτοις το έτος 1706», σ. 454.

126

μαζικά προς την Πελοπόννησο μετά την αναγκαστική από τις συνθήκες εγκατάλειψη της πόλης τους το 1688. Υπολογίζεται ότι συνολικά μετακινήθηκαν 662 οικογένειες. Φθάνοντας στη νέα κτήση των Βενετών, οι ίδιοι οι Αθηναίοι είχαν υποδείξει ως επιθυμητές περιοχές για την εγκατάστασή τους το Ναύπλιο, την Κορώνη, την Κόρινθο, την Πάτρα, την Κλαρέντζα και τη Γαστούνη. Ο πληθυσμός κατά το μεγαλύτερο μέρος του εγκαταστάθηκε στην Πάτρα και στο Ναύπλιο, καθώς οι περιοχές αυτές ήταν οι πλέον κατάλληλες για την ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων, ενώ λιγότεροι ήταν εκείνοι που εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές όπως η Τριπολιτσά, η Γαστούνη και ο Μυστράς. Μέλη σημαντικών, από οικονομικής και κοινωνικής άποψης, οικογενειών ορίστηκαν επικεφαλής των Αθηναίων εποίκων και τους εκπροσωπούσαν στις συνεννοήσεις τους με τις βενετικές Αρχές. Γενικά η παρουσία των ομάδων οι οποίες προέρχονταν από την Αθήνα χαρακτηριζόταν από αξιοσημείωτη κοινωνική και οικονομική υπεροχή έναντι όλων των υπόλοιπων ομάδων, ντόπιων και εποίκων, καθώς και από έντονη δραστηριοποίηση στον τομέα του εμπορίου285.

Με αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι σαφές πως ο πληθυσμός αυτός δεν ήταν ο καταλληλότερος για την ενίσχυση της καλλιέργειας της γης και της ευρύτερης αγροτικής παραγωγικής διαδικασίας. Ωστόσο, οι Βενετοί προσέβλεπαν σε αυτούς για την αύξηση του πληθυσμού, καθώς και για την εισροή εσόδων από τις εμπορικές τους ασχολίες και για το λόγο αυτό επιχείρησαν με κάθε μέσο και κάθε πιθανό τρόπο να παρεμποδίσουν τις σχέσεις των Αθηναίων με την υπό οθωμανική κυριαρχία παλιά τους πατρίδα και να ανακόψουν κάθε προσπάθεια επιστροφής τους. Οι προσπάθειες αυτές περιελάμβαναν από παρακολουθήσεις των επικεφαλής τους και απειλές μέχρι σχέδια και απόπειρες για μαζική μετακίνησή τους στη βορειοδυτική Πελοπόννησο. Ταυτόχρονα, προσπαθούσαν να τους δελεάσουν με μία πολύ γενναιόδωρη πολιτική όσον αφορά στην εγκατάστασή τους, καθώς και με την παραχώρηση γαιών. Οι Αθηναίοι, όντας οι «più civili e commodi habitanti nel Regno», διακρίθηκαν σε τέσσερεις κοινωνικές τάξεις με βάση την κοινωνική και οικονομική θέση που κατείχαν προγενέστερα στην Αθήνα, ενώ με βάση το διαχωρισμό αυτό έγιναν και οι παραχωρήσεις. Πολλές από τις οικογένειες των Αθηναίων εποίκων εντάχθηκαν στην ανώτερη κοινωνική τάξη και είναι χαρακτηριστικό πως, ενώ οι Σύνδικοι Καταστιχωτές είχαν κρίνει ότι οι Αθηναίοι θα έπρεπε να λάβουν χέρσες γαίες, τελικά οι βενετικές Αρχές έκριναν σκόπιμο να τους παραχωρήσουν καλλιεργημένες γαίες. Από όλα αυτά γίνεται σαφές ότι οι Βενετοί κυρίαρχοι υπολόγιζαν σε μεγάλο βαθμό στη συνεργασία

285 Για τις πληθυσμιακές ομάδες εποίκων από την Αθήνα, βλ. Ντόκος, «Η μετοικεσία των Αθηναίων», σ. 96-138· Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 49-101· Μέρτζιος, Περί των Αθηναίων, σ. 8-19.

127

τους και για το λόγο αυτό η στάση τους απέναντι στους Αθηναίους υπήρξε εξαιρετικά ευνοϊκή, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ομάδες εποίκων, ακόμα κι αν επρόκειτο για ισχυρούς αριθμητικά πληθυσμούς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους πληθυσμούς που προέρχονταν από το ορεινό αγροτικό περιβάλλον της Ρούμελης286.

Οι εξωμερίτες αυτοί ή παραμερίτες, που προέρχονταν από περιοχές όπως η Θήβα, η Λιβαδειά, τα Σάλωνα, το Καστέλι της Ρούμελης, το Αιτωλικό, το Μεσολόγγι, η Αταλάντη, η Εύβοια, η Ναύπακτος κ.ά., αποτέλεσαν την πολυπληθέστερη ομάδα εποίκων που έφτανε στην Πελοπόννησο, ακόμα και μετά την επίσημη απαγόρευση οργανωμένης ομαδικής μετακίνησης σύμφωνα με τη συνθήκη του Carlowitz. Καθώς η μικρή απόσταση ευνοούσε τη μετανάστευση προς την Πελοπόννησο και εφόσον η ατομική μετακίνηση μεταξύ της οθωμανικής και της βενετικής επικράτειας ήταν ακόμη ελεύθερη, ο εποικισμός της Πελοποννήσου από Ρουμελιώτες συνεχίστηκε εντατικά μέχρι το 1710 περίπου. Οι ομάδες αυτές πέτυχαν να εγκατασταθούν κυρίως στις εύφορες παραλιακές περιοχές της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, παρ’ όλο που οι Βενετοί αρχικά είχαν άλλα σχέδια, κρίνοντας ότι θα ήταν προτιμότερο οι πληθυσμοί αυτοί να εγκατασταθούν στις ορεινές περιοχές, ώστε να μην έχουν τη δυνατότητα να μετακινούνται εύκολα προς τις παλιές τους πατρίδες287.

Παρά το γεγονός ότι οι Ρουμελιώτες δεν διέθεταν την ίδια οικονομική και κοινωνική επιφάνεια με εκείνη των Αθηναίων, οι Βενετοί υπολόγιζαν στην πληθυσμιακή ενίσχυση και στην τόνωση της αγροτικής δραστηριότητας που θα προέκυπτε από τη μετακίνηση πληθυσμών από την ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης και, προκειμένου να προσελκύσουν τις ομάδες αυτές, χρησιμοποίησαν διάφορα μέσα που περιελάμβαναν από την προπαγάνδα υπέρ μίας ασφαλούς περιοχής, απαλλαγμένης από την πανώλη και τον «βαρβαρικό ζυγό» των Οθωμανών, έως υποσχέσεις για παραχώρηση γαιών και σημαντικών ελαφρύνσεων ως προς τις διάφορες υποχρεώσεις τους προς το κράτος. Υπολογίζεται πως ο αριθμός των Ρουμελιωτών που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο συνολικά υπήρξε πολύ μεγάλος, καθώς, σύμφωνα με το γενικό προβλεπτή Giacomo Corner, μέχρι το 1689 είχαν μετοικίσει περίπου 6.000 έποικοι. Όπως και οι Αθηναίοι, οι Ρουμελιώτες έποικοι διακρίθηκαν σε τέσσερεις κοινωνικές κατηγορίες. Οι επικεφαλής τους εντάχθηκαν στην πρώτη τάξη, παρόλο που στην πλειονότητά τους ανήκαν στους αγροτικούς πληθυσμούς που προέρχονταν από

286 Ντόκος, «Η μετοικεσία των Αθηναίων», σ. 96-138· ο ίδιος, Η Στερεά Ελλάς, σ. 103-104· Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 49-60· Μέρτζιος, Περί των Αθηναίων, σ. 8-19· Λιάτα, Το Ναύπλιο, σ. 18-22. 287 Ντόκος, Η Στερεά Ελλάς, σ. 101-103, 111-115· Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 61-70.

128

ορεινές περιοχές. Βάσει αυτού του διαχωρισμού τους επιδόθηκαν κτήματα και κτίσματα. Οι Βενετοί προσέβλεπαν στην παρουσία αυτών των πληθυσμών κυρίως για την ενίσχυση του αγροτικού χώρου και για την επανεκκίνηση της καλλιεργητικής δραστηριότητας και θέλησαν να παρεμποδίσουν τις μετακινήσεις τους προς τις περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, που άρχισαν να γίνονται πιο εντατικές από το 1700 και ύστερα288.

Μία ακόμη σημαντική αριθμητικά ομάδα εποίκων ήταν εκείνη που προερχόταν από τα κοντινά προς την Πελοπόννησο νησιά του Ιονίου, τη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά, και εγκαταστάθηκαν κυρίως σε περιοχές της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, όπως ήταν η Πάτρα και η Γαστούνη. Η περίπτωση όμως των εποίκων αυτών είναι εντελώς διαφορετική σε σχέση με εκείνες των Αθηναίων και των Ρουμελιωτών, εφόσον επρόκειτο για υπηκόους του βενετικού κράτους, οι οποίοι δεν μετακινήθηκαν μαζικά εξαιτίας κάποιων δυσμενών συνθηκών που τους υποχρέωναν να εκπατριστούν. Αντιθέτως, οι υπήκοοι αυτοί και κάτοικοι των νησιών του Ιονίου άρχισαν να μετακινούνται προς την Πελοπόννησο πριν ακόμα προλάβουν να την εγκαταλείψουν οι Οθωμανοί, και επιδόθηκαν σε λεηλασίες και αρπαγές των οθωμανικών περιουσιακών στοιχείων που έμεναν πίσω. Σταδιακά το ρεύμα των ανθρώπων που μετακινούνταν προς την Πελοπόννησο εντεινόταν και προκειμένου να το ανακόψουν οι Βενετοί απαγόρευσαν την εγκατάστασή τους στην Πελοπόννησο, τους εξαιρούσαν από το σύστημα των παραχωρήσεων γης και απαγόρευαν τη συμμετοχή τους σε πλειστηριασμούς για εκμίσθωση γαιών και φορολογικών προσόδων. Τα μέτρα αυτά φαίνεται πως δεν απέδωσαν καρπούς, καθώς είναι μεγάλος ο αριθμός των νησιωτών, οι οποίοι κατάφεραν να παραμείνουν στην Πελοπόννησο επιδιδόμενοι σε έκνομες, αλλά επικερδείς δραστηριότητες, όπως ήταν το λαθρεμπόριο με τα απέναντι νησιά. Είναι δε χαρακτηριστικό πως οι ομάδες αυτές όχι μόνο κατάφεραν να παραμείνουν στην Πελοπόννησο χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, αλλά επιπλέον με διάφορα μέσα κατάφερναν να συμμετέχουν επιτυχώς στους πλειστηριασμούς, από τους οποίους θεωρητικά αποκλείονταν, αλλά και να αποσπούν γαίες απολαμβάνοντας ταυτόχρονα μία καλή θέση στην οικονομική ζωή της Πελοποννήσου. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι δεν διακρίθηκαν επισήμως σε κοινωνικές τάξεις, όπως είχε συμβεί με τους Αθηναίους και τους Ρουμελιώτες, και ότι δεν εκπροσωπήθηκαν από επικεφαλής για επίσημες επαφές με τη βενετική διοίκηση289.

288 Ντόκος, Η Στερεά Ελλάς, σ. 101-103, 111-115· Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 61-70. 289 Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 70-75.

129

Στη Λακωνία, και συγκεκριμένα στις περιοχές της Μονεμβασίας και των Μολάων, εγκαταστάθηκαν Κρητικοί έποικοι, οι οποίοι έφτασαν ως πρόσφυγες κυρίως μετά την αποτυχημένη προσπάθεια ανακατάληψης των Χανίων από τους Βενετούς το 1692. Το γεγονός ότι έφτασαν σε μία εποχή, κατά την οποία είχαν ήδη εγκατασταθεί οι άλλες ομάδες εποίκων στις διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, υπήρξε ίσως μία αιτία των δυσκολιών που αντιμετώπισαν στην προσπάθειά τους να ενταχθούν στη νέα κτήση. Οι Κρητικοί ζήτησαν να λάβουν καλλιεργημένες γαίες και απαλλαγή από τις αγγαρείες για τους καλλιεργητές της γης. Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν έγινε δεκτό από τις βενετικές Αρχές. Παρά το γεγονός ότι οι Βενετοί ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν το πληθυσμιακό αυτό σύνολο στην Πελοπόννησο, κρίνοντας μάλιστα το γεγονός ότι είχαν εγκατασταθεί στην κοντινή προς την Κρήτη περιοχή της Μονεμβασίας ως επικίνδυνο για πιθανές ροές μετακίνησης προς τα Χανιά, δεν συνέβαλαν ουσιαστικά στη βελτίωση της διαβίωσής τους. Οι πιο εύφορες εκτάσεις γης είχαν ήδη παραχωρηθεί και αποδεικνύεται μέσα από τις πηγές ότι η οικονομική κατάσταση πολλών από τους πρόσφυγες αυτούς παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα μέχρι το τέλος της βενετικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο. Τελικά, οι πρόσφυγες από την Κρήτη εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου. Οι περισσότεροι εντοπίζονται στις περιοχές του Άργους, του Ναυπλίου, των Μολάων Λακωνίας, του Μυστρά και της Μονεμβασίας290.

Αντίθετα, όταν το 1695 Χιώτες, καθολικοί στο δόγμα, οι οποίοι είχαν εκπατριστεί ομαδικά από το νησί τους, έφθαναν στην Πελοπόννησο, οι Βενετοί αποδείχθηκαν πολύ πιο γενναιόδωροι απέναντί τους, προκειμένου να αποτρέψουν τη μετακίνησή τους προς την Ιταλία, με την οποία συνδέονταν με οικογενειακούς δεσμούς, αλλά και λόγω δόγματος. Όχι μόνο τους οδήγησαν για εγκατάσταση στην ευνοϊκή από πολλές απόψεις τοποθεσία της Μεθώνης, αλλά επιπρόσθετα τους παραχώρησαν γαίες με το καθεστώς της διηνεκούς κατοχής, αποκλειστικά και μόνον γι’ αυτούς την χρονική εκείνη περίοδο. Ένας ορισμένος αριθμός οικογενειών εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Οι Χιώτες, οι οποίοι είχαν μετακινηθεί μαζικά προς την Πελοπόννησο, διακρίθηκαν σε τάξεις, όπως είχε συμβεί με τους Ρουμελιώτες και τους Αθηναίους. Τα μέλη της πρώτης τάξης έγιναν μέλη των συμβουλίων των Κοινοτήτων. Τα προνόμια των Χιωτών έναντι των υπόλοιπων ομάδων εποίκων όμως δεν σταματούν εκεί, αφού οι Βενετοί τους απάλλαξαν από οποιαδήποτε μορφή αγγαρείας για 20 ολόκληρα χρόνια291.

290 Ντόκος, Η Στερεά Ελλάς, σ. 106-108· Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 75-80. 291 Ντόκος, Η Στερεά Ελλάς, σ. 109-110· Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 80-82.

130

Το 1697 έφθασαν στην Πελοπόννησο γύρω στις 120 οικογένειες με καταγωγή από περιοχές της Ηπείρου, κυρίως από τα Ιωάννινα και τον Άγιο Δονάτο, και αργότερα ακολούθησαν κι άλλες. Οι οικογένειες αυτές κατά το μεγαλύτερο μέρος τους εγκαταστάθηκαν μαζικά στις περιοχές του Νησιού (σημ. Μεσσήνη) και της Ανδρούσας στη Μεσσηνία και η μετακίνησή τους υπήρξε εξ αρχής οργανωμένη. Κατά συνέπεια, οι Ηπειρώτες είχαν εκπροσώπηση για επίσημες συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με τους Βενετούς και σύντομα διακρίθηκαν σε τρεις τάξεις, βάσει των οποίων έλαβαν τα ακίνητα που τους αναλογούσαν. Έγιναν δεκτοί με ικανοποίηση από τους Βενετούς, οι οποίοι προσέβλεπαν σε αυτούς για την αύξηση των εσόδων τους από το εμπόριο και την αγροτική δραστηριότητα292.

Ένα ποσοστό εποίκων δεν είχε ελληνική προέλευση και αποτελούνταν συνήθως από απόστρατους ή λιποτάκτες του βενετικού στρατού, οι οποίοι πέρασαν στην Πελοπόννησο το 1699 μετά τη συνθήκη του Carlowitz και την απόσυρση των βενετικών στρατευμάτων. Οι ξένοι της Πελοποννήσου διακρίνονταν κυρίως σε άτομα που προέρχονταν από σλαβόφωνες περιοχές και σε άτομα από περιοχές της δυτικής Ευρώπης και ως επί το πλείστον από τη Βενετία και άλλες περιοχές της Ιταλίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του τελευταίου στρατιωτικού διοικητή Βάλτου και Ξηρόμερου συνταγματάρχη Ιωάννη Λουδορέκα και περίπου 100 οικογενειών σλαβικής καταγωγής, που εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της Γαστούνης, της Πάτρας και της Αρκαδιάς. Στις ομάδες αυτές δόθηκαν με την υποχρέωση καταβολής της δεκάτης γαίες καλλιεργημένες και ακαλλιέργητες, καθώς και κτίσματα, ενώ ο ίδιος ο Λουδορέκας λάμβανε και μηνιαίο μισθό 20 δουκάτων για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στο κράτος. Το 1700 έφθασαν στην Αχαΐα 47 οικογένειες Σλάβων από τη Δαλματία, δηλαδή Σκλαβούνων που είχαν λάβει μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα, και εγκαταστάθηκαν στα χωριά Δραγάνου, Πουρνάρι και Αχαϊά. Τους παραχωρήθηκαν γαίες καλλιεργημένες (με υποχρέωση απόδοσης διπλής δεκάτης) και ακαλλιέργητες (με απλή δεκάτη) για οκτώ χρόνια, καθώς και κτίσματα. Όσον αφορά στα άτομα που προέρχονταν από περιοχές της Ιταλίας και της δυτικής Ευρώπης, τα αίτια της μετακίνησής τους προς τη νέα κτήση συνδέονταν με την άσκηση του εμπορίου ή την ελπίδα απόκτησης κτηματικής περιουσίας που τότε παραχωρούνταν αφειδώς από τους Βενετούς κυριάρχους. Πολλοί από αυτούς ήταν τέως ή εν ενεργεία διοικητικοί υπάλληλοι, απόστρατοι ή εν ενεργεία στρατιωτικοί, ιερωμένοι κ.ά.293

292 Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 82-86. 293 Ντόκος, Η Στερεά Ελλάς, σ. 115-121· Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 88-88.

131

Η πρακτική των κτηματικών παραχωρήσεων, την οποία καθιέρωσε η Βενετία με σκοπό την κοινωνική ένταξη των νέων κατοίκων και την αποτελεσματική αξιοποίηση των ακαλλιέργητων γαιών, υπήρξε το μεγαλύτερο κίνητρο για τη μετακίνηση πληθυσμών προς την Πελοπόννησο, αλλά και το πιο ουσιώδες στοιχείο της εποικιστικής διαδικασίας. Προκειμένου να προχωρήσουν στην πρακτική αυτή, οι Βενετοί κυρίαρχοι είχαν προηγουμένως μπει σε μία διαδικασία, με αμφίβολα βέβαια αποτελέσματα, προκειμένου να διακρίνουν τις δημόσιες από τις ιδιωτικές γαίες. Η διαδικασία που ακολούθησαν ήταν εκείνη του beneprobatum, η οποία βασιζόταν στην προσκόμιση παλαιών τίτλων ιδιοκτησίας ή στην ένορκη βεβαίωση δύο μαρτύρων, προκειμένου να αποδειχθεί η κυριότητα (φυσικών προσώπων, εκκλησιαστικών και μοναστικών ιδρυμάτων, αγροτικών κοινοτήτων) των γαιών και να αποδοθεί το έγγραφο του beneprobatum, μέσω του οποίου αναγνωριζόταν στους φερόμενους ως ιδιοκτήτες το δικαίωμα της κατοχής των γαιών αυτών, που ανέκαθεν τους ανήκαν294. Ως νόμιμοι κάτοχοι γης αναγνωρίζονταν όσοι διέθεταν γαίες πατρογονικά, χωρίς όμως να διαθέτουν εκείνα τα έγγραφα τα οποία θα πιστοποιούσαν την ιδιοκτησία τους. Αναγνωρίζονταν επίσης όσοι είχαν λάβει γαίες με προφορική παραχώρηση από τους Οθωμανούς, οι οποίοι συνήθιζαν να μην καταγράφουν τις παραχωρήσεις αυτές, καθώς και εκείνοι που κατείχαν γαίες που απέκτησαν μέσω αγοραπωλησίας και οι οποίοι συνήθως διέθεταν τίτλους ιδιοκτησίας295.

Οι κτηματικές παραχωρήσεις των Βενετών, οι λεγόμενες concessioni, δεν πραγματοποιήθηκαν ομοιόμορφα. Σ’ ένα μικρό αριθμό γηγενών, που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να αποκτήσουν περιουσία με τη διαδικασία του beneprobatum, αποδόθηκαν στην αρχή της βενετικής περιόδου κάποια κτήματα με καθεστώς απλής και αδιατάρακτης κατοχής. Στους νέους εποίκους άρχισαν να παραχωρούνται, συνήθως για μια καθορισμένη περίοδο 6-8 ετών, γαίες και κτίσματα με την υποχρέωση εκείνοι να είναι υπεύθυνοι για την καλλιέργεια των κτημάτων και για τη συντήρηση των κτηρίων (σπίτια, αποθήκες, εργαστήρια) και να καταβάλλουν τη δεκάτη της αγροτικής παραγωγής και πιθανώς και κάποιο ενοίκιο. Η έκταση των κτηματικών παραχωρήσεων υπολογιζόταν βάσει ορισμένων κριτηρίων. Τα κριτήρια αυτά είχαν σχέση με την κοινωνική και οικονομική θέση που διέθεταν τα πρόσωπα αυτά στις περιοχές της καταγωγής τους, αλλά και με τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει ή που θα μπορούσαν να προσφέρουν στους Βενετούς είτε στον αγώνα τους εναντίον των Οθωμανών, είτε

294 Ντόκος, Το κτηματολόγιο της Βοστίτσας, σ. ΧVII-XVIII. Για τις παραχωρήσεις γης βλ. Ντόκος, Το κτηματολόγιο της Βοστίτσας, σ. ΧIX-ΧXΙΙ· ο ίδιος, Η Στερεά Ελλάς, σ. 125-130· Κόμης, Κατάστιχα Μάνης - Μπαρδούνιας, σ. 20-38. 295 Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 112.

132

στην προσπάθειά τους να οργανώσουν τη νέα τους κτήση, είτε στην προσπάθειά τους να την ενισχύσουν με την προσέλκυση νέων πληθυσμών από τους τόπους καταγωγής τους. Το μέγεθος των κτηματικών παραχωρήσεων είχε βέβαια σχέση και με την ποιότητα και τη φύση της παραχωρηθείσας έκτασης και συνεπώς και με την απόδοσή της στην αγροτική παραγωγή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Βενετοί αποφάσισαν, όταν πια όλες οι εύφορες γαίες είχαν παραχωρηθεί, να επεκτείνουν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις παραχωρώντας γαίες που μέχρι τότε παρέμεναν χέρσες και αναξιοποίητες296.

Εκτός από τις παραχωρήσεις γαιών προς τους νέους κατοίκους, είναι γνωστό πως οι Βενετοί καθιέρωσαν από πολύ νωρίς τη διαδικασία της ετήσιας εκμίσθωσης γαιών σε ιδιώτες με δημόσιο πλειστηριασμό. Με βάση το σύστημα αυτό, των affitanze, το βενετικό Δημόσιο παρέμενε ιδιοκτήτης των γαιών απολαμβάνοντας ταυτόχρονα το πολλαπλό όφελος από την είσπραξη του terzo (της εντριτείας, ή του 1/3 των προϊόντων της αγροτικής παραγωγής) και του livello (ετήσιου μισθώματος για την εκχώρηση δημόσιων γαιών με καθεστώς μακρόχρονης εμφύτευσης) από τους ενοικιαστές – καλλιεργητές, καθώς και από την είσπραξη του ετήσιου μισθώματος από τους ενοικιαστές - επιχειρηματίες, οι οποίοι με την καταβολή του ποσού αυτού αναλάμβαναν και το έργο της είσπραξης του 1/3 της σοδειάς και των ενοικίων των καλλιεργητών297.

Το γεγονός όμως ότι οι παραχωρήσεις είχαν μία περιορισμένη διάρκεια 6-8 ετών φαίνεται ότι δεν έδινε στους εποίκους επαρκές κίνητρο, ώστε να θεωρήσουν την εγκατάσταση τους στην Πελοπόννησο ως μία μόνιμη κατάσταση. Επιπρόσθετα, δεν ήταν λίγοι οι έποικοι εκείνοι οι οποίοι αναζήτησαν διέξοδο βιοπορισμού σε άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες, όπως το εμπόριο, και δεν θέλησαν να επιδοθούν στην καλλιέργεια της γης298. Το 1699 η βενετική Γερουσία και οι τοπικές Αρχές, θέλοντας να ανακόψουν τις μετακινήσεις των πληθυσμών αυτών προς τις παλιές τους πατρίδες, έκριναν πως η μετατροπή της βραχυχρόνιας κατοχής των παραχωρημένων εδαφών σε απεριόριστη και διηνεκή θα μπορούσε να αποτελέσει τη λύση στο σημαντικό ζήτημα που είχε προκύψει. Το μέτρο φαίνεται ότι απέφερε κάποια θετικά αποτελέσματα, αν και περιορισμένης ίσως διάρκειας, αφού το νέο αυτό καθεστώς της διηνεκούς γαιοκατοχής αποτέλεσε επαρκές κίνητρο, ώστε αρκετοί από τους εποίκους οι οποίοι βρίσκονταν ήδη στην Πελοπόννησο να παραμείνουν εντός της επικράτειας και να συνδεθούν περισσότερο με τη γη τους, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται ότι προς την Πελοπόννησο μετακινήθηκε και ένας αριθμός ανθρώπων στους οποίους δεν επρόκειτο

296 Ντόκος, Το κτηματολόγιο της Βοστίτσας, σ. ΧIX-ΧX. 297 Ντόκος, Το κτηματολόγιο της Βοστίτσας, σ. ΧXΙ. 298 Λιάτα, Το Ναύπλιο, σ. 23-24.

133

να παραχωρηθούν γαίες και οι οποίοι θα παρέμεναν ακτήμονες καλλιεργητές, απασχολούμενοι στα κτήματα των παραπάνω εποίκων. Το νέο καθεστώς γαιοκτησίας στην Πελοπόννησο παγιώθηκε μέχρι το 1704. Ήδη από το 1702 ορίστηκε επιτροπή τριών Συνδίκων Εξεταστών και αφού ανακλήθηκε κάθε προηγούμενος τίτλος ιδιοκτησίας, επιδόθηκαν νέοι, οι οποίοι έφεραν την υπογραφή των Συνδίκων και οι οποίοι αποτέλεσαν στο εξής τους μοναδικούς έγκυρους τίτλους για κάθε είδος ιδιοκτησίας, είτε επρόκειτο για ιδιοκτησία που είχε κατοχυρωθεί μέσω της διαδικασίας του beneprobatum, είτε επρόκειτο για παραχώρηση από το Δημόσιο, είτε επρόκειτο για απλή αδιατάρακτη κατοχή299.

3.2 Ο πελοποννησιακός χώρος – πληθυσμός και οικιστικό δίκτυο

Ακόμα όμως και μετά από τις προσπάθειες αυτές για συστηματικό εποικισμό της Πελοποννήσου, η νέα κτήση παρέμεινε αραιοκατοικημένη έως το 1700, την εποχή, δηλαδή, που διενεργήθηκε η πληθυσμιακή απογραφή Grimani. Γενικά η εικόνα που προκύπτει από τις τέσσερις απογραφές που διενεργήθηκαν επί βενετικής κυριαρχίας, καθώς και από τις μελέτες που βασίστηκαν σε αυτές, παρουσιάζει διάφορες ασάφειες και για το λόγο αυτό τα συμπεράσματα που υπάρχουν παρουσιάζονται ατελή300. Παρ’ όλα αυτά, η μελέτη της απογραφής Grimani, η οποία έχει πραγματοποιηθεί σε επίπεδο διοικητικών διαμερισμάτων (territorii) και όχι χωριών ή οικισμών, έχει οδηγήσει σε ορισμένα γενικά, αλλά χρήσιμα συμπεράσματα:

α) Η κατανομή του πληθυσμού παρουσιάζει σχετική ομοιομορφία. Ο πελοποννησιακός χώρος παρουσιάζεται αραιοκατοικημένος, με 8,4 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο το 1700, με αξιοσημείωτη εξαίρεση τα territorii Κάτω Μάνης και Καλαμάτας301.

β) Ο πελοποννησιακός χώρος χαρακτηρίζεται από την απουσία σημαντικού αστικού δικτύου. Ενώ δεν είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε τις πόλεις και τις κωμοπόλεις από τα

299 Ντόκος, Το κτηματολόγιο της Βοστίτσας, σ. ΧXΙΙ· ο ίδιος, Η Στερεά Ελλάς, σ. 132. 300 Για τις απογραφές βλ. κυρίως Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 135-151· ο ίδιος, «Η Βενετική απογραφή της Πελοποννήσου του 1700», σ. 203-216· Ντόκος, «Breve descrittione del Regno di Morea: αφηγηματική ιστορική πηγή ή επίσημο βενετικό έγγραφο της Β΄Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο», σ. 81-131. Για τον πληθυσμό την Πελοποννήσου βλ. και Ντόκος - Αθανασοπούλου, Η πόλη της Βοστίτσας και ο πληθυσμός της κατά την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας, 1685-1715· Topping, «Premodern Peloponnesus: the land and the people under venetian rule (1685-1715)», σ. 92-108· ο ίδιος, «The population of the Morea (1685-1315)», σ. 119-128. 301 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 172-182.

134

χωριά, η διάκριση ανάμεσα σε κωμόπολη ή μεγάλο χωριό δεν είναι σαφής. Για τη διάκριση αυτή δεν μπορούμε να βασιστούμε μόνο σε ποσοτικά κριτήρια. Σε ολόκληρη την Πελοπόννησο του 1700 παρουσιάζονται μόνο 15 οικισμοί σε σύνολο 1.532, οι οποίοι διέθεταν πληθυσμό άνω των χιλίων ατόμων. Πρόκειται για τους οικισμούς Napoli di Romania (Ναύπλιο) με 6.548 κατοίκους, Patrasso (Πάτρα) με 3.832 κατοίκους, Gastugni (Γαστούνη) με 2. 119 κατοίκους, Malvasia (Μονεμβασία) με 1.622 κατοίκους, Cremasti (Κρεμαστή) με 1.465 κατοίκους, Calamata (Καλαμάτα) με 1.362 κατοίκους, Vostizza (Αίγιο) με 1.362 κατοίκους, Coron (Κορώνη) με 1.347 κατοίκους, Prastò (Πραστός) με 1.230 κατοίκους, Faraclò (Φαρακλό) με 1.107 κατοίκους, Arcadià (Κυπαρισία) με 1.062 κατοίκους, Mistra (Μιστράς) με 1.048, Lechiena (Λεχαινά) με 1.034, Gierachi (Γεράκι) με 1.009 κατοίκους και τέλος Cranidi (Κρανίδι) με 1.002 κατοίκους302.

Όμως οι οικισμοί αυτοί, με μοναδική εξαίρεση το Ναύπλιο και την Πάτρα, δεν διέθεταν αστικό χαρακτήρα, αλλά ήταν κέντρα αγροτικού χαρακτήρα και με εμβέλεια τοπική και περιορισμένη. Ακόμα όμως και οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της Πελοποννήσου συγκέντρωναν μεγάλο αγροτικό πληθυσμό και αντίστοιχες δραστηριότητες. Σε μερικούς από τους οικισμούς αυτούς συναντάμε ισχνά δείγματα άλλων, αστικού χαρακτήρα, δραστηριοτήτων, όπως στο Μυστρά και στη Μεθώνη, που είχαν να επιδείξουν περιορισμένη βιοτεχνική παραγωγή, καθώς και στη Μονεμβασία που παρουσίαζε κάποια ναυτική και εμπορική δραστηριότητα. Εντούτοις σε καμία περίπτωση οι συνθήκες αυτές δεν επαρκούσαν, ώστε να αλλάξουν τον αγροτικό χαρακτήρα αυτών των οικισμών της Πελοποννήσου. Στις περισσότερες περιπτώσεις επρόκειτο απλώς για ημιαστικά κέντρα, τα οποία διαδραμάτισαν ένα σημαντικό ρόλο μέσα στις διαφορετικές πολιτικά και στρατιωτικά συνθήκες της περιόδου από το 13ο έως το 15ο αιώνα, κάτω από την κυριαρχία Βυζαντινών και Φράγκων, κατά την οποία η οχυρωμένη πολίχνη αποτελούσε τον κύριο τύπο του οικισμού. Ο ορεινός όγκος στο εσωτερικό της Πελοποννήσου και η παντελής σχεδόν έλλειψη οδικού δικτύου καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την επικοινωνία μεταξύ γειτονικών περιοχών και με τον τρόπο αυτό εμπόδιζαν την ανάπτυξη σημαντικού αστικού δικτύου, διχοτομώντας την κτήση σε ορεινή ενδοχώρα και παράκτια περιοχή, όπου η δυνατότητα ανάπτυξης επικοινωνιών μεταξύ περιοχών ήταν εφικτή μέσω θαλάσσης, αλλά και σε ανατολικό τμήμα και δυτικό τμήμα. Έτσι, η ανάδειξη του Ναυπλίου και της Πάτρας σε πιο σημαντικές πόλεις της Πελοποννήσου υπήρξε συνέπεια πολλών παραγόντων, γεωγραφικών και ιστορικών. Και οι δύο υπήρξαν σημαντικές, οχυρωμένες πόλεις ήδη

302 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 184.

135

από προηγούμενες χρονικές περιόδους, ήταν παραθαλάσσιες, ενώ ταυτόχρονα διέθεταν εύφορες πεδινές εκτάσεις. Το Ναύπλιο, ως πρωτεύουσα του Regno di Morea, υπήρξε σημαντικός σταθμός προς το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και αντίστοιχα η Πάτρα προς το Ιόνιο και την Αδριατική θάλασσα. Είναι λοιπόν εμφανές ότι, εφόσον οι δεκαπέντε πολυπληθέστεροι οικισμοί που αναφέραμε δεν διέθεταν εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα επέτρεπαν να τους εντάξουμε στις αμιγώς αστικές περιοχές και εφόσον ο πληθυσμός τους συνολικά δεν ξεπερνούσε το 15% του πληθυσμού όλων των οικισμών της Πελοποννήσου, η κτήση παρουσίαζε χαμηλό επίπεδο αστικοποίησης και κατά συνέπεια η οικονομία της περιόδου διέθετε καθαρά αγροτικό χαρακτήρα303.

γ) Ο μικρός αγροτικός οικισμός παρέμεινε καθο λη τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο η πιο χαρακτηριστική μορφή κατοίκισης. Σε σύνολο 1.532 οικισμών, οι 1.434 (δηλαδή το 93,6% του συνόλου των οικισμών) κατοικούνταν από 1-69 οικογένειες. Τα χωριά αυτά συγκέντρωναν το 61,2% των οικογενειών (26.513 οικογένειες σε σύνολο 43.361) και το 62,1% του πληθυσμού της Πελοποννήσου (108.826 κάτοικοι σε σύνολο 175.364). Μέσα στο σύνολο αυτό, οι οικισμοί που κατοικούνταν από 7 οικογένειες είναι οι περισσότεροι, συνολικά 79, και ακολουθούν οι οικισμοί που κατοικούνταν από 5 οικογένειες συνολικά 76304. Η οικιστική δομή της Πελοποννήσου χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μικρών αραιοκατοικημένων οικισμών. Τα αίτια της διαμόρφωσής τους μπορούν να αναζητηθούν σε μία σειρά από γεωγραφικούς και ιστορικούς παράγοντες, όπως στο οθωμανικό σύστημα οργάνωσης του αγροτικού χώρου, αλλά και στη γενικότερη δημογραφική κρίση του 17ου αιώνα305.

3.3 Κοινωνική διαστρωμάτωση

Η κοινωνική διαστρωμάτωση στην Πελοπόννησο κατά την περίοδο που εξετάζουμε ανασυγκροτήθηκε εξαρχής και συνδέθηκε με τη γαιοκτησία. Αμέσως μετά την κατάκτηση, οι Βενετοί επιδόθηκαν, όπως είδαμε, στο έργο της καταγραφής των πελοποννησιακών γαιών και του διαχωρισμού τους σε δημόσιες (δηλαδή σε εκείνες που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς και είχαν περιέλθει στην κυριαρχία του βενετικού Δημοσίου) και σε ιδιωτικές, οι οποίες ανήκαν σε ντόπιους. Προχώρησαν δε στην επικύρωση της απόδοσης των γαιών στους προηγούμενους κατόχους, καθώς και στην αναδιανομή των δημόσιων γαιών σε ορισμένους από τους παλαιούς, αλλά κυρίως

303 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 183-188. 304 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 193. 305 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 194.

136

στους νέους κατοίκους της κτήσης είτε μέσω της ενοικίασης είτε μέσω της βραχυχρόνιας και μεταγενέστερα διηνεκούς παραχώρησης. Είναι βέβαια χαρακτηριστικό ότι οι παραπάνω διαδικασίες δεν υπήρξαν πάντοτε διαφανείς και ότι οι αυθαιρεσίες υπήρξαν τόσο συστηματικές, ώστε μεγάλος αριθμός ατόμων, τα οποία προέρχονταν από τα κατώτερα στρώματα, με διάφορα μέσα κατόρθωσαν να αποκτήσουν μεγάλες εκτάσεις και να εξισωθούν κοινωνικά με την παλαιότερη τάξη ισχυρών γαιοκτημόνων. Εν τέλει, ο πληθυσμός διακρίθηκε σε τρεις κοινωνικές κατηγορίες, που σχετίζονταν με τη γαιοκατοχή: τους μεγαλοκτηματίες, τους μικροκτηματίες και τους ακτήμονες. Μεταξύ αυτών την πλέον διακεκριμένη θέση κατείχαν όσοι έφεραν και τίτλο ευγενείας. Οι τίτλοι αυτοί ήταν: εκείνος του ιππότη, τον οποίο συνήθως λάμβανε κάποιος ως ανταμοιβή για κάποια σημαντική πράξη υπέρ της Βενετίας· και ο φεουδαρχικών καταβολών τίτλος του κόμη ή κόντε, που συνδεόταν με τη φεουδαρχικού χαρακτήρα γη της κομητείας ή κοντέας306. Στην αγροτικού χαρακτήρα κοινωνία της Πελοποννήσου, είχαν πετύχει να διακριθούν και κάποια άτομα με αστικού χαρακτήρα δραστηριότητες, που σχετίζονταν κυρίως με τη βιοτεχνία και το εμπόριο307.

Ο σχηματισμός αστικών κοινοτήτων (consigli delle communità) δεν αποτελούσε άγνωστο θεσμό για τις περιοχές εκείνες της Πελοποννήσου, οι οποίες υπήρξαν κτήσεις των Βενετών κατά το παρελθόν, καθώς μαρτυρείται η ύπαρξη τέτοιων συσσωματώσεων στο Ναύπλιο και τη Μονεμβασία308. Κατά την περιοδο της Β΄ Βενετοκρατίας, ο Morosini ίδρυσε τις πρώτες κοινότητες εισάγοντας εκ νέου τον θεσμό αυτό, μέσω του οποίου αναδείχθηκε μία νέα θεσμοθετημένη κοινωνική διαστρωμάτωση σε διάστημα λίγων μόλις χρόνων. Μέχρι και το 1698 συστάθηκαν και οι τελευταίες από τον Molin309. Σε αντίθεση με τη μοναδική κοινότητα των περισσότερων υπό βενετική κυριαρχία περιοχών ή τις ολιγάριθμες κοινότητες μεγάλων περιφερειών όπως η Κρήτη και η Κύπρος, στην Πελοπόννησο συστάθηκαν αστικές κοινότητες σε δεκαέξι περιοχές: στο Ναύπλιο, στην Κόρινθο, στην Τριπολιτσά, στο Άργος, στην Αρκαδιά και στο Φανάρι, στην Καλαμάτα, στο Ναβαρίνο, στη Μεθώνη,

306 Για το φαινόμενο της κοντέας βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 160-203. 307 Ντόκος, Η Στερεά Ελλάς, σ. 123-130· ο ίδιος, Το κτηματολόγιο της Βοστίτσας, σ. XVI-XXIII. Για παραχωρήσεις γαιών και ακινήτων, ειδικά στην περιοχή του Πασσαβά και της Μπαρδούνιας, βλ Κόμης, Κατάστιχα Μάνης - Μπαρδούνιας, σ. 20-38. 308 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.): μια συνθετική προσέγγιση, σ. 175-190, 245-248· η ίδια, «Κοινωνία και κοινότητες στην Πελοπόννησο κατά την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας», σ. 59-73· Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», σ. 244· Παναγόπουλος, «Σύστασις υπό των Ενετών αστικής κοινότητος εις Βοστίτσαν», σ. 399-406. 309 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 244.

137

στην Κορώνη, στην Καρύταινα και στο Λεοντάρι, στο Μυστρά, στη Μονεμβασία, στη Γαστούνη, στην Πάτρα, στα Καλάβρυτα και στη Βοστίτσα310. Τα κριτήρια βάσει των οποίων οι πόλεις αποκτούσαν κοινοτικά σώματα δεν παρουσίαζαν ομοιομορφία, ενώ έχει διατυπωθεί η άποψη ότι σημαντικότερος παράγοντας υπήρξε σε κάθε περίπτωση η σημασία που κατείχε η πόλη για τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα των Βενετών311. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η διαδικασία της ίδρυσης αστικών σωμάτων στις προαναφερθείσες περιοχές της Πελοποννήσου πραγματοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε ταχύτατα σε αντίθεση με τις υπόλοιπες υπό βενετική κυριαρχία περιοχές του ελλαδικού χώρου όπου αυτή επιτεύχθηκε μετά από την πάροδο δεκαετιών ή ακόμη και αιώνων312. Στα κοινοτικά αυτά σώματα εντάσσονταν κυρίως οι οικογένειες οι οποίες αναλάμβαναν την πρωτοβουλία για τη σύστασή τους και ο αριθμός των οικογενειών συμπληρωνόταν με επιπλέον οικογένειες, σύμφωνα με την επιθυμία του ίδιου του συμβουλίου ή των βενετικών Αρχών. Οι πιο γνωστές κοινότητες αριθμούσαν από 60 έως 129 οικογένειες313.

Τα μέλη των αστικών κοινοτήτων χαρακτηρίζονταν ως cittadini, δηλαδή αστοί, παρά το γεγονός ότι δεν επρόκειτο ούτε για κατοίκους αστικών κέντρων αποκλειστικά, ούτε για κάποιο κοινωνικό-οικονομικό στρώμα πληθυσμού με καθαρά αστικό χαρακτήρα. Είναι γνωστό ότι οι Βενετοί προσέβλεπαν στη δημιουργία ενός αριστοκρατικού σώματος, που θα αποτελούσε σύμμαχό τους στη διακυβέρνηση και την οικονομική εκμετάλλευση της νέας τους κτήσης. Καθώς, όπως είδαμε, στην Πελοπόννησο η αστική δραστηριότητα ήταν περιορισμένη και δεδομένου ότι, λόγω της προηγούμενης οθωμανικής κατάκτησης δεν υπήρχαν άτομα που να διαθέτουν τίτλους αριστοκρατίας, εκείνοι που τελικά ξεχώριζαν ήταν μόνοι όσοι διέθεταν κάποιον πλούτο. Ο τελευταίος κυρίως συνδεόταν, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στις υπόλοιπες κτήσεις, με την κατοχή κάποιας κτηματικής περιουσίας. Έτσι, στα κοινοτικά συμβούλια της Πελοποννήσου εντάχθηκαν κυρίως άτομα μη αστικής προέλευσης, με εισοδήματα που προέρχονταν από αγροτικές - γεωργικές ασχολίες, τα οποία μάλιστα συνηθέστατα κατοικούσαν στα χωριά της υπαίθρου του διαμερίσματος (territorio), στο οποίο είχε την έδρα της η κοινότητα, απολαμβάνοντας όμως ταυτόχρονα τα προνόμια και τις απαλλαγές των cittadini. Τα μέλη των κοινοτήτων προέρχονταν και από τους γηγενείς

310 Για τις αστικές κοινότητες της Πελοποννήσου κατά τη Β΄ Βενετοκρατία βλ. κυρίως Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 465-510˙ Μαυροειδή, «Δύο αστικές πελοποννησιακές κοινότητες της Δεύτερης Βενετοκρατίας», σ. 439-444. 311 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 472. 312 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 477. 313 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 476· Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 244.

138

κάτοικους των ορεινών κυρίως περιοχών, καθώς και από τους εποίκους, οι οποίοι είτε ήταν κάτοχοι αγροτικής περιουσίας την οποία απέκτησαν με εκχώρηση από το κράτος, είτε επιχειρηματίες ενοικιαστές των δημόσιων κτημάτων ή του φόρου της δεκάτης. Τα μέλη των κοινοτήτων είχαν την υποχρέωση να εκλέγουν τρεις συνδίκους, οι οποίοι διοικούσαν την κοινότητα, καθώς και άλλους αξιωματούχους με δικαστικές, αγορανομικές, αστυνομικές, υγειονομικές και άλλες αρμοδιότητες. Επίσης, διόριζαν τον επίσκοπο ή τον μητροπολίτη, καθώς και το μεϊντάνη, που ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια κάθε επαρχίας314.

Στην Πελοπόννησο όμως επιβίωσε κι ένας τύπος οργάνωσης και αυτοδιοίκησης που αφορούσε αποκλειστικά το χώρο της υπαίθρου και ο οποίος προϋπήρχε από την περίοδο της οθωμανικής κτήσης. Τρεις vecchiardi, οι οποίοι είχαν αρμοδιότητες κυρίως δημοσιονομικού χαρακτήρα, εκλέγονταν σε κάθε χωριό, βάσει διατάγματος του 1691, την πρώτη Ιανουαρίου κάθε χρόνου. Το 1699 ο Francesco Grimani εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι κάτοικοι των χωριών είχαν την υποχρέωση να συμμετέχουν στην εκλογή, χωρίς το δικαίωμα να αρνηθούν προκειμένου να μην αποφεύγουν αυτή την ευθύνη οι πιο εύποροι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών. Οι vecchiardi αναλάμβαναν τις επαφές με τη βενετική διοίκηση για ζητήματα που αφορούσαν στις τοπικές κοινωνίες: παρείχαν πληροφορίες σχετικά με όλα τα θέματα που συνδέονταν με την ιδιοκτησία των γαιών, εμπλέκονταν στις ενοικιάσεις κτημάτων, στη συγκέντρωση και στην απόδοση της δεκάτης, καθώς και στη διαδικασία της κατανομής των αγγαρειών. Επιπλέον, είχαν την αρμοδιότητα να μεριμνούν για τη διατήρηση της τάξης, φροντίζοντας τους κοινωνικά ασθενέστερους και συμμετέχοντας στην προσπάθεια για την καταστολή της εγκληματικότητας στις περιοχές τους315.

Στην Πελοπόννησο λοιπόν ένα ολιγάριθμο στρώμα πληθυσμού κατείχε το μεγαλύτερο τμήμα της καλλιεργούμενης γης και απαρτιζόταν από μεγάλους ή μεσαίους γαιοκτήμονες, οι οποίοι ήταν μέλη των αστικών συμβουλίων. Οι villici, το πλέον πολυάριθμο στρώμα κατοίκων της υπαίθρου, ήταν ως επί το πλείστον ακτήμονες ή μικροκάτοχοι γης και καλλιεργητές στα κτήματα των γαιοκτημόνων, καθώς και στις γαίες του Δημοσίου. Από κοινωνική και οικονομική άποψη, ο αγροτικός αυτός πληθυσμός της υπαίθρου αποτελούσε το πλέον υποβαθμισμένο σύνολο των κοινωνιών των βενετικών κτήσεων. Όπως έχει παρατηρήσει ο Κώστας Λαμπρινός, η υποβαθμισμένη θέση τους γίνεται αντιληπτή ακόμα και μέσα από τη χρήση της γλώσσας και από το νομικό και κοινωνικό λεξιλόγιο της εποχής. Στις εκθέσεις των

314 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 246-248. 315 Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 235-238.

139

Βενετών αξιωματούχων προς την κεντρική διοίκηση, αναφορά στα συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα γίνεται σχεδόν πάντα σε συνάρτηση με τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο, ενώ στα νοταριακά έγγραφα η προσωπική τους ταυτότητα δεν προσέλαβε λεκτικά κωδικοποιημένη μορφή316.

Άλλωστε, οι κατακτημένοι πληθυσμοί θεωρούνταν από τους Βενετούς κυριάρχους πρώτα και πάνω απ’ όλα φοροδοτικοί πληθυσμοί και αντιμετωπίζονταν υπό το πρίσμα της φοροδοτικής τους ικανότητας. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται από την καταστίχωση του χώρου, αλλά κυρίως από τις συνεχείς προσπάθειες για λεπτομερή απογραφή του πληθυσμού, οι οποίες είχαν πάντα, όπως είδαμε και στις υπόλοιπες υπό βενετική κυριαρχία περιοχές, ως κύριο σκοπό τους την κατανομή υποχρεώσεων στους πληθυσμούς της υπαίθρου. Η κυριότερη επιβάρυνση που έπληττε τους τελευταίους ήταν η αγγαρεία στις διάφορες μορφές της, ενώ η μη επιβολή της σε καθορισμένα κοινωνικά σύνολα και μεμονωμένα πρόσωπα συνιστούσε ευνοϊκή μεταχείριση από την πλευρά της βενετικής εξουσίας και συνέβαλλε στην κοινωνική διαβάθμιση και στη διαμόρφωση ιεραρχήσεων στο εσωτερικό των τοπικών κοινωνιών317.

Πριν όμως εξετάσουμε το ζήτημα της επιβολής της αγγαρείας στην Πελοπόννησο κατα τη Β΄ Βενετοκρατία, θα ήταν ίσως χρήσιμο να κάνουμε μία σύντομη αναφορά στα σχετικά ζητήματα και κατά την πρότερη περίοδο της βενετικής παρουσίας σε ορισμένες περιοχές της Πελοποννήσου, όπως ήταν η Μεθώνη, η Κορώνη (από το 1206 έως το 1500), το Άργος (από το 1394 έως το 1463), το Ναύπλιο (από το 1389 έως το 1540) και η Μονεμβασία (από το 1460 έως το 1540). Είναι βέβαια γνωστό ότι οι κοινωνίες αυτών των περιοχών κατά την πρώτη περίοδο της βενετικής κυριαρχίας σε σύγκριση με τις αντιστοιχες της Β΄ Βενετοκρατίας παρουσιάζονταν πάρα πολύ διαφορετικές, με κύριο χαρακτηριστικό τους τα έντονα αστικά στοιχεία τα οποία, όπως είδαμε, απουσίαζαν από την Πελοποννησιακή κτήση κατά τη μεταγενέστερη περίοδο που εξετάζουμε.

Ειδικότερα, η Μεθώνη και η Κορώνη, οι οποίες αποδόθηκαν από τους Φράγκους στους Βενετούς με τη συνθήκη της Σαπιέντζας, αποτέλεσαν από τις πρώτες εδαφικές κτήσεις της Βενετίας στην Ανατολή, καθώς και από τις πιο σταθερές, εφόσον βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Βενετών μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα. Οι πόλεις αυτές λειτούργησαν κυρίως ως ναυτικές βάσεις για τα βενετικά πλοία κατά το ταξίδι

316 Λαμπρινός, «Κοινωνική συγκρότηση στην ύπαιθρο», σ. 136-137. 317 Λαμπρινός, «Κοινωνική συγκρότηση», σ. 131-154 και ειδικά για τους χωρικούς σ. 136-137· Στουραΐτη, «Αφηγηματικότητα και ιστορία», σ. 372.

140

τους προς και από τις αγορές της Ανατολικής Μεσογείου. Κατ’ επέκταση, αποτέλεσαν σταθμό και για πλοία τα οποία προέρχονταν από άλλες περιοχές της Δύσης, αλλά και κομβικά κέντρα εμπορικών συναλλαγών, τεχνικών δραστηριοτήτων και συλλογής πληροφοριών για την ασφάλεια του βενετικού κράτους318. Αντίστοιχη δραστηριότητα και αστικά χαρακτηριστικά παρουσίαζε και η πόλη του Ναυπλίου, η οποία πέτυχε να αποκτήσει σημαντική θέση στο βενετικό αποικιακό σύστημα με την ανάδειξή της σε κέντρο του βενετικού εμπορίου και βάση ελλιμενισμού πλοίων. Στην ανάπτυξη της πόλης συνέβαλε περαιτέρω ο διαχωρισμός της στο τειχισμένο τμήμα και στην περιορισμένης έκτασης ενδοχώρα. Στο τειχισμένο τμήμα εγκαταστάθηκαν οι βενετικές Αρχές και η λατινική επισκοπή, αξιοποιήθηκε το λιμάνι, ενώ σύντομα αναπτύχθηκε η εμπορική συνοικία με καταστήματα και αποθήκες, η οποία παρουσίασε έντονη δραστηριότητα. Ο πληθυσμός του Ναυπλίου ανερχόταν σε 13.299 κατοίκους και από αυτούς οι 9.431 κατοικούσαν στην πόλη319.

Οι αγροτικές γαίες ήταν εξαιρετικά περιορισμένες σε έκταση και αποτέλεσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους ιδιοκτησία του βενετικού κράτους, ενώ ένα περιορισμένο τμήμα τους υπαγόταν στη Λατινική Εκκλησία. Οι λιγοστοί ιδιώτες ήταν υποχρεωμένοι να κατέχουν γη αποκλειστικά εντός των κάστρων και εφαρμόστηκε ένα ιδιόμορφο ως προς τα χαρακτηριστικά του και ατελές φεουδαρχικό σύστημα, για την ορθή εφαρμογή του οποίου η Μεθώνη, η Κορώνη και το Ναύπλιο έλαβαν αντίγραφο του

318 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 162. Για τις περιοχές της Μεθώνης και Κορώνης κατά την Α΄ Βενετοκρατία βλ. De Veneciis ad Mothonam: Έλληνες και Βενετοί στα χρόνια της Βενετοκρατίας· Ευαγγελάτου - Νοταρά, «Η Μεθώνη, σταθμός στα ταξίδια βυζαντινών αυτοκρατόρων στη Δύση», σ. 97-107· Μομφερράτος, Μεθώνη και Κορώνη επί Ενετοκρατίας: υπό κοινωνικήν, πολιτικήν και δημοσιονομικήν άποψιν· Ντούρου - Ηλιοπούλου, «Δυτικοί στη βενετοκρατούμενη Ρωμανία (Κρήτη, Μεθώνη, Κορώνη) από το 1261 ως το 1386: γενική επισκόπηση», σ. 37-64· Borsari, Studi sulle colonie veneziane in Romania nel XIII secolo· Chrysostomides, Monumenta Peloponnesiaca: documents for the history of the Peloponnese in the 14th and 15th centuries· Hodgetts, The colonies of Coron and Modon under venetian administration, 1204-1400· η ίδια, «Venetian officials and Greek peasantry in the fourteenth century», σ. 481-499· Jacoby, La féodalité en Grèce médievale: les «Assises de Romanie»: sources, application et diffusion· Luce, «Modon: a venetian station in medieval », σ. 195-208· Major, «Etrangers et minorités ethniques en Méssenie vénitienne (XIIIe-XVe s.)», σ. 361-381· Recoura, Les Assises de Romanie: édition critique avec une introduction et des notes· Sathas, Documents inédits relative à l’histoire de la Grèce au Moyen Âge, τ. 4, σ. 1-186 και τ. 6 σ. 244- 254· Soulis, «Notes on Venetian Modon», σ. 267-275· Thiriet, La Romanie vénitienne au Moyen Âge: le développement et l’exploitation du domaine colonial vénitien (XIIe-XVe siècles)· ο ίδιος, «La Messénie méridionale dans le système colonial des Vénitiens en Romanie», σ. 86-89. 319 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 183. Για το Ναύπλιο κατά την Α΄ Βενετοκρατία, βλ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς. ιστορική μελέτη, και ειδικά σ. 54-92· Πλουμίδης, «Ειδήσεις διά το βενετοκρατούμενο Ναύπλιον (1440-1450)», σ. 261-175· Davies Seriol, «Venean Nauplion in the early sixteenth century», σ. 187- 197· Wright, «Late-fifteenth-century Nauplion. topography, walls and boundaries», σ. 163-187.

141

νομοθετικού κώδικα των Ασσιζών της Ρωμανίας. Ως προς την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού, στην ανώτερη βαθμίδα ανήκαν οι βενετικής καταγωγής κάτοικοι. Όπως ήταν επόμενο, στο πρώτο επίπεδο της κοινωνικής ιεραρχίας βρίσκονταν ευγενείς και αστοί, έμποροι, καθώς και ιδιοκτήτες αστικής και αγροτικής ακίνητης περιουσίας, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο με δική τους επιλογή και όχι βάσει οργανωμένου εποικιστικού σχεδίου, όπως συνέβη στην Κρήτη. Στους Λατίνους εποίκους της Μεθώνης και της Κορώνης περιλαμβάνονταν κληρικοί, οι οποίοι επάνδρωναν τη λατινική επισκοπή, αλλά και μέλη μοναχικών ταγμάτων (κυρίως Φραγκισκανοί στην Κορώνη και Δομινικανοί στη Μεθώνη)320.

Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αποτελούνταν από Έλληνες, αυτόχθονες και εποίκους από υπό οθωμανική κυριαρχία περιοχές, οι οποίοι, μετά την άφιξη των νέων κυριάρχων, από καλλιεργητές των παλαιών γαιοκτημόνων μετατράπηκαν σε δουλοπάροικους του Δημοσίου, της Εκκλησίας και των λιγοστών ιδιοκτητών, ενώ σύντομα κάποιοι από αυτούς στράφηκαν σε άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες321. Στον αγροτικό χώρο, οι vetrani ή veterani ή γέροντες αποτέλεσαν, ως εκπρόσωποι των χωριών της περιοχής, το σύνδεσμο μεταξύ της βενετικής διοίκησης και των αγροτικών πληθυσμών, συμμετέχοντας και στη συλλογή των φόρων322.

Στις αγροτικές περιοχές του Άργους διατηρήθηκαν οι φεουδαρχικοί θεσμοί του προηγούμενου καθεστώτος. Με βάση την αγροτική εκμετάλλευση η τοπική κοινωνία διακρινόταν στους ακτήμονες και τους γαιοκτήμονες καλλιεργητές της γης. Στην πρώτη κατηγορία άνηκαν κάτοικοι του Ναυπλίου, αλλά και του Άργους. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν Δυτικοί, όπως και ορισμένοι Έλληνες, οι οποίοι είχαν διεισδύσει στην γαιοκτητική τάξη από την προηγούμενη φραγκική περίοδο ή έλαβαν νέες γαίες από τους Βενετούς. Αυτοί, με σκοπό την πληθυσμιακή ενδυνάμωση της περιοχής, παρείχαν ως κίνητρα, για την επιστροφή και επανεγκατάστασή τους στην περιοχή, φοροαπαλλαγές, απαλλαγές από αγγαρείες (πλην της αγγαρείας των βαρδιών στο φρούριο της πόλης), αλλά κυρίως παραχωρήσεις γαιών και κτηρίων σε παλιούς κατοίκους του Άργους οι οποίοι, υπό το φόβο της μόνιμης οθωμανικής απειλής και την ταλαιπωρία από τις συνεχείς επιδρομές, είχαν διαφύγει σε άλλες ασφαλέστερες περιοχές. Αντίστοιχα κίνητρα δόθηκαν και σε Αλβανούς, αλλά και άλλους ξένους. Τόσο στο Άργος όσο και στο Ναύπλιο ο πληθυσμός αποτελούνταν από ακτήμονες αγρότες,

320 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 163. 321 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 164. 322 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 168.

142

εξαρτημένους βιλλάνους ή ελεύθερους καλλιεργητές της γης των γαιοκτημόνων και κατοίκων των πόλεων323.

Οι εξαρτημένοι αγροτικοί πληθυσμοί, οι υπαγόμενοι στις βενετικές γαίες του Δημοσίου, αλλά και τις ιδιωτικές, ήταν υποκείμενοι στις αγγαρείες του Δημοσίου. Όπως και σε όλες τις υπόλοιπες κτήσεις τους, οι Βενετοί επέβαλλαν στους αγροτικούς πληθυσμούς προσωπικές αγγαρείες, καθώς και άλλες οικονομικού χαρακτήρα. Οι προσωπικού χαρακτήρα αγγαρείες που επιβάλλονταν στους πληθυσμούς φαίνεται πως δεν διέφεραν από όσες γνωρίζουμε ότι επιβάλλονταν και στις υπόλοιπες κτήσεις. Όργανα των Βενετών για την επιβολή του συστήματος υπήρξαν οι πρωτόγεροι και οι vetrani οι οποίοι, όπως είδαμε, ήταν επιφορτισμένοι και με το έργο της συλλογής του φόρου επί της αγροτικής παραγωγής. Από τις λιγοστές πληροφορίες που διαθέτουμε για την περίοδο αυτή συμπεραίνουμε ότι οι πιο σημαντικές αγγαρείες της περιόδου αφορούσαν στην υποχρέωση για φιλοξενία Βενετών αξιωματούχων, για παροχή αχύρου για τα ζώα και ξυλείας για τα δημόσια έργα, για εργασία στα οχυρωματικά έργα και για υπηρεσία στη φύλαξη φρουρίων και ακτογραμμών324.

Οι πηγές είναι πολύ πιο πλούσιες και σαφείς αναφορικά με την εφαρμογή της δημοσιονομικής διαδικασιας της αγγαρειας κατα τη Β΄ Βενετοκρατία. Σημαντικότερες μεταξύ των πηγών αυτών είναι οι αρχειακές σειρές που περιλαμβάνουν την αλληλογραφία των τοπικών διοικητών με την κεντρική διοίκηση, τις τελικές αναφορές των γενικών προβλεπτών αλλά, κυρίως, η αρχειακή σειρά Grimani dai Servi325. Οι αγροτικοί πληθυσμοί επιβαρύνθηκαν με μία πληθώρα προσωπικών και οικονομικών υποχρεώσεων, όπως η συμμετοχή στα αμυντικά έργα, οι μεταφορές, η παρασκευή της πυρίτιδας ή η υποχρεωτική εργασία στις αλυκές, όπως θα δούμε αναλυτικά στα επόμενα κεφάλαια. Ωστόσο, σημαντικότερη μεταξύ αυτών υπήρξε η αγγαρεία, ή μάλλον μία δέσμη αγγαρειών, που σχετιζόταν με την παροχή ασύλου στα έφιππα σώματα των δραγόνων και των Κροατών ιππέων και στην κάλυψη όλων των αναγκών τους.

323 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 183. 324 Thiriet, La Romanie vénitienne, σ. 231-232· Borsari, Studi, σ. 120-123· Hodgetts, «Venetian Officials and Greek Peasantry», 487· Πλουμίδης, «Συλλογή εγγράφων για τις βενετοκρατούμενες Μεθώνη και Κορώνη (1465-1502)», σ. 158 αρ. 32, σ. 160-161 αρ 68 σ. 162 αρ 85 και 89. 325 Γριτσόπουλος, «Το εν Βενετία Αρχείον Grimani καθ’ όσον αφορά εις την Πελοπόννησον», σ. 396- 399.

143

4. Αγγαρείες για την κάλυψη των βασικών αναγκών των μισθοφορικών έφιππων σωμάτων.

4.1 Η παρουσία των δραγόνων της Βενετίας στην Πελοπόννησο.

Nacque nel borgo di Castelnuovo del Rodano nel Delfinato, di famiglia poco facoltosa. Portato da una natural inclinazione per le armi, fuggì di collegio, e andò a servire come volontario nell’armata de’ Paesi-Bassi. Poco dopo essendo stata segnata la pace tra la Francia e la Spagna, risolvette di andare a cercar impiego presso gli stranieri. Nell’attraversare i Pirenei essendo stato interamente spogliato da’ ladri, un romito Francese, nomato du Verdier, gli prestò 50 piastre per ritornare nella sua patria, ove ricominciavasi a far leva di truppe. Dopo varie vicende fece un viaggio a Roma, ed in appresso passò nelle truppe del Vescovo di Munster, nelle quali venne fatto capitano di cavalleria. Conchiusasi la pace tra la Francia e l’Impero, ottenne il suo congedo per andar a visitare i propri parenti. Mentre trovavasi alla finestra nell’osteria di Pierrelata nel Delfinato, vide il romito, che sì cortesemente avealo trattato in Ispagna, gli restituì le sue 50 piastre, e lo lasciò, senza che siensi giammai più veduti. Di ritorno in Germania, servì nelle armate dell’imperatore contro i Turchi; e dopo la morte del conte di Rimbourg, ministro di stato e supremo- intendente delle monete in tutto l’impero, sposò la di lui vedova, che gli recò ricchezze considerevoli. Avendo i Veneziani ottenuta la permissione di levar truppe sulle terre dell’impero, il marchese di Courbon fu da esse messo alla testa d’un reggimento di Dragoni. Il suo merito lo fece ascendere sino al grado di maresciallo di campo e delle armate della Republica, ed indi a quello di comandante in capo sotto il generalissimo. Contribuì egli molto col suo valore e colla sua prudenza alla presa di Corone nella Morea, a quella di Navarino, ed all’assedio di Napoli di Romania. Terminata felicemente questa campagna, venne a Venezia indi passò a Vienna, per prendere il possesso della ricchissima eredità, lasciatagli dalla moglia, ch’era mancata di vita in tempo della di lui assenza; ma non ne potè godere lungamente. Sul principio dell’anno seguente essendo ritornato alla sua armata, per fare l’assedio di Negroponte, un giorno mentre andava visitando i travagli de’ minatori, un bombardiere della città,

144

che il riconobbe, gli puntò così bene contro il canone, che con un tiro di palla in un instante lo levò dal mondo nel 1688, di 38 anni appena. Alla notizia della di lui morte gli assediati presero tale coraggio, e si difesero poi con tal vigore, che finalmente i Veneziani furono costretti a levare l’assedio. Una smisurata passione a tentare le intraprese le più strepitose. Fu riguardato come un avventuriere, ma fortunato e pieno di abilità. Brillava molto nella conversazione, ma senza offendere alcuno, ed in casa propria trattavasi magnificamente326.

Η σχεδόν ποιητική και γεμάτη από πολεμικά κατορθώματα περιγραφή αφορά στην ταραχώδη ζωή του Niccolò Grimaldi marchese di Courbon327, όπως αυτός τη βίωσε μέσα σε μία τεταμένη από πολιτικής και στρατιωτικής άποψης περίοδο για την ευρωπαϊκή ήπειρο. Έπεσε νεκρός το 1688 κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Χαλκίδας, σε ηλικία 38 περίπου ετών. Στη σχετικά σύντομη ζωή του όμως -από τη στιγμή που άφησε την οικογένειά του- συμμετείχε σε διάφορες πολεμικές περιπέτειες και τελικά κατατάχθηκε στο ιππικό του αυτοκρατορικoύ στρατού, όπου υπηρέτησε για 15 χρόνια. Μεταξύ των πιο σημαντικών μαχών στις οποίες διακρίθηκε ήταν αυτή του Kalhenberg και της Buda το αμέσως επόμενο καλοκαίρι. Ακόμη, μεγάλη σημασία για τη μελέτη μας έχει η παρουσία αλλά και η δράση του στην Πελοπόννησο, όταν το 1696 ο Niccolò Grimaldi de Courbon εντάχθηκε στο βενετικό στρατό, αρχικά με το βαθμό του συνταγματάρχη και με μισθό 1.200 δουκάτα ετησίως, και ανέλαβε την αρχηγεία του πρώτου σώματος δραγόνων που χρησιμοποιήθηκε ποτέ από τη Βενετία328.

Ο Ennio Concina αναφέρει με έμφαση πως «l’inserire tra i corpi di cavalleria dragoni veneti significa quanto ad origini dal corpo forzare in qualche modo la realtà storica»329. Πραγματικά, οι μελετητές της βενετικής ιστορίας είναι σε θέση να γνωρίζουν πως τα σώματα των δραγόνων δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση μέρος της στρατιωτικής παράδοσης της Βενετίας, η οποία, ανάλογα με την ιστορική περίοδο, τη γεωγραφική περιοχή και τις εκάστοτε στρατιωτικές ανάγκες, χρησιμοποιούσε σώματα όπως οι corazzieri, οι genti d’arme, οι stradiotti, οι turcopoli,οι cappelletti και οι archibugieri a

326 Morelli, Nuovo dizionario istorico ovvero istoria in compendio di tutti gli huomini, che si sono renduti celebri per talenti, virtù, sceleratezzze, errori…copioso indice de materie, σ. 93-94. 327 Concina, Le trionfanti armate venete: le milizie della Serenissima dal XVI al XVIII secolo, σ. 89. 328 Pinzelli, Venise et la Morée: du triomphe à la désillusion (1684-1687): histoire, σ. 99-100. 329 Concina, Le trionfanti armate venete, σ. 88.

145 cavallo. Η παρουσία των δραγόνων και η χρησιμοποίησή τους από τη Γαληνοτάτη, σε κάποιες από τις κτήσεις της στα Βαλκάνια και την ελληνόφωνη Ανατολή, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο εξαίρεση ή έστω καινοτομία στη βενετική στρατιωτική ιστορία. Ο όρος «δραγόνος» προέρχεται από τη Γαλλία. Φαίνεται, όμως, ότι στις βενετικές στρατιωτικές δυνάμεις ο πρώτος πυρήνας του σώματος αυτού εισάγεται από το Μιλάνο, μία περιοχή που, όπως γνωρίζουμε, υπαγόταν την εποχή εκείνη στο ισπανικό Στέμμα και στην οποία υπήρχε έντονη στρατιωτική παρουσία. Στο σημείο αυτό δε θα ήταν υπερβολικό, αλλά μάλλον αναγκαίο να εξετάσουμε με συντομία την προέλευση των δραγόνων που με την παρουσία τους σημάδεψαν την κοινωνική και πολιτική ζωή της Πελοποννήσου την περίοδο που μας ενδιαφέρει.

Είναι γνωστό πως η Ισπανία των Αψβούργων τον 17ο αιώνα, όπως ακριβώς το 16ο, έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στις κτήσεις της στην Ιταλία και ειδικά στην περιοχή του Μιλάνου, την οποία θεωρούσε ως μία απολύτως απαραίτητη και χρήσιμη για τις επιδιώξεις της θέση - κλειδί μεγάλης στρατηγικής αξίας. Η σημασία που είχε η περιοχή αυτή για τους Ισπανούς και ως προς τη σχέση τους με την Ευρώπη ξεπερνούσε κατά πολύ τη σπουδαιότητα των Κάτω Χωρών, επειδή από το Μιλάνο εξαρτιόταν η άμυνα της Γένοβας και του Βασιλείου της Νεαπόλεως, η ισπανική ηγεμονία στην Ιταλία και κατ’ επέκταση στη δυτική Μεσόγειο330. Ταυτόχρονα υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό λόγω της σχετικής εγγύτητάς του με την κεντρική και βόρεια Ευρώπη, γεγονός που αύξανε τη σημασία του ιδιαίτερα με την έξαρση της ολλανδικής επανάστασης των βόρειων προτεσταντικών επτά Ηνωμένων Επαρχιών ενάντια στην κυριαρχία του Ρωμαιοκαθολικού βασιλιά Φιλιππου Β΄ της Ισπανίας, που άρχισε το 1568 και διήρκεσε έως το 1648 και είχε ως συνέπεια να χρησιμοποιηθεί η γεωγραφική αυτή περιοχή ως ένας πολύτιμος θύλακας της Ισπανίας, από τον οποίο εφορμούσαν τα στρατεύματα προς το φλαμανδικό μέτωπο. Αντίστοιχα, κατά την ισπανική επέμβαση στον Τριακονταετή Πόλεμο η περιοχή του Μιλάνου χρησιμοποιήθηκε ως η κύρια τοποθεσία, στην οποία συγκεντρώνονταν και από την οποία αποστέλλονταν οι στρατιώτες με προορισμό τη Γερμανία.

330 Σχετικά με το Μιλάνο των Αψβούργων της Ισπανίας βλ. συνολικά το έργο του Álvarez-Ossorio Alvariño αλλά και πιο εστιασμένα τις μελέτες του: La república de las parentelas: el estado de Milán en la monarquia de Carlos II﮲ ο ίδιος, Milán y el legado de Felipe II: gobernadores y corte provincial en la Lombardía de los Austrias και, ο ίδιος, «El pasado español de Milán». Ακόμα βλ. ενδεικτικά: Chabod, Storia di Milano nell’epoca di Carlo V και D’Amico, Spanish Milan: a city within the empire, 1535–1706· Pissavino - Signorotto, Lombardia borromaica, Lombardia spagnola, 1554–1659· Signorotto, Milano Spagnola: guerra, istituzioni, uomini di governo, 1635- 1660.

146

Για τους λόγους αυτούς, και ενώ ο εξαντλητικός για όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις Τριακονταετής Πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, το Μιλάνο στα ισπανικά έγγραφα χαρακτηριζόταν ως «joya», δηλαδή κόσμημα που έπρεπε με κάθε τρόπο να διατηρηθεί και τονιζόταν ότι αποτελούσε ανάχωμα («antemural») για τις κτήσεις της Ισπανίας στην Ιταλία και την Ευρώπη. Ήδη το 1635 τα μέλη του Consejo de Italia επεσήμαναν στο Βασιλιά την ανάγκη να ενισχυθεί η άμυνα στη συγκεκριμένη περιοχή και δήλωναν με έμφαση: «La importancia de la conservación del estado de Milán es tan conocida que sería superfluo el decir que es la plaza de Armas de Europa, el antemural non solo de los Reynos que V. Mgd. posee en Italia sino de toda esta Monarchía, y que sin él ni se pueden conservar los Paises Vaxos ni prevalerse V.Mgd. de las fuerzas de Alemania, ni tener en freno a las reppúblicas y potentados de Italia ni darse la mano los unos Reynos y Estados de V. Mgd. con los otros, por lo qual en todos tiempos ha sido tan apeteçido y deseado de los françeses...»331. Σε μία και μόνο πρόταση δηλαδή, εξέφραζαν την πεποίθηση ότι με την ενίσχυση της άμυνας του Μιλάνου διακυβεύονταν πολύ σημαντικότερα ζητήματα από τη διατήρηση απλώς μίας ακόμα αξιόλογης κτήσης στην Ιταλία. Εκτιμούσαν ότι με τη διατήρηση της κυριότητάς τους στην περιοχή αυτή εξασφαλιζόταν και η κυριότητά τους σε όλα τα υπόλοιπα ιταλικά βασίλεια που είχαν υπό τον έλεγχό τους έναντι της ανταγωνιστικής προς την Ισπανία Γαλλίας, καθώς και στις κτήσεις τους στις Κάτω Χώρες. Το Μιλάνο αποτελούσε θέση κλειδί για τις διεκδικήσεις τους στα γερμανικά εδάφη, για τον έλεγχο της δυτικής Μεσογείου και, τελικά, για την επιβίωση μιας Αυτοκρατορίας, που ήδη είχε αρχίσει να χάνει τη δύναμη και την αίγλη της και ακολουθούσε βαθμιαία το δρόμο της πολιτικής παρακμής.332

Στο πλαίσιο των συνθηκών αυτών, είναι προφανές ότι η Ισπανία επιδίωξε με κάθε τρόπο τη διατήρηση της παρουσίας της στις προαναφερόμενες περιοχές της Ιταλίας, ενισχύοντας την άμυνά της με την αποστολή στρατευμάτων. Χάρη στις μελέτες των Luis Antonio Ribot García και María del Henar Herrero Suárez που ερεύνησαν τη σειρά Sección de Estado - Milàn που απόκειται στο Archivo General de Simancas της Μαδρίτης, έχουμε ειδήσεις που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια εικόνα για την αριθμητική παρουσία των διάφορων σωμάτων στρατού, τα οποία βρίσκονταν στο Μιλάνο την εποχή που μας ενδιαφέρει.

Στη μελέτη του o Luis Antonio Ribot García έχει μεταγράψει και συμπεριλάβει αυτούσιο το περιεχόμενο των πινάκων με τα αποτελέσματα της καταμέτρησης των σωμάτων. Ο κάθε πίνακας περιλαμβάνει δύο βασικά μέρη: infantería και caballería. Η

331 Ribot García, «Milán plaza de armas de la monarquía», σ. 206. Πρβλ. Chabod, Storia di Milano, σ. 5. 332 D’ Amico, «Spanish Milan», 1535-1706», σ. 65-67.

147

πρώτη χωρίζεται σε υποκατηγορίες με βάση την εθνική καταγωγή των σωμάτων: española, lombarda, napolitana, lombarda y napolitana, italiana (sin especificar), borgoñona, alemana, suizos, grisones, irlandesa, milicias lombardas, milicias piamontesas. Η δεύτερη κατηγορία, δηλαδή το ιππικό, διακρίνεται σε υποκατηγορίες με βάση τα ειδικά χαρακτηριστικά του κάθε σώματος, αλλά και την καταγωγή: del estado, guardia del gobernador, del preboste general, napolitana, de Florencia y Módena, alemana, dragondes (sin especificar nación), desmontados333.

Φαίνεται λοιπόν ότι οι δραγόνοι, ένα σώμα που είχε σημαντική παρουσία ανάμεσα στα στρατεύματα της Ισπανίας γενικά, εμφανίζονται για πρώτη φορά στο Μιλάνο το 1640. Από τους πίνακες των ισπανικών αρχείων επιλέξαμε να συμπεριλάβουμε τα αριθμητικά εκείνα στοιχεία που αφορούν στα σώματα των δραγόνων, τα οποία βρίσκονταν στην περιοχή αυτή μέχρι το 1699334. Αναφέρεται η ημερομηνία της εκάστοτε καταμέτρησης και δεν διευκρινίζεται η εθνική καταγωγή των προσώπων που συμπεριλαμβάνονταν στα σώματα αυτά:

Ημερομηνία Αριθμός δραγόνων (sin esp. nación) 31-VIII-1640 549335 17-X-1640 482 17-26-VI, 11-VII-1642 452 20-23-XI-1643 408 27-IX, 1-X-1644 556 23-I-1646 543336 15-II-1648 560337 16-II-1674 159 8-V-1676 206338 20-II-1686 479 1-II-1687 403

333 Ribot García, «Milán plaza de armas», σ. 203-238. 334 Στην εργασία του Ribot García δίνονται στοιχεία για την παρουσία των δραγόνων στην περιοχή του Μιλάνου μέχρι το 1699 και για το λόγο αυτό κι εμείς παραθέτουμε στοιχεία μέχρι την ίδια χρονιά. 335 Για την ημερομηνία 31-VIII-1640 αντλούμε τα στοιχεία από: Ribot García, «Milán plaza de armas», σ. 216. 336 Για τις ημερομηνίες: 17-X-1640, 17-26-VI, 11-VII-1642, 20-23-XI-1643, 27-IX, 1-X-1644 και 23-I- 1646 αντλούμε στοιχεία από Ribot García, «Milán plaza de armas», σ. 217. 337 Για την ημερομηνία 15-II-1648 βλ. Ribot García, «Milán plaza de armas», σ. 218. 338 Για τις ημερομηνίες 16-II-1674 και 8-V-1676 βλ. Ribot García, «Milán plaza de armas», σ. 225.

148

20-III-1690 418339 8-10-1691 255 8-11-1692 249 21-22-VI-1692 534 11-XI-1693 490340 7-XX-1694 636 15-IX-1697 764 15-IX-1699 769341

Πληροφορούμαστε, επίσης, ότι τον Αύγουστο του 1685 έφτασαν στο Μιλάνο δύο σώματα δραγόνων που τότε ακόμα ήταν οργανωμένοι σε tercios342. Το ένα σώμα έφερε στολή κόκκινου χρώματος και το άλλο κίτρινου. Στις αρχές του 1686 οργανώθηκε στο Μιλάνο στρατιωτική δύναμη με την προοπτική να ενισχύσει τους Βενετούς στη διεξαγωγή του βενετο-οθωμανικού πολέμου: η δύναμη αυτή αποτελείτο από 183 αξιωματικούς και 809 στρατιώτες σε 12 συντάγματα. Περιελάμβανε μονάδες πεζικού αποτελούμενες από Γερμανούς στρατιώτες, δύο tercios πεζικού αποτελούμενα από Ιταλούς στρατιώτες, καθώς και ένα σύνταγμα δραγόνων. Από τα σώματα αυτά των δραγόνων που προαναφέραμε φαίνεται πως το 1686 το σύνταγμα του Bernabó Visconti (tercio de los dragones rojos) αναχώρησε για τις ελληνικές κτήσεις της Βενετίας, προκειμένου να συμμετάσχει στην εκστρατεία στο Μοριά. Έτσι, πέρασε στην υπηρεσία της Γαληνοτάτης και αποσπάστηκε από τις ισπανικές στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ στην Ιταλία παρέμεινε ένα και μόνο σύνταγμα δραγόνων, στο Μιλάνο, αυτό που μελλοντικά αποτέλεσε το regimiento de caballería pavía. O Ennio Concina αναφέρει ότι το σώμα του Visconti, που έφερε κόκκινη στολή και αριθμούσε 500 άνδρες, «πέρασε» οριστικά στους

339 Για τις ημερομηνίες 20-II-1686, 1-II-1687 και 20-III-1690 βλ. Ribot García, «Milán plaza de armas», σ. 227. 340 Για τις ημερομηνίες 8-10-1691, 8-11-1692, 21-22-VI-1692 και 11-XI-1693 βλ. Ribot García, «Milán plaza de armas», σ. 228. 341 Για τις ημερομηνίες 7-XX-1694, 15-IX-1697 και 15-IX-1699 βλ. Ribot García, «Milán plaza de armas», σ. 229 342 Για τον ισπανικό στρατό θεωρείται σημείο καμπής το έτος 1643 και η ήττα που γνώρισε στη Φλάνδρα. Από εκείνη τη χρονική στιγμή ο πανίσχυρος μέχρι τότε ισπανικός στρατός εισήλθε σε μία περίοδο παρακμής που είχε ως συνέπεια την ανάγκη για σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Η περίοδος των εκτεταμένων αλλαγών ξεκίνησε το 1701. Από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις υπήρξε η κατάργηση του ιστορικής σημασίας σχηματισμού των tercios το 1704 και η μετατροπή του σε regimientos. Για περισσότερα σχετικά με το ζήτημα αυτό βλ. ενδεικτικά Storrs, The Resilience of the Spanish Monarchy, σ. 17-62· Espino López, «El declinar militar hispánico durante el reinado de Carlos II», σ. 173-198· Borreguero Beltrán, «Del tercio al regimiento» σ. 53-90.

149

Βενετούς και τέθηκε αργότερα κάτω τις διαταγές του Niccolò Grimaldi, marchese di Courbon343.

Επιπλέον, ο Niccolò Grimaldi marchese di Courbon επιφορτίστηκε να εντάξει ο ίδιος στις βενετικές στρατιωτικές δυνάμεις ένα σύνταγμα δραγόνων με προέλευση από τη Γερμανία που θα αποτελούνταν από 5 λόχους των 100 ανδρών ο κάθε ένας. Οι στρατολογήσεις συνεχίστηκαν και το χειμώνα όταν ο Niccolò Grimaldi de Courbon, που κατείχε πια το βαθμό του sargente maggiore di battaglia, στάλθηκε στη Ρώμη με σκοπό τον εντοπισμό την συγκέντρωση ανδρών που θα μπορούσαν να επανδρώσουν το σώμα των δραγόνων. Το καλοκαίρι του 1685 τα σώματα αυτά έφθασαν στην Πελοπόννησο και πήραν μέρος στις σημαντικότερες επιχειρήσεις των Βενετών εναντίον των Οθωμανών.344

Ο Alexander Schwencke, στη μελέτη του που εξέδωσε το 1854 σχετικά με την αποστολή στρατευμάτων από το Αννόβερο στη Βενετία και τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία στο Μοριά, παραθέτει τις ordres de bataille του 1686 και του 1687, όπου περιγράφεται η δομή των στρατιωτικών σχηματισμών που χρησιμοποιήθηκαν στις πολεμικές επιχειρήσεις των δύο αυτών χρόνων. Οι χάρτες, τα σχεδιαγράμματα και οι πίνακες που περιλαμβάνονται ως παράρτημα στο έργο του παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για εμάς, επειδή, όπως είναι επόμενο, ο συγγραφέας παραθέτει ειδήσεις για τα σώματα των δραγόνων που συμμετείχαν σε αυτές345. Στη συνέχεια, για το λόγο αυτό, αξίζει να συμπεριλάβουμε τους πίνακες στους οποίους αναφέρονται οι δραγόνοι ανά λόχο και το όνομα του επικεφαλής αξιωματικού. Επιπλέον, στον πίνακα που αφορά στο 1686 βλέπουμε ότι γίνεται η διάκριση ανάμεσα στους δραγόνους που προέρχονταν από το ισπανικό Μιλάνο (Mail. Drag.) και τους «Βενετούς» δραγόνους, δηλαδή τους γερμανικής και ιταλικής προέλευσης που στρατολόγησε ο de Courbon (Ven. Drag.):

Ordre de Bataille 1686 1. Leichte Reuter (capl) Mail.Drag. 16. Schütze Hannov. 2. Visconti Mail. Drag. 17. Cordon Hannov. 3. Polsignano Mail. Drag. 18. Bonfils Hannov. 4. Babliske Mail. Drag. 19. Bùlov Hannov.

343 Concina, Le trionfanti armate venete, σ. 89 344 Pinzelli, Venise et la Morée: du triomphe à la désillusion (1684-1687), σ. 99-100. 345 Schwenke, Geschichte der Hannoverschen Truppen in Griechenland 1685-1689: zugleich als Beitrag zur Geschichte der Türkenkriege, βλ. το παράρτημα των χαρτών.

150

5. Corducci Mail. Drag. 20. Berninger Hannov. 6. Corti Mail. Drag. 21. Gohr Hannov. 7. De Combes Ven. Drag. 22. Mirabaldi Venet. 8. Mj. Corbon Ven. Drag. 23. Jeremia Venet. 9. Ob. Corbon Ven. Drag. 24. Maron Venet. 10. Detournelle Ven. Drag. 25. Gratiani Venet. 11. Colombiers Ven. Drag. 26. Magnanini Venet. 12. Visconti Mail. 27. Catti Venet. 13. ? Mail. 28. Toppauer Sachsen. 14. ? Mail. 29. Schönfeld Sachsen. 15. ? Mail. 30. Lettwitz Sachsen. Cappelletti 31. Kleist Sachsen. 32. Päpstl. u. Florent 33. Malteser

Ordre de Bataille 1687 1. Podewils Hannov. 18. Pixtro Slav. 2. Ohr Hannov. 19. Cosman Slav. 3. Prinz Hannov. 20. Slades Slav. 4. Prinz Hannov. 21 Mitrovic Slav. 5. Prinz Hannov. 22. Capl. Reiter 6. Ravagraf Hannov. 23. Streel Drag. 7. Würtenberger 24. Nessel Drag. 8. 25. Nessel Drag. 9. Volo Venet. 26. Mail Drag. 10. Cleuter Venet. 27. Farges Drag. 11. Muazzo Venet. 28. Corbon Drag. 12. Bonomeli Venet. 29. Corbon Drag. 13. Montenari Venet. 14. Bianchi Venet. 15. Argenti Venet. 16. Lannoya Venet. 17. Campo Venet.

151

Οι δραγόνοι πήραν μέρος στις επιχειρήσεις του βενετικού στρατού στην Πελοπόννησο και η παρουσία τους, αλλά και η δράση τους εκεί συνεχίστηκε αδιατάρακτη σε ολο κληρη τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας, έως δηλαδή και τον τελευταίο βενετο-οθωμανικό πόλεμο. Όμως, ποιος ήταν ο χαρακτήρας των σωμάτων αυτών; Έχοντας την ευκαιρία να μελετήσει κανείς τα έγγραφα που αφορούν στην περίοδο που εξετάζουμε, εύκολα διαπιστώνει ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες χρησιμοποιείται ο όρος cavalleria παράλληλα με τους όρους dragoni, cavalleria dragona και Crovati για να γίνει αναφορά στα σώματα έφιππων πολεμιστών που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις του ΣΤ΄ Βενετοτουρκικού πολέμου και τα οποία βρίσκονταν εγκατεστημένα στις διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου χωρίς να γίνεται κάποια άλλη διάκριση, δημιουργώντας έτσι σε ένα αρχικό στάδιο σύγχυση στον ερευνητή.

Στο πλαίσιο όμως της έρευνάς μας γίνεται αντιληπτό ότι από τα σώματα αυτά που έχουν παρουσία στην Πελοπόννησο την ίδια περίοδο, το μοναδικό που παραδοσιακά χρησιμοποιήθηκε από τη Βενετία ήταν το σώμα των Κροατών ιππέων που περιλαμβανόταν στην κατηγορία των cappelletti και είχε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά των μονάδων του ελαφρού ιππικού. Με το πέρασμα του χρόνου έχασαν τον αρχικό χαρακτήρα τους και μετατράπηκαν σε ένα είδος έφιππης στρατιωτικής αστυνομίας, επιδιώκοντας να συνδράμουν τις Αρχές στην επιβολή της εσωτερικής τάξης, αλλά και στον εντοπισμό και τη σύλληψη στρατιωτών που λιποτακτούσαν από τις τάξεις του πεζικού346. Στην Πελοπόννησο, η παρουσία των σωμάτων των Κροατών ιππέων υπήρξε σταθερή καθόλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας. Οι εν λόγω ιππείς χρησιμοποιήθηκαν παράλληλα με τα σώματα των δραγόνων, οι μονάδες όμως αυτές ήταν αριθμητικά περιορισμένες σε σχέση με τις πολυπληθέστερες των δραγόνων.

Σχετικά με τους τελευταίους, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ακόμα και στη γενική βιβλιογραφία δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα σώματα αυτά ταυτίζονται κατά κάποιο τρόπο με τα σώματα που ανήκαν στο ιππικό ή έστω στην κατηγορία εκείνη που αποκαλείται ελαφρύ ιππικό. Στην πραγματικότητα όμως ο όρος δραγόνοι δεν αφορά σε ένα τυπικό σώμα του ιππικού, αλλά περισσότερο σε ένα ειδικό σώμα πεζικού το οποίο έκανε χρήση αλόγων, τουλάχιστον αρχικά, κυρίως ως μέσο μεταφοράς

346 Concina, Le trionfanti armate venete, σ. 79-80· Prelli, L’esercito veneto nel primo ‘600, σ. 56-59.

152

ή μετακίνησης. Με άλλα λόγια επρόκειτο ουσιαστικά για ιπποκίνητα σώματα πεζικού

που διέθεταν μεν άλογα, τα οποία, εν τούτοις, χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά και μόνο για τις μετακινήσεις τους, προκειμένου να μεταβαίνουν με ταχύτητα στα πεδία των μαχών, ενώ πολεμούσαν πεζοί, σε αντίθεση βεβαίως με το ιππικό.

Τα ειδικά αυτά σώματα χαρακτηρίζονταν από ταχύτητα, ευελιξία αλλά και από το σχετικά χαμηλό κόστος συντήρησής τους σε σχέση με το παραδοσιακό βαρύ ιππικό. Για τους λόγους αυτούς είναι γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα από το 16ο έως και το 19ο αιώνα σε πολλούς στρατούς στην Ευρώπη. Σχετικά με την εξωτερική τους εμφάνιση ο Ennio Concina σημειώνει ότι γενικά οι δραγόνοι της Βενετίας το 1703 έφεραν κόκκινο πανωφόρι (γεγονός που, όπως έχουμε δει, σχετίζεται με την προέλευσή τους από τα σώματα του Μιλάνου), παντελόνι, μπότες και καπέλο τρίκοχο, ενώ ο οπλισμός περιελάμβανε σπαθί, μουσκέτο και λόγχη347. Ωστόσο, φαίνεται ότι τον Αύγουστο του 1699, όσον αφορά στους δραγόνους που είχαν εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο, η εμφάνισή τους διέφερε ανάλογα με το σώμα στο οποίο ο καθένας από αυτούς ανήκε348.

Τα σώματα αυτά δεν ήταν οργανωμένα σε ίλες και επιλαρχίες όπως το ιππικό, και αντίστοιχα οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί τους δεν έφεραν τους βαθμούς των αξιωματικών του ιππικού, αλλά αντίθετα εκείνους του πεζικού: colonello, tenente colonello, capitano, tenente, corneta, sargente, caporale. Οι δραγόνοι ήταν οργανωμένοι σε λόχους που μπορούσαν να υπηρετούν ως ανεξάρτητοι σχηματισμοί ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε πολεμικής επιχείρησης και σε συντάγματα που σχηματίζονταν για καθαρά στρατιωτικούς σκοπούς349. Ακριβώς σε αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αποδίδεται και το γεγονός ότι στους σχηματισμούς αυτούς παρατηρούμε σημαντικές αριθμητικές διαφορές από λόχο σε λόχο και αριθμητικές μεταβολές από χρόνο σε χρόνο. Ακόμη, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες συναντάμε στα έγγραφα αναφορές για την ύπαρξη πεζών δραγόνων: σε κάποιες περιπτώσεις πρόκειται για ολόκληρους λόχους που αποτελούνται αποκλειστικά από πεζούς δραγόνους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις κάποιος λόχος θα μπορούσε να αποτελείται κατά

347 Concina, le trionfanti armate Venete, σ. 90. 348 Archivio di Stato di.Venezia (στο εξής A.S.V.), Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 60. 349 Βλ. τις Piè di lista στο: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 171r, 201r, f. 215r, f. 221r. Το περιεχόμενό τους εξετάζεται παρακάτω στο ίδιο κεφάλαιο.

153

το μεγαλύτερο μέρος του από έφιππους δραγόνους, αλλά και να διαθέτει και έναν αριθμό πεζών δραγόνων350.

Τα άλογα που εκχωρούνταν στους δραγόνους ήταν συνήθως μικρά, όχι σπουδαίας ράτσας, αλλά γρήγορα, προκειμένου οι ειδικοί αυτοί στρατιώτες να βρίσκονται στο συντομότερο δυνατό διάστημα εκεί όπου η παρουσία τους κρινόταν απαραίτητη. Οι τύποι των αλόγων διακρίνονταν με βάση το χρώμα τους και αυτοί που χρησιμοποιούνταν περισσότερο ήταν οι εξής: 1) baio (ή cavallo a mantello baio), δηλαδή άλογα κοκκινωπού χρώματος που είχαν ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους το μαύρο χρώμα στη χαίτη, στα άκρα και στην ουρά του351· 2) sauro (ή cavallo a mantello sauro), δηλαδή άλογα ανοιχτού καστανού ή κόκκινου χρώματος352· 3) morel (ή cavallo a mantello morello), δηλαδή άλογα σκούρου, σχεδόν μαύρου χρώματος353· και 4) leardo (ή cavallo a mantello leardo), δηλαδή άλογα που το τρίχωμά τους αποτελούνταν από μαύρες και άσπρες τρίχες, οι οποίες συνολικά έδιναν την εικόνα του γκρίζου χρώματος354. Σπανιότερα αναφέρονται και άλλοι τύποι αλόγων όπως: stornello (ή cavallo a mantello stornello), δηλαδή άλογα σκούρου γκρίζου χρώματος που χαρακτηρίζονταν από λευκές διάσπαρτες κηλίδες,355 balzano (ή cavallo a mantello balzano) άλογα που παρουσίαζαν λευκές λωρίδες στις οπλές και στο κάτω μέρος των άκρων τους,356 falbo (ή cavallo a mantello falbo), δηλαδή άλογα ανοιχτού καστανού ή γκρίζου χρώματος357.

Είναι γνωστό ότι την περίοδο που εξετάζουμε στην Πελοπόννησο υπήρχε ένα σημαντικό ζήτημα έλλειψης αλόγων κάθε χρήσης που προορίζονταν για τη μεταφορά φορτίου ή για τη μεταφορά ανθρώπων και τα οποία επιτάσσονταν για στρατιωτικούς

350 Ενδεικτικά βλ. A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 848, no49 repta. Περισσότερες πληροφορίες για την παρουσία πεζών δραγόνων δίνονται στη συνέχεια του κεφαλαίου. 351 Ενδεικτικά βλ. A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 184r-191v. Πρβλ. Zingarelli, Il nuovo Zingarelli: vocabolario della lingua italiana, λήμμα «baio». 352Ενδεικτικά βλ. A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 184r-191v. Πρβλ. Zingarelli, Il nuovo Zingarelli, λήμμα «sauro». 353 Ενδεικτικά βλ. A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 184r-191ν. Πρβλ. Zingarelli, Il nuovo Zingarelli, λήμμα «morel ή morello». 354 Ενδεικτικά βλ. A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 184r-191ν. Πρβλ. Zingarelli, Il nuovo Zingarelli, λήμμα «leardo». 355 Ενδεικτικά βλ. A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 189r-v. Πρβλ. Zingarelli, Il nuovo Zingarelli, λήμμα «stornello». 356 Ενδεικτικά βλ. A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 189r-v. Πρβλ. Zingarelli, Il nuovo Zingarelli, λήμμα «balzano». 357 Ενδεικτικά βλ. A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 189r-v. Πρβλ. Zingarelli, Il nuovo Zingarelli, λήμμα «falbo».

154

σκοπούς. Η έλλειψη αυτή έχει αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες που σχετίζονταν με τις κακουχίες του πολέμου που προηγήθηκε, όπως και με το γεγονός ότι οι Οθωμανοί κατά την αποχώρησή τους από την Πελοπόννησο είχαν πάρει μαζί τους το μεγαλύτερο μέρος των αλόγων ράτσας358. Την εποχή του Francesco Grimani το πρόβλημα της έλλειψης αλόγων παρέμενε οξύ, όπως επιβεβαίωνε και ο ίδιος τον Αύγουστο του 1698: «distrutte ne primi anni la maggior parte delle Cavalle, si sono perdutte le razze, onde presentemente mancano»359.

Ο Ennio Concina επισημαίνει ότι η διάκριση ανάμεσα στα σώματα του ιππικού που παραδοσιακά διέθετε η Βενετία και στα σώματα τον δραγόνων υπήρξε πάντα σαφής, εφόσον και στην επίσημη ορολογία απαντάται η φράση cavalleria e dragoni della Serenissima, η οποία είχε σκοπό να δώσει έμφαση στη διαφοροποίηση των δύο όρων360. Όπως όμως ήδη αναφέραμε, την εποχή που μελετάμε ο όρος cavalleria χρησιμοποιείται αδιακρίτως και για τα δύο αυτά -διακριτά κατά τα άλλα- σώματα και συνηθέστερα για τους δραγόνους που υπερείχαν αριθμητικά. Δεν είναι γνωστό εάν οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται χωρίς διάκριση για λόγους συντομίας ή εάν σταδιακά τα σώματα των δραγόνων αρχίζουν να ταυτίζονται κατά κάποιο τρόπο με εκείνα του ιππικού. Αντίστοιχα, και οι ιστορικοί της περιόδου αναφερόμενοι στα ίδια σώματα χρησιμοποιούν επίσης τον όρο ιππείς και ιππικό χωρίς να γίνεται κάποια άλλη διάκριση. Στην παρούσα εργασία, θα προτιμήσουμε να χρησιμοποιήσουμε τους όρους δραγόνοι και Κροάτες ιππείς, προκειμένου να είμαστε ακριβέστεροι ως προς την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά των σωμάτων αυτών, και θα επιδιώξουμε να διαμορφώσουμε μία σαφέστερη εικόνα σχετικά με την αριθμητική παρουσία τους στην Πελοπόννησο.

Κάθε χρόνο, κατά το μήνα Μάιο, ο γενικός προβλεπτής επιθεωρούσε τα συντάγματα δραγόνων στη μεγάλη πεδιάδα της Τρίπολης και ο αριθμός των συνταγμάτων που περιλάμβανε τους λόχους και τους δραγόνους οι οποίοι βρίσκονταν στην Πελοπο ννησο κατα τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας διαφoροποιούνταν από χρονιά σε χρονιά. Είναι γεγονός ότι χάρη στο αρχείο Grimani μπορούμε να αντλήσουμε ακριβέστερες πληροφορίες σχετικά με την παρουσία των σωμάτων των δραγόνων στην εποχή του, κάτι που δεν συμβαίνει με τις υπόλοιπες περιόδους. Παρ’ όλο που τα στοιχεία τα οποία προέρχονται από τα έγγραφα που είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε ήταν ελλιπή και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και αντιφατικά, στη

358 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», σ. 255. 359 Pinzelli, Venise et la Morée, σ 435. 360 Concina, Le trionfanti armate venete, σ. 88.

155

συνέχεια της εργασίας μας θα επιδιώξουμε να σχηματίσουμε την εικόνα που παρουσιάζουν αριθμητικά οι δραγόνοι καθόλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας.

Ο Taddio Gradenigo, γενικός προβλεπτής της Πελοποννήσου και κατόπιν έκτακτος προβλεπτής μέχρι το 1692 με κύρια αρμοδιότητα κατά την τελευταία αυτή περίοδο την οργάνωση των στρατευμάτων στην Πελοπόννησο και την εφαρμογή και τήρηση των κανονισμών που είχαν σχέση με τα στρατιωτικά ζητήματα, ανέφερε στην τελική του έκθεση προς τη βενετική Γερουσία πως αφιέρωσε μεγάλο μέρος των δυνάμεών του στην ενίσχυση των έφιππων σωμάτων κρίνοντας ότι η παρουσία τους στο χώρο της Πελοποννήσου ήταν νευραλγικής σημασίας. Αναγνωρίζοντας πως οι δυνάμεις αυτές ήταν αναγκαίο να καταστούν ικανές να αντιμετωπίσουν και να αποτρέψουν κάθε πιθανή επίθεση ανταποκρινόμενες στην οθωμανική πίεση, φρόντισε, μεταξύ άλλων, να τις ενισχύσει σημαντικά. Έτσι, ενώ όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του το σώμα αριθμούσε 500 άνδρες, ο ίδιος προχώρησε σε κατάταξη νεοσυλλέκτων και προσέθεσε στο σώμα τους λόχους του συνταγματάρχη Streel και τους υπερπόντιους του capitano Belich, φτάνοντας έτσι στον αριθμό των 800. Σε αυτούς προσαρτήθηκε και ένας αριθμός Ελλήνων από το Μυστρά, οι οποίοι λόγω απειρίας κρίθηκε σκόπιμο να ενταχθούν στους λόχους του Conte de Lò361.

Έτσι, βλέπουμε ότι το 1696 η Γαληνοτάτη διέθετε οκτώ συντάγματα ιππικού στην Πελοπόννησο, που απαρτίζονταν από 1.809 άνδρες. Πρόκειται για τις μονάδες των συνταγματαρχών: Medin (Κροάτες ιππείς), Lasso, Strel (συχνά το όνομα αυτό απαντάται ως Streel), Gualtieri, Onigo, Fenicio (dragoni ultramontani), Vandreis (dragoni napolitani) και Massa (dragoni italiani). Παραθέτουμε εδώ ένα πίνακα με τα συντάγματα που βρίσκονταν στην Κόρινθο στα μέσα Ιουλίου της ίδιας χρονιάς:

Σύνταγμα του conte Ottavio Fenicio 7 λόχοι, 230 άνδρες Σύνταγμα του Vandreis 3 λόχοι, 96 άνδρες Σύνταγμα του Strel 5 λόχοι, 216 άνδρες Σύνταγμα του Gualtieri 6 λόχοι, 249 άνδρες Σύνταγμα του Enrico Onigo 5 λόχοι, 209 άνδρες Σύνταγμα του Lasso (La suo, Lasò) 4 λόχοι, 209 άνδρες Σύνταγμα του Antonio Medin 7 λόχοι , 313 άνδρες

361 Λάμπρος, «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού προνοητού Γραδένιγου», σ. 245· Τσελίκας, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου», σ. 46.

156

2 λόχοι πεζών δραγόνων 127 άνδρες 1 απόσπασμα από το σύνταγμα Giovanni Massa 160 άνδρες Σύνολο 1809 άνδρες362

Στις 25 Οκτωβρίου ο γενικός προβλεπτής Agostino Sagredo έδωσε την εντολή να μεταβούν στις περιοχές που είχαν οριστεί για να διαχειμάσουν. Οι Βενετοί, σίγουροι για τη σταθερή συμπεριφορά των Κροατών απέναντί τους, είχαν τη συνήθεια να τους εμπιστεύονται «ευαίσθητα» καθήκοντα, όπως η διατήρηση της τάξης και η προστασία των ανώτερων αξιωματικών. Οι τέσσερις λόχοι του συντάγματος του Antonio Medin ήταν λοιπόν οι μοναδικοί που παρέμεναν δραστήριοι ολόκληρο το χειμώνα για να υπηρετήσουν στις guardie, ενώ οι μονάδες των δραγόνων ήταν διασπασμένες και είχαν τεθεί σε αργία στις διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου. Στο Άργος είχαν στρατοπεδεύσει τα συντάγματα των Lasso και Strel, στο Μυστρά τα συντάγματα των Fenicio, Vandreis και Massa, ενώ στην περιοχή της Μεσσήνης είχαν εγκατασταθεί τα συντάγματα των Gualtieri και Onigo363.

Το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς ο Agostino Sagredo ανέφερε ότι υπήρχαν 170 δραγόνοι πεζοί και πρότεινε τη μείωση των 8 συνταγμάτων σε 4 για οικονομικούς λόγους. Ακόμη, επειδή ο αριθμός των δραγόνων ήταν μικρότερος από 2.000 άνδρες, πρότεινε τη σύνθεση κάθε συντάγματος από 500 άνδρες και τη συγκρότηση τριών συνταγμάτων δραγόνων και ενός συντάγματος Κροατών ιππέων364.

Τον Αύγουστο του 1698, τα σώματα τον έφιππων στρατιωτών ήταν πολυάριθμα και απαρτίζονταν από 1.757 άνδρες, που ήταν μοιρασμένοι σε έξι συντάγματα. Τα πέντε από αυτά ήταν συντάγματα δραγόνων (Fenicio, Gualtieri, Vandreis, Lasso, Onigo) και το έκτο των Κροατών ιππέων του Medin365. Ένα χρόνο αργότερα, ο Francesco Grimani ανέφερε ότι ο αριθμός των στρατιωτών που συνέθεταν τα σώματα των δραγόνων και των Κροατών ιππέων έφταναν συνολικά μαζί με τους αξιωματικούς τους τον αριθμό των 1.737 ανδρών366.

362 Pinzelli, Venise et la Morée, σ 436. 363 Pinzelli, Venise et la Morée, σ 436. 364 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 848, no49 repta. 365 Pinzelli, Venise et la Morée, σ 436. 366 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 60.

157

Ειδικά αναφορικά με το σώμα των δραγόνων οι πληροφορίες μας για την περίοδο αυτή είναι πληρέστερες, όπως έχουμε διαπιστώσει, χάρη στους καταλόγους που σώζονται στην αρχειακή σειρά Grimani. Οι κατάλογοι αυτοί είναι τόσο πλούσιοι, που για ορισμένες από τις μονάδες του εν λόγω σώματος δίνουν τον αριθμό και τα ονόματα όχι μόνο των βαθμοφόρων, αλλά και στοιχεία για τον κάθε δραγόνο ξεχωριστά.

Βλέπουμε λοιπόν ότι στο τέλος του 1699 το σώμα των δραγόνων αποτελούνταν από τέσσερα συντάγματα. Τα συντάγματα αυτά ήταν εκείνο του Domenico Gualtieri με συνολικά 6 λόχους και 296 άτομα, του Enrico d’Onigo με 7 λόχους και 300 άνδρες, του Lattini με 8 λόχους και 342 άνδρες και, τέλος, εκείνο του Ottavio Finicio που αποτελούνταν από 8 λόχους και 329 άνδρες. Παρακάτω παραθέτουμε τους λόχους αυτούς με τους επικεφαλής τους. Τα σώματα αυτά αποτελούνταν από 1.267 άνδρες, ενώ στον αριθμό αυτό δεν συνυπολογίζεται το σύνταγμα των Κροατών ιππέων.

1. Reggimento Gualtieri367:

Compagnia colonnella Domenico Gualtieri Compagnia tenente colonnello Giovanni Zuccari Compagnia capitan Antonio Lalande Compagnia Romei Compagnia tenente colonnello Salvatico

2. Reggimento Onigo368: Compagnia Onigo Compagnia Mansach Compagnia Orsini Compagnia Onigo Compagnia Smachia Compagnia Langheban Compagnia Thermes

3. Reggimento Lattini369

Compagnia Lattini

367 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 171r. 368 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 201r. 369 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 215r.

158

Compagnia tenente colonnella Compagnia Michiel Compagnia Duichiers Compagnia D’arcò Compagnia Strell Compagnia dala Bozze

4. Reggimento Fenicio370

Compagnia Finicio Compagnia Brandis Compagnia Ubber Compagnia Camerada Compagnia Jandan Compagnia Cordés Compagnia Conigliano Compagnia Ginepri

Χάρη σε αυτούς τους καταλόγους που διασώζονται μπορούμε να καταρτίσουμε ένα πίνακα με τον αριθμό των βαθμοφόρων, αλλά και των ανδρών που απάρτιζαν τα συγκεκριμένα συντάγματα δραγόνων.

Reggimento Reggimento Reggimento Reggimento Gualtieri371 Onigo372 Lattini373 Finicio374 Colonnello 1 1 1 1 4 Tenente 3 2 1 1 7 Colonnello Sargenti - 2 1 1 4 Maggiori Capitani 3 4 6 4 17 Tenenti 6 6 7 19

370 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 221r. 371 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 171r. 372 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 201r. 373 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 215r. 374 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 221r.

159

Corneti 7 7 7 8 29 Sargenti 6 8 10 8 32 Caporali 11 14 16 14 55 Tambori 5 5 6 16 Cappellano 1 0 1 2 Chirurgo 1 1 1 1 4 Dragoni 235 245 281 279 1040 Amalati 9 5 6 Fugiti - 0 Morti - 0 A piedi - - In tutto 296 300 340 329 1265

Πληροφορούμαστε ότι μέχρι και τον Ιούλιο του 1700 η δύναμη των έφιππων σωμάτων παρέμεινε περίπου η ίδια375. Επομένως, ο αριθμός των 1.721 ανδρών που ανέφερε στην επιστολή του ο Francesco Grimani, περιλαμβάνει και τους λόχους του συντάγματος του Medin, δηλαδή των Κροατών ιππέων που δεν αναφέρονται στα στοιχεία που αντλήσαμε από τις piè di lista. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι το σύνταγμα αυτό απαρτιζόταν από 500 περίπου άνδρες που, όπως φαίνεται και από τον πίνακα που ακολουθεί, ήταν μοιρασμένοι σε 8 λόχους:376

Reggimento Medin

Compagnia del colonnello Marco Medin Compagnia Tomaso Medin Compagnia tenente colonnello Slade + compagnie cinque

Reggimento Finitio

Compagnia colonnella Compagnia tenente colonnello Thermes Compagnia capitan Castelli Compagnia di Congii Compagnia tenente colonnello. Iseppo Mercanti

375 Α.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 850, no 103. 376 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar., b. 574, filza 854 α no 12 συνημμ.

160

Reggimento Onigo

Compagnia colonnella Compagnia del tenente colonello Compagnia del capitan Onigo Compagnia Smachia

Reggimento Lattini

Compagnia del tenente colonello Compagnia del sargente maggiore Compagnia del colonnello Gualtieri Compagnia del tenente colonello Zucari Compagnia Strel

Τον Οκτώβριο του 1700 ο Francesco Grimani ανέφερε σε επιστολή του ότι η δύναμη όλων των έφιππων στρατιωτών, Κροατών και δραγόνων, είχε μειωθεί αριθμητικά από τους 1.721 άνδρες που ήταν προηγουμένως σε 1.521. Αντίστοιχα, μειώθηκε και ο αριθμός των συνταγμάτων από 4 σε 3 και ο αριθμός των λόχων που έφτανε συνολικά τους 18. Οι δεκαπέντε από αυτούς απαρτίζονταν ο καθένας από 50 έφιππους άνδρες και 16 πεζούς, δηλαδή σύνολο 1.188 άνδρες. Οι υπόλοιποι 3 λόχοι διέθεταν ο καθένας 70 πεζούς δραγόνους, δηλαδή συνολικά 210377. Από αυτό συνάγεται ότι, αν οι αριθμοί αυτοί είναι ακριβείς, οι Κροάτες ιππείς που παρέμεναν στην Πελοπόννησο ήταν μόλις 123.

Πάντως, στην ίδια αυτή επιστολή του Grimani (δηλαδή τον Οκτώβριο του 1700) παρατηρούμε ότι οι αριθμοί που ανέφερε ως προς τα σώματα των έφιππων στρατιωτών παρουσιάζουν μικρές διαφοροποιήσεις: στην επιθεώρηση του Ιουλίου 1.526 άνδρες, τον Αύγουστο 1.516 άνδρες και τον Οκτώβριο 1.508378.

Το Μάρτιο του 1701 ο γενικός προβλεπτής των όπλων Giacomo da Mosto ανέφερε ότι στην Πελοπόννησο βρίσκονταν σταθμευμένα 4 συντάγματα379. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο αριθμός των δραγόνων και των Κροατών ιππέων

377A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 850, no 103. 378 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572,filza 850, no 103. 379 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 851 no 8

161

έφθαναν τους 1.550380, ενώ ένα χρόνο αργότερα, δηλαδή τον Οκτώβριο του 1702, ο αριθμός αυτός φαίνεται ότι είχε διαφοροποιηθεί ελάχιστα, αφού οι κάτοικοι της Πελοποννήσου καλούνταν εκείνη τη χρονιά να συντηρήσουν 1.554 δραγόνους381̇̇. Την εποχή αυτή υπήρχαν τρία συντάγματα δραγόνων, εκείνα των Finizio, Onigo και Lattini. Δεν γίνεται αναφορά στο σύνταγμα των Κροατών ιππέων, παρόλο που η παρουσία τους είχε ως πεδίο δράσης την Πελοπόννησο. Αναφέρεται ρητά και η παρουσία τριών λόχων πεζών δραγόνων, που είχαν εγκατασταθεί στις περιοχές της Μονεμβασίας, του Ναβαρίνου και της Γαστούνης382.

Το Μάιο του 1703 ο Antonio Nani ανέφερε ότι ο αριθμός των έφιππων συνολικά αξιωματικών και στρατιωτών ήταν 1.210 και σε αυτόν, εκτός από τα τρία συντάγματα των δραγόνων, συμπεριλαμβανόταν και το σύνταγμα των Κροατών με 326 ιππείς, καθώς και οι λόχοι των 135 πεζών δραγόνων383.

Τον Ιούλιο του 1706, υπήρχαν 729 έφιπποι δραγόνοι, 143 πεζοί και 331 Κροάτες. Καθένας από τους 23 λόχους του ιππικού έπρεπε θεωρητικά να αποτελείται από 50 άνδρες, στους οποίους επρόκειτο να προστεθούν και 16 πεζοί (ίσχυε για τα σώματα των δραγόνων). Ωστόσο, οι θάνατοι και οι λιποταξίες προκαλούσαν συνεχείς διαφοροποιήσεις στους αριθμούς των συνόλων αυτών και καθιστούσαν δύσκολη την αντικατάσταση των απωλειών. Η τελευταία στρατολόγηση ήταν εκείνη που πραγματοποίησε ο συνταγματάρχης Alessandro Lattini το 1706 στην Πάδοβα, όπου ενέταξε 104 άνδρες που προέρχονταν από πολύ διαφορετικές περιοχές. Οι τελευταίοι αντικατέστησαν βαθμιαία τους έφιππους δραγόνους που μειώνονταν (κυρίως λόγω θανάτου ή λιποταξίας), ενώ και το Σεπτέμβριο του 1708 ο γενικός προβλεπτής Angelo Emo έκρινε ότι ήταν απαραίτητη η αριθμητική ενίσχυση των σωμάτων αυτών384.

Το Σεπτέμβριο του 1707 ο Angelo Emo ανέφερε ότι ο αριθμός των δραγόνων έφτανε τους 1.550385 και πως το σώμα των έφιππων ανδρών απαρτιζόταν από 3 συντάγματα δραγόνων και ένα επιπλέον Κροατών υπό τις διαταγές του Medin386. Ο αριθμός αυτός δε φαίνεται να έχει διαφοροποιηθεί και το 1708. Κάθε ένα από τα τρία συντάγματα των δραγόνων απαρτιζόταν από πέντε λόχους ενώ το τέταρτο των

380 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 851, no 19. 381 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 851,no 30. 382 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 851,nο 24. 383 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 573, filza 852 disp. no 2. 384 Pinzelli, Venise et la Morée, σ 437-438. 385 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 573, filza 853, no 34. 386 A.S.V., Provveditori da Tera e da Mar, b. 573, filza 853, no 53.

162

Κροατών απαρτιζόταν από 8 λόχους387. Τέλος, τον Ιούνιο του 1712 ο γενικός προβλεπτής Antonio Loredan ανέφερε ότι στην Πελοπόννησο βρίσκονταν τέσσερα συντάγματα, δηλαδή εκείνα των Brandis, Salvatico, Onigo, καθώς και των Κροατών του Medin388. Τα σώματα των δραγόνων φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν και κατά τον τελευταίο βενετοτουρκικό πόλεμο του 1714-1718.

Όταν πλέον έγιναν σαφείς οι προθέσεις των Οθωμανών και μπροστά στην στρατιωτική τους κινητοποίηση, ο τελευταίος Βενετός γενικός προβλεπτής της Πελοποννήσου Alessandro Bon επεδίωξε να προετοιμάσει μία επιτυχή αντίσταση με τα λιγοστά μέσα που διέθεταν οι Βενετοί στην περιοχή. Φαίνεται λοιπόν ότι κατά την κρίσιμη εκείνη εποχή η Βενετία βασιζόταν σε μία δύναμη 4.567 μισθοφόρων ιταλικής, γερμανικής, σκλαβονικής, γαλλικής, ελληνικής και αλβανικής καταγωγής, που ήταν σταθμευμένοι σε περιοχές στρατηγικής σημασίας ανά την επικράτεια. Πληροφορούμαστε ότι στο Ναύπλιο βρίσκονταν 1.747 άνδρες, από τους οποίους οι 397 ήταν έφιπποι. Ακόμη 450 βρίσκονταν στον Ακροκόρινθο, 279 στη Μονεμβασία, 466 πεζοί και 491 έφιπποι στην Αχαΐα, 719 άνδρες στη Μεθώνη και στην Κορώνη, από τους οποίους οι 245 ήταν έφιπποι, 179 πεζοί και 125 έφιπποι στο Ναβαρίνο, 43 στον Κελεφά και 68 στη Ζαρνάτα. Στους αριθμούς αυτούς πρέπει να προστεθεί και ένας άγνωστος αριθμός ντόπιων Ελλήνων, που ήταν διατεθειμένοι να πολεμήσουν για την παραμονή των Βενετών στην Πελοπόννησο389.

4.2 Το alloggio και το acquartieramento των δραγόνων.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η δυνατότητα παραμονής των έφιππων μισθοφορικών σωμάτων στην Πελοπόννησο, ελήφθησαν μία σειρά από μέτρα για την εγκατάσταση, τη διαμονή και, φυσικά, τη συντήρησή τους. Η παρουσία τους στην Πελοπόννησο βασίστηκε εν πολλοίς στην υποχρεωτική εργασία και στην προσφορά του αγροτικού πληθυσμού, ο οποίος επιβαρύνθηκε με μία δέσμη αγγαρειών που

387 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου», σ. 686. 388 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 575,filza 855, no 15. 389 Αντλούμε τα αριθμητικά αυτά στοιχεία από τη μονογραφία του Χατζόπουλου, Ο τελευταίος βενετο-οθωμανικός πόλεμος (1714-1718), σ. 47-48. Υποστηρίζεται ότι ο αριθμός των πεζών και έφιππων μισθοφόρων που επρόκειτο να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο δεν ξεπερνούσε τους 5.000 άνδρες. Ο αριθμός όμως παρουσιάζει κάποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ των μελετητών. Για το λόγο αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σημ. 38 της σελίδας 48 του έργου του Χατζόπουλου, όπου παρατίθενται και αντιπαραβάλλονται τα στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει οι ιστορικοί Κωνσταντίνος Μέρτζιος, Απόστολος Βακαλόπουλος, Samuele Romanin κ.ά.

163

αφορούσαν αποκλειστικά στα σώματα των δραγόνων. Ήδη το 1691, ο Σύνδικος Καταστιχωτής Domenico Gritti παρατηρούσε ότι «αν και η πρόνοια για την αναγκαία βοσκή του ιππικού δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα της υπηρεσίας μου, παρ’ όλα αυτά παίρνω την ευκαιρία σ’ αυτό το σημείο να λάβω υπ’ όψιν μου ότι θα ήταν πολύ χρήσιμο να κρατήσουμε ιδιαίτερα στην περιοχή της Κορίνθου για χρήση της ίδιας κάποια ικανή έκταση τέτοιων εδαφών που θα παρέμενε αδιάθετη, και ότι θα μπορούσε να παράσχει τις ζωοτροφές χωρίς καμιά ζημιά ή ενόχληση των υπηκόων, οι οποίοι και σ’ αυτήν την περιοχή δεν είναι λιγότερο στενοχωρημένοι. Επίσης θα ήταν καλό να προβλέψουμε το στρατωνισμό του ιππικού κατά την περίοδο του χειμώνα, γιατί ενώ είναι ανάγκη να διώξουμε τον κόσμο από τις κατοικίες του, το γεγονός αυτό καταλήγει σε ατελείωτη πικρία, πράγμα που δεν υπάρχει σκληρότερο, από το να εγκαταλείψει δηλαδή κανείς τη διαμονή του για να πάει να ζητήσει ελεημοσύνη και να τον περιθάλψουν σε σπίτια ως επί το πλείστον σε κακή κατάσταση με αναπόφευκτη τη ζημία της φτωχικής του οικοσκευής και με όλες τις δυσκολίες που πάντοτε συνοδεύουν παρόμοιες καταστάσεις»390. Από τη μαρτυρία του αυτή γίνεται αντιληπτό ότι οι χωρικοί της Πελοποννήσου, και ειδικότερα της Κορίνθου, επιβαρύνονταν με διάφορους τρόπους από την παρουσία των δραγόνων στις περιοχές τους.

Πρώτα απ’ όλα, φαίνεται ότι είχαν την υποχρέωση να συμβάλλουν στη συντήρησή τους καλύπτοντας μέρος των επισιτιστικών αναγκών τους. Η επιβάρυνση αυτή από μόνη της φαίνεται πως ήταν αρκετά δυσβάστακτη για τον τοπικό αγροτικό πληθυσμό, γεγονός που ώθησε τον Καταστιχωτή Gritti όχι μόνο να θίξει ένα ζήτημα το οποίο ήταν έξω από τη δική του αρμοδιότητα και δικαιοδοσία, αλλά και να αναζητήσει κάποια εφαρμόσιμη λύση, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση της επιβάρυνσης των αγροτών και ακολούθως να την υποβάλει ως πρόταση προς την κεντρική διοίκηση. Σημαντικά όμως πιο επιβαρυντική υπήρξε η αγγαρεία εκείνη που είχε σχέση με την παροχή καταλύματος στα σώματα των δραγόνων. Προφανώς υπήρξε η πιο σκληρή αγγαρεία που επιβάρυνε τους χωρικούς της Κορίνθου, ακριβώς επειδή εκείνοι ήταν που καλούνταν να φιλοξενήσουν στο ίδιο τους το σπίτι τους έφιππους στρατιώτες, καθώς κατά τα πρώτα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο δεν υπήρχαν κατάλληλες δομές για τη διαμονή των δραγόνων. Η επιβάρυνση που βίωναν οι χωρικοί της Κορίνθου από την αγγαρεία αυτή ήταν πολλαπλή, καθώς συνήθως υποχρεώνονταν οι ίδιοι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αναζητήσουν αλλού καταφύγιο, ενώ ένα ακόμη συνηθισμένο πρόβλημα ήταν οι φθορές και οι καταστροφές που υφίσταντο τα φτωχικά αυτά σπίτια, τα οποία συνήθως ήταν ευτελείς και πρόχειρες κατασκευές. Ο

390 Τσελίκας, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου Β΄», σ. 167.

164

Gritti, όπως είδαμε, έθεσε και αυτό το ζήτημα προς την κεντρική διοίκηση τονίζοντας ότι ήταν αναγκαία η εξεύρεση κάποιας άλλης λύσης.

Στο θέμα αυτό αναφέρθηκε το 1692 και ο έκτακτος προβλεπτής Tadio Gradenigo, όταν επέστρεψε στη Βενετία μετά το πέρας των υποχρεώσεών του στην Πελοπόννησο391, τονίζοντας ότι το ζήτημα της στέγασης των έφιππων στρατιωτών στα σπίτια των κατοίκων της Πελοποννήσου απέβαινε σε κάθε περίπτωση ζημιογόνο όχι μόνο για τους ίδιους τους χωρικούς, αλλά, τελικά, και για το ίδιο το βενετικό κράτος. Ένα πολύ μεγάλο μέρος του προβλήματος προέκυπτε και από την αλαζονική συμπεριφορά την οποία επεδείκνυαν οι στρατιώτες αυτοί, οι οποίοι επιδίδονταν σε κάθε είδους απάτη και αυθαιρεσία εις βάρος των αγγαρευόμενων χωρικών, προκειμένου να αποσπούν από αυτούς ποσότητες τροφίμων και άλλων υλικών αγαθών, μεγαλύτερες από αυτές που δικαιούνταν στην πραγματικότητα392. Άλλωστε, ο προβλεπτής τόνιζε με κάθε τρόπο πως, εξαιτίας της αδιαφορίας τους, οι φθορές στις κατοικίες των αγροτών, εκείνες τις οποίες είτε είχαν φτιάξει με κόπο οι ίδιοι, είτε τους είχε παραχωρήσει το βενετικό κράτος, σε αρκετές περιπτώσεις ήταν τόσο εκτεταμένες, ώστε τελικά να προκαλέσουν την κατάρρευση των κτηρίων. Χαρακτηριστικό της αδιαφορίας που επεδείκνυαν ήταν ότι δεν δίσταζαν να αποσπάσουν ακόμη και την πιο μικρή ποσότητα ξύλων από τους τοίχους, τα οποία βεβαίως είχαν παρεντεθεί για να συγκρατούν την οικοδομή, προκειμένου να καλύπτουν τις ανάγκες τους σε καυσόξυλα393.

Φαίνεται όμως ότι αυτό που κυρίως απασχολούσε τον προβλεπτή δεν ήταν τόσο οι επιπτώσεις του συστήματος αυτού στο ντόπιο πληθυσμό, όσο στα ίδια τα σώματα των έφιππων στρατιωτών. Παρατηρούσε λοιπόν ότι ήταν τέτοια η έκταση της φθοράς και τις καταστροφής των κατοικιών των γηγενών πληθυσμών, που σύντομα αυτές δεν θα ήταν πλέον ικανές να καλύψουν τις ανάγκες των δραγόνων και των Κροατών ιππέων,

391 Για την έκδοση της έκθεσης βλ. Λάμπρος, «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού προνοητού Γραδένιγου», σ. 228-251 και για τη μετάφραση στα ελληνικά Τσελίκας, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου Γ΄, Μετάφραση έκτακτου προνοητού Θ. Γραδένιγου 1692», σ. 33-53. 392 Για το ζήτημα ανέφερε ότι: «habituati li soldati nella quiete e nell’ otio molesto alla militia, hanno ecceduto nella licentiosità con detrimento dell’ incombenze publiche, et aggravio de sudditi obligati con la violenza e con varii pretesti ad alimentarli, dissimulandolo gli offitiali, mentre tali improprie procedure non erano disgiunte da loro provecchi». Λάμπρος, «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού προνοητού Γραδένιγου», σ. 240. 393 Τσελίκας, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου Γ΄», σ. 44-47.

165

προκαλώντας έτσι εύλογη ζημία στο κράτος394. Εξέφραζε λοιπόν τη σκέψη ότι θα έπρεπε να υπάρξει μέριμνα, ώστε οι βενετικές Αρχές να προχωρήσουν σε κατασκευή κατάλληλων οικιστικών συγκροτημάτων, ικανών να στεγάζουν τα στρατεύματα αυτά στις περιοχές του Ναυπλίου και της Κορίνθου. Τόνιζε ότι η ανάγκη για κατάλληλα καταλύματα και στάβλους γινόταν επιτακτικότερη εξαιτίας της ακαταλληλότητας των φτωχικών κατοικιών των χωρικών, οι οποίες, μη διαθέτοντας κατάλληλα διαμορφωμένες φάτνες, γίνονταν η αιτία να σπαταλιέται μία υπολογίσιμη ποσότητα φορβής, εφόσον τα άλογα δεν την έτρωγαν από το χώμα, αλλά την ποδοπατούσαν και την καθιστούσαν άχρηστη, επιτείνοντας έτσι το πάγιο πρόβλημα της έλλειψης ζωοτροφής395.

Από τις πιο επαχθείς αγγαρείες, που συνδέονταν με την παρουσία των έφιππων σωμάτων των δραγόνων στην Πελοπόννησο, ήταν εκείνη που σχετιζόταν με τις μεταφορές. Οι χωρικοί υποχρεώνονταν να μεταφέρουν με τα ζώα τους από μακρινές περιοχές όλα τα απαραίτητα προϊόντα προκειμένου να καλυφθεί κάθε είδους ανάγκη των σωμάτων αυτών, όπως κριθάρι, άχυρο, σιτάρι και ξυλεία σε μεγάλες ποσότητες, ενώ επιπρόσθετα όφειλαν να εξυπηρετούν τους δραγόνους σε κάθε μετακίνησή τους, αναλαμβάνοντας με τα ζώα τους τη μεταφορά των αποσκευών τους. Ο Francesco Grimani επανειλημμένα αναφέρεται σε όλων των ειδών τις δυσκολίες που η υποχρέωση αυτή συνεπαγόταν: οι μεγάλες αποστάσεις, η έλλειψη βατών δρόμων και η αντιξοότητα των καιρικών συνθηκών του χειμώνα είχαν ως αποτέλεσμα να εξαντλούνται σωματικά οι χωρικοί και σε όχι σπάνιες περιπτώσεις να χάνουν τα ζώα τους. Εξαιτίας της δυσβάσταχτης αυτής υποχρέωσης, οι αγγαρευόμενοι χωρικοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναγκάζονταν να απουσιάζουν για μεγάλα διαστήματα σε χρονικές περιόδους κατά τις οποίες θα έπρεπε να βρίσκονται στις γεωργικές εργασίες τους, υφιστάμενοι με αυτό τον τρόπο ζημία. Η δυσκολία της επιβεβλημένης αγγαρείας πολλαπλασιαζόταν εξαιτίας της απληστίας των υπευθύνων, οι οποίοι είχαν όλο και περισσότερες απαιτήσεις για τις μετακινήσεις τους. Στα προβλήματα αυτά θα μπορούσε κανείς να προσθέσει τις απάτες και τις καταχρήσεις, στις οποίες βρίσκονταν εκτεθειμένοι οι χωρικοί στην προσπάθειά τους να αποφύγουν την επίταξη των ζώων

394 Τσελίκας, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου Γ΄», σ. 46. Το αίτημα για την κατασκευή κατάλληλων σταθμών διαχείμασης και στάβλων εκφράστηκε και από το γενικό προβλεπτή Antonio Zen βλ. A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 567,filza 844, no 47. 395 Τσελίκας, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου Γ΄», σ. 46.

166

τους και την αγγάρευσή τους από διάφορους επιτήδειους, που απατηλά τους υπόσχονταν απαλλαγές για να τους αποσπάσουν χρηματικά ποσά396.

Ο Francesco Grimani ήταν εκείνος που συνέλαβε την ιδέα και στη συνέχεια ανέλαβε την υποχρέωση και την ευθύνη να οργανώσει την τοποθέτηση των στρατιωτών των έφιππων σωμάτων σε κατάλληλα καταλύματα, διασκορπισμένα σε ολόκληρη την πελοποννησιακή επικράτεια και θεώρησε απαραίτητο να μετατρέψει την υποχρέωση του alloggio σε acquartieramento. Όμως, αυτή η μετατροπή της αγγαρείας από προσωπική σε οικονομική δεν είχε μόνο κοινωνικούς σκοπούς. Έγινε κυρίως για λόγους πρακτικούς και εφαρμόστηκε προκειμένου να καλυφθούν συγκεκριμένες αμυντικές και οικονομικές ανάγκες.

Φαίνεται πως ο Grimani έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην παρουσία των δραγόνων στην Πελοπόννησο, χαρακτήριζε τα σώματα αυτά ιδιαίτερα ικανά και άξια και έκρινε ότι οι τότε συνταγματάρχες τους Fenicio, D’Onigo, Gualtieri και Latini διέθεταν μεγάλη στρατιωτική ικανότητα και αξία. Με βάση τη διαδικασία ανακατάταξης του σώματος που είχε προηγηθεί, ώστε να προσαρμοστεί στις ανάγκες της ειρηνικής περιόδου, ο αριθμός των συνταγμάτων των δραγόνων είχε μειωθεί από τέσσερα σε τρία. Τα σώματα αυτά, μαζί και με το σύνταγμα των cappelletii, την εποχή που ο ίδιος ανέλαβε, συνολικά αριθμούσαν 1.508 άνδρες397.

Ειδικά για το σώμα των δραγόνων, έκρινε ότι, σε αντίθεση με εκείνο των cappelletti, θα έπρεπε να ενισχυθεί και πάλι και συνολικά τα έφιππα σώματα να φτάσουν τους 2.000 άνδρες. Προκειμένου να πετύχει την αριθμητική αυτή ενίσχυση, ενέταξε σε αυτό έναν αριθμό ανδρών οι οποίοι προέρχονταν από το πεζικό, επιλέγοντας προσεκτικά τους πλέον κατάλληλους μεταξύ αυτών. Η πρακτική αυτή, η οποία ήταν σε εφαρμογή και σε άλλες χώρες, θα επέτρεπε στα άλλοτε πεζά αυτά σώματα να κινούνται με μεγαλύτερη ευελιξία ακόμη και σε δυσπρόσιτες περιοχές, παρόλο που, όπως ήταν φυσικό, το σώμα αυτό προσαρμόστηκε με κάποια σχετική δυσκολία στις συνθήκες της νέας υπηρεσίας. Σκοπός του Grimani υπήρξε η δημιουργία ενός ισχυρού και αξιόπιστου σώματος εφίππων, το οποίο θα ήταν ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα και το οποίο όμως δεν θα επιβάρυνε υπερβολικά το Δημόσιο Ταμείο398.

396 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία αρχείων εκδιδόμεναι», σ. 471-472 (Relatione del nob. Homo ser Francesco Grimani ritornato di Provveditor General dell’Armi in Morea). 397 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών», σ. 494-495 (Relatione Francesco Grimani). 398 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών», σ. 495 (Relatione Francesco Grimani).

167

Ο προβλεπτής γνώριζε ότι η διατήρηση του συνόλου του σώματος των εφίππων σε ετοιμότητα όλον τον καιρό και ανά πάσα στιγμή θα ήταν μία επιβάρυνση δυσβάστακτη για τα δημόσια οικονομικά. Από την άλλη πλευρά όμως, γνώριζε ότι η διάλυση του σώματος αυτού και η εκ νέου οργάνωσή του σε περίπτωση ανάγκης θα ήταν μία παρακινδυνευμένη επιλογή, μη συμβατή με τις ανάγκες της εποχής, καθώς θα απαιτούνταν μεγάλο χρονικό διάστημα για την προετοιμασία του και πολύ μεγάλη δαπάνη για την εξεύρεση αλόγων και τη μεταφορά τους στις τοποθεσίες όπου κρινόταν απαραίτητη η παρουσία των εφίππων399. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, ο Grimani έκρινε ότι θα έπρεπε να διατηρείται σε ετοιμότητα ένα σώμα εφίππων, περίπου 2.000 ανδρών. Με την εφαρμογή του συστήματος του acquartieramento τα έξοδα του Ταμείου για τη συντήρηση του σώματος γνώρισαν σημαντική μείωση. Ο ίδιος ο Grimani παρατηρούσε ότι κατά την προηγούμενη περίοδο, πριν εφαρμοστεί, δηλαδή, το νέο αυτό σύστημα, για το σώμα των εφίππων που αποτελούνταν από 1.806 άνδρες απαιτήθηκε δαπάνη 186.397 ρεαλίων, ενώ με τις νέες συνθήκες το ποσό αυτό είχε μειωθεί στα 71.508 ρεάλια, χωρίς μάλιστα να έχει πραγματοποιηθεί η μείωση των cappelletti, την οποία ο ίδιος είχε θεωρήσει αρχικά απαραίτητη. Σε μία τέτοια περίπτωση και με την εφαρμογή του συστήματος του acquartieramento, το Δημόσιο Ταμείο θα μπορούσε να εξοικονομήσει έως και 125.000 ρεάλια400.

Η μετατροπή του alloggio σε acquartieramento, δηλαδή η μετατροπή της προσωπικής αγγαρείας της φιλοξενίας των δραγόνων στην οικονομική του acquartieramento, περιελάμβανε το διαμοιρασμό της επιβάρυνσης της συντήρησης των δραγόνων σε ολόκληρη την πελοποννησιακή επικράτεια. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι ένας δραγόνος συντηρούνταν οικονομικά από έναν αριθμό οικογενειών401, αρχικά 18. Ο δραγόνος δεν θα διέμενε στις οικίες των οικογενειών, αλλά σε κατάλληλα για το σκοπό αυτό καταλύματα, που βρίσκονταν κοντά στο χωριό ή στα χωριά των αγγαρευόμενων οικογενειών. Αρχικά, είχε οριστεί ότι για επτά μήνες το χρόνο οι οικογένειες αυτές είχαν την υποχρέωση να καταβάλλουν 20 σολδία, καθώς και 18 ουγγιές ψωμιού και 4 λίμπρες κριθαριού την ημέρα. Διευκρινίζουμε ότι το ποσόν αυτό ήταν τα χρήματα που όφειλαν να καταβάλλουν ανά δραγόνο όλες οι οικογένειες σε σύνολο και όχι κάθε μία ξεχωριστά.

399 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών», σ. 496 (Relatione Francesco Grimani). 400 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών», σ. 472 (Relatione Francesco Grimani). 401 Για τα χαρακτηριστικά της οικογένειας στην Πελοπόννησο κατά την εποχή που εξετάζουμε, βλ. Παναγιωτόπουλος, «Μέγεθος και σύνθεση της οικογένειας στην Πελοπόννησο γύρω στα 1700», σ. 5–18.

168

Οι χωρικοί δεν είχαν την υποχρέωση να καταβάλλουν χρήματα για το deconto402 και για άλλες πληρωμές των αξιωματικών403.

Σε κάποιες περιπτώσεις, οι χωρικοί όφειλαν να μεταφέρουν και να παραδώσουν στους δραγόνους ορισμένες ποσότητες άχυρου και ξυλείας για δέκα μήνες το χρόνο404. Αργότερα, το 1702, υπήρξε κάποια ρύθμιση, ώστε οι κάτοικοι των πιο απομακρυσμένων προς τους quartieri οικισμούς να μην υποχρεώνονται να συνεισφέρουν άχυρο και ξυλεία, παρά μόνο χρήματα, σιτάρι και κριθάρι, προκειμένου να μην υφίστανται την επώδυνη διαδικασία της μεταφοράς τους κάθε φορά που προέκυπτε ανάγκη405.

Το μέτρο του acquartieramento δεν ερχόταν μόνο σε αντικατάσταση της αγγαρείας της φιλοξενίας (alloggio) των δραγόνων στις οικίες των χωρικών ή -για να το θέσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια- της επίταξης ουσιαστικά των οικιών των χωρικών, αλλά αφορά και σε άλλες παραμέτρους. Οι χωρικοί, εκτός από τη μισθοδοσία των δραγόνων, μεριμνούσαν και για τη σίτισή τους καταβάλλοντας κάποιες προκαθορισμένες ποσότητες τροφίμων. Με το σύνολο των μέτρων αυτών ο Grimani ανέφερε πως κύρια επιδίωξή του ήταν η κατάργηση της εξαιρετικά ζημιογόνου και επώδυνης υπηρεσίας, η οποία είχε σχέση με όλες τις απαραίτητες, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του σώματος των δραγόνων, μεταφορές οι οποίες, όπως είδαμε και παραπάνω, μέχρι την εποχή εκείνη πραγματοποιούνταν κατ’ αποκλειστικότητα και υποχρεωτικά από τους αγγαρευόμενους πληθυσμούς. Με τις νέες ρυθμίσεις του Grimani οι χωρικοί απαλλάχτηκαν από αυτή την υπηρεσία, αλλά και από την υποχρέωση να παρέχουν ή να χρησιμοποιούν τα ζώα τους προς όφελος των έφιππων σωμάτων χωρίς κάποια πληρωμή, η οποία να βασίζεται σε προκαθορισμένες από το κράτος τιμές. Στο εξής, οι χωρικοί επιβαρύνονταν μόνο με τη μεταφορά των συγκεκριμένων επισιτιστικών προϊόντων στους κοντινούς χώρους στρατωνισμού των δραγόνων406.

Με το μέτρο αυτό, ο Grimani επεδίωξε να θέσει ένα όριο σε κάθε είδους αυθαιρεσία, η οποία, εκτός του ότι ήταν επώδυνη για τον ντόπιο πληθυσμό, ζημίωνε ουσιαστικά και το Δημόσιο. Στο τέλος της θητείας του διατύπωνε τη σκέψη ότι, με τη νέα πρακτική που εισήγαγε στην Πελοπόννησο, δημιούργησε τις συνθήκες εκείνες που θα απέφεραν

402 Πρόκειται για ένα χρηματικό ποσό που παρακρατούνταν από την πληρωμή των στρατιωτών προς όφελος του capitano della compagnia. Βλ. λεξικό Boerio, Dizionario del dialetto veneziano, λήμμα «deconto.» 403 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών», σ. 472, (Relatione Francesco Grimani). 404 A.S.V., Grimani dai Servi b. 32, fasc. 83, f. 16r-17r και 90r-98v. 405 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 851, no 30. 406 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών», σ. 472, (Relatione Francesco Grimani).

169

ιδιαιτέρως ευεργετικά αποτελέσματα για τους υπηκόους του κράτους, οι οποίοι θα έπαυαν να επιβαρύνονται με τις επαχθείς μεταφορές, αλλά και με τις απάτες, τους εκβιασμούς και κάθε είδους αυθαίρετη συμπεριφορά από την πλευρά των ισχυρών. Η ρύθμιση υπήρξε ευνοϊκή και για το ίδιο το ιππικό, το οποίο βρισκόταν με αυτό τον τρόπο στην καλύτερη δυνατή κατάσταση οργάνωσης και ετοιμότητας. Κατά συνέπεια, ευνοημένο έβγαινε και το βενετικό κράτος, το οποίο διέθετε ένα ετοιμοπόλεμο στρατιωτικό σώμα, διασκορπισμένο σε ολόκληρη την επικράτεια της Πελοποννήσου, με τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση του Δημόσιου Ταμείου και των υπηκόων407.

Με βάση τη νέα πρακτική του acquartieramento, το σώμα των έφιππων στρατιωτών, ανά σύνταγμα, εγκαταστάθηκε στις provincie της Πελοποννήσου και οι συνταγματάρχες ήταν επιφορτισμένοι να αποστέλλουν κάθε μήνα στον έκτακτο προβλεπτή ένα κατάλογο (piè di lista), με τον ακριβή αριθμό των ανδρών του συντάγματός τους, αναφέροντας τον αριθμό των νεκρών, των ασθενών και των

φυγάδων, εάν υπήρχαν. Αντίστοιχα, οι τρεις σύνδικοι της αστικής κοινότητας κάθε επαρχίας ή διοικητικού διαμερίσματος, σε συνεργασία με τους προεστούς των αγροτικών κοινοτήτων (comuni) των χωριών, είχαν την υποχρέωση να καταρτίσουν τους καταλόγους κατανομής της επιβάρυνσης (comparti) στα χωριά κάθε διαμερίσματος (territorio). Στους φακέλους 31 και 32 της αρχειακής σειράς Grimani dai Servi408 διασώζεται μία σειρά από καταλόγους κατανομής της υποχρέωσης, καθώς και κάποιοι από τους καταλόγους που συνέτασσαν οι συνταγματάρχες σχετικά με την εγκατάσταση των λόχων στα γεωγραφικά διαμερίσματα της Πελοποννήσου, η οποία μας προσφέρει τη μοναδική, ίσως, ευκαιρία να παρακολουθήσουμε με ακρίβεια την εφαρμογή του συστήματος του acquartieramento σε κάθε περιοχή της Πελοποννήσου.

4.2.1 Η μεταβολή της angaria personale σε angaria reale: η επιβολή του acquartieramento.

Τα δύο αυτά είδη καταλόγων, δηλαδή οι κατάλογοι (piè di lista), τους οποίους συνέταξαν οι συνταγματάρχες, και οι comparti, οι κατάλογοι διαμοιρασμού της επιβάρυνσης του acquartieramento, μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την επιβολή του νέου μέτρου της οικονομικής αυτής αγγαρείας σε κάθε έναν από τους οικισμούς και σε ολόκληρη την πελοποννησιακή επικράτεια μεταξύ των ετών 1698 και 1699. Οι κατάλογοι αυτοί λειτουργούν κατά τρόπο συμπληρωματικό μεταξύ τους.

407 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών», σ. 496-497, (Relatione Francesco Grimani). 408 Αντωνιάδη, «Συμβολή εις την ιστορίαν της Πελοποννήσου κατά τον 17ο αιώνα: το Αρχείον Grimani», σ. 153-165· Γριτσόπουλος, «Το εν Βενετίᾳ Αρχείον Grimani καθ’ όσον αφορά εις την Πελοποννησον», σ. 396-399.

170

Εξετάζοντας τους καταλόγους της πρώτης κατηγορίας μπορούμε να παρακολουθήσουμε τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η τοποθέτηση των δραγόνων στις διάφορες περιοχές, λαμβάνοντας πληροφορίες σχετικά με τους οικισμούς που επιλέχθηκαν για την τοποθέτησή τους, τον αριθμό των καταλυμάτων και τον αριθμό των εφίππων που διέμεναν σε κάθε έναν από αυτούς. Αρκετοί από τους καταλόγους αυτούς είναι ονομαστικοί. Σε αυτούς γίνεται ξεχωριστή αναφορά στους βαθμοφόρους που τοποθετήθηκαν επικεφαλής των λόχων, καθώς και λεπτομερής περιγραφή των αλόγων των στρατιωτών. Οι κατάλογοι που έχουμε στη διάθεσή μας για το έτος 1699 αφορούν στα συντάγματα Lattini, Gualtieri, Onigo και Fenitio. Από τους καταλόγους της δεύτερης κατηγορίας, δηλαδή από τους καταλόγους κατανομής της οικονομικής επιβάρυνσης επί του πληθυσμού, λαμβάνουμε στοιχεία αναφορικά με τους οικισμούς που επιβαρύνονταν κι εκείνους που φαίνεται πως εξαιρέθηκαν από τη δημοσιονομική διαδικασία, τον αριθμό των οικογενειών ανά οικισμό και, τέλος, τα χρηματικά ποσά και τις ποσότητες τροφίμων που έπρεπε να καταβληθούν από κάθε οικισμό ανάλογα με τον αριθμό οικογενειών που επιβαρύνονταν.

Μία από τις πιο σημαντικές δυσκολίες που παρουσίασε η μελέτη μας ήταν η ταύτιση του -πολύ μεγάλου- αριθμού τοπωνυμίων που εμφανίζονται στους καταλόγους κατανομής με υπαρκτά τοπωνύμια. Στην προσπάθειά μας αυτή, το έργο του Βασίλη Παναγιωτόπουλου, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου (13ος-18ος αιώνας), και συγκεκριμένα η έκδοση της απογραφής Grimani του 1700, αλλά και ο κατάλογος των τοπωνυμίων των βενετικών εγγράφων, όπου περιλαμβάνεται και η ταύτισή του με τα τοπωνύμια που καθιερώθηκαν μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, υπήρξε σημείο αναφοράς. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις, όπως άλλωστε θα δούμε και παρακάτω, στους καταλόγους διαμοιρασμού παρουσιάστηκαν τοπωνύμια που δεν αναφέρονται στην απογραφή Grimani. Προκειμένου να τα ταυτίσουμε, ανατρέξαμε σε κάποιες από τις άλλες τρεις απογραφές της Πελοποννήσου για την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας για σύγκριση, ενώ χρησιμοποιήσαμε και άλλα βοηθήματα.409

Προκειμένου να παρακολουθήσουμε το μηχανισμό της επιβολής του acquartieramento στην Πελοπόννησο, θα χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα της επαρχίας της Καρύταινας. Αποτελεί την καλύτερη δυνατή περίπτωση, καθώς επρόκειτο για μία επαρχία που διέθετε ένα πυκνό δίκτυο οικισμών, αλλά κυρίως επειδή για την συγκεκριμένη διοικητική περιοχή διασώζονται περισσότερα στοιχεία, τα οποία θα μας επιτρέψουν και κάποιες συγκρίσεις. Για το λόγο αυτό έχουμε συμπεριλάβει αυτούσιο

409 Διαυκρινίζουμε εδώ ότι κατά την παράθεση των τοπωνυμίων στην εργασία μας διατηρείται η αρχική ορθογραφία των βενετικών πηγών.

171

έναν από τους καταλόγους κατανομής που αφορούν στην Καρύταινα, τον μοναδικό που δείχνει α) τον τρόπο υπολογισμού της επιβάρυνσης σε κάθε οικισμό β) τον αριθμό των δραγόνων που συντηρήθηκαν γ) την τοποθεσία της εγκατάστασής τους δ) τον αριθμό των σταθμών διαχείμασης και ε) τον αριθμό των δραγόνων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί σε κάθε έναν από αυτούς.

Επίσης, θα καταρτίσουμε έναν πίνακα, όπου θα παραθέσουμε τα στοιχεία που δίνει κάθε ένας από τους οκτώ καταλόγους κατανομής του acquartieramento που διασώζονται για την επαρχία της Καρύταινας, συγκρίνοντάς τα με τα πληθυσμιακά στοιχεία που προέρχονται από την απογραφή Grimani του 1700. Με τον τρόπο αυτό θα δούμε πόσοι και ποιοι από τους οικισμούς επιβαρύνθηκαν, πόσες οικογένειες ανά οικισμό και θα εξετάσουμε κατά πόσο τα στοιχεία αυτά παραμένουν σταθερά ή παρουσιάζουν σημαντικές μεταβολές. Στη συνέχεια, κι εφόσον έχουμε εξετάσει αναλυτικά όλα τα παραπάνω στοιχεία για την περιοχή της Καρύταινας, θα εξετάσουμε κατά τρόπο συνοπτικό τα στοιχεία μας και για τις υπόλοιπες επαρχίες της Πελοποννήσου.

4.3 Το περιεχόμενο του αρχείου Grimani. Οι piè di lista και οι comparti. Η εγκατάσταση των έφιππων σωμάτων στην πελοποννησιακή ενδοχώρα.

Από τους καταλόγους (piè di lista) που διασώζονται στην αρχειακή σειρά Grimani dai Servi μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη διαδικασία εγκατάστασης δραγόνων σε ολόκληρη την επικράτεια της Πελοποννήσου. Στους καταλόγους αυτούς, όπως είδαμε, αναφέρεται ο ακριβής αριθμός δραγόνων και αξιωματικών που υπάγονταν σε κάθε λόχο, καθώς και η ακριβής τοποθεσία της εγκατάστασής τους. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι δραγόνοι αναφέρονται ονομαστικά, ενώ γίνεται αναφορά στο βαθμό των αξιωματικών και περιγραφή των αλόγων τους. Οι κατάλογοι αυτοί μας ενδιαφέρουν, επειδή μέσα από τη μελέτη τους λαμβάνουμε ειδήσεις για α) την εικόνα του διαμοιρασμού τους ανά την επικράτεια β) τις τοποθεσίες της εγκατάστασής τους, γ) τον αριθμό των σταθμών διαχείμασης δ) τον αριθμό των δραγόνων που τοποθετούνταν σε κάθε έναν από τους σταθμούς αυτούς και ε) για τον αριθμό των δραγόνων που αντιστοιχούσαν ανά περιοχή ανάλογα με τον πληθυσμό της.

Προκειμένου να συγκροτήσουμε κάποια εικόνα με σχετική ασφάλεια για όλα τα παραπάνω, θα χρησιμοποιήσουμε τους καταλόγους που αφορούν στο έτος 1699. Σύμφωνα με τις πηγές, τη χρονιά αυτή εγκαταστάθηκαν τέσσερις λόχοι δραγόνων σε

172

όλα τα διοικητικά διαμερίσματα της Πελοποννήσου. Στην επαρχία της Ρωμανίας εγκαταστάθηκαν και τα σώματα των Κροατών ιππέων. Όπως είδαμε, στο τέλος του 1699 το σώμα των δραγόνων αποτελούνταν από τα 4 συντάγματα: του Domenico Gualtieri με συνολικά 6 λόχους και 296 άνδρες, του Enrico D’Onigo με 7 λόχους και 300 άνδρες, του Lattini με 8 λόχους και 342 άνδρες και, τέλος, εκείνο του Ottavio Finicio που αποτελούνταν από 8 λόχους και 329 άνδρες. Σύμφωνα με τους καταλόγους αυτούς, ο αριθμός των δραγόνων έφτανε τους 1.267 άνδρες.

Από τις πηγές που διαθέτουμε, είναι σαφέστερη η εικόνα σχετικά με τους λόχους των Gualtier, Onigo και Lattini, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε οικισμούς της Μεσσηνίας, της Λακωνίας και της Ρωμανίας. Αναφορικά με το σύνταγμα του Ottavio Finitio τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν είναι πλήρη, όμως βάσει ενδείξεων οι λόχοι του εγκαταστάθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους κυρίως σε οικισμούς της Αχαΐας και της Μεσσηνίας.

Παρά το γεγονός όμως ότι δεν διαθέτουμε τα στοιχεία εκείνα που θα μας επέτρεπαν να δούμε με απόλυτη ακρίβεια την εικόνα της εγκατάστασης των δραγόνων στην Πελοποννησιακή επικράτεια, εντούτοις τα στοιχεία αυτά είναι αρκετά προκειμένου να απαντήσουμε στα ερωτήματα που έχουμε θέσει. Άλλωστε, θα μπορέσουμε να πάρουμε κάποιες ακόμα απαντήσεις από τους καταλόγους κατανομής της αγγαρείας του acquartieramento σε όλες τις επαρχίες της Πελοποννήσου.

Προκειμένου να γίνει κατανοητό το ζήτημα, μπορούμε να δούμε αναλυτικά με ποιο τρόπο πραγματοποιήθηκε η κατανομή των δραγόνων σε μία από τις επαρχίες της Πελοποννήσου, χρησιμοποιώντας ως δείγμα την επαρχία της Καρύταινας και τους οικισμούς της, για τους λόγους που αναφέραμε.

4.3.1 Επαρχία Καρύταινας (διοικητικό διαμέρισμα Μεσσηνίας): Βλέπουμε λοιπόν ότι για το διοικητικό διαμέρισμα της Μεσσηνίας οι κατάλογοι410, οι οποίοι συντάχθηκαν από τους συνταγματάρχες και αφορούσαν στην εγκατάσταση των δραγόνων κατά τους χειμερινούς μήνες του 1699, είναι ονομαστικοί, αναφέρουν συνήθως το λόχο στον οποίο ανήκε καθένας από αυτούς, καθώς και την ακριβή τοποθεσία της εγκατάστασής τους. Περιλαμβάνονται τα ονόματα και οι βαθμοί των αξιωματικών και υπαξιωματικών οι οποίοι διέμεναν στις ίδιες περιοχές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι σε αυτούς τους καταλόγους γίνεται περιγραφή του τύπου του αλόγου που διέθετε κάθε ένας από τους δραγόνους. Τα άλογα διακρίνονταν με βάση το χρώμα

410 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 184r-191v

173

τους και, όπως είδαμε, οι κατηγορίες που συνηθέστερα συναντάμε είναι οι ακόλουθες: baio411, sauro412, morel413, leardo414.

Ειδικά στην επαρχία της Καρύταινας, εγκαταστάθηκαν 3 λόχοι: ο λόχος του colonnello Zuccari, ο οποίος αριθμούσε συνολικά 50 άνδρες, δραγόνους και αξιωματικούς, καθώς και ο λόχος του capitan La Lande, ο οποίος αριθμούσε συνολικά 45 άνδρες και υπαγόταν κι αυτός, όπως κι εκείνος του Zuccari, στο σύνταγμα του colonnello Gualtieri. Στην ίδια επαρχία εγκαταστάθηκε και ο λόχος του sargente maggior Smacchia, ο οποίος υπαγόταν στο σύνταγμα του colonnello Onigo και ο οποίος αριθμούσε συνολικά 43 άνδρες415.

Οι άνδρες του λόχου Zuccari τοποθετήθηκαν στην επαρχία της Καρύταινας ως εξής416: στον οικισμό της Καρύταινας εγκαταστάθηκαν 31 δραγόνοι, στον οικισμό Vancù 8, στον οικισμό Vromosella 6 και, τέλος, στον οικισμό Chiparissia 5 δραγόνοι. Οι άνδρες του λόχου La Lande τοποθετήθηκαν στην επαρχία της Καρύταινας ως εξής417: στον οικισμό Vervizza εγκαταστάθηκαν 10 δραγόνοι, στον οικισμό Condovascena 7, στον οικισμό Vachlia 8, στον οικισμό Scondù 5, στον οικισμό Vretto Buà 7 και, τέλος, στον οικισμό Vellimachi 8 δραγόνοι. Οι άνδρες του λόχου Smachia τοποθετήθηκαν στην επαρχία της Καρύταινας ως εξής418: στον οικισμό Stemnizza εγκαταστάθηκαν 11 δραγόνοι, στον οικισμό Valdesenico 8, στον οικισμό Sarachini 5, στον οικισμό Tristinà 6, στον οικισμό Piana 2, στον οικισμό Lasta 4, στον οικισμό Zigovisti 4 και στον οικισμό Vlaco Rafti 3 δραγόνοι.

Σε ολόκληρη την επαρχία της Καρύταινας λοιπόν βάσει των συγκεκριμένων καταλόγων εγκαταστάθηκαν 138 δραγόνοι. Ο αριθμός αυτός δεν διαφέρει σημαντικά από τον αριθμό εκείνο που απαντάται στους καταλόγους κατανομής της υποχρέωσης, ο οποίος αναφέρει ότι μπορούν να εγκατασταθούν εκεί 150 δραγόνοι, όπως θα δούμε στη

411 Πρόκειται για μία κατηγορία αλόγων κόκκινου χρώματος. Χαρακτηριστικό των αλόγων αυτών είναι ότι τα άκρα τους, η χαίτη και η ουρά τους είναι μαύρου χρώματος. Βλ. λεξικό Il nuovo Zingarelli: vocabolario della lingua italiana, λήμμα «baio». 412 Τα άλογα που ανήκουν στην κατηγορία αυτή διαθέτουν τρίχωμα ανοιχτού καστανού ή κόκκινου χρώματος. Βλ. λεξικό Zingarelli, λήμμα «sauro». 413 Πρόκειται για άλογα σκούρου σχεδόν μαύρου χρώματος. Βλ. λεξικό Zingarelli, λήμμα «morel» ή «morello». 414 Το τρίχωμα των αλόγων αυτών αποτελείται από μαύρες και άσπρες τρίχες, που δίνουν συνολικά την εικόνα του γκρίζου χρώματος. Βλ. λεξικό Zingarelli, λήμμα «leardo». 415 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 156r-157r. 416 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 156r-v. 417 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 156v. 418 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f.157r.

174

συνέχεια. Στην ίδια επαρχία βλέπουμε ότι οι σταθμοί διαχείμασης ήταν δεκαοκτώ. Παρατηρούμε ότι ο αριθμός των δραγόνων οι οποίοι διέμεναν σε κάθε έναν από αυτούς ήταν ανάλογος με το μέγεθος του οικισμού. Έτσι, στον οικισμό της Καρύταινας απαντάται ένας σταθμός διαχείμασης, στον οποίο μπορούσαν να εγκατασταθούν πάνω από 31 δραγόνοι, πράγμα που δεν ήταν το σύνηθες. Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός δραγόνων μπορούσε να τοποθετηθεί και στους σταθμούς διαχείμασης του οικισμού της Vervizza και της Stemnizza. Πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ ότι στον κατάλογο κατανομής του acquartiermento αναφέρονται ακόμη δύο σταθμοί διαχείμασης στους οικισμούς Piri και Comi, οι οποίοι μπορούσαν να δεχθούν από 4 δραγόνους. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των καταλυμάτων, που προβλεπόταν για τους δραγόνους στην Καρύταινα, είναι σχετικά μικρός σε σχέση με το πλήθος των οικισμών που παρουσίαζε η συγκεκριμένη επαρχία.

4.4 Οι κατάλογοι κατανομής (comparti)

Οι κατάλογοι κατανομής της επιβάρυνσης (comparti) του acquartieramento, οι οποίοι περιλαμβάνουν στοιχεία για κάθε οικισμό, διοικητικό διαμέρισμα (territorio) και περιφέρεια (provincia) δεν είναι πανομοιότυποι μεταξύ τους. Συνηθέστερα, στους καταλόγους κατανομής αναφέρονται οι οικισμοί ανά διοικητικό διαμέρισμα (territorio) και ο αριθμός των δραγόνων, τα έξοδα συντήρησης των οποίων υποχρεώνονταν να αναλάβουν. Σε αρκετούς από τους καταλόγους κατανομής δίνονται πληροφορίες σχετικά με τα ποσά που όφειλαν να καταβάλουν οι υπόχρεοι αγγαρικοί σε είδος και χρήματα, ενώ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κατάλογοι εκείνοι που δίνουν μία πληρέστερη εικόνα σχετικά με τον τρόπο, βάσει του οποίου υπολογιζόταν ο αριθμός των οικογενειών και τα ποσά με τα οποία θα επιβαρύνονταν. Από αρκετούς από τους καταλόγους αυτούς μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες σχετικά με τις τοποθεσίες στρατωνισμού των έφιππων στρατιωτών.

Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στην περιοχή της Καρύταινας είναι οι εξής:

(1) 8 Νοεμβρίου 1698419. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει στοιχεία για τους οικισμούς και τον αριθμό των οικογενειών που επιβαρύνθηκαν (2.019), καθώς και για τον αριθμό των δραγόνων που διέμειναν στην περιοχή(133).

419 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 172r-v.

175

(2) 21 Δεκεμβρίου 1698420. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει στοιχεία για τους οικισμούς που επιβαρύνθηκαν, καθώς και για τον αριθμό των δραγόνων που διέμειναν στην περιοχή (100). Διευκρινίζεται ότι ο αριθμός αυτός δεν ήταν ο ο αριθμός των δραγόνων που συνήθως καλούνταν η επαρχία να συντηρήσει και ότι αυτή τη φορά κατ’ εξαίρεση οι οικογένειες αναλάμβαναν ανά 15 τη συντήρηση 1 δραγόνου. Η ελάφρυνση αυτή είχε έκτακτο χαρακτήρα. Οριζόταν επίσης ότι κάθε οικογένεια είχε την υποχρέωση να καταβάλλει 2 λίρες σε μετρητά, 4 λίβρες κριθαριού, 18 ουγγιές ψωμιού, καθώς και 12 λίβρες αχύρου για ζωοτροφή κάθε μήνα.

(3) 22 Δεκεμβρίου 1698. Ο κατάλογος περιλαμβάνει στοιχεία για τους οικισμούς που επιβαρύνθηκαν (122) και για τον αριθμό των δραγόνων που διέμειναν στην περιοχή(100). Οριζόταν ότι κάθε οικογένεια είχε υποχρέωση να καταβάλλει 2 λίρες, 4 λίβρες κριθαριού, 18 ουγγιές ψωμιού και 12 λίβρες αχύρου ως ζωοτροφή για τα άλογα. Παρατηρούνται μικρές διαφορές σε σχέση με τον προηγούμενο κατάλογο ως προς τους οικισμούς που επιβαρύνονταν421.

(4) 8 Φεβρουαρίου 1698. Ο κατάλογος περιλαμβάνει στοιχεία για τους οικισμούς που επιβαρύνθηκαν, για τον αριθμό των δραγόνων που διέμειναν στην περιοχή(100) και για τη συντήρησή τους σε χρήματα και είδος (συνολικά 900 ρεάλια). Δίνονται στοιχεία για τους σταθμούς διαχείμασης και για τον αριθμό των δραγόνων που εγκαταστάθηκαν σε κάθε έναν από αυτούς422.

(5) 15 Απριλίου 1699. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει στοιχεία για τους οικισμούς (123) και τον αριθμό των οικογενειών που επιβαρύνθηκαν, καθώς και για τον αριθμό των δραγόνων (150) που διέμειναν στην περιοχή. Οριζόταν ότι οι χωρικοί τις επαρχίας της Καρύταινας αναλάμβαναν την υποχρέωση ανά 14 οικογένειες423.

(6) Χωρίς ημερομηνία, έτος 1699. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει στοιχεία για τους οικισμούς και τον αριθμό των οικογενειών που επιβαρύνθηκαν, καθώς και για τον αριθμό των δραγόνων που διέμειναν στην περιοχή. Αναφέρεται ότι οι χωρικοί της επαρχίας της Καρύταινας αναλάμβαναν την υποχρέωση να συντηρήσουν τους δραγόνους αυτούς ανά 14 οικογένειες, οι οποίες για κάθε μήνα είχαν την υποχρέωση να καταβάλλουν συνολικά 30 λίρες σε χρήματα, 60 μόδια σιταριού και 120 μόδια βρώμης.

420 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 165r-169v. 421 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 170r-171v. 422 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 54r-v. 423 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 80r-v. Στα ελληνικά f. 81r-82r που έχει εκδοθεί από τον Β. Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, σ. 318-320. Για πιο λεπτομερείς πληροφορίες μπορεί κανείς να ανατρέξει εκεί.

176

Δίνονται στοιχεία για τους σταθμούς διαχείμασης και τον αριθμό των δραγόνων που τοποθετήθηκαν σε αυτούς424.

(7) 20 Ιουλίου 1699. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει στοιχεία για τους οικισμούς (113), τον αριθμό των οικογενειών που επιβαρύνθηκαν (2.124), καθώς και για τον αριθμό των δραγόνων που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή (150). Οι οικογένειες επιβαρύνονται ανά 14, όμως δεν δίνονται πληροφορίες για το χρηματικό ποσό που έπρεπε να καταβληθεί, ούτε διευκρινίζονται οι ποσότητες τροφίμων425.

(8) 15 Σεπτεμβρίου 1699. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει στοιχεία για τους οικισμούς που επιβαρύνθηκαν, καθώς και για τον αριθμό των δραγόνων που διέμειναν στην περιοχή (141). Επίσης δίνονται στοιχεία για τους σταθμούς διαχείμασης και για τους δραγόνους που τοποθετήθηκαν σε αυτούς426.

4.4.1 Ο υπολογισμός της επιβάρυνσης του acquartieramento

Ας δούμε τα στοιχεία για τη δημοσιονομική διαδικασία του acquartieramento, όπως εφαρμόστηκε σε κάθε ένα από τα territorii της Πελοποννήσου. Προηγουμένως, ωστόσο, θα είχε κάποιο νόημα να παραθέσουμε αυτούσιο το μοναδικό πίνακα κατανομής, όπου διαφαίνεται ο τρόπος με τον οποίο γινόταν ο υπολογισμός για την κατανομή της αγγαρείας στους οικισμούς. Ο εν λόγω πίνακας αφορά στην κατανομή της αγγαρείας στo territorio της Καρύταινας και στα χρηματικά ποσά και τις ποσότητες κριθαριού και βρώμης που θα έπρεπε να καταβάλουν οι υπόχρεοι για ένα μήνα. Με βάση το συγκεκριμένο πίνακα, κάθε δραγόνος συντηρούνταν από 14 οικογένειες, οι οποίες έπρεπε να καταβάλουν σε αυτόν το χρηματικό ποσό των 30 λιρών, καθώς και 60 μόδια σιταριού και 120 moggia βρώμης. Για παράδειγμα, βλέπουμε ότι στον οικισμό Garzenico επιβαρύνονταν με την υποχρέωση του acquartieramento 28 οικογένειες. Κατά συνέπεια, έπρεπε να καταβληθούν 60 λίρες, 120 μόδια σιταριού και 240 μόδια βρώμης για την οικονομική συντήρηση και τη σίτιση δύο δραγόνων. Αντίστοιχα, από τον οικισμό Arcudorema επιβαρύνονταν 86 οικογένειες, οι οποίες όφειλαν να καταβάλουν 184,7 λίρες, 368,3 μόδια σιταριού και 737,10 μόδια βρώμης. Συνυπολογίζονταν με τις 12 οικογένειες από τον οικισμό Libovitsi και όλες μαζί όφειλαν να καταβάλουν τις απαιτούμενες ποσότητες σιταριού και βρώμης, καθώς και τα

424 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.84v-85v. 425 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 119r-122v. Μπορεί κανείς να δει το έγγραφο στα ελληνικά όπως έχει μεταγραφεί και εκδοθεί από το Β. Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 321-322. 426A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 51r-52v.

177

προκαθορισμένα ποσά για τη διαβίωση 7 δραγόνων. Με τον ίδιο τρόπο έγινε ο υπολογισμός για όλους τους υποκείμενους στο δημοσιονομικό μέτρο του acquartieramento οικισμούς της Καρύταινας, προκειμένου να συγκεντρωθούν συνολικά οι 4.515,5 λίρες τα 9.023,6 μόδια σιταριού και τα 1.8028,6 μόδια βρώμης, που χρειάζονταν για τη συντήρηση των 150 ανδρών των τριών λόχων που είχαν εγκατασταθεί σε είκοσι σταθμούς διαχείμασης.

Comparto di quanto deve contribuire cadaun dell’infrascritte ville del territorio di Caritena per l’acquartieramento de dragoni 150 in esso territorio destinati d’alloggio per un mese à ragione di 14 case per dragon per un mese à ragione427. ville case di di danaro di formento di biava moza dragoni in quali quartieri cadauna lire 30 moza 60 120 villa Garzenico 28 60 120 240 2

Arcudorema 86 184,7 368,3 737,10 + Libovisti 12 25,15 51,6 102,10 7

Alonistena 48 102,74 205,6 411,5 + Beldecù 8 17,4 36,6 68,6 4

Crisovizza 48 102,17 205,6 411,5 + Niminizza 22 47,3 94,6 188,7 5

Mulazzi 35 75 150 300 + Coremi 15 32,4 64,6 128,7 + Arigolo 6 12,18 26 51,5 4

Vlago Psari 24 51,10 102,9 205,8 + Sulla 4 8,12 17,3 34,3 2

Delli Cassani 20 42,18 85,6 171,6 + Chierchesi 12 25,15 51,6 102,10 +

427 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc 82, f.84v-85v

178

Cassan Dalli 10 21,9 42,9 89,9 3

Mavria 15 32,40 64,6 128 + Pauglia 15 32,4 64,6 128,7 + Pirgo 10 21,9 42,9 85,9 + Caritena 10 21,9 42,9 85,9 + Carvunari 6 12,18 κατεστραμ. 51,5 + Andogni 5 10,58 21,6 42,10 4 primo a Caritena, dragoni 31 Vromosella 42 90 180 360 3 Cassimi 30 64,8 128,3 257,3 + Dede Bei 7 15 30 60 + Seremetù 4 8,11 17,3 34,3 3 2º a Vromosella dragoni 6 Chiparisia 28 60 120 240 2

Cares Psilei 22 47,3 94,6 188 + Corognù 15 32,4 64,6 128 + Basta 17 36,9 72,9 145 4 3o a Chiparisia dragoni 6 Sarachigni 14 30 60 120 1

Englenova 32 68,1 137,3 274,3 + Carnesi 10 21,9 42,9 85,9 3

Bulmati 12 25,15 51,6 102,10 + Renesi 2 4,60 8,9 17 1 4o a Sarachigni dragoni 5 Merse 12 25,15 51,64 102,10 + Vancù 42 90 180 360 4

Sinanù 46 98,11 197,31 394,3 + Rusvan Agà 10 21,9 42,9 85,9 4 5o a Vancù dragoni 8

Vlaco Rafti 42 90 180 360 3 6o a detta villa dragoni 3

179

Stemnizza 154 330 660 1320 11 7o a detta villa dragoni 11 2.102 4.201 8.404,7 70

Tristena 14 30 60 120 1

Turco Rafti 17 36,9 72,9 145,9 + Cocora 7 15 30 60 + Psari 4 8 17,3 34,3 2

Cacurei 6 12,18 26 51,5 + Papada 3 6,9 13,3 25,8 + Palumba 5 10,15 21,6 42,10 1

Servù 18 40,14 77 154 + Licuressi Artosino 10 21,9 42.9 85,9 2 8ο a Tristena Dragoni 6

Sigovisti 50 107,6 214,6 428,8 + Arvizza 6 12,18 26 51,5 4 9ο a Sigovisti Dragoni 4

Piana 25 53,13 107,3 214,4 + Davia 25 53,13 80,6 214,4 + Saracova 8 17,4 34,6 68,6 4

Licuressi 28 60 120 240 2 XO a Piana Dragoni 6 Celepacci

Lasta 28 60 120 240 2

Corfoxilia 28 60 120 240 2 XiO a Lasta Dragoni 4

Valtosinico 42 90 180 360 3

Cherpini 23 49,6 98,9 197,2 + Solomades 5 10,18 21,6 42,10 2

180

Clocova 16 34,8 69 137 + Glanizza 26 55,1 111,6 222 3 Xiio a Valtesinico Dragoni 8

Vaglia 42 90 180 360 3

Xero Caritena 24 51,91 102,9 205,8 + Xero Cherpini 11 23,1 47,3 94,3 + Siriamù 7 15 30 60 3 Cortazzi

Podogora 20 43 85,6 171,6 + Apano 8 17,4 34,6 68,6 + Siriamù Agios Lias 2 4,6 8,9 17 2 Xiiio a Vaglia Dragoni 8

Piri 8 17,4 34,6 68,6 + Lotti 10 21,9 42,9 85,9 + Beci Giuca 10 21,9 42,9 85,9 2

Bugiati 14 30 60 120 1

Chirimbassi 5 10,15 21,6 42,10 + Simota 5 10,15 21,6 42,10 + Nassiri 4 8,11 17,3 34,3 1 Xiiiio a Pirì Dragoni 4

Vervizza 25 53,13 107,3 214,45 + Spatari 3 6,9 13,3 25,9 2

Galatà 13 27,17 55,6 111,5 + Cazzuglia 10 21,9 42,9 85,9 + Cotusa 10 21,9 42,9 85,9 + Lemus 9 19,7 38,3 77 3

Bugliari 22 47,3 94,6 188,7 +

181

Cavuglia 3 6,9 13,3 25,9 + Visizzi 10 21,9 42,9 85,9 + Cagliami 7 15 30 60 3

Alvanizza 22 47,3 94,6 188,7 + Foscari 6 12,18 26 51,5 2 Xvo a Vervizza Dragoni 10

Scundra 28 60 120 240 2

Retugni 31 67,9 132,90 288,7 + Cipogli 11 23,11 47,3 94,3 3 Xvio a Scundra Dragoni 5 1.663,6 3.320,6 6.624,8 55

Vretto Bua 26 55,15 111.6 222 + Sulatica 20 43 85,6 171,6 + Bellessi 15 32,4 64,6 128,7 + Sarachini 6 12,18 26 51,5 + Mazzari 3 6,99 13,3 25,8 5

Licuressi 9 19,7 38,3 77 + Capuzzi Geracunni428 5 10,15 21,6 42,10 1 Xvii a Vretto Bua Dragoni 6

Comi 42 90 180 360 3

Agridi 14 30 60 120 1 XviiiO a Comi Dragoni 4

Condovascena 38 81,8 162,9 325,9 + Clivochà 4 8,11 17,3 34,3 3

Monastirachi 15 32,4 64,6 128 + Vancù 6 12,18 26 51,5 + Boccovina 7 15 30 60 2

428 Υποθέτουμε ότι πρόκειται για την περιοχή Geracovuni

182

Chora 15 32,4 64,6 128,7 + Zacconei Stavrì 7 15 30 60 + Delli Alli 5 10,15 21,6 42,10 + Xudeco 1 2,3 4,3 8,6 2 XviiiiO a Condovascena Dragoni 7

Vellimachi 23 49,6 98,9 197,2 + Loppesi 5 10,15 21,6 42,10 2

Paglio Longos 20 43 85,6 171,6 + Cardarizzi 19 40,14 ..., 6429 162,10 + Flocca 3 6,9 13,3 25,8 3

Mostenizza 37 79,6 158,9 317,25 + Nemuta 5 10,15 21,6 42,10 3 XxO a Vellimachi Dragoni 8

750,17 1502 2998,11 dragoni 25 2.101,2 4.201 8404,7 70 1.663 + 3.320 + 6624,8 + 55 4.515,5 9.023,6 1.8028,6 150 in danaro in formento in biava

4.4.2 Ο αγγαρευόμενος πληθυσμός

Προκειμένου να καταδείξουμε ποιοι και πόσοι από τους οικισμούς επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento, έχουμε επιλέξει να χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα τους καταλόγους κατανομής της Καρύταινας. Ήδη έχουμε δει τον λεπτομερέστερο από αυτούς, που συντάχθηκε το έτος 1699, και γνωρίζουμε πόσοι και ποιοι ήταν αυτοί. Παρ’ όλα αυτά, προχωρήσαμε στην κατάρτιση ενός πίνακα, προκειμένου να παραθέσουμε κατά τρόπο συγκεντρωτικό τα στοιχεία που

429 Το κείμενο στο σημείο αυτό είναι δυσδιάκριτο.

183

αντλούμε από κάθε έναν από τους οκτώ πίνακες που αφορούν στην ίδια επαρχία. Τα στοιχεία που εξετάζουμε είναι αποκλειστικά εκείνα που σχετίζονται με τον αριθμό των οικισμών και των οικογενειών που επιβαρύνθηκαν με το acquartieramentο.

Η επαρχία της Καρύταινας είναι η μοναδική επαρχία για την οποία διαθέτουμε έναν τόσο μεγάλο αριθμό καταλόγων, γεγονός που μας επιτρέπει να προχωρήσουμε και σε κάποιες συγκρίσεις. Ταυτόχρονα χρησιμοποιούμε και τα πληθυσμιακά στοιχεία που προκύπτουν από την απογραφή Grimani του 1700. Σκοπός μας μέσα από τη σύγκριση αυτή είναι να δούμε ποιοι οικισμοί επιβαρύνονταν με την υποχρέωση του acquartieramento και ποιοι εξαιρούνταν από αυτήν, πόσες οικογένειες υπάγονταν σε αυτή τη δημοσιονομική διαδικασία ανά οικισμό και αν αυτός ο αριθμός παραμένει σταθερός.

Βεβαίως, στην προσπάθειά μας αυτή υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί και ανακολουθίες που δεν μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μία απολύτως ακριβή εικόνα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι λιγοστοί αυτοί κατάλογοι αφορούν συγκεκριμένα μόνο χρονικά διαστήματα. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Grimani, οι κατάλογοι αυτοί έπρεπε να συντάσσονται κάθε μήνα, ενώ εμείς διαθέτουμε 8 καταλόγους για τις χρονιές 1698 και 1699. Προκύπτουν όμως και άλλα ζητήματα που έχουν σχέση με το περιεχόμενο των καταλόγων αυτών και τα οποία δυσκολεύουν την έρευνά μας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις ο αριθμός των υπόχρεων οικογενειών ενός οικισμού εμφανίζεται να είναι μεγαλύτερος από τον συνολικό αριθμό οικογενειών που διέμεναν σε αυτόν, ενώ δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες βλέπουμε να επιβαρύνονται οικισμοί, οι οποίοι δεν αναφέρονται καθόλου στην απογραφή Grimani. Αντίστοιχα ζητήματα προκύπτουν σε αρκετούς από τους καταλόγους κατανομής που αφορούν σε ολόκληρη την πελοποννησιακή επικράτεια.

Οικισμοί Οικογένειες Απογρ. 1 2 3 4 5 6 7437 8 Grimani 430 431 432 433 434 435 436 438

430 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Β. Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, σ. 258-261. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 298-300. 431 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 172r-v. 432 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 165r-169v. 433 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 170r-171v.

184

Sigovisti /Ζυγοβίστι, Ζυγός 57 53 x x x 46 50 x x Radù / Ράδου 19 Arcudoroma / Αρκουδόρρεμα 104 80 x x x 86 86 x x Comi / Κόμι, Κώμη 38 35 x x x 42 42 x x Carnesi 13 8 x x x 10 10 x x Καρνέσι, Πράσινον, Ξηροκαμπία Agridi / Αγρίδι 16 15 x x x 14 14 x x Lasta / Λάστα 24 28 x x x 28 28 x x Psari Vlacco 25 20 x x x 24 24 x x Βλαχοψάρι, Ψάρι (Τρικολώνων) Curfoxilla / Κορφοξυλιά 28 25 x x x 28 x x Magularia 46 Μαγουλιάνα, Αργυρόκαστρον Garsenico 18 25 x x x 24 28 x x Γαρζενίκο, Ελάτη, Δίρρευμα Pirgo / Πύργος, Πυργάκι 11 10 x x x 10 10 x x Nemnizza / Νεμνίτσα, 20 15 x x x 22 22 x x Μεθύδριον Zovisti 48 x x x 48 48 x Στοβίστι, Ξοβίτζι, Χρυσοβίτσι Celepa e Licuressi 30 30 x x x 28 28 x x Τσελεπά, Τσελεπάκου και Λυκούρεσσι Davia /Δαβιά 20 20 x x x 25 25 x x Piana / Πιάνα 23 20 x x x 25 25 x x Carvunari / Καρβουνάρη 9 4 x x x 6 6 x x Pavlia / Παύλια 12 16 15 x Coremi / Χωρέμι 18 15 x x x 15 15 x x

434 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 54r-v. 435 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 80r-v. Στα ελληνικά f. 81r-82r, που έχει εκδοθεί από τον Β. Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 318-320. Για πιο λεπτομερείς πληροφορίες μπορεί κανείς να ανατρέξει εκεί. 436 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.84v-85v. 437 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 119r-122v. Μπορεί κανείς να δει το έγγραφο στα ελληνικά, όπως έχει μεταγραφεί και εκδοθεί από το Β. Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 321-322. 438 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 51r-52v.

185

Dedebei / Δεδέμπεη, Τριπόταμον 7 6 x x x 7 7 x x Sinenù Ciner Agà 50 x 44 46 Σινανού, Μεγαλόπολις Scundra / Σκούντου 31 23 x x x 28 28 x x Alvanizza / Αλβάνιτσα, 22 22 x x x 22 22 x x Σταυροδρόμιον Foscari / Φούσκαρι 5 3 x x x 5 6 x x Vretobua /Βρετομπούγα, 28 28 x x x 25 26 x x Βρετεμπούγα, Δόξα, Μαυροσυκιά Spatari / Σπαθάρη 8 5 x x x 3 4 x x Gieracovuni439/ Γερακοβούνι 4 7 x x x 4 5 x x Cipolli / 15 15 x x x 10 11 x x Τσιπόλι, Τσίπολη, Τουθόα Rechuni / Ρεκούνι, Λευκοχώριον 26 23 x x x 31 31 x x Mavrades / Μαυράδες 2 2 x x x 2 x Cutusa / Χουτούσα 10 10 x x x 10 10 x Gallatà / Γαλατά 13 10 x x x 13 13 x x Servù / Σέρβου440 20 x x 24 18 x x Cazzullia /Κατσουλιά, 9 9 x x x 10 10 x x Περδικονέριον Cavulia / Καβούλια 3 2 x x x 3 3 x x Scramnia / Σκραμνιά 4 x Bulliari / Μπουλιάρη 20 15 x x x 22 22 x x Lemus / Λεσμοί 11 9 x x x 9 9 x x Chierpini / Κερπινή, Μονάστρα 19 16 x x x 23 23 x x Valtesemico / Βαλτετσινίκο 46 50 x x x 42 42 x x Glogova / Γλόγοβα, 16 15 x x x 16 16 x x Δρακοβούνιον Vittina / Βυτίνα 113 Solomades / Σολομάδες, 4 3 x x x 5 5 x x Ολομάδες Glanizza / Γλανιτσά, Αμυγδαλέα 22 20 x x x 26 26 x x Acigolos / Ατσίχολος 7 5 x x x 6 6 x x

439 Στον κατάλογο κατανομής 2 αναφέρεται ως Geracunni. 440 Στον κατάλογο 2 αναφέρεται ως Servù Licuressi.

186

Calupiana / Καλουπιανά 3 x x x 1 1 Giorgo Rafti / Γιώργη - Ράφτη 42 x x x 41 35 Sarachini / Σαρακίνι (Γόρτυνος) 15 12 x x x 14 14 x x Sulla /Ζούλα 4 3 x x x 4 4 x x Bulinetti / Μπουλιμέτι 11 x x x 10 12 x Enclenova / Εγκλένοβα, 33 20 x x 32 32 x x Κρυονέριον Satuna / Ζάτουνα 74 Marchù / Μάρκου 19 Tristena / Τρέστενα, 20 25 x x x 14 14 x x Μελισσόπετρα Turcorafti / 17 25 x x x 17 30 x x Τουρκόρραφτη, Ράφτη (Ηραίας) Cocora / Κοκκορά 9 15 x x x 8 7 x Papadà /Παππαδά 5 8 x x x 4 4 x x Chiribasi / Τσιρίμπασι, 5 8 x x x 5 x x Αγριλίδιον Paluba / Παλούμπα 6 8 x x x 5 5 x Cacures / Κακουραίοι, 6 15 x x 4 6 x x Κακουραίικα Turcospori /Τουρκοψάρι, Ψάρι 5 9 x x x (Ηραίας) Sax Sarachini / Σαρακίνι 7 8 x x 6 (Ηραίας) 441 Bugioti / Μπουγιάτι, Λυσσαρέα 23 15 x x x 14 14 x x Sulatica / Ζουλάτικα, Αετορράχη 15 18 x x x 20 20 x x Licuresi Bodia / 4 6 x x x 4 x Λυκούρεσι.-.Μποντιά, Λυκούρεσι (Ηραίας) Vervizza / Βερβίτσα, Τρόπαια 25 23 x x x 25 25 x x Langadia / Λαγκάδια 60 Lumi / Λούμι 9 Dimizana / Δημητσάνα 167

441 Πιθανότατα πρόκειται για το Σαρακίνι Ηραίας λόγω της εγγύτητας με την περιοχή του σταθμού διαχείμασης στον οικισμό Vretobuga.

187

Paliocori / Παλιοχώρι 21 Dafni / Δαφνί 5 Mulachi / Μουλάτσι, Ελληνικόν 29 17 x x x 28 35 x x Vromosella / Βρωμοσέλα, 42 17 x x x 42 42 x x Θωκνία Cassimi / Κασίμι, Μαραθούσα 33 4 x x x 30 30 x x Mavria / Μαυριά 18 15 x x x 15 15 x x Chiparisia / Κυπαρίσσια 20 20 x x x 28 28 x x Licuresi Capuzzi 5 6 x x x 9 x x Λυκούρεσι - Καπουτζή, Λυκούρεσι, Βασιλάκιον (Ολυμπίων) Simota /Σιμωταίοι, Νιοχώρι 7 10 x x x 4 5 x x (Θελπούσης) Zucha442 / Τσιούκα, Λιοδώρα 3 x x 3 10 x Stavri / Σταυρί 7 10 x x x 7 7 x x Monastirachi / Μοναστηράκι 17 18 x x x 15 15 x x Mascari / Μασκάρι 3 3 x x x 3 3 x x Xero - Cherpini / Ξεροκερπινή 8 6 x x x 12 11 x Steminizza / Στεμνίτσα, Υψούς 179 15 x x x 15 15 x x 0 0 4 Vaclia / Βάχλια 49 50 x x x 40 42 x x Cardarizzi / Καρδαρίτσι 22 x x x 19 19 x x Mostenizza / Μοστενίτσα, 48 38 x x x 37 x x Ορεινή Caritena / Καρύταινα 47 16 10 10 x Zaconia / 18 20 x x x 15 15 x x Τσακονιά ή Χώρα Τσακοναίοι, Χώρα Podogora / Ποδογορά, 18 15 x x x 20 x Πουρναριά Lotti / Λότι, Λώτι 14 20 x x 15 10 x x Beci / Μπέτσι, Αγιονέριον 13 15 x x 13 13 x x Paliolongi / 19 14 x x x 20 20 x x

442 Στον κατάλογο 2 αναφέρεται ως Beci Giuca.

188

Παλιολόγγοι, Παραλογγοί Bellesi / Μπέλεσι, Τριποταμιά 15 16 x x x 15 15 x x Vuzzi / Βούτσι 7 7 x x 6 x Bocovina / Μπουκοβίνα, 9 10 x x x 7 7 x x Πελέκιον Visizzi / Βυζίτσι, Βυζίκιον 12 9 x x x 9 10 x x Cagliani / Καλλιάνι 9 5 x x 5 7 x x Seremetù / Σερεμετού 12 2 x x x 4 4 x Beldecù / Μπελτέκου 16 3 x x x 8 8 x x Sinanù / Σινάνου, Μεγαλόπολις 40 35 x x x 46 x x Rusvan Agà 9 8 x x x 12 10 x x Ρουσβάναγα, Περιβόλια Mersè / Μερζέ, Εκκλησούλα 14 10 x x x 12 12 x x Cassin Balli / Κατσίμπαλι 16 10 x Vancù / Βάνκου, Βάνγκου 37 45 x x x 46 42 6 x Clivoca / Κλιβοκά 4 2 x x 4 4 x Chierchesi / Κέρκεζι, Πλάκα 16 10 x x x 12 x x Delli Cassani / Δεληχασάνη, 15 18 x x 20 20 x x Απιδίτσα Basta / Μπάστα 26 20 x x x 17 17 x x Caries / Καρυές, Άνω Καρυές 24 15 x x x 22 x Corognù / Κουρουνιού 17 13 x x x 15 15 x x Sax Sarachini 12 x x 8 x Πυρί Σαρακίνι / Πυρί Andoni /Αντώνη 8 6 x x x 5 6 x x Artosino / Αρτοζίνος 18 18 x x x 10 10 x x Lopesi / Λόπεσι, Αγ. Θεόδωροι 5 4 x x x 5 x x Floca / Φλόκα 2 8 x x 3 x x Anasiri / Αναζήρι 13 5 x 2 4 x x Xero Caritena / Ξεροκαρύταινα 25 25 x x x 24 24 x Condovasena / Κοντοβάζαινα 49 45 x x x 38 38 x Alonistena / Αλωνίσταινα 38 50 x x x 48 48 x x

189

Saracova443 - 8 x x x 8 8 x x Limbovisti444 - 12 x x x 12 x x Agios Ilias445 - 3 x x x 2 x x Siriamù Cortachi446 - 3 x x x x x Apano Siriamù447 - 4 x x x 8 x x Xovizzi - 40 x x x x

443 Το τοπωνύμιο Zaracova δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Γίνεται αναφορά στον οικισμό αυτό στον κατάλογο των δραγόνων του 1698, που έχει εκδοθεί από τον Β.Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 31. Στη Notizia delle quattro provincie, divise in ventiquattro territorii, con li nomi topografici delle ville του G. Alberghetti, που υπάρχει στο έργο του A. Pacifico, Breve descrizzione corografica del Peloponneso o Morea, σελ. 114-135, το τοπωνύμιο αυτό απαντάται με την ίδια μορφή (βλ. σελ. 129). H Notizia του Alberghetti έχει αναδημοσιευθεί από τον Κ. Ντόκο στο άρθρο του «Breve descrittione del Regno di Morea: αφηγηματική ιστορική πηγή ή επίσημο βενετικό έγγραφο της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο;», σελ. 81-131. Για το τοπωνύμιο πρβλ. σ. 113. Πρόκειται για τον οικισμό Μαίναλο που σήμερα υπάγεται στο δήμο Τρίπολης. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου: παλαιά και νέα τοπωνύμια, σ. 269 (λήμμα: 2277) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης, (στο εξής: Ε.Ε.Τ.Α.Α): https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=10554. 444 Το τοπωνύμιο Limbovitsi δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Γίνεται αναφορά στον οικισμό αυτό στον κατάλογο των δραγόνων του 1698. Bλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 317. Η τοποθεσία και σήμερα ονομάζεται Λιμποβίσι, υπάγεται στο δήμο Τρίπολης και ο οικισμός έχει εγκαταλειφθεί. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 258 (λήμμα: 2172). 445 Το τοπωνύμιο Agios Ilias δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Γίνεται αναφορά στον οικισμό αυτό στον κατάλογο των δραγόνων του 1698. Βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 317. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Sant’Elia. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ.129. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 114. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του τοπωνυμίου αυτού με κάποιον οικισμό. 446 Το τοπωνύμιο Siramù Cortachi δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Γίνεται αναφορά στον οικισμό αυτό στον κατάλογο των δραγόνων του 1698. Βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 321-322. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται το τοπωνύμιο Siriamo. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 129, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 114. Πρβλ. Apano Siriamù. 447 Το τοπωνύμιο Apano Siriamù δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Γίνεται αναφορά στον οικισμό αυτό στον κατάλογο των δραγόνων του 1698. Βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 321-322. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται το τοπωνύμιο Siriamo. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica», σ. 129. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 114. Οι περιοχές αυτές μπορούν ενδεχομένως να ταυτιστούν με τον οικισμό που μεταγενέστερα ονομάστηκε Συριαμάκος, ο οποίος σήμερα υπάγεται στο δήμο Γορτυνίας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 445 (λήμμα: 3993) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=25069.

190

Cudevo448 - 2 x x x 1 1 x x Delli Ali449 - 5 x Velimachi450 - 30 x x x 23 x x Memuta451 - 3 x x 5 x x Arvizza452 - 8 x x 6 x Renessi453 - x X x 2 2 x x Endrienà - 3 x X x

448 Το τοπωνύμιο Cudevo δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Γίνεται αναφορά στον οικισμό αυτό στον κατάλογο των δραγόνων του 1698. Βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 317-318. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται το τοπωνύμιο Cutupa. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 129. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 113. Δεν γνωρίζουμε εάν τα δύο τοπωνύμια μπορούν κατά κάποιο τρόπο να συσχετισθούν. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό. 449 Το τοπωνύμιο Delli Alli δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Γίνεται αναφορά στον οικισμό αυτό στον κατάλογο των δραγόνων του 1698. Βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 321-322. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του τοπωνυμίου με κάποιο υπαρκτό οικισμό. 450 Το τοπωνύμιο Vellimachi δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Γίνεται αναφορά στον οικισμό αυτό στον κατάλογο των δραγόνων του 1698. Βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 317-318. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Vilimachi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 127. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 113. Πρόκειται για τον οικισμό Βελημάχι,ο οποίος σήμερα υπάγεται στο δήμο Γορτυνίας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 99 (λήμμα: 648) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=10351. 451 Δεν γίνεται αναφορά στο τοπωνύμιο Memuta στην απογραφή Grimani. Γίνεται αναφορά στον οικισμό αυτό στον κατάλογο των δραγόνων του 1698. Βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 317-318. Πρόκειται για τον οικισμό Νεμούτα που σήμερα υπάγεται στο δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 337 (λήμμα: 2947) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=11807. 452 Το τοπωνύμιο Arvizza δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Γίνεται αναφορά στον οικισμό αυτό στον κατάλογο των δραγόνων του 1698. Βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 317-318. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Alvizza. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 129. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 114. Πρόκειται για τον οικισμό Άρβιτσα που υπάγεται στο δήμο Γορτυνίας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 81 (λήμμα: 474). Η ευρύτερη περιοχή των Λαγκαδίων υπάγεται στο δήμο Γορτυνίας. Βλ. στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=10339. 453 Το τοπωνύμιο Renessi δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Γίνεται αναφορά στον οικισμό αυτό στον κατάλογο των δραγόνων του 1698. Βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 317-318. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Renesi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 129. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 113. Πρόκειται για τον οικισμό που μεταγενέστερα ονομάστηκε Καστράκι, ο οποίος σήμερα υπάγεται στο δήμο Γορτυνίας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 198 (λήμμα: 1596) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=10377.

191

Chiliò modù454 - 3 x x Alcavi455 -

Παρά το γεγονός όμως ότι υπάρχουν αυτές οι δυσχέρειες, οι κατάλογοι κατανομής μας επιτρέπουν να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα, σχηματίζοντας έτσι μία εικόνα και για τις υπόλοιπες επαρχίες της Πελοποννήσου. Βλέπουμε λοιπόν ότι η δημοσιονομική διαδικασία του acquartieramento αφορούσε στην πλειοψηφία των οικισμών. Φυσικά, υπήρξαν και οικισμοί που φαίνεται να εξαιρέθηκαν συστηματικά. Οι οικισμοί αυτοί ήταν δέκα: η Dimizana (167 οικογένειες), η Vittina (113 οικ.), η Satuna (74 οικ.), τα Langhadia (60 οικ.), καθώς και οι μικρότεροι οικισμοί Radù (19 οικ.), Magularia (46 οικ.), Marchù (19 οικ.), Lumi (9 οικ.), Paliocori (21 οικ.) και, Dafni (5 οικ.). Εξάλλου, μεταξύ των οικισμών της επαρχίας της Καρύταινας υπήρξαν και κάποιοι που φαίνεται ότι δεν συμπεριλήφθηκαν στο μέτρο κάθε μήνα. Όσον αφορά στον αριθμό των οικογενειών που επιβαρύνονταν, παρατηρούμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι οικισμοί επιβαρύνονταν στο σύνολό τους με μικρές ίσως διακυμάνσεις γεγονός που πιο πιθανό είναι να οφείλεται στην ασάφεια των στοιχείων, ενώ δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι υπήρξαν κατηγορίες ανθρώπων που εξαιρέθηκαν από την υποχρέωση, για τις οποίες όμως θα γίνει λόγος παρακάτω.

Επίσης παρατηρούμε ότι κατά τη διάρκεια των δύο αυτών ετών υπήρξαν κάποιες αποκλίσεις στον αριθμό των δραγόνων που φιλοξενήθηκαν σε οικισμούς της περιοχής (μεταξύ 100 και 150) και, κατά συνέπεια, υπήρξαν και κάποιες διακυμάνσεις στο βαθμό της τελικής επιβάρυνσης για τους χωρικούς της επαρχίας, οι οποίοι αναλάμβαναν τη συντήρηση των δραγόνων ανά 14 ή 15 οικογένειες. Αντιλαμβανόμαστε ότι, ειδικά την περίοδο κατά την οποία η επαρχία καλούνταν να συντηρήσει 100 δραγόνους, η αναλογία αυτή παρουσίαζε σημαντική απόκλιση. Για παράδειγμα, βλέπουμε ότι σύμφωνα με τον κατάλογο κατανομής456, οι οικισμοί Mavria, Antoni, Curugnù και Seremetù όφειλαν να φιλοξενήσουν ένα δραγόνο. Αν ανατρέξουμε

454 Το τοπωνύμιο Chilo Modù δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Γίνεται αναφορά στον οικισμό αυτό στον κατάλογο των δραγόνων του 1698. Βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 317-318. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Chiriomodri. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 129. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 113. Για το τοπωνύμιο βλ. Γριτσόπουλος, Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Χιλιομοδίου, σ. 48-49. 455 Δεν αναφέρεται οικισμός με αυτό το τοπωνύμιο στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο. 456 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, filza 82, f.172r-174v.

192

στον κατάλογο457 που δίνει πληροφορίες για τον αριθμό των υπόχρεων οικογενειών του κάθε χωριού, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι η αγγαρεία αυτή επιβάρυνε 36 οικογένειες· η ακόμη ότι τα χωριά Piana, Allonistena, Limbovitsi in monte όφειλαν να συντηρήσουν 4 δραγόνους. Αυτό σημαίνει ότι 82 οικογένειες ανέλαβαν αυτή την υποχρέωση, δηλαδή η αντιστοιχία ήταν ένας δραγόνος για κάθε 20 οικογένειες, και ούτω καθεξής.

Όσον αφορά στα χρηματικά ποσά και στις ποσότητες τροφίμων που έπρεπε να καταβληθούν από τους χωρικούς, υπενθυμίζουμε ότι από τον προβλεπτή Francesco Grimani είχε οριστεί ότι οι οικογένειες, ανά 18, όφειλαν να καταβάλλουν 20 σολδία, καθώς και 18 ουγγιές ψωμιού και 4 λίμπρες κριθαριού την ημέρα. Σύμφωνα με τους καταλόγους κατανομής, το Δεκέμβριο του 1698 είχε οριστεί ότι κάθε οικογένεια όφειλε να καταβάλει 2 λίρες σε μετρητά, 4 λίβρες κριθαριού, 18 ουγγιές ψωμιού και δώδεκα λίβρες αχύρου ως ζωοτροφή για τα άλογα των δραγόνων458. Για το έτος 1699 έπρεπε να καταβάλλονται συνολικά 30 λίρες σε μετρητά, 60 μόδια σιταριού και 120 μόδια βρώμης για κάθε ένα δραγόνο μηνιαίως459.

4.5 Η επιβάρυνση στην υπόλοιπη Πελοπόννησο

4.5.1 ΜΕΣΣΗΝΙΑ

2) Επαρχία Ναβαρίνου460: Οι piè di lista δεν μας δίνουν πληροφορίες σχετικά με την εγκατάσταση δραγόνων σε οικισμούς της επαρχίας Ναβαρίνου. Ωστόσο, από τους καταλόγους που αφορούν στην κατανομή της οικονομικής επιβάρυνσης για το acquartieramento των δραγόνων461 μπορούμε να αντλήσουμε αρκετές πληροφορίες. Φαίνεται λοιπόν ότι στην επαρχία αυτή εγκαταστάθηκαν 7 δραγόνοι, οι 3 από αυτούς στον οικισμό Cavallaria και οι υπόλοιποι 7 στον οικισμό Ligudista. Σύμφωνα με τους καταλόγους, με τα έξοδα για τη συντήρησή τους επιβαρύνθηκαν 22 έως 26 από τους 28 συνολικά οικισμούς της επαρχίας και 105 έως 107 οικογένειες. Παρατηρούμε ότι σε

457 Το τμήμα αυτό έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο, στο έργο του στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 317-318. 458 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 170r-171v. 459 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.84v-85v. 460 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani, που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 262. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 300. 461 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 77r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 107r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 55r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 56r.

193

κατάλογο της 23ης Φεβρουαρίου 1698 οι οικισμοί που δεν συμμετείχαν στην

επιβάρυνση, εκτός από την πόλη του Ναβαρίνου, ήταν οι εξής: Cassan Agà, Schilirachi, Pertocori, Arcadina di Lazzareto και Allafina462. Στους καταλόγους που αφορούν στο έτος 1699 βλέπουμε ότι εξαιρούνταν μόνο η πόλη του Ναβαρίνου και ο οικισμός Allafina463.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Agolotizza, Musustà, Ligudista, Flocca, Pispisa, Cadir Agà, Rustan Agà, Plutano, Cavallaria, Pella, Curro, Zaimogli, Stelianù, Suman Agà, Scarmega, Pisaschi picolo, Papuglia, Alli Cozza, Curbei, Curcunara, Borgo di Navarino, Cramidi, Iclena και Città464.

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquartieramneto: Borgo Navarino, Città, Allafina, Cassan Agà, Shilirachi, Petrocori και Arcadina di Lazaretto.

3) Επαρχία Λεονταρίου465: Ο λόχος Ginepri466, ο οποίος υπάγονταν στο σύνταγμα Finicio και απαρτιζόταν από 44 άνδρες, εγκαταστάθηκε στην επαρχία Λεονταρίου. Οι δραγόνοι εγκαταστάθηκαν σε δέκα διαφορετικούς οικισμούς. Οι κατάλογοι κατανομής, που αφορούν στην επαρχία του Λεονταρίου, και στους 60 οικισμούς που αυτή περιελάμβανε, είναι τρεις. Ο αριθμός των δραγόνων που φιλοξενούνταν συνολικά στην επαρχία κατά τα έτη 1698 και 1699 κυμαινόταν από 44 έως 59 και η υποχρέωση του acquartieramento επιβάρυνε τις οικογένειες ανά δεκαπέντε. Συνολικά επιβαρύνθηκαν 749 οικογένειες και 55 οικισμοί467.

462 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 56r. 463A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 107r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 55r. 464 Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στην επαρχία Ναβαρίνου είναι τέσσερις: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 77r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 107r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 55r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 56r. 465 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani, που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 255-256. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 297. Για τα τοπωνύμια του Λεονταρίου βλ. Μπελέζος, «Κατάλογος τοπωνυμίων στο Disegno del Teritorio di Leondari», σ. 381– 389. 466 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 185r-186r. Στον οικισμό Λεοντάρι διέμεναν 10 δραγόνοι, στον οικισμό Dorachi 6, στον οικισμό Pogliani 6, στον οικισμό Doriza είχαν τοποθετηθεί 3, στον οικισμό Isiari διέμεναν 4, στον οικισμό Vromovrissi 5, στον οικισμό Manari 3, στον οικισμό Camara εγκαταστάθηκαν 2, στον οικισμό Acovos τοποθετήθηκαν 3 και τέλος στον οικισμό Gianeus εγκαταστάθηκαν 2 δραγόνοι. 467 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.110r-110v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.163r-164r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 47r-v.

194

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Grambobo, Capelli, Stalla, Derbugni, Isiari, Gnoccori, Crussa, Granù, Spartinù, Xaimi, Panagia Loxa, Calivia, Doganzidhes, Luttrò, Sulli, Alli Celeppi, Chiaussi, Toschelli, Gardichi, Netia, Chirades, Rupachia, Codalo, Turco Lecca, Arfarà, Racamites, Balla, Pogliani, Acovas, Climaterò, Durachi, Piri Calfa, Pinacca, Gianeus, Camara, Geladari, Memi, Carubali, Minà, Samarà, Ais Bei, Tirocaluo, Salessi, Zapogà, Chierastari, Dorisa, Spaneus, Pettrina, Manari, Agio Gianni, Ruzzi, Fornaiti, Curt’ Aga, Bura, Ducca, Sabi, Leondari, Calive Agio Gianni, Dedebei, Vromovrissi και Sego Sab Blesianica468.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento, αλλά δεν αναφέρονται στην απογραφή Grimani: Semenei 469, Sulari470 και Licotrafo471.

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquatieramento: Calives Doganzides, Racamites, Tirocalvo, Sabi, Calive Agio Gianni καιLeondari.

4) Επαρχία Ανδρούσας472: Από το σύνταγμα Onigo, ο λόχος De Thermes, αποτελούμενος από 37 άνδρες, εγκαταστάθηκε στην επαρχία της Ανδρούσσας473. Στην

468 Οι κατάλογοι κατανομής για την επαρχία του Λεονταρίου είναι τρεις: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.110r-v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.163r-164r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 47r-v. 469 Δεν αναφέρεται οικισμός με το τοπωνύμιο Semenei στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο. 470 Tο τοπωνύμιο Sulari δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται με την ίδια μορφή. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 128. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 113. Πρόκειται για τον οικισμό Σουλάρι που σήμερα υπάγεται στο δήμο Μεγαλόπολης. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 429 (λήμμα: 3837) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=10641. 471 Το τοπωνύμιο Licotrafo δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani για την περιοχή του Λεονταρίου. Αντίθετα, βλέπουμε αναφορά σε οικισμό με το συγκεκριμένο όνομα στο territorio της Ανδρούσας, όπως απαντάται και στη Notizia του Alberghetti. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 127. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 111. Υποθέτουμε ότι πρόκειται για τον ίδιο οικισμό της Μεσσηνίας που σήμερα ονομάζεται Λυκότραφο και υπάγεται στο δήμο Μεσσήνης. Βλ. στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=13520 472 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani, που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 256-258. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 297-298. Για τα τοπωνύμια του Φαναρίου βλ. Μπελέζος, «Κατάλογος τοπωνυμίων στο Territorio d’Andrusa: la maggior parte campagna», σ. 362–366. 473 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 186v. Ο κατάλογος είναι γραμμένος στα γαλλικά. Στην Ανδρούσα εγκαταστάθηκαν 8 δραγόνοι, στον οικισμό Costantinos διέμεναν 5, στον οικισμό Alepocori εγκαταστάθηκαν 5, στον οικισμό Parapugni 3, στον οικισμό Garanza 4, στον οικισμό Zepheremigny 4,

195

ίδια επαρχία εγκαταστάθηκαν 45 ακόμη δραγόνοι του λόχου του capitan Langeban474. Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στους 71 οικισμούς της επαρχίας της Ανδρούσας είναι δύο και αφορούν στο έτος 1699. Οι δραγόνοι θα τοποθετούνταν σε 19 χειμερινά καταλύματα σε ισάριθμους οικισμούς475.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Andrussa, Cassan Bassà, Nixi: Parochia del Sachelario, Nixi Limocori. Mavromati, Curtali, Gaidurocori, Lesi, Anasiri, Alicelepi, Musà, Alupocori, Burnusi, Vromurissi, Magagnacò, Aidini, Cassù476, Drumussi, Zafferemini, Piperizza, Curachi, Grenbeni, Carterogli, Spanocori, Vassilada, Sesa, Spitalli, Zizori, Cazzarù, Giolemi, Sciacmù, Musta, Sulaci e Zaffiri, Aliturgi, Dissilla, Curt’ Aga, Monastiri, Scalla, Melligallà, Sapandi, Costandinus, Garanza, Mavromati Micrò, Licuressi, Malta Serbissa, Zorothani, Licotrafo, Sinissa, Missuli, Mustaffà Bassa, Sadegni, Drogari, Cuttufori, Cheffalinù, Xerocassi, Darra, Samari, Streffi, Pondia, Sagarena, Mazziri, Diavoglici, Aprilovano, Megalo Sevgolatio, Chinigù, Milla, Draina, Parapugni και Buga477.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento, αλλά δεν συμπεριλαμβάνονταν στην απογραφή Grimani: Glanù478 και Milocastro479.

Οικισμός που εξαιρέθηκε: Pondià.

στον οικισμό Sandagny 2, στον οικισμό Megalo Sevgolatio 2, στον οικισμό Μalta 2, στον οικισμό Zeferagà 2 και τέλος στον οικισμό Diavolichy 2 δραγόνοι. 474 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 189r-v. Κατάλογος που καταρτίστηκε στις 4 Νοεμβρίου 1699. Στην Ανδρούσα εγκαταστάθηκαν 8 δραγόνοι, στον οικισμό Costantinos 5, στον οικισμό Alepocori 5, στον οικισμό Parapugni 3, στον οικισμό Garanza 4, στον οικισμό Zepheremigny 4, στον οικισμό Sandagny 2, στον οικισμό Megalo Sevgolatio 2, στον οικισμό Μalta 2, στον οικισμό Zeferagà 2 δραγόνοι και τέλος στον οικισμό Diavolichy 2 δραγόνοι. 475 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.113r-114v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 45r-46v. 476 Το τοπωνύμιο σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Cassu. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 127. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 112. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 196 (λήμμα: 1578). 477 Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στην επαρχία της Ανδρούσας είναι δύο: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.113r-114v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 45r-46v. 478 Δεν αναφέρεται οικισμός με το τοπωνύμιο Glanù στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο. 479 Το τοπωνύμιο Milocastro δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani για την περιοχή του Λεονταρίου. Πρόκειται όμως για τον οικισμό που ο Παναγιωτόπουλος αναφέρει ως Milla – Μήλα (και Μίλα). Μία υπόθεση που μπορεί να γίνει είναι ότι το όνομα Milocastro προκύπτει από το μεσαιωνικό οχυρό που βρίσκεται στην περιοχή. Βλ. Bon, La Morée Franque: recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d'Achaïe (1205-1430), σ.655.

196

5) Επαρχία Αρκαδιάς480: Οι δραγόνοι που τοποθετήθηκαν στην επαρχία Αρκαδιάς προέρχονταν από αρκετούς, διαφορετικούς λόχους. Πρόκειται για κάποιους από τους δραγόνους που υπάγονταν στο σύνταγμα Onigo, στο λόχο του ίδιου του colonnello Onigo481 (90 συνολικά δραγόνοι), στο λόχο του tenente colonnello Mandach482 (39 συνολικά δραγόνοι), στο λόχο του sergente maggior Gabriele Orsini483 (42 δραγόνοι) και στο λόχο του λόχο του capitan Onigo484 (43 άνδρες). Από το σύνταγμα του Finicio εγκαταστάθηκαν στην επαρχία της Αρκαδίας κάποιοι από τους άνδρες του λόχου του colonnello De Congi485. Οι άνδρες των παραπάνω λόχων διαμοιράστηκαν σε οικισμούς των επαρχιών της Ανδρούσας, της Καλαμάτας, της Αρκαδίας και της Καρύταινας.

Τέσσερις κατάλογοι κατανομής αφορούν στη συγκεκριμένη διοικητική περιοχή, η οποία περιελάμβανε 92 οικισμούς. Από τους καταλόγους αυτούς αντλούμε πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των δραγόνων, αλλά και των αξιωματούχων που συντηρούνταν από τους κατοίκους των οικισμών. Οι κάτοικοι της περιοχής επιβαρύνονταν με το acquartieramento για 102 έως 110 δραγόνους και επιβαρύνονταν ανά δεκατρείς με δεκαπέντε οικογένειες486. Για κάθε έναν από τους δραγόνους κάθε μήνα και οι δεκαπέντε μαζί όφειλαν να καταβάλλουν 30 λίρες σε μετρητά, 15 λίβρες σιτάρι και 20 λίβρες κριθάρι. Κάθε οικογένεια επιβαρυνόταν με δύο λίρες σε μετρητά, τρεις λίβρες σιτάρι και 12 κριθάρι. Ενδεικτικά, για το μήνα Οκτώβριο του 1698 σε ολόκληρη την επαρχία Αρκαδιάς, από 1.614 οικογένειες που επιβαρύνθηκαν,

480 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani, που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ.250-252. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 295. 481 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 203r-v. Ειδικά στην επαρχία Αρκαδίας εγκαταστάθηκαν: στον οικισμό Alveva (επ. Αρκαδίας) 10 δραγόνοι, στον οικισμό Gardizza 4 δραγόνοι και στον οικισμό Vrissi 1 δραγόνος. 482 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 204r-v. Ειδικά στην επαρχία Αρκαδίας εγκαταστάθηκαν: στον οικισμό Vrissi 7 δραγόνοι, στον οικισμό Suliman 14 δραγόνοι, στους οικισμούς Aito και Bodia 10 δραγόνοι και στον οικισμό Psaria 8 δραγόνοι. 483 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 204v-205r. Στον οικισμό Filetra (επ. Αρκαδίας) εγκαταστάθηκαν 14 δραγόνοι, στον οικισμό Gargagliani (επ. Αρκαδίας) 13, στον οικισμό Strovizi (επ. Αρκαδίας) 4 και στον οικισμό Rautopulo (επ. Αρκαδίας) 11 δραγόνοι. 484 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 205r-v. Ειδικά στην επαρχία Αρκαδίας εγκαταστάθηκαν: στον οικισμό Psaria 6 δραγόνοι και στον οικισμό Gardizza 3 δραγόνοι. 485 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 190r-191r. Ειδικά στον επαρχία Αρκαδίας εγκαταστάθηκαν στον οικισμό Gliata 3 δραγόνοι. 486 Οι κατάλογοι κατανομής για την επαρχία αυτή είναι οι εξής: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.124r-v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.156r-157v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 58r-59r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 60r-v.

197

συγκεντρώθηκαν 3.228 λίρες, 4.842 λίβρες σιταριού και 19.368 λίβρες κριθαριού, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες του στρατωνισμού και της σίτισης 102 δραγόνων487. Αυτοί εγκαταστάθηκαν σε δέκα με έντεκα σταθμούς διαχείμασης.

Οι οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Armegnus, Calossoni, Canalopù, Podogorà, Cristiana, Morena, Figliatrà, Valta, Gargagliani, Panizza, Pirgo, Musachi, Saprichi, Veristia, Pedemenù, Potamia, Vuttena, Macrena, Papagiorgi, Assutena, Licudessi, Tripilla, Analiti, Lassonatù, Lescoviti, Sella, Calopedia, Ragropolo, Clogni, Lendecada, Malli, S. Zuanne, Meriadades, Darra, Calogeresi, Crisaffa, Lumi, Bodia, Vidissova, Aito, Loppessi, Varibombi, Saracinada, Artichi, Agriglià, Carà Mustaffà, Calachiena, Dardessi, Platagnia, Ripessi, Pizza, Custenica, Lapi, Vlacca, Suliman, Clessura, Gliatta, Cazzura, Dimandra, Sirgi, Cuvella, Mattessi, Drimi, Mavromati, Pavlizza, Gardizza, Vernizza, Smerlina, Barcelli, Flascù e Vrestò, Chrissugli, Alvena, Surzza, Triando, Strovitzi, Moftizza, Stupati, Brischini, Adilalo, Sulani, Angelù, Vlassada, Agagliani και Vrisses488.

Οικισμοί που δεν συμμετέχουν στο acquartieramento: Malogniti, Martato, Siderocastro, Vanada, Psari, Galazzes, Plemegnù, Vrisses, Città di Arcadia, Langadia, Lumi, Dimizzana, Paliocori και Dafni.

6) Επαρχία Φαναρίου489: Σύμφωνα με τους καταλόγους (piè di lista), στην επαρχία του Φαναρίου τοποθετήθηκαν κάποιοι από τους δραγόνους οι οποίοι υπάγονταν στο σύνταγμα Onigo, στο λόχο του ίδιου του colonnello Onigo490 (90 συνολικά δραγόνοι),

487 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.156r-157v. 488 Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στην επαρχία της Αρκαδίας είναι τέσσερις: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.124r-v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.156r-157v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 58r-59r. 489 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani, που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 252-253. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ.295-296. Για τα τοπωνύμια των οικισμών του διοικητικού διαμερίσματος Φαναρίου βλ. Μπελέζος, «Κατάλογος τοπωνυμίων στο Dissegno del territorio di Fanari», σ. 397-404. 490 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 203r-v. Ειδικά στην επαρχία Αρκαδίας εγκαταστάθηκαν: στον οικισμό Alveva (επ. Αρκαδίας) 10 δραγόνοι, στον οικισμό Gardizza 4 δραγόνοι και στον οικισμό Vrissi 1 δραγόνος.

198

καθώς και στο λόχο του capitan Onigo491 (43 άνδρες). Οι άνδρες αυτοί διαμοιράστηκαν μεταξύ των επαρχιών Φαναρίου και Αρκαδίας.

Για τη συγκεκριμένη επαρχία, στην οποία υπάγονταν 64 οικισμοί, έχουμε έναν και μοναδικό κατάλογο κατανομής που μας δίνει πληροφορίες για τον αριθμό των δραγόνων και των οικογενειών που επιβαρύνονταν. Σύμφωνα με αυτόν, η επαρχία Φαναρίου επιβαρύνθηκε με τη συντήρηση 66 συνολικά δραγόνων που τοποθετήθηκαν σε 29 σταθμούς διαχείμασης και επιβάρυναν τις οικογένειες ανά 15. Στο σημείο αυτό, ο κατάλογος κατανομής δεν συμφωνεί με τα στοιχεία που έχουμε από τους καταλόγους (piè di lista), σύμφωνα με τα οποία οι δραγόνοι διαμοιράστηκαν και εγκαταστάθηκαν σε 11 περιοχές της επαρχίας του Φαναρίου492.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Andrizzena, Allupocori, Vervena, Cagna, Carvunari, Brumasi, Bisbardi, Desga, Carmi, Linistena, Xerocori, Zacca, Truppes, Mattesi, Rovia, Zelecova, Combotecra, Copanizza, Scliva, Lavda, Zorvazi, Belusi, Fanari, Vrina, Alto Ladicù, Togia, Risovo, Barzi, Greca, Guzoghera, Crana, Carazefferi e Cutrulli, Cuzi, Platiena, Rassa, Vinizes, Clima, Basso Masi, Calivia, Psatia, Piscopirgo, Mundrisa, Crestena, Bassa Macrissa, Alta Macrissa, Marina, Agulinizza, Volanza, Xerocaritena, Artizza, Longo, Beci, Ambeliona, Stassini, Vandoma, Dragomanù Cacaletri, Dragoi, S. Sosti, Castrachi, Palatù και Sclirù493.

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquartieramento: Ambaria, Casal di Artizza - Gaitano Calichi494.

7) Επαρχία Καλαμάτας495: Το 1699 στην επαρχία της Καλαμάτας τοποθετήθηκαν ορισμένοι από τους 42 συνολικά άνδρες του λόχου του colonnello De Congi496, ο οποίος

491 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 205r-v. Ειδικά στην επαρχία Αρκαδίας εγκαταστάθηκαν: στον οικισμό Psaria 6 δραγόνοι και στον οικισμό Gardizza 3 δραγόνοι. 492 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.130r-v. 493 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.130r-v. 494 Το τοπωνύμιο σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται στη Notizia του Alberghetti ως Casal d’Artizza. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 130. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 114. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 85 (λήμμα: 511). 495 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 254. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 296-297. 496 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 190r-191r. Στην επαρχία εγκαταστάθηκαν: στον οικισμό Cozucomani 4 δραγόνοι, στον οικισμό Asprocoma 2, στον οικισμό Camari 1 δραγόνος, στον οικισμό

199

υπαγόταν στο σύνταγμα του Finiciο. Οι δραγόνοι αυτοί διαμοιράστηκαν σε οικισμούς των επαρχιών της Ανδρούσας, της Καλαμάτας, της Αρκαδίας και της Καρύταινας.

Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στην επαρχία της Καλαμάτας είναι δύο497. Από αυτούς αντλούμε πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των οικισμών και των αριθμό των οικογενειών που επιβαρύνονταν, καθώς και τον αριθμό των δραγόνων που συντηρούνταν οικονομικά από τους χωρικούς. Δεν δίνονται πληροφορίες για τα ακριβή ποσά που όφειλε να καταβάλλει η κάθε οικογένεια χωρικών. Ωστόσο, μας δίνεται μία εικόνα του τρόπου βάσει του οποίου γινόταν ο καταμερισμός της επιβάρυνσης μεταξύ των οικισμών και των οικογενειών. Σύμφωνα με τους καταλόγους αυτούς, στην Καλαμάτα εγκαταστάθηκαν συνολικά 42 δραγόνοι και τοποθετήθηκαν σε 16 σταθμούς διαχείμασης498.

Οικισμοί που επιβαρύνονταν με το acquartieramento: Baliaga, Bisbardi, Vragat’ Aga, Dur(ali), Gorizogli, Gliotta, Gaidurocori, Paliocastro, Pidima, Farmisi, Virsaga, Calami, Asprogoma, Delimemi, Frezala, Camari, Curzausi, Muries, Cuzuchumani και Assilan Agà499.

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquartieramento: Terra di Calamata και Basta.

8) Επαρχία Κορώνης500: Στη Μεσσηνία εγκαταστάθηκαν λόχοι και από άλλα συντάγματα. Οι 35 συνολικά δραγόνοι που υπάγονταν στο λόχο του capitan Gerolimo Vlacho εγκαταστάθηκαν σε οικισμούς των επαρχιών Κορώνης και Μεθώνης. Από αυτούς, 15 εγκαταστάθηκαν σε οικισμούς της Κορώνης501. Σύμφωνα με τους καταλόγους κατανομής της αγγαρείας, οι κάτοικοι των διάφορων οικισμών όφειλαν να

Asilan Agà 8 δραγόνοι, στον οικισμό Baliaga 2, στον οικισμό Gaidurocori 2, στον οικισμό Curziaussi 4 και στον οικισμό Corizogli 1 δραγόνος. 497 Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στην επαρχία της Καλαμάτας είναι οι εξής: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.97r-98r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 61r-v. 498 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 61r-v. 499 Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούσαν στην επαρχία της Καλαμάτας είναι δύο: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.97r-98r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 61r-v. 500 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani, που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 263-264. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 300-301. 501 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 184r-v. Στην Κορώνη, στον οικισμό Carocopio, εγκαταστάθηκαν 10 δραγόνοι, στον οικισμό Lambria 3, στον οικισμό Petriades, καθώς και σε ακόμη έναν που δεν αναφέρεται 2 ακόμη δραγόνοι.

200

καταβάλλουν τα χρηματικά ποσά και τις ποσότητες τροφίμων που ήταν απαραίτητες για το στρατωνισμό και τον επισιτισμό 36 δραγόνων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε 12 σταθμούς διαχείμασης502.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Petriades, Cossia, Cazzalli, Smailla, Bursugogli, Castemi, Sarachia, Armenia, Vassilichi, S. Dimitri, Aidini, Musuli Celepi, Fanari, Papara, Delalli, Cosi Becchiri, S. Dimitri Cato, Marinù, Mistrachi, Valtuca, Clisura, Gambria, Luchissa, Loi, Cirzi, Pechianada, Pollistari, Sunalli, Misca, Pera, Canalli, Castagna, Paniperi, Cochiaù, Rapoiori, Cacorema, Gona, Comaterò, Zaiti, Lonsa, Catiniadus, Carocopio, Cobus, Agia Triades503, Dranga, Lefca, Tripes, Romiri, Vunarie, Custelli, Borgo, Parochia di S. Giorgio, Borgo Parochie di S. Nicolao e S. Dimitri, Fortezza di Coron, Bottù Avramiù, Caplagni, Cuzemadi, Cuzucumtri e Cadirogli, Chorizzogli, Gulla504 και Alli Ghiagià505.

Οικισμοί που δεν περιλαμβάνονται στην απογραφή Grimani και επιβαρύνθηκαν με την αγγαρεία του acquartieramento: Caicegli506, Dranga507, Filipachi508, Chiglò509 και Sisani510.

502 Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στην επαρχία αυτή είναι οι εξής: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.86r-v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.102r-v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 62r-v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 184r. 503 Το τοπωνύμιο αυτό σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Agiandriades. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 126. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 110. Πρόκειται για τον οικισμό Αγία Τριάδα που σήμερα υπάγεται στο δήμο Πύλου - Νέστορος. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 39 (λήμμα: 78) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=14398. Δεν γίνεται κάποια αναφορά σε οικισμό με το τοπωνύμιο Άγιος Ανδρέας στην ευρύτερη περιοχή της Κορώνης. 504 Ο Παναγιωτόπουλος σημειώνει το τοπωνύμιο αυτό με ερωτηματικό. Το τοπωνύμιο φαίνεται ότι δεν ταυτίζεται με κάποιον υπαρκτό οικισμό. Βλ Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 225 (λήμμα: 1855). Μία υπόθεση που θα μπορούσε να γίνει είναι ότι πρόκειται για το λόφο του Γουλά που βρίσκεται κοντά στους οικισμούς Καστέλια και Βουνάρια. Βλ. Bon, La Morée Franque, σ. 436. 505 Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στην επαρχία της Κορώνης είναι τέσσερις: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.86r-86v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.102r-102v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 62r-62v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 184r. 506 Δεν γίνεται αναφορά στο τοπωνύμιο Caicegli στην απογραφή Grimani. Πιθανότατα πρόκειται για τον οικισμό που αναφέρεται ως Cannali και αποδίδεται στα ελληνικά με το τοπωνύμιο Χαϊκάλι. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Caicali. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 126. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 111. 507 Υποθέτουμε ότι πρόκειται για τον οικισμό που στην απογραφή Grimani αναφέρεται ως Dranga και στη Notizia του Alberghetti ως Dragugia. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 126. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 111.

201

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquartieramento: Copanachi, Potamia και Buba.

9) Επαρχία Μεθώνης511: Όπως ήδη αναφέραμε, οι 35 συνολικά δραγόνοι που υπάγονταν στο λόχο του capitan Gerolimo Vlacho (υποθέτουμε ότι υπαγόταν στο σύνταγμα του colonnello Finicio) εγκαταστάθηκαν σε οικισμούς των επαρχιών Κορώνης και Μεθώνης512.

Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στη συγκεκριμένη επαρχία είναι δύο και από το περιεχόμενό τους αντλούμε πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των χωριών και των οικογενειών που επιβαρύνονταν με την αγγαρεία της συντήρησης των δραγόνων. Οι κατάλογοι κατανομής προέβλεπαν τη συντήρηση 11 δραγόνων από 21 χωριά της Μεθώνης και η επιβάρυνση επιβάρυνε τους χωρικούς ανά 15 οικογένειες. Αναφέρεται επίσης ότι οι δραγόνοι αυτοί επρόκειτο να εγκατασταθούν σε δύο σταθμούς διαχείμασης, στους οικισμούς Matarangha και Calvazzi513.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Rados, Calvazzo, Polena, Candrinù, Vlacopulo, Mataranga, Culcada, Miglioti Basso, Miglioti alto,

508 Το τοπωνύμιο Figlipachi δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Filipachi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 126. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione », σελ. 111. Πιθανότατα πρόκειται για την τοποθεσία που ονομάζεται σήμερα Φιλιππάκι ή Φιλιππάκιον. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 470 (λήμμα: 4243). Σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης, ο οικισμός αυτός έχει καταργηθεί από το 1971. Βλ. https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=14348. 509 Δεν αναφέρεται οικισμός με το τοπωνύμιο Chiglà στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο. 510 Το τοπωνύμιο Sisani δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Πιθανότατα πρόκειται για τον ίδιο οικισμό που σήμερα ονομάζεται Ζιζάνιο ή Ζιζάνι και διοικητικά υπάγεται στο δήμο Πύλου-Νέστορος Μεσσηνίας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 157 (λήμμα: 1202) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=13587. 511 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani, που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 265. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 301-302. 512 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 184r-v. Στη Μεθώνη, στον οικισμό Mataranga είχαν εγκατασταθεί 5 δραγόνοι και στον οικισμό Calveci 6. 513 Οι κατάλογοι κατανομής για τη συγκεκριμένη επαρχία είναι οι εξής: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.109r-109v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 184r.

202

Polizzi, Dauti, Contogni, Delli Mustafà, Gangadi, Avarilli e Crivizza, Vlassi alto, Pachilirachi di Vlassi Mezo, Langada, Arnautoli, Marielli, Crustesi και Borgo di Modon514

Οικισμοί που δεν περιλαμβάνονταν στην απογραφή Grimani και επιβαρύνθηκαν με την αγγαρεία του acquartieramento: Lachanada515.

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquartieramento: Sulinari, Chrichi, Chinigù Basso, Calavresa, Misocori, Cabasi, Ziri, Maneghia alta, Imami, Manitocori, Menaghia Bassa, Vlassi Basso, Agazzizi, Cadilischieri, Memi Raisi, Miliza, Nerulla, Chinigù alto516, Giofiri, Suballi, Furzi, Metaxada, Giavatini, Comatada, Agà, Custuvari, Giapapi, Sai, Arfagianni, Lendina και Borgo di Modon.

4.5.2 ΑΧΑΪΑ

1) Επαρχία Καλαβρύτων517: Στην επαρχία Καλαβρύτων518 εγκαταστάθηκαν κάποιοι από τους λόχους των δραγόνων, οι οποίοι υπάγονταν στο σύνταγμα του colonnello Gualtieri, καθώς και στο σύνταγμα του colonello Fenicio. Οι κατάλογοι, οι οποίοι αφορούν στην εγκατάστασή τους και οι οποίοι συντάχθηκαν σύμφωνα με τις οδηγίες του γενικού προβλεπτή Grimani, περιλαμβάνουν λεπτομερείς πληροφορίες για τους δραγόνους: τα ονόματά τους, το λόχο στον οποίο υπάγονταν, καθώς και την τοποθεσία της εγκατάστασής τους. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται επίσης πληροφορίες για τους

514 Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στην επαρχία της Μεθώνης είναι δύο: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.109r-109v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 184r. 515 Το τοπωνύμιο Lachanada δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Lacanades. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 125. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 110. Πρόκειται για τον οικισμό Λαχανάδα που σήμερα υπάγεται στο δήμο Πύλου – Νέστορος. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 249 (λήμμα: 2092) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=13603. 516 Το τοπωνύμιο σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Chinigù alto e Basso. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 125. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione », σελ. 110. Σήμερα οι περιοχές Άνω και Κάτω Κυνηγού αποτελούν έναν οικισμό (Κυνηγός), που υπάγεται διοικητικά στο δήμο Μεσσήνης. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 239 (λήμμα: 1995) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=13537. 517 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani, που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 268-271. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 302-303. Για τα τοπωνύμια της Αχαΐας βλ. Θανασόπουλος, Τα τοπωνύμια της Αχαΐας ως ιστορικές μνήμες του μεσαιωνικού εποικισμού της. 518 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 145r-147v.

203

αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς (τα ονόματα και οι βαθμοί τους), οι οποίοι διέμεναν στις ίδιες περιοχές και οι οποίοι επίσης συντηρούνταναπό τους χωρικούς και συνυπολογίζονταν στον τελικό αριθμό των δραγόνων.

Οι συνολικά 43 άνδρες του λόχου του Pietro Romei, ο οποίος υπαγόταν στο σύνταγμα Gualtieri, είχαν εγκατασταθεί στην επαρχία Καλαβρύτων519. Στην ίδια επαρχία είχαν εγκατασταθεί και οι 44 άνδρες του λόχου του colonnello Salvatico, ο οποίος υπαγόταν στο ίδιο σύνταγμα520. Στα Καλάβρυτα είχαν εγκατασταθεί 40 ακόμη δραγόνοι, που υπάγονταν με τη σειρά του στο λόχο Slade, ο οποίος υπαγόταν στο σύνταγμα του colonnello Fenicio521.

Ωστόσο, ο μοναδικός κατάλογος κατανομής της επιβάρυνσης του acquartieramento που αφορά στην επαρχία των Καλαβρύτων προέβλεπε ότι οι χωρικοί θα αναλάμβαναν τη συντήρηση 200 δραγόνων, οι οποίοι επρόκειτο να εγκατασταθούν σε 18 σταθμούς διαχείμασης ανά 10 ή 20522.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Calanos di Nexerò, Licomati, Platano, S. Demetrio, Diana, Condi Pigadi, Lepessi, Buba, Solus Sopottò, Volza, Chierpini, Vellivina, Calavrita, Surando, Sudena Cassagli di sopra e sotto, S. Barbara, Pertori, Dirizza, Vrostena, Licuria, Livarsi, Visoca, Raicos, Chertesi, Stresova, Chierpeno, Zaclorù, Dessena, Morocova, Peristera di Culchina, Valimi, Versizzi, Turlada, Zilardi523, Rogus, Sirbani, Potamia di Sotto, Selliana, Toportista, Verguviza, S. Vlasi, Aragova, Vlovocà, Clazozuna, Pezacus, Gumenizza, Lecuri, Sillivena, Arfarà, Angelo Buga, Figlia, Zarugli, Dicuni, Misorughi, Camenianus, Agridi di Sopotò, Lotrugus, Nusa, Camacus, Galgianica e Prati, Seguni, Civlò, Geresova, Vesovà, Lapata, S. Nicolà, Scupi, Psaradi, Arbuna, Nasa, Vellà, Comi, Pagrati, Cani, Cutali, Treclistra, Apano Lagus, Craticus, Potamia di Sopra, Pumbuca, Granissa, Gastria, Dumena, Demestica, Bodia Catù,

519 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 145r-v. Στον οικισμό Sudena εγκαταστάθηκαν 11 δραγόνοι, στον οικισμό Stresava 10, στον οικισμό Liconia 10 στον οικισμό Fila 12. 520 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 146r-v. Στον οικισμό Gierpini εγκαταστάθηκαν 34 δραγόνοι και στον οικισμό Visoca 10. 521 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 147r-v. Στον οικισμό Gierdesi εγκαταστάθηκαν 20 δραγόνοι, στον οικισμό Soppotò 10 και, τέλος, στον οικισμό S.Biasio 10 522 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 107r-111v. Τα καταλύματα βρίσκονταν στους ακόλουθους οικισμούς: Neserò, S. Biaggio, Gerdessi, Livarzi, Sopotò, Liccoria, Sudena, Calavrita, Chierpini, Clapazona, Potamia, Verzovà, Scilianà, Zaruchli, Peristera, Figlia, Vizzochà και Stressova. 523 Το τοπωνύμιο σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Cilardi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 122. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 108. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 463 (λήμμα: 4174).

204

Castel Apano e Catù, Diminizza524, Lestena, Carnesi, Cocova, Masi, Murichi, Carastù, Vunachi, Cernotà, Amuri, Agridi di Culchina, Dighella, Chirizova, Mostizzi, Manesi, Cernofita di Sopra, Cernofita di Sotto, Bodia Apano, Cloco, Golemo Anastasova, Martina, Valtenizza, Driestica525 και Tombreno.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento, αλλά δεν αναφέρονταν στην απογραφή Grimani: Barzi526, Vaglimòs527, Signizes 528 και Cambessi529.

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquartieramento: Zarucla, Vesigni, Cuiac, Provelavodes, Svirù e Screvenò, Lustres530, Zanuna531, Savanus, Tunistà και S. Zorzi,

2) Επαρχία Γαστούνης532: Για την εγκατάσταση λόχων στην επαρχία της Γαστούνης δεν λαμβάνουμε πληροφορίες από τους καταλόγους (piè di lista). Από τους καταλόγους

524 Το τοπωνύμιο Diminizza σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Diminizza olim Psophis. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 122. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione », σελ. 107. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 137 (λήμμα: 1018). 525 Το τοπωνύμιο Driestica σημειώνεται με ερωτηματικό. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 346 (λήμμα: 3030). 526 Το τοπωνύμιο Barzi δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Barzi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 123. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione », σελ. 108. Πρόκειται για τον οικισμό Δαφνούλα που σήμερα υπάγεται στο Δήμο Ανδρίτσαινας - Κρεστένων. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 131 (λήμμα: 961) και για τις διοικητικές αλλαγές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=11874. 527 Το τοπωνύμιο Vaglimòs δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Valimus. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 123. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione », σελ. 108. Ίσως θα μπορούσαμε να συσχετίσουμε το τοπωνύμιο αυτό με τον οικισμό Βαλιμή που υπάγεται στο Δήμο Αιγιαλείας Αχαΐας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 92 (λήμμα: 583) και για τις διοικητικές αλλαγές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=10884. 528 Δεν αναφέρεται οικισμός με το τοπωνύμιο Siginizes στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο. 529 Δεν αναφέρεται οικισμός με το τοπωνύμιο Cambessi στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο. 530 Το τοπωνύμιο Lustres σημειώνεται με ερωτηματικό. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 262 (λήμμα: 2215). 531 Το τοπωνύμιο Zanuna σημειώνεται με ερωτηματικό. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 153 (λήμμα: 1167).

205

κατανομής της οικονομικής αγγαρείας όμως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι ένας μεγάλος αριθμός δραγόνων εγκαταστάθηκε στην περιοχή και συντηρήθηκε από τους κατοίκους της. Συγκεκριμένα, σε τρεις καταλόγους κατανομής που αφορούν στα έτη 1698 και 1699 αναφέρεται ότι ο αριθμός τους έφθανε τους 260 έως 270 και ότι διαμοιράστηκαν σε τουλάχιστον 34 οικισμούς533.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Burdanno, Dramesi, Renesi, Scliva, Chinigù, Mastrodogni, Manesi, Zapoga, Toggia, Dervis Celeppi, Andravida, Cirovugna534, Lechiena, Gerepesi, Shiada, Cacosari, Cipiena, Perivolaghia, Divri, Germena, Androni, Germonzani, Carthizza, Porichio, Stravochefalo, Deruvini, Xivugni535, Persenna, Nexocumeni, Petta, Duca Miglies, Luca, Ollena, Calli Leci e Basta, Arvaniti, Flocca, Dervenachi, Chelidoni, Miraca, Sego S. Zuanne, Platano, Crecuchi, Serelli, Pirgo, Xilocastro, Pernari, Brumma, Lanzoi, Retendù e Soppi, Caratulla, Lalti536, Streffi, Aragogli, Smilla, Cucura, Barbasana, Druna, Cazziri537, Manetù538, Nioghori S. Elia, Romesi, Mertia, S. Zorzi, Sclirù, Lanbeti, Schimno, Curtichi, Lazar Buga, Xelochera, Lupocori, Ghelmi539, Cardamma, Petta, Roviata, Sarandino. Fr. Villa Gerachi e

532 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani, που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο, στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 271-275. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 303-305. 533 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 23r-24v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 90r- 93r· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 101r-v. 534 Το τοπωνύμιο Τσεροβούνι σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Cerovugni. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 109. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 463 (λήμμα: 4167). 535 Το τοπωνύμιο σημειώνεται με ερωματικό. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 349 (λήμμα: 3061). 536 Το τοπωνύμιο Lalti σημειώνεται με ερωτηματικό. Είναι πιθανό να ταυτίζεται με το τοπωνύμιο που στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Lalathi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 109. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 246 (λήμμα: 2065). 537 Το τοπωνύμιο Κατζίρι σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Chasiri. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 109. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 200 (λήμμα: 1622). 538 Το τοπωνύμιο Μανέτου σημειώνεται με ερωτηματικό. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 273 (λήμμα: 2318). 539 Το τοπωνύμιο Χέλμι σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Ghelmi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ.

206

Pagliofanaro, Caragiusi, Cavasilla alto, Cavasilla basso, Cumughella540, Savaglia, Fengamachi, Braim Agà, Vartolamio, Vernesi541, Trunbe, Drussi, Sego Musulluco542, Suliman Agà, Brati, Colizza, Cardhiocafti, Rettene, Memachi, Sulli, Traganno, Simopollo, Marcopulo, Cangadhi, Slatica, Maluchi, Capelesù, Psaria, Manoladha, Sego di Mega Spileo, Lucca, Riolo, Zonga, Rupachia, Calophidhi, S. Elia, Marinachi, Sosti, Brammo543, Seban Agà, Erimoghori, Musulubei, Colochiti, Calachta, Dafniotisa, Mamù Zausi, Bagli, Nasa544, Xegnia, Velagnidi, Caraglides, Agrapidhori, Zataralli, Carachiusi, Gerro Petro, Caries, S. Anni, Bendegni, Gumero, Burlanba, Boghro, Laganna, Musulli545, Pagliopoli, Mezzadi546, Arvanocastro, Calugli, Ganzides547, Pirri, Clisura, Gommi, Ghavaria, Caglivia, Lata·

109. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 484 (λήμμα: 4380). 540 Το τοπωνύμιο Κουμούκολα σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Cumucora. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione σελ. 109. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 226 (λήμμα: 1870). 541 Το τοπωνύμιο Βέρνεσι σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Vrenesi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 109.Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 102 (λήμμα: 676). 542 Το τοπωνύμιο Μουσουρλούκο σημειώνεται με ερωτηματικό. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 323 (λήμμα: 2908). 543 Το τοπωνύμιο Μπράμο σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Bramu. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 109. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 332 (λήμμα: 2903). 544 Το τοπωνύμιο Νάσα σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Nassa. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 109. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. ΒλΠίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 336 (λήμμα: 2935). 545 Το τοπωνύμιο Μουσούλι σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται με την ίδια μορφή. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione », σελ. 109. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 323 (λήμμα: 2808). 546 Το τοπωνύμιο Μουζάκι σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Musachi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124. Πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione », σελ. 109. Θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον οικισμό Μουζάκι που σήμερα υπάγεται στο δήμο Πύργου. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 321 (λήμμα: 2795) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=11803. 547 Τα δύο τελευταία τοπωνύμια, δηλαδή Χατζή και Αγ. Νικόλαος, σημειώνονται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Stamer ò Canzides. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124. Πρβλ Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 109. Ταυτίζεται με τον οικισμό Άγιος Νικόλαος που σήμερα υπάγεται στο δήμο Ήλιδας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 53

207

Contrada di S. Nicolao, del Prof. S. Elisseo, B.V. S. Michiel και B.V Catoglichi· Borgo Castel Torneze.

Οικισμοί που επιβαρύνονταν με την υποχρέωση του acquartieramentο, αλλά δεν αναφέρονταν στην απογραφή Grimani: Sulachi548, Cozzochiera549, Musica550, Lucavices551, Petadamacu552, Cazzarù553, Lalla554, Cogliri555, Mutica556, Stamerocazzide557 και Curvilla558.

(λήμμα: 221) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=15316. 548 Το τοπωνύμιο Sulachi δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Suli Sulachi. Βλ. A. Pacifico, Breve descrizzione corografica del Peloponneso o Morea, σ. 124, πρβλ. Κ. Ντόκος, «Breve Descrittione del Regno di Morea», σελ. 109. Θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον οικισμό Σούλι που σήμερα υπάγεται στο δήμο Ήλιδας. Βλ. Γ.Α. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, Παλαιά και νέα τοπωνύμια, σ. 430 (λήμμα: 3847) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=14252. 549 Το τοπωνύμιο Cuzzochiera δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Μπορεί να ταυτιστεί με τον οικισμό Κουτσοχέρα Ηλείας που σήμερα υπάγεται στο δήμο Πύργου. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 233 (λήμμα: 1933) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=11767. 550 Το τοπωνύμιο Musica δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται με την ίδια μορφή. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 123, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione », σελ. 108. Βλέπουμε ότι πρόκειται για τον οικισμό Μουζίκα που μεταγενέστερα ονομάστηκε Δαφνιώτισσα και σήμερα υπάγεται στο δήμο Ήλιδας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 131 (λήμμα: 1933) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=11727. Οφείλουμε, όμως, να παρατηρήσουμε ότι στη Notizia απαντώνται και τα δύο αυτά τοπωνύμια, δηλαδή Musia και Dafniotissa χωρίς να υπάρχει η ένδειξη ότι ταυτίζονται. 551 Το τοπωνύμιο Lucavices δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti γίνεται αναφορά σε περιοχές με τα τοπωνύμια Cato Lucavizza και Lucavizza apano. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 123-124, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 108-109. Ο οικισμός Κάτω Λουκάβιτσα ή Λουκαβίτσα μεταγενέστερα ονομάστηκε Αυγή και σήμερα υπάγεται στο δήμο Ήλιδας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 89 (λήμμα: 553) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=11705. Ο οικισμός Πάνω Λουκάβιτσα ή Λουκαβίτσα μεταγενέστερα ονομάστηκε Κάμπος και σήμερα υπάγεται στο δήμο Ήλιδας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 183 (λήμμα: 1457) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=11743. 552 Το τοπωνύμιο θα μπορούσε να αποδοθεί ως Πέτα – Δομοκός ή Πέτα Δομοκού και θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον οικισμό που στην απογραφή αναφέρεται ως Petta. Πρόκειται για τον οικισμό Πέτα που σήμερα υπάγεται στο δήμο Γορτυνίας Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 377 (λήμμα: 3329) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=10417. Η εντύπωσή μας αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή βρίσκεται το γεφύρι του Δομοκού, βλ. στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=19390.

208

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquertamento: Vidachi, Scuroghori, Gunagro, Scafidia, Sanzactari, Dimizza, Mutirza559, Lopessi, Bugioti, Celevi, Corruna560και Terra di Gastugni.

3) Επαρχία Πατρών561: Από τους καταλόγους (piè di lista) δεν λαμβάνουμε πληροφορίες σχετικά με την εγκατάσταση λόχων στην επαρχία της Πάτρας. Από έναν και μοναδικό κατάλογο κατανομής της αγγαρείας του acquartieramento λαμβάνουμε

553 Το τοπωνύμιο Cazzarù δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται με την ίδια μορφή. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 123, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 108. Πρόκειται για τον οικισμό Κατσαρός Ηλείας που σήμερα υπάγεται στο δήμο Πύργου. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 202 (λήμμα: 1636) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=11753. 554 Το τοπωνύμιο Lalla δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται με αυτή τη μορφή. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 123, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 108. Πρόκειται για τον οικισμό Λάλας Ηλείας που σήμερα υπάγεται στο δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 246 (λήμμα: 2059) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=11773. 555 Το τοπωνύμιο Cogliri δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Coliri. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 109. Πρόκειται για τον οικισμό Κολύρι ή Κολίριον Ηλείας που σήμερα υπάγεται στο δήμο Πύργου. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 215 (λήμμα: 1763) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=11759. 556 Το τοπωνύμιο Mutica απαντάται στη Notizia του Alberghetti ως Muticà. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica , σ. 123, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 108. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον υπαρκτό οικισμό. 557 Πρόκειται για τον οικισμό που στην απογραφή Grimani αναφέρεται ως Ganzides. Είδαμε ότι στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Stamer ò Canzides. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 109. 558 Δεν αναφέρεται οικισμός με το τοπωνύμιο Curvilla στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο. 559 Το τοπωνύμιο Μουτίρτζα σημειώνεται με ερωτηματικό. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 323 (λήμμα: 2812). 560 Το τοπωνύμιο Κουρούνα σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Curuna. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 124, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 109. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 228 (λήμμα: 1892). 561 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 276-278. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 305-306.

209

την πληροφορία ότι σε 13 διαφορετικούς οικισμούς εγκαταστάθηκαν 93 συνολικά δραγόνοι562.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Romanù, Candalos, Bardicosta, Menzena, Casenensi Trano563, Lalucosta, Begulachi, Sulli, Mira, Aiamarina, Vellimagli, Callenzi, Callusi, Zumbata, Richistra, Cunaro Castro, Saravali, Pirgo, Vellesi, Psarades, Gaiduriari, Mustaffà Affendi, Lisaria, Lallusi, Turcocori, Vodusa, Scura, Prostovizza, Alupocori Trano, Gervano, Gumani, Prevedos, Pilliura, Miralli, Balla, Calandrizza, Isari, Cazzuri, Caicalli, Peristera, Portes, Mitopogli, Comni, Flocca, Mertesa, Accaia, Meidanades, Gomosto, Arrulla, Tristena, Apostolù, Cragli, Magulla, Traganù, Pavlo Castro, Michoi, Volla, Sandamesi, Combotecra, Bucura, Petroni, Pirnari, Terianù, Lupocori Picolo, Beltulca, Ovira, Alisubasi, Pendaimati, Plaitana, Longo, Calivia di Castello, Averena, Cicevo, Sella, Castrici, Votteni, Salmenico, Siria, Aravonizza, Provodo, Muresi, Sichena, Balla και Vudeni564.

Οικισμοί που δεν επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Valatuna, Topolova, Zoga, Asteri, Chinigù, Caminizza, Callivia, Zucalla, Verino, Arfano, Trapano, Pitiza, Lidorichi, Tollopotamo και Città e Borgo.

4) Επαρχία Βοστίτσας565: Από τους καταλόγους (piè di lista) δεν λαμβάνουμε πληροφορίες σχετικά με την εγκατάσταση λόχων στην επαρχία της Βοστίτσας. Από

562 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 78r-79r. 563 Το τοπωνύμιο Κασνέσι/Καταρράκτης σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti απαντάται ως Cosmesi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 121, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 106. Ο Παναγιωτόπουλος έχει συσχετίσει το τοπωνύμιο Casnesi με τον οικισμό που μεταγεστερα ονομάστηκε Καταρράκτης. Βλέπουμε όμως ότι το τοπωνύμιο αυτό έχει ταυτιστεί με τον οικισμό που μετονομάστηκε σε Αγία Μαρίνα (Ηλείας) και σήμερα υπάγεται στο δήμο Ανδραβίδας – Κυλλήνης. Βλ. σχετικά: Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 36 (λήμμα: 48) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=11811. Επιπλέον, παρατηρούμε ότι το τοπωνύμιο Καταρράκτης (οικισμός που σήμερα υπάγεται στο δήμο Ευρυμάνθου) έχει συσχετιστεί με τον οικισμό που παλαιότερα ονομαζόταν Λόπεσι. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 200 (λήμμα: 1616) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=11096. 564 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 78r-79r. 565 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Β. Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 279. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 306-307.

210

έναν και μοναδικό κατάλογο κατανομής της αγγαρείας του acquartieramento λαμβάνουμε την πληροφορία ότι στην επαρχία εγκαταστάθηκαν 22 δραγόνοι566.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Mamusia, Sego Pucustia, Apano Bucusta, Diacoftò, Pirgo, Alli Muturi, Sego Luca, SegoEftapita, Franga, Sego Tolopotama, Sego Risomilo, sego Trano, Sego Caracumadi, Sego Taruzza, Catù Temeni, Mavrichiù, Cunina, Sego S. Zuane, Pteri, Panteleimona, Cacoccori, Gligori, Tumba, Merthidi, Bridano και Segο Acladia567.

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquartieramento: Porovizza, Sego Mumuri, Paraschevi, Sego Plessa, Aracova, Metto Procova και Vostizza.

4.5.3 ΡΩΜΑΝΙΑ

1) Επαρχία Κορίνθου568: Οι piè di lista δεν περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την εγκατάσταση λόχων στο territorio της Κορίνθου. Ωστόσο, διασώζεται ένας κατάλογος κατανομής της αγγαρείας του acquartieramento στην περιοχή, από τον οποίο πληροφορούμαστε ότι 2.202 οικογένειες επιβαρύνθηκαν με την οικονομική αγγαρεία για τη σίτιση και το στρατωνισμό τους. Το ποσόν που όφειλαν να καταβάλλουν ήταν 20 σολδία σε μετρητά, καθώς και 4 λίβρες κριθαριού και 18 ουγγιές σιταριού ημερησίως για κάθε έναν από τους 108 δραγόνους που εγκαταστάθηκαν σε 11 οικισμούς569.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Tricalla, Gerimi, Borgo, Pulica, Zanulipori, Potimes Eperuglietes, Ruges, Grego, Grizicù, Braim Bei, Luligù Chugù, Brachatei, Gipurisia, Megalo Seguolatio, Ca di San Nicolò di Voga, Velo, Netrizza, Suttiri, Begir Bei, Suli, Mulumelli, Carasurgnani, Suparidi, Riniga, Girilo, Lalotti, Folero, Bolati, Varellà, Sameno, Lopesi, Sgilocori, Guricioti, Giatù, Cuchumù, Zamieri, Mustaffà Panariti, Chosia, Alchù, Paradisi, Mezani, Glailigi, Lecosi, Doxia, Mosia, Curcumadi, Petri, Chughi, Leonti, Sofianà, Petri, Masica, Mino, Valza Megali, Doxa, Pisari,

566 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 115r. 567 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 115r. 568 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Β. Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 240-243. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 291-292. Για τα τοπωνύμια της Κορίνθου βλ. και Κορδώσης, Συμβολή στην ιστορία και την τοπογραφία της περιοχής Κορίνθου στους μέσους χρόνους. 569 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 16r-17r. Καταλύματα υπήρχαν στις περιοχές Linea, Zaccoli, Tricala, Lopessi, Panariti, Scottinì, Tarsò Vlachico, Pigiada, Liondi, Steffani και Agionori.

211

Gelini, Sarandopulo, Petta570, Sugra, Scupa, Sopra Pesachichi, Duivoli, Castagnà, Veti, Votumo, Vresti, Churia, Bosigei, Sulagicos, Tarso Romeico, Fogna, Gosa, Steno, Scotigni, Busi, Frissina, Clegna, Lafca, Panariti, S. Basillis, Saracca, Rito, Gesari, Steffagni, Berbati, Limnes, Golemi Maculus e Peras, Agionori, Voivoda, Masi, Stimagua, Viladusa, Climendi, Frigagni, Fortezza di Corinto, Calivia sotto la Fortezza, Borghetto di Marina, Lambista, Cuza, Draganù, Mavradi, Sparades, Prichistra, Aracova571 και Scura572.

Οικισμοί της Πελοποννήσου που δεν αναφέρονταν στην απογραφή Grimani, αλλά επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Aspro Pirgo573, Paragliates574, Zaussade575, Alli Chiangià576, Guzzuch Aghmò577, Calenzi578, Flevari579,

570 Το τοπωνύμιο Πιτσά, Άνω Πιτσά σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Pizza. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 118, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 104. Ο Παναγιωτόπουλος συσχετίζει το τοπωνύμιο Πιτσά με τον οικισμό Άνω Πιτσά που σήμερα υπάγεται στο δήμο Ξυλοκάστρου - Ευρωστίνης. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 384 (λήμμα: 3397) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=23508. 571 Τα τοπωνύμια Ruges, Grego, Luligù Cugù, S.Nicolò di Voga, Mulumelli, Carasurgnani, Suparidi, σημειώνονται με ερωτηματικό από τον Παναγιωτόπουλο. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός τους με κάποιους οικισμούς ή τοποθεσίες. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου. 572 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 16r-17r. 573 Το τοπωνύμιο Aspro Pirgo δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Ίσως θα μπορούσε να συσχετισθεί με τον οικισμό Πύργος που σήμερα υπάγεται στο δήμο Ξυλοκάστρου - Ευρωστίνης. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 401 (λήμμα: 3563) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=12513. 574 Το τοπωνύμιο Paragialites δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani και μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιο υπαρκτό τοπωνύμιο ή οικισμό. Μία υπόθεση που θα μπορούσε να γίνει με επιφύλαξη είναι ότι ίσως θα μπορούσε να ταυτιστεί με το τοπωνύμιο Potimes Eperugliates που, όπως βλέπουμε και στην απογραφή, παραμένει αταύτιστο και χωρίς απόδοση στα ελληνικά. 575 Το τοπωνύμιο Zaussadè δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Μία υπόθεση που θα μπορούσε να γίνει είναι ότι προκειται για τον οικισμό Ομέρ Τσαούση που σήμερα ονομάζεται Σπαθοβούνι και υπάγεται διοικητικά στο δήμο Κορινθίων. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 432 (λήμμα: 3866) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=12472. 576 Δεν αναφέρεται η ύπαρξη του τοπωνυμίου Alì Chiangià στην περιοχή της Κορινθίας. 577 Δεν αναφέρεται η ύπαρξη του τοπωνυμίου Cuzzuch Aghmo στην απογραφή Grimani. Στο έγγραφο είναι δυσδιάκριτο και μέχρι στιγμής δεν έχει ταυτιστεί με κάποιο υπαρκτό τοπωνύμιο. 578 Το τοπωνύμιο Calenzi δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Μπορεί να συσχετισθεί με τον οικισμό Καλέντζι που σήμερα υπάγεται στο δήμο Βέλου - Βόχας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ.169 (λήμμα: 1318) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της ε.ε.τ.α.α: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=22004. 579 Δεν αναφέρεται οικισμός με το τοπωνύμιο Flevari στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο.

212

Lusi580, Zaccoli581, Marcassi582, Alichisa583, Mazza584, Dimnò585, Curcumadi586, S.Zuanne587, Pino588 και Lessià589.

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquartieramento: Borgo, Zanulipori, Gurichioti, Cuchumu, Zamieri, Veti, Votumo, Vresti, Sulagicos, Golemi Macalus590,

580 Το τοπωνύμιο Lusi δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Μπορεί να συσχετισθεί με τον οικισμό που μεταγενέστερα ονομάστηκε Ελληνικόν και σήμερα υπάγεται στο δήμο Ξυλοκάστρου - Ευρωστίνης. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ.148 (λήμμα: 1122) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=12436. 581 Το τοπωνύμιο Zaccoli δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Συσχετίζεται με τον οικισμό που μεταγενέστερα ονομάστηκε Κουνιάνικα και Ευρωστίνη ή Εβροστίνα και σήμερα υπάγεται στο δήμο Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ.145 (λήμμα: 1091) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=12434. 582 Το τοπωνύμιο Marcassi δεν αναφερεται στην απογραφή Grimani. Πρόκειται για τον οικισμό Μάρκασι και Μαρκάσι που μεταγενέστερα ονομάστηκε Μάννα και σήμερα υπάγεται διοικητικά στο δήμο Ξυλοκάστρου - Ευρωστίνης. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ.271 (λήμμα: 2323) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=12483 583 Το τοπωνύμιο Alichisa δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Μπορεί να συσχετισθεί με την αγροτική τοποθεσία Αλίκιζα Νεμέας. 584 Το τοπωνύμιο Mazza δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Ίσως θα μπορούσε να συσχετισθεί με το τοπωνύμιο Masi. 585 Το τοπωνύμιο Dimnò δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Πρόκειται για τον οικισμό Άνω Διμηνιό που σήμερα υπάγεται στο δήμο Σικυωνίων. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, Αθήνα 2001, σ.137 (λήμμα: 1017) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=12432. 586 Πρόκειται για τον οικσιμό που στην απογραφή Grimani αναφέρεται ως Curcumadi. Παλαιότερα ονομαζόταν και Κουτσομάδι και μεταγενέστερα Κουτσομόδι ή Λινός. Σήμερα υπάγεται στο δήμο Νεμέας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ.232 (λήμμα: 1926) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=12412. 587 Το τοπωνύμιο S.Zuanne δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον ομώνυμο οικισμό που σήμερα υπάγεται στο δήμο Κορινθίων. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 50 (λήμμα: 184) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=12404. 588 Δεν αναφέρεται οικισμός με το τοπωνύμιο Pino στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο. 589 Το τοπωνύμιο Lessià δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Πρόκειται για τον οικισμό Λεσιά που μεταγενέστερα ονομάστηκε Καλλονή και σήμερα υπάγεται στο δήμο Τροιζηνίας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 172 (λήμμα: 1343) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=10854. 590 Το τοπωνύμιο Γκολέμι Μαχαλάς και Πέρα σημειώνεται με ερωτηματικό. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 122 (λήμμα: 870).

213

Fortezza di Corinto, Borghetto di Marina, Lambista, Cuza, Draganù, Mavradi, Scura, Sparades591, Prichistra και Aracova.

Στον ίδιο κατάλογο αναφέρεται ότι συνολικά 436 οικογένειες εξαιρούνταν από την αγγαρεία της συντήρησης των δραγόνων, επειδή πρόσφεραν υπηρεσία στις αλυκές του Θερμησίου. Πρόκειται για τις εξής οικογένειες: 20 οικογένειες από τους οικισμούς Pino592 και Aradiu593, 10 οικογένειες από τον οικισμό Mattaranga, 65 οικογένειες από τον οικισμό Fanari, 5 οικογένειες από τους οικισμούς Lessià594 και Scapeti, 20 οικογένειες από τους οικισμούς Bedignù, Paraschievi και Vunalariò, 90 οικογένειες από τον οικισμό Dhamalà, 20 οικογένειες από τον οικισμό Dhamalà, 20 οικογένειες από τον οικισμό Cattara, 96 οικογένειες από τους οικισμούς Licoparti και Porro, 15 οικογένειες από τον οικισμό Belissi, 20 οικογένειες από τον οικισμό Passià και, τέλος, 75 οικογένειες από τον οικισμό Methana595.

2) Επαρχία Τριπολιτσάς596: Στην επαρχία της Τριπολιτσάς εγκαταστάθηκαν 52 δραγόνοι του λόχου του colonnello Mercanti. Ο κατάλογος, που αφορά στο διαμοιρασμό τους και την τοποθέτησή τους στους διάφορους οικισμούς, είναι ονομαστικός. Αναφέρονται, δηλαδή, τα ονόματα των δραγόνων, καθώς και οι βαθμοί των αξιωματικών και των υπαξιωματικών οι οποίοι διέμεναν στις ίδιες περιοχές, ενώ παρατίθεται και περιγραφή του αλόγου που διέθετε κάθε δραγόνος597. Στην επαρχία

591 Το τοπωνύμιο Σπαράδες, Ψαράδες σημειώνεται με ερωτηματικό. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 433 (λήμμα: 3873). 592 Δεν αναφέρεται οικισμός με το τοπωνύμιο Pino στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο. 593 Υποθέτουμε ότι πρόκειται για τον οικισμό που στην απογραφή Grimani αναφέρεται ως Radù και αποδίδεται στα ελληνικά ως Ράδου. 594 Το τοπωνύμιο Lessià δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Πρόκειται για τον οικισμό Λεσιά που μεταγενέστερα ονομάστηκε Καλλονή και σήμερα υπάγεται στο δήμο Τροιζηνίας. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 172 (λήμμα: 1343) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=10854. 595 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 16r-17r. Καταλύματα υπήρχαν Linea, Zaccoli, Tricala, Lopessi, Panariti, Scottinì, Tarsò Vlachico, Pigiada, Liondi, Steffani, Agionori. 596 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 243-244. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 292-293. 597 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 173r. Στον κατάλογο αυτό δεν αναφέρεται πάντα με σαφήνεια η τοποθεσία της εγκατάστασης των δραγόνων. Στους οικισμούς Acuria, Rissa, Memet’Agà και Magula είχαν διαμοιραστεί και τοποθετηθεί 6 δραγόνοι, στους οικιμσούς Garugni, Darra, Capareli και Zeli 3 δραγόνοι, στον οικισμό Aioriticha 3, στους οικισμούς Piali και Chiervizzi 2, στον οικισμό

214

της Τριπολιτσάς είχαν εγκατασταθεί 28 από τους 60 συνολικά δραγόνους που υπάγονταν στο λόχο του colonnello Gualtieri (οι υπόλοιποι, όπως θα δούμε παρακάτω, είχαν εγκατασταθεί σε επαρχίες της Λακωνίας)598. Ο αριθμός αυτός δεν διαφέρει σημαντικά από εκείνον που προβλεπόταν στον κατάλογο κατανομής του acquartieramento, σύμφωνα με τον οποίο, επρόκειτο να εγκατασταθούν 88 δραγόνοι με τα άλογά τους σε οικισμούς της επαρχίας. Οι κάτοικοι υποχρεώνονταν να τους συντηρήσουν καταβάλλοντας ανά οικογένεια 20 σολδία σε χρήματα, καθώς και 4 λίβρες κριθαριού και 18 ουγγιές ψωμιού κάθε μέρα. Αναφέρεται πως οι οικογένειες επιβαρύνονταν ανά 15 για κάθε έναν δραγόνο599.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Siglimna, Levidi, Macula, Rovino, Buletta, Valtezzi, Ziva, Musachi, Tana, Peritori, Birbati, Vuno, Agagli e Pungachi, Camari, Acuria, Zupana600, Jerguiti, Candilla, Caminizza, Darra, Aclandocambo, Alupocori, Cuugli, Mavrichi, Arvagnito Cherasia, Vlaco Chierasia, Zegli, Caparegli, Garugni, Pragli, Aio Vassilli, Braim Affendi, Cherasitza, Mertzaussi, Memet Agà, Bedegnico, Manessi, Bondia, Risa, Sulù Spai, Persova e Saracari, Agiorgitica e Sidegni, Stringù, Steno Mucli, Zernovisti601, Nicori, Fossina, Chinurio Seguolatio, Capsa, Luca, Picherni e Sanga, Zipiana, Cacuri, Bedegni Grande, Simiades, Besegnicò, Nudimo και S. Nicolò602.

Vlacochierasia 4, στον οικισμό Cipianà 3, στον οικισμό Cacuri 3, στους οικισμούς Agagli και Caminizza 2, στους οικισμούς Sanga (και Pichierni) 1, στον οικισμό Luccà 2, στους οικισμούς Copsà και Pertori 2, στον οικισμό Neocori 3, στον οικισμό Stenò Muchli 2, στον οικισμό Berzova 2, στον οικισμό Sedegni 1, στον οικισμό Clandocambo 1, στον οικισμό Maurichi 1, στον οικισμό Alvaniti (υποθέτουμε ότι πρόκειται για τον οικισμό Arvanitochierasia) 1, στον οικισμό Camari 3, στους οικισμούς Vunò, Stringù και Ziva 2, στον οικισμό Mansessi 2 και τέλος, στον οικισμό Chienourio Seugolatio είχε εγκατασταθεί 1 δραγόνος. 598 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 174r. Στην Tripolizzà εγκαταστάθηκαν 8 δραγόνοι, στους οικισμούς Candiala και Aio Nicola εγκαταστάθηκαν 5 δραγόνοι, στον οικισμό Simiades 2, στον οικισμό Levidi 6, στον οικισμό Bodea εγκαταστάθηκε 1 δραγόνος, στον οικισμό Nudimo εγκαταστάθηκε 1 δραγόνος, στον οικισμό Dara 1, στον οικισμό Besenico 2, στον οικισμό Sulupasi 1 και, τέλος, στον οικισμό Birbati εγκαταστάθηκε 1 δραγόνος. 599 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 8r-10v. 600 Το τοπωνύμιο Τσουπάνα σημειώνεται με ερωτηματικό. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 466 (λήμμα: 4197). 601 Το τοπωνύμιο Ζερνοβίστα σημειώνεται με ερωτηματικό. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Zernovista. Βλ.Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 119, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 10. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 463 (λήμμα: 4165). 602 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 8r-10v.

215

Οικισμός που επιβαρύνθηκε με την υποχρέωση του acquartieramento, αλλά δεν αναφερόταν στην απογραφή Grimani: Pigadachi603.

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquartieramento: Tripolizzà, Aracamites και Longo.

3) Επαρχία Άργους604: Ο αριθμός των Κροατών εφίππων που είχαν εγκατασταθεί στην επαρχία του Άργους έφθανε τους 37 άνδρες605. Ο μοναδικός κατάλογος διαμοιρασμού της επιβάρυνσης του acquartieramento αναφέρει ότι για το ίδιο έτος προβλεπόταν η εγκατάσταση 48 δραγόνων στους οικισμούς της επαρχίας του Άργους. Ο κατάλογος αυτός δίνει ειδήσεις σχετικά με τον αριθμό των δραγόνων που οι κάτοικοι των οικισμών όφειλαν να συντηρήσουν, καταβάλλοντας ανά οικογένεια 20 σολδία σε χρήματα, καθώς και 4 λίβρες κριθαριού και 18 ουγγιές ψωμιού κάθε μέρα. Αναφέρεται πως οι οικογένειες επιβαρύνονταν ανά 20, πως στο διοικητικό διαμέρισμα αυτό δεν θα κατέλυε το πεζικό (fanteria) και πως οι κάτοικοί του δεν θα είχαν την υποχρέωση να συνεισφέρουν τη συνηθισμένη ξυλεία606.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Bolati, Gnifi, Conica, Argos parochia S. Vassilio, Parochia della Madonna, parochia San Nicolò. Camaco, Cuzzopodi, Priftani, Fichti, Chervati, Plessa, Manara, Budi, Piriella, Lucca gde, Malandrini, Cato Belli, Lucca picolo, Taci, Pano Belli, Boiati, Caparelli, Vrusti, Fontana, Carea, Mazzi, Molevo, Buva, Scafidachi και Turnichi.

603 Το τοπωνύμιο Pigadachi δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Pigadachia. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 119, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 10. Μπορεί να συσχετισθεί με τον οικισμό που και σήμερα ονομάζεται Πηγαδάκια και υπάγεται στο δήμο Τρίπολης. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 381 (λήμμα: 3364) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=10485. 604 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 245. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 293-294. Βλ. και Γεωργακάς, Τα τοπωνύμια Αργολίδος και των Μυκηνών και η ιστορία του τόπου. 605 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 161r. Στον οικισμό Dallamanara εγκαταστάθηκαν 4 έφιπποι στρατιώτες, στον οικισμό Bolati 2, στον οικισμό Laluca Grande 3, στον οικισμό Pirigiella 2, στον οικισμό Budi 3, τον οικισμό Ghonica 6, στον οικισμό Cuzzopodi 5, στον οικισμό Malandrini 5, στον οικισμό Apano Belessi 4, στον οικισμό Bogiatti εγκαταστάθηκαν 3 Κροάτες έφιπποι στρατιώτες. 606 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 5r-v.

216

Οικισμός που επιβαρύνθηκε με την υποχρέωση του acquartieramento, αλλά δεν αναφερόταν στην απογραφή Grimani: Nioghori607.

4.5.4 ΛΑΚΩΝΙΑ

1)Επαρχία Μονεμβασίας608: Στην επαρχία της Μονεμβασιάς εγκαταστάθηκαν 45 δραγόνοι, οι οποίοι υπάγονταν στο λόχο Michielle609. Επίσης, στον οικισμό Vattica προβλεπόταν η εγκατάσταση 7 δραγόνων από τον λόχο του D’Arco610. Ο μοναδικός κατάλογος διαμοιρασμού της επιβάρυνσης του acquartieramento αφορά στα τέλη του έτους 1696 και αναφέρει ότι οι κάτοικοι από 16 οικισμούς της περιοχής επιβαρύνθηκαν με τα έξοδα σίτισης και στρατωνισμού 50 δραγόνων611.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέση του acquartieramento: Faraclò, Misocori, Lira, Culedia, S. Nicolò, Veleies, Fenici, Catavetra, Secia, Molaus, Pidia, Bisagna, Vices612, Cremasti, Villachioti και Agnata613

Οικισμός που δεν συμμετείχε στο acquartieramento: Città di Malvasia.

2) Επαρχία Χρυσάφων614: Σε οικισμούς των επαρχιών Μυστρά και Χρυσάφων εγκαταστάθηκαν 41 συνολικά δραγόνοι που υπάγονταν στο λόχο Duichers615, καθώς

607 Το τοπωνύμιο Nioghori δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Στη Notizia του Alberghetti αναφέρεται ως Niocori. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 118, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 103. Μπορεί να συσχετισθει με τον οικισμό Νεοχώρι που σήμερα υπάγεται στο δήμο Άργους - Μυκηνών. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 339 (λήμμα: 2966) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=10279. 608 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 281. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 307. 609 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 130r. Ο κατάλογος είναι γραμμένος στα γαλλικά. Στον οικισμό Cremasti εγκαταστάθηκαν 13 δραγόνοι, στους οικισμούς S. Nicolò και Molaus εγκαταστάθηκαν από 9 δραγόνοι, στους οικισμούς Vilachioti και Vatica από 4 και, τέλος, στον οικισμό Catavotra εγκαταστάθηκαν 7 δραγόνοι. 610 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 134r-v. 611 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 29r-v. 612 Το τοπωνύμιο Βίτσες σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti με την ίδια μορφή. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 132, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 116. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 103 (λήμμα: 690). 613 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 29r-v.

217

και ο λόχος του Pietro Mattia Streel, ο οποίος απαρτιζόταν από 41 δραγόνους και ο οποίος υπαγόταν στο σύνταγμα του Latini616. Επίσης, σε οικισμούς των επαρχιών του Μυστρά, των Χρυσάφων και της Μονεμβασίας εγκαταστάθηκαν οι 42 δραγόνοι που απάρτιζαν το λόχο d’Arco617. Σύμφωνα με τους καταλόγους κατανομής του acquartieramento, οι οποίοι αφορούν στο τέλος του έτους 1698, στην περιοχή εγκαταστάθηκαν 147 εως 148 δραγόνοι και συντηρήθηκαν από τους κατοίκους 52 οικογενειών, που επιβαρύνονταν ανά δεκαπέντε περίπου618.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Prastò, Zinzina, Sarafona, Agriani, Staffa, Chisorissa619, Zolina e Mur, Affissù e Zerdari, Zugni, S. Zuanne, Potamia, Calanno Cocogni620, S. Zorzi, Zizori, Aracova, Condizza, Agmet Agà, Barbizza, Vutiani, Caltesia, Coline, Candreva, Turcocori, Anemoduri, Mavrogianni, Chacussi, Magnati, Cutrubuchia, Alica, Gardichia, Agriacona, Scortinù, Lianù, Vurlia, Fotino, Giozzalli, S. Vassili, Perpeni, Megallo Vrissi, Vrestena, Platanachi, Vergia e Basarades, Mari, Gnocori, Canupies και Bambacù621

614 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 282-283. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 307-308. 615 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 131r. Στην επαρχία Χρυσάφων, στους οικισμούς Perpigni και Stefani εγκαταστάθηκαν από 4 δραγόνοι και στους οικισμούς Platagniti και S. Vasili από 6 δραγόνοι. 616 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 128r. Στην επαρχία Χρυσάφων, στους οικισμούς Guriani, Megallo Vrissi και Basera είχαν εγκατασταθεί από δύο δραγόνοι, στους οικισμούς Barbisa και Sinsina από 3 και, τέλος, στον οικισμό Bancu (υποθέτουμε ότι πρόκειται για τον οικισμό Bambacù, επ. Χρυσάφων) είχαν εγκατασταθεί 6 δραγόνοι. 617 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 134r-v. Στην επαρχία Χρυσάφων, στον οικισμό Chrissafà εγκαταστάθηκαν 8 δραγόνοι, στον οικισμό Giozale (επ. Χρυσάφων) 5, στον οικισμό Zarafona (επ. Χρυσάφων) 7 και, τέλος, στον οικισμό Calana (επ. Χρυσάφων) εγκαταστάθηκαν 4 δραγόνοι. 618 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 31r-v. 619 Το τοπωνύμιο Χτόριζα σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Chitrissa. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 133, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione », σελ. 117. Μπορεί να συσχετισθεί με τον οικισμό Χτόριζα που υπαγόταν στην κοινότητα Θεολόγου και που φαίνεται ότι έχει καταργηθεί από το 1928. ΒλΠίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 489 (λήμμα: 4427) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=20889. 620 Tο τοπωνύμιο Κάλανο Κοκκώνι σημειώνεται με ερωτηματικό. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 169 (λήμμα: 1313). 621 Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στην επαρχία Χρυσάφων είναι τρεις: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 11r-v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 31r-v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 34r.

218

Οικισμοί που δεν αναφέρονταν στην απογραφή Grimani: Cerlanga622 και Cutrutugià623.

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquartieramento: Cuvelia, Chrisaffa, Mur, Zacura624, Rumeni, Chefalà, Malatres και Supena.

3) Επαρχία Μυστρά625: Ο λόχος του ίδιου του συνταγματάρχη Lattini, αποτελούμενος από 51 δραγόνους, εγκαταστάθηκε στην επαρχία του Μυστρά626, καθώς και οι 42 δραγόνοι που απάρτιζαν το λόχο του capitano De la Bazza627. Σε οικισμούς των επαρχιών Μυστρά και Χρυσάφων εγκαταστάθηκαν 41 συνολικά δραγόνοι, που υπάγονταν στο λόχο Duichers628, καθώς και ο λόχος του Pietro Mattia Streel, ο οποίος απαρτιζόταν από 41 δραγόνους και υπαγόταν στο σύνταγμα του Latini629. Σε οικισμούς των επαρχιών του Μυστρά, των Χρυσάφων και της Μονεμβασίας εγκαταστάθηκαν οι 42 δραγόνοι που απάρτιζαν το λόχο D’Arco630. Τέλος, σε οικισμούς των επαρχιών της

622 Δεν αναφέρεται οικισμός με το τοπωνύμιο Cerlanga στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο. 623 Δεν αναφέρεται το τοπωνύμιο αυτό στην απογραφή Grimani. Υποθέτουμε ότι πρόκειται για τον οικισμό Cutrubuchià. 624 Το τοπωνύμιο Τζακούρα σημειώνεται με ερωτηματικό. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 450 (λήμμα: 4046). 625Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ.283-286. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 308-309. 626 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 128r. Στους οικισμούς Cosmà και Anavreti εγκαταστάθηκαν από 11 δραγόνοι, στους οικισμούς Carocopiò, Parori, Castri και Perivoli από 4 στον κάθε ένα, στους οικισμούς Longastra και Lefchi από 3 και τέλος, στους οικισμούς Trippi και Zugni εγκαταστάθηκαν από 2 δραγόνοι. 627 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 135r. Στους οικισμούς και Titoriza (και Potamià) είχαν εγκατασταθεί από 4 δραγόνοι, στον οικισμό Jorghizzi 12, στον οικισμό Levezova 8, στους οικισμούς Goranus και Liadina από 3 στον κάθε έναν, στους οικισμούς Dafni και Riviotissa από 2 και τέλος, στους οικισμούς Camini και Bolovizza είχαν εγκατασταθεί 2 δραγόνοι. 628 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 131r. Στην επαρχία του Μυστρά, στους οικισμούς Magula, Vrondogni και Lopessi εγκαταστάθηκαν από 4 δραγόνοι στον κάθε έναν, στους οικισμούς Dipotama, Dorizza, Paleocori και Zintia από 6, στον οικισμό Xillocori εγκαταστάθηκε 1 δραγόνος και, τέλος, στους οικισμούς Neocori και Loganico εγκαταστάθηκαν 8. 629 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 128r. Στην επαρχία του Μυστρά, στους οικισμούς San Giovanni και Destina είχαν εγκατασταθεί από 4 δραγόνοι, στον οικισμό Loganico 2, στον οικισμό Cottiza (επ. Μυστρά) 3 και στον οικισμό Chidonia 7. 630 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 134r-v. Στην επαρχία του Μυστρά, στον οικισμό Floca εγκαταστάθηκαν 8 δραγόνοι, στον οικισμό Paliocora 3 και στον οικισμό Trebisondi 1 δραγόνος.

219

Άνω Μάνης, του Μυστρά και του Έλους εγκαταστάθηκαν 42 ακόμα δραγόνοι, οι οποίοι υπάγονταν στο λόχο του Alessandro Latini631.

Σύμφωνα με τον κατάλογο του διαμοιρασμού της επιβάρυνσης του acquartieramento του Ιανουαρίου του 1698, στην επαρχία του Μυστρά προβλεπόταν η εγκατάσταση 150 συνολικά δραγόνων, οι οποίοι θα συντηρούνταν από τις οικογένειες 78 οικισμών και οι οικογένειες αυτές θα επιβαρύνονταν ανά 12, 16 ή 17. Στον κατάλογο του Δεκεμβρίου του 1698 παρατηρούμε μία σημαντική διαφορά σε σχέση με ό,τι προαναφέραμε: ο αριθμός των οικογενειών που θα επιβαρυνόταν με τη συντήρηση 151 δραγόνων ήταν σημαντικά λιγότερος, εφόσον η οικονομική αυτή αγγαρεία φαίνεται ότι επιβάρυνε μόλις 47 οικισμούς632.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Parori, Sego Pacota, Shcura, Magulla, Sego Pardali e Misogli, Cumusta, Sego Scarachi, Perivolia, Caminia, Zoga, Sego Cosi, Cotizza, Musica, Liadina e Potamia, Coremi, Goranus, Nioghori, Varsova, S. Zuane con il suo Seguolatii, Agoriani, Paliocori, Sego Trapesondi, Sego Cacari633, Dafni, Sego Ziribasi, Dorisa, Musicha, Tipotama, Sego Besogli, Geramio, Lefcù, Dranilla634, Bolovizza, Psigaranichi, Chidonia, Sego Calogna, Archassa, Sotira, Buliana, Sego Trapesondi chasia, Sego Zacaladi, Sego Gureri, Sego Rissia, Sclavocori, Floca, Sego Cacuri, Sego Godena, Riviotisa, Sego Sinanbei, Sego Sagano, Aneveriti, Sego Platana, Tripi, Sego Zaus, Licovuno, Sego Babassi, Longastra, Sego Lele, Levezeva, Barsenico, Sego Peri, Sego Lopesi, Sego Sustrani, Castri, Sego Mitratova, Vordonia, Briza, Castagna, Sego Agieneus, Sego Cacava, Longanigo, Curzuna, Sego Suvani635, Sego Cassan Afendi636, Sego

631 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 129r-v. Στο Μυστρά, στον οικισμό Neocori είχαν εγκατασταθεί 7 δραγόνοι. 632 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 30r-v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 31v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, filza 83, f 34r. 633 Το τοπωνύμιο Cacari σημειώνεται με ερωτηματικό. Μπορεί να συσχετισθεί με τον οικισμό Κάκαρι που υπαγόταν στο δήμο Φάριδος και που έχει καταργηθεί από το 1879. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 165 (λήμμα: 1279) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=3404 634 Το τοπωνύμιο σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Dranil. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 132, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 116. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 346 (λήμμα: 3029). 635 Το τοπωνύμιο Suvani σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Sunavi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 133, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 117. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. ΒλΠίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, Αθήνα 2001, σ. 428 (λήμμα: 3829). 636 Το τοπωνύμιο Χασάν Αφέντη σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Cassam Effendi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 133, πρβλ. Ντόκος,

220

Babioti, Tarapsa, Sego Sotiri637, Sizzova, Cernizza, Cuzzava Lada, S. Giorgo e Monastiri di..., Mandra, Sego Cazarù, Sego Chiriambesi 638 και Giorgizzi, Paleocori639.

Οικισμός που δεν αναφερόταν στην απογραφή Grimani: Memnisti.

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquartieramento: Sego Zaimi, Borgo di Missocori, Recinto della Città, Recinto Superior della Città, Anastasova ge , Anastasova micri, Cuzzava Carvelli, Cosma, Molaiti640, Sego Chiamalagas, Calali641, Sego Rongosena, Apananoia και Castanizza.

4) Επαρχία Έλους642: Σε οικισμούς της επαρχίας Έλους εγκαταστάθηκε ένας ακόμη λόχος, ο οποίος υπαγόταν στο σύνταγμα του Latini και απαρτιζόταν από 40

«Breve descrittione», σελ. 117. Πρόκειται για τον οικισμό που μεταγενέστερα ονομάστηκε Χασανάκι και Αγία Βαρβάρα. Υπαγόταν στο δήμο Σπάρτης μέχρι την κατάργησή του το 1940. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, Αθήνα 2001, σ. 482 (λήμμα: 4361) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=14573. 637 Το τοπωνύμιο Σωτήρη σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Sostiri. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 133, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 117. Συσχετίζεται με τον οικισμό Σωτήρη ή Σωτηρί που υπαγόταν στο δήμο Σπάρτης και που έχει καταργηθεί από το 1845. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 447 (λήμμα: 4016) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=2726. 638 Το τοπωνύμιο Τσιρίμπασι σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Chirambesi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 133, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 117. Συσχετίζεται με τον οικισμό Τσιρίμπεη που υπαγόταν στο δήμο Σπάρτης και που έχει καταργηθεί από το 1845. Βλ. Γ.Α. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 465 (λήμμα: 4185) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=3372. 639 Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στην επαρχία του Μυστρά είναι τρεις: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 30r-v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 31v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 34r. 640 Το τοπωνύμιο Molaiti σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti με την ίδια μορφή. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 132, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 116. Τοποθεσία κοντά στον οικισμό Λευκόχωμα που υπάγεται στο δήμο Σπαρτιατών. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 296 (λήμμα: 2538). 641 Το τοπωνύμιο Κάλαλι σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Calali. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 132, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione », σελ. 116. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 169 (λήμμα: 1313). 642 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 286. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 309-310.

221

δραγόνους643. Τέλος, όπως είδαμε, σε οικισμούς των επαρχιών της Άνω Μάνης, του Μυστρά και του Έλους εγκαταστάθηκαν 42 ακόμα δραγόνοι, οι οποίοι υπάγονταν στο λόχο του Alessandro Latini644. Οι κατάλογοι κατανομής της επιβάρυνσης που αφορούν στο τέλος του έτους 1698 προέβλεπαν την εγκατάσταση 49 δραγόνων και τη συντήρησή από τους κατοίκους 14 έως 17 οικισμών645.

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Gerachi, Vrodama, Muressi, Felizzi, Gramella, Allabei, Murtia, Duragli - Eleos, Brignico, Baba, Seidagli, Coremi, Zaimogli, Scalla, Leimona, Vuaglia, Carizza, Allupocori646.

5) Επαρχία Άνω Μάνης647: Όπως είδαμε, σε οικισμούς της επαρχίας της Άνω Μάνης εγκαταστάθηκαν κάποιοι από τους 42 δραγόνους, οι οποίοι υπάγονταν στο λόχο του Alessandro Latini648. O μοναδικός κατάλογος κατανομής που αφορά στην περιοχή της Άνω Μάνης μας δίνει πληροφορίες σχετικά με τη συντήρηση 20 δραγόνων από τους κατοίκους 15 οικισμών της περιοχής. Αντλούμε πληροφορίες για τους οικισμούς που επιβαρύνονταν και για τον αριθμό των δραγόνων που κλήθηκαν οι κάτοικοι να συντηρήσουν. Ωστόσο, δεν γίνεται αναφορά σε σημαντικά άλλα στοιχεία, όπως η τοποθεσία όπου βρίσκονταν οι σταθμοί διαχείμασης, ο αριθμός των οικογενειών που θα επιβαρύνονταν ή τα ακριβή χρηματικά ποσά και οι ποσότητες τροφίμων που καλούνταν αυτές να καταβάλλουν649.

643 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 132r-v. Στους οικισμούς Scala και Leimona είχαν εγκατασταθεί από 4 δραγόνοι, στους οικισμούς Sasssi και Baba από 5, στον οικισμό Seidani 2 και στον οικισμό Jerachi είχαν εγκατασταθεί 20 δραγόνοι. 644 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 129r-v. Στην επαρχία Έλους, στον οικισμό Vrondamà (επ. Έλους) εγκαταστάθηκαν 5 δραγόνοι και σε κάθε έναν από τους οικισμούς Gramissa, Muressi, Filissi και Murtia από 1 δραγόνος. 645 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 36v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 34v. 646 Οι κατάλογοι κατανομής που αφορούν στην επαρχία του Έλους είναι δύο: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 36v· A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 34v. 647Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ.287-288. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 310. Για τα τοπωνύμια της Μάνης βλ. και Βαγιακάκος, Αρχαία και μεσαιωνικά τοπωνύμια εκ Μάνης· ο ίδιος Περί τα παραταινάρια της Μάνης τοπωνύμια. 648 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 129r-v. Στην επαρχία Άνω Μάνης, στον οικισμό Bardugnia εγκαταστάθηκαν 20 δραγόνοι και στον οικισμό Mousca (επ. Ανω Μάνης) 6 δραγόνοι. 649 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 34v.

222

Οικισμοί που επιβαρύνθηκαν με την υποχρέωση του acquartieramento: Castello di Bardugna, Arna, Sellegudhi, S.Nicolà, Stronza, Petrina, Assini, Rosova, Arcondio, Ceria, Cochina Curia και Malzina650.

Οικισμοί που δεν αναφέρονταν στην απογραφή Grimani: Passava651, Stefani652, Xilocori653 και Limbia654.

Οικισμοί που δεν συμμετείχαν στο acquartieramento: Seg. Zizori, Paliocastro655, Vitullo, Borgo di Chieffalà, Siderocastro Basso, Siderocastro Alto, Carea, Zelina, Crio Nero, Scalla, Limbardo, Cariopoli, Cerova, Chierasia, Sinova, Lefthigni, Mustia656, Dittolla657, Calliasi658, Gulianica659, Lithomia660, Picologi 661, Maltizza662, Borgo di Zarnata,

650 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 34v. 651 Το τοπωνύμιο Passava δεν αναφέται στην απογραφή Grimani. Μπορεί να ταυτιστεί με τον οικισμό Πασσαβά ή Πασαβά που υπαγόταν στην κοινότητα Χοσιαρίου και που έχει καταργηθεί από το 1940. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 371 (λήμμα: 3270) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=14535. 652Το τοπωνύμιο Stefani δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Μπορούμε να την ταυτίσουμε με την περιοχή Στεφανιά που σήμερα υπάγεται στο δήμο Ευρώτα. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 441 (λήμμα: 3951) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=12980. 653 Δεν αναφέρεται οικισμός με το τοπωνύμιο Xilocori στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο. 654 Δεν αναφέρεται οικισμός με το τοπωνύμιο Limbia στην απογραφή Grimani. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για υπαρκτό τοπωνύμιο. 655 Το τοπωνύμιο Paliocastro σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Paleo Castro. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 134, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 118. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία της περιοχής. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 358 (λήμμα: 3551). 656 Το τοπωνύμιο Mustia σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti με την ίδια μορφή. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 134, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 118. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 323 (λήμμα: 2811). 657 Το τοπωνύμιο Dittola σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Divola. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 134, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 118. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 139 (λήμμα: 1032). 658 Το τοπωνύμιο Calliasi σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Culiassi. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 134, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 118. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 170 (λήμμα: 1323). 659 Το τοπωνύμιο Gulianica σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Guglianica. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 134, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 118. Συσχετίζεται με την περιοχή των Κόκκινων Λουριών που σήμερα υπάγεται στο δήμο της Ανατολικής Μάνης. Για το συσχετισμό βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 125

223

Castra di Gianizza, Varvuni e Maltizza, Campo, Prita, Arova, Biglio e Snarita, Selizza, Dolus da Basso, Campo d’ Alto, Campo e Arba, Bassa villa di Campo e Arba, Madigna micri, Gianizza grande και Giannizza.

Τον Οκτώβριο του 1700 ο Grimani υπολόγιζε ότι ο αριθμός των δραγόνων, που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο και οι οποίοι θα διέμεναν στους σταθμούς διαχείμασης της επικράτειας κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου που μόλις ξεκινούσε, ήταν 1.508. Μεταξύ αυτών οι 405 ήταν πεζοί και οι υπόλοιποι 1.103 έφιπποι, ενώ τόνιζε ότι τα έσοδα από τη διαδικασία του acquartieramento για τη χρονιά που προηγήθηκε ήταν 64.414 ρεάλια663.

Η αγγαρεία του acquartieramento διατηρήθηκε καθόλη τη διάρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο. To Μάρτιο του 1701, ο γενικός προβλεπτής των όπλων Giacomo Da Mosto ανέφερε ότι οι χωρικοί κατέβαλαν συνολικά 54.165 ρεάλια για την υποχρέωση της συντήρησης των δραγόνων664, ενώ τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ανέφερε ότι για τον χειμώνα που μόλις ξεκινούσε υπολόγιζε ότι 1.550 δραγόνοι επρόκειτο να τοποθετηθούν στα καταλύματα διαχείμασης, όπου θα συντηρούνταν με αποκλειστική επιβάρυνση των ντόπιων αγροτικών πληθυσμών, οι οποίοι θα πλήρωναν συνολικά 40.302 ρεάλια. Αναλυτικότερα, επρόκειτο να συγκεντρωθούν από τα χωριά 30 λίρες σε μετρητά, 45 λίβρες σιταριού και 120 λίβρες κριθαριού το μήνα. Μάλιστα, ο Da Mosto, υπολογίζοντας σε μετρητά τις ποσότητες δημητριακών που επρόκειτο να λάβουν οι δραγόνοι με βάση τις τρέχουσες τιμές της περιόδου, 17 λίρες για ένα στάρο

(λήμμα: 903, 904) και για τις διοικητικές μεταβολές στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=12939. 660 Το τοπωνύμιο Lithomia σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti με την ίδια μορφή. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 134, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 118. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 256 (λήμμα: 2155). 661 Το τοπωνύμιο Picologi σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Picologli. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 134, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 118. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 382 (λήμμα: 3381). 662 Το τοπωνύμιο Maltizza σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Milizza. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 134, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 118. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. ΒλΠίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 292 (λήμμα: 2503). Στο Λεξικό εκφράζεται η σκέψη ότι το τοπωνύμιο ίσως να ταυτίζεται με την περιοχή Μηλιά Καλαμών. 663 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 850, no 103. 664 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 851, no 8.

224

σιταριού και 7 λίρες για ένα στάρο κριθαριού, ανέφερε ότι το τελικό ποσόν που λάμβανε κάθε δραγόνος μηνιαίως ήταν 4 ρεάλια, 4 λίρες και 20 σολδία665. Από το Σεπτέμβριο του 1702 διαμοιράστηκαν κι εγκαταστάθηκαν στις επαρχίες της Πελοποννήσου 1.554 δραγόνοι666. Τα δεδομένα δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά κατά τα χρόνια που ακολούθησαν. Τον Αύγουστο του 1707, ο γενικός προβλεπτής Angelo Emo ανέφερε ότι οι δραγόνοι που επρόκειτο να εγκατασταθούν στους διάφορους οικισμούς ήταν 1.525 και πως κάθε ένας από αυτούς επρόκειτο να λάβει 21 ρεάλια για τους επτά μήνες της χειμερινής περιόδου, ενώ το συνολικό ποσό που επρόκειτο να συγκεντρωθεί έφτανε τις 32 έως 33 χιλιάδες ρεάλια667.

Στο σύστημα αυτό χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι δραγόνοι δεν διαχείμαζαν συγκεντρωμένοι σε κάποιους ειδικά διαμορφωμένους στρατώνες που θα μπορούσαν να προσφέρουν στρατωνισμό σε ολόκληρους λόχους ή συντάγματα, αλλά, αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, σε μικρά καταλύματα, τα οποία βρίσκονταν σε πολλούς και διαφορετικούς οικισμούς κάθε επαρχίας. Ο αριθμός των καταλυμάτων που δέχτηκαν δραγόνους ήταν αρκετά μεγάλος και, όπως είδαμε, ο διαμοιρασμός τους πραγματοποιήθηκε σε συνάρτηση με τον πληθυσμό των οικισμών. Καθώς οι οικισμοί της Πελοποννήσου δεν ήταν ιδιαίτερα πολυπληθείς, στα καταλύματα αυτά στις περισσότερες περιπτώσεις διέμενε συνήθως μονοψήφιος αριθμός δραγόνων, σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και μόνο ένας, ενώ κάπως μεγαλύτερος εμφανιζόταν ο αριθμός των δραγόνων που ήταν τοποθετημένος σε καταλύματα που βρίσκονταν σε μεγαλύτερους οικισμούς και κωμοπόλεις. Μερικές τέτοιες περιπτώσεις ήταν η Καρύταινα, που είχε τη δυνατότητα να δεχθεί 31 δραγόνους668, ο οικισμός Gierpini στην επαρχία Καλαβρύτων, όπου διέμειναν 34 δραγόνοι669 και το Γεράκι της επαρχίας του Έλους, όπου διέμεναν 20 δραγόνοι670. Τονίζουμε ότι η περιοχή των Καλαβρύτων υπήρξε ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς διέθετε δημόσια κτήρια, κατάλληλα για τη διαμονή έως και 300 δραγόνων671. Η επιλογή των οικισμών, όπου θα τοποθετούνταν οι δραγόνοι, γινόταν από τους ίδιους τους γηγενείς, οι οποίοι λάμβαναν υπόψη τους συγκεκριμένα κριτήρια, όπως ήταν το μικροκλίμα κάθε περιοχής, η ύπαρξη κατάλληλων δημόσιων κτηρίων και κυρίως η

665 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 851, no 19. 666 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 851, no 30. 667 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 573, filza 853, no 34. 668 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.84v-85v. 669 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 146r-v. 670 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 132r-v. 671 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 25r-v.

225

προσβασιμότητα του οικισμού και η απόστασή του από τους υπόλοιπους οικισμούς, ώστε να διευκολύνεται η μεταφορά των τροφίμων όσο το δυνατόν περισσότερο672.

Το Μάρτιο του 1701, ο Giacomo Da Mosto, λόγω της ύπαρξης αυτού του πυκνού δικτύου πολλών και μικρών καταλυμάτων σε πολλές διαφορετικές περιοχές, παρατηρούσε ότι το acquartieramento, ο στρατωνισμός των έφιππων σωμάτων με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε στην Πελοπόννησο, διέφερε σημαντικά από την πρακτική που συνηθιζόταν σε άλλες χώρες, οι οποίες διέθεταν σώματα δραγόνων673. Αυτό συνέβη επειδή, όπως είδαμε, η δημοσιονομική διαδικασία του acquartieramento εφαρμόστηκε προκειμένου να αντικατασταθούν κατά τρόπο επιτυχή, τόσο για το κράτος όσο για τους ίδιους τους αγγαρευεόμενους πληθυσμούς, άλλες υποχρεώσεις που είχαν σχέση με τη συντήρηση των δραγόνων και κυρίως την υποχρέωση των γηγενών να μεταφέρουν ποσότητες τροφίμων από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Πελοποννήσου με ολέθριες συνέπειες για τους χωρικούς674.

Πέρα από τη μέριμνα για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι γηγενείς, η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε, προκειμένου να αντιμετωπιστούν όσο το δυνατόν ταχύτερα συγκεκριμένες ανάγκες του βενετικού κράτους στην νέα κτήση. Προφανής ήταν η ανάγκη για εξεύρεση άμεσης λύσης στο ζήτημα της στέγασης των σωμάτων των δραγόνων από τη στιγμή που δεν υπήρχαν ούτε κατάλληλα διαμορφωμένοι χώροι, ούτε όμως και η δυνατότητα για την άμεση κατασκευή τους. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι κατά την περίοδο της μετατροπής της φιλοξενίας των δραγόνων σε οικονομική αγγαρεία στην Πελοπόννησο υπήρχε σημαντική έλλειψη χρημάτων675. Ο τρόπος που η αγγαρεία είχε εφαρμοστεί μέχρι τη χρονική στιγμή που ο Grimani αποφάσισε να προχωρήσει στη μετατροπή αυτή υπήρξε πρώτιστα αναποτελεσματικός για το ίδιο το βενετικό κράτος. Οι καταχρήσεις, η καταπίεση και η αυθαιρεσία των προηγούμενων συστημάτων του alloggio στα σπίτια χωρικών και η υποχρεωτική αγγάρευση των μεταφορικών ζώων και των ίδιων των χωρικών, εκτός από εξαιρετικά επαχθείς διαδικασίες για τους γηγενείς πληθυσμούς, αποδείχθηκαν και επιζήμιες για τη βενετική διοίκηση: όταν τα σπίτια των χωρικών καταστρέφονταν από τους στρατιώτες, το κράτος έπρεπε να αντιμετωπίσει εκ νέου το πρόβλημα της στέγασής τους· η δε δυσαρέσκεια των χωρικών από τις συνεχείς καταπιέσεις είχαν ως συνέπεια εκείνοι να επιλέγουν τη φυγή και σίγουρα την αποφυγή με κάθε πιθανό τρόπο της απαιτούμενης υποχρέωσης. Η

672A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 25r-v. 673 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 851, no 8. 674 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 30. 675 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 7.

226

διαδικασία του acquartieramento εξασφάλιζε ότι οι δραγόνοι δεν θα διέμεναν πλέον στα σπίτια των χωρικών και για όλους τους παραπάνω λόγους οι δραγόνοι τοποθετήθηκαν στους διάφορους οικισμούς κατά τρόπο που να διασφαλίζει τη συστηματική είσπραξη των οφειλόμενων ποσών676.

Η γεωγραφική εγγύτητα μεταξύ των επιβαρυνόμενων οικογενειών και των δραγόνων ήταν ένα ζητούμενο και έτσι οι δραγόνοι τοποθετήθηκαν στους οικισμούς σύμφωνα με υποδείξεις των ίδιων των χωρικών και κατά τρόπο που οι ίδιοι να διευκολύνονται στη μεταφορά των απαιτούμενων ποσοτήτων δημητριακών και ψωμιού677. Άλλωστε, το μέτρο αυτό προέβλεπε ότι σε σχεδόν κάθε κατάλυμα ανάμεσα στους διαμένοντες δραγόνους θα τοποθετούνταν και κάποιος αξιωματικός ή υπαξιωματικός για τον έλεγχό τους. Στην περίπτωση που σε κάποιους οικισμούς διέμενε ένας εξαιρετικά χαμηλός δραγόνων, 1 ή 2, τότε εκείνοι υπάγονταν στον έλεγχο του βαθμοφόρου που βρισκόταν εγκατεστημένος στον πλησιέστερο προς αυτούς οικισμό678.

Το σύστημα όμως του acquartieramento με τον τρόπο που οργανώθηκε στην Πελοπόννησο εξασφάλιζε και κάτι επιπλέον: την αδιατάρακτη παρουσία του σώματος ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της επικράτειας για διάστημα επτά μηνών κάθε χρόνο. Φαίνεται ότι το σώμα αυτό, εκτός από τα καθήκοντά του στην αντιμετώπιση εξωτερικών κινδύνων, και ειδικά μετά από την κατάργηση του θεσμού των μεϊντάνηδων679, χρησιμοποιήθηκε από τους κυριάρχους ως ένας ακόμη μηχανισμός ελέγχου και εντός των συνόρων της αχανούς νέας τους κτήσης για τη διασφάλιση της τάξης ακόμα και στις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές680. Τουλάχιστον, αυτή ήταν μία

676 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 5. 677 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 38. 678 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 60. 679 Βλ. Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου», σ. 559-560, (Informatione scritta al Eccellentissimo Signor Proveditor General dell’Armi in Regno da Mosto dall’Eccellentissimo Signor Proveditor General Grimani colla cessione della carica). O Grimani σημείωνε για τη δραστηριότητα των Μεϊντάνηδων: «Inutile anzi dannoso l’impiego de Meidani, non solo non tenevano sicure le strade, ma ne meno l’habitationi, e gl’haveri de sudditi, quando il povero soggaceva ad un psantissimo aggravio per il loro mantenimento nelle annuali corrisponsioni, e risentiva inoltre più vivi gl’insulti, e i pregiuditii da medesimi, che dalle molestie de malviventi; soggette alle violenze loro le mogli, e le sostanze sotto l’ombra del pubblico nome; e se tal uno guardava parte del suo territorio, usciva a commetter eccessi nell’altro, essedosi trovato, che tutti i ladtri tetenti, e corretti furono per il più Meidani. Da tali fortissimi motivi fu persuasa la pubblica prudenza d’imponere che si vada supprimendo l’impiego loro, come l’E.V. osserverà nelle Ducali in questo proposito...». 680 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 573, filza 852, no 2. O Antonio Nani το Μάιο του 1703 ανέφερε για τα σώματα των δραγόνων και των Κροατών ιππέων: «Prima però d’incaminarla (ενν. la

227

από τις επιδιώξεις του Francesco Grimani, ο οποίος αναφορικά με τα σώματα των έφιππων στρατιωτών παρατηρούσε: «Mi resta qualche cenno sopra la cavalleria; ella è indispensabilmente necessaria per imprimer rispetto ne confinenti, obbedienza ne sudditi»681. Και πράγματι, πριν ακόμα από την εγκατάστασή τους στις διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, ο γενικός προβλεπτής των όπλων Da Riva συνιστούσε την αποστολή και την εγκατάσταση ενός ισχυρού σώματος δραγόνων στη Στεμνίτσα, καθώς οι κάτοικοί της «συνηθίζουν να χρησιμοποιούν βία»682. Η Στεμνίτσα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους οικισμούς που διέθεταν σταθμό διαχείμασης και δεχόταν -σε ευθεία αναλογία με τον πληθυσμό της- ένδεκα δραγόνους, δηλαδή αριθμό σχετικά μεγάλο683. Σε αρκετές περιπτώσεις οι δραγόνοι συμμετείχαν στη διατήρηση της εσωτερικής τάξης και στον περιορισμό της εγκληματικότητας· αλλά και λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1701, ο Giacomo Da Mosto, γενικός προνοητής των όπλων, έκρινε ότι η παρουσία πεζών δραγόνων στις επαρχίες της Μονεμβασιάς, του Ναβαρίνου και της Γαστούνης θα έθετε ένα όριο στη δράση κακοποιών στοιχείων που διαβιούσαν ανεξέλεγκτοι684.

Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση των οικισμών Isari, Basta και Econovi στο territorio της Καρύταινας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Marco Loredan, οι ενέργειες των κατοίκων τους το 1709 στάθηκαν ικανές να διαταράξουν το εμπόριο ολόκληρης της Μεσσηνίας. Ο προβλεπτής θεωρούσε ότι τα χωριά τους, τα οποία ήταν τότε εξαιρετικά δυσπρόσιτα, αποτελούσαν το ιδανικό καταφύγιο για τους ληστές και ορμητήριο των δραστηριοτήτων τους, κι ενώ επεδίωξε με κάθε τρόπο να θέσει ένα όριο στην κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, στάθηκε αδύνατον να τους ελέγξει. Στην προσπάθειά του αυτή, δεν δίστασε να να αφαιρέσει τη ζωή από κάποια πρόσωπα που θεωρούσε ότι ήταν αρχηγοί τους και εγκέφαλοι των δραστηριοτήτων τους· ούτε αυτό, ωστόσο, επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα και οι βιαιοπραγίες συνεχίζονταν. Ως οριστική λύση αποφασίστηκε ο αφανισμός των οικισμών με πυρπόληση και καταστροφή όλων των οικιών και κτηρίων και ο διασκορπισμός των κατοίκων, ανά

Cavalleria) allo sverno la ripartirò ad’assicurare le strade dall’invasioni di malviventi, che non atterriti per anco dall’essempio di tanti caduti sotto il fulmine della publica giustitia, insorgono in faggia del severo supplico, che gli sovrasta sempre più temerarii e inopportuni. Con il foglio segnato numero 1 mi honoro d’humiliarne à riverito lume dell’EEVV il Piè di Lista, in cui fissandosi l’occhio della sovrana sapienza rileverà con esatta distintione, che tutto il corpo della cavalleria frà Ufficiali e Soldati è composto di mille doicento e dieci, compreso il Reggimento de Crovati formato di trecento vintisei, et il numero di cento trenta cinque Dragoni, che sono à piedi». 681 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών», σ. 494 (Relatione Francesco Grimani). 682 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 155v. 683 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f.84v-85v. 684 A.S.V., Provveditori da Terra e da Μar, b. 572, filza 851, no xviii.

228

τρεις ή τέσσερις οικογένειες, σε άλλους οικισμούς της πεδιάδας της Καρύταινας. Στους χωρικούς αυτούς παραχωρήθηκαν γαίες σε αντικατάσταση εκείνων που υποχρεώθηκαν να αφήσουν πίσω τους. Ταυτόχρονα, η διοίκηση φρόντισε να εγκατασταθεί ένας ολόκληρος λόχος δραγόνων στον οικισμό Cassini, ο οποίος βρισκόταν στο κέντρο της πεδιάδας, με σκοπό οι δραγόνοι αυτοί να ελέγχουν την κατάσταση στην πεδιάδα, όπως είχε διαμορφωθεί μετά από την άφιξη των νέων κατοίκων, και να διασφαλίσουν με κάθε τρόπο ότι εκείνοι δεν θα επιδίωκαν να επιστρέψουν στα χωριά από τα οποία προέρχονταν685.

Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα των προβλεπτών, η παρουσία των δραγόνων διασφάλιζε την ειρήνη για τους γηγενείς προστατεύοντάς τους από τους κακοποιούς, φαίνεται ότι το κράτος δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει τα σώματα αυτά και εναντίον των ίδιων των χωρικών που τα συντηρούσαν όταν κάτι τέτοιο κρινόταν αναγκαίο. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι χωρικοί, πιεζόμενοι από το ασφυκτικό βάρος των υποχρεώσεών τους προς το Δημόσιο επέλεγαν τη φυγή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση κατά την οποία ομάδες χωρικών ή και ολόκληρα χωριά αποπειράθηκαν να διαφύγουν προκειμένου να γλυτώσουν την επαχθέστατη προσωπική αγγαρεία της παροχής χειρωνακτικής εργασίας στις αλυκές του Θερμησίου. Αναφέρεται ότι στις 18 Σεπτεμβρίου του 1699 συνελήφθησαν από τους δραγόνους όλοι οι αγγαρευόμενοι χωρικοί από τον οικισμό Φούρνοι, καθώς και μερικοί άλλοι από τον οικισμό Κρανίδι οι οποίοι, ενώ είχαν την υποχρέωση να παρουσιαστούν στις αλυκές για εργασία, έδειξαν απροθυμία και δεν εμφανίστηκαν στον τόπο εργασίας τους686.

Σε κάποια άλλη περίπτωση, με αφορμή την αποχή αγγαρικών στις αλυκές από τα Μέθανα, η οποία όπως ήταν φυσικό θα είχε σοβαρό αντίκτυπο στην πορεία των εργασιών, πάρθηκαν δραστικά μέτρα: οι δραγόνοι διατάχθηκαν να καταδιώξουν τους απείθαρχους χωρικούς, πολλοί από τους οποίους αναζήτησαν καταφύγιο στα βουνά. Οι Βενετοί για παραδειγματισμό φυλάκισαν τους έξι που κατάφεραν να συλλάβουν. Οι υπεύθυνοι των αλυκών παρατηρούσαν ότι για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας τους κρινόταν απολύτως απαραίτητη η παρουσία των δραγόνων εκεί687.

685 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βεντία αρχείων εκδιδόμεναι», σ. 733-735 (Copia d’Informatione scritta dall’Illustrissimo et Eccellentissimo Signor Marco Loredan, Provveditor General delle armi in Regno all’Illustrissimo et Eccellentissimo Signor Antonio Loredan suo Successore)· A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 574, filza 854, no 18. 686 «Veduta l’ostinata pertinacia delli villici di Forni che non volevano hieri escavare, li feci passare tutti in aresto, come parte di quelli di Cranidi, quali usciti li altri cui soli travagliano». A.S.V., Grimani dai Servi, b. busta 32, fasc. 85, f. 270r. 687 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 497r-v.

229

Έτσι λοιπόν το σύστημα της εγκατάστασης των δραγόνων σε σταθμούς διαχείμασης στο εσωτερικό της χώρας ανταποκρινόταν σε πολλαπλές ανάγκες του βενετικού κράτους με σχετικά χαμηλό κόστος. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, επιβίωσε καθ’ όλη τη διάρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του υπήρξε η σχετική ομοιομορφία ως προς την επιβολή του. Ο αριθμός των δραγόνων που δέχονταν οι επαρχίες για εγκατάσταση ήταν ευθέως ανάλογος προς τον πληθυσμό, ο οποίος καλούνταν ανά οικογένεια να καταβάλλει συγκεκριμένα, παγιωμένα ποσά. Δηλαδή, δεν λαμβάνονταν υπόψη άλλοι παράγοντες, όπως η οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας, η γεωγραφική τοποθεσία κάθε οικισμού και οι δυσκολίες που πιθανά να προέκυπταν από αυτή ή το ύψος της γεωργικής παραγωγής κάθε χρονιάς. Μία πρώτη νύξη σχετικά με το ζήτημα αυτό έγινε το 1708 από το γενικό προνοητή των όπλων Angelo Emo, ο οποίος παρατηρούσε ότι θα έπρεπε να καταρτιστούν νέοι κατάλογοι του acquartieramento, που θα λάμβαναν υπόψη αυτά τα δεδομένα688. Δεν υπάρχουν στοιχεία όμως που να μας δημιουργούν την εικόνα ότι ελήφθησαν τέτοια μέτρα και ότι ο τρόπος εφαρμογής του acquartieramento, γνώρισε, πράγματι, τόσο σημαντικές μεταβολές.

Ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της αγγαρείας του acquartieramento ήταν ότι, παρά τους υπολογισμούς του Grimani, αυτή άφηνε κάποια περιθώρια για εκμετάλλευση των χωρικών και, κατά συνέπεια, δεν έλειψαν τα φαινόμενα αυθαιρεσιών εις βάρος των ντόπιων από την πλευρά των δραγόνων. Καθώς οι αυθαιρεσίες και οι απάτες αυτές είχαν σχέση με την είσπραξη των χρημάτων για το acquartieramento, το κράτος έβγαινε άμεσα ζημιωμένο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να λαμβάνονται τα μέτρα εκείνα που θα προστάτευαν τους χωρικούς από την «ακολασία και την ελευθεριότητα» των δραγόνων, αλλά περισσότερο αναζητούνταν τα μέτρα εκείνα που θα προστάτευαν το κράτος και τα συμφέροντα του Δημοσίου. Το 1704 ο γενικός προβλεπτής Antonio Nani δραστηριοποιήθηκε με σκοπό την καταπολέμηση των καταχρήσεων και των αυθαιρεσιών κατά την είσπραξη των χρημάτων και των ειδών για το acquartieramento. Τόνιζε τη σημασία του να πραγματοποιείται η είσπραξη τους κατά τρόπο μεθοδικό και ελεγχόμενο, προκειμένου το Δημόσιο Ταμείο να έχει το αναμενόμενο κέρδος από την οικονομική αυτή αγγαρεία. Κατά συνέπεια, αποφάσισε ότι η συλλογή των χρημάτων θα πραγματοποιούταν στο εξής από αξιωματούχους ορισμένους από τον ίδιο. Εκείνοι θα έπρεπε να μετρούν συχνά τα συγκεκριμένα ποσά

688 A.S.V., Provveditori da Terra e da Μar, b. 573, filza 853, no 48 και no 53.

230

στο ταμείο και στη συνέχεια οι δραγόνοι θα έπρεπε να λαμβάνουν της αμοιβές τους από το ίδιο ταμείο σύμφωνα με τα όσα όριζαν οι comparti689.

4.6 Οι condotte και το treno.

Ωστόσο, η αγγαρεία του acquartieramento δεν εφαρμόστηκε μονάχα ως μία λύση για το ζήτημα του στρατωνισμού του σώματος των δραγόνων σε αντικατάσταση του alloggio στις επιταγμένες για το σκοπό αυτό οικίες των ντόπιων. Με την εφαρμογή της νέας δημοσιονομικής διαδικασίας καλύπτονταν και άλλες ανάγκες του Δημοσίου αναφορικά με τα σώματα των δραγόνων· ένα μεγάλο ζήτημα στην Πελοπόννησο αφορούσε στις τακτικές μετακινήσεις και μεταφορές του ιππικού. Στα έγγραφα γίνεται τακτικότατα αναφορά στις condotte και μέσα από τις περιγραφές των τοπικών αξιωματούχων γίνεται σαφές ότι αυτές είχαν υπάρξει μία από τις πιο σοβαρές επιβαρύνσεις. Προκειμένου να πραγματοποιηθούν, επιτάσσονταν για προσωπική αγγαρεία οι χωρικοί, καθώς και τα ζώα τους. Οι μεταφορές αυτές αφορούσαν κυρίως στη συνοδεία του σώματος των δραγόνων κατά τις μετακινήσεις τους και τη μεταφορά των αποσκευών τους, αλλά και τη μεταφορά απαραίτητων ειδών για τον επισιτισμό ανθρώπων και ζώων, καθώς και άλλων απαραίτητων ειδών: κριθαριού, αχύρου, ζωοτροφής, ξυλείας κ.ά. Για τις μεταφορές αυτές συνήθως απαιτούνταν πολυήμερα ταξίδια, προκειμένου να διανυθούν μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις από τη μία περιοχή της Πελοποννήσου στην άλλη. Η ζωή και οι γεωργικές δραστηριότητες των αγροτών διακόπτονταν κάθε φορά που υπήρχε ανάγκη και το πρόβλημα ήταν βέβαια πολλαπλάσιο όταν οι αγρότες καλούνταν να εγκαταλείψουν τα κτήματά τους κατά τις σημαντικότερες περιόδους για την αγροτική παραγωγή. Οι υποχρεωτικές αυτές μετακινήσεις γίνονταν ακόμα πιο επαχθείς λόγω και της δριμύτητας των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα και στις οποίες ήταν συχνά εκτεθειμένοι οι χωρικοί, με άμεση συνέπεια την απεριόριστη επιβάρυνση των ίδιων, αλλά και την απώλεια των ζώων τους. Όμως, η πιο αφόρητη συνθήκη κατά τη διάρκεια των ταξιδιών αυτών ήταν η συχνά αυθαίρετη και σκληρή συμπεριφορά των υπεύθυνων για τις μετακινήσεις. Οι συνθήκες αυτές συνδυασμένες είχαν ως συνέπεια οι χωρικοί να επιδιώκουν με κάθε τρόπο να αποφύγουν την επιβάρυνση, γεγονός που τους καθιστούσε ευάλωτους σε κάθε επιτήδειο που επιδίωκε να αποκομίσει προσωπικό όφελος, εκμεταλλευόμενος την αδύναμη θέση τους. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις

689 A.S.V., Provveditori da Terra e da Μar, b. 573, filza 852, no 20.

231

εκείνες, κατά τις οποίες οι χωρικοί εξαπατήθηκαν καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά, προκειμένου να εξαιρεθούν από την αγγαρεία των condotte690.

Με τις νέες ρυθμίσεις, οι οποίες προβλέπονταν από το μέτρο του acquartieramento, έπαυε η υποχρέωση των χωρικών για συμμετοχή σε αυτές τις μεταφορές και τις μετακινήσεις του ιππικού, ενώ αναφερόταν ρητά ότι κανείς δεν είχε το δικαίωμα πλέον να απαιτήσει επιπρόσθετες υπηρεσίες από τους ίδιους και να επιτάξει τα ζώα τους, χωρίς να έχει καταβάλει προηγουμένως ένα χρηματικό ποσό βάσει προκαθορισμένων από τον προβλεπτή τιμών691. Με την εγκατάσταση των δραγόνων στους οικισμούς των χωρικών ή σε κάποιους άλλους όχι μακρινούς της ίδιας επαρχίας, έπαυε να υφίσταται η ανάγκη διεξαγωγής μεγάλων ταξιδιών για τη μεταφορά τροφίμων και η μοναδική υποχρέωση που επιβάρυνε τους χωρικούς ήταν οι τέσσερις λίβρες κριθαριού ή άλλης ζωοτροφής που όφειλαν να καταβάλλουν ημερησίως692. Όσον αφορά στις μετακινήσεις του ιππικού, το treno για τις μεταφορές οργανώθηκε διαφορετικά, δηλαδή κατά τρόπο που δεν απαιτούσε πλέον την επίταξη των αλόγων των ντόπιων. Στους δραγόνους κατά τη διάρκεια της διαχείμασής τους στις διάφορες επαρχίες παραχωρήθηκαν άλογα με την ευθύνη της συντήρησής τους και της διατήρησής τους σε καλή κατάσταση. Τα άλογα αυτά είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν ως cavalli da somma, αλλά και ως cavalli da selle· το σύνολο των αλόγων «χρεωνόταν» σε κάθε λόχο και οι αξιωματικοί είχαν την ευθύνη της επιστροφής τους, ενώ ταυτόχρονα είχαν την υποχρέωση να παρακρατούν ένα μικρό χρηματικό ποσό από τους μισθούς τους ανά μήνα, καταθέτοντας τα χρήματα αυτά ξεχωριστά στο Δημόσιο Ταμείο ως εγγύηση για τα άλογα. Άλλωστε, υπήρχε η μέριμνα ώστε τα άλογα αυτά να μην χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά βαρύ οπλισμού, προκειμένου να αποφευχθεί η καταπόνηση που μία τέτοια εργασία πιθανότατα θα συνεπαγόταν693.

Ο Grimani ήλπιζε ότι με αυτόν τον τρόπο οι στρατιώτες θα αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερη υπευθυνότητα τα άλογα που, όπως είδαμε, στην Πελοπόννησο βρίσκονταν σε μόνιμη έλλειψη, αφού στην ουσία θα ήταν σαν ιδιωτικά. Προκειμένου να υπάρχει έλεγχος και να εξασφαλίζεται ότι τα άλογα δεν θα πωλούνταν ή ανταλλάσσονταν από

690 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών», σ. 471-472, (Relatione Francesco Grimani)· A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 38. 691 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών», σ. 471-472, (Relatione Francesco Grimani)· A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 574, filza 854, no 12. 692 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετίᾳ αρχείων εκδιδόμενται», σ. 538, (Informatione scritta al Eccellentissimo Signor Proveditor General dell’Armi in Regno da Mosto dall’Eccellentissimo Signor Proveditor General Grimani colla pessione della carica). 693 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 850, no 103.

232

τους στρατιώτες, ζητούσε να καταρτίζονται κατάλογοι στους οποίους, εκτός από τα ονόματα των δραγόνων και την ακριβή τοποθεσία της διαμονής τους, απαιτούσε να γίνεται λεπτομερής περιγραφή του αλόγου τους με βάση τη ράτσα ή το χρώμα τους. Έτσι, σε αρκετούς καταλόγους ακριβώς δίπλα από το όνομα κάθε δραγόνου αναφερόταν ο τύπος του αλόγου που βρισκόταν στην ευθύνη τους· συχνότερα επρόκειτο για cavalli a mantello baio, sauro, morel, leardo και, πιο σπάνια, stornello, balzano, falbo694.

Τον Ιούλιο του 1700 τα μεταφορικά άλογα διαμοιράστηκαν στους λόχους και τα συντάγματα των δραγόνων ως εξής:

Segue la nota delli cavalli da basto, che devono mantenire le compagnie di cavalleria al servitio delle loro marchie quali soministrarà il Publico per la biada, in ragione di libre quatro al giorno per cadauno e mesi dieci all’anno, comicnciando da primo agosto prontamente entrante695. Regimento Finitio Compagnia colonnella Ottavio Finitio cavalli 15 detta tenente colonnello cavalli 10 detta tenente colonnello Termes cavalli 10 detta de capitano Castelli cavalli 10 detta del sargente maggior di battaglia cavalli 10 Conte Di Congii detta del tenente colonnello Iseppo cavalli 12 Mercanti 71

Regimento Onigo detta colonnella cavalli 13 detta tenente colonnela cavalli 10 detta del sargente maggior cavalli 10 detta del capitan Onigo cavalli 10 detta del capitan Filipesi cavalli 10 detta del sargente maggior Smachia cavalli 12 65

694 Ενδεικτικά βλ. A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 184r-191v. 695 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 574, filza 854, no 12. Συνημμένο αντίγραφο επιστολής του Francesco Grimani που συντάχθηκε στις 18 Ιουλίου του 1700.

233

Regimento Lattini compagnia colonnella cavalli 13 detta tenente colonnello cavalli 10 detta sargente maggior cavalli 10 detta Gualtieri cavalli 12 detta tenente colonnello Jucari cavalli 10 detta capitan Strel cavalli 12 67

Regimento Medin compagnia Marco Medin cavalli 8 detta Tomaso Medin cavalli 8 detta tenente colonnello Slade cavalli 8 cinque compagnia a cavali sei cavalli 30 54 in tutto 257

4.7 Η rimonta των αλόγων.

Μία ακόμη αγγαρεία που σχετιζόταν με την παρουσία των δραγόνων στην Πελοπόννησο ήταν η rimonta των αλόγων. Ο Κωνσταντίνος Ντόκος έχει συνδέσει την αγγαρεία αυτή με την επίταξη των αλόγων των χωρικών με σκοπό κυρίως την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών, πιθανότατα σε αντικατάσταση των σχετικών απωλειών του ιππικού τους696. Περισσότερες είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη rimonta που οργάνωσε ο Francesco Grimani. Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, στην Πελοπόννησο κατά την εξεταζόμενη περίοδο παρατηρήθηκε σημαντική έλλειψη αλόγων για τα έφιππα σώματα697. Για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού και για την κάλυψη της έλλειψης, ήδη από το Δεκέμβριο του 1696 o γενικός προβλεπτής Agostino Sagredo είχε προτείνει την αγορά 200 νέων αλόγων από το Βασίλειο της Νεαπόλεως. Για την αγορά

696 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», σ. 254-255. 697 Για την έλλειψη των αλόγων βλ. A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 570, filza 847, no 6.

234

του καθενός από αυτά απαιτούνταν 40 ρεάλια και το συνολικό κόστος τους επρόκειτο να επιβαρύνει τους χωρικούς από συγκεκριμένες περιοχές της Πελοποννήσου698.

Το κόστος αυτής της αγοράς, που με έναν πρόχειρο υπολογισμό καταλαβαίνουμε ότι θα ανερχόταν σε 8.000 ρεάλια, επιβάρυνε, σύμφωνα με τις πηγές, τις επαρχίες Καλαμάτας, Ανδρούσας, Ναβαρίνου, Λεονταρίου, Μεθώνης, Κορώνης, Καρίτενας, Φαναρίου και Αρκαδίας από το διοικητικό διαμέρισμα της Μεσσηνίας, τις επαρχίες του Μιστρά, των Χρυσάφων και του Έλους από το διοικητικό διαμέρισμα της Λακωνίας και την επαρχία της Πάτρας από το διοικητικό διαμέρισμα της Αχαΐας. Η αρχειακή σειρά Grimani dai Servi περιλαμβάνει τους καταλόγους κατανομής και αυτής της αγγαρείας699.

Για τον υπολογισμό της οικονομικής επιβάρυνσης θα χρησιμοποιήσουμε το περιεχόμενο δυο καταλόγων από αυτούς. Ο πρώτος αφορά στην κατανομή της οικονομικής αγγαρείας της rimonta στην περιοχή του Ναβαρίνου για τη συγκέντρωση του χρηματικού ποσού ενός μόνο από τα 50 άλογα που επρόκειτο να αγοραστούν με χρήματα του διοικητικού διαμερίσματος της Μεσσηνίας. Από τον πίνακα αυτό, όπου συμπεριλαμβάνονται στοιχεία για τη συμμετοχή της περιοχής και σε άλλες αγγαρείες (έργα Κορίνθου και acquartieramento δραγόνων), παραθέτουμε τα στοιχεία εκείνα που αφορούν στη rimonta, στον αριθμό των οικογενειών που επιβαρύνονταν και στα χρήματα που αυτές κλήθηκαν να καταβάλουν ανά οικισμό. Από τον πίνακα αυτόν συμπεραίνουμε ότι η επιβάρυνση για κάθε οικογένεια ήταν 1 λίρα και 17 σολδίνια700.

Divisione particolare fatta alla presenza del Nobil Huomo Pelegrin Pasqualigo Proveditor in Messenia con l’intervento delli spp. Signori Sindici della Comunità e Vecchiardi delle Ville tutte del territorio di Navarin sopra cadauna delle medesime Ville … cavallo uno di rimonta de Cavalli giusto il comparto universale

698 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 848, no 49. 699 Για την κατανομή της οικονομικής αγγαρείας της rimonta των αλόγων στην περιοχή του Μιστρά βλ. A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 36r-38v. Για την κατανομή της rimonta των αλόγων στις επαρχίες τους διοικητικού διαμερίσματος της Μεσσηνίας οι κατάλογοι είναι οι εξής: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 53r και 71 r. Στον ίδιο φάκελο για την επαρχία της Καλαμάτας f. 54r· για την επαρχία Κορώνης f. 103r-v· για την επαρχία Ναβαρίνου 107r-108r· για την επαρχία Ανδρούσας 113r-114v και 116r-117r· για την επαρχία Αρκαδίας f. 128r-129v· για επαρχία Φαναρίου f. 136r-v· για την κατανομή της οικονομικής επιβάρυνσης στις επαρχίες Μιστρά, Χρυσάφων και Έλους f. 37r-38v. Τέλος, για την κατανομή της οικονομικής αγγαρείας της rimonta των αλόγων στην περιοχή της Πάτρας: A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 78r-79r. 700 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 107r-108r.

235 formato per detta provincia di Messenia e terminato dal Signor Provveditor General delle Armi in Regno701 Ville Fameglie Cavalli Floca no 12 22:4 Musustà no 9 16:13 Agorelizza no 16 29:12 Cassan Agà no 1 1:17 Psilirachi no 3 5:11 Scarminga no 6 11:2 Stelianù no 4 7:8 Cadiraga no 8 14:16 Ligudista no 38 254:12 Cavallaria no 24 44:8 Pispisia no 11 20:7 Platani no 4 7:8 Alicoza no 6 11:2 Curu no 8 14:16 Rustanagà no 5 9:5 Pisaschi picolo no 7 12:19 Sumanagà no 9 16:13 Petrocori no 2 3:14 Iclena no 11 20:7 Papulli no 4 7:8 Cremidi no 7 12:19 Cucunara no 4 7:8 Zaimogli no 9 16:13 Pilla no 4 7:8 Curbei no 6 11:2 Lazaretto no 12 3:14 217 407: -

701 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 107r-108r.

236

Στο δεύτερο κατάλογο που επιλέξαμε να χρησιμοποιήσουμε, παρακολουθούμε το διαμοιρασμό της επιβάρυνσης για την αγορά 50 αλόγων από τις επαρχίες Χρυσάφων, Μυστρά και Έλους Λακωνίας. Ανάλογα με τον πληθυσμό τους, οι οικισμοί συνυπολογίζονταν για την αγορά ενός αλόγου. Για παράδειγμα, βλέπουμε ότι οι οικισμοί Godena (επ. Μυστρά με πληθυσμό 403 κατοίκους / 102 οικογένειες), Gunari (επ. Μιστρά με πληθυσμό 46 κατοίκους / 10 οικογένειες), Calami (υποθέτουμε ότι πρόκειται για τον οικισμό Calali702, επ. Μιστρά με πληθυσμό 42 κατοίκους / 11 οικογένειες), Chiamalaga (επ. Μιστρά με πληθυσμό 2 κατοίκους / 1 οικογένεια), Cozi Cassià, Rizià Guvrachi, Rizia Zaussi (υποθέτουμε ότι πρόκειται για τον οικισμό Zausi, επ. Μιστρά με πληθυσμό 23 κατοίκους / 6 οικογένειες), Riviotissa (επ. Μιστρά με πληθυσμό 88 κατοίκους / 10 οικογένειες) και Cacaves (πρόκειται για τον οικισμό Κακαβάς, επ. Μιστρά με πληθυσμό 17 κατοίκους / 4 οικογένειες)703 όφειλαν σε σύνολο να καταβάλουν το ποσό για ένα άλογο. Αντίθετα, οι κάτοικοι του οικισμού Gerachi της επαρχίας του Έλους, με 1.009 κατοίκους και 241 οικογένειες, όφειλαν μόνοι τους να καταβάλουν το χρηματικό ποσό που ήταν απαραίτητο για την αγορά δύο αλόγων704.

Comparto per cinquanta cavalli che contribuir devono per la rimonta della cavalleria le ville del territorio di Mistra l’anno corrente 1698 S.N. fatto dal signor conte Sarando Leopulo sindico della Communità e degli altri trè costituti che qui sotto si sottoscriveranno in ordine al riverito mandato 15 Febraio corrente dell’Illustrissimo et Eccellentissimo Signor Francesco Grimani proveditor general delle armi in Regno come segue et prima705 La villa Anavreti dovrà contribuire l’importar di cavallo no 1½ Arcassa, S. Basilio, Tarapsa, Curzuna e Brizza cavalli no 1 Affisú, Moru, Zuni, Zolina, Muressi, Zaconi Carava, Babioti, Suvani, Cassan no 1 Effendi Zicura e Magula con i suoi zeugolatii vacalli

702 Το τοπωνύμιο Κάλαλι σημειώνεται με ερωτηματικό. Απαντάται και στη Notizia του Alberghetti ως Calali. Βλ. Pacifico, Breve descrizzione corografica, σ. 132, πρβλ. Ντόκος, «Breve descrittione», σελ. 116. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον οικισμό ή τοποθεσία. Βλ. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, σ. 169 (λήμμα: 1313). 703 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, 1985, σ.283-286. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 308-309. 704 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 36r-38v. 705 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 36r-38v. Ο κατάλογος αυτός έχει εκδοθεί από τον Γεώργιο Βασ. Νικολάου στο άρθρο του: «Ειδήσεις για την επιβολή αγγαρειών στην Provincia di Laconia» κατά την περίοδο της Δευτέρας Βενετοκρατίας», σ. 423-425.

237

Aleuru, Perivoglia, Chenurgio Zeugolatio, Muchologli, Pardali, Cognidizza no 1 Aracova, Fotinu e Barbizza no 1½ Cotizza, Agoriani, Rongosena, Vutianus no 1 Chrissaffà, Supena, Malatrà, Cheffala e Barbassi cavalli no 1 Castagnià, Castri, Braimbassà, Zizori e Muries cavalli no 1 Cumusta cavalli no 1 Collines e S. Erini cavalli no 1 Le due cunupies no 1 Cosma e S.Giorgi no 2 Castagnizza, Zacognia cavalli no 1½ Prasto cavalli no 1½ Dorisa, Sotira, Pogliana, Dipotama, Niocori et Anogia cavalli no 1 Floca, Scura, Saganus, Chidognià, Dranilla cavalli no 1 Goranus, Potamià e Liandina no 1 Paleocori, Camigna e Megochi no 1½ Giozzali, Mari, Carizza, Alupocori no 1 Giorgizzi cavalli no 2 Godena, Gunari, Calami, Chiamalaga, Cosi Cassià, Rizià Guvrachi Rizia Zaussi, no 1 Riviotissa e Cacaves Gerachi cavalli no 2 Levezzova con i suoi zeugolatii no 1 Longastra,Loganico, Sustiani, Zeremi, Mitatova et Anirci (;) no 1 Limbia tre macala no 1 Parori, Tripi, Varzova e Sinabei no 1 Perpegni, Saraffona, Steffanos no 1½ Potamia, Vutiani, Chitorissa e S. Giovani Teologo e Cochinomali no 1½ S. Zuanne, Cheramiò, Lele e Calami no 1½ Soca, Sclavocori, Cassani, Mandra, Leuchi Memicalfa no 1½ Lopesi, Vardognia e Sinabei no 1 Bambacu, Megali Vrissi e Vrestena no 1 Vrondamà, Zilià no 1½ Vergia, Bassarades, Zinzina e Agrianù no 1 Licovuno, Pirmi, Bolovizza, Dafni no 1½ Cutrumbuchia col Terreni di Vruli no 2½ Pissina Chorià no 3 Bardugna con le sue Ville no 1½

238

Elos Scala, Seidali no 1 Leimona e Vuvalia no 1 Baba, Duralli e Stefagniès no 1½ Murtià, Alaimbei, Zassi, Chiamali, Filizzi, Gramussa, Muressi no 1 Suma no 50

Ο κατάλογος αυτός είναι ο μοναδικός ο οποίος αφορά στο διοικητικό διαμέρισμα της Λακωνίας. Παρατηρούμε ότι στην υποχρέωση δεν συμμετείχε η επαρχία της Μονεμβασίας ούτε και οι οικισμοί εκείνοι από την επαρχία της Άνω Μάνης που συμμετείχαν στην υποχρέωση του acquartieramento. Επίσης, οι επαρχίες του διοικητικού διαμερίσματος της Μεσσηνίας υποχρεώθηκαν να διαθέσουν τα χρήματα για την αγορά πενήντα αλόγων συνολικά706. Πέραν του Ναβαρίνου το οποίο, όπως είδαμε, χρεώθηκε με την αγορά ενός αλόγου, οι υπόλοιπες επαρχίες επιβαρύνθηκαν ως εξής: Η Μεθώνη συνέβαλε με την αγορά 1 ακόμη αλόγου707. H Κορώνη υποχρεώθηκε να συμβάλει με την καταβολή χρημάτων για δύο άλογα. Οι οικισμοί Gambria, Cochinu, Cuzzumadhi, Lichissa, Romiri, Trippes, Caicali, Cacorema, Dranga, Lefca, Sunali, Pera, Castagna, Polistari, Cerzi, Misca, Paniperi, Pellecanada, Loi και Fillipachi, υποχρεώθηκαν από κοινού να καταβάλουν τα χρήματα για την αγορά ενός αλόγου. Οι υπόλοιποι οικισμοί, Smailu, Avramio, Cazzali, Castemi, Caracavili, Copsià, Longà, Arapocori, Potamià, Gona, Vunaria, Petriades, Combus, Carocopiò, Mussuli Celeppi, Aidini, Agios Dimitris Catus, Fanari, Ali Chiagià, Botu, Marinù, Armegnus, Cazi Bechiri, Cuzucumetu, Culè, Cadirogli, Agios Dimitris Apanus, Cula, Papara, Catignadhes, Delali, Sarachià, Vassillichi, Sisani, Caplani, Zaiti, Valtuca, Clissura, Comaterò, Corizogli, Bursucogli, Aghiadriades και Castelli, επιβαρύνονταν με την αγορά ακόμη ενός αλόγου. Από την επιβάρυνση αυτή εξαιρέθηκαν ορισμένες οικογένειες από τους οικισμούς Aghiandriades και Castelli708.

Η επαρχία της Ανδρούσας κατέβαλε τα χρήματα για την αγορά 8½ αλόγων. Επιβαρύνθηκαν οι οικισμοί: Nissi, Mavromatti, Carterogli, Gaidurocori, Piperizza, Gurtali, Alli Celeppi, Vromovrissi e Cucurachi, Cassu, Aidini, Anasiri, Allupocori, Burnusi, Drumusi, Lesi, Cassanbassà, Andrussa, Samari, Magnanacò, Drangari, Mustaffabassa,

706 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 71. 707 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 71. Για την επαρχία της Μεθώνης δεν υπάρχει λεπτομερής κατάλογος. 708 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 103r-v.

239

Sapandi, Cuttufari, Draina, Sagarena, Chinigù, Xerocassi, Cheffalinù, Simisa, Zerbissa, Mavromatti Micrò, Streffi, Dara, Spittali, Missuli, Zizori, Vassilada, Licottraffo, Scalla, Zefferemini, Sesa, Melligala, Alliturgi, Milla, Buga, Costantinus, Agrilovuno, Grebeni, Diavolizzi, Monastirachi, Parapugni, Cerota, Licuressi, Garanza, Dissila, Malta, Curt’Agà, Manzari, Sandani, Megalo Sevgollatio, Musta, Spanocori, Zefferagà, Sulachi, Cazzarù, Samu, Ghollemi και Muscà 709.

Η επαρχία της Καλαμάτας υποχρεώθηκε να καταβάλει χρήματα για την αγορά 4 αλόγων. Οι οικισμοί που επιβαρύνθηκαν ήταν οι εξής: Dellimeni, Asisagà, Mures, Paliagà, Asilan Agà, Bastà, Frezala, Veisagà, Paliocastro, Cuzucmani, Durali, Gliotta, Asprocoma, Chierchiesi, Calami, Camari, Bisbardi, Gaidurocori, Vraghatagà, Pidima, Curzogli και Farmisi710.

Η επαρχία του Λεονταρίου όφειλε να καταβάλει τα χρήματα για 11½ άλογα711. Η επαρχία του Φαναρίου υποχρεώθηκε σε οικονομική αγγαρεία για 6 ½ άλογα. Οι οικισμοί που επιβαρύνθηκαν ήταν οι εξής: Agolinizza, Alupocori, Volanza, Macrisses, Piscopirgo, Cagnia, Vrina, Mundrisa, Mati, Togia, Ambaria, Fanari, Calivia, Cuzzochiera, Rassa, Greca, Brumati, Psatia, Platiana, Bisbardi, Ladicù, Zacca, Cutruli, Carazefferi, Carvunari, Xerocori, Combotecra, Zelicca, Truppes, Longò, Clima, Nivices, Zurvanzi, Copanizza, Vervena, Linistena, Marina, Cacaletri, Vandoma, Stassimi, Vandoma, Stassini, Ambegliona, Desga, Castrachi, S.Sosti, Dragumano, Palati, Beci, Lauda, Rovia, Carmi, Matessi, Belussi, Barzi, Cuci, Xerocaritena, Artizza, Dragoi, Sclirù και Andrizzena. Για το σκοπό αυτό, συγκεντρώθηκαν 27½ ρεάλια712.

Η επαρχία της Αρκαδίας επρόκειτο να καταβάλει τα χρήματα που θα αντιστοιχούσαν στην αγορά 10½ αλόγων. Επιβαρύνθηκαν οι οικισμοί: Calasoni, Canalopù, Podogora, Christianu, Moreana, Valta, Panizza, Pirgo, Musachi, Verestia, Saprichi, Pedemenu, Potamia, Vutena, Papagiorgi, Macrena, Assutena, Licudessi, Tripilla, Calogeressi, Cloni, Mali, Dara Calopeda, Lescoviti, Sellà, Lasonatu, Analiti, Sarachinada, Varipombi, Lumi, Artichi, Aitò, Vidhissova, Bodia, Chrissafa, Lopessi, Chiessura, Cazzura, Psaria, Gliata, Dimandra, Mattessi, Drimù, Suliman, Lopi, Ripessi, Vlaca, Pizzà, Agriaglià, Carrà Mustafà, Calichena, Dardessi, Platania, Pavlizza, Gardizza, Smerlina, Vervizza, Flascu, Vresto, Alvena, Barzzeli, Chrissulli, Surza, Triandù, Armegnus, San Zuanne,

709 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 116r-117v. 710 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 54r-v. 711 Για την επαρχία αυτή δεν υπάρχει κατάλογος κατανομής. Βλ στο συγκεντρωτικό κατάλογο της Μεσσηνίας, A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 71. 712 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 136r-v.

240

Cuvella, Sirgi, Mauromati, Raftopulo, Muriatada, Lendecada, Gargagliano, Figliatrà, Strovizzi, Andilalo, Glazza, Angelu, Moftizza, Stupathi, Bischini, Sulani, Agagliani, Vlassada, Siderocastro, Murtato και Vanada. Για το σκοπό αυτό κατέβαλαν 4.201 λίρες713.

Τέλος, η επαρχία της Καρύταινας επιβαρύνθηκε με την οικονομική αγγαρεία για καταβολή των χρημάτων που θα αντιστοιχούσαν στην αγορά 11½ αλόγων. Οι οικισμοί που επιβαρύνθηκαν ήταν οι εξής: Caritena, Andoni, Corogicos, Cares Spilei, Mavria, Basta, Dedebei, Deli Chassani, Chiparissia, Sinanu, Carvunari, Comino, Mersè, Vromosella, Vancu, Casiballi, Chierchiesi, Vlacospori, Piana, Davia, Licuressi Celepi, Garsenico, Agridi, Carnessi, Nimnizza, Pirgo, Comi, Lastà, Curfoxila, Valdesinico, Chierpigni, Glogova, Glanizza, Podogora, Apanu Siriamù, Cavuglia, Cuculistra, Vaclia aios Lià, Xerocarittena, Xerochierpigni, Cortazi, Clivocà, Lopessi, Velimachia, Condorizi, Pagliolongo, Floca, Mosteniza, Nemuta, Monastirachi, Bocovina, Visizi, Arcudorema, Limbovisti, Cora Zacognà, Delli Cassani, Xudevo, Stavri, Belessi, Licuressi Capuzzi, Cacurei, Nasiri, Loti Beci, Zuca, Vrettobua, Alvanizza, Mascari, Fuscari, Cauchlia, Cutusa, Lemus, Vervizza, Scundra, Servu, Licuressi Bodià, Recugni, Cipolli, Mavrades, Bugioti, Sulatica, Sax Sarachini, Papadà, Poluba, Chiripassi, Artosino, Simotei, Turcorafti, Coronù, Beldecu, Seremetù, Enclenova, Buglimeti, Sachinu e Sulla, Geracovuni, Vlacorafti Celepà, Sigovisti, Arviza, Mulachi, Tristena, Chierova, Stemnizza και Coremi. Στον κατάλογο περιλαμβάνονται ακόμα επτά τοπωνύμια, τα οποία όμως είναι δυσανάγνωστα714.

Από το διοικητικό διαμέρισμα της Αχαΐας για την αγγαρεία της rimonta επιβαρύνθηκε μόνο το διοικητικό διαμέρισμα των Πατρών, οι κάτοικοι του οποίου κλήθηκαν να συγκεντρώσουν το χρηματικό ποσό που απαιτούνταν για την αγορά των υπόλοιπων 100 αλόγων. Οι οικισμοί που επιβαρύνθηκαν ήταν οι εξής: Zezevo, Salmenico, Muressi, Vottagni, Aranognizza, Sella, Averna, Siria, Provedo, Longo, Calivia Lidorichiotica, Calandrizza, Cumagni, Calussi, Prevezzo, Candallo, Merogli, Calussi, Issari, Mertena, Lissaria, Mira, Mitopogli, Floca, Comi, Trestena, Cragli, Arcica, Peristera, Caical, Prostovizza, Callongi, Alupocori Trano, Vellimachi, Turcocori, Golemi, Gerveno, Agia Marina, Pirgo, Vellesi, Sparades, Ovira, Vodusa, Mustafa Effendi, Scura, Gaiduriari, Vudeni, Cunaro Castro, Prichistra, Romano, Begulachi, Platagni, Iclena, Pendaimati, Castrizzi, Callivia del Castel, Vutegni Chembala, Dragano, Lumbista, Bardicosta, Pratti, Vallitugni, Masarachi, Pavlocastro, Volla, Lalicosta, Trestena, Buculli, Sulli, Pigliura, Balla, Therianù, Zumbata, Bucura, Mertesa, Alupocori Micro, Gomosto, Apostolù, Beltulca,

713 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 128r-129v. 714 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 177r-178r.

241

Pirnari, Casenessi, Droganu, Sumbassi, Sandamesi, Cangiura, Portes, Meidanades, Combutecra, Michogi και Flocca715.

4.8 Οι semine

Οι semine ή σπορά για εκμετάλλευση του Δημοσίου ήταν ακόμα μία αγγαρεία, η οποία σχετιζόταν με την κάλυψη των αναγκών επισιτισμού των έφιππων σωμάτων των Κροατών Ιππέων και των δραγόνων της Πελοποννήσου. Όπως παρατηρούσε ο Francesco Grimani, τα γόνιμα και μεγάλα σε έκταση λιβάδια της νέας κτήσης θα ήταν σκόπιμο να καταστούν αξιοποιήσιμα. Οι καταλληλότερες εκτάσεις για την εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών βρίσκονταν στο Άργος, στην Τρίπολη, στη Γαστούνη, στο Νησί (σημ. Μεσσήνη) και στο Έλος, οι οποίες βρίσκονταν ήδη σε χρήση και από τις οποίες λαμβάνονταν συνήθως οι απαιτούμενες ποσότητες. Λιγότερο σημαντικές, αλλά αρκετά αξιόλογες και δυνητικά ικανές για την κάλυψη των αναγκών του κράτους όσον αφορά στον επισιτισμό των έφιππων σωμάτων ήταν και οι περιοχές της Κορίνθου, του Λεονταρίου, της Καρύταινας, της Καλαμάτας και της Πάτρας. Στις ευφορότερες από τις εν λόγω εκτάσεις, ο Francesco Grimani πραγματοποίησε εγγειοβελτιωτικά έργα με σκοπό να τις καταστήσει όσο το δυνατόν πιο προσοδοφόρες, χρησιμοποιώντας τους στρατιώτες προκειμένου να μην επιβαρύνει το Δημόσιο Ταμείο, αλλά και να μην επιστρατεύσει τους χωρικούς σε μία ακόμη προσωπική αγγαρεία716.

Οι πληροφορίες μας για τις semine του Δημοσίου, πάντως, αναφέρουν ότι οι περιοχές που τελικά χρησιμοποιήθηκαν ήταν εκείνες του Μυστρά, του Νησίου (σημ. Μεσσήνη) και της Κορίνθου. Τον Ιανουάριο του 1698 σε επιστολή του προς την κεντρική διοίκηση της Βενετίας ο Francesco Grimani κατέστησε υπεύθυνο τον έκτακτο προβλεπτή Da Riva για τη συγκέντρωση 139 στάρων στιαριού και 259 κριθαριού από το Νησί·τον έκτακτο προβλεπτή Loredan για τη συγκέντρωση 600 στάρων κριθαριού από την περιοχή της Κορίνθου και τον Magno, τοπικό διοικητή στην περιοχή της Λακωνίας για τη συγκέντρωση 168 στάρων κριθαριού από το Μυστρά.717.

Ο Grimani πρότεινε και την επανεισαγωγή μίας μεθόδου για τη σπορά του Δημοσίου, η οποία φαίνεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενες περιόδους, πριν

715 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 78r-79r. 716 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών», σ. 498, (Relatione Francesco Grimani) και σ. 536 (Informatione scritta al Eccellentissimo Signor Proveditor Genera dell’Armi in Regno da Mosto dall’Eccellentissimo Signor Proveditor General Grimani colla pessione della ricarica). 717 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 63.

242

από την έλευση των Βενετών. Επρόκειτο για το αποκαλούμενο paraspori. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, στους χωρικούς παραχωρούνταν εκτάσεις γης με τη συμφωνία ότι οι ίδιοι θα καλλιεργούσαν σιτάρι και κριθάρι με δικά τους έξοδα προς όφελος των ιδιοκτητών της γης. Ο Grimani έκρινε ότι το paraspori, με την αξιοποίηση των μη καλλιεργημένων εκτάσεων του Δημοσίου, θα μπορούσε να αποδειχθεί ακόμα πιο επικερδές718. Για το σύστημα των semine δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες. Από τον πίνακα που ακολουθεί, μπορούμε να αντλήσουμε κάποιες πληροφορίες σχετικά με το μηχανισμό της επιβολής του στην επαρχία της Ανδρούσας:

Nota delle ville del territorio d’Andrussa che si cotentano à ricevere la sottoscritta summa di grano per seminarlo delle proprie ville per conto publico719 Formento Orzo stara stara Villa Nisi 40 - detta Zeferemini 8 8 detta Mavromati 10 - detta Signiza 7 - detta Andrussa - 3 detta Lesi 2 - detta Alupocori - 6 detta Vasilada - 3 detta Misuli - 1 detta Spitali - 3

718 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία αρχείων εκδιδόμενται», σ. 510 (Relatione Francesco Grimani). Ανέφερε ότι «Anche il Paraspori darebbe alla Serenità Vostra un’utile di consideratione. Prima che il Regno cadesse sotto il suo glorioso dominio costumavano i Possessori de Beni dar a villici qualche portione di Terreno, perchè vi seminassero e raccogliessero formento et orzo a proprie spese, ma a provecchio de Patroni, e questo si chiamava il Paraspori. Se ne contentavano per civanzo de Particolari, tanto più volentieri vi concorrerebbero per servitio del Principe. Io ho introdotte le semine per conto di Vostra Serenità con l’assistenza dell’ Illustrissimi Rappresentanti e riuscirono vantaggiose a quel segno che già riffersi. Più vantaggioso ancora riusciria il Paraspori suddetto nell’assegnare (ανάθεση) per tal’effetto ad ogni villaggio quel terreno incolto che bastar potesse a misura degli habitanti. Ma perchè le fraudi non mancano ove intervienne il publico interesse, compliria, quando però vi assentissero i Paesani, accordar seco loro forma la summa del grano che rendere dovesse annualmente il Paraspori medesimo, onde fosse per haversi sicuro l’intiero bisogno al nutrimento della Cavalleria e delle truppe senza la spesa del molto formento et orzo che hora vi si ricerca.». Βλ. και A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 30. 719 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 5r-v. Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία του καταλόγου κατανομής.

243 detta … - 8 detta Megalo Seugolatio - 5 detta Curtaga - 3 detta … 7 - detta Sandagni - 5 detta Parapugni - 4 detta Constandinus 10 10 detta Diavolizi - 8 detta Manzari 3 - detta Meligala 12 - detta Cazaru e Samu 10 - detta Aliturgi - 2 detta Musta 3 - detta Sulachi 4 - detta Spanocori 4 - detta Buga - 5 detta Agrilovuno 5 5 detta Sela - 4 detta Golemi - 2 detta Zizori 10 - detta Casambassa 5 - detta Burnasi 2 - detta Durmussi 2½ - detta Anasiri 4 - detta Vromovrissi 6 - detta Cassu 2 - detta Aidini 4 - detta Curachi 2 - detta Cantarogli 7 - detta Gaidurocori 6 - detta Licotrafo 2 - 177 86

244

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε ότι η δέσμη αγγαρειών oι οποίες σχετιζόταν με την παρουσία του σώματος των έφιππων στρατιωτών στην Πελοπόννησο καθόλη τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας υπήρξε η πλέον επαχθής επιβάρυνση της εποχής. Παρατηρούμε ότι, είτε με τη μορφή προσωπικών αγγαρειών, είτε -κυρίως- με τη μορφή της οικονομικών επιβαρύνσεων, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Francesco Grimani ο στρατωνισμός και η συντήρηση των δραγόνων ήταν ένα ζήτημα που απασχόλησε συστηματικά ολόκληρη την επικράτεια με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως θα δούμε στη συνέχεια της εργασίας μας. Παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς διατυπώθηκαν κάποιες σκέψεις σχετικά με τροποποιήσεις που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, η εικόνα που μας δημιουργείται μέσα από τη μελέτη των πηγών είναι ότι δεν υπήρξαν σημαντικές μεταβολές στα χρόνια που ακολούθησαν.

Το σύστημα αυτό επιβίωσε, διότι εξασφάλιζε στο βενετικό κράτος τη δυνατότητα να διατηρεί με ελάχιστο κόστος σε απόλυτη ετοιμότητα τα σώματα των δραγόνων και των Κροατών ιππέων, καθιστώντας τα μάλιστα όσο το δυνατόν πιο ευέλικτα, εφόσον διέθεταν άλογα ακόμα και κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών. Ταυτόχρονα, μέσω των δημοσιονομικών αυτών μέτρων, η Βενετία αντιμετώπισε το οξύ ζήτημα της έλλειψης αλόγων, αλλά και του επισιτισμού τους χωρίς επιβάρυνση του Δημόσιου Ταμείου. Οι χωρικοί κλήθηκαν να καταβάλουν τα χρήματα για την αγορά τους μέσω της rimonta και, στη συνέχεια, επιβαρύνθηκαν με τη συντήρησή τους. Επιπρόσθετα, το κράτος ασκούσε έλεγχο και διασφάλιζε ότι ο αριθμός των αλόγων θα διατηρούνταν στο ακέραιο, καθιστώντας υπεύθυνους τους δραγόνους, στο όνομα των οποίων χρεώνονταν τα άλογα, απαιτώντας και την κατάρτιση καταλόγων, οι οποίοι θα περιελάμβαναν, εκτός από τον αριθμό των ζώων αυτών, την ακριβή περιγραφή τους. Με τον τρόπο αυτό, δινόταν στους δραγόνους ένα κίνητρο να τα αναλάβουν τη φροντίδα τους ενεργά, ενώ δημιουργούνταν και σοβαρά εμπόδια και περιορισμοί στην επιδίωξή τους να τα ανταλλάσσουν ή να τα πωλούν. Προκειμένου, άλλωστε, να διασφαλιστεί ότι σε καμία περίπτωση το κράτος δε θα ζημιωνόταν, ο προβλεπτής καθιστούσε υπόλογους και τους αξιωματικούς - επικεφαλής των λόχων, οι οποίοι υποχρεώνονταν να συγκεντρώνουν χρηματικά ποσά που θα χρησιμοποιούνταν ως εγγύηση στην περίπτωση απώλειας αλόγων.

Ένα ακόμα ζήτημα που ρυθμίστηκε ήταν και το ζήτημα των marchie, δηλαδή των μετακινήσεων των λόχων και των συνταγμάτων των δραγόνων, καθώς και της οργάνωσης της απαραίτητης συνοδείας για την κάλυψη των μεταφορικών τους αναγκών. Με τα άλογα που χορηγούνταν στους δραγόνους οργανωνόταν το treno, γεγονός που έθετε τέλος στην επιζήμια πρακτική της αγγάρευσης των γηγενών και της

245

επίταξης των αλόγων τους, που είχε ολέθριες συνέπειες για τους ίδιους και δημιουργούσε δυσχέρειες στις μετακινήσεις των σωμάτων αυτών. Μέσω των semine του Δημοσίου διασφαλίστηκε ότι θα υπήρχε επαρκής ποσότητα σιτηρών και για τους θερινούς μήνες.

Με την λήψη των μέτρων αυτών η Βενετία εξασφάλισε την παραμονή στην Πελοπόννησο ενός μισθοφορικού σώματος, το οποίο με τη σταθερή του παρουσία σε κάθε σημείο της επικράτειας λειτουργούσε επικουρικά στη διαφύλαξη της εσωτερικής τάξης, ειδικά μετά την κατάργηση του θεσμού των μεϊντάνηδων, ασκώντας έλεγχο και βάζοντας όρια στις διάφορες απάτες εις βάρος των χωρικών, οι οποίες όμως αποδεικνύονταν επιζήμιες κυρίως για το βενετικό Δημόσιο. Στις αναφορές και τις επιστολές τους, οι τοπικοί αξιωματούχοι δεν έπαυαν να αναφέρονται στην ελάφρυνση και στην ανακούφιση που επέφεραν τα μέτρα αυτά στους γηγενείς που είχαν την υποχρέωση να τα υποστούν, σε σχέση με τη χαοτική κατάσταση που επικρατούσε κατά τα πρω τα χρο νια της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο, κατά την οποία οι χωρικοί έχαναν τα σπίτια τους και τα ζώα τους εξαιτίας των συχνών επιτάξεων και έπεφταν θύματα ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς από την πλευρά κάθε προσώπου που διέθετε κάποιου είδους εξουσία και της έκνομης δραστηριότητας διάφορων κακοποιών στοιχείων που λυμαίνονταν την αχανή νέα κτήση. Δεν είναι βέβαια άγνωστο ότι οι Βενετοί κυρίαρχοι έκριναν συμφερότερο, μέσα στις ασταθείς πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής και με μόνιμη την οθωμανική απειλή, ο ντόπιος πληθυσμός να είναι στοιχειωδώς ικανοποιημένος από τη βενετική διοίκηση. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι κύριο μέλημά τους δεν έπαψε να είναι η εξυπηρέτηση των οικονομικών και διοικητικών αναγκών και ότι με τη δέσμη οικονομικών, κυρίως, αγγαρειών που επέβαλε ο Grimani αντιμετωπίστηκαν πολλαπλά ζητήματα και καλύφθηκαν πολλές ανάγκες του Δημοσίου με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.

246

5. Η αγγαρεία σε δημόσια έργα στρατιωτικής κυρίως υποδομής (fabriche).

Μία από τις αγγαρείες που επιβάρυναν τα κατώτερα αγροτικά στρώματα της Πελοποννήσου ήταν εκείνη που σχετιζόταν με την υποχρεωτική παροχή υπηρεσίας στα έργα στρατιωτικής κυρίως υποδομής, δηλαδή σε εκείνα που αφορούσαν στη συντήρηση και την αποκατάσταση των οχυρώσεων για την άμυνα και την προστασία από τις οθωμανικές επιδρομές.

Μετά την απώλεια της Κρήτης, η Πελοπόννησος ως νέα μεγάλης έκτασης κτήση της Γαληνοτάτης στον ελλαδικό χώρο απέκτησε ξεχωριστή βαρύτητα για τα συμφέροντά της στην περιοχή του Αιγαίου. Για το λόγο αυτό η άμυνά της υπήρξε το κύριο και βασικό μέλημα της βενετικής Συγκλήτου. Άμεσα, και μέσα σε ένα κλίμα γενικής ανασυγκρότησης, στάλθηκαν στην Πελοπόννησο ικανότατοι μηχανικοί, προκειμένου να μελετήσουν τις δυνατότητες και τον τρόπο δημιουργίας ισχυρών και αποτελεσματικών οχυρώσεων.

Κατά τα πρώτα εκείνα χρόνια της κυριαρχίας της στη νέα της κτήση, η Βενετία δεν εξέταζε το ενδεχόμενο της αποκατάστασης και της χρησιμοποίησης του συνόλου των αμυντικών οχυρών της Πελοποννήσου. Άλλωστε, μία τέτοια προσδοκία δε θα ήταν ρεαλιστική και σύμφωνη με τις οικονομικές και στρατιωτικές δυνάμεις της Βενετίας, ούτε όμως και σύμφωνη με τις αμυντικές ανάγκες της εποχής. Για τους λόγους αυτούς, οι Βενετοί αρκέστηκαν στο να ενισχύσουν αμυντικά συγκεκριμένες θέσεις, πραγματοποιώντας εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης στα οχυρά που θεωρούσαν πιο κρίσιμα, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Είναι γνωστό ότι η Πελοπόννησος, σε όλα τα διοικητικά της τμήματα, διέθετε ένα εντυπωσιακότατο δίκτυο αμυντικών κατασκευών: ακροπόλεις, φρούρια και κάστρα που κτίστηκαν είτε από τους Βυζαντινούς, τους Φράγκους, τους Οθωμανούς ή και τους ίδιους τους Βενετούς, είτε πολύ παλαιότερα, στην κλασσική ή στη ρωμαϊκή εποχή, και χρησιμοποιήθηκαν επισκευασμένα από τους μετέπειτα κυριάρχους.

Παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι κατασκευές αυτές, μία λεπτομερής περιγραφή στο σύνολό τους δεν είναι το ζητούμενο αυτής της εργασίας. Αξίζει όμως να γίνει μία απαρίθμηση κάποιων από τα πιο γνωστά ανά περιοχή, προκειμένου στη

247

συνέχεια να εστιάσουμε σε εκείνα τα αμυντικά οχυρά, στα οποία βασίστηκαν οι Βενετοί για την άμυνα της Πελοποννήσου συγκεντρώνοντας όλες τους τις προσπάθειες και δυνάμεις και τα οποία διαδραμάτισαν κάποιο σημαντικό ρόλο κατά την εποχή που μας ενδιαφέρει.

Η περιφέρεια της Κορινθίας, δηλαδή το τότε διοικητικό διαμέρισμα της Ρωμανίας (provincia di Romania, territorio di Corinto), αποτέλεσε επίκεντρο κατά κάποιο τρόπο των αμυντικών προσπαθειών της Βενετίας. Στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν σημαντικά αμυντικά οχυρά: Ακροκορίνθου, Εξαμιλίου, Πεντεσκουφίου, Βασιλικών, Αγ. Βασιλείου, Αγινορίου, Αγγελοκάστρου, Αγ. Γεωργίου Πολυφέγγους, Φενεού, Ταρσού και Ξυλοκάστρου720. Οι Βενετοί επεδίωξαν να εκπονήσουν μικρής έκτασης επισκευαστικά έργα σε κάποια από αυτά. Ωστόσο, έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στην αμυντική γραμμή οχυρώσεων που διερχόταν από τον Ακροκόρινθο και η οποία εκτεινόταν από το Λέχαιο κατά μήκος των Ονείων ορέων, πραγματοποιώντας πολυετείς εργασίες μεγάλης κλίμακας721.

Παραμένοντας στο διοικητικό διαμέρισμα της Ρωμανίας (provincia di Romania, territorio di Napoli di Romania), δηλαδή στην περιοχή της σημερινής Αργολίδας, τα πιο σημαντικά οχυρωματικά έργα που διασώζονται μέχρι σήμερα είναι τα ακόλουθα: Άργους, Ναυπλίου, Ξεροκαστελλίου, Δρεπάνου, Λιγουρίου, Πιάδας, Ερμιόνης, Θερμησίου, Δαμαλά, Φαναρίου, Μύλων (Λέρνης), Κυβερίου, Μουχλίου και Καταφυγίου- Κανδήλας722. Από τις πηγές είναι γνωστό ότι σημαντικό ρόλο για την άμυνα της Πελοποννήσου επί Βενετών διαδραμάτισαν τα φρούρια του Ναυπλίου και δευτερευόντως του Άργους723. Αντίθετα, στη σημερινή περιοχή της Αρκαδίας, ενώ διασώζονται σημαντικά οχυρά (Άστρους, Λεωνιδίου, Λίμπιας, Καστάνιτζας-Πραστού- Ρέοντος 204, Νικλίου Τριπόλεως, Νεστάνης-Τσιπιανών, Αγγελοκάστρου, Λάστης- Καμινίτσας, Αργυροκάστρου, Βαλτετσινίκου, Άκοβας, Βουτσίου, Δαβιάς, Τρικόρφων, Πιάνας, Δημητσάνας, Βουφαγίου, Καρυταίνης, Ασέας, Αγ. Γεωργίου Σκορτών (Λυκόσουρας), Κουρουνιού, Βελιγοστής, Λεονταρίου, Αγ. Γεώργιος Καλτεζών, Παλιόπυργος-Πελάνης, Χελμού (Βελεμίνας), Ρουπέλης-Σίλυμνας-Δυρραχίου) 724, φαίνεται ότι δεν υπήρξε κάποιο που να κρίθηκε ότι ήταν αντίστοιχης σημασίας και οι Βενετοί έστρεψαν την προσοχή τους σε άλλες περιοχές.

720 Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, σ. 57-80. 721 Andrews, Castles of the Morea,σ. 135-145. 722 Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, σ. 81-128. 723 Andrews, Castles of the Morea, σ. 90-105 και 106-115 αντίστοιχα. 724 Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, σ. 195-248.

248

Στην περιοχή της σημερινή Λακωνίας μεταξύ των φρουρίων Παλαιοπύργου, Αναλήψεως, Τούρνου, Λογγανίκου, Λυκοκάστρου, Βορδώνιας, Καστρίου, Μυστρά, Γερακίου, Μπαρδούνιας, Πασσαβά, Κελεφά, Μάνης-Τηγάνι, Ωρηάς, Πόρτο Κάγιο, Ασωπού, Μονεμβασίας725, αυτά που κρίθηκαν ότι ήταν μεγαλύτερης σημασίας ήταν εκείνα του Μυστρά, της Κελεφάς και της Μονεμβασίας, που την εποχή εκείνη υπάγονταν στο διοικητικό διαμέρισμα της Λακωνίας (provincia di Laconia, territorio di Mistra-territorio di Alta Maina-territorio di Malvasia) 726.

Στην περιοχή της σημερινής Μεσσηνίας υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός οχυρώσεων: Σιδηροκάστρου, Δημάτρας, Αρκαδιάς, Αητού-Σκάλας-Αρχαγγέλου- Γρεμπένης, Ιωαννίνων-Λόϊ-Μιλέ, Γαρδικίου, Βουλκάνου, Πηδήματος, Θουρίας, Ανδρούτσης, Καλαμάτας, Μαντινείας, Μιλιπύργου, Γιαννίτσας, Ζαρνάτας, Γραμπιλλιάς, Λεύκτρου, Παλαιού Ναυαρίνου, Νέου Ναυαρίνου, Μεθώνης, Κορώνης, Αγ. Σωτήρος και Μήλα727. Μεταξύ των πιο σημαντικών από αυτές είναι εκείνη της Ζαρνάτας, που την εποχή εκείνη υπαγόταν στο διοικητικό διαμέρισμα της Λακωνίας (provincia di Laconia, territorio di Alta Maina), καθώς και οι οχυρώσεις της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), της Καλαμάτας, του Παλαιού Ναβαρίνου, του Νέου Ναβαρίνου, της Μεθώνης και της Κορώνης, που υπάγονταν διοικητικά στο διαμέρισμα της Μεσσηνίας (provincia di Messenia, territorio di Arcadia - territorio di Calamata - territorio di Navarin - territorio di Modon - territorio di Coron αντίστοιχα) 728.

Σημαντικός αριθμός οχυρών υπάρχει στο σημερινό νομό Ηλείας: Κουνουπέλι, Γλαρέτζας, Χλεμουτσίου, Περιγαρδίου, Σταμιρού, Βουνάργου-Ρέντας, Ωλένης, Γουμέρου, Χελιδονίου, Ποντικού, Όχιάς, Αβολανίτσης, Πιγκρίας, Αρακλώβου, Σμέρνας, Κούμπας, Αλβαίνας, Λινίσταινας, Αγ. Ελένης, Μουντρίτζας, Γλάτσας, Στροβιτσίου (Λεπρέου), Κρισταίνων και Γαστούνης - Φρανκαβίλλης729. Μεταξύ των οχυρών αυτών οι Βενετοί φαίνεται πως έδωσαν κάποια βαρύτητα σε εκείνο του Χλεμουτσίου (Castel Tornese), που υπαγόταν στο διοικητικό διαμέρισμα της Αχαΐας (provincia di Acaia, territorio di Gastugni) και γι’ αυτό οι αναφορές που αφορούν σε αυτό είναι αρκετές730.

725 Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, σ. 355-391 726 Andrews, Castles of the Morea, για τις οχυρώσεις του Μυστρά βλ. σ. 159-182, της Κελεφάς σ. 36- 39, της Μονεμβασίας σ. 192-210. 727 Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, σ. 305-354. 728 Andrews, Castles of the Morea, για τις οχυρώσεις της Αρκαδίας βλ. σ. 84-89, της Ζαρνάτας σ. 24- 27, της Καλαμάτας σ. 28-35, του Παλαιού Ναβαρίνου σ. 40-48, του Νέου Ναβαρίνου σ. 49-57, της Μεθώνης σ. 58-83 και, τέλος, της Κορώνης σ. 11-23. 729 Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, σ. 252-304. 730 Andrews, Castles of the Morea, σ. 146-158.

249

Τέλος, ένας σημαντικός αριθμός μεσαιωνικών φρουρίων και οχυρώσεων διασώζονται και στην περιοχή της Αχαΐας: Διακοφτού, Αιγίου (Βοστίτσας), Λιστρίνας, Σαλμενίκου, Ρίου, Πατρών, Καταφυγίου, Πουρναρόκαστρου, Σαραβάλι, Πύργου Δάσους, Σιδηροκάστρου, Πεδιάδος Πατρών, Σαϊνοκάστρου, Παυλοκάστρου, Πύργου Καμενίτσης, Φαναρίου Μάλτας, Αγγελοκάστρου, Ριόλου, Φουστένων, Άρλας, Γυφτοκάστρου (Φλόκας), Μιτοπόλεως, Σανταμέρι, Πόρτες, Σκιαδά, Νοτενών Γρεβενού, Χαλανδρίτσης, Καλαβρύτων, Τρεμουλά, Ψωφίδος, Αβρότι-Πάου και Νοτ. περιοχής Καλαβρύτων731. Σημαντικά για την άμυνα της Πελοποννήσου επί Βενετών ήταν αυτά του Ρίου (Castel di Morea) και δευτερευόντως των Πατρών, τα οποία την εποχή εκείνη υπάγονταν στο διοικητικό διαμέρισμα Αχαΐας (provincia di Acaia, territorio di Patrasso)732.

Οι Βενετοί αξιολόγησαν ποια από τα φρουριακά αυτά συστήματα θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κάποιο σημαντικό ρόλο για την άμυνα και προχώρησαν στις απαιτούμενες εργασίες συντήρησης και εκσυγχρονισμού τους, εφόσον το έκριναν απαραίτητο. Σκοπός τους ήταν να καταρτίσουν ένα ρεαλιστικό σχέδιο αντιμετώπισης των πολεμικών αναγκών τους που θα ήταν αποτελεσματικό, πραγματοποιήσιμο και που δε θα τους εξαντλούσε οικονομικά. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν λίγα τα φρούρια εκείνα, στα οποία διατηρήθηκε η παλιά τους μορφή. Αυτό συνέβη κυρίως στις περιπτώσεις των οχυρώσεων όπου οι συνθήκες καθιστούσαν περιττές τις εργασίες εκσυγχρονισμού τους και μετάβασής τους στη νέα αμυντική εποχή. Επρόκειτο για τείχη πόλεων και κάστρα που είχαν οικοδομηθεί σε δυσπρόσιτα, ορεινά κυρίως σημεία, όπου η μεταφορά και χρήση κανονιών από τους επιτιθέμενους θα ήταν αδύνατη και η διαφορά ύψους μεταξύ επιτιθεμένων και αμυνομένων προσέφερε σαφώς μεγαλύτερο βεληνεκές στους δεύτερους, ή για παραθαλάσσια οχυρά ή και τμήματα οχυρών. Εγκαταλείφθηκαν, επίσης, τα φρούρια εκείνα των οποίων η προσαρμογή κρίθηκε ασύμφορη λόγω κόστους, θέσης ή μετατόπισης ενδιαφέροντος σε κάποιο άλλο οχυρό της περιοχής. Αντίθετα, σε φρούρια και οχυρωματικά συστήματα όπως εκείνα της Κορίνθου, του Ναυπλίου, της Μονεμβασίας, της Ζαρνάτας, της Κελεφάς, της Μεθώνης, της Κορώνης, της Αρκαδιάς, του Παλαιού Ναβαρίνου και του Ρίου, οι Βενετοί επιδίωξαν να πραγματοποιήσουν μετασκευές ή ανακατασκευές στο σύνολο της οχύρωσης ή σε περιορισμένα τμήματα τα οποία κρίθηκαν ιδιαίτερα ευάλωτα, ενώ σε αρκετές

731 Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, σ. 129-194. 732 Andrews, Castles of the Morea, σ. 130-134 και 116-129 αντίστοιχα.

250

περιπτώσεις προχώρησαν σε βελτιώσεις των υφιστάμενων υποδομών με απλή προσθήκη τμημάτων και μεμονωμένων στοιχείων733.

Οι μετατροπές αυτές είχαν ως σκοπό την προσαρμογή των υφιστάμενων οχυρώσεων με γνώμονα τις αρχές του «προμαχωνικού συστήματος», που επηρέαζε τη χάραξη, το σχεδιασμό και την κατασκευή των οχυρωματικών έργων της περιόδου και το οποίο είχε διαδοθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη λόγω των αναγκών που είχαν προκύψει μετά την εισαγωγή και τη διάδοση της χρήσης της πυρίτιδας από τα μέσα του 15ου αιώνα. Οι αρχιτεκτονικές προσθήκες και μετατροπές που έγιναν από τους Βενετούς στα προϋπάρχοντα οχυρά της Πελοποννήσου αποτέλεσαν το αντικείμενο μελέτης εξειδικευμένων επιστημόνων και δεν είναι σκοπός της εργασίας αυτής μία περιγραφή των κατασκευών αυτών. Θεωρούμε όμως ότι, προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι αμυντικές επιδιώξεις των Βενετών, καθώς και η έκταση των εργασιών που επεδίωξαν να πραγματοποιήσουν στα φρούρια της Πελοποννήσου, είναι σκόπιμο να συμπεριλάβουμε εδώ τις βασικές αρχές και τα κύρια χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού734.

Η βασική επιδίωξη στο σχεδιασμό των φρουρίων βάσει του «προμαχωνικού» συστήματος ήταν η παραμονή του εχθρού σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τα τείχη. Προκειμένου αυτό να γίνει εφικτό προβλεπόταν η διάνοιξη τάφρου, η κατασκευή έντονα προβεβλημένων από τη γραμμή του τείχους προμαχώνων, η ελαχιστοποίηση της έκθεσης του τείχους στα εχθρικά πυρά και, τέλος, η ενίσχυση των τειχών ώστε να αντέχουν τα βλήματα χωρίς να διαλύονται. Η χάραξη φρουρίων κατά το σύστημα αυτό θεωρητικά προέβλεπε εξάγωνη κάτοψη του οχυρού. Στην περίπτωση της Πελοποννήσου δεν ήταν εφικτό να ακολουθηθεί απόλυτα αυτό το αρχιτεκτονικό σχέδιο για διάφορους λόγους που θα επισημανθούν στη συνέχεια. Στις γωνίες του πολυγωνικού τείχους τοποθετούνταν οι χαμηλοί, ογκώδεις προμαχώνες (bastioni, baluardi, belovardi), που εξείχαν κατά 30-50 μ. από τη γραμμή του τείχους και οι οποίοι υπήρξαν η βάση και το σύμβολο της φρουριακής αρχιτεκτονικής της εποχής. Είχαν πενταγωνική κάτοψη: οι δύο εξωτερικές πλευρές, παράλληλες με τις πλευρές του τείχους που κάλυπταν, ονομάζονταν μέτωπα (fronti, faccie ή cortine). Τα τμήματα που

733 Κάστρων Περίπλους = Castrorum Circumnavigation, σ. 35-59· Στεριώτου, «Ένας διάλογος σχετικός με την κατασκευή των φρουρίων (fortezze)», σ. 107-111. 734 Για την εφαρμογή του προμαχωνικού συστήματος και για τα οχυρωματικά έργα κατά τη Β΄ Βενετοκρατία βλ. κυρίως Andrews, Castles of the Morea, σ. 13· Στεριώτου, «Υλικό περιβάλλον και δημόσια έργα στον ελληνικό χώρο», η ίδια «Ένας διάλογος»,· η ίδια, «Η εξέλιξη του “προμαχωνικού συστήματος” στις οχυρώσεις της Ελλάδας»· Marchesi, Fortezze veneziane 1508-1797· Κάστρων Περίπλους, σ. 35-55· L’architettura militare veneta del Cinquecento.

251

συνέδεαν τα μέτωπα με το τείχος ονομάζονταν πλευρά (fianchi). Τα καίριας σημασίας πλευρά διακρίνονταν σε δύο τμήματα: (α) το εξωτερικό (spalla), το οποίο μπορούσε να έχει ορθογωνική (mussone, rette, squadra) ή ημικυκλική μορφή (orecchione), και (β) το εσωτερικό (μεταξύ της spalla και του τείχους), σε εσοχή για την προστασία από τη spalla, γνωστό ως χαμηλή πλατεία (piazza bassa ή casamatta del fianco), σε αντιδιαστολή προς την υπερκείμενη υψηλή πλατεία (piazza alta). Σε αυτό το τμήμα του fianco τοποθετούνταν το πυροβολικό, κυρίως στην piazza bassa, από την οποία γινόταν η υπεράσπιση της cortina και των faccie του διπλανού προμαχώνα735. Η διάνοιξη των κανονιοθυρίδων στο στηθαίο ήταν αποτέλεσμα υπολογισμών που ως σκοπό είχαν κάθε κανόνι να καλύπτει συγκεκριμένη γωνία, προκειμένου να μη δημιουργείται κανενός είδους κενό στη συνεχή ζώνη πυρός736.

Ένας πλήρης προμαχώνας (bastione reale) περιελάμβανε 2 faccie, 2 spalle, 2 fianchi, 2 piazze basse και την κεντρική πλατεία του προμαχώνα. Το τείχος που ένωνε τα fianchi δύο παρακείμενων προμαχώνων και βρισκόταν μεταξύ αυτών ονομαζόταν cortina και το εξάγωνο που αποτελούνταν από τις γραμμές που σχημάτιζαν οι cortine προεκτεινόμενες καλούνταν περίβολος (recinto) του φρουρίου737. Οι αντηρίδες (speroni, contraforti) που ήταν κάθετα διατεταγμένες στην επιχωμάτωση και στην εξωτερική επένδυση εξασφάλιζαν τη σταθεροποίηση του χώματος ακόμη και στην περίπτωση διάλυσης της τελευταίας από τα εχθρικά πυρά και τη μέχρι ενός σημείου αποφόρτιση του τείχους από το συσσωρευμένο όπισθεν αυτού χώμα. Το κυρίως τείχος του οχυρού (muro, muraglia di scarpa, scarpa) ήταν πάντα κεκλιμένο και έτσι αφενός συνέβαλλε στον εξοστρακισμό των βλημάτων και αφετέρου συγκρατούσε ως ανάλημμα τους όγκους χώματος που απέκρυπτε στη βάση του προμαχώνα. Η scarpa συνεχιζόταν ως το στηθαίο (parapetto), το οποίο προστάτευε τους αμυνομένους, είχε κλίση προς τα έξω για την ακώλυτη θέαση των στρατιωτών που χειρίζονταν τα κανόνια και τα μουσκέτα, και διακοπτόταν από τις κανονιοθυρίδες και τις τυφεκιοθυρίδες. Μεταξύ της scarpa και του parapetto παρεμβαλλόταν το cordonne ή collarino, λίθινη ταινία ημικυκλικής συνήθως διατομής που προεξείχε από την επιφάνεια του parapetto. Απολύτως αντίστοιχη των προμαχώνων ήταν η διαμόρφωση των μεταξύ τους τμημάτων τείχους (cortine): αυτά διέθεταν scarpa, cordone και parapetto και συνιστούσαν επένδυση των όγκων της επιχωμάτωσης738.

735 Στεριώτου, «Ένας διάλογος», σ. 109. 736 Κάστρων Περίπλους, σ. 39-41. 737 Στεριώτου, «Ένας διάλογος», σ. 109. 738 Κάστρων Περίπλους, σ. 41.

252

Η διάνοιξη τάφρου (fosso, fossa) έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στο προμαχωνικό σύστημα, διότι προσέφερε τις απαραίτητες ποσότητες χώματος για τη δημιουργία των τειχών και των προμαχώνων, ενώ καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την προσέγγιση, την εκσκαφή υπογείων διαδρόμων και την τοποθέτηση κλιμάκων739. Η επιχωμάτωση και το τείχος της τάφρου που βρισκόταν απέναντι από το κυρίως τείχος του φρουρίου ονομαζόταν (contrascarpa, ripa del fosso) και ήταν κεκλιμένη, σχημάτιζε scarpa στην αντίθετη πλευρά από το τείχος του φρουρίου, υψωνόταν μέχρι το φυσικό έδαφος και κατασκευαζόταν από ισχυρότατο τείχος. Πάνω από αυτήν, στο φυσικό επίπεδο του εδάφους, βρισκόταν ένας φαρδύς διάδρομος, ο οποίος διέτρεχε όλο το μήκος και καλούνταν strada coperta740. Το αμυντικό σύστημα ενισχυόταν και από άλλες βοηθητικές κατασκευές, οι οποίες ήταν είτε ενταγμένες στην οχυρωματική κατασκευή, όπως οι υπόγειες στοές για τον έλεγχο των υπονομεύσεων του εχθρού (contramine) και οι σκοπιές στο στηθαίο (guardiole), είτε ανεξάρτητες από αυτήν, όπως τα rivellini και οι mezzalune ή lunette, για την προστασία των προμαχώνων741.

Το σύνθετο σύστημα των προμαχώνων που περιγράφηκε εν συντομία παραπάνω αποτελούσε την ιδανική μορφή, που ουσιαστικά δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί απόλυτα στις κτήσεις των Βενετών στην Πελοπόννησο για διάφορους πρακτικούς λόγους. Αρχικά, το χρηματικό κόστος αλλά και ο χρόνος που θα απαιτούσαν τόσο εκτεταμένες εργασίες καθιστούσαν τη σκέψη για κάτι τέτοιο απαγορευτική· τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της Πελοποννήσου δεν ήταν πάντα κατάλληλα για το σχεδιασμό τέτοιων κατασκευών· και, τέλος, το γεγονός ότι προϋπήρχαν οχυρωματικές κατασκευές δέσμευαν τους Βενετούς ως προς το τελικό αποτέλεσμα των οχυρωματικών έργων. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνετέλεσαν ώστε τα οχυρωματικά έργα των Βενετών στην Πελοπόννησο, ενώ μένουν πιστά στις γενικές αρχές του προμαχωνικού αμυντικού συστήματος, αναγκαστικά ξεφεύγουν από τον αρχικό σχεδιασμό και παρουσιάζουν πολλές παραλλαγές, προκειμένου να προσαρμοστούν στις συνθήκες και να ανταποκριθούν στις ανάγκες της εποχής.742

Ανάμεσα σε όλες τις περιοχές που προαναφέραμε ξεχωριστή βαρύτητα είχε διαχρονικά -και οχι μο νο για την περιοδο της Β΄ Βενετοκρατίας- ο Ισθμός και η ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου. Η οχύρωσή της υπήρξε βασικό ζητούμενο και, κατά συνέπεια, στην περιοχή στάλθηκαν μερικοί από τους πιο ικανούς μηχανικούς της

739 Κάστρων Περίπλους, σ. 39-43. 740 Στεριώτου, «Ένας διάλογος», σ. 110. 741 Κάστρων Περίπλους, σ. 43. 742 Κάστρων Περίπλους, σ. 43.

253

Βενετίας. Μεταξύ αυτών μνημονεύεται η παρουσία σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο duca Di Guadagne, ο baron Di Stenau, ο Francesco Vuimes, principe d’ Arcourt, ο Spar και ο Milhau di Verneda743. Παρά το γεγονός ότι όλοι σε γενικές συνέκλιναν στην άποψη πως το ερμητικό «κλείσιμο» της περιοχής του Ισθμού θα ήταν μία εφικτή λύση και ότι μία τέτοια πρακτική θα μπορούσε να καταστήσει την Πελοπόννησο απροσπέλαστη από την ξηρά, οι λύσεις τις οποίες πρότειναν στην κεντρική διοίκηση οι ειδικοί αυτοί ήταν, τελικά, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.

Μία από τις προτάσεις που υποστηρίχθηκαν ήταν η επισκευή ή το κτίσιμο εξ αρχής του Εξαμιλίου τείχους. Αναμφισβήτητα, επρόκειτο για ένα από τα μεγαλύτερα αμυντικά οχυρά, για το διίσθμιο τείχος744 το οποίο οι Βενετοί θεωρούσαν ως το σύνορο μεταξύ των κτήσεών τους και των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας και για το λόγο αυτό η άμυνά του υπήρξε βασικό ζητούμενο της περιόδου. Για την ιστορία του τείχους, εν συντομία μπορούμε να αναφέρουμε ότι το όνομα αυτό συναντάται επίσημα πρώτη φορά σε κάποιο καταλανικό Άτλαντα του 1375 και δεν είναι άλλο από το Ιουστινιάνειο τείχος, το οποίο εκτεινόταν νότια του Ισθμού από την Ποσειδωνία του Κορινθιακού ως την περιοχή των Ισθμίων στο Σαρωνικό κόλπο και είχε μήκος έξι ρωμαϊκών μιλίων, από όπου προέρχεται και το όνομά του745. Από αρχαιολογικές μελέτες πληροφορούμαστε ότι είχε μήκος 7.500μ. και ενισχυόταν από πύργους που υπήρχαν κτισμένοι σε ολόκληρο το μήκος του. Ο αριθμός των πύργων αυτών δεν είναι γνωστός με απόλυτη βεβαιότητα: ο ιστορικός Γεώργιος Φραντζής παραδίδει ότι έφταναν τους 153, ο μελετητής Τimothy Gregory κατόρθωσε να εντοπίσει 67, ενώ στην αποτύπωση του ΤΑΠΑ καταμετρώνται 48746. Θεωρείται ότι αυτό με την τελική του

743 Βλ. σχετικά Μαλτέζου, «Βενετσιάνικες εκθέσεις για την οχύρωση του Ισθμού της Κορίνθου στα τέλη του 17ου αιώνα», σ. 270· Pinzelli, «Les forteresses de Morée: projets de restaurations et de démantèlements durant la seconde période vénitienne (1687-1715)», σ. 387. σημ. 21. 744 Για το Ιουστινιάνειο ή Εξαμίλιο τείχος, την ιστορία του, τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του, τη χρονολόγησή του βλ. ενδεικτικά: Gregory, The Hexamilion and the Fortress· ο ίδιος, The Late Roman Wall at Corinth, σ. 264-280· Σκαρμούτσου-Δημητροπούλου, «Ιουστινιάνειο τείχος (Εξαμίλιο)», σ. 227- 228·η ίδια, «Νεότερες ανασκαφικές έρευνες στο Ιουστινιάνειο τείχος στην Κόρινθο», σ. 389-394. 745 Νεζερίτης, Λεξικόν της βυζαντινής Πελοποννήσου, σ. 140. 746 Σκαρμούτσου, «Νεότερες ανασκαφικές έρευνες», σ. 389 και σ. 391 όπου αναφέρονται τα εξής: «το τείχος θεμελιώθηκε απευθείας επί του φυσικού βράχου, ο οποίος λαξεύθηκε κατάλληλα, ώστε αφ’ ενός μεν να διευκολυνθεί η έδραση των δόμων, αφ’ετέρου δε να διαμορφωθεί πρανές από την εξωτερική πλευρά για αμυντικούς λόγους. Η τοιχοποιία κατά την εξωτερική παρειά συνίσταται από μεγάλους ορθογώνιους πώρινους δόμους κατά το ισοδομικό σύστημα. Ευδιάκριτοι είναι μερικοί δόμοι που φέρουν κυμάτια, αναθυρώσεις κτλ., γεγονός που δηλώνει την προέλευση τους από αρχαία κτίρια. Αντίθετα, η εσωτερική παρειά παρουσιάζει αμελή και ακανόνιστη τοιχοποιία από μικρούς επί το πλείστον τυχαίους λίθους, ενώ μεγάλη ποσότητα κονιάματος καλύπτει σε πολλά σημεία εξ ολοκλήρου τα περιγράμματα των λίθων. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι τα διακοσμητικά

254

μορφή κτίστηκε στο σύνολό του απο τον αυτοκρα τορα Θεοδο σιο Β΄, καθώς δεν υπάρχουν αρχαιολογικά δεδομένα που να τεκμηριώνουν την πιθανότητα η διαδικασία αυτή να είχε ξεκινήσει σε κάποια προηγούμενη εποχή και η άποψη που επικρατεί είναι πως οποιαδήποτε προγενέστερη προσπάθεια οχύρωσης της περιοχής θα πρέπει ως κατασκευή να ήταν πιο πρόχειρη και σαφώς μικρότερης έκτασης747. Το οχυρωματικό έργο του Εξαμιλίου ήταν σε χρήση κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο για την άμυνα απέναντι σε εισβολείς από το βορρά μέχρι και το 14ο αιώνα που κρίθηκε αναγκαία η ανακατασκευή του σε μία προσπάθεια να αναχαιτιστεί ο διαφαινόμενος οθωμανικός κίνδυνος. Η επισκευή τελικά πραγματοποιήθηκε το 1415 από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο748. Το 1431 το αμυντικό οχυρό του Εξαμιλίου υπέστη εκ νέου σοβαρότατες ζημιές από τους Τούρκους με επικεφαλής τον Τουραχάν και ανακατασκευάστηκε από τον τότε Δεσπότη και μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο. Καταστράφηκε ξανά από τους Οθωμανούς το 1446, οπότε και κυριεύθηκε από το Σουλτάνο Μουράτ Β΄. Το 1452 οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν οριστικά στο Εξαμίλιο από τα στρατεύματα του Τουραχάν, απεσταλμένου του Σουλτάνου Μεχμετ Β΄. Έκτοτε, επειδή το τείχος θεωρούνταν πάντα η βάση για τον έλεγχο της Πελοποννήσου, ακολούθησαν απόπειρες επισκευής του από τους Βενετούς με πρόχειρο τρόπο και ευτελή υλικά749.

Φαίνεται όμως ότι το τείχος του Εξαμιλίου δεν ήταν η κύρια περιοχή άμυνας στην οποία οι Βενετοί έδωσαν βάση. Δεδομένου ότι υπήρχε επίγνωση της οικονομικής αδυναμίας της Βενετίας, οι νέοι κυρίαρχοι της Πελοποννήσου επέλεξαν να μην προχωρήσουν σε τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια και αντί αυτών επικράτησαν προτάσεις όπως αυτή του Stenau, ο οποίος πρότεινε την κατασκευή μίας γραμμής προσωρινών οχυρώσεων που θα εκτεινόταν από το λιμάνι του Λεχαίου κατά μήκος της κορυφογραμμής των Ονείων Ορέων750. Τα Όνεια Όρη, τα οποία σήμερα είναι

μυστρίσματα (ρομβοειδή και τριγωνικά σχήματα από οριζόντιες και κάθετες γραμμές, τρίγωνα και εμπίεστοι κύκλοι). Ο πυρήνας κατακλύζεται από μικρούς ακατέργαστους λίθους με άφθονο κονίαμα». 747 Για τη χρονολόγηση του τείχους και την ιστορία του βλ. αναλυτικά: Clement, «The date of the Hexamilion», σ. 159-164· Gregory, The Hexamilion», σ. 141-152· ο ίδιος, «The Late Roman Wall», σ. 264-280· Αβραμέα, Η Πελοπόννησος από τον 4ο ως τον 8ο αιώνα: αλλαγές και συνέχεια, σ. 119-124.· 748 Gregory, The Hexamilion, σ. 147 749 Σκαρμούτσου, «Νεότερες ανασκαφικές έρευνες», σ. 390· Gregory, The Hexamilion, σ. 148-149. 750 Pinzelli, Venise et la Morée: du triomphe à la désillusion (1684-1687): histoire, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, σ. 424. Για τις οχυρώσεις της αμυντικής γραμμής της Κορίνθου βλ. Andrews, Castles of the Morea, σ. 138· Στεριώτου, «Υλικό περιβάλλον», σ. 497· Caraher - Gregory, «Fortifications of Mount Oneion, Corinthia», σ. 327-356· Πέππας, Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας

255

περισσότερο γνωστά με την ονομασία «βουνά της Ξυλοκέριζας», είναι μία επιμήκης σειρά λόφων που εκτείνεται στα 8 χιλιόμετρα στον άξονα ανατολής - δύσης νότια από τον Ισθμό της Κορίνθου και καταλήγει στην περιοχή των Λουτρών της Ωραίας Ελένης. Η χαμηλή αυτή λοφοσειρά αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο ένα φυσικό οχυρό, τη δεύτερη γραμμή άμυνας μετά το Εξαμίλιο Τείχος για την αναχαίτιση εισβολών από το χερσαίο σύνορο της Πελοποννήσου, τον Ισθμό. Ήταν στην ίδια αμυντική γραμμή με τον Ακροκόρινθο και τις Κεγχρεές. Αυτή ακριβώς την αμυντική γραμμή επέλεξαν οι Βενετοί να ενισχύσουν με κάποιες προσωρινές κατασκευές. Ωστόσο, επρόκειτο για μία εξ αρχής εσφαλμένη επιλογή, από τη στιγμή που τα βουνά της Ξυλοκέριζας δεν διέθεταν μεγάλο όγκο ή ύψος ικανό ώστε να αποτελέσουν ανυπέρβλητο εμπόδιο σε κάποια πιθανή εισβολή και να την αποτρέψουν, αλλά και επειδή τα έργα αυτά αποδείχτηκαν σύνθετα, πολυετή και εξαιρετικά δαπανηρά.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, δεν είναι στους σκοπούς της εργασίας αυτής η ενδελεχής εξέταση των οχυρωματικών αυτών έργων. Εντούτοις, για να σχηματίσουμε μία εικόνα των απαιτήσεων και των αναγκών που αυτό είχε σε εργατικά χέρια, μπορούμε με συντομία να πούμε επρόκειτο για μια κάθετη γραμμή άμυνας (linea delle fortificazioni in pianura) με κύριο οχυρό στο παραλιακό μέτωπο, δυτικά από το λιμάνι του Λεχαίου. Η γραμμή, η οποία αποτελούνταν από τάφρους που διακόπτονταν από τρία οχυρά στην πεδιάδα, συνέχιζε προς τον Ακροκόρινθο έως την βόρεια άκρη της αρχαίας πόλης της Κορίνθου. Από εκεί, η γραμμή οχύρωσης συνέχιζε ανατολικότερα προς την περιοχή του Ασκληπιείου στη θέση Λουτρά της Ωραίας Ελένης και στη συνέχεια προχωρούσε ανατολικά, έτεμνε τον ποταμό Λεύκο και συνέχιζε στην κορυφογραμμή των Όνειων Ορέων. 751.

Εργασίες πραγματοποιήθηκαν και στο φρούριο του Ακροκορίνθου, όπου οι Βενετοί, ακολουθώντας το παράδειγμα των αρχαίων Ελλήνων, Βυζαντινών και Φράγκων προκατόχων τους, έκριναν απαραίτητη την ενίσχυση της δυτικής πλευράς, η οποία διαχρονικά θεωρούνταν η πιο επισφαλής. Πραγματοποίησαν εκεί εκτεταμένες επισκευές και επέφεραν βελτιώσεις στα ευπρόσβλητα τμήματα του οχυρού που ήταν σύμφωνες με τις αρχές της οχυρωματικής τέχνης της εποχής, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί με την εξέλιξη των πυροβόλων όπλων. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους που μελετούν την περιοχή, σε αυτή την περίοδο ανήκουν το δυτικό προτείχισμα και η

και Μορέως, σ. 157-158· Lianos, «I progetti per la difesa dell’ Istmo di Corinto durante il dominio veneto 1687-1715», σ. 471-504. 751 Carpenter - Bon, The defenses of Acrocorinth and the lower town, σ. 128-281 και συγκεκριμένα σ. 153-155· Πέππας, Μεσαιωνικές σελίδες, σ. 157-158.

256

τάφρος έξω από την πρώτη ζώνη οχύρωσης, η επισκευή όλου του άνω τμήματος της τρίτης ζώνης με την κατασκευή κανονιοθυρίδων και ανοιγμάτων για τα μουσκέτα, ο κάτω όροφος της δεύτερης πύλης, καθώς και στρατώνες δεξαμενές και αποθήκες που κτίστηκαν στο εσωτερικό του κάστρου752. Στην ίδια περιοχή υπάρχουν τα περάσματα του Στανοτοπίου και της Μαρίτσας, όπου οι Βενετοί εκπόνησαν οχυρωματικά έργα. Επρόκειτο για δύο απλές κατασκευές που σώζονται μέχρι τις μέρες μας, για τις οποίες όμως οι ιστορικοί και οι μελετητές της περιοχής εκφράζουν αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο αυτά χρησίμευσαν ουσιαστικά στην άμυνα της περιοχής753.

Οι Βενετοί επέλεξαν αρχικά τη λύση αυτή η οποία προτάθηκε από το Stenau θεωρώντας ότι θα ήταν μία επιδίωξη ρεαλιστική, που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα με τη «συνδρομή» κάποιου αριθμού ντόπιων χωρικών, οι οποίοι θα καλούνταν να παρέχουν υπηρεσία με τη μορφή επιβεβλημένης αγγαρείας. Στα πολυετή αυτά έργα απασχολήθηκαν υποχρεωτικά πολλοί κάτοικοι της Πελοποννήσου. Αρχικά υπολογιζόταν ότι για την πραγματοποίηση του έργου θα απαιτούνταν η εργασία 500 έως 600 χωρικών. Εντούτοις, βλέπουμε ότι μέχρι το Φθινόπωρο του 1695 είχαν συγκεντρωθεί για τον σκοπό αυτό 2.000 άτομα υπό την επίβλεψη του έκτακτου προβλεπτή Giustin Da Riva754.

Φαίνεται ότι η αγγαρεία της παροχής υποχρεωτικής υπηρεσίας στα έργα της Κορίνθου επιβάρυνε τους κατοίκους των οικισμών ολόκληρης της Πελοποννήσου ανεξάρτητα από τη γεωγραφική εγγύτητα ή απόσταση. Όπως έχει επισημάνει ο Κωνσταντίνος Ντόκος, κάθε χωρικός είχε την υποχρέωση να εργαστεί για ορισμένες μέρες εργασίας κάθε έτος πράγμα που σημαίνει ότι ένα ποσοστό χωρικών καλούνταν κάθε φορά να προσφέρει ορισμένες ετήσιες μέρες εργασίας. Η κατανομή της αγγαρείας είχε ανατεθεί κυρίως στους δημογέροντες των χωριών, καθώς και τους συνδίκους των αστικών κοινοτήτων. Τη συγκέντρωση των υπόχρεων και την αποστολή τους στην Κόρινθο διεκπεραίωναν οι διοικητές της πολιτοφυλακής (ordinanze) κάθε επαρχίας και στρατιωτικά αποσπάσματα δραγόνων755.

Τo 1698, τη χρονιά, δηλαδή, κατά την οποία ο Grimani ανέλαβε καθήκοντα γενικού προβλεπτή στην Πελοπόννησο, τέσσερις χιλιάδες χωρικοί είχαν επιφορτιστεί

752 Κουμούση, Ακροκόρινθος, σ. 15. 753 Caraher - Gregory, «Fortifications of Mount Oneion», σ. 327-356 και ειδικότερα βλ. σ. 331-332, 347-356. 754 Pinzelli, Venise et la Morée, σ. 424. 755 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», σ. 243-280.

257

με την υποχρέωση να απασχοληθούν στα έργα της Κορίνθου. Αν υπολογίσουμε ότι ο πληθυσμός όλης της Πελοποννήσου ανερχόταν σε 40-50 χιλιάδες οικογένειες -η

απογραφή του 1700 μας δίνει το συνολικό αριθμό των 43.366 οικογενειών756- τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι σε κάθε δέκα περίπου οικογένειες επιβαρυνόταν ένα άτομο με την ετήσια υποχρέωση της αγγαρείας. Επειδή όμως με την υποχρέωση της υπηρεσίας στα οχυρωματικά έργα της Κορίνθου (αλλά και με κάθε είδος αγγαρείας) επιβαρύνονταν οι αγροτικοί πληθυσμοί και απαλλάσσονταν ή εξαιρούνταν τα μέλη των αστικών κοινοτήτων, οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών και οικισμών και άλλες ακόμη κατηγορίες ανθρώπων με βάση την καταγωγή τους ή και άλλα κριτήρια που θα εξετάσουμε πιο αναλυτικά παρακάτω, θα πρέπει η ποσοστιαία αναλογία των υπόχρεων χωρικών σε σχέση με τις αγροτικές οικογένειες να ήταν εκείνη την εποχή σημαντικά πιο μεγάλη. Ο Grimani θεώρησε σκόπιμο να μειώσει το συνολικό αριθμό των υπόχρεων από 4.000 σε 2.400, τον επόμενο χρόνο μείωσε τον αριθμό αυτό στα 800 άτομα και τον τελευταίο χρόνο της θητείας του στα 400 περίπου. Την άνοιξη του 1699 η κατανομή της αγγαρείας από τους δημογέροντες των χωριών και τους συνδίκους των αστικών κοινοτήτων πραγματοποιήθηκε με βάση την αναλογία ενός ατόμου ανά 14 οικογένειες. Κατά τα φαινόμενα η κατανομή αυτή συμπίπτει με τη χρονιά που ο Grimani προέβη στη μείωση του συνολικού αριθμού των υπόχρεων από 4.000 σε 2.400757.

Ακόμη, προκειμένου να αυξήσει τα έσοδα του Δημοσίου και συνάμα να ελαφρύνει τους χωρικούς από την υπέρμετρη καταπίεση της αγγαρείας, ο Grimani προχώρησε στη μετατροπή της από προσωπική σε reale, δηλαδή σε αντίστοιχη χρηματική πληρωμή. Αρχικά το μέτρο εφαρμόστηκε για ένα έτος και ήταν προαιρετικό ως εναλλακτική λύση για όσους θα ήθελαν να αποφύγουν την προσωπική εργασία. Φαίνεται πως ο Grimani θεωρούσε την εφαρμογή του μέτρου της αγγαρείας με προσωπική εργασία ανεπαρκές ως προς τα αποτελέσματά του στην περίπτωση τον οχυρωματικών έργων. Στην επιστολή που έστειλε στην κεντρική διοίκηση από την Πάτρα στις 6 Μαΐού 1698 εξέφρασε τη σκέψη ότι το Δημόσιο μάλλον ζημιωνόταν από τη διαδικασία, εφόσον οι χωρικοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποφύγουν την επιβάρυνση αυτή και τελικά στο χώρο των εργασιών εμφανίζονταν λιγότεροι από τους μισούς. Θεωρούσε ότι η μετατροπή της αγγαρείας από προσωπική σε οικονομική θα αποτελούσε εγγύηση ότι το Δημόσιο θα αποκόμιζε κάποιο όφελος για τις εργασίες της Κορίνθου. Το αντίτιμο που θα έπρεπε να συνεισφέρει κάθε αγγαρεύσιμο άτομο ορίστηκε σε 6 ρεάλια, τα οποία θα μπορούσαν να καταβληθούν σε δύο δόσεις στο

756 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου,13ος–18ος αιώνας, σ. 170. 757 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 243-280.

258

Δημόσιο Ταμείο (της Αχαΐας στην προκειμένη περίπτωση)758. Επειδή η κατανομή της αγγαρείας γινόταν σε ένα ποσοστό χωρικών ανά μήνα, τα έσοδα που εισέρχονταν στα ταμεία του κράτους ήταν μηνιαία. Στον πίνακα κατανομής της για τις τέσσερεις επαρχίες της Αχαΐας, που συντάχθηκε στις 14 Μαΐου του 1698, αναφέρεται: «cioè estorsare in cassa publica reali sei per cadauno huomo al mese»759. Ο Grimani υπολόγιζε ότι με τον τρόπο αυτό θα ήταν δυνατό να συγκεντρωθούν συνολικά από όλες τις επαρχίες της Αχαΐας 3.600 ρεάλια το μήνα. Καθώς όμως ο γενικός προβλεπτής Molin είχε ήδη εξαιρέσει από τις εργασίες της Κορίνθου ολόκληρη την Πελοπόννησο για τέσσερις μήνες το χρόνο, η οικονομική αγγαρεία περιοριζόταν στους οκτώ μήνες. Κατά συνέπεια τα έσοδα του ταμείου υπολογιζόταν ότι θα έφταναν τα 28.800 ρεάλια. Προκειμένου να αρθούν οι αδικίες που συχνά προέκυπταν στην κατανομή των αγγαρειών, ο Grimani καθιστούσε υπεύθυνους τους συνδίκους και τους δημογέροντες, ώστε να μην είναι δυνατό να πετύχουν την εξαίρεσή τους από την οικονομική αυτή υποχρέωση όσοι δεν την δικαιούνταν. Για το λόγο αυτό ζήτησε την τήρηση βιβλίων, ενώ για να εξασφαλιστεί η συνέχιση των εργασιών στην Κόρινθο αντιπρότεινε λύσεις όπως η απασχόληση σωμάτων του πεζικού (infanteria), μία πρακτική που εφαρμοζόταν σε άλλα κράτη όπου τα διάφορα σώματα στρατού συμμετείχαν σε αντίστοιχες εργασίες στις περιόδους κατά τις οποίες δεν συμμετείχαν σε πολεμικές ενέργειες, αλλά και εθελοντών στην περίπτωση που τα σώματα αυτά δεν επαρκούσαν 760.

Η αγγαρεία της υποχρεωτικής εργασίας στην Κόρινθο και οι δυσκολίες που αυτή συνεπαγόταν για τους πληθυσμούς της υπαίθρου περιγράφονταν από τον ίδιο τον προβλεπτή στην τελική του έκθεση προς τη Βενετία με γλαφυρό τρόπο: «Μ’appigliai al partito di far intendere a sudditi, che chi amava esimersi per un’anno dai lavori di Corinto ne saria stato in pieno arbitrio quando havesse contate nella Camera della sua provincia reali sei, estrahendo da essa le copie di partita a chiara cautione del pagamento. La libertà del progetto, l’abborimento ch’ hanno a quell’aria insalubre per le molte morti e malatie, il timore del severo castigo ch’ havevano veduto praticarsi gli anni a dietro contro le fughe, l’evidenza del risparmio in sottrarsene dove una volta profondevano in occulte estrorsioni di trenta Reali per testa per esimersi il pregiuditio che rissentivano nell’ abandono delle loro Case, la necessità dell’ operationi per la loro salvezza et infine la cortesia dell’ accogliamento accompagnata da una dolce, ma insinuante efficacia di sì ben vive ragioni, promossero il pronto volontario concorso delli

758 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 7. 759 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 8r-8v. 760 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 7.

259 quatro territorii d’ Achaja che in scrittura firmata da sindici delle Communità e da Primati delle ville ricercarono il gratioso indulto, e seguitatone poi l’ esempio da tutte le altre provincie riscosse...»761.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά του λοιπόν το μέτρο αυτό έγινε δεκτό με ανακούφιση και πρώτοι οι σύνδικοι των κοινοτήτων και οι δημογέροντες των χωριών των τεσσάρων επαρχιών της Αχαΐας ζήτησαν εγγράφως να περιληφθούν σε αυτό, πρακτική που ακολούθησαν και άλλες επαρχίες της κτήσης762. Το Μάρτιο του 1699 ο Grimani ανέφερε ότι από τους 2.400 συνολικά άνδρες που είχαν αναλάβει την υποχρέωση να παρουσιαστούν στα έργα της Κορίνθου (κατά τη διάρκεια των οκτώ μηνών του έτους), οι εξακόσιοι περίπου επέλεξαν την προσωπική αγγαρεία, δηλαδή την προσφορά προσωπικής εργασίας στα οχυρωματικά έργα της Κορίνθου, ενώ οι υπόλοιποι 1.800 επέλεξαν να καταβάλουν το χρηματικό ποσό των 6 ρεαλίων. Ο Grimani υπολόγιζε ότι τα χρήματα που θα συγκεντρώνονταν έως τον επόμενο Μάιο, κατά τον οποίο θα ολοκληρώνονταν οι ετήσιες εργασίες, θα έφταναν το ποσό των 86.400 ρεαλίων κατά προσέγγιση763.

Από το αρχείο Grimani μπορούμε να αντλήσουμε κάποια στοιχεία που αφορούν στην επιβολή της υποχρεωτικής υπηρεσίας στις οχυρωματικές εργασίες της Κορίνθου για τα έτη 1698 και 1699 χάρη στους καταλόγους κατανομής της επιβάρυνσης που διασώζονται σε αυτό. Τα έγγραφα αυτά είναι πολύ σημαντικά, γιατί μας παρέχουν κάποιες βασικές πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των οικισμών που επιβαρύνονταν, τον αριθμό των προσώπων που αγγαρεύονταν και υποχρεώνονταν να καταβάλλουν είτε προσωπική υπηρεσία, είτε το χρηματικό ποσό των 6 ρεαλίων κάθε μήνα. Οι κατάλογοι που μας δίνουν κάποια επιπλέον στοιχεία είναι λιγοστοί. Η διαφορά τους με τους υπόλοιπους είναι ότι οι κατάλογοι αυτοί μας δίνουν τον αριθμό των οικογενειών οι οποίες υπόκεινταν στην αγγαρεία και στη συνέχεια μας πληροφορούν για τον αριθμό των ανδρών που επιβαρύνονταν κάθε μήνα. Αυτό μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι η κατανομή της επιβάρυνσης μεταξύ των κατοίκων κάθε οικισμού γινόταν βάσει του αριθμού του συνόλου των οικογενειών. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, ο υπολογισμός της κατανομής επί του συνόλου των οικογενειών των γηγενών αγροτικών πληθυσμών πραγματοποιούνταν στους ίδιους καταλόγους κατανομής (comparti) που αφορούσαν και στην κατανομή της αγγαρείας των δραγόνων, που αναμφισβήτητα

761 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών εκ των εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι», σ. 460-461 (Relatione del nob Homo ser Francesco Grimani ritornato di Provveditor General dell’Armi in Morea) 762 Πρβλ. Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 252-253. 763 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 42.

260

επιβάρυνε τους χωρικούς ανά famiglie764. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα στοιχεία που προέρχονται από τους καταλόγους του αρχείου Grimani είναι σημαντικά, επειδή μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μία εικόνα σχετικά με τη δημοσιονομική διαδικασία της αγγαρείας, και το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι κατάλογοι διασώζονται μέχρι τις ημέρες μας είναι εξαιρετικά ευτυχές. Σε κάθε περίπτωση όμως οι ειδήσεις αυτές δεν επαρκούν ώστε να μας επιτρέψουν να προσεγγίσουμε το ζήτημα με τη σαφήνεια που ιδανικά θα επιθυμούσαμε. Το γεγονός ότι δεν καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο της διεξαγωγής των οχυρωματικών εργασιών, καθώς και το ότι δεν καλύπτουν ολόκληρη την επικράτεια της Πελοποννήσου την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο, δεν μας επιτρέπει να συγκρίνουμε με ασφάλεια τα δεδομένα που αποκομίζουμε, ώστε να οδηγηθούμε σε λεπτομερή συμπεράσματα. Έτσι, παρατηρούμε ότι, ενώ διαθέτουμε κάποια στοιχεία που αφορούν στην επιβολή της αγγαρείας στην provincia της Αχαΐας την άνοιξη του 1698, στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσηνίας την άνοιξη του 1699, στη Λακωνία στα τέλη του 1698 και στις αρχές του 1699, τη ίδια στιγμή απουσιάζουν τα απαραίτητα στοιχεία για το διοικητικό διαμέρισμά της Ρωμανίας, όπου η υποχρέωση προσωπικής υπηρεσίας στα αμυντικά έργα της Κορίνθου δεν μετατράπηκε σε οικονομική αγγαρεία, λόγω γεωγραφικής εγγύτητας765. Δηλαδή, ως προς τις καταγραφές απουσιάζει η συστηματικότητα που θα μας επέτρεπε να συλλέξουμε ακριβή στοιχεία τα οποία θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε, να επεξεργαστούμε και να αναλύσουμε κατά τρόπο μεθοδικό, ώστε να έχουμε ακριβή συμπεράσματα. Απουσιάζουν δε ενδείξεις σχετικές με σημαντικότατα ζητήματα όπως η ηλικία καθενός από τα αγγαρευόμενα άτομα ξεχωριστά, ή ο ακριβής αριθμός των ημερών υπηρεσίας που όφειλαν να προσφέρουν στο Δημόσιο στις διαφορετικές φάσεις της πορείας των εργασιών, καθώς και, όπως είδαμε, οι πληροφορίες για ακριβείς οδηγίες της κεντρικής διοίκησης σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των αγγαρευομένων.

Μία ακόμα σημαντική δυσχέρεια στην προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε με σαφήνεια το κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο της αγγαρείας σε όλες τις μορφές της έχει σχέση με το γεγονός ότι υπάρχει και κάποια ασάφεια ως προς την εικόνα που παρουσίαζε η Πελοπόννησος πληθυσμιακά κατά την περιοδο της Β΄ Βενετοκρατίας. Όπως είναι γνωστό από μελέτες ιστορικών που έχουν διερευνήσει το συγκεκριμένο ζήτημα, οι απογραφές που αφορούν στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι τέσσερις: 1) η απογραφή Corner του 1689, η οποία όμως δεν περιλάμβανε στοιχεία για την περιοχή της Μάνης και της Κορινθίας και σύμφωνα με την οποία οι κάτοικοι της Πελοποννήσου

764 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 54r-56v και f. 107r-108r. 765 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 31.

261

έφταναν τους 86.468· 2) η απογραφή Grimani του 1700, που προσδιόριζε τον συνολικό αριθμό κατοίκων σε 176.844· 3) ένας υπολογισμός του γενικού προβλεπτή Angelo Emο, σύμφωνα με τον οποίο το 1708 οι κάτοικοι της Πελοποννήσου έφταναν τους 250.000· και 4) το χωρίς χρονολογία χειρόγραφο της βιβλιοθήκης Querini - Stampalia, βάσει της οποίας ο αριθμός των κατοίκων της Πελοποννήσου έφτανε τους 190.653766. Ωστόσο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι καταγραφές αυτές δεν έγιναν για στατιστικούς σκοπούς και για το λόγο αυτό δεν πρόκειται πάντα για πλήρεις και διεξοδικές απογραφές πληθυσμού: κάποιες είναι ημιτελείς, ενίοτε απουσιάζουν στοιχεία για ολόκληρες περιοχές, ενώ εκείνη του Emo συνιστά απλώς κάποια γενική και μάλλον υπερβολικά αισιόδοξη προσωπική του εκτίμηση. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι μεταξύ των πληθυσμιακών αυτών απογραφών πληρέστερη, εγκυρότερη και συστηματικότερη ως προς τις καταγραφές ήταν εκείνη του γενικού προβλεπτήFrancesco Grimani767. Για τον λόγο αυτό θα χρησιμοποιήσουμε, με κάθε επιφύλαξη βέβαια, τα στοιχεία εκείνα (από την εν λόγω απογραφή) που αφορούν στον αγροτικό πληθυσμό, προκειμένου να προσδιοριστεί το μέγεθος της επιβάρυνσης επί του συνόλου των κατοίκων των μη αστικών οικισμών της Πελοποννήσου: για κάθε διοικητικό διαμέρισμα και επαρχία υπολογίζουμε τον αριθμό των δυνητικά αγγαρεύσιμων ανδρών αφαιρώντας, προφανώς, από το συνολικό αριθμό τους κατοίκους των αστικών κέντρων.

Επιστρέφοντας λοιπόν στο ζήτημα της αγγαρείας στις εργασίες της Κορίνθου, βλέπουμε ότι την άνοιξη του 1698 κλήθηκαν συνολικά 600 άνδρες από τις διάφορες επαρχίες του διοικητικού διαμερίσματος της Αχαΐας να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στα εκτεταμένα έργα που τότε βρίσκονταν σε εξέλιξη768. Συγκεκριμένα, στην αρχειακή σειρά Grimani dai Servi περιέχονται οι τέσσερις κατάλογοι κατανομής που αφορούν στον αριθμό των ανδρών που αγγαρεύονταν από τα territorii των Πατρών, της Γαστούνης, των Καλαβρύτων και της Βοστίτσας, οι οποίοι παρουσιάστηκαν, όπως άλλωστε ήταν καθορισμένο από τους Συνδίκους της περιοχής, στο γενικό προβλεπτή Francesco Grimani. Πιο αναλυτικά, βάσει εγγράφου της 4ης Μαΐου του 1698, βλέπουμε ότι η επιβάρυνση αφορούσε σε 98 χωριά από την επαρχία της Πάτρας, από τα οποία επρόκειτο να αγγαρευτούν συνολικά 82 άνδρες. Επειδή, όπως γνωρίζουμε, την ίδια εποχή η αγγαρεία αυτή μετατράπηκε από προσωπική σε οικονομική και κάθε χωρικός θα μπορούσε να επιλέξει την καταβολή 6 ρεαλίων για κάθε μήνα αγγάρευσης, στον

766 Για τις βενετικές απογραφές του πληθυσμού της Πελοποννήσου βλ. κυρίως Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 135-158·Topping, «The population of the Morea (1685-1715)», σ. 119- 128· Μπόμπου-Σταμάτη, «Συμβολή στην ιστορία της Καλαμάτας γύρω στα 1700», σ. 259-277. 767 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 151-158. 768 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, filza 82, fasc. 8r-v.

262

κατάλογο αυτό σημειώνεται ότι από τη συγκεκριμένη επαρχία αναμένεται να συγκεντρωθεί το ποσόν των 492 ρεαλίων συνολικά «per ogni mese», σε περίπτωση δηλαδή που οι άνδρες στο σύνολό τους επιλέξουν τη λύση αυτή769. Αν ανατρέξουμε στην απογραφή του 1700770, διαπιστώνουμε ότι η αγγαρεία αφορούσε 1.626 οικογένειες χωρικών. Ακόμα, αν αφαιρέσουμε τους άνδρες ηλικίας 1-16 ετών και όσους κατοικούσαν σε πόλεις, παρατηρούμε ότι ο αριθμός των αγγαρεύσιμων ανδρών έφτανε τα 1.782 άτομα, αν προφανώς εξαιρέσουμε όσους ανήκαν ηλικιακά στην κατηγορία των vecchi, δηλαδή ήταν άνω των 60 ετών. Οι αριθμοί αυτοί είναι φυσικά κατά προσέγγιση, εφόσον δεν είναι απολύτως γνωστά τα ηλικιακά όρια της αγγαρείας για την Πελοπόννησο την εποχή που εξετάζουμε. Έχουν διατυπωθεί σκέψεις ότι η αγγαρεία αφορούσε τους άνδρες από 16 έως 60 ετών, επειδή αυτό ίσχυε και σε άλλες υπό βενετική κυριαρχία περιοχές, ενώ έχει αναφερθεί ότι είναι πιθανό η αγγαρεία να αφορούσε τους άνδρες έως 50 ετών771. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο αριθμός των αγγαρεύσιμων προσώπων μειώνεται στους 1.584 άνδρες.

Αντίστοιχα σε έγγραφο της ίδιας περιόδου (16 Μαΐου 1698) για την περιοχή της Γαστούνης, τα στοιχεία μας δείχνουν ότι εκεί αγγαρεύονταν κάθε μήνα συνολικά 205 άνδρες από 163 χωριά772. Συγκρίνοντας τα στοιχεία αυτά με τα πληθυσμιακά δεδομένα που διαθέτουμε από την απογραφή Grimani, φαίνεται ότι η αγγαρεία στη Γαστούνη επιβάρυνε κατά προσέγγιση 3.194 οικογένειες χωρικών. Από τους 4.166 άνδρες ηλικίας 16-60 ετών που κατοικούσαν στο συγκεκριμένο διοικητικό διαμέρισμα αγγαρεύσιμοι ήταν οι 3.339 περίπου, που ήταν κάτοικοι αγροτικών περιοχών, ενώ είναι αυτονόητο ότι εξαιρούνταν οι κάτοικοι των αστικών κέντρων και οι μοναχοί. Αν δεχτούμε ως ηλικιακό όριο της αγγαρείας τα 50 έτη, θα πρέπει από το σύνολο αυτό να αφαιρέσουμε ακόμα 400 περίπου άνδρες773.

Για την περιοχή των Καλαβρύτων τα στοιχεία δείχνουν ότι αγγαρεύονταν στις εργασίες της Κορίνθου 288 άτομα το μήνα από 83 χωριά774. Φαίνεται ότι συνολικά 3.295 οικογένειες υποχρεώνονταν στην αγγαρεία αυτή, ενώ ως αγγαρεύσιμοι συνολικά υπολογίζονταν γύρω στους 3.894 άνδρες. Αν θεωρήσουμε ως ηλικιακό όριο της

769 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, filza 82, fasc. 12r-v. 770 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 276-278. 771 Νικολάου, «Ειδήσεις για την επιβολή αγγαρειών στην provincia di Laconia κατά την περίοδο της δευτέρας Bενετοκρατίας», σ. 413-415. 772 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 13r-14r. 773 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 271-275. 774 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 9r-9v.

263

αγγαρείας τα 50 έτη, θα πρέπει να αφαιρέσουμε από τον υπολογισμό αυτό 501 επιπλέον άνδρες775.

Ο αντίστοιχος κατάλογος που αφορά στην επιβολή της αγγαρείας των έργων της Κορίνθου στην περιοχή της Βοστίτσας μας πληροφορεί ότι ο υπολογισμός του αριθμού των αγγαρεύσιμων ατόμων γινόταν βάσει του αριθμού των οικογενειών που κάθε οικισμός περιελάμβανε: «comparto per li huomini che servir devono nelli lavori di Corinto, cioè secondo il numero delle famiglie s’attrovano in cadauna delle infrascritte Ville e Boarie native e foresti». Σε αυτόν αναφέρεται ότι επιβαρύνονταν συνολικά 1.500 οικογένειες, από τις οποίες οι 1.334 ήταν γηγενείς776 και ο αριθμός των ατόμων που αγγαρεύονταν κάθε μήνα ήταν 25777. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αριθμός αυτός μας εκπλήσσει για το λόγο ότι στην απογραφή Grimani του 1.700 βλέπουμε ότι ο συνολικός αριθμός των οικογενειών (famiglie) ολόκληρου του terrtorio της Βοστίτσας ήταν 879 και σε αυτόν συμπεριλαμβάνονταν και οι 383 οικογένειες της πόλης της Βοστίτσας που, όπως γνωρίζουμε δεν υποβάλλονταν στην αγγαρεία. Αν λάβουμε υπόψη μας την ίδια απογραφή, πληροφορούμαστε ότι ο αριθμός των αγγαρεύσιμων ατόμων ηλικίας 16-60 ετών ήταν περίπου 664778.

Το ζήτημα της επιβολής της αγγαρείας στα έργα της Κορίνθου στους κατοίκους των επαρχιών της Λακωνίας υπήρξε αντικείμενο μελέτης του Γ. Νικολάου779, ο οποίος επεξεργάστηκε τα στοιχεία από τους τέσσερεις καταλόγους κατανομής που αντιστοιχούν στις επαρχίες του Μυστρά, του Έλους, των Χρυσάφων και της Μονεμβασίας. Ο εν λόγω μελετητής παρατηρεί ότι απουσιάζουν πληροφορίες για τα territorii της Άνω και της Κάτω Μάνης λόγω της εξαίρεσης που είχαν πετύχει οι κάτοικοί τους ως ανταμοιβή για τις στρατιωτικές υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στους Βενετούς. Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία που δίνουν οι comparti από τα τέσσερα συνολικά territorii, και σε 188 οικισμούς, αγγαρεύτηκαν στα τέλη του 1698 και στις αρχές του 1699 583 άνδρες. Σημειώνεται ότι ο ανδρικός πληθυσμός ανερχόταν σε 16.202 άτομα και αν δεχτούμε ότι αγγαρεύονταν άνδρες ηλικίας 18-50 ετών, ο αριθμός τους είναι 6.925780, ενώ στην περίπτωση που η ηλικία των αγγαρεύσιμων έφθανε τα 60

775 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 268-271. 776 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 10r. 777 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 8r-v. 778 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 279. 779 Νικολάου., «Ειδήσεις για την επιβολή αγγαρειών», σ. 405-426. 780 Νικολάου, «Ειδήσεις για την επιβολή αγγαρειών», σ. 413.

264

έτη, προστίθενται στο άθροισμα αυτό ακόμα 1.035 άνδρες δίνοντας ένα τελικό αποτέλεσμα 7.960 υπόχρεων ανδρών781.

Από το αρχείο Grimani αντλούμε κάποιες πληροφορίες για την επιβολή της αγγαρείας της συμμετοχής στα έργα της Κορίνθου και στις διάφορες επαρχίες της Μεσσηνίας την άνοιξη του 1699. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των ατόμων που αγγαρεύονταν από ολόκληρη την provincia di Messenia ήταν 600 κάθε μήνα782. Λεπτομερέστερα, από την περιοχή του Λεονταρίου επρόκειτο να εργαστούν στην Κόρινθο ή να καταβάλουν το προβλεπόμενο ποσό των 6 ρεαλίων συνολικά 70 άτομα που προέρχονταν από 56 οικισμούς783. Αν λάβουμε υπόψη μας τα στοιχεία που μας δίνει η απογραφή Grimani, βλέπουμε ότι η αγγαρεία αυτή επιβάρυνε 1.035 οικογένειες περίπου. Ο αριθμός των αγγαρεύσιμων ανδρών έφτανε τους 1.085 σε ολόκληρο το territorio, αν θεωρήσουμε ότι το ηλικιακό όριο για τη συμμετοχή στις αγγαρείες ήταν τα 50. Εάν ήταν τα 60, τότε ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 1.220 άνδρες784.

Σύμφωνα με τον κατάλογο κατανομής που αφορά στην περιοχή της Καλαμάτας, η αγγαρεία της υποχρεωτικής εργασίας στις οχυρώσεις της Κορίνθου επρόκειτο να επιβαρύνει 600 οικογένειες από 21 οικισμούς της ευρύτερης περιοχής. Συνολικά θα αγγαρεύονταν 43 άνδρες κάθε μήνα785. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στον κατάλογο αυτόν αναφέρεται ο αριθμός των οικογενειών που υπόκεινταν στην αγγαρεία. Αν τον συγκρίνουμε με τα στοιχεία που έχουμε από την απογραφή Grimani, αφαιρώντας τις οικογένειες που κατοικούσαν σε αστικές περιοχές βλέπουμε ότι υπάρχει κάποια απόκλιση στον αριθμό των αγγαρευομένων οικογενειών, οι οποίες υπολογίζονται σε 678 κατά προσέγγιση. Η διαφορά αυτή βέβαια ίσως να μπορεί να ερμηνευτεί κατά κάποιο τρόπο, αν θεωρήσουμε ότι οι υπόλοιπες 78 οικογένειες δεν συμμετείχαν στη συγκεκριμένη αγγαρεία είτε επειδή υπόκεινταν σε κάποια άλλη υποχρέωση ή έκτακτη αγγάρευση, είτε επειδή είχαν πετύχει την εξαίρεσή τους για κάποιο άλλο λόγο. Ο αριθμός των αγγαρεύσιμων ατόμων στο territorio της Καλαμάτας έφτανε τους 717 αν θεωρήσουμε ως ηλικιακό όριο για τη συμμετοχή στις αγγαρείες τα 50 έτη και τους 809 περίπου αν θεωρήσουμε ότι το όριο ήταν τα 60 έτη786.

781 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 280. 782 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 68r. 783 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 50r-52v. 784 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 255-256. 785 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 54r-56v. 786 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 254.

265

Για την περιοχή της Κορώνης πληροφορούμαστε ότι επρόκειτο να επιβαρυνθούν 63 οικισμοί και θα αγγαρεύονταν συνολικά 27 άνδρες κάθε μήνα787. Από τις 1.044 οικογένειες εκείνες που υπολογίζεται ότι επιβαρύνονταν έφταναν τις 709, ενώ οι αγγαρεύσιμοι άνδρες έφταναν τους 609 με ηλικιακό όριο τα 50 έτη και τους 694 αν το όριο ήταν στα 60 έτη788.

Αντίστοιχα, από κατάλογο που αφορά στην κατανομή της αγγαρείας για την περιοχή του Ναβαρίνου πληροφορούμαστε ότι επρόκειτο να επιβαρυνθούν συνολικά 217 οικογένειες από 26 οικισμούς και ο αριθμός των ανδρών που θα αγγαρευόταν ήταν 13 συνολικά για κάθε μήνα789. Ο αριθμός των οικογενειών που εμφανίζεται στον κατάλογο αυτόν που αφορά στην περιοχή του Ναβαρίνου δεν απέχει από εκείνον που προέκυψε από τους δικούς μας υπολογισμούς βάσει των πληθυσμιακών στοιχείων της απογραφής Grimani, σύμφωνα με τους οποίους βλέπουμε ότι επρόκειτο να επιβαρυνθούν συνολικά 216 οικογένειες. Σύμφωνα με τους ίδιους υπολογισμούς ο αριθμός των αγγαρεύσιμων ανδρών έφθανε συνολικά τους 381 άνδρες εάν το ηλικιακό όριο συμμετοχής στις αγγαρείες ήταν τα 50 και τους 439 εάν ήταν τα 60 έτη790.

Αντίστοιχα, σύμφωνα με τον κατάλογο κατανομής που καταρτίστηκε για το territorio της Ανδρούσας επρόκειτο να αγγαρευτούν 96 άνδρες κάθε μήνα από 70 οικισμούς της περιοχής791. Ο αριθμός των οικογενειών που επηρεαζόταν από το συγκεκριμένο μέτρο υπολογίζεται γύρω στις 1427. Ο αριθμός των αγγαρεύσιμων ανδρών στην περίπτωση που το ηλικιακό όριο ήταν τα 50 έτη έφθανε τους 1.384 άνδρες, ενώ αν ήταν τα 60 έτη ο αριθμός αυτός προσέγγιζε τους 1.574792.

Από τον κατάλογο κατανομής της αγγαρείας για την περιοχή του Φαναρίου πληροφορούμαστε ότι ο αριθμός των ανδρών που αγγαρεύονταν για εργασία στις οχυρώσεις της Κορίνθου έφθανε τους 75 κάθε μήνα και η αγγαρεία αφορούσε σε 62 οικισμούς793. Από τα στοιχεία της απογραφής του 1700 υπολογίζεται ότι οι οικογένειες που επιβαρύνονταν ήταν 1.246, ενώ οι αγγαρεύσιμοι άνδρες έφθαναν τους 1.217 με ηλικιακό όριο τα 50 έτη και τους 1.358 με ηλικιακό όριο τα 60794.

787 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 58r-v. 788 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 254. 789 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 107r-108r. 790 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 262. 791 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 69r. 792 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 256-258. 793 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 134r-135r. 794 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 252-253.

266

Τέλος, πληροφορούμαστε ότι στο territorio της Καρύταινας για συμμετοχή στις εργασίες της Κορίνθου υπολογίζονταν 115 οικισμοί, ενώ οι άνδρες που όφειλαν να προσφέρουν κάποιες ημέρες υπηρεσίας σε αυτές έφθαναν συνολικά τους 138 ανά μήνα795. Υπολογίζουμε λοιπόν ότι οι οικογένειες που επιβαρύνονταν έφθαναν τις 1.245 και ότι ο αριθμός των κατάλληλων για συμμετοχή στην αγγαρεία ανδρών έφθανε τους 1.217 αν θεωρήσουμε ως όριο τα 50 έτη και, αντίστοιχα, τους 1.357 αν θεωρήσουμε ως ηλικιακό όριο τα 60 έτη796.

Όπως αναφέραμε ήδη, ο Grimani μείωσε τον αριθμό των αγγαρευομένων προσώπων σε 200 ανά έτος για κάθε επαρχία, οι οποίοι, έτσι ανέρχονταν συνολικά σε 800. Στις 4 Νοεμβρίου του 1699 ο βενετός αξιωματούχος ανέφερε ότι: «Affinche pur maggiormente si consolino i Sudditi con la benedittion della pace, s’è col riflesso prudentissimo di S.E. creduto bene ordinare, che le provincie concorrino al travaglio dei lavori nella Linea di Corinto con soli ducento huomini per cadauna, due terzi meno degl’anni decorsi, quando ogn’una d’esse era tenuta d’intervenire col numero di seicento; lasciandoli tuttavia in libertà ò di far’il mensual’esborso nelle Camere, ò di contribuir l’ impiego delle persone»797.

Με τον τρόπο αυτό, ως το τέλος της θητείας του Grimani -για τρίτη χρονιά- εισήλθαν στο Δημόσιο Ταμείο 113 χιλιάδες περίπου ρεάλια, χωρίς το όφελος από την προσωπική εργασία εκείνων που δεν ήθελαν ή δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν798. Στη θέση των χωρικών αυτός χρησιμοποίησε Ρουμελιώτες χτίστες που αποδείχτηκε ότι δούλευαν με πολύ μικρότερο κόστος και με μεγαλύτερη απόδοση όχι μόνο από τους χωρικούς, αλλά από τους τεχνίτες ακόμη. Προς το τέλος της θητείας του φαίνεται ότι τα έργα στον Ισθμό πλησίαζαν να αποπερατωθούν. Ανεξάρτητα από αυτό, οι Σύνδικοι Εξεταστές (που η θητεία τους διήρκεσε ως το 1704) μετά τη διανομή στους κατοίκους της Πελοποννήσου των οριστικών τίτλων γαιοκτησίας αποφάσισαν να καταργήσουν και την αγγαρεία, ή πιο σωστά την ετήσια σχετική επιβάρυνση. Ήδη η απόδοσή της είχε πέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας των χωρικών, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην πληρωμή και έτσι είχε σχηματιστεί ένας μακρύς κατάλογος με χρεώστες του Δημοσίου από τις οφειλές των προηγούμενων ετών799. Το φθινόπωρο του 1701 ο Giacomo da Mosto σημείωνε ότι τα έσοδα από τους 400 πλέον χωρικούς που αγγαρεύονταν συνολικά από όλες τις

795 Α.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 47r-48v. 796 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 258-261. 797 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 68. 798 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 252-253. 799 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 252-253.

267

επαρχίες της Πελοποννήσου έφθαναν τα 18.200 ρεάλια800, ενώ στην τελική του έκθεση το 1708 ο Angelo Emo διατύπωνε την άποψη ότι τα οχυρωματικά έργα της Κορίνθου μπορεί να ενίσχυσαν τα χερσαία σύνορα της Πελοποννήσου, όμως την εξασθένισαν εσωτερικά λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία είχαν περιέλθει οι υποκείμενοι στην αγγαρεία πληθυσμοί801.

Η αγγαρεία όμως στα δημόσια έργα, τις fabriche, δεν αφορούσε αποκλειστικά τα οχυρωματικά έργα της Κορίνθου. Για την άμυνα της Πελοποννήσου, οι Βενετοί φιλοδοξούσαν να ενισχύσουν μία σειρά φρουριακών εγκαταστάσεων που παρουσίαζαν ενδιαφέρον από αμυντικής άποψης και οι οποίες βρίσκονταν διάσπαρτες στις επαρχίες της Πελοποννήσου. Από τις αρχειακές πηγές, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι ο αγροτικός πληθυσμός της Πελοποννήσου υποχρεώθηκε σε πάμπολλες περιπτώσεις σε υποχρεωτική εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίας σε έργα του δημοσίου: οχυρώσεις, δημόσια κτήρια, διάνοιξη δρόμων. Το ενδιαφέρον των Βενετών για τα διάφορα οχυρωματικά έργα ή έργα υποδομής που βρίσκονταν σε εξέλιξη εκείνη την περίοδο ήταν μεγάλο και οι αναφορές στα επίσημα έγγραφα και στην αλληλογραφία ήταν συχνές. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπιζε η βενετική διοίκηση ήταν η οικονομική αδυναμία, η έλλειψη οικοδομικών υλικών, καθώς και η έλλειψη εργατικού δυναμικού. Η προσωπική και/ή η οικονομική αγγάρευση ήταν μία λύση σε όλα αυτά τα αδιέξοδα. Η υποχρέωση για συμμετοχή των τοπικών πληθυσμών σε αυτές τις εργασίες είχε έκτακτο χαρακτήρα. Πολύ συχνά, οι χωρικοί καλούνταν να παρασκευάσουν και να παράσχουν στο βενετικό Δημόσιο μεγάλες ποσότητες οικοδομικών υλικών που ήταν απαραίτητα για την εκτέλεση των έργων αυτών, συχνότερα ξυλεία (μία εξαιρετικά επίπονη εργασία που περιελάμβανε δύο φάσεις: την κοπή και τη μεταφορά), αλλά και ασβέστη, ασβεστόλιθο, άμμο, κάρβουνο ή κεραμίδια, που γενικώς ήταν δυσεύρετα εκείνη την περίοδο. Σε κάποιες περιπτώσεις επιτάσσονταν ζώα και κάρα, ενώ όταν οι Βενετοί αντιλαμβάνονταν ότι οι εργασίες για διάφορους πρακτικούς λόγους δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν στο σύνολό τους από τους χωρικούς, επέλεγαν να συγκεντρώσουν μέσω οικονομικής αγγαρείας τα χρήματα εκείνα που θα τους επέτρεπαν να προσλάβουν κατάλληλους χτίστες ή να ζητήσουν τη συνδρομή στρατιωτών αυξάνοντας φυσικά το μισθό τους.

Το Ναύπλιο ήταν μία ακόμα περιοχή της Ρωμανίας, την οποία η Βενετοί έκριναν σημαντική για την άμυνα της Πελοποννήσου. Μετά την ανακατάληψη της πόλης το

800 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 851, no 19. 801 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών εκ των εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι», σ. 651 (Relatione Grimani)

268

1686 έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στην περιοχή και, ταυτόχρονα με την ενίσχυση του τείχους της Ακροναυπλίας, αποφάσισαν να οχυρώσουν το λόφο του Παλαμηδίου. Ο λόφος έχει ύψος 216 μ. και βρίσκεται ανατολικά της πόλης του Ναυπλίου. Το ύψωμα αυτό είναι απόκρημνο σε όλες τις πλευρές του (εκτός από την ανατολική όπου βρίσκεται η είσοδος του κάστρου) και προστάτευε με φυσικό τρόπο την είσοδο στον αργολικό κόλπο. Το φρούριο, που κτίστηκε από τους Βενετούς μεταξύ των ετών 1700 και 1712 ενσωμάτωνε όλα τα χαρακτηριστικά που είχαν κατακτηθεί στην οχυρωματική αρχιτεκτονική έως εκείνη την εποχή και θεωρείται το τελειότερο οχυρωματικό έργο που εκπονήθηκε όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο εκείνα τα χρόνια. Ο Francesco Morosini ήταν ο πρώτος που είχε τονίσει την ανάγκη για την οχυρωματική ενίσχυση εκείνου του σημείου. Μετά τον θάνατό του (1690) τα έργα ανατέθηκαν στο γενικό προβλεπτή Jacopo Corner. Τα σχέδια του φρουρίου εκπονήθηκαν από τους μηχανικούς Gianxich και La Salle και αποπερατώθηκαν επί των ημερών του γενικού προβλεπτή Agostino Sagredo, όπως αναφέρεται και σε σχετικά υπομνήματα που υπέβαλε ο ίδιος προς τις αρχές της Βενετίας802.

Τα σχέδια αυτά βασίζονταν σε σύστημα αλληλοϋποστηριζόμενων προμαχώνων (ντάπιες), οι οποίοι αναπτύσσονταν κλιμακωτά στον άξονα Δύσης - Ανατολής και συνδέονταν μεταξύ τους με τείχη: όλο το κάστρο αποτελούνταν από 8 προμαχώνες τριγυρισμένους με τείχη, που αλληλοϋποστηρίζονταν ή αλληλοπροσβάλλονταν ανάλογα με τις ανάγκες. Οι προμαχώνες είχαν αρχικά βενετικές ονομασίες, κατόπιν τουρκικές και τέλος ελληνικές: 1) Forte di San Girardo - Dizdar tabya - Προμαχώνας του Αγίου Ανδρέα 2) Mezzo Bastione - Tevil tabya - Προμαχώνας Φωκίων 3) Posto di San Agostino - Kara tabya - Προμαχώνας Θεμιστοκλής 4) Baloardo Staccato - Besirän tabya - Προμαχώνας του Μιλτιάδη 5) Doppia Tenaglia - Yürüyüs Tabya - Προμαχώνας Αχιλλέας 6) Piattaforma - Toprak tabya - Προμαχώνας Λεωνίδας (Αμυγδαλίτσα) 7)Seitan tabya - Προμαχώνας Επαμεινώνδας 8) Deniz Kapı - Ρομπέρ. Από τους προμαχώνες αυτούς ο Αχιλλέας που βρισκόταν στο κέντρο της Πλατείας των Όπλων και ο ακρινός Μιλτιάδης ήταν «μοναχικοί», ενώ οι υπόλοιποι συνδέονταν μεταξύ τους803. Οι χωρικοί της περιοχής κλήθηκαν να συνεισφέρουν στα έργα αυτά. Τον Ιούλιο του 1712 ο γενικός προβλεπτής Antonio Loredan ανέφερε ότι για τα μεγάλα οχυρωματικά έργα που βρίσκονταν σε εξέλιξη εκείνη την περίοδο το Δημόσιο δεν θα επιβαρυνόταν καθόλου,

802 Καρποδίνη-Δημητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, σ. 62-68· Andrews, Castles of the Morea, σ. 90-105· Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, σ. 100-102· Triposkoufi - Tsitouri, Venetians and knights hospitallers: military architecture networks, σ. 90-101. 803 Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, σ. 100-102.

269

εφόσον βασιζόταν στους ντόπιους για την παροχή ξυλείας και άλλων οικοδομικών υλικών804

Την ίδια περίπου εποχή, οι Βενετοί εκπόνησαν έργα μεγάλης έκτασης προκειμένου να ενισχύσουν το αμυντικό οχυρό της Μεθώνης. Είναι βέβαια γνωστό ότι το φρούριο αυτό δεν κτίστηκε αυτή την εποχή εξ αρχής όπως συνέβη με το Παλαμήδι, αλλά ότι η ιστορία του είναι μακρά και ότι κατείχε εξέχουσα σημασία στη βενετική στρατιωτική, οικονομική και πολιτική ιστορία. Το ακρωτήρι επάνω στο οποίο βρίσκεται το εν λόγω αμυντικό οχυρό από αρχαιοτάτους χρόνους υπήρξε η Ακρόπολη της Αρχαίας Μεθώνης, η οποία αργότερα εξελίχθηκε στο βυζαντινό κάστρο της Μεθώνης που καταστράφηκε από τους Βενετούς το 1125 για πρώτη φορά, οπότε και ερημώθηκε. Το 1205 το κατέλαβαν οι Φράγκοι για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, την άνοιξη του επόμενου έτους έπεσε στα χέρια των Βενετών και πέρασε οριστικά σε αυτούς το 1209. Το 1500 η Μεθώνη πολιορκήθηκε από τους Οθωμανούς. Στην πολιορκία έλαβε μέρος και ο ίδιος ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ και οι Τούρκοι κατέλαβαν εν τέλει την πόλη. Οι Βενετοί έγιναν ξανά κυρίαρχοι της πόλης στις 7Ιουλίου1686, μετά από την πολυήμερη πολιορκία της από το Morosini.

Το κάστρο της Μεθώνης βρίσκεται σε απόσταση 1.000-1.500 μέτρων από τη Μεθώνη, πάνω στο ακρωτήρι που απλώνεται Νότια απέναντι από τη Σαπιέντζα, ενώ στην άκρη του βρίσκεται το Μπούρτζι. Πρόκειται για ένα οχυρωματικό σύστημα καθαρά βενετικό, που κατά καιρούς δέχτηκε μετατροπές και συμπληρώσεις ανάλογα με την πρόοδο και τις εξελίξεις στην οχυρωματική τέχνη κάθε περιόδου. Έτσι, βλέπουμε ότι και στις αρχές του 18ου αιω να, κατα τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο, οι Bενετοί μηχανικοί πραγματοποίησαν επιδιορθώσεις, ανακατασκευές, καθώς και σημαντικές επεκτάσεις και προσθήκες των οχυρώσεων στο φρούριο. Την εποχή αυτή το δυτικό και το ανατολικό άκρο του φρουρίου ενισχύθηκαν με δύο μεγάλες προεξέχουσες κατασκευές που ανήκουν στην κατηγορία του ημιπρομαχώνα (semi-bastione), συμβατικά όμως αποκαλούνται από τους ερευνητές προμαχώνες. Πρόκειται για τον προμαχώνα Loredan στα ανατολικά και έναν αντίστοιχο στα δυτικά. Ένας τρίτος ημιπρομαχώνας προστέθηκε στα ανατολικά του παλαιότερου προμαχώνα Bembo, προκειμένου να αναβαθμιστεί η αμυντική του ικανότητα805.

804 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 575, filza 855, no 16. 805 Βλ. Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, σ. 347-350 ενδελεχής περιγραφή και η μελέτη του φρουριακού συστήματος έχει πραγματοποιηθεί από τον Andrews στο Castles of the ·Morea, σ. 58-83﮲ βλ. επίσης Κοντογιάννης - Γρηγοροπούλου, Το κάστρο της Μεθώνης, σ. 27-29 Παπαθανασόπουλος - Παπαθανασόπουλος, Πύλος - Πυλία: οδοιπορικό στο χώρο και στο χρόνο: η

270

Στο μεσαιωνικό τείχος της δυτικής πλευράς του φρουρίου προστέθηκε εξωτερικά νέο ισχυρό τείχος με κεκλιμένη επιφάνεια (scarpa), χτισμένο με τετραγωνισμένους λίθους καλά συναρμοσμένους, ενώ ενισχύθηκε και το τείχος στην ανατολική πλευρά του φρουρίου. Εσωτερικά του μεσαιωνικού περιβόλου κατασκευάστηκε ένας ευρύς διάδρομος κίνησης για κανόνια (piazza), που εδραζόταν σε σειρά από ημικυλινδρικές καμάρες. Την ίδια εποχή ενισχύθηκε και το προτείχισμα της βόρειας πλευράς, μεταξύ του προμαχώνα Bembo και της κεντρικής πύλης. Επίσης, δυτικά του προμαχώνα Bembo και μέχρι το δυτικό προμαχώνα χτίστηκε μπροστά από το κυρίως τείχος ένα χαμηλό, επιμήκες και ιδιαίτερα ισχυρό προτείχισμα - πρόχωμα, που διέθετε χτιστά μέτωπα και πυρήνα από χώμα. Τέλος, πραγματοποιήθηκαν εργασίες στην τάφρο, η οποία έλαβε εντελώς νέα μορφή με πληθώρα αμυντικών στοιχείων, ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει στις πολεμικές πρακτικές της εποχής806.

Οι εργασίες που χρειάστηκε να πραγματοποιηθούν, ώστε να γίνουν όλες αυτές οι μετατροπές και οι προσθήκες στο φρουριακό συγκρότημα της Μεθώνης, υπήρξαν ιδιαίτερα εκτεταμένες και από την αρχή ήταν φανερό ότι θα απαιτούσαν την απασχόληση ικανού αριθμού εργατών. Ήδη από το 1712 ο γενικός προβλεπτής των όπλων Marco Loredan παρατηρούσε πως θα ήταν σχεδόν αδύνατη η συγκέντρωση τόσων ανδρών, ειδικά κατά τη θερινή περίοδο λόγω των γεωργικών εργασιών που βρίσκονταν σε εξέλιξη807. Την άνοιξη της επόμενης χρονιάς, υπολόγιζε πως για την εκτέλεση των έργων ήταν απαραίτητος ένας μεγάλος αριθμός ζώων και ανθρώπων· επρόκειτο λοιπόν να επιτάξει 18 κάρα που θα σέρνονταν από 36 βουβάλια, καθώς και 200 ακόμα άλογα. Εκτός από τους εξειδικευμένους τεχνίτες και τους Ρουμελιώτες χτίστες, υπολόγιζε πως στο έργο θα έπρεπε να απασχοληθούν ακόμη 600 άνδρες, προκειμένου αυτό να έχει ολοκληρωθεί μέσα σε ένα ημερολογιακό έτος. Βεβαίως, είχε επίγνωση των ολέθριων συνεπειών που θα υπήρχαν στην περίπτωση κατά την οποία ένας τόσο μεγάλος αριθμός αγροτών παρέμενε μακριά από τις αγροτικές εργασίες για ένα ολόκληρο έτος και για το λόγο αυτό αναζήτησε μία πιο ρεαλιστική και βιώσιμη λύση. Θεώρησε λοιπόν ότι θα ήταν προς όφελος του βενετικού Δημοσίου να απαιτηθεί υποχρεωτική υπηρεσία από 350 χωρικούς, για τους οποίους μοναδική «αμοιβή» θα ήταν μία μερίδα ψωμιού την ημέρα. Για τα επιταγμένα άλογα υπολογίζονταν 4 λίβρες φορβής την ημέρα. Στα έργα επρόκειτο να απασχοληθούν και 250 στρατιώτες (soldati) από 6 διαφορετικούς λόχους, των οποίων ο μισθός θα προσαυξανόταν κατά δώδεκα

Πύλος του Νέστορος, το Ναβαρίνο, η Μεθώνη, η Κορώνη, σ. 94-109· Κάστρων Περίπλους, σ. 66-69· Καρποδίνη - Δημητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, σ. 166-182. 806 Κοντογιάννης - Γρηγοροπούλου, Το κάστρο της Μεθώνης, σ. 27-29. 807 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 575, filza 855, no 18.

271

σολδία. Τα χρήματα αυτά επρόκειτο να συγκεντρωθούν από τα διάφορα territorii της Μεσσηνίας ως οικονομική αγγαρεία (reale). Ο Antonio Loredan έκρινε ότι η λύση αυτή θα ήταν ιδανική, επειδή αφενός η υπηρεσία που πρόσφεραν οι στρατιώτες ήταν ανώτερη σε σχέση με εκείνη που ήταν σε θέση να προσφέρουν οι χωρικοί και αφετέρου επειδή θεωρούσε ότι με αυτό τον τρόπο θα ήταν ικανοποιημένοι οι ντόπιοι κάτοικοι της Μεσσηνίας, οι οποίοι δεν θα υποχρεώνονταν να μπουν στη διαδικασία ενός επίπονου ταξιδιού που θα μπορούσε να διαρκέσει έως και τρεις ημέρες προκειμένου να εργαστούν στη Μεθώνη. Υπολόγιζε ακόμη ότι εκατό επιπλέον άνδρες θα έπρεπε να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για την παρασκευή και τη μεταφορά ξυλείας, ασβεστόλιθου, κάρβουνου και αναρίθμητων άλλων οικοδομικών υλικών, τονίζοντας ότι οι στρατιώτες δεν αρκούσαν για όλες τις εργασίες. Η πληρωμή του εργατικού αυτού δυναμικού θα επιβάρυνε τους κατοίκους κάποιων περιοχών της Μεθώνης μέσω της οικονομικής αγγαρείας808.

Σημαντική για τη Βενετία υπήρξε και η Κορώνη. Το κάστρο της κτίστηκε τον 6ο ή 7ο αιώνα μ.Χ. πάνω στα ερείπια της αρχαίας Ασίνης και μέχρι το 1205 παρέμεινε στα χέρια των Βυζαντινών, οπότε καταλήφθηκε από τους Φράγκους. Το 1206 καταλήφθηκε από τους Βενετούς και έμεινε σε αυτούς, οι οποίοι το οχύρωσαν μέχρι το 1500, την εποχή δηλαδή που οι κάτοικοι της Κορώνης παραδόθηκαν στους Οθωμανούς. Οι Βενετοί τετραπλασίασαν σε έκταση το κάστρο της Κορώνης και κατασκεύασαν πύργους και προμαχώνες κατάλληλους για το πυροβολικό καταλαμβάνοντας ολόκληρη την περιοχή της χερσονήσου. Από το 1206 έως το 1500 το παλιό βυζαντινό κάστρο κατέστη το εσωτερικό φρούριο, δηλαδή η Ακρόπολη και τα εξωτερικά του τείχη έγιναν τα εσωτερικά διαχωριστικά των δύο διαμερισμάτων, του εσωτερικού και του εξωτερικού. Το 1532 η Κορώνη καταλήφθηκε από το συμμαχικό στόλο του αυτοκρα τορα Καρο λου Ε΄, του Πα πα και των Ιπποτω ν της Μα λτας με επικεφαλη ς το ναύαρχο Andrea Doria. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα οι συμμαχικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Κορώνη, παίρνοντας μαζί τους δύο χιλιάδες κατοίκους που εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία. Το 1685 o Morosini προέβη στην ανακατάληψή της. Κατα τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας πραγματοποιήθηκαν πολλές επισκευές, ειδικά στο δυτικό προμαχώνα809. Σε επιστολή που έστειλε ο γενικός προβλεπτής Marino Michiel στα τέλη του 1692 ενημέρωνε πως για τα έργα στο φρούριο επρόκειτο να

808 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 575, filza 855, no 26. 809 Βλ. Andrews, Castles of the Morea, σ. 11-23· Καρποδίνη-Δημητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, σ. 148-163· Παπαθανασόπουλος - Παπαθανασόπουλος Πύλος - Πυλία, σ. 110-117· Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, σ. 350-352 ﮲

272

προσφέρουν υποχρεωτική υπηρεσία οι χωρικοί της περιοχής, οι οποίοι θα εργάζονταν ειδικά στην παρασκευή ασβεστόλιθου810.

Ακόμα μία σημαντική τοποθεσία για τους Βενετούς στην περιοχή της Μεσσηνίας υπήρξε το Ναβαρίνο με τα δύο φρουριακά του συγκροτήματα: το Νιόκαστρο και το Παλαιόκαστρο. Το Νιόκαστρο υψώνεται στο νότιο άκρο του κόλπου του Ναβαρίνου και οικοδομήθηκε στα 1573 από τους Οθωμανούς, οι οποίοι το κράτησαν μέχρι το 1686, οπότε και παραδόθηκε στους Βενετούς μετά από πολιορκία και αφού μια φοβερή έκρηξη ανατίναξε τον έναν από τους έξι προμαχώνες811. Το φρούριο αποτελείται από δύο τμήματα. Το ψηλότερο (ακρόπολη) βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά, έχει σχήμα εξαγώνου και περιβαλλόταν με τάφρο στις τρεις πλευρές του. Το υπόλοιπο τμήμα (κάτω κάστρο) απλώνεται σε όλη τη δυτική πλαγιά μέχρι τη θάλασσα. Τα τείχη έφεραν τηλεβολήθρες και πολεμίστρες, ενώ η άμυνά τους ενισχυόταν με τέσσερις κυκλικούς πύργους. Τα τείχη του εξαγωνικού φρουρίου είναι χαμηλά σε ύψος με αρκετό πλάτος και στο εσωτερικό σχηματίζεται μια σειρά ψηλών θολοσκέπαστων διαμερισμάτων (πλευράς 6-8 μέτρων), το καθένα με μια μικρή πόρτα και ένα κυκλικό άνοιγμα προς την κεντρική αυλή. Στις πέντε γωνιές του φρουρίου σχηματίζονται ογκώδεις προμαχώνες, ενώ ο έκτος προμαχώνας παραμένει κατεστραμμένος812. Όταν οι Βενετοί κατέλαβαν το κάστρο κατέστησαν το Νιόκαστρο πρωτεύουσα της επαρχίας Μεσσηνίας εκτιμώντας τη σημαντική θέση του. Την εποχή εκείνη προέβησαν σε επισκευές και διαρρυθμίσεις στο φρούριο. Λίγο πριν το 1715 φαίνεται πως είχαν αποφασίσει να το καταστρέψουν, επειδή δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική υπεράσπισή του. Αντίθετα, οι Βενετοί δεν προέβησαν σε εργασίες στο Παλαιόκαστρο του Ναβαρίνου, παρά το γεγονός ότι εκτιμούσαν τη στρατηγική του θέση και παρά το ότι στα αρχικά τους σχέδια συμπεριλαμβανόταν η εκπόνηση έργων με σκοπό την ενίσχυση των οχυρώσεων της περιοχής813.

Από την άλλη, οι Βενετοί φαίνεται ότι προχώρησαν σε εργασίες στο κάστρο της Καλαμάτας, το οποίο υψώνεται σε έναν λόφο βορειοδυτικά της πόλης, πάνω στον ποταμό της Νέδας. Η κατασκευή του κάστρου αυτού τοποθετείται χρονικά στη βυζαντινή εποχή, ενώ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και αργότερα, όταν οι Φράγκοι

810 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 568, filza 845, no 24. 811 Βλ. Andrews, Castles of the Morea, σ. 49-57· Καρποδίνη - Δημητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, σ. 184-192· Παπαθανασόπουλος - Παπαθανασόπουλος, Πύλος - Πυλία, σ. 48-60. 812 Καρποδίνη-Δημητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, σ. 188. 813 Βλ. Andrews, Castles of the Morea, σ. 40-48· Καρποδίνη - Δημητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, σ. 192-199· Παπαθανασόπουλος - Παπαθανασόπουλος, Πύλος - Πυλία, σ. 43-37.

273

κατέλαβαν το Μοριά, από την εποχή δηλαδή που η Καλαμάτα αποτέλεσε έδρα βαρωνίας με κέντρο το κάστρο. Από το 1298 μέχρι το 1430, που περιήλθε στους Παλαιολόγους του Μυστρά, το κάστρο έπεσε στα χέρια διάφορων κυριάρχων. Το 1459 καταλήφθηκε από τον Αλβανό αποστάτη Ζενέβιο. Στη διάρκεια του πρώτου Βενετοτουρκικού πολέμου (1463-1479) υπήρξε κέντρο μαχών ανάμεσα στους Βενετούς (που το 1464 το κατέλαβαν για μικρό διάστημα) και τους Οθωμανούς. Το 1540 το κάστρο πυρπολήθηκε για πρώτη φορά για να μην πέσει στα χέρια των Οθωμανών άθικτο. Στο επίκεντρο των συγκρούσεων ξαναβρέθηκε το 1659. Οι Βενετοί με τον Morosini ξαναπήραν το κάστρο (1685) και το κράτησαν μέχρι το 1715.

Το σχήμα του κάστρου είναι μακρόστενο και αναπτύσσεται στον άξονα βορρά – νότου. Αποτελείται από δύο οχυρωματικούς περιβόλους και ένα εσωτερικό φρούριο. Στην περιοδο της Β΄ Βενετοκρατίας, κατά την οποία η Καλαμάτα ήταν έδρα του ομώνυμου territorio, έγιναν διάφορες επεμβάσεις στο κάστρο, οι οποίες πιθανότατα περιελάμβαναν και την ανακατασκευή της πύλης στη θέση της ερειπωμένης παλαιότερης που διακοσμήθηκε με το θυρεό της Βενετίας. Σε πολλά σημεία του οχυρού διατηρούνται ακόμη τμήματα των επισκευών που έκαναν οι Βενετοί, οι οποίοι, παρόλο που κατεδάφισαν τα τείχη του, όταν το πήραν από τους Οθωμανούς (1685) φαίνεται πως το επισκεύασαν εκ νέου814. Οι επισκευές αυτές είχαν κριθεί απαραίτητες από τους ίδιους τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι με έκκλησή τους προς το γενικό προβλεπτή Antonio Zen είχαν προσφερθεί οι ίδιοι να καλύψουν τα απαιτούμενα έξοδα για την αποκατάσταση του φρουριακού συγκροτήματος815.

Στην περιοχή της Λακωνίας σημαντική ήταν η καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς. Χτισμένη πάνω σε βράχο με μία και μοναδική πρόσβαση από τη στεριά, φαίνεται ότι αρχικά ιδρύθηκε στο πιο ψηλό πλάτωμα της κορυφής και στη συνέχεια επεκτάθηκε νοτιοανατολικά. Στην περιοχή αυτή κατέφυγαν οι κάτοικοι των γύρω περιοχών στην προσπάθειά τους να βρουν καταφύγιο από της επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων. Το 1248 καταλήφθηκε από τους Φράγκους και επέστρεψε στους

814 Andrews, Castles of the Morea, σ. 28-35· Bon, La Morée Franque: recherches historiques, topographiques et archéologiques (1205-1430) sur la principauté d’Achaie, σ. 407-410· Καρποδίνη - Δημητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, σ. 246· Γερούση, «Το κάστρο της Καλαμάτας και οι λοιπές οχυρώσεις της νοτιοανατολικής Μεσσηνίας», σ. 145-155. 815 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 567, filza 844, no 39.

274

Βυζαντινούς το 1262. Το 1463 η πόλη παραδόθηκε στους Βενετούς, οι οποίοι την

διατήρησαν μέχρι το 1540816.

Γενικά στο φρουριακό συγκρότημα της Μονεμβασιάς δεν επικρατούν τα βενετικά στοιχεία οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, αλλά μάλλον χαρακτηρίζεται από τις οθωμανικές παρεμβάσεις που έχουν γίνει σε αυτο . Κατα τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας (1690-1715) οι κυρίαρχοι περιορίστηκαν σε μεμονωμένες επισκευές και επεμβάσεις στα τείχη και σε ορισμένα μόνο κτήρια817. Αρχικά, επεδίωξαν να «απελευθερώσουν» το εσωτερικό μέτωπο των τειχών από οικήματα που είχαν χτιστεί επάνω τους. Επίσης, προσέθεσαν στο δυτικό τείχος ένα ενισχυτικό κεκλιμένο τμήμα (scarpa) το οποίο έφερε το χαρακτηριστικό διακοσμητικό τελείωμα (cordone). Στον προμαχώνα που έφερε το όνομα Posto di Santa Anna έκαναν προσθήκες ελάσσονος σημασίας και έκτισαν εκκλησία αφιερωμένη σε αυτή την αγία. Ένας ογκώδης γωνιακός πύργος προστέθηκε στη νοτιοδυτική πλευρά που έφερε το όνομα Posto di Santa Barbara. Έγιναν κάποια βασικά έργα στα τείχη προς τη θάλασσα, κυρίως στην πύλη Portello di Marina, ενώ αντίθετα ο νοτιοανατολικός γωνιακός πύργος παρέμεινε όπως ήταν κατά την προηγούμενη περίοδο. Στο σημείο όπου το ανατολικό τείχος φτάνει στο βράχο, πρόσθεσαν ένα μικρό προμαχώνα, το Posto di San Rocco. Ουσιαστικά από την εποχή εκείνη δεν έχουν πραγματοποιηθεί άλλες αλλαγές818.

Οι ανάγκες του κάστρου της Μονεμβασιάς είχαν περιγραφεί λεπτομερώς σε μία ολόκληρη σειρά επιστολών και εκθέσεων των Βενετών προβλεπτών της Πελοποννήσου: η επισκευή της γέφυρας, η μετατροπή εγκαταλειμμένων οικημάτων που βρίσκονταν στο εσωτερικό του κάστρου σε στρατώνες, η κατασκευή ανεμόμυλου, η κατασκευή ενός lazaretto που θα συνέβαλλε στην ανάπτυξη του εμπορίου της περιοχής, καθώς και η κατασκευή πύργων κοντά στη θάλασσα που θα εγγυόνταν την ασφάλεια από την πειρατεία, ήταν μερικά από αυτά819.

Το 1706, ο Francesco Grimani πρότεινε μία σειρά από έργα, μεταξύ των οποίων ήταν και η ανέγερση ενός νέου φρουρίου στη βάση του βράχου που θα περιελάμβανε την κατασκευή ενός πύργου τέσσερις φορές μεγαλύτερου από τον πύργο της γέφυρας, καθώς και δύο κεκλιμένα τμήματα που θα έφθαναν σε κάθε πλευρά μέχρι τη θάλασσα.

816 Για τη Μονεμβασιά βλ. Ξαναλάτου – Δεργκαλίν, Κούλογλου - Περβλολαράκη, Μονεμβασία, σ. 5-8 και 23-31· Andrews, Castles of the Morea, σ. 192-211· Kalligas, Monemvasia: a byzantine city state, σ. 74-90· Καρποδίνη - Δημητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, σ. 112-130. 817 Καρποδίνη - Δημητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, σ. 126 818 Kalligas, Monemvasia, σ. 136. 819 Kalligas, Monemvasia, σ. 80-81.

275

Φαίνεται όμως ότι τα σχέδια αυτά έμειναν στα χαρτιά. Την ίδια μοίρα φαίνεται ότι είχε και το lazaretto που σχεδίαζε ο Grimani, το οποίο έμεινε ανολοκλήρωτο820. Είναι γνωστό βέβαια ότι η χρηματοδότηση τόσο εκτεταμένων δημοσίων έργων ήταν μία πρόκληση για τη Βενετία την εποχή εκείνη. Ταυτόχρονα, υπήρχε μεγάλη δυσκολία για την εξεύρεση δομικών υλικών και ειδικά ξυλείας821.

Προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες αυτές οι Βενετοί απέβλεπαν στη «στρατολόγηση» του ντόπιου πληθυσμού των γύρω περιοχών. Ειδικά για το lazaretto ο γενικός προβλεπτής Antonio Loredan, αναφερόμενος στη σημασία που είχε δώσει στην κατασκευή του ο Francesco Grimani, εξέφρασε τη γνώμη ότι η κύρια αιτία που αυτό ακόμα παρέμενε ημιτελές στις αρχές του 1709, όταν δηλαδή ο ίδιος έγραφε την επιστολή του προς την κεντρική διοίκηση, ήταν η έλλειψη των απαραίτητων δομικών υλικών. Ο Loredan αισιοδοξούσε ότι η πραγματοποίηση ενός τόσο χρήσιμου έργου θα ήταν εφικτή αυτή τη φορά χάρη στη βοήθεια κάποιου Dandolo, ευγενούς από την Κρήτη, ο οποίος προσφερόταν να οργανώσει και να προχωρήσει το έργο με αντάλλαγμα την εξασφάλιση του αξιώματος του prior del lazaretto για τον εαυτό του και τους γιους του. Για την κάλυψη των αναγκών σε ξυλεία, κεραμίδια και ασβέστη, επρόκειτο βεβαίως να αγγαρευτούν οι χωρικοί των γύρω περιοχών. Στην επιστολή που ο Loredan έστειλε στις 12 Μαΐου από την Καλαμάτα ανέφερε ότι: «…Conobbe il gran zelo dell’Eccellentissimo Signor Francesco Grimani sin dal tempo che gloriosamente sosteneva il Generalato di questo Regno, assai giovevole l’esettione d’un Lazaretto a Malvasia ove per mancanza di sì necessario commodo restava molto pregiudicato il commercio di quella Piazza con l’isole dell’ arcipelago e Regno di Candia… Destinò la prudenza dell’Eccellenza sua in vicinanza della Città il sito proprio per stabilirlo e fece formar il modello della fabrica, mà essendo negl’utlimi periodi della sua carica, non hà potuto vederla incaminata perché mancava il bisognevole dei materiali. Trascurata poi sì buona opera per il dispendio che vi si ricercava trovò a mè di rivogler le applicationi all’ essentialità sua e vedendo che le angustie ben note della cassa mi contrastavano il desiderato effetto fissai lo studio ai mezzi di conseguirlo senza publico aggravio, come mi è riuscito havendo disposto Dandolo Cretense suddito della Serenità Vostra di antica benemerita fede, e cittadino di quella communità di assumer l’obligo di far a spese sue la fabrica conforme il sopraccennato modello, con essergli solamente somministrato il legname, coppi et calcine che ogn’anno sogliono contrinuire per le occorrenze publiche le Ville di quel territorio e con la conditione accordatagli dell’ elettione sua e figlioli al

820 Kalligas, Monemvasia, σ. 108. 821 Kalligas, Monemvasia, σ. 80-81.

276 carico di Prior del Lazaretto medesimo come per l’annesso decreto al qual pur unino l’obbedienza del publico ossequiato commando l’alligate due Terminationi, che già formai per toglier alcuni abusi introdotti da negligenza et incuria in alcuna di queste camere fiscali»822.

Όπως είδαμε παραπάνω, τα έργα στο lazaretto φαίνεται ότι δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Εντούτοις, οι χωρικοί της επαρχίας της Λακωνίας (εκτός βεβαίως από εκείνους που είχαν πετύχει την εξαίρεσή τους) καλούνταν συστηματικά να κατασκευάσουν και να παράσχουν τα αναγκαία δομικά υλικά για τη συνέχιση των έργων στη Μονεμβασιά. Έτσι τον Ιούλιο του 1712, σύμφωνα με τον Antonio Loredan οι εργασίες στην περιοχή συνεχίζονταν και –όπως σημειωνόταν ρητά- οι sudditi θα παρείχαν τις αναγκαίες ποσότητες ξυλείας, ασβέστη και άλλων υλικών823. Στην εργασία των χωρικών του territorio για την παροχή των υλικών και ειδικά για την προετοιμασία και τη μεταφορά της άμμου στράφηκε ο ίδιος προβλεπτής και τον Απρίλιο 1713, όταν οι βροχές του χειμώνα που είχε προηγηθεί προκάλεσαν την κατάρρευση τμήματος της cortina των recinti bassi του φρουριακού συγκροτήματος της Μονεμβασιάς824.

Ένα φρούριο που φαίνεται ότι είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Βενετούς ήταν κι εκείνο του Ρίου ή κάστρο του Μοριά. Χτισμένο στο ομώνυμο ακρωτήριο του Κορινθιακού κόλπου, οικοδομήθηκε από το σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄ το 1499. Το κάστρο αυτό μαζί με το αντικρινό κάστρο της Ρούμελης συνέθεταν ένα ενιαίο κατά κάποιο τρόπο οχυρωματικό σύστημα που ήταν γνωστό με την ονομασία «Μικρά Δαρδανέλια», που εξαιτίας της στρατηγικής τους θέσης διαχρονικά είχαν υπάρξει αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα στους Βενετούς και τους Οθωμανούς, ενώ διεκδικήθηκαν ακόμη και από τους Ιππότες της Μάλτας και τους Γενοβέζους: το 1532 πολιορκήθηκε από τον Andrea Doria και το 1603 από τους Ιππότες της Μάλτας. Οι Βενετοί κατά τη σύντομη περίοδο της κυριαρχίας τους στην Πελοπόννησο επεδίωξαν να ενισχύσουν το κάστρο προσδίδοντάς του τη μέγιστη ισχύ που απαιτούσε η θέση του: εκπόνησαν έργα και επισκευές με σκοπό να το καταστήσουν ικανό να αντισταθεί στην επέλαση των Οθωμανών στο Μοριά825, υψώνοντας έναν προμαχώνα και τρεις ημικυκλικούς πύργους που συνδέονταν με τα τείχη, καθώς και δύο mezzalune που κάλυπταν το μέτωπο προς τη θάλασσα. Στη νότια πλευρά του δημιουργήθηκε μία τεχνητή τομή στο έδαφος και

822 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 574, filza 854, no 9. 823 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 575, filza 855, no 16. 824 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 575, filza 855, no 26. 825Andrews, Castles of the Morea, σ. 130-134· Καρποδίνη - Δημητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, .σ. 232-236﮲ Κάστρων Περίπλους, σ. 129-131· Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, σ 143-146﮲ Triposkoufi - Tsitouri, Venetians and knights, σ. 111-113﮲

277

σχηματίστηκε μία βαθιά τάφρος826. Όπως γνωρίζουμε όμως παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των Βενετών, ούτε το έργο αυτό στάθηκε βέβαια ικανό να ανακόψει τη δύναμη των Οθωμανών, οι οποίοι το κατέλαβαν μετά από μάχη πέντε ημερών. Φαίνεται ότι οι γηγενείς πληθυσμοί κλήθηκαν να συνεισφέρουν στα έργα αυτά. Τον Ιούλιο του 1712 ο γενικός προβλεπτής Antonio Loredan ανέφερε ότι για τα μεγάλα οχυρωματικά έργα που βρίσκονταν σε εξέλιξη εκείνη την περίοδο, μεταξύ των οποίων και το Κάστρο του Μοριά, η επιβάρυνση για το Δημόσιο θα ήταν μικρή εφόσον βασιζόταν στους ντόπιους για την παροχή της ξυλείας και οικοδομικών υλικών827.

Αναμφισβήτητα, καθο λη τη δια ρκεια της Β΄Βενετοκρατιας οι χωρικοι της Πελοποννήσου υποχρεώθηκαν να υπηρετήσουν και σε άλλα έργα μικρότερης έκτασης, όπως για παράδειγμα η διάνοιξη δρόμου στο Άργος, η κατασκευή στερνών, η επισκευή ή ανέγερση δημόσιων κτηρίων όπως οι στρατώνες διαχείμασης του ιππικού (Chiertesi, Gastugni, Mistra), αποθηκών φύλαξης του αλατιού, αποθηκών φύλαξης της πυρίτιδας και άλλα828.

826 Καρποδίνη - Δημητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, σ. 236. 827 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 575, filza 855, no 16. 828 Για τη συμμετοχή των χωρικών σε τέτοιου είδους έργα βλ. τα επίσημα έγγραφα, τις τελικές αναφορές των διοικητών της Πελοποννήσου και την αλληλογραφία με την κεντρική διοίκηση. Ενδεικτικά: A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 575, filza 855, no 23.

278

6. Η υπηρεσία στις αλυκές της Πελοποννήσου.

Προκειμένου να διαμορφώσουμε μία εικόνα σχετικά με το πώς εφαρμόστηκε ο θεσμός της αγγαρείας στις αλυκές στην περιοχή της Πελοποννήσου, μπορούμε να αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες κυρίως από το αρχείο Grimani dai Servi. Ειδικότερα, σημαντικές πηγές άντλησης στοιχείων για το θέμα συνιστούν: α) ο φάκελος εκείνος που περιλαμβάνει τις επιστολές που απηύθυναν οι υπεύθυνοι των αλυκών στον γενικό προβλεπτή Francesco Grimani και αφορούν στο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1698 και 1700829˙ β) ευρύτερα οι αρχειακές σειρές που σχετίζονται με τις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης και την αλληλογραφία των τοπικών αρχών με τη Σύγκλητο˙ και γ) εκείνες οι σειρές που περιλαμβάνουν εκθέσεις των τοπικών διοικητών, που έχουν δημοσιευτεί στο μεγαλύτερο μέρος τους από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο830.

Είναι γνωστό ότι η σημασία που κατείχε το μονοπώλιο του αλατιού για τη Γαληνοτάτη δεν περιοριζόταν στενά και μόνο στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά είχε και ευρύτερες πολιτικές προεκτάσεις, αφού υπήρξε παράγοντας εξαιρετικής σημασίας για την πολιτική κυριαρχία της Βενετίας στον χώρο της Μεσογείου. Για τον λόγο αυτό, οι αλυκές και το εμπόριο του συγκεκριμένου προϊόντος στις ελληνόφωνες κτήσεις τις Ανατολής αποτελούν αντικείμενο έρευνας και μελέτης όχι μόνο για τους ιστορικούς, αλλά και για επιστήμονες διαφορετικών ειδικοτήτων831.

829 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85. 830 Λάμπρος, «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού προνοητού Γραδένιγου», σ. 228-251· ο ίδιος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετίᾳ αρχείων εδιδόμεναι», σ. 425-567 και 605-823· ο ίδιος, «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού Προνοητού Γραδένιγου», σ. 282-317. 831 Βλ. πρωτίστως τις μονογραφίες του Hocquet, Venise et le monopole du sel, τ. 1-2˙ Ο ίδιος, Le saline dei Veneziani e la crisi del tramonto del Medioevo˙ o ίδιος, Le sel et la fortune de Venise, τ. 1-2. Ειδικά για τον ελλαδικό χώρο βλ. κυρίως τις κάτωθι μελέτες: Ανδρεάδης, Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τ. Β΄, σ. 296-309˙ Πεντόγαλος, «Πληροφορίες για αλυκές στην Κεφαλονιά τον 16ο αιώνα», σ. 83-87˙ Πετανίδου, Άλας: Το αλάτι στην Ευρωπαϊκή Ιστορία και τον Πολιτισμό˙ Αριστείδου, «Αλάτι», σ. 344-346˙ Κολυβά - Καραλέκα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο: παραγωγή και εκμετάλλευση (16ος αι.)», σ. 47-74˙ Το ελληνικό αλάτι. Η΄ Τριήμερο Εργασίας: Μυτιλήνη, 6-8 Νοεμβρίου 1998, ιδίως τις μελέτες των Μιχαηλάρη «Από το Ιόνιο στη χώρα των Γρισώνων: Τα ταξίδια του λευκαδίτικου αλατιού το 18ο αιώνα», σ. 166-171, Κοροβέση, «Εξέλιξη αλατοπηγικής τεχνολογίας. Οικοσύστημα αλυκών», σ. 216-229 και Ξένου, «Αλυκή: ένας προνομιούχος χώρος για τη διατήρηση του περιβαλλοντικού συστήματος», σ. 230-233˙ Αρακαδάκη, «Οι αλυκές της Ελούντας μέσα από τις επιστολές του Zeno (1640-1644)», σ. 102-115˙ Ανάπλαση και αξιοποίηση των ανενεργών αλυκών Επτανήσου (Κέρκυρας, Λευκάδας και Ζακύνθου), ιδίως τις

279

Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι σταδιακά από το 13ο έως και το 18ο αιώνα οι Βενετοί επιδίωξαν συστηματικά και πέτυχαν να γίνουν οι κύριοι -αν όχι οι μοναδικοί- τροφοδότες αλατιού στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, των κεντρικών Βαλκανίων και της κεντρικής ή ακόμα και της βόρειας Ευρώπης. Για να το επιτύχουν συνήψαν από πολύ νωρίς με την Κιότζα (1183), τη Ραβέννα (1238) και αργότερα με τις κοντινές πόλεις της Ίστριας, αλλά και με άλλες πιο απομακρυσμένες αλατοπαραγωγικές περιοχές της Μεσογείου συμφωνίες που ρύθμιζαν ζητήματα σχετικά με το εμπόριο του αλατιού κατά τρόπο πολύ ευνοϊκό για τους ίδιους. Σκοπός τους ήταν η εξασφάλιση όλης της παραγωγής των αλυκών της Δαλματίας και της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου, ο απόλυτος έλεγχος του εμπορίου του αλατιού και η συνεχής διεύρυνση του χώρου όπου δραστηριοποιούνταν εμπορικά. Κατόρθωσαν εν τέλει να υλοποιήσουν όλες τις παραπάνω στοχεύσεις αποδιοργανώνοντας εμπορικές συναλλαγές που προϋπήρχαν, συνάπτοντας νέες συμφωνίες με παραγωγούς και καταναλωτές, αποθαρρύνοντας την παραγωγή σε περιοχές που δεν βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους, αποκλείοντας έτσι τους ανταγωνιστές τους και ελέγχοντας ουσιαστικά την προσφορά και τη ζήτηση. Η βενετική Πολιτεία δεν κρατικοποίησε το εμπόριο του αλατιού, αλλά το μονοπώλησε αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη από την παραγωγή, την υπεραξία του εμπορεύματος και τη φορολογία της προώθησης και διακίνησής του832.

Προκειμένου να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος αυτού, οι Βενετοί δημιούργησαν και συντηρούσαν ένα δίκτυο αλυκών που εκτεινόταν σε όλες τις κτήσεις τους. Η Κύπρος υπήρξε μία από τις πλέον παραγωγικές σε αλάτι βενετικές κτήσεις στην ελληνόφωνη Ανατολή έως την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς (1570/1). Στη συνέχεια, το ενδιαφέρον των Βενετών στράφηκε στην Κρήτη και αργότερα, κατά τους αιώνες της εμπορικής αποδυνάμωσης και οικονομικής παρακμής τους, αυτοί βασίστηκαν για το εμπόριο του αλατιού στην παραγωγή των Επτανήσων και της Πελοποννήσου.

Οι πιο γνωστές αλυκές της Πελοποννήσου833 και εκείνες που ήταν σε χρήση και κατα την περιοδο της Β΄ Βενετοκρατιας βρισκονταν στην επαρχια της Ρωμανιας

μελέτες των Παγκράτη, «Οι αλυκές της Κέρκυρας στην περίοδο της βενετικής κυριαρχίας», σ. 45-50 και Καλαφάτης, Παγκράτης - Συνοδινός,, «Συνοπτική καταγραφή βασικών πηγών και βιβλιογραφίας περί αλυκών Επτανήσου», σ. 319-330. 832 Hocquet, Venise et le monopole du sel, τ. 1-2˙ Ο ίδιος, Le saline dei Veneziani e la crisi del tramonto del Medioevo˙ o ίδιος, Le sel et la fortune de Venise, τ. 1-2. 833 Για τις αλυκές της Πελοποννήσου βλ. κυρίως Πανοπούλου, «Αλυκές και παραγωγή αλατιού στην Πελοπόννησο με βάση το Αρχείο Grimani (1698-1700)», σ. 305-329˙ η ίδια, «Παραγωγή και εμπόριο αλατιού στην Πελοπόννησο (13ος-16ος αι.)», σ. 157-179˙ η ίδια, «Από την τεκμηρίωση της ιστορίας

280

(αλυκές Θερμισίου, Βερβερόντα, Κομπούρνου και Παλαιοκάστρου), στην επαρχία της Αχαΐας (αλυκές Καμενίτσας, Πύργου και Λεχαινών) και, τέλος, στην επαρχία της Μεσσηνίας (αλυκές Μεθώνης και Κορώνης)834. Μεταξύ των αλυκών αυτών φαίνεται ότι οι πλέον αξιόλογες ήταν εκείνες του Θερμησίου, οι οποίες παρήγαγαν μία σημαντική ποσότητα ποιοτικού αλατιού, που ήταν κατάλληλο για εμπόριο. Φαίνεται, εξάλλου, ότι αξιόλογη σε ποσότητα παραγωγή αλατιού είχαν και οι αλυκές του Πύργου. Ωστόσο, το συγκεκριμένο προϊόν δεν προοριζόταν για το βενετικό εμπόριο, αλλά για τους ντόπιους καταναλωτές. Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε και στις αλυκές του Βερβερόντα, για τις οποίες υπάρχουν πληροφορίες ότι έδιναν μία αξιόλογη παραγωγή. Εντούτοις, το λαθρεμπόριο που διεξαγόταν ευρύτατα στις ακτές της Πελοποννήσου, καθώς και η κλοπή του αλατιού ήταν ένα πάγιο πρόβλημα των συγκεκριμένων αλυκών εξαιτίας της γεωγραφικής τους εγγύτητας με τη θάλασσα. Εκτός από αυτές, τις πιο γνωστές δηλαδή και αξιόλογες αλυκές, υπήρχαν και άλλες σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε και μία προσπάθεια να κατασκευαστούν νέες αλυκές στην περιοχή της Αργολίδας, αλλά οι πληροφορίες που επί του παρόντος διαθέτουμε σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι ελάχιστες. Από τις υφιστάμενες μαρτυρίες μπορούμε να σχηματίσουμε την εικόνα ότι οι αλυκές της Πελοποννήσου ήταν ένα σύστημα που αποτελείτο από αυλάκια (condotti), μέσω των οποίων γινόταν η παροχή θαλασσινού νερού από τάφρους (fossali) στις οποίες συγκεντρώνονταν τα νερά των βροχών, προκειμένου να μην επηρεάζεται αρνητικά η διαδικασία της παραγωγής και η ποιότητα του αλατιού και, τέλος, από ειδικά περάσματα (conche) που χρησίμευαν στην αποστράγγιση του τελικού προϊόντος με σκοπό τον καθαρισμό του835.

Η εξόρυξη (escavatione) και η συλλογή (raccolta) του αλατιού ήταν μία επίπονη εργασία836, που ξεκινούσε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες με τη συμπύκνωση του αλατιού. Ύστερα από την αποκρυστάλλωση του αλατιού οι εργάτες συνέλεγαν την παραγωγή σε μικρούς σωρούς, το μετρούσαν με κόφες και στη συνέχεια το μετέφεραν σε περιοχές εκτός της αλυκής, όπου το συγκέντρωναν σκεπασμένο κάτω από πλάκες

των αλυκών», σ. 121-131· η ίδια, «Αλυκάριοι - εργάτες – αγρότες: συνθήκες εργασίας και σχέσεις εξουσίας στις αλυκές της βενετοκρατούμενης Πελοποννήσου», σ. 271-295. 834 Ο Francesco Grimani σημειώνει για τις αλυκές της Πελοποννήσου τα εξής: «Cinque sono le Saline del Regno incaminate sin sotto Turchi, cioè a Modon, Patrasso, Gastuni, e Termis. Quest’ultima si distingue per principale, essendo di maggior rimarco e per la rendita sua; e per esser un parto della natura, a distintione dell’altre costrutte dall’arte sola. Tre generi di Sali si raccolgono dalla medema: il primo, ch’è sola spiuma di pochissimo peso, e molto facile a liquefarsi; il secondo bianco, e granito; et il terzo inferiore, e nero». A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, f. 849, no 29. 835 Πανοπούλου, «Αλυκές και παραγωγή αλατιού», σ. 311. 836 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 397r-v.

281

για προστασία, σχηματίζοντας μεγάλους σωρούς (monti) ανάλογα με την ποιότητά του. Η ποσότητα και η ποιότητα του τελικού προϊόντος εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν κάθε χρονιά. Το καταλληλότερο είδος αλατιού για πώληση και κατανάλωση ήταν το λευκό και χοντρό αλάτι. Εκτός από αυτό όμως συγκεντρωνόταν και το αλάτι που προερχόταν από τον αφρό της αλυκής, αλλά και εκείνο από τον πυθμένα της, που ήταν, ωστόσο, μαύρο και όχι καλής ποιότητας εξαιτίας της ανάμειξής του με λάσπη. Πρόκειται για το είδος εκείνο που προοριζόταν για την εγχώρια αγορά. Η μέθοδος που ακολουθείτο για τη συντήρηση του αλατιού και για την προφύλαξή του από τις εξωτερικές συνθήκες και τα καιρικά φαινόμενα ήταν η δημιουργία μίας προστατευτικής κρούστας που προέκυπτε ύστερα από την καύση φρύγανου και άχυρου, που βρίσκονταν τοποθετημένα στην κορυφή κάθε σωρού837.

Η διαδικασία της εξόρυξης του αλατιού, που επαναλαμβανόταν όσες φορές αυτό ήταν απαραίτητο ανάλογα με τον χρόνο που χρειάζονταν οι διαφορετικές περιοχές μίας αλυκής προκειμένου να αποκρυσταλλωθούν εντελώς, η διαδικασία της συγκέντρωσής του, αλλά και οι εργασίες του καθαρισμού του κατά το χρονικό διάστημα της φύλαξης και της αποθήκευσής του απαιτούσαν εργαζόμενους με ιδιαίτερα μεγάλη αντοχή, καθώς και με κάποια εξειδίκευση. Επειδή ακριβώς επρόκειτο για ιδιαίτερα επαχθείς εργασίες, η εξεύρεση πολλών ειδικευμένων εργατών (salineri) δεν ήταν εφικτή. Ως εκ τούτου, οι Βενετοί εφάρμοσαν και στην Πελοπόννησο, όπως και σε άλλες κτήσεις τους, το σύστημα της αγγαρείας, της παροχής δηλαδή υποχρεωτικής εργασίας, για τη διεκπεραίωση των παραπάνω διαδικασιών στις αλυκές, προσπαθώντας να συγκεντρώσουν για τον σκοπό αυτό έναν σημαντικό αριθμό εργατών από τα γειτονικά χωριά και τους παραπλήσιους οικισμούς838.

Παρά το γεγονός ότι η βενετική Πολιτεία είχε παραχωρήσει την εκμετάλλευση των αλυκών της Πελοποννήσου σε εκμισθωτές, φαίνεται ότι η ευθύνη για τη συγκέντρωση των κατοίκων των κοντινών στις αλυκές περιοχών προκειμένου να εργαστούν σε αυτές βάρυνε το Δημόσιο839. Στο 5ο άρθρο (capitolo) των όρων εκμίσθωσης των αλυκών στο Mario Stella, μεταξύ των υπόλοιπων κανονισμών που θα διέπουν τη λειτουργία των αλυκών, αναφέρεται ρητά ότι: «Che il Publico oblighi li villici

837 Πανοπούλου, «Αλυκές και παραγωγή αλατιού», σ. 311-312. 838 Βλ. σχετικά Μιχαηλάρης, «Από το Ιόνιο στη χώρα των Γρισώνων: τα ταξίδια του λευκαδίτικου αλατιού του 18ο αιώνα», σ. 166-171˙ Παγκράτης, «Οι αλυκές της Κέρκυρας στην περίοδο της βενετικής κυριαρχίας», σ. 45-50˙ Κολυβά - Καραλέκα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο: παραγωγή και εκμετάλλευση (16ος αι.)», σ. 47-74. 839 Πανοπούλου, «Αλυκές και παραγωγή αλατιού», σ. 321· η ίδια, «Αλυκάριοι - εργάτες - αγρότες», σ. 279.

282 che sono tenuti all’escavatione del sale con le conditioni, esecutioni e mercede che si è praticato sin ad hora»840.

Αναμφισβήτητα, η εργασία στις αλυκές λάμβανε τον χαρακτήρα της προσωπικής υποχρέωσης απέναντι στο βενετικό κράτος. Οι χωρικοί, οι οποίοι δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να εγκαταλείπουν τις αγροτικές τους εργασίες, καλούνταν να απασχοληθούν στις αλυκές της περιοχής τους την περίοδο της εξόρυξης του αλατιού σύμφωνα με τις ανάγκες που σε κάθε περίπτωση υπήρχαν και βάσει καταλόγων που καταρτίζονταν από τους πρόκριτους της κάθε περιοχής -είναι γνωστό ότι οι Βενετοί τους χρησιμοποιούσαν γι’ αυτόν τον σκοπό- και υπογράφονταν από τον ιερέα του κάθε χωριού841. Λεπτομερείς κατάλογοι και ονομαστικές, σε πολλές περιπτώσεις, καταστάσεις τηρούνταν και από τους υπεύθυνους των αλυκών, που έπαιρναν παρουσίες και κατέγραφαν τα ονόματα των υπόχρεων που δεν παρουσιάζονταν στην εργασία τους, δίνοντας πληροφορίες αναφορικά με τις αιτίες της απουσίας τους, αλλά και με το πώς οι τελευταίοι επρόκειτο να αναπληρώσουν την ημέρα ή τις ημέρες της απουσίας τους. Σε κάποιες περιπτώσεις βλέπουμε ότι οι αγγαρικοί για την κάθε ημέρα που απουσίαζαν υποχρεώνονταν να εργαστούν διπλά, ενώ φαίνεται ότι και στις αλυκές της Πελοποννήσου μπορούσε κάποιος να ορίσει αντικαταστάτη του842.

Ο παρακάτω πίνακας 1 δίνει τα ονόματα των χωριών, οι κάτοικοι των οποίων υποχρεώνονταν να εργαστούν στις αλυκές του Θερμησίου, καθώς και τον ακριβή αριθμό των χωρικών που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους έως τις 14 Σεπτεμβρίου του 1699843. Η εικόνα που αποκομίζουμε από τον πίνακα αυτό είναι ότι τα χωριά με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στις εργασίες ήταν τα ακόλουθα: Κρανίδι, Καστρί, Βαλαβάνη, Φούρνοι, Μέθανα, Αδάμη, Δίδυμα και Φανάρι. Ειδικά για τη συγκεκριμένη αλυκή, πρέπει να σημειώσουμε ότι συχνά καλούνταν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και εργάτες από την περιοχή της Κορινθίας844, ενώ είναι επίσης γνωστό πως στην εξόρυξη του αλατιού συμμετείχαν και 100 Υδριώτες, τους οποίους είχε την ευθύνη να φέρει στον χώρο των αλυκών ο ίδιος ο ενοικιαστής των αλυκών από την υπό οθωμανική κυριαρχία εκείνη την εποχή Ύδρα, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι θα εργάζονταν σε

840 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 436r-v. Πρβλ. Πανοπούλου, «Αλυκάριοι - εργάτες - αγρότες», σ. 279. 841 Πανοπούλου, «Αλυκάριοι - εργάτες - αγρότες», σ. 280-283. 842 Δίπλα από τα ονόματα των απόντων αγγαρικών αναγράφονταν σχόλια όπως λ.χ.: «15 Settembre non travagliò, 16 detto fatto travagliar doppiamente», «12 detto amalato, 13 detto travagliò», «ottobri porto in sequestro con travaglio duplicato», «venuto suo frattello in cambio». A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 411r-419r. 843 Τα στοιχεία του πίνακα 1 αντλούνται από το A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 278r. 844 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f.261r.

283

καθορισμένα μέρη της αλυκής όπου δεν υπήρχε λάσπη και ότι θα πληρώνονταν κάθε Σάββατο845.

Πίνακας 1

1699. Adì 14 settembre. S.N. Saline di Termis

Rollo delle ville e genti pervenute questo giorno al travaglio di questa Salina e delle ville che non sono pervenute sin hora. Cioè Villici Della villa Cragnidi no 99 Villa Castrì ˶ 57 Villa Forni ˶ 27 Villa Balabani ˶ 16 Villa Agà ˶ 9 Villa (Stallia) (Pashia) ˶ 8 Villa Belessi ˶ 10 Villa Licoparti ˶ 4 Villa Methena ˶ 29 Villa Adami ˶ 23 Villa Didimo ˶ 22 Villa Fanari ˶ 19 Villa Radhos ˶ 8 Villa Cattara ˶ 5 Non sono intervenute al travaglio per anco Villa Tarchi846 Villa Damala Villa Iri Villa Porro Villa Apathia Villa Paraschievi Villa Bascià Villa Masomata 378

845 Πανοπούλου, «Αλυκές και παραγωγή αλατιού», σ. 318. Βλ. και Πανοπούλου, «Αλυκάριοι - εργάτες - αγρότες», σ. 284-287. 846 Υποθέτουμε ότι αναφέρεται στην περιοχή Turachi.

284

Tenente Iseppo Brivio Alvise847

Στον επόμενο πίνακα 2 αναγράφεται σε κόφες848 η ποσότητα του αλατιού που συγκεντρώθηκε από τους χωρικούς849. Βλέπουμε ότι η μεγαλύτερη ποσότητα αλατιού συγκεντρώθηκε από τα χωριά Κρανίδι, Δαμαλάς, Μέθανα, Δίδυμα, Φούρνοι και Φανάρι. Με εξαίρεση το χωριό Δαμαλάς, όπως είδαμε αμέσως προηγουμένως, τα υπόλοιπα είναι τα χωριά με το μεγαλύτερο αριθμό υπόχρεων αγγαρικών. Πίνακας 2 1698 adì 12 Settembre S.N. Termis Nota delle coffe di sale estratte sin questo giorno da queste Publiche Saline e misurate sopra li sottoscritti monti formati per la Dominante e da misurarsi come qui sotto sarà dichiarito. Cioè Coffe Villa Cragnidi ha misurato No 5.861 Villa Castrì ˶ 2914 Villa Didimo ˶ 1.290 Villa Forni ˶ 1.066 Villa Ilia ˶ 391 Villa Lucaiti ˶ 180 Villa Agà ˶ 258 Villa Balabani ˶ 779 Villa Liguriò ˶ 1.647 Villa Adami ˶ 932 Villa Radhos ˶ 476 Villa Fanari ˶ 1.283 Villa Methena ˶ 1.534 Villa Paraschievì ˶ 704 Villa Vasia ˶ 530 Villa Masomata ˶ 300 Villa Damalà ˶ 2.320

847 Το όνομα είναι δυσδιάκριτο. 848 Στο σημείο αυτό θυμίζουμε τις μονάδες μέτρησης που ίσχυαν για το αλάτι, όπως αυτά φαίνονται μέσα από τις πηγές. Η Πανοπούλου στο έργο της «Αλυκές και παραγωγή αλατιού στην Πελοπόννησο με βάση το Αρχείο Grimani (1698-1700)», σ. 312, σημειώνει τα εξής: 1 κόφα (cofa)=150 λίμπρες=3/4 του στάρου=0,75 στάρα, 1 κουβελόπουλο (cuvelopulo)=15 λίμπρες=0,075 στάρα, 1 στάρο (staro)=143 λίμπρες (Πάτρα)=152 λίμπρες (Κορώνη)=192 λίμπρες (Μεθώνη)=192 λίμπρες (Πύργος). 849 Τα στοιχεία του πίνακα 2 αντλούνται από το A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 401r.

285

Villa Catara ˶ 286 Villa Lascià ˶ 218 Villa Poro ˶ 872 Villa Zarchi ˶ 189 Villa Belesi ˶ 184 Villa Apathia ˶ 379 no 25.791

Η αμοιβή των εργαζομένων στις αλυκές του Θερμησίου οριζόταν με βάση την ποσότητα του αλατιού που συγκεντρωνόταν. Η πληρωμή των εργατών ήταν 4 σολδία για κάθε κόφα αλατιού και η υποχρέωση για την καταβολή τους βάρυνε το βενετικό δημόσιο. Στους πίνακες 3 και 4 αναγράφεται η αμοιβή των αγγαρικών850. Πίνακας 3 Nota della quantità delle coffe di sale escavato l’anno corrente a Termis, e del danaro esborsato alli vilici per l’escavatione stessa, come pure di quanto vi vuole per loro saldo. Ville che Importar Danaro Danaro che Quantità delle devono esser dell’escavatione esborsato al deve esser coffe escavate pagate al soldi 4 la conto esborsato per coffa saldo

Villa Cragnidi 1.841:12 800 1.041:12 9.208 Villa Castrì 878:12 420 458:12 4.393 Villa Iri 392 205 187 1.960 Villa Didimo 416:12 200 216:12 2.083 Villa Forni 361:4 205 156:4 1.806 Villa Ilia 109:4 50 59:14 546 Villa Lucaiti 66:12 25 41:11 333 Villa Aga 83:16 50 33:16 419 Villa Balabani 263:12 110 153:11 1.318 Villa Ligurio 515:4 220 295:4 2.576 Villa Adami851 296:8 215 83:8 1.492

5.226:16 2.500 2726 26.134

850 Τα στοιχεία των πινάκων 3 και 4 αντλούνται από το A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 404v-405r. 851 Στον πίνακα, ύστερα από τον οικισμό Adami, αναφέρεται διαγραμμένος ο οικισμός Radho.

286

Πίνακας 4 Ville che non devono esser pagate Coffe escavate con l’esention del pagamento Villa Radho 152:12 763 Villa Fanari 424:16 2.124 Villa Methena 465:12 2.328 Villa 234:4 1.171 Paraschievi Villa Bascia 172 860 Villa Masomata 105:16 529 Villa Damala 786:8 3.932 Villa Catara 98 490 Vila Le..a 79 395 Villa Poro 430:12 2.153 Villa Zarchi 69:12 348 Villa Belesi 8:21 393 Villa Apathia 150:12 753 Condanati ad 95:4 476 escavar misurarono 3343 42.849

Τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν ίσχυαν οι ίδιοι όροι πληρωμής σε όλες τις αλυκές της Πελοποννήσου. Στις αλυκές της Καμενίτσας οι εργάτες κάτοικοι του χωριού έπαιρναν το ¼ της παραγωγής και το πωλούσαν στο δημόσιο για 45 λίρες και 18 σόλδια για κάθε μόδιο, ενώ στις αλυκές του Βερβερόντα οι εργάτες εισέπρατταν τα κέρδη του ¼ της παραγωγής, το οποίο πωλούσαν προς 4 λίρες το κάθε στάρο852.

Η εργασία που κυρίως όφειλαν να προσφέρουν οι αγγαρεύσιμοι χωρικοί στην Πελοπόννησο ήταν η συμμετοχή τους στη διαδικασία της εξόρυξης του αλατιού και της συγκέντρωσης της συγκομιδής. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε ενδείξεις ότι σε κάποιες σπανιότερες περιπτώσεις οι χωρικοί απασχολούνταν και σε εργασίες που σχετίζονταν

852 Πανοπούλου, «Αλυκές και παραγωγή αλατιού», σ. 320. Για το ζήτημα της μισθοδοσίας βλ. Πανοπούλου, «Αλυκάριοι - εργάτες - αγρότες», σ. 289-290.

287

με τη συντήρηση και την αποκατάσταση της αλυκής σε περίπτωση φθοράς ή καταστροφής, όποτε αυτό κρινόταν απαραίτητο. Όπως συνέβαινε και σε άλλες υπό βενετική κυριαρχία περιοχές, οι Βενετοί μπορεί να τους χρησιμοποιούσαν για εργασίες όπως η διάνοιξη ή η εκβάθυνση καναλιών και αλατοπηγίων, επισκευές στις επιχωματώσεις ή ακόμα και στον καθαρισμό τους. Βλέπουμε, επίσης, ότι όταν το 1699 έγινε απόπειρα κλοπής του αλατιού στις αλυκές του Βερβερόντα, οι υπεύθυνοι χρησιμοποίησαν τους κατοίκους του Κρανιδίου για τη φύλαξή της853.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση της αλυκής Λογγά της Μεσσηνίας. Αναφορικά με αυτήν, σε επιστολή που συνέταξε και απέστειλε από τη Μεθώνη στην κεντρική διοίκηση στις 8 Μαΐου του 1692 ο προβλεπτής Antonio Zeno σημείωνε ότι οι κάτοικοι του χωριού Castelli αναλάμβαναν όλες τις απαραίτητες εργασίες συντήρησης της αλυκής, καθώς και την εξόρυξη του αλατιού: «Concedute già dal Serenissimo Prencipe all’hora Capitan General doppo la gloriosa conquista di questa Piazza, le saline di Longà a benefficio di quest’habbitanti, il Corpo cio è della Communità presentatisi ad hora nanti noi li sindici della medema, così pur facendo col nome e concesso del consortio tutto, nella consederatione del pocco profitto tratto per l’adietro dalle salline stesse, pur con oggetto d’incontrare nella publica sovrana intentione, che già ridusse in proprio potere l’altre salline tutte del Regno fattane avanti di noi spontantea la rinontia per implorar poscia in concambio altri effetti della Publica Sovrana munificenza, siamo condescesi ad abbraviare la cessione medema, che però applicati a proveder nel tempo stesso per la custodia e lavoro d’esse salline, che restano con ciò in Publico devolute offeritisi gl’habbitanti della villa Castelli di supplir intieramente all’opere tutte necessarie così di curarle a tempi proprii come d’escavare li fossi, canalli, e condotti, che servono a tutte le sei camere in che dette salline consistono per andar d’anno in anno raccogliendo li sali col migliorar sempre più i fondi medemi, come per loro scritura, implorando a mecrede delle fatiche la quarta parte del sale ch’estrarrano l’esser essenti dalle guardie, e funtioni con loro animali, e di goder il ricovero nelle camere di raggione publica, come nella medema» Επιπλέον, ο Zeno ανέφερε ότι οι εργασίες αυτές, στις οποίες εργάστηκαν συνολικά δεκατέσσερα άτομα, περιελάμβαναν τη διάνοιξη αυλακιών, καναλιών και αγωγών που αντιστοιχούσαν στους θαλάμους όπου συγκεντρωνόταν το αλάτι, δίνοντάς μας έτσι και κάποια στοιχεία σχετικά με αυτή τη σχετικά άγνωστη αλυκή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι για τις υπηρεσίες τους αυτές οι χωρικοί ελάμβαναν ως πληρωμή το ένα τέταρτο της παραγωγής, όπως ακριβώς συνέβαινε και σε άλλες αλυκές, αλλά και πως επιτύγχαναν ως αντιστάθμισμα την

853 Πανοπούλου, «Αλυκές και παραγωγή αλατιού», σ. 308.

288

εξαίρεσή τους από επαχθείς προσωπικές υποχρεώσεις, όπως λ.χ. οι guardie (οι βάρδιες φύλαξης των παραλίων της Πελοποννήσου) και η αγγάρευση ή επίταξη των ζώων τους854

Συνεπώς, οι χωρικοί επιδίωκαν με κάθε τρόπο κάποιου είδους απαλλαγή ή ελάφρυνση από το δυσβάσταχτο βάρος των διαφόρων υποχρεώσεων προσωπικού χαρακτήρα απέναντι στο κράτος. Κατ’ αντίστοιχο λόγο, βλέπουμε ότι και οι υπόχρεοι σε εργασία στις αλυκές της Καμενίτσας είχαν επιτύχει να εξαιρεθούν από άλλες αγγαρείες855. Για όσους όμως δεν επιτύγχαναν κάποιου είδους ελάφρυνση ή την εξαίρεσή τους από την υποχρέωση του αλατιού, η σκληρή πραγματικότητα της εργασίας στις αλυκές, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι προεστοί επιχειρούσαν σε κάποιες περιπτώσεις να εξαπατήσουν τους εργάτες στην πληρωμή και ότι οι ίδιοι οι Βενετοί δεν ήταν πάντοτε συνεπείς στις πληρωμές, είχαν ως συνέπεια την τεράστια απροθυμία των χωρικών να συμμετέχουν στις εργασίες εξόρυξης του αλατιού και στις εργασίες των αλυκών γενικότερα856.

Οι αναφορές σχετικά με αγγαρικούς που αποπειρώνται να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους είναι πολύ συχνές και είναι γνωστό ότι προκειμένου να περιορίσουν το φαινόμενο αυτό οι Βενετοί χρησιμοποιούσαν εναντίον τους τα σώματα των δραγόνων857. Σημειωτέον ότι τα σώματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τους Βενετούς όχι μόνο σε περίπτωση εξωτερικών κινδύνων, αλλά και εσωτερικών ανωμαλιών. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, οι απόπειρες των χωρικών να αποφύγουν την αγγαρεία της αλυκής δεν αφορούσαν μεμονωμένα άτομα, αλλά μεγαλύτερο αριθμό προσώπων ή ακόμα και ολόκληρα χωριά. Οι Βενετοί προσπαθούσαν να ελέγξουν την κατάσταση αυτή και να επιβληθούν με πυγμή προκειμένου να περιορίσουν το φαινόμενο. Έτσι, βλέπουμε ότι στις 18 Σεπτεμβρίου του 1699 συνελήφθησαν όλοι οι αγγαρικοί του χωριού Φούρνοι που εκείνη την ημέρα ήταν υπόχρεοι εργασίας, καθώς και μερικοί από το χωριό Κρανίδι που έδειχναν άρνηση ή έστω απροθυμία να εργαστούν858.

Όπως έχουμε ήδη δει, οι υπεύθυνοι των αλυκών τηρούσαν με αυστηρότητα λεπτομερείς καταλόγους όπου αναγραφόταν με ακρίβεια ο αριθμός των προσώπων

854 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 567, filza 844, no. 15. 855 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no. 29. 856 Βλ. A.S.V., Grimani dai Servi, b. busta 32, fasc. 85, f. 189r-189v, όπου αναφέρεται ότι οι χωρικοί δεν είναι πρόθυμοι να προσφέρουν υπηρεσία στις αλυκές των Λεχαινών. 857 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 105r. 858 «Veduta l’ostinata pertinacia delli villici di Forni che non volevano hieri escavare, li feci passare tutti in aresto, come parte di quelli di Cranidi, quali usciti li altri cui soli travagliano». A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 270r.

289

που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους. Από νωρίτερα είχε ήδη καταρτιστεί κατάσταση με τον αριθμό των χωρικών που θα καλούνταν για την προσωπική αγγαρεία και με βάση αυτή μπορούσε να υπολογιστεί πόσοι ήταν οι εργάτες που τελικά παρουσιάζονταν και πόσοι ήταν εκείνοι που είτε δικαιολογημένα, είτε αδικαιολόγητα απουσίαζαν. Ο πίνακας 5 που παρατίθεται ευθύς ακολούθως συνιστούσε έναν τέτοιο κατάλογο859.

Πίνακας 5 1699 adì 4 Ottobre S.N. Thermis Ristretto del numero delle genti pervenute al travaglio dell’escavationei de sali di queste Publiche Saline, e che s’attrovano al presente giusto l’ultima rassegna di 29. Amalati Fuggiti860 Presenti al In tutti erano travaglio Villa Cragnidi no 6 101 107 Villa Castrì ˶ 5 54 59 Villa Damalà ˶ 1 46 46 Villa Balabani 1 17 18 Villa Forni 2 26 28 Villa Iri 1 27 28 Villa Fanari 2 30 32 Villa Catara 1 8 9 Villa Bascia 10 10 Villa Liguriò 35 35 Villa Didimo 1 25 26 Villa Methena 15 29 34 Villa Adami 26 26 Villa Radhos 8 8 Villa Lascia 5 5 Villa Paraschievi 15 15 Villa Stailia 8 8 Villa Lucaiti 1 4 5 Villa Agà 8 8 Villa Apathia 1 11 12 Villa Zarchi 5 5 Villa Masomata 6 6

859 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 410r. 860 Το σημείο είναι δυσδιάκριτο.

290

Villa Belessi 1 5 6 Villa Porro 2 39 41 no 16 24 447 583

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι, ενώ ο αριθμός των ανθρώπων που θα έπρεπε να παρουσιαστούν έφτανε τους 583, στην πράξη οι χωρικοί που εργάστηκαν ήταν 447. Επίσης, 16 από αυτούς είχαν δηλωθεί ως ασθενείς. Απομένει ένα υπόλοιπο 24 προσώπων που απουσίασαν αδικαιολόγητα, ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι 15 από αυτούς προέρχονταν από τα Μέθανα.

Η απουσία ενός τόσο μεγάλου αριθμού ανθρώπων και η άρνησή τους να εργαστούν, όπως ήταν επόμενο υπήρξε ένα γεγονός που απασχόλησε τους υπεύθυνους της αλυκής, οι οποίοι πήραν δραστικά μέτρα απευθυνόμενοι στους δραγόνους. Όπως σημειώνεται εμφατικά, οι εργασίες στις αλυκές ήταν ουσιαστικά αδύνατο να προχωρήσουν χωρίς την παρουσία τους και η επίβλεψη των εργασιών κρινόταν απολύτως απαραίτητη. Στο συγκεκριμένο περιστατικό φαίνεται πως οι δραγόνοι καταδίωξαν τους χωρικούς που κατέφυγαν στα βουνά. Οι Βενετοί φαίνεται ότι φυλάκισαν για παραδειγματισμό τους έξι που τελικά συνελήφθησαν. Τα γεγονότα αυτά περιγράφονται ως εξής: «Per la copiosa quantità, come l’Eccellenza Vostra mi impone, mi creda, che fino se ne trovare nella salina si farrà escavare senza dubio, abenché questi popoli remitenti al maggior segno negano il prosseguimento sino alla perfetta terminatione. Dell’escavatione onde ogni giorno bisogna tenghi li dragoni nell’istessa Salina, essendo morti due cavalli per tale causa, ed esser sopra le armi per le loro ostinate reclusioni di tutti unite onde col rigore se ne riceverà nel afine l’intanto. Essendo disertati li 15 huomini di Methena si diede parte all’Illustrissimo et Eccellentissimo Signor Capitan General per l’espeditione di dragoni a quella parte, mentre se questo si fosse sofferto, tutti disertarebbero col avendo di doverli spedire, e procurarne la retentione loro, il qual loco, essendo sittuato su’ le montagne, e le case disperse lontane l’una dall’altra un miglio, non sortì al caporale de dragoni poter haverne di più di 6; quali sono al sequestro in Torre e per esemplarità agl’altri doppo sortiti tutti dal travaglio se gli fa dar principio al loro in sito dove gl’altri non pono escavare»861.

861 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 497r-v.

291

Σύμφωνα με τις περιγραφές των υπεύθυνων, την ίδια περίοδο οι κάτοικοι του χωριού Φανάρι επαναστάτησαν κατά κάποιο τρόπο862, όταν κατά τη διάρκεια της εξόρυξης του αλατιού επιχείρησαν να βγουν από την αλυκή αρνούμενοι να εργαστούν. Μπορούμε να σχηματίσουμε την εικόνα ότι τέτοια περιστατικά δεν ήταν σπάνια863, ενώ έχουμε ενδείξεις ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξαν και πιο έντονες αντιδράσεις των χωρικών και ότι τα επεισόδια δεν ήταν κάτι άγνωστο. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η γλαφυρή περιγραφή των γεγονότων της 10ης Οκτωβρίου του 1698, που παρουσιάζουν κάποια χαρακτηριστικά που μας κάνουν να σκεφτούμε ότι επρόκειτο για μία πραγματική εξέγερση που ξεκίνησε με την άρνηση των χωρικών να μπουν στην αλυκή για εργασία. Οι Βενετοί συνέδεαν τις κινήσεις αυτές με τη δράση συγκεκριμένων προκρίτων, για τους οποίους είχαν υποψίες ότι εκείνοι υποκινούσαν τα γεγονότα αυτά δωροδοκώντας τους χωρικούς και στρέφοντάς τους εναντίον τους. Φαίνεται ότι η κατάσταση ξέφυγε πολύ από τον έλεγχο των Αρχών όταν οι αγγαρικοί που είχαν στασιάσει στράφηκαν εναντίον των υπόχρεων εκείνων που έδειχναν πρόθυμοι να εργαστούν και όταν άρχισαν να κτυπούν όσους vecchiardi προσπάθησαν να τους μεταπείσουν. Η απάντηση των Βενετών υπήρξε άμεση: οι Αρχές συνέλαβαν τους ταραξίες με σκοπό να τους επιβιβάσουν διά της βίας σε γενοβέζικο πλοίο και να τους στείλουν στη Βενετία. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται ότι καταπνίγηκε η συγκεκριμένη εξέγερση, αφού, όπως σημειώνεται, οι αγγαρικοί –υπό το καθεστώς του φόβου– δούλεψαν πιο συστηματικά και αποτελεσματικά από κάθε άλλη φορά864.

862 Χρησιμοποιείται το ρήμα «rivoltarono» και τα γεγονότα περιγράφονται ως εξής: «Dal Rollο della Villa Fanari l’Eccellenza vostra scoprirà dalla nota d’esser disertato ... Zacona quello per essersi riscoltato contro il Caporale de dragoni con un bastone s’adopra per trasportar la coffa di sale nel tempo tutti uniti si rivoltarono per sortire dalle Saline, et abbandonar il travaglio». A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 497v-498r. 863 A.S.V., Grimani dai Servi, b. busta 32, fasc. 85, f. 399r-400v. Για το ζήτημα των αντιδράσεων που προκάλεσε η υποχρέωση παροχής υπηρεσίας στις αλυκές βλ. Πανοπούλου, «Αλυκάριοι – εργάτες - αγρότες», σ. 291-295. 864 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 377r-378v.

292

7. Άλλες μορφές αγγαρείας: μεταφορές και κοπή ξυλείας

Από τις πιο σημαντικές υποχρεώσεις που επιβάρυναν τον πληθυσμό της Πελοποννήσου ήταν εκείνες οι οποίες σχετίζονταν με τις μεταφορικές ανάγκες, για την κάλυψη των οποίων υποχρεώνονταν σε αγγαρεία οι αγρότες, ενώ συχνότατα επιτάσσονταν τα ζώα τους. Το βενετικό Δημόσιο βασιζόταν στους υπηκόους των αγροτικών περιοχών (α) για την εξυπηρέτηση των μεταφορικών αναγκών των στρατευμάτων τόσο στον πόλεμο όσο και κατά τις ειρηνικές περιόδους· (β) για την εξυπηρέτηση διοικητικών αναγκών κατά τις μετακινήσεις δημόσιων λειτουργών, καθώς και για τη μεταφορά της αλληλογραφίας· (γ) για τη μεταφορά της απαραίτητης ξυλείας και άλλων οικοδομικών υλικών σε τοποθεσίες όπου βρίσκονταν σε εξέλιξη δημόσια έργα· (δ) για μεταφορές ξυλείας προς τα λιμάνια και άλλες περιοχές· (ε) για διάφορες άλλες μεταφορικές ανάγκες, κάθε είδους.

Όσον αφορά στις ανάγκες μετακινήσεων του στρατού, έχουμε ήδη εξετάσει λεπτομερώς κάποια από τα πιο σημαντικά ζητήματα, όπως τις απαιτήσεις των έφιππων σωμάτων και τη rimonta. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε όμως ότι ακόμα και σε περιόδους πολέμου, όπως κατά το διάστημα μέχρι το 1695, μία περίοδο κατά την οποία σημειώνονταν οθωμανικές επιθέσεις στην Πελοπόννησο, φαίνεται ότι οι χωρικοί υποχρεώθηκαν να προσφέρουν κάποιου είδους στρατιωτικές υπηρεσίες, επικουρικού πιθανότατα χαρακτήρα, οι οποίες είχαν σχέση όχι με πολεμικό, αλλά με μεταφορικό έργο. Οι δημογέροντες επιφορτίζονταν με την υποχρέωση να συντάσσουν καταλόγους στρατολόγησης και, όταν υπήρχε ανάγκη, όριζαν εκείνους που θα υποχρεώνονταν να προσφέρουν υπηρεσία, είτε με τη σειρά τους είτε με κλήρωση. Από τον κανονισμό οριζόταν ότι οι δημογέροντες επίσης θα είχαν τη δυνατότητα να επιβάλλουν ημερήσιο πρόστιμο έξι λιρών στους υπόχρεους εκείνους, οι οποίοι δεν θα δέχονταν να εκπληρώσουν με συνέπεια αυτό το καθήκον τους. Το πρόστιμο αυτό θα εισέπραττε κάποιος αντικαταστάτης για ολόκληρη τη διάρκεια της οφειλόμενης υπηρεσίας. Οι χωρικοί, οι οποίοι δε διέθεταν μεταφορικά ζώα (animali da somma) και, επομένως, δεν υπήρχε η δυνατότητα να αγγαρευτούν, θα υποχρεώνονταν να

293

προσφέρουν ένοπλη υπηρεσία σε περίπτωση γενικής επιστράτευσης. Σε μία αντίστοιχη συγκυρία θα απαλλάσσονταν όσοι ήδη είχαν προσφέρει υπηρεσία με τα ζώα τους865.

Οι μεταφορές των έφιππων σωμάτων από και προς τις τοποθεσίες της εγκατάστασής τους, αλλά και οπουδήποτε αλλού κρινόταν αναγκαίο, με την αγγάρευση του ντόπιου πληθυσμού και με τη χρήση των μεταφορικών τους ζώων θεωρήθηκε από τους ίδιους τους διοικητές της νέας κτήσης από τις πιο επιβαρυντικές αγγαρείες της περιόδου. Όπως είδαμε, σύντομα αντικαταστάθηκε από το acquartieramento των δραγόνων. Με τον τρόπο αυτό οι υποχρεώσεις των χωρικών περιορίστηκαν στη μεταφορά συγκεκριμένων ποσοτήτων ψωμιού, κριθαριού και σιταριού στα καταλύματα των δραγόνων, τα οποία πλέον βρίσκονταν διασκορπισμένα σε ολόκληρη την επικράτεια της Πελοποννήσου και σε κοντινές αποστάσεις από τους οικισμούς των αγγαρευομένων, ενώ απαγορεύθηκε και η επίταξη των υποζυγίων τους. Oι δραγόνοι και οι αξιωματικοί τους ανέλαβαν την ευθύνη της διατήρησης αλόγων, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν για την κάλυψη των μεταφορικών τους αναγκών.

Μία ακόμη μορφή αγγαρείας, η οποία σχετίζονταν με την κάλυψη των μεταφορικών αναγκών του βενετικού κράτους στη νέα κτήση, ήταν η απαιτούμενη εξυπηρέτηση αξιωματούχων και άλλων δημόσιων λειτουργών κατά τις μετακινήσεις τους σε ολόκληρη την πελοποννησιακή επικράτεια. Σε αυτήν, εκτός από τον εξαναγκασμό σε μακρινά ταξίδια και την επίταξη των υποζυγίων, συνήθως συμπεριλαμβανόταν και η υποχρέωση για παροχή καταλύματος στις κατοικίες των χωρικών. Φαίνεται μάλιστα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις επιτάχθηκαν ολόκληρα χωριά για τον σκοπό αυτόν. Λόγω της σκληρότητας των αγγαρειών αυτών, οι οποίες συχνά συνδυάζονταν με μία σειρά από αυθαιρεσίες και επιπρόσθετες επιβαρύνσεις, ο προβλεπτής Antonio Zeno απαγόρευσε να υποχρεώνονται οι χωρικοί σε αντίστοιχες υπηρεσίες. Στο εξής δεν θα ήταν αποδεκτή πρακτική η επιβεβλημένη επίταξη των μεταφορικών ζώων, ενώ οι χωρικοί απαλλάσσονταν και από τις υπόλοιπες υποχρεώσεις που είχαν σχέση με τις μετακινήσεις των εκπροσώπων του Δημοσίου. Αναφερόταν ρητά ότι οι χωρικοί στο εξής δεν θα υποχρεώνονταν να παρέχουν μεταφορικά ζώα, τροφή, κρασί και ζωοτροφή σε οποιοδήποτε πρόσωπο χωρίς την ανάλογη πληρωμή (με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις). Έτσι, οι δημογέροντες ήταν υποχρεωμένοι να προβλέψουν ώστε να παρασχεθούν άλογα για το ταξίδι, κατάλυμα και ζωοτροφή σε συγκεκριμένα και μόνο πρόσωπα, τα οποία θα εκτελούσαν κάποια σημαντική υπηρεσία του Δημοσίου και τα οποία θα είχαν στη διάθεσή τους γραπτές

865 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», σ. 255-256.

294

εντολές, υπογεγραμμένες από τη βενετική διοίκηση προκειμένου να αποδείξουν την ιδιότητά τους. Επιπρόσθετα, τα πρόσωπα αυτά θα έπρεπε να καταβάλλουν χρήματα προκειμένου να καλύψουν τα προσωπικά έξοδα και για τη συντήρησή τους. Μεταγενέστερα, ο γενικός προβλεπτής των όπλων Grimani επεδίωξε να πείσει τα μέλη των αστικών κοινοτήτων να ανακουφίσουν τους χωρικούς από τα υπερβολικά βάρη των αγγαρειών αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την υποχρέωση να προμηθεύουν τον αναγκαίο αριθμό υποζυγίων στους Βενετούς διοικητές των διαμερισμάτων (provincie) κατά τις μετακινήσεις τους για τους πλειστηριασμούς και τις εισπράξεις των δημόσιων εσόδων. Έκρινε, ότι η απόλυτη κατάργηση των αγγαρειών αυτών θα ήταν ένας στόχος μη εφικτός, αλλά πρότεινε στη Γερουσία να απαγορεύσει σε κάθε άλλο πρόσωπο τη χωρίς πληρωμή χρήση και επίταξη των μεταφορικών ζώων των χωρικών866.

Μία ακόμα υποχρέωση που βάραινε τους κατοίκους της υπαίθρου ήταν η μεταφορά των δημόσιων εγγράφων. Επρόκειτο για μία αγγαρεία η οποία επιβαλλόταν κατά τρόπο καταχρηστικό, εφόσον, θεωρητικά, επρόκειτο για ένα καθήκον με το οποίο ήταν επιφορτισμένοι οι μεϊντάνηδες. Στην πράξη όμως, οι τελευταίοι, κατά τρόπο αυθαίρετο, εξανάγκαζαν τα πλέον αδύναμα από κοινωνική και οικονομική άποψη μέλη της πελοποννησιακής κοινωνίας, δηλαδή τον αγγαρευόμενο πληθυσμό, να εκτελεί ακόμα μία υποχρεωτική και άμισθη υπηρεσία. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι δεν επρόκειτο για μία θεσμοθετημένη υποχρέωση, ωστόσο, όπως φαίνεται, επιβάρυνε σημαντικά το ντόπιο πληθυσμό. Το γεγονός αυτό, αλλά και η επιτακτικότητα των αναγκών που έπρεπε να καλυφθούν αναφορικά με τις μεταφορές σημαντικών για τη διοίκηση εγγράφων και αλληλογραφίας, έδωσαν στο Grimani το έναυσμα να οραματίζεται τη σύσταση οργανωμένου ταχυδρομείου στην Πελοπόννησο. Με τον τρόπο αυτό θα απαλλασσόταν «il paesano dal grand’incommodo ch’ha nel giornaliero trasporto delle publiche lettere e dalle continue vessationi nell’alloggio de viandanti».867 Αναμφισβήτητα, επρόκειτο για ένα σύνθετο πλάνο για την υλοποίηση του οποίου θα απαιτούνταν έργα με στόχο τη βελτίωση των οδικών συνδέσεων, την κατασκευή δικτύου πανδοχείων και απόκτηση μεταφορικών ζώων και κατάλληλου εξοπλισμού. Ο Grimani απέβλεπε στην απαλλαγή των Πελοποννησίων από αυτή τη δυσβάστακτη υποχρέωση: «À tante essentialissime inspettioni s’univa quella d’esimer’il paesano dall’angarie giornaliere per altro indispensabili nel continuo trasporto delle publiche lettere in ogni parte del Regno, mà molto più sensibili ancora nel somministrar’ i proprii animali quotidianamente à cadaun passaggiere», ωστόσο, είμαστε σε θέση να

866 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 257-258. 867 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών εκ των εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι», σ. 514-515 (Relatione del nob. Homo Ser Francesco Grimani ritornato di Provveditor General dell’Armi in Morea).

295

γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια για οργάνωση πραγματικών ταχυδρομικών υπηρεσιών στην Πελοπόννησο δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα868.

Η βενετική διοίκηση, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες για τακτική και απρόσκοπτη επικοινωνία τόσο με απομακρυσμένες περιοχές στο εσωτερικό της κτήσης όσο και με την κεντρική διοίκηση και το εξωτερικό, έκρινε ως πιο συμφέρουσα λύση την ανάθεση της οργάνωσης ταχυδρομικών υπηρεσιών σε ιδιώτη. Την υποχρέωση αυτή ανέλαβε ο Alvise Rovelli, θέτοντας ως προϋπόθεση συγκεκριμένους όρους. Απαιτούσε να τοποθετηθεί ο ίδιος επικεφαλής της υπηρεσίας για δέκα χρόνια, να έχει εξάρτηση μοναχά από τις ανώτερες βενετικές Αρχές της Πελοποννήσου και να είναι ο μοναδικός που θα έχει το δικαίωμα να αναπτύξει παρόμοια δραστηριότητα, διασφαλίζοντας έτσι το μονοπώλιο των υπηρεσιών και την ανεξαρτησία του από τα ισχυρά μέλη των τοπικών κοινωνιών. Ο Rovelli σκόπευε να οργανώσει το ταχυδρομείο σε διαφορετικές φάσεις, διαδοχικά. Κατά την πρώτη φάση του έργου συνδέθηκε ταχυδρομικά η περιοχή της Κορίνθου με το Ναύπλιο. Αυτή η γραμμή επικοινωνίας είχε κριθεί ως εξαιρετικά χρήσιμη λόγω της σημασίας της τοποθεσίας των πόλεων αυτών στους χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους του εμπορίου με τον υπό οθωμανική κυριαρχία ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, τις βενετοκρατούμενες περιοχές του Αιγαίου και την Ανατολική Μεσόγειο. Το ταχυδρομικό αυτό δίκτυο περιελάμβανε δύο ενδιάμεσους σταθμούς στους οικισμούς Φοντάνα και Χώνικα, καθώς και μία προέκταση προς το Άργος και το Δρέπανο. Στους άμεσους στόχους του Rovelli ήταν η ταχυδρομική σύνδεση με την Πάτρα και, μεταγενέστερα, η σύνδεση του Ναυπλίου με την Τρίπολη και το Μυστρά. Προκειμένου να αναπτυχθεί ένα αποτελεσματικό δίκτυο ταχυδρομικών υπηρεσιών απαιτούνταν παραχώρηση γαιών για τη θεμελίωση πανδοχείων, καθώς και διατήρηση 2 και αργότερα 4 πλοιαρίων για την επικοινωνία με τα νησιά του Ιονίου και την Ιταλία. Το Σεπτέμβριο του 1699, όταν ο Rovelli έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης από ληστές, λειτουργούσε η ταχυδρομική σύνδεση Κορίνθου - Ναυπλίου - Άργους - Δρεπάνου και είχαν ολοκληρωθεί οι σταθμοί του Ναυπλίου, της Κορίνθου και της Χώνικας. Η τελευταία αρχειακή αναφορά σχετικά με το ταχυδρομείο της Πελοποννήσου εντοπίζεται στις αρχές του 1701 και τότε ακόμα ο Grimani εμφανιζόταν εξαιρετικά απαισιόδοξος για την έκβαση της προσπάθειας αυτής.869

Ένας από τους λόγους που ο Grimani έκρινε ως απολύτως αναγκαία τη λειτουργία οργανωμένου ταχυδρομείου κάτω από τον έλεγχο του κράτους ήταν η

868 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 572, filza 850, no 84. 869 Κωνσταντινίδου, «Η ιστορία του ατυχούς Alvise Rovelli και η προσπάθεια οργάνωσης ταχυδρομικών υπηρεσιών στο Regno di Morea: τέλη του 17ου αρχές του 18ου αι.», σ. 345-367.

296

κατάργηση της αγγαρείας για τη διακίνηση της δημόσιας αλληλογραφίας. Ωστόσο, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο ίδιος ο προβλεπτής ανέφερε ότι οι χωρικοί, αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, δεν ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν τη μεταφορά των δημόσιων επιστολών από μία ανεξάρτητη υπηρεσία χωρίς την παραμικρή συμμετοχή τους. Γίνεται έτσι εμφανές ότι οι τοπικές κοινωνίες δεν ήταν διατεθειμένες να χάσουν την ευκαιρία για άμεση συνδιαλλαγή με τους κυριάρχους μέσα από την οποία αντλούσαν κάποιου είδους δύναμη ή εξουσία. Η βενετική διοίκηση από την πλευρά της προτιμούσε να αξιοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό για την κάλυψη άλλων αναγκών μέσω του συστήματος της αγγαρείας.870

Οι χωρικοί ήταν επιφορτισμένοι με την υποχρέωση της μεταφοράς σιτηρών στις δημόσιες σιταποθήκες ή σε φούρνους για την παρασκευή της γαλέτας. Στην πρώτη περίπτωση η αγγαρεία αφορούσε στη μεταφορά των σιτηρών των decimari, οι οποίοι, όπως είναι γνωστό, είχαν τη δυνατότητα, όταν ενοικίαζαν από το κράτος το φόρο της δεκάτης, να καταβάλλουν το 1/3 του ενοικίου τους σε σιτηρά. Η αγγαρεία αυτή μπορούσε να γίνει ιδιαιτέρως επαχθής όταν οι χωρικοί, οι οποίοι κατοικούσαν σε απομακρυσμένες από τα αστικά κέντρα περιοχές, καλούνταν να καλύψουν μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις. Οι κάτοικοι της Καρύταινας, οι οποίοι είχαν την υποχρέωση να μεταφέρουν σιτηρά στο Ναύπλιο υποχρεώνονταν, προκειμένου να γλυτώσουν από την ταλαιπωρία, να καταβάλλουν την αξία των σιτηρών αυτών σε χρήμα, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι το 1/3 του συνόλου της φορολογίας της δεκάτης, αντί να καταβληθεί από τους ενοικιαστές του φόρου, πληρωνόταν τελικά σε μετρητά από τους χωρικούς. Επίσης, οι χωρικοί ορισμένων περιοχών υποχρεώνονταν να μεταφέρουν με τα ζώα τους άλευρα για το ψήσιμο της γαλέτας και στη συνέχεια ήταν επιφορτισμένοι με τη μεταφορά της στα παράλια για την κάλυψη των αναγκών της αρμάδας και του στρατού. Στις πηγές αναφέρονται οι περιπτώσεις κατοίκων του διαμερίσματος της Γαστούνης, αλλά και κατοίκων της περιοχής της Μάνης, οι οποίοι υποχρεώνονταν να μεταφέρουν άλευρα για το ψωμί της φρουράς στο κάστρο της Κελεφάς871.

Ένα σημαντικό κεφάλαιο στο ζήτημα των μεταφορών, ήταν η υποχρέωση της μεταφοράς της ξυλείας, η οποία όμως περιελάμβανε και υλοτομικές εργασίες. Ας ανοίξουμε εδώ μία παρένθεση για να αναφέρουμε ότι οι Βενετοί ενδιαφέρθηκαν από νωρίς για την εκμετάλλευση του δασικού πλούτου της Πελοποννήσου με σκοπό την κάλυψη των αναγκών τους σε ξυλεία. Η νέα κτήση ήταν εξαιρετικά πλούσια σε δασικές εκτάσεις, ειδικά στα μεγαλύτερα υψώματα, λόγω των μεγάλων ετήσιων επιπέδων

870 Κωνσταντινίδου, «Η ιστορία του ατυχούς Alvise Rovelli», σ. 350-151. 871 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 258.

297

βροχόπτωσης. Στην Πελοπόννησο αφθονούσαν τα δάση κωνοφόρων, ειδικά στα ορεινά, με δένδρα όπως η μαύρη πεύκη, το έλατο, το ρόμπολο κ.ά. Υπήρχαν επίσης δάση φυλλοβόλων όπου κυριαρχούσαν διάφορα είδη δρυός, όπως η αριά, το πουρνάρι αλλά κυρίως η βελανιδιά καθώς και κάποιες καστανιές872.

Σύμφωνα με τις πηγές, οι Βενετοί κυρίαρχοι θεωρούσαν κατάλληλα προς εκμετάλλευση τα δάση που βρίσκονταν σε ολόκληρη τη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου. Πιο συγκεκριμένα, στην provincia της Αχαΐας, υπήρχαν δάση προς αξιοποίηση στο Ρίο, στην περιοχή μεταξύ Πάτρας και Γαστούνης, αλλά το σημαντικότερο μεταξύ αυτών ήταν η περιοχή των Μαύρων Βουνών Αράξου, η οποία ονομάστηκε έτσι ακριβώς χάρη στην όψη που δημιουργούσε η τότε πυκνότατη βλάστηση από πεύκα και βελανιδιές. Ακολουθώντας τη διαδρομή προς το νότο, δάση βελανιδιάς υπήρχαν στους λόφους γύρω από το Κατάκολο, σε περιοχές κοντά στην Καρύταινα, στα τότε διοικητικά διαμερίσματα της Κορώνης και της Ανδρούσας. Ο ποταμός Νέδα σε όλο του το μήκος, από τις πηγές του στο Λύκαιο όρος μέχρι τις εκβολές του στο Ιόνιο πέλαγος, περιβαλλόταν από πλουσιότατη βλάστηση και κυρίως από πλατάνια, ενώ στην παραθαλάσσια περιοχή του Φαναρίου, το δάσος της Στροφυλιάς στη λίμνη Καϊάφα, κοντά στο φυσικό ιχθυοτροφείο, ήταν από τις περιοχές στις οποίες γινόταν τακτικά αναφορά στις βενετικές πηγές. Στο territorio της Τριπολιτσάς υπήρχαν πυκνά ορεινά δάση κωνοφόρων και στις πηγές γίνεται αναφορά στις περιοχές της Καμενίτσας, του Λεβιδίου κ.ά. Στη Λακωνία οι Βενετοί έκριναν ως «sfrutabile» το κατάφυτο ελατοδάσος της Κρεμαστής, το οποίο βρίσκεται στην απόληξη του ορεινού όγκου του Πάρνωνα. Στην επαρχία της Ρωμανίας υπήρχαν σημαντικές δασικές εκτάσεις πεύκου, πλατάνων, βελανιδιάς σε αρκετές περιοχές: Kranidi, Portoporo, Epidauro, Sofico, Megali Valza, Klementi, Tricala, Feneo και Sarandapico είναι μερικές από αυτές στις οποίες γίνεται αναφορά στις βενετικές πηγές873.

Οι Βενετοί χρησιμοποιούσαν μέρος των δασών της Πελοποννήσου για να τροφοδοτήσουν με ξυλεία τα κρατικά ναυπηγεία, αλλά και για να καλύψουν τις ανάγκες των κατασκευαστικών και επισκευαστικών αμυντικών έργων που βρίσκονταν σε εξέλιξη σε όλη την επικράτεια. Η ξυλεία της Πελοποννήσου χρησιμοποιούνταν επίσης στην κατασκευή εξαρτημάτων οπλισμού και άλλων αναγκαίων για την καθημερινότητα αντικειμένων. Μεγάλη ήταν και η ανάγκη για καυσόξυλα. Από τον δασικό πλούτο που

872 Panopoulou, «Aree boschive del Peloponneso: protezione e sfruttamento fra Seicento e Settecento», σ. 613-624. 873 Panopoulou, «Aree boschive del Peloponneso», σ. 615-617.

298

αναφέραμε οι Βενετοί αξιοποίησαν μοναχά ένα μικρό μέρος. Η απόσταση των δασών από τα λιμάνια ήταν ένα από τα βασικά κριτήρια για την εκμετάλλευσή τους. Για το λόγο αυτό, αξιοποιήθηκαν κυρίως τα δάση των παράκτιων περιοχών, σε αντίθεση με εκείνα των ορεινών όγκων του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου. Η μοναδική ορεινή περιοχή που αναφέρεται στις πηγές όσον αφορά στην εκμετάλλευση της ξυλείας, ήταν το δάσος της Βυτίνας874. Ο λόγος που έμεινε ανεκμετάλλευτο το μεγαλύτερο μέρος των δασικών εκτάσεων ήταν ο προφανής: η δυσκολία των μεταφορών και των μετακινήσεων, η οποία οφειλόταν στην απουσία οδικού δικτύου κατάλληλου για τη χρήση κάρου, αλλά και το κόστος που θα προέκυπτε από τη μεταφορά της ξυλείας από τόσο δυσπρόσιτες περιοχές. Στο ζήτημα αυτό είχε αναφερθεί ο Tadio Gradenigo, ο οποίος και τόνιζε την ανάγκη για διάνοιξη νέων δρόμων, όμως οι νέοι κατακτητές, για διάφορους λόγους, δεν επιχείρησαν ένα τόσο μεγαλόπνοο σχέδιο. Μαρτυρείται δε πως η μοναδική περιοχή που ήταν κατάλληλη για τη χρήση κάρου σε ολόκληρη την Πελοπόννησο ήταν η περιοχή της Γαστούνης, ενώ για τις μεταφορές αυτές χρησιμοποιήθηκαν και πλωτοί ποταμοί όπως ο Πηνειός 875.

Κατά συνέπεια οι Βενετοί αρκέστηκαν κυρίως στα δάση των βόρειων ακτών της Πελοποννήσου, δηλαδή της Κορινθίας και της Αχαΐας. Ειδικά στην Αχαΐα, αξιοποιούσαν το δάσος βελανιδιάς του Ρίου και το δάσος του Αγίου Γεωργίου στα Μαύρα βουνά, κυρίως για χρήση της ξυλείας τους στη ναυπηγική. Για την κατασκευή εξαρτημάτων οπλισμού χρησιμοποιούσαν ξυλεία από τα δάση της περιοχής της Γαστούνης. Από τα δάση που βρίσκονταν κατά μήκος του Αλφειού αντλούσαν ξυλεία απαραίτητη στα εκτεταμένα δημόσια, αμυντικά κυρίως, έργα876. Ιδιαίτερα σημαντικό για τους Βενετούς φαίνεται πως ήταν το δάσος λεύκας, το οποίο βρισκόταν κοντά στην Καλαμάτα και για τη φύλαξη του οποίου είχαν καταστήσει υπεύθυνη την πολιτοφυλακή, προκειμένου να αποτρέπει τους ντόπιους από την παράνομη υλοτομία877.

Όσον αφορά στην κοπή και τη μεταφορά της ξυλείας, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι επρόκειτο για μία ακόμη αγγαρεία, η οποία επιβαρυνε τον πληθυσμό διάφορων περιοχών, χωρίς όμως να έχουμε στη διάθεσή μας ιδιαίτερα λεπτομερείς καταγραφές. Χωρικοί από διάφορες περιοχές υποχρεώνονταν να εργαστούν στην κοπή και κατόπιν στη μεταφορά της ξυλείας αυτής στα σημεία όπου έπρεπε να μεταφερθεί.

874 Panopoulou, «Aree boschive del Peloponneso», σ. 619-620. 875 Panopoulou, «Aree boschive del Peloponneso», σ. 620. 876 Panopoulou, «Aree boschive del Peloponneso», σ. 618. 877 Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής στις βενετικές κτήσεις του ελληνικού χώρου (16ος-18ος), σ. 149.

299

Περιγράφεται ότι η μεταφορά ξυλείας από το δάσος του Αγίου Ηλία στο Ναβαρίνο γινόταν από τους χωρικούς με τη χρήση ελκήθρων, τα οποία έσερναν μικρά βόδια και βουβάλια, ενώ στις πηγές γίνεται τακτικά αναφορά στη δυσκολία της πραγματοποίησης των μεταφορών αυτών, ειδικά στις περιπτώσεις που επρόκειτο για μεγάλες αποστάσεις878. Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες χρειάστηκε να μεταφερθεί ξυλεία από τη Μεσσηνία στην περιοχή του Άργους, ακολουθώντας διαδρομές μέσα από τους ορεινούς όγκους στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, παρατηρήθηκε ότι αυτή η εργασία δεν ήταν μόνο εξαιρετικά δύσκολη για τους χωρικούς, αλλά και επιβαρυντική για το ίδιο το Δημόσιο. Κατά τη διάρκεια ενός τόσο δύσκολου ταξιδιού τα ξύλα πολύ συχνά χάνονταν, καταστρέφονταν ή ακόμα τεμαχίζονταν από τους μεταφορείς τους, προκειμένου να είναι εφικτή η μετακίνησή τους, γεγονός που τα καθιστούσε άχρηστα για τις εργασίες στις οποίες ήταν απαραίτητα879. Αναμφισβήτητα, επρόκειτο για μία ακόμη αγγαρεία τόσο επαχθή, ώστε σε κάποια περίπτωση να διατυπωθούν σκέψεις για την πληρωμή των χωρικών που συμμετείχαν σε αντίστοιχες εργασίες και να αναζητηθούν πιθανοί τρόποι για τη μείωση της ακραίας επιβάρυνσης880.

Σε αρκετές περιπτώσεις, η αγγαρεία της κοπής, αλλά κυρίως της μεταφοράς της ξυλείας συνδεόταν και πραγματοποιούνταν ταυτόχρονα με άλλες αγγαρείες. Όπως είδαμε, η ξυλεία χρησιμοποιούνταν:

(α) στα δημόσια έργα, και κυρίως στα αμυντικά, στα οποία ο αγροτικός πληθυσμός καλούνταν να απασχοληθεί υποχρεωτικά. Έχουμε δει πως σε πολλές από τις περιπτώσεις η εργασία που όφειλαν να παρέχουν οι χωρικοί σχετιζόταν με την παρασκευή και μεταφορά οικοδομικών υλικών, καθώς και της απαραίτητης ξυλείας. Στις πηγές αναφέρεται ότι οι χωρικοί υποχρεώθηκαν να πραγματοποιήσουν υλοτομικές εργασίες και να μεταφέρουν ξυλεία για τα έργα στην περιοχή του Ισθμού, της Μεθώνης και του Ρίου. Ορίστηκε δε ειδικός επιτηρητής προκειμένου να επιβλέπει τις εργασίες, αλλά κυρίως για να διασφαλίζει την απρόσκοπτη διεξαγωγή τους, καθώς οι χωρικοί ήταν μάλλον αρνητικοί ως προς αυτές τους τις υποχρεώσεις. 881

878 Panopoulou, «Aree boschive del Peloponneso», σ. 620. 879 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 572, filza 851, no 25. 880 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 574, filza 854, no 9. 881 Βλ. ενδεικτικά A.S.V., b. 571 Provveditori da terra e da mar, filza 849, no 51· A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 572, filza 850, no 109· A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 572, filza 851, no xv και no 30· A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 575, filza 855, no 15.

300

(β) στα ναυπηγεία882 και στην κατασκευή οπλισμού883.

(γ) για την κάλυψη των αναγκών σε καυσόξυλα884. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο της κοπής και μεταφοράς ξυλείας για τους δραγόνους και τους Κροάτες ιππείς885. Κι ενώ, όπως είδαμε, το μεγαλύτερο μέρος των υποχρεώσεων για μεταφορές με σκοπό την κάλυψη των αναγκών των έφιππων σωμάτων αντικαταστάθηκε από οικονομική εισφορά με το σύστημα του acquartieramento886, η υποχρέωση για μεταφορά ξυλείας και αχύρου σε ορισμένους από τους σταθμούς διαχείμασης φαίνεται ότι δεν εξαλείφθηκε εντελώς887.

Λόγω του εξαιρετικού βαθμού δυσκολίας που παρουσίαζε η υποχρέωση αυτή, σε αρκετές περιπτώσεις οι αγγαρευόμενοι στην υλοτομία και στη μεταφορά ξυλείας απαλλάσσονταν από τις υπόλοιπες υποχρεώσεις, οικονομικές και προσωπικές.

882 Ενδεικτικά A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 572, filza 851, no 25. 883 Panopoulou, «Aree boschive del Peloponneso», σ. 618. 884 Βλ. ενδεικτικά A.S.V., b. 571 Provveditori da terra e da mar, filza 849, no 30 και no 38·A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 573, filza 853 no 19 και no 37. 885 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b.571, filza 849, no 30 886 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 38. 887 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 572, filza 851, no 24· Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών», σ. 673-674 (Relatione Angelo Emo), σ. 722-724 (Relatione Marco Loredan), σ. 762 (Έκθεσις Αυγουστίνου Σαγρέδου).

301

8. Άλλες μορφές αγγαρείας: η προετοιμασία της πυρίτιδας.

Η πυριτιδοποιία της Δημητσάνας έχει κατά καιρούς αποτελέσει αντικείμενο πολλών ερευνών888. Ωστόσο, μέχρι στιγμής οι ερευνητές που έχουν καταπιαστεί με το αντικείμενο, ιστορικοί αλλά και μηχανικοί, δεν έχουν τοποθετήσει χρονολογικά το ξεκίνημα της δραστηριότητας αυτής με απόλυτη ακρίβεια. Πιστεύεται ότι μπορεί να τοποθετηθεί, με αρκετή βεβαιότητα, στην περίοδο της πρώτης Τουρκοκρατίας στην Πελοπόννησο889. Μία από τις πρώτες μαρτυρίες, αν όχι η πρώτη, που αφορούν στο συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί η αναφορά που γίνεται στην έκθεση του Βενετού προβλεπτή Giacomo Corner, ο οποίος το 1690 έγραφε: «Al territorio di questa è aggregato quello di Caritena, che tra li altri villaggi comprendendo in sé quelli di Dimitiana e Stemnizza copiosi di terra minerale, se ne approffitavano li Turchi per la fabbrica della polvere che riusciva (per quanto ho potuto penetrare) d’assai buona conditio. Io lo raviso alla Serenità Vostra perchè mentre vi si ritrovano de pratici per manipularla, possa valersi de l’opera loro e cogliere questo vantaggio»890.

Η πυρίτιδα ή μπαρούτη είναι μηχανικό μείγμα νίτρου, θείου και ξυλάνθρακα. Το νίτρο, ως οξειδωτικό σώμα, δίνει το οξυγόνο που είναι απαραίτητο για την καύση των υπόλοιπων δύο στοιχείων. Οι Δημητσανίτες πυριτιδοποιοί ασχολούνταν με την εξεύρεση, την εξαγωγή, αλλά και την επεξεργασία των υλικών προκειμένου να σχηματιστεί η πυρίτιδα. Ας δούμε όμως τις απαιτούμενες διαδικασίες, οι οποίες πραγματοποιούνταν από τους κατοίκους της Δημητσάνας για κάθε υλικό ξεχωριστά.

(α) Νίτρο. Η ονομασία «νίτρο» αφορά στα νιτρικά άλατα των αλκαλίων και των αλκαλικών γαιών, με κυριότερα το νιτρικό νάτριο (νίτρο Χιλής) και το νιτρικό κάλιο

888 Ενδεικτικά: Αναγνωστόπουλος, Τεχνολογία εκρηκτικών υλών και πυρίτιδων: θεωρία, παρασκευή, ιδιότητες, έλεγχος, εφαρμογαί· Γιανναροπούλου, «Μπαρούτη - μπαρουτόμυλοι Δημητσάνας», σ. 353-364· Κανδηλώρος, Η Δημητσάνα: ιστορική μονογραφία μετά βιογραφιών του Πατριάρχου και του Γερμανού· Καρβελάς, «Η πυρίτις της Δημητσάνης», σ. 24-27· Μπιτούνης, Η μπαρούτη της Δημητσάνας από το 17ο αιώνα μέχρι σήμερα· Παναγιωτόπουλος, «Οι απαρχές της πυριτιδοποιίας στη Δημιτσάνα», σ. 251-290· Παπαδόπουλος, Μπαρούτη, μπαρουτόμυλοι και ο αγώνας του ’21﮲ Σπηλιωτόπουλος, Τα πυρομαχικά κατά τον αγώνα του 1821· Χαραλαμπόπουλος, «Η πυριτιδοποιία της Δημητσάνης και η συμβολή της εις την Επανάστασιν του ’21», σ. 181-200. 889 Παναγιωτόπουλος, «Οι απαρχές της πυριτιδοποιίας», σ. 253. 890 Λάμπρος, «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού προνοητού Κορνέρ», σ. 307.

302

(νίτρο Ινδιών). Το νιτρικό νάτριο λόγω της υγροσκοπικότητάς του, δηλαδή λόγω της ιδιότητάς του να προσλαμβάνει υγρασία από το περιβάλλον, είναι λιγότερο κατάλληλο για την παρασκευή πυρίτιδας, μια που το τελικό προϊόν είναι χαμηλότερης ποιότητας σε σύγκριση με αυτό που παράγεται από νιτρικό κάλιο. Το νιτρικό νάτριο, όταν υποστεί κατεργασία με χλωριούχο κάλιο, μετατρέπεται σε νιτρικό κάλιο891.

Το νιτρικό κάλιο που χρησιμοποιούνταν στη Δημητσάνα για την παρασκευή της πυρίτιδας ήταν μία λευκή κρυσταλλική ουσία, η οποία ονομαζόταν βερτζιλέ / βερτζιλές ή τσιβερτζιλέ / τσιβερτζιλές από το περσικής καταγωγής τουρκικό όνομα του νίτρου: gühercile892. Το νιτρικό κάλιο, ως ορυκτό άλας, βρισκόταν κυρίως στην Αίγυπτο, στην Περσία και στην Ινδία, ενώ στην Ευρώπη, σε σημαντικά μικρότερες ποσότητες, μπορούσε να βρεθεί στα νότια της Ιταλίας και της Ισπανίας. Το νιτρικό κάλιο όμως είναι δυνατόν να εξαχθεί και από το αποκαλούμενο γκουανό, το οποίο δημιουργείται σε διάφορες περιοχές. Πρόκειται για αζωτούχα άλατα, τα οποία σχηματίζονται σε επικαθίσεις περιττωμάτων θαλάσσιων πτηνών που συσσωρεύτηκαν με το πέρασμα του χρόνου και οι οποίες, με τις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες νιτροποιούνται. Περιοχές με τεράστιες ποσότητες γκουανό ήταν κυρίως στον Ειρηνηκό και στη Δυτική Αφρική. Στην Ευρώπη, τέτοιες φυσικές αποθέσεις νίτρου ήταν σπάνιες893 .

Για την παραγωγή της πυρίτιδας, οι Δημητσανίτες τεχνίτες αναζητούσαν το νιτρικό κάλιο, το οποίο ονομαζόταν και βοτάνι ή βοτάνη894, στην κοπριά των ζώων που βρισκόταν αναμεμιγμένη με γαιώδη συστατικά του περιβάλλοντος μέσα σε μικρά σπήλαια που χρησιμοποιούνταν για τον σταβλισμό ζώων. Το νίτρο που σχηματίζεται από τη σήψη της κοπριάς βρίσκεται σε διασπορά μέσα στη μάζα της, χωρίς να αποκλείεται και η εμφάνισή του σε μικρές ποσότητες στην επιφάνεια του εδάφους, σε μορφή λευκού κρυσταλλικού άλατος. Η παραγωγή νίτρου από τη σήψη οργανικών ουσιών, όπως είναι η κοπριά και τα ούρα ζώων, δεν είναι μέθοδος που αναπτύχθηκε αποκλειστικά στη Δημητσάνα, αλλά πρόκειται για μία πρακτική, η οποία εφαρμόστηκε σε αρκετές περιοχές της Ευρώπης. Ο Γιάννης Μπιτούνης, χημικός μηχανικός, εξηγεί ότι «ο κύριος σχηματισμός νιτρικών αλάτων στη φύση γίνεται κατά τη σήψη αζωτούχων οργανικών ουσιών στην επιφάνεια του εδάφους παρουσία βάσεων, καλίου, νατρίου, ασβεστίου ή μαγνησίου. Οι οργανικές ουσίες, όπως είναι η κοπριά και τα ούρα των ζώων, με την πάροδο του χρόνου υφίστανται σειρά ζυμώσεων και μετατροπών των

891 Μπιτούνης, Η μπαρούτη της Δημητσάνας, σ. 42. 892 Παναγιωτόπουλος, «Οι απαρχές της πυριτιδοποιίας», σ. 275. 893 Μπιτούνης, Η μπαρούτη της Δημητσάνας, σ. 42-43. 894 Για πιθανές ερμηνείες της χρήσης της λέξης «βοτάνι» ή «βοτάνη» για την πυρίτιδα, βλ. Παναγιωτόπουλος, «Οι απαρχές της πυριτιδοποιίας», σ. 271-276.

303

συστατικών τους σε αμμωνιακές ενώσεις. Οι ενώσεις αυτές, με τη βοήθεια νιτροποιών βακτηριδίων, οξειδώνονται με το οξυγόνο του αέρα σε νιτρώδη και στη συνέχεια σε νιτρικά άλατα. Για τη μετατροπή αυτή, που είναι γνωστή στη χημεία ως «νιτροποίηση», απαιτούνται κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως ανεμπόδιστη κυκλοφορία αέρα για τη μεταφορά του αναγκαίου οξυγόνου, ξερό και θερμό κλίμα, που είναι απαραίτητο για την καλύτερη ανάπτυξη των νιτροποιών βακτηριδίων και τη διατήρησή του υδατοδιαλυτού νίτρου, που διαφορετικά μπορεί να ξεπλυθεί από τα νερά των βροχών»895. Στη Δημητσάνα για την εξαγωγή του νίτρου ακολουθούσαν τη βασική μέθοδο της «υγρής κατεργασίας», η οποία κυρίως εφαρμοζόταν στην Ευρώπη. Τα εργαλεία και τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή ήταν κυρίως τα χάλκινα καζάνια που ονομάζονταν χαρανιά, τα οποία είχαν πολλές άλλες χρήσεις στην καθημερινότητα, και τα σιδερόφτυαρα, τα οποία νοικιάζονταν στους βοτανιαραίους από την εκκλησία της Αγίας Κυριακής. Εδώ, αξίζει να διευκρινίσουμε ότι δεν είναι απολύτως γνωστό τι ήταν και πώς ακριβώς χρησιμοποιούνταν τα σιδερόφτυαρα αυτά. Είναι σαφές στους μελετητές ότι δεν επρόκειτο για απλά φτυάρια. Θεωρείται, αντιθέτως, ότι επρόκειτο για κάποιου είδους φορητές συσκευές ή μηχανήματα τα οποία, λόγω της μεγάλης οικονομικής τους αξίας, δεν ήταν εύκολο να αποκτηθούν από ιδιώτες. Για το λόγο αυτό, ο ναός της Αγίας Κυριακής της Δημητσάνας, με τα έσοδα που διέθετε από δωρεές, είχε στην κατοχή του διάφορα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία (όπως καταστήματα, οικόπεδα και καλλιεργημένα κτήματα), μεταξύ των οποίων ήταν και τα σιδερόφτυαρα, τα οποία και διέθετε με ενοικίαση στους τεχνίτες της πυρίτιδας896. Οι ποσότητες που παράγονταν με αυτόν τον τρόπο δεν ήταν μεγάλες και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες για νίτρο στο σύνολό τους. Αντιθέτως, αποτελούσαν απλό συμπλήρωμα στο σύνολο της παραγωγής897.

895 Μπιτούνης, Η μπαρούτη της Δημητσάνας, σ. 46-47· Καρβελάς, «Η πυρίτις της Δημητσάνης», τ. Α΄, σ. 191-195. 896 Γιανναροπούλου, «Μπαρούτη - μπαρουτόμυλοι Δημητσάνας», σ. 362. 897 Μπιτούνης, Η μπαρούτη της Δημητσάνας, σ. 47-50. Περιγράφεται ως εξής: «Στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, για την εξαγωγή νίτρου από την κοπριά εφαρμόστηκαν, το 18ο αιώνα, διάφορες μέθοδοι, με συνηθέστερη την «υγρά κατεργασία». Για να βγει το νίτρο από το «νιτροφόρο υλικό», στη συγκεκριμένη περίπτωση από τη χωνεμένη κοπριά, «εκχυλίζεται» το υλικό με ζεστό νερό αλκαλικής αντίδρασης που διαλύει το υδατοδιαλυτό νίτρο και σχηματίζει διάλυμα νιτρικού άλατος. Οι ξένες ύλες, όπως το χώμα, οι κοπριές κλπ, διαχωρίζονται ανάλογα με το ειδικό βάρος. Έτσι οι ελαφριές ύλες που επιπλέον στο διάλυμα απομακρύνονται, ενώ τα βαριά γαιώδη συστατικά, επειδή είναι αδιάλυτα στο νερό, παραμένουν στον πυθμένα και απομακρύνονται από το δοχείο εκχυλίσεως. Το νιτρικό διάλυμα με βρασμό συμπυκνώνεται για να εξατμιστεί το νερό, ενώ στον πυθμένα παραμένει το καθαρό νίτρο ως λευκό κρυσταλλικό άλας».

304

Εικάζεται ότι οι παραγωγοί πυρίτιδας της Δημητσάνας παρασκεύαζαν το νίτρο ενώ βρίσκονταν στους μακρινούς τόπους της συλλογής του νιτροφόρου μίγματος και, πιθανότατα, αυτός να είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν επιβιώνουν λεπτομερείς και ακριβείς πληροφορίες για την τεχνική της κατεργασίας του. Τα ταξίδια διαρκούσαν περίπου δύο μήνες και πραγματοποιούνταν όταν το κλίμα ευνοούσε την εργασία στην ύπαιθρο και κατά τις περιόδους που οι τεχνίτες δεν ασχολούνταν με τις γεωργικές τους εργασίες. Ο Corner στην περιήγησή του στην Πελοπόννησο ανέφερε ότι στις περιοχές γύρω από τη Δημητσάνα υπήρχε «μεταλλική γη» αναφερόμενος στην παρουσία οργανικής προέλευσης νίτρου, δηλαδή νιτρικού καλίου, όπως παρατηρεί ο Γιάννης Μπιτούνης. Όμως, δεν είναι γνωστό σε ποιο βαθμό η παραγωγή πυρίτιδας της Δημητσάνας βασιζόταν στην επεξεργασία κοπριάς ή στην παρουσία κρυσταλλικού νιτρικού άλατος, κυρίως μέσα στις σπηλιές. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι νιτρικό άλας έβρισκαν σπάνια, όταν το νιτροφόρο υλικό είχε συσσωρευτεί και παραμείνει για χρόνια μέσα στις σπηλιές. Οι βοτανιαραίοι κατεργάζονταν το νιτρικό άλας με ζεστό νερό, όπως και την κοπριά, προκειμένου να πάρουν τελικά το καθαρό νίτρο. Ωστόσο, παραγωγή νίτρου στη Δημητσάνα βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην επεξεργασία της κοπριάς898. (β) Το θείο. Το δεύτερο συστατικό που χρησιμοποιείται για το σχηματισμό της πυρίτιδας γενικά βρίσκεται είτε στην επιφάνεια των ηφαιστειογενών πετρωμάτων είτε στα θειοχώματα. Το θειάφι είχε ευρύτατη χρήση στην αμπελουργία και, για το λόγο αυτό, δεν ήταν ποτέ σε έλλειψη. Φαίνεται ότι, κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, οι Δημητσανίτες προμηθεύονταν το θειάφι είτε από ντόπιες πηγές είτε από την Ιταλία. Οι τεχνίτες της πυρίτιδας το προμηθεύονταν από το εμπόριο, ενώ υπάρχουν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ότι οι Δημητσανίτες γνώστες της αρκετά εξεζητημένης αυτής τεχνικής πήγαιναν σε διάφορα μέρη και ασχολούνταν με την επεξεργασία θειοχωμάτων. Ωστόσο, μαρτυρείται ότι απέφευγαν να ασχοληθούν συστηματικά με την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου από το φόβο ότι οι Οθωμανοί θα τους υποχρέωναν σε καταναγκαστική εργασία, προκειμένου να λαμβάνουν οι ίδιοι τα απαραίτητα ορυκτά μέταλλα899. (γ) Ο ξυλάνθρακας, το γνωστό κάρβουνο ξύλου, είναι το τρίτο απαραίτητο συστατικό για την παραγωγή της πυρίτιδας900 Καθώς πρόκειται για μηχανικό μείγμα στερεών και όχι για χημική ένωση, η παρασκευή της πυρίτιδας πραγματοποιείται μέσα από μία σειρά απλών διεργασιών

898 Μπιτούνης, Η μπαρούτη της Δημητσάνας, σ. 51-53. 899 Μπιτούνης, Η μπαρούτη της Δημητσάνας, σ. 54-55. 900 Μπιτούνης, Η μπαρούτη της Δημητσάνας, σ. 56.

305

που είναι οι εξής: κονιοποίηση, ανάμειξη, συμπίεση, ξήρανση, κοκκοποίηση, γυάλισμα και συσκευασία. Ο εξοπλισμός και η μέθοδος που εφαρμόστηκε στη Δημητσάνα ακολουθούσε τις τεχνικές που εφαρμόζονταν στην Ευρώπη, χωρίς όμως πάντα να συμβαδίζει χρονικά με τις εξελίξεις. Η παραγωγική διαδικασία πέρασε από την αποκλειστική χρήση των χαβανιών στη χρήση του μπαρουτόμυλων, οι οποίοι αποδεδειγμένα ήταν σε λειτουργία τουλάχιστον από το 1820 έως το 1945901. Φαίνεται ότι κατά την περίοδο που εξετάζουμε δεν υπήρχαν μπαρουτόμυλοι στη Δημητσάνα. Ο χρόνος και ο τρόπος της εισαγωγής του συστήματος της παρασκευής πυρίτιδας σε μπαρουτόμυλους στη Δημητσάνα παραμένει για την ώρα άγνωστος, όμως τοποθετείται στην οθωμανικη περιοδο που ακολου θησε τη Β΄ Βενετοκρατια902. Οι Οθωμανοί, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους σε πυρίτιδα, εκμεταλλεύονταν τα αποθέματα ορυκτού νίτρου που υπήρχαν στις διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας, ενώ σε όχι σπάνιες περιπτώσεις προμηθεύονταν νίτρο και έτοιμη πυρίτιδα από την Ευρώπη. Για την κάλυψη των εξόδων της τελευταίας αυτής της αγοράς είχαν επιβάλει ειδικό φόρο, τον γκιουχερτζιλέ αχτσεσί, ενώ οι κάτοικοι των περιοχών όπου γινόταν εξαγωγή νίτρου, παρέδιδαν το προϊόν στις οθωμανικές Αρχές με τη μορφή mukata, δηλαδή φόρου εις είδος που είχε επιβληθεί στο χριστιανικό πληθυσμό, σε αντικατάσταση καταβολής χρηματικού φόρου. Το νίτρο χαρακτηριζόταν από την Υψηλή Πύλη ως «πολεμικό υλικό» και για το λόγο αυτό η παραγωγή, μεταφορά και παράδοση του στους μπαρουτόμυλους ήταν κάτω από τον αυστηρό έλεγχο των οθωμανικών Αρχών. Η εξαγωγή του στο εξωτερικό απαγορευόταν αυστηρά, ενώ επιβάλλονταν βαριές ποινές σε περίπτωση μαύρης αγοράς και παράνομης διακίνησής του. Από την άλλη πλευρά, προκειμένου να διευκολύνεται η παραγωγή, η Υψηλή Πύλη έδινε εντολές στους τοπικούς καδήδες και σπαχήδες να μην παρεμποδίζουν την κατασκευή καζανιών που χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή νίτρου. Η φορολογία του νίτρου ήταν σημαντική επιβάρυνση για τους χριστιανούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να απαλλαγούν μόνο με καταβολή χρηματικού ανταλλάγματος (bedel). Συγκεκριμένα, είχε οριστεί με φιρμάνι ότι το 1664, κάθε σπίτι avârizhâne (δηλαδή κάθε «νοικοκυριό» ως φορολογική μονάδα, όπως έχουμε δει) στους καζάδες Bitola (Μοναστηρίου), Veles, Lerin, Serfice στην περιοχή της Μακεδονίας όφειλε να καταβάλλει φόρο 30 οκάδες νίτρο το χρόνο. Το 1669 η υποχρέωση για παράδοση νίτρου επεκτάθηκε στις επαρχίες Σερρών, Ζίχνης, Μελενίκου, Σιδηροκάστρου, Dzuma Pazar και Νευροκοπίου, όπου ο ετήσιος φόρος για κάθε avârizhâne, ήταν 20 οκάδες.

901 Μπιτούνης, Η μπαρούτη της Δημητσάνας, σ. 58-60. 902 Παναγιωτόπουλος, «Οι απαρχές της πυριτιδοποιίας», σ. 283, σημ. 13.

306

Μερικά χρόνια αργότερα, και με σκοπό την κάλυψη των αυξημένων αναγκών σε νίτρο, οθωμανικό φιρμάνι ανέφερε την επέκταση της υποχρέωσης για παράδοση νίτρου στις περιοχές Σκοπίων, Stip, Τζουμαγιάς, Πετριτσίου, Δοϊράνης, Enidze Vardar, Kara Su, Περλεπέ, Kocani, Κουμανόβου, Δράμας, Avret Hisar, Kicevo, Έδεσσας (Βοδενών), Θεσσαλονίκης, Njegus και Ber, με ετήσια υποχρέωση για παράδοση νίτρου που έφτανε, σε ορισμένες περιπτώσεις, μέχρι 135.000 οκάδες. Οι επαρχίες της Μακεδονίας, οι οποίες παρήγαγαν νίτρο, είχαν την υποχρέωση, ως πρόσθετο φόρο, να διαθέτουν τους καλοκαιρινούς μήνες άλογα, τα οποία θα μετέφεραν το νίτρο από τους τόπους παραγωγής στους μπαρουτόμυλους της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης903. Κατα την περιοδο της Β΄ Βενετοκρατιας στην Πελοπο ννησο, η δραστηριο τητα των πυριτιδοποιών της Δημητσάνας δεν διακόπηκε. Οι νέοι κυρίαρχοι, γνωρίζοντας ότι οι κάτοικοι της Δημητσάνας διέθεταν αυτή τη γνώση και την εμπειρία για την εξαγωγή του νίτρου και του θείου και την παρασκευή της πυρίτιδας, έκριναν σκόπιμο να την αξιοποιήσουν προς όφελός τους. Στη δική τους περίοδο η παρασκευή του νίτρου και της πυρίτιδας υπήρξε μία ακόμη από τις υποχρεώσεις που επιβάρυναν το ντόπιο πληθυσμό. Πιο συγκεκριμένα, οι κάτοικοι της Δημητσάνας επαναδραστηριοποιήθηκαν στον τομέα αυτό το 1691, όταν ο τότε γενικός προβλεπτής Antonio Zeno έδειξε ενδιαφέρον για την εξαγωγή και την εκμετάλλευση των πρώτων υλών, θέτοντας και τους βασικούς κανόνες για τη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων904. Αρχικά, απαιτήθηκε από τους κατοίκους της Δημητσάνας να απασχοληθούν κυρίως στην εξαγωγή του νίτρου, το οποίο θα πωλούσαν υποχρεωτικά στο κράτος. Τα σχετικά με την εξαγωγή του νίτρου και του θείου ρυθμίστηκαν ως εξής: η εξαγωγή και η επεξεργασία του νίτρου μπορούσε να γίνει σε διάφορες κοντινές ή και πιο απομακρυσμένες περιοχές της Πελοποννήσου. Οι Δημητσανίτες τεχνίτες υποχρεώνονταν στο εξής να συγκεντρώνουν ετησίως 2.500 οκάδες νίτρου (salnitro). Στις υποχρεώσεις τους περιλαμβανόταν και η μεταφορά του προϊόντος από την τοποθεσία της εξόρυξης και της κατεργασίας του, προς παράδοσή του στο Δημόσιο, σε ορισμένες τοποθεσίες στο Μυστρά, στο Έλος ή και αλλού, στα χέρια του colonnello Sarando Leopulo, ο οποίος είχε οριστεί από το κράτος υπεύθυνος για τη φύλαξή του. Η πληρωμή ήταν ένα τέταρτο του ρεαλιού για κάθε οκά. Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η συνολική ποσότητα πωλούταν προς 650 ρεάλια905. Όπως οι προκάτοχοί τους Οθωμανοί, έτσι και οι Βενετοί γνώριζαν την επικινδυνότητα του να εμπλέκονται ντόπιοι σε μία τέτοια δραστηριότητα καθώς

903 Μπιτούνης, Η μπαρούτη της Δημητσάνας, σ. 40-45. 904 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 567, filza 844, no 39. 905 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 567, filza 844, no 39.

307

εύκολα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το παραγόμενο πολεμικό υλικό σε ενέργειες, οι οποίες πιθανώς θα ξέφευγαν από τον έλεγχο των κυριάρχων ή, ακόμα, και που θα στρέφονταν ανοικτά εναντίον τους. Για το λόγο αυτό, επιδίωξαν να επιτηρήσουν με αυστηρότητα την παραγωγή και έθεσαν ως κανονισμό πως, στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η παραγωγή θα ξεπερνούσε την προκαθορισμένη από τις Αρχές ποσότητα, το πλεονάζον προϊόν θα έπρεπε επίσης να παραδίδεται στο Δημόσιο, ενώ οι ίδιοι οι τεχνίτες της πυρίτιδας δεν θα έπρεπε για κανέναν λόγο να κρατούν ποσότητες εκρηκτικών υλών για τους ίδιους. Σε αντίθετη περίπτωση, αν, δηλαδή, γινόταν αντιληπτό ότι κάποιος παρακρατούσε ποσότητες νίτρου ή πυρίτιδας κρυφά από το κράτος, τότε η προβλεπόμενη τιμωρία θα ήταν δεκαοκτώ μήνες σε κάτεργο906. Καθώς οι κάτοικοι του οικισμού της Δημητσάνας απασχολούνταν στην εξαγωγή των πρώτων υλών για την παρασκευή της πυρίτιδας, εξαιρούνταν από άλλες υποχρεώσεις και αγγαρείες. Ζητήθηκε δε, από τους vecchiardi των υπόλοιπων περιοχών της Πελοποννήσου (κοντά στις οποίες εργάζονταν για την εξαγωγή των πρώτων υλών) να παρέχουν κάθε δυνατή βοήθεια και κάθε μέσο που ήταν αναγκαίο, προκειμένου οι εξειδικευμένοι τεχνίτες να φέρουν εις πέρας το έργο τους. Η εξαγωγή του θείου θα πραγματοποιούνταν κυρίως σε περιοχές της Κορίνθου907. Φαίνεται ότι αρχικά η κύρια επιβάρυνση των κατοίκων της Δημητσάνας αφορούσε κυρίως στην εξαγωγή και επεξεργασία του νίτρου, το οποίο όμως μεταφερόταν με πλοίο στη Βενετία για περαιτέρω κατεργασία για την παραγωγή πυρίτιδας, η οποία στη συνέχεια διαμοιραζόταν στις κτήσεις της Ανατολής για την κάλυψη των αναγκών τους908. Ίσως αυτό να οφειλόταν εν μέρει και στο γεγονός ότι οι μεγαλύτερες ποσότητες θείου ήταν δυνατόν να εξαχθούν από περιοχές γύρω από το τείχος του Εξαμιλίου στην περιοχή του Ισθμού, πολλές από τις οποίες βρίσκονταν στην αντίθετη πλευρά των συνόρων. Φαίνεται, πάντως, ότι υπήρχε ενδιαφέρον για την παρασκευή πυρίτιδας στην Πελοπόννησο. Ο γενικός προβλεπτής των όπλων Francesco Grimani επιβεβαίωνε στη βενετική διοίκηση ότι μία οκά πυρίτιδας, η οποία ισοδυναμούσε περίπου με δυόμιση λίβρες, θα ήταν δυνατόν παραχθεί από μία οκά νίτρου, μισή λίβρα θείου και μισή λίβρα ξυλάνθρακα (carbo forte). Μάλιστα, έκρινε ότι δεν θα ήταν άδικο να απαιτηθεί από τους Δημητσανίτες αυτή η επιπρόσθετη υπηρεσία, εφόσον είχαν πετύχει την πλήρη απαλλαγή τους από οποιαδήποτε άλλη προσωπική αγγαρεία βάραινε τον υπόλοιπο πληθυσμό της Πελοποννήσου. Μαρτυρείται, ωστόσο,

906 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 567, filza 844, no 39. 907 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 567, filza 844, no 39. 908 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 573, filza 853, συνημμ. στην επιστολή που εστάλη από την Πάτρα με ημερομηνία αποστολής 24 Απριλίου 1707.

308

ότι η παραγωγή δεν ήταν πάντα ικανοποιητική ως προς την ποιότητά της, ενώ φαίνεται ότι δεν έλειψαν και οι προσπάθειες εξαπάτησης του Δημοσίου. Μάλιστα, σε κάποια τέτοια περίπτωση, όταν ο Francesco Grimani εντόπισε σε κάποιο φορτίο απόβαρο, το οποίο άγγιζε το 36% του συνολικού βάρους, εκείνος τροποποίησε την πληρωμή καταβάλλοντας το ακριβές αντίτιμο για το καθαρό βάρος και μόνον909. Κατα τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατιας στην Πελοπο ννησο υπήρξε σταθερό ενδιαφέρον για την αύξηση της παραγωγής του νίτρου, αλλά και για τη δημιουργία των συνθηκών εκείνων που θα επέτρεπαν ακόμα και την παραγωγή πυρίτιδας. Προτάθηκε η αύξηση των εργατών910, ενώ πάγια επιδίωξη των κυριάρχων υπήρξε η κατασκευή των απαραίτητων κτηρίων και υποδομών911. Μεταξύ αυτών, αναγκαία κρίθηκε και η κατασκευή ενός ή δύο tezzoni912, κατάλληλων για την ενίσχυση της εξαγωγής νίτρου στην επαρχία του Άργους913. Παρόλο που, όπως είδαμε, η πυριτιδοποιία της Δημητσάνας αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της Πελοποννήσου και έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών, μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει πολλά πράγματα γνωστά για την παρασκευή της πυρίτιδας κατα την περιοδο της Β΄ Βενετοκρατιας. Ωστο σο,

909 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571, filza 849, no 64. 910 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572, filza 851, no 25. 911 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 573, filza 853, συνημμ. στην επιστολή που εστάλη από την Πάτρα με ημερομηνία αποστολής 24 Απριλίου 1707. 912 Πρόκειται κάποιου είδους κτήρια όπου στεγαζόταν ένας μεγάλος αριθμός ζώων, με σκοπό την εκμετάλλευση της κοπριάς τους η οποία επικαθόταν στη γη, για την εξαγωγή μεγαλύτερης ποσότητας νίτρου. Βλ. Capellini, Le polveriere venete, σ. 21-22. Περιγράφεται ως εξής: «i tezzoni del salnitro: Per al produzione del salnitro, principale ingrediente della polvere da sparo, Venezia istituì ... i luoghi di produzione, ... i “tezzoni”. Mentre gli altri due ingredienti, zolfo e carbone, erano facili da procurare, non altrettanto poteva dirsi per il salnitro dirsi per il salnitro, di cui occorrevano quantitativi sempre maggiori entrando nella composizione della miscela esplosiva per uan parte che era quasi del 75 per cento. Il salnitro compariva sotto forma di efflorescenze o dia aggregati di minutissimi agli sulle pareti delle stalle, delle cantine e degli ambienti umidi; lo si poteva trovare anche nel terreno di varie zone dell’Euorpa, ed in particolare della Francia e della Lombardia, ma abbondava sopratutto nei luoghi saturati da orina e da feci, ovunque fosse possibile l’azione di speciali batteri nitrificanti. Il salnitraio e i suoi lavoranti potevano in un qualsiasi momento scavare nelle stalle e nelle cantine perprelevare il terreno ricco di nitrati, ed era fatto diviedo non solo di ostacolarli ma anche di intervenire sulla raccolta, spazzolando ad esempio, i muri. La maggior produzione avveniva attraverso le “tezze” o i “tezzoni”. Si trattava di ampie tettoie sotto le quali venivano fatte ricoverare le pecore. Il fondo era costituito da terra opportunamente scelta, che si imbeveva di escrementi dando luogo alla formazione del salnitro. Dopo un certo periodo di tempo la terra veniva rimossa e sottoposta a tratamento per togliere i sali di nitro mediante ad una lavatura con acqua; il liquido così ottenuto conteneva il salnitro disciolto che veniva recuperato mediante evaporazione». 913 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 575, filza 855, no 23· A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 575, filza 855, επιστολή που εστάλη από το Μυστρά με ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 1713.

309

εμείς μπορούμε να συγκρατήσουμε τα δεδομένα που περισσότερο μας ενδιαφέρουν. Η ενασχόληση με την εξαγωγή του νίτρου κυρίως υπήρξε μία υπηρεσία την οποία όφειλαν υποχρεωτικά οι κάτοικοι Δημητσάνας προς το βενετικό Δημόσιο. Η υποχρέωση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αγγαρεία, καθώς προσελάμβανε τη μορφή της υποχρεωτικής πώλησης του παραχθέντος προϊόντος τους προς το Δημόσιο, αλλά και λόγω της πλήρους υπαγωγής της δραστηριότητας αυτής σε συγκεκριμένο, αυστηρά ελεγχόμενο πλαίσιο και σε συγκεκριμένους κανόνες. Για την εξαιρετική αυτή υπηρεσία τους προς το Δημόσιο, οι Δημητσανίτες εξαιρούνταν από άλλες υποχρεώσεις που επιβάρυναν τους υπόλοιπους κατοίκους της Πελοποννήσου, γεγονός που καταδείκνυε τη σπουδαιότητα της συγκεκριμένης δραστηριότητας για τις βενετικές Αρχές, αλλά και το μέγεθος της επιβάρυνσης (καθώς και τον εγγενή κίνδυνο) που η εργασία αυτή σήμαινε για τους κατοίκους της Δημητσάνας.

310

9. Κοινωνικά ζητήματα: οι κατηγορίες ανθρώπων που εξαιρέθηκαν από την αγγαρεία.

9.1 Τα μέλη της πολιτοφυλακής.

Οι Βενετοί από νωρίς ενδιαφέρθηκαν για τη συγκρότηση σώματος πολιτοφυλακής στη νέα τους κτήση. Είναι όμως γνωστό ότι στο εγχείρημά τους αυτό συνάντησαν ιδιαίτερη δυσκολία, η οποία εκπορευόταν από τις ελλείψεις του βενετικού κράτους, αλλά κυρίως από τη στάση που τήρησαν οι κάτοικοι της Πελοποννήσου, οι οποίοι ανοιχτά έδειχναν την απροθυμία για τη συμμετοχή τους στη στρατιωτική ζωή. Οι τοπικοί αξιωματούχοι δε δίσταζαν να τους χαρακτηρίσουν ως δειλούς914. Ο γενικός προβλεπτής Giacomo Corner περιέγραφε την κατάσταση με τα εξής λόγια: «Επαγρυπνώντας οι εξοχότητές σας για να καταστήσουν τη χώρα αμυντικά επαρκέστερη με τη δραστηριοποίηση των δικών μας δυνάμεων, μου ανέθεσαν να ιδρύσω σώμα πολιτοφυλακής και να ενεργήσω ώστε να ξαναγεννηθεί στο Βασίλειο η παλιά εξαίρετη στρατιωτική πειθαρχία. Οι συνήθειες αυτού του λαού, που ήταν μαθημένος στα ειρηνικά έργα, μου δυσκόλεψαν πάρα πολύ το έργο, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που να μην πετυχαίνω το σκοπό μου ύστερα από συνεχείς προσπάθειες. Οι πιο ευκατάστατοι από όσους ονομάζονται Έλληνες έχουν κλίση προς τις μεταφορές και το εμπόριο, μα δεν ξέρουν να σκύψουν να πιάσουν τα όπλα. Οι χωρικοί που λέγονται Αλβανοί έχουν ωραιότατη κορμοστασιά, είναι ανθεκτικοί στην κόπωση, είναι συνηθισμένοι στη λιτή ζωή, αλλά με το να μη γνωρίζουν άλλο επάγγελμα από την καλλιέργεια της γης μισούν τη λέξη στρατιώτης και πόλεμος.»915

Παρά τις δυσκολίες, οι Βενετοί κατόρθωσαν να συγκροτήσουν ένα μικρό σώμα, το οποίο βέβαια δεν ήταν ικανό να αποκρούσει από μόνο του κάποια πιθανή επίθεση από τον Ισθμό, αλλά ούτε και από τα παράλια της Πελοποννήσου. Με την υποχρέωση της οργάνωσης της πολιτοφυλακής είχαν επιφορτιστεί οι Σύνδικοι Καταστιχωτές Domenico Gritti, Gierolimo Renier και Marin Michiel. Ο προβλεπτής Corner, προχώρησε σε απογραφή των κατοίκων και, μεταξύ αυτών, επέλεξε τους πιο κατάλληλους για τη

914 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 568, filza 845, no 27· Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι» σ. 498-499 (Relatione del nob. Homo ser Francesco Grimani ritornato di Provveditor General dell’ Armi in Morea). 915 Τσελίκας, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου», σ. 137-138.

311

συμμετοχή τους στο σώμα των cernidi. Συνολικά στις επαρχίες και τα διοικητικά διαμερίσματα της Πελοποννήσου (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι κάτοικοι της Άνω και της Κάτω Μάνης αλλά και της Κορίνθου, για την απογραφή των οποίων Corner άφηνε ως υπεύθυνο το διάδοχό του στη θέση του προβλεπτή), υπολόγισε ότι οι άνδρες ηλικίας από 18 έως 45 ετών έφθαναν τους 20.123 και κατοικούσαν στις επαρχίες της Πελοποννήσου διαμοιρασμένοι σε 1.170 οικισμούς. Για ευνόητους λόγους, απορρίφθηκαν και δεν επρόκειτο να καταταγούν στα σώματα της πολιτοφυλακής οι τουρκικής καταγωγής κάτοικοι της Πελοποννήσου, οι οποίοι είχαν ασπαστεί τον καθολικισμό: «Αφήνω κατά μέρος τις τέσσερις και περισσότερο χιλιάδες Τούρκους, που εμφανίζονται με απατηλό ένδυμα θρησκείας, για να απολαμβάνουν αζήμια την ελευθερία τους, σκοπεύοντας κάποτε να υποσκάψουν παγίδες, επειδή πιστεύω ότι το Εξοχώτατο Συμβούλιο έχει μάλλον τη διάθεση να τους αντιμετωπίζει με επιφύλαξη και δυσπιστία, παρά να αναλάβει την υποχρέωση να τους καλέσει να συμμετάσχουν στην άμυνα της χώρας»916.

Το Νοέμβριο του 1690 μαρτυρείται ότι η συνολική στρατιωτική δύναμη των Βενετών στην Πελοπόννησο προσέγγιζε τους 4.683 άνδρες. Από αυτούς, οι στρατολογημένοι cernidi ήταν μόλις 662, ενώ στους καταλόγους είχαν απογραφεί 24.000 κατάλληλοι για να καταταγούν. Ο έκτακτος προβλεπτής Tadio Gradenigo απέδιδε το γεγονός στο ότι δεν υπήρχε επαρκής διαθέσιμος οπλισμός και, παρά το γεγονός ότι καταβλήθηκαν προσπάθειες ώστε να περιοριστούν οι ελλείψεις αυτές σε πολεμικό υλικό και ότι στάλθηκαν capitani αρμόδιοι για την εκπαίδευση των κατοίκων στη χρήση των όπλων, οι τελευταίοι φαίνεται ότι δεν ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις του σώματος917.

Ο γενικός προβλεπτής των όπλων Francesco Grimani επιχείρησε και αυτός να ενισχύσει την πολιτοφυλακή κυρίως με σκοπό τη συμμετοχή της στην επιβολή της εσωτερικής τάξης, επικουρικά προς το σώμα των custodi delle strade. Στην εποχή του στρατολογήθηκε ένας μεγάλος αριθμός ανδρών από τη Γαστούνη, αλλά και από άλλες περιοχές της Αχαΐας και της Λακωνίας918. Αργότερα, τον Απρίλιο του 1693, ο γενικός προβλεπτής Marino Michiel ενέταξε έναν αριθμό ανδρών, από 20 έως 35 ετών, και το σώμα έφτασε με τον τρόπο αυτό τους 1.000 περίπου άνδρες919.

916 Τσελίκας, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου»,, σ. 139. 917 Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής στις βενετικές κτήσεις του ελληνικού χώρου (16ος-18ος), σ. 118. 918 Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής, σ. 119-120. 919 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 568, filza 845, no 27.

312

Η οικονομική δυσπραγία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας διαπιστώνεται και από τη μείωση του αριθμού των τακτικών της στρατευμάτων: τον Ιανουάριο του 1709 τα μέλη της guardia σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο, με την εξαίρεση της Μονεμβασίας, έφθαναν μόλις τους 2.059 οπλίτες και αξιωματικούς920. Προκειμένου να καμφθεί η άρνηση και ο φόβος των Πελοποννησίων, οι Βενετοί επιστράτευσαν διάφορα μέσα. Προσπάθησαν, μέσω της πειθούς, να ενσταλάξουν σ’αυτούς το ενδιαφέρον για τα στρατιωτικά ζητήματα, αλλά και να τους δημιουργήσουν την πεποίθηση ότι η κατάταξή τους στην πολιτοφυλακή δεν συνδεόταν με υποχρεώσεις που ενείχαν εξαιρετικό κόπο ή κίνδυνο. Τόνιζαν ότι δεν θα είχαν την υποχρέωση να απουσιάζουν για μακρά χρονικά διαστήματα από τα σπίτια και τις ασχολίες τους, παρά μόνο όταν θα παρουσιαζόταν ανάγκη για κάτι τέτοιο, και ότι οι υποχρεώσεις τους τον περισσότερο καιρό θα περιορίζονταν στη φύλαξη συγκεκριμένων σημείων και ακτών και στη συμμετοχή τους στις mostre921.

Το σημαντικότερο όμως μέσο για την ενίσχυση της πολιτοφυλακής φαίνεται πως υπήρξε μία σειρά ευνοϊκών μέτρων που όμοιά τους δεν φαίνεται να εφαρμόστηκαν σε άλλες περιοχές, όπως στα Επτάνησα, όπου η υπηρεσία στην πολιτοφυλακή ήταν μία ακόμα υποχρέωση από αυτές που βάραιναν τους χωρικούς από τα πιο χαμηλά στρώματα της κοινωνικής ιεραρχίας της υπαίθρου. Η κατάταξη στην πολιτοφυλακή της Πελοποννήσου παρουσίαζε διαφορές και από το σύστημα που εφαρμοζόταν στην Κρήτη, όπου αποτελούσε μία τιμητική υποχρέωση για τους graziati. Στην Πελοπόννησο, από πολύ νωρίς, προτάθηκε η μισθοδοσία των σωμάτων της πολιτοφυλακής. Ο έκτακτος προβλεπτής Tadio Gradenigo έκρινε ότι με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με την καταβολή αμοιβής στους πολιτοφύλακες, εκείνοι θα μπορούσαν με μεγαλύτερη ευκολία να εγκαταλείπουν κατά διαστήματα τις βιοποριστικές τους ασχολίες και θα ήταν πιο πρόθυμοι κατά την επιτέλεση των καθηκόντων τους στην εκπαίδευσή τους και τη φρουρά922.

Προκειμένου να προσελκύσουν περισσότερους υπηκόους, οι Βενετοί είχαν ορίσει μία σειρά από συγκεκριμένα προνόμια και απαλλαγές με την ελπίδα ότι αυτά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως κίνητρο για την κατάταξή τους στο σώμα της πολιτοφυλακής. Έτσι, βάσει διατάγματος, όσοι κατατάσσονταν στο σώμα:

920 Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής, σ. 119-120. 921 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 568, filza 845, no 27. 922 Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής, σ. 119.

313

- Εξαιρούνταν από οποιαδήποτε προσωπική αγγαρεία. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να επιταχθούν τα ζώα τους από τους vecchiardi των χωριών για τη μεταφορά αχύρου, ξυλείας, αποσκευών κρατικών λειτουργών και άλλων προσώπων. - Εξαιρούνταν από τις οικονομικές υποχρεώσεις για την κάλυψη αναγκών του Δημοσίου. - Εξαιρούνταν από την υποχρέωση να παρέχουν κατάλυμα και φιλοξενία στις οικίες τους σε στρατιώτες και σε άλλους κρατικούς λειτουργούς, για την κάλυψη των αναγκών τους κατά την παραμονή τους στις επαρχίες της Πελοποννήσου. - Για την αναγνώριση της θέσης τους και των προνομίων τους, οι στρατιώτες της πολιτοφυλακής όφειλαν να φέρουν υποχρεωτικά επάνω τους ειδική άδεια, την οποία προμηθεύονταν με την εκταμίευση έξι ρεαλίων από τους εντεταλμένους κρατικούς λειτουργούς. Υπό την εποπτεία τους συμπληρώνονταν τα στοιχεία κάθε ενός από τους στρατιώτες: όνομα, επίθετο, ανάστημα, χρώμα μαλλιών και άλλα χαρακτηριστικά. Σε περίπτωση απώλειας ήταν δυνατή η έκδοση νέας ταυτότητας με την καταβολή 20 σολδίων. - Τα μέλη της πολιτοφυλακής θα απολάμβαναν την απαλλαγή τους από τις αγγαρείες, αλλά και γενικότερα τα προνόμιά τους ισοβίως, δηλαδή ακόμα και μετά από την απομάκρυνσή τους από το σώμα. - Στην πολιτοφυλακή είχαν τη δυνατότητα να καταταγούν άνδρες άνω των 18 και κάτω των 40 ετών. Μετά από υπηρεσία 14 ετών είχαν το δικαίωμα να αποσυρθούν από το σώμα. - Κάθε territorio θα έπρεπε να συγκροτεί λόχους των 100 ανδρών. Οι λόχοι αυτοί θα συμμετείχαν στις mostre, όπου η παρουσία όλων κρινόταν υποχρεωτική. Προβλεπόταν ότι, εάν κάποιος απουσίαζε αδικαιολόγητα, θα όφειλε να καταβάλει πρόστιμο 24 σολδίων. Εάν κάποιος απουσίαζε αδικαιολόγητα για τρίτη φορά, το πρόστιμο ανερχόταν στο ποσόν των 5 δουκάτων923.

Μία ακόμα υπηρεσία που, όπως είδαμε, στις υπόλοιπες βενετοκρατούμενες περιοχές συνδεόταν, αν και όχι πάντα, και με την πολιτοφυλακή ήταν η υπηρεσία στην φύλαξη συγκεκριμένων σημείων, ακτών και φρουρίων. Ωστόσο, η υπηρεσία αυτή, ως

923 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 568, filza 845, no 27, συνημμένο αντίγραφο από διάταγμα του Antonio Zen.

314

υποχρέωση της πολιτοφυλακής και των χωρικών, δεν φαίνεται να οργανώθηκε στην Πελοπόννησο εξίσου εντατικά με τις υπόλοιπες βενετοκρατούμενες περιοχές και για το λόγο αυτό οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι σποραδικές και αποσπασματικές. Τον Απρίλιο του 1693, ο έκτακτος προβλεπτής Marino Michiel έθετε το ζήτημα της φύλαξης των ακτών στο επίκεντρο των υποχρεώσεων της πολιτοφυλακής που, σύμφωνα με την κρίση του, ήταν αναγκαίο να οργανωθεί στην Πελοπόννησο924. Στην αναγκαιότητα αυτή, αναφέρθηκε και ο Francesco Grimani, ο οποίος επιδίωξε να χρησιμοποιήσει χωρικούς για τη φύλαξη των ακτών μετά από επανειλημμένα περιστατικά επιδρομών από Οθωμανούς και κουρσάρους, κατά τα οποία άρπαζαν σκλάβους, κάποιες φορές και ολόκληρα χωριά, τους οποίους μετέφεραν στις υπό οθωμανική κυριαρχία περιοχές. Οι δυσκολίες όμως που συνάντησε στην προσπάθειά του αυτή υπήρξαν ανυπέρβλητες, καθώς οι κάτοικοι των παράκτιων περιοχών αποδείχθηκαν πλήρως απρόθυμοι για μία τόσο επικίνδυνη υπηρεσία. Ο Grimani απέδιδε τη στάση αυτή στον τρόμο που αισθάνονταν οι Πελοποννήσιοι, αλλά και στην οκνηρία και στην απάθεια στην οποία είχαν περιπέσει μετά από το μακρό διάστημα της οθωμανικής εξουσίας στην περιοχή925.

Ο τρόμος των ντόπιων χωρικών σε σχέση με αυτή την υποχρέωση γίνεται σαφής από τις εκκλήσεις των κατοίκων της Κορώνης και των Φιλιατρών προς την κεντρική διοίκηση. Αναφορικά με την οργάνωση της ακτοφυλακής στις περιοχές εκείνες μαρτυρείται ότι σε κάθε ένα από τα 18 παρατηρητήρια της ακτογραμμής της Κορώνης, φυλούσαν σκοπιά από 4 άτομα μέρα και νύχτα. Αντίστοιχα, στην περιοχή των Φιλιατρών φυλούσαν τις ακτές 3 βάρδιες ανά εικοσιτετράωρο, ενώ δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον αριθμό των βιγλών. «…Κάνει χρεία να αρματώνομεν δεκαοκτώ πόστα από τέσσαρους εις κάθε ένα να κάνουν βάρδιες εις φύλαξιν των εχθρών οπού δια θαλάσσης καθημερινώς πάσχουν, να μας αρπάξουν από τες αγκάλες της Γαληνότητάς σου» περιέγραφαν οι κάτοικοι της Κορώνης, και ομοίως εκείνοι των Φιλιατρών: «Επηδήτης και ο πρίτζηπας να ήθελε γηρέβη ανθρώπους… δια να ευρισκόμεθεν εδώ εις τον τόπον εις το στώμα τον μπαρμπαρέσον και δηά να φηλάμε βάρδηες τρης»926. Ο Grimani αναζήτησε και πρότεινε διάφορες πιθανές λύσεις για την ενίσχυση της φύλαξης, όπως την εφαρμογή του συστήματος των guardie με τη μορφή επιβεβλημένης αγγαρείας, την κατασκευή φυλακίων επιτήρησης, αλλά και τη χρήση της πειθούς,

924 A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 568, filza 845, no 27. 925 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου» σ. 494-495 (Relatione Francesco Grimani), σ. 544 (Informatione scritta al Eccellentissimο Signor Proveditor General dell’Armi in Regno da Mosto dall’Eccellentissimo Signor Proveditor General Grimani colla cessione della carica ) 926 Νικολάου, «Εκκλήσεις Πελοποννησίων προς τον γενικό προβλεπτή Πελοποννήσου Francesco Grimani για την απαλλαγή από αγγαρείες (1698/99)», σ. 277-279.

315

φέρνοντας ως παράδειγμα την περιοχή της Μονεμβασιάς όπου εν όψει των υπαρκτών κινδύνων οι κάτοικοι, με δική τους πρωτοβουλία, είχαν κινητοποιηθεί για τη φύλαξη όλων των επικίνδυνων σημείων927.

Η κατάσταση δεν δείχνει να βελτιώθηκε παρά τα γενναία κίνητρα που δόθηκαν στους κατοίκους της Πελοποννήσου για την περίπτωση που θα δέχονταν να καταταγούν στην πολιτοφυλακή και παρά τις προσπάθειες για οργάνωση του συστήματος των βαρδιών. Φαίνεται ότι για τους γηγενείς αυτές οι υπηρεσίες υπήρξαν τόσο μεγάλο βάρος που αποτελούν την κύρια αιτία για την οποία οι προσπάθειες απογραφής του πληθυσμού έπεφταν στο κενό, καθώς οι ίδιοι απέφευγαν με κάθε τρόπο τη λεπτομερή απογραφή τους, φοβούμενοι πως αυτή θα σήμαινε τον εύκολο εντοπισμό τους και την υποχρέωση σε κάποια από τις υπηρεσίες αυτές. Η άρνηση και ο φόβος για συμμετοχή στην πολιτοφυλακή υπήρξε, ίσως, ο κύριος λόγος για τον οποίο, ειδικά για την Πελοπόννησο, ελήφθησαν τα ευνοϊκότατα μέτρα, τα οποία αναφέραμε ως κίνητρο για την κατάταξη στο σώμα των cernide. Ωστόσο, οι προσπάθειες δεν απέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. H δράση του σώματος της πολιτοφυλακής παρέμεινε υποτονική και η παρουσία του σύντομα κρίθηκε αναποτελεσματική928.

9.2 Τα μέλη των αστικών κοινοτήτων.

927 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου», σ. 494-495 (Relatione Francesco Grimani), σ.544 (Informatione scritta). 928 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου», σ. 705 (Relazione Angelo Emo). Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει στην τελική έκθεσή του προς την κεντρική διοίκηση της Βενετίας ο γενικός προβλεπτής Angelo Emo τον Ιανουάριο του 1808: «In proposito delle Cernide che dovevo veramente prima accennare, aggiungerò che sino dalla memoria venerata nel Regno dell’Eccellentissimo Cavalier Marin Michiel ne fu incaminata la descrizione, manon passò oltre, giudicato dalla prudenza dell’E.S. e de Successori difficile e pericoloso il consumarla per tutto il Rengo. In alcun luogo dura la prima Istitutione, ma di presente non resta che il nome senza imaginabile uso. L’animo abbattuto di quei popoli sente con orrore anco il titolo militare, e credono vedersi il nemico vicino, quando s’intendono descritti, come soldati. Ebbero allora Istituzione i Capitanii delle Cernide, quali col tempo si sono qualificati col titolo spezioso di Sopraintendente dei Territorii. Restò loro assegnato in varij tempij, ma fu ultimamente in tutti soppresso, tuttavia il favore ha potuto sormontar le leggi e più d’uno ne fu spedito mentre le servivo con ducali che rinovavano tali assegnamenti. Il credei non distrutto il primo ordine, sicchè ad alcuno volsi accordarli. L’aggravio è piu siempe inutile, onde se in alcun presentemente corresse, sarà del servitio di Vostra Serenità far revivere le salutari sue prime deliberazioni. Io/Lo/Le loro impiego riesce non solo ineffizioso, ma di peso ai popoli, mentre ben comprende la publica prudenza che da quelli vogliono in qualunque maniera trarre la sussistenza, e tanto basti anche in questo proposito».

316

Είναι γνωστό ότι τα μέλη των αστικών κοινοτήτων, ως κοινωνική ομάδα, εξαιρέθηκαν από τις προσωπικές αγγαρείες, στις οποίες υποβλήθηκαν οι υπόλοιποι κάτοικοι της υπαίθρου, ακριβώς όπως συνέβαινε και σε όλες τις υπόλοιπες βενετικές κτήσεις929. Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, ο οποίος προϋπήρχε στις περιοχές του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας, οργανώθηκε στην Πελοπόννησο κατα τη Β΄ Βενετοκρατία με βάση το πρότυπο των κοινοτήτων των υπόλοιπων κτήσεων στον ελληνόφωνο χώρο και στη Δαλματία, κατ’ εικόνα του Μεγάλου Συμβουλίου της Βενετίας και σύμφωνα με τον τύπο ολιγαρχικής διακυβέρνησης, ο οποίος απαντάται κατά την ίδια περίοδο στην υπόλοιπη Ιταλία, αλλά και γενικότερα στο χώρο της Δυτικής Ευρώπης930.

Με μοναδικό κριτήριο την ύπαρξη ή την απουσία οργανωμένου κοινοτικού σώματος, οι πόλεις της Πελοποννήσου χαρακτηρίζονταν ως «πλήρεις» ή «ατελείς»931. Το κατά πόσο μία πόλη ήταν κατάλληλη να θέσει υποψηφιότητα για τη σύσταση κοινοτικού σώματος σε αυτήν υπήρξε συνάρτηση πολλών παραγόντων, διαφορετικών για κάθε περίπτωση ξεχωριστά, και όχι απόλυτα παγιωμένων. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι έδρες των αστικών κοινοτήτων ταυτίζονταν με τις πρωτεύουσες των επαρχιών χωρίς όμως κάτι τέτοιο να είναι απόλυτο. Σε γενικές γραμμές, μπορεί να ειπωθεί ότι επιλέγονταν οι πιο σημαντικές πόλεις από άποψη δημογραφική, γεωγραφική (επιλέγονταν πόλεις με παραθαλάσσιο προσανατολισμό) και οικονομική932.

Ο αριθμός των πόλεων που διέθεταν σώμα αστικής κοινότητας στην Πελοπόννησο, δηλαδή σε μία κτήση που, όπως είδαμε, διέθετε ελάχιστη αστική ζωή και δραστηριότητα, υπήρξε αξιοσημείωτα μεγάλος. Οι δεκαέξι συνολικά αστικές κοινότητες που σχηματίστηκαν στη νέα κτήση ήταν στο Ναύπλιο, στην Κόρινθο, στην Τριπολιτσά, στο Άργος, στις περιοχές Αρκαδιάς και Φαναρίου (μία κοινότητα), στην Καλαμάτα, στο Ναυαρίνο, στη Μεθώνη, στην Κορώνη, στις περιοχές Καρύταινας και Λεονταρίου (μία κοινότητα), στον Μυστρά, στη Μονεμβασιά, στη Γαστούνη, στην Πάτρα, στα Καλάβρυτα και στη Βοστίτσα (από το 1696). Κάθε μία από αυτές αποτελούνταν από εξήντα έως εκατό περίπου οικογένειες, χωρίς να αποκλείεται και ακόμα

929 Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων έχει υπάρξει αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης. Βλ. Παπαδία – Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος–18ος): μια συνθετική προσέγγιση, σ. 465- 500· Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», σ. 243 - 281· Μαυροειδή, «Δύο αστικές πελοποννησιακές κοινότητες της Δεύτερης Βενετοκρατίας», Δωδώνη 16/1 (1987). 930 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 244-245. 931 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 471. 932 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 472.

317

πολυπληθέστερη σύνθεση933. Τα μέλη των κοινοτήτων αποτελούσαν μία μειοψηφία προνομιούχων ανάμεσα στα μέλη των τοπικών κοινωνιών: από το παράδειγμα του Μυστρά γνωρίζουμε ότι η προνομιούχος αυτή ομάδα αποτελούσε το 16% των κατοίκων της πόλης και δεν ξεπερνούσε το 1,5% των κατοίκων ολόκληρου του διαμερίσματος· ομοίως, για την περιοχή της Βοστίτσας γνωρίζουμε ότι αποτελούσε το 13% των κατοίκων της πόλης και το 6% του διαμερίσματος934.

Σύμφωνα με τα ιδρυτικά καταστατικά των κοινοτήτων, τα μέλη των κοινοτικών σωμάτων εξέλεγαν τους τρεις συνδίκους που διοικούσαν την κοινότητα. Εξέλεγαν επίσης τους αξιωματούχους, οι οποίοι αναλάμβαναν δικαστικές, αγορανομικές, αστυνομικές και υγειονομικές αρμοδιότητες και διόριζαν τους επισκόπους και τους μητροπολίτες των περιοχών αυτών, καθώς και τους μεϊντάνηδες. Ωστόσο, οι κοινότητες αυτές διέφεραν σημαντικά από τις κοινότητες εκείνες που είχαν σχηματιστεί στις υπόλοιπες κτήσεις της Βενετίας στον ελλαδικό χώρο. Είναι δε γνωστό ότι και ο ίδιος ο όρος cittadino, μέσα στην αγροτική κοινωνία και στις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες της περιοχής, δεν αφορούσε ένα ενιαίο κοινωνικοοικονομικό πληθυσμιακό σύνολο με καθαρά αστικό χαρακτήρα. Για την ένταξη στα σώματα των κοινοτήτων έπαιξαν ρόλο κάποια κοινωνικά κριτήρια όπως η κοινωνική θέση, παλαιά αλλά κυρίως σύγχρονη, κάθε υποψηφίου, το κύρος του οικογενειακού ονόματός του στην τοπική κοινωνία, καθώς και οι πιθανές διακρίσεις του στα πολεμικά ζητήματα935. Τα μέλη των αστικών κοινοτήτων της Πελοποννήσου δεν ήταν υποχρεωτικό να κατοικούν σε αστικές περιοχές και, για λόγους ευνόητους, δεν διέθεταν τίτλους ευγενείας από το προηγούμενο καθεστώς. Στα κοινοτικά συμβούλια εντάχθηκαν κυρίως οι άνθρωποι εκείνοι οι οποίοι διέθεταν κάποια οικονομική επιφάνεια, η οποία, στις περισσότερες περιπτώσεις, συνδεόταν με την ιδιοκτησία της γης (χωρίς βεβαίως να αποκλείονται και άλλες επαγγελματικές κατηγορίες όπως οι έμποροι), αλλά και πρόσωπα που είχαν προσφέρει κάποια σημαντική εκδούλευση στους Βενετούς936.

Στις κοινότητες είχαν ενταχθεί τα ευπορότερα μέλη των τοπικών κοινωνιών, είτε αυτά προέρχονταν από τους παλιούς κατοίκους της Πελοποννήσου είτε από τους νέους εποίκους. Οι ντόπιοι διέθεταν την κτηματική τους περιουσία από την προγενέστερη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις είχαν πετύχει την αύξηση της με τα μέτρα που εφάρμοσαν οι Βενετοί. Τα μέλη εκείνα που

933 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 245. 934 Μαυροειδή, «Δύο αστικές πελοποννησιακές κοινότητες», σ. 440-441. 935 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 479. 936 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 246.

318

προέρχονταν από τις τάξεις των νέων εποίκων ήταν κάτοχοι αγροτικής περιουσίας, την οποία απέκτησαν με την εκχώρηση γαιών από το κράτος ή την ενοικίαση δημοσίων κτημάτων και του φόρου της δεκάτης. Στα κοινοτικά σώματα της Πελοποννήσου, η αντίθεση πόλης - υπαίθρου υπήρξε περιορισμένη: όσοι ανήκαν στην πρώτη κατηγορία κατοικούσαν κυρίως στην ύπαιθρο, ενώ τους είχαν παραχωρηθεί κατοικίες και στις τοποθεσίες που αποτελούσαν την έδρα των κοινοτήτων. Αντίστοιχα, τα μέλη που προέρχονταν από τη δεύτερη κατηγορία διέθεταν κατοικίες τόσο στην ύπαιθρο όσο και στα αστικά κέντρα, τα οποία χρησιμοποιούσαν συνηθέστερα, αλλά όχι πάντα, ως τόπο της μόνιμης κατοικίας τους937.

Τα μέλη των αστικών κοινοτήτων εξαιρούνταν από την υποχρέωση των προσωπικών αγγαρειών. Από την αρχή της Βενετοκρατίας ίσχυσε το γενικό προνόμιο να απαλλάσσονται τα μέλη των κοινοτήτων τουλάχιστον από τις λεγόμενες προσωπικές αγγαρείες (angarie personali) που ήταν οι περισσότερες, οι συνηθέστερες, αλλά και οι πιο βαριές938. Στα καταστατικά του Μυστρά και της Βοστίτσας γινόταν μνεία στην απαλλαγή από την υπηρεσία στις γαλέρες, παρά το γεγονός ότι η Πελοπόννησος δεν υποχρεώθηκε στην επάνδρωση γαλερών όπως η Κρήτη και τα νησιά του Ιονίου. Στο καταστατικό της κοινότητας του Μυστρά γινόταν λόγος για την εξαίρεση των μελών από την υποχρέωση στις οχυρωματικές εργασίες της Κορίνθου και από τη συμμετοχή στην πολιτοφυλακή939, ενώ στο καταστατικό της κοινότητας των Πατρών αναφερόταν ρητά ότι τα μέλη των κοινοτήτων εξαιρούνταν από τη διαδικασία της μεταφοράς των κρατικών εγγράφων940. Αρχικά, τα κοινωνικά οφέλη και πλεονεκτήματα που συνδέονταν με την ιδιότητα του να είναι κανείς μέλος ενός τέτοιου σώματος αφορούσαν αποκλειστικά και μόνον τα συγκεκριμένα άτομα που μετείχαν στα συμβούλια. Μετά από ένα σύντομο σχετικό διάστημα όμως καθιερώθηκε η επέκταση των προνομίων και στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον των αποκαλούμενων αστών της Πελοποννήσου. Επιπλέον, η απαλλαγή από τις αγγαρείες και γενικότερα η πλεονεκτική θέση, στην οποία βρέθηκαν τα μέλη των νεόκοπων κοινοτικών σωμάτων, αποτέλεσαν κίνητρο ώστε πολλοί να επιδιώξουν την ένταξή τους σε αυτά, ενώ σχεδόν κάθε κωμόπολη ή οικισμός που

937 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 483· Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 247-248. 938 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ 274. 939 Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σ. 483· Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 495. 940 A.S.V., Provveditori da Τerra e da Μar b. 584, filza 869, decreto di Sua Serenità Morosini Capitan General 24 luglio 1693 con il quale instituisce Communità di Patrasso.

319

διέθετε σχετικά μεγάλο αριθμό κατοίκων διεκδικούσε από τη βενετική διοίκηση την έγκριση της αστικής κοινότητας. Είναι γεγονός ότι στην Πελοπόννησο, κατά την περίοδο που εξετάζουμε, ο αριθμός των αστών γινόταν προοδευτικά όλο και μεγαλύτερος καθώς είχαν πετύχει την ένταξή τους στα κοινοτικά σώματα όχι μόνο εύποροι κτηματίες της υπαίθρου, αλλά και ενδεέστεροι αγρότες και άτομα της λαϊκής τάξης (επαγγελματίες, χειροτέχνες κ.ά.) των αστικών κέντρων όπου είχαν την έδρα τους οι κοινότητες. 941 Ο Κωνσταντίνος Ντόκος έχει αναφερθεί σε ακόμα ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο αφορούσε στο ζήτημα της επιβολής των αγγαρειών. Όπως είναι γνωστό, ένα μέρος των υποχρεώσεων των μελών των αστικών κοινοτήτων ήταν και η επιβολή της δημοσιονομικής διαδικασίας της αγγαρείας στους οικισμούς της δικαιοδοσίας τους και η κατανομή των υποχρεώσεων στους χωρικούς. Όπως είδαμε, στην Πελοπόννησο οι προσωπικές αγγαρείες μετατράπηκαν στην πλειοψηφία τους σε οικονομικές αγγαρείες ή angarie reali. Είναι επίσης γνωστό ότι, θεωρητικά, οι επιβαρύνσεις αυτές επιβάλλονταν σε όλους τους υπηκόους και από αυτού του είδους τις υποχρεώσεις δεν εξαιρούνταν ούτε τα μέλη των κοινοτήτων. Ωστόσο, κατά τρόπο αυθαίρετο, τα μέλη των κοινοτήτων φρόντιζαν να απαλλάξουν τους εαυτούς τους από την υποχρέωση των οικονομικών αγγαρειών, αφήνοντας ολόκληρο το οικονομικό βάρος να πέσει στους ώμους της πολυπληθέστερης, αλλά και πιο αδύναμης από οικονομική άποψη μερίδας του πληθυσμού των επαρχιών942. Το σημαντικό αυτό ζήτημα έλαβε πολύ σοβαρότερες διαστάσεις καθώς, με συμπαιγνίες εις βάρος του αγροτικού πληθυσμού, οι σύνδικοι των οικισμών, κατά την κατάρτιση των πινάκων κατανομής των οικονομικών αγγαρειών, φρόντιζαν να εξαιρέσουν επιπροσθέτως και τους χωρικούς των κτημάτων τους, τους υφισταμένους τους καθώς και διάφορα άλλα πρόσωπα που είχαν κερδίσει την εύνοιά τους. Με τον τρόπο αυτό βρέθηκαν να εξαιρούνται παράτυπα ολόκληρα χωριά και, όπως ήταν επόμενο, να δημιουργηθεί ένα ολόκληρο ρεύμα εγκατάλειψης των δημόσιων γαιών και ταυτόχρονης μετακίνησης προς τους πλησιέστερους «ιδιωτικούς» οικισμούς, οι οποίοι εξαιρούνταν ανεπισήμως από τις οικονομικές αγγαρείες. Η τάση αυτή ενισχύθηκε εμφανώς όταν οι νεοαφιχθέντες Χιώτες κατόρθωσαν, επίσημα και θεσμοθετημένα, να απαλλάξουν από τις αγγαρείες τους καλλιεργητές, οι οποίοι υπάγονταν στα δικά τους κτήματα στις περιοχές γύρω από τη Μεθώνη και το Ναυαρίνο. Άλλωστε, οι ίδιοι οι γαιοκτήμονες, προκειμένου να προσελκύσουν στα κτήματά τους καλλιεργητές από τις δημόσιες γαίες, τους υπόσχονταν απαλλαγή από τις επαχθέστατες αγγαρείες του

941 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 274-275. 942 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 276-277.

320

Δημοσίου και τους προσέφεραν προστασία. Οι καλλιεργητές, μη έχοντας να χάσουν κάτι, εφόσον την ίδια ποσότητα παραγωγής θα όφειλαν να καταβάλλουν είτε στο Δημόσιο είτε στους ιδιώτες (δηλαδή το 1/3), ήταν δεκτικοί προς τις προσκλήσεις των ιδιωτών, εγκαταλείποντας τις γαίες του Δημοσίου στη μοίρα τους943.

9.3 Κατηγορίες εποίκων που εξαιρέθηκαν από την αγγαρεία

Όπως έχουμε δει, μία συμπαγής ομάδα Χιωτών, η οποία αποτελούνταν από 75 οικογένειες (περίπου 350 άτομα), εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Μεθώνης το 1695, μετά από τις πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ Βενετών και Οθωμανών στο νησί τους. Οι οικογένειες αυτές, οι οποίες ήταν κυρίως ρωμαιοκαθολικού δόγματος και αντλούσαν τη μακρινή καταγωγή τους από τη Γένοβα, εγκαταστάθηκαν στο εσωτερικό του φρουρίου της Μεθώνης, αφού έλαβαν κατοικίες και γαίες, σύμφωνα με το σύστημα που εφάρμοζαν οι Βενετοί με απώτερο σκοπό την πληθυσμιακή ενίσχυση της Πελοποννήσου. Οι οικογένειες αυτές, σύμφωνα με το ίδιο σύστημα, χωρίστηκαν σε τέσσερις κατηγορίες, βάσει της κοινωνικοοικονομικής θέσης στην οποία ανήκαν στη Χίο, και έλαβαν τις εκτάσεις γαιών που τους αναλογούσαν. Ωστόσο, θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι στην πρώτη και δεύτερη κοινωνική κατηγορία εντάσσονταν οι ιταλικής καταγωγής Χιώτες, ενώ στην τρίτη και στην τέταρτη κατηγορία εντάχθηκαν αποκλειστικά οικογένειες και άτομα τα οποία διέθεταν ελληνικά επίθετα944.

Τα μέλη της πρώτης και της δεύτερης κοινωνικής κατηγορίας διαφοροποιούνταν ακόμα περισσότερο, με το διαχωρισμό τους σε επιπρόσθετες υποκατηγορίες σύμφωνα με το εισόδημά τους και την οικονομική τους κατάσταση, προκειμένου να οριστεί με σαφήνεια ο αριθμός των ακινήτων και η έκταση των γαιών που θα αναλογούσε σε κάθε οικογένεια. Οι βενετικές Αρχές παραχώρησαν στα μέλη των εύπορων οικογενειών από τη Χίο μεγάλες εκτάσεις γαιών, οι οποίες εκτείνονταν στην περιοχή από τη Μεθώνη μέχρι και τη σημερινή Πύλο, με όρους εκχώρησης ακόμη πιο προνομιακούς σε σχέση με εκείνους που αφορούσαν στις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες είχαν μετακινηθεί μαζικά προς την Πελοπόννησο. Στους Χιώτες οι γαίες παραχωρήθηκαν με μόνιμο δικαίωμα κατοχής και όχι για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, ενώ είναι γνωστό ότι οι καλλιεργητές των κτημάτων -οι οποίοι ήταν

943 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ 277-278. 944 Μάλλιαρης, «Η πόλη της Μεθώνης στην όψιμη βενετική περίοδο (1686-1715): χώρος κάτοικοι- ορθόδοξοι και ρωμαιοκαθολικοί-, γαιοκατοχή», σ. 181-189.

321

γηγενείς Πελοποννήσιοι και όχι Χιώτες- απαλλάσσονταν κατ’ εξαίρεση από την υποχρέωση της αγγαρείας του Δημοσίου945.

Απαλλαγές από τις αγγαρείες είχαν εξασφαλίσει και οι κάτοικοι της Ναυπάκτου, οι οποίοι είχαν ακολουθήσει τους Βενετούς και είχαν εγκατασταθεί κυρίως σε περιοχές της Αχαΐας ύστερα από την υπογραφή της συνθήκης του Carlowitz και την παράδοση της πόλης στους Οθωμανούς946. Είναι βέβαια γνωστό ότι οι Βενετοί δεν υπήρξαν εξίσου γενναιόδωροι με όλες τις πληθυσμιακές κατηγορίες που μετανάστευσαν στην Πελοπόννησο. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της στάσης τους αυτής αποτελεί η περίπτωση των Κρητικών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της νέας κτήσης, αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, σε οικισμούς της Λακωνίας. Μέσα από τις πηγές φαίνεται ότι οι Βενετοί κυρίαρχοι αναγνώριζαν τους Κρητικούς εποίκους ως παλιούς και πιστούς τους υπηκόους, οι οποίοι, λόγω της οθωμανικής κατάκτησης της πατρίδας τους, επέλεξαν να ακολουθήσουν τους παλαιούς τους κυριάρχους στη νέα τους κτήση αναζητώντας την προστασία τους. Εκ των πραγμάτων όμως έγινε σαφές πως η συμπάθεια αυτή ουδέποτε μεταφράστηκε σε έμπρακτη και ουσιαστική εύνοια. Οι Κρητικοί, κρίνοντας από τον τρόπο που οι Βενετοί αντιμετώπισαν τους Χιώτες, διεκδίκησαν και οι ίδιοι για τους εαυτούς τους αντίστοιχα προνόμια με εκείνους, ωστόσο παρέμειναν μία από τις λιγότερο ευνοημένες κατηγορίες εποίκων. Οι κρητικές οικογένειες, σε ο λη τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας δεν έπαψαν να απευθύνονται στη βενετική διοίκηση ζητώντας αρωγή και ενίσχυση με τη μορφή παροχών σε χρήματα, τρόφιμα, αλλά και καλλιεργημένες γαίες, προκειμένου να επιβιώσουν στη νέα τους πατρίδα. Επεδίωξαν εξίσου συστηματικά και την απαλλαγή τους από τις αγγαρείες, όμως το αίτημά τους αυτό παρέμεινε σταθερά ανικανοποίητο947.

9.4 Οι Εβραίοι του Μυστρά.

Μια κατηγορία ανθρώπων που είχε πετύχει την εξαίρεσή της από τις επαχθείς αγγαρείες του Δημοσίου ήταν οι Εβραίοι της provincia di Laconia, οι οποίοι, κατά την περιοδο της Β΄ Βενετοκρατίας, κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή του Μυστρά. Ο

945 Μάλλιαρης, «Η πόλη της Μεθώνης», σ. 186-188. 946 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», σ. 272-273. 947 Μάλλιαρης, Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο (1687-1715): γη, πληθυσμοί, κοινωνία στη Β.Δ. Πελοπόννησο, σ. 75-80· A.S.V., b. 571 Provveditori da terra e da mar, filza 849 no 16, no 44, no 68.

322

εβραϊκός αυτός πληθυσμός καταγόταν από τη Σπάρτη, αλλά και από άλλες περιοχές της Λακωνίας948.

Σχετικά με την παρουσία Εβραίων στην Πελοπόννησο, μπορούμε να πούμε συνοπτικά ότι από τη ρωμαϊκή ακόμα περίοδο αναπτύχθηκαν οι εβραϊκές κοινότητες στον πελοποννησιακό χώρο, κυρίως στις παραθαλάσσιες θέσεις και κοντά σε εμπορικά λιμάνια όπως στην Κόρινθο, την Ερμιόνη, τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Κυπάρισσο, αλλά και στην ενδοχώρα, σε πόλεις όπως το Άργος και η Μαντίνεια. Επίσης, παρουσία Εβραίων μαρτυρείται και στα Ίσθμια της πρωτοβυζαντινής περιόδου. Θεωρείται ότι οι Εβραίοι κάτοικοι της περιοχής, ελληνόφωνοι οι περισσότεροι, ζούσαν μέσα στα όρια των παλαιοχριστιανικών οικισμών ασκώντας ελεύθερα τη λατρεία τους και επιδιδόμενοι σε ποικίλα επαγγέλματα. Αντιθέτως, η μεσοβυζαντινή περίοδος, λόγω των

948 Σαραντάκος, «Τι απέγιναν οι Εβραίοι της Λακεδαιμονίας», σ. 8. Σχετικά με την εβραϊκή κοινότητα του Μυστρά βλ. Βέης, «Οι Εβραίοι της Λακεδαιμονίας και του Μυστρά», σ. 10-11· Avneri, «Οι Εβραίοι του Μυστρά», σ. 3-7· Σαββίδης, «Ο Λάκων Ιωάννης Άρατος και οι Ιουδαίοι της Σπάρτης στα τέλη του 10 μ.Χ. αιώνα», σ. 9-17· Λαμπροπούλου, «Η εβραϊκή παρουσία στην Πελοπόννησο κατά τη βυζαντινή περίοδο», σ. 45-61. Σχετικά με την εβραϊκή παρουσία στις βενετοκρατούμενες περιοχές υπάρχουν πολλές και σημαντικές μελέτες. Ενδεικτικά: Βιγγοπούλου, «Μαρτυρίες για Εβραίους σε περιηγητικά κείμενα του 16ου αι.», σ. 79-96· Ευθυμίου, «Εβραίοι και Έλληνες: μια ιστορία 2.500 χρόνων συνύπαρξης», σ. 11-14· Λουδάρου, «Στα ίχνη της εβραϊκής παρουσίας στην Ελλάδα: ιστορικά και αρχαιολογικά τεκμήρια της μακραίωνης ιστορίας των Ελλήνων Εβραίων», σ. 10-15· Τσικνάκης, «Μέτρα κατά της κυκλοφορίας εβραϊκών βιβλίων τον 16ο αι.: η καύση του Ταλμούδ στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές το 1554», σ. 223-238· Φρεζής, Ψηφίδες ιστορίας του ελληνικού Εβραϊσμού· Jacoby, «Venice and Venetian Jews in the Eastern Mediterranean», σ. 29-58. Για τις εβραϊκές κοινότητες της Κρήτης: Ανδρεάδης, «Περί του αν υπήρχον Εβραίοι εν Κρήτη ότε οι Βενετοί κατέλαβον την Μεγαλόνησον», σ. 32-37· Ξανθουδίδης, «Οι Εβραίοι εν Κρήτη επί Eνετοκρατίας», σ. 209-224· Τσικνάκης, «Οι Εβραίοι του Χάνδακα τον 16ο αι», σ. 223-238· Ankori, «Jews and the jewish community in the history of medieval Crete», σ. 312-367· Arbel, «Jews and Christians in sixteenth-century Crete: between segregation and integration», σ. 281-294· Borsari, «Ricchi e poveri nelle comunità ebraiche di Candia e Negroponte (sec.XIII-XIV), σ. 211-222· Jacoby, «Un agent Juif au service de Venice: David Mavrogonato de Candie», σ. 68-96· ο ίδιος, «Quelques aspects de la vie juive en Crete dans le premiere moitie du XVe siecle», σ. 108-117· Papadia - Lala, «The Jews in early modern venetian Crete: communities and identities», σ. 141-150. Για τις εβραϊκές κοινότητες του Ιονίου: Αγοροπούλου-Μπιρμπίλη, «Η εβραϊκή συνοικία της Κέρκυρας», σ. 123-148· Δεσύλλας, «Η συμβολή της εβραϊκής κοινότητας Κέρκυρας στην ανάπτυξη δομών εγχρήματης πίστης», σ. 3-8· Ζώης, «Μια διαθήκη Ισραηλίτιδος της Ζακύνθου τον 17ο αι.», σ. 3-5· Καραπιδάκης, «Για την εβραϊκή κοινότητα της Κέρκυρας», σ. 149-154· Μόρδος, «Η εβραϊκή κοινότητα της Ζακύνθου: χρονικό πέντε αιώνων», σ. 18-26· Μοσχονάς, «Η εβραϊκή διασπορά στο Ιόνιο (12ος-16ος αιώνας)», σ. 97-121· Ρωμανός, «Η εβραϊκή κοινότης Κερκύρας», σ. 3-12· Χανιώτης., «Η εβραϊκή κοινότητα Κέρκυρας (1860-1939)», σ. 63-73. Kolyva, «The Jews of Zante between the Serenissima and the Sublime Porte: the local community and the jewish consuls (sixteenth to seventeenth centuries)», σ. 199-214· Pagratis, «Jews in Corfu’s economy», σ. 189-198· Nanetti, «The Jews in Modon and Coron during the second half of the fifteenth century», σ. 215-225.

323

επικρατουσών πολιτικών συνθηκών, χαρακτηρίστηκε από τη λήψη μέτρων αντιιδουαϊκού χαρακτήρα κατά τον 9ο και 10ο αιώνα. Στην Πελοπόννησο το εβραϊκό στοιχείο επιβίωσε κατά την περίοδο αυτή μέσα στα όρια των πόλεων της Κορίνθου, της Πάτρας και της Λακακεδαίμονος (Σπάρτης) επιδιδόμενο σε μία ποικιλία εξειδικευμένων εργασιών, όπως βαφέων, υφαντουργών, στιλβωτών υφασμάτων κ.ά. Η περίοδος μεταξύ 13ου και 15ου αιώνα, με τη λατινική παρουσία σε ένα εκτεταμένο τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας και την παλινόρθωση της βυζαντινής δύναμης μέχρι την κατάκτηση από τους Οθωμανούς, χαρακτηρίστηκε από πολιτική και οικονομική ρευστότητα και αστάθεια. Η πολιτική των Βυζαντινών αυτοκρατόρων προς τις εβραϊκές κοινότητες ήταν γενικά πολιτική ανοχής και θετικής αντιμετώπισης. Μέσα στις συνθήκες αυτές άκμασαν στην φραγκική και βυζαντινή πελοποννησιακή χερσόνησο σημαντικές κοινότητες όπως εκείνη της Κορίνθου, της Πάτρας, της Ανδραβίδας, της Γλαρέντζας, της Μεθώνης, της Κορώνης και του Μυστρά949.

Η ακριβής χρονολογία εγκατάστασης των Εβραίων στη Λακωνία δεν είναι εξακριβωμένη ιστορικά. Ωστόσο, η εβραϊκή κοινότητα υπήρξε αρκετά σημαντική αριθμητικά και συντηρούσε ισραηλιτική Συναγωγή. Η παρουσία Εβραίων εκεί επιβεβαιώνεται τόσο από ιστορικές πηγές όσο και από αρχαιολογικά ευρήματα950. Μολονότι η πρώτη έμμεση αναφορά χρονολογείται στις αρχές του 14ου αιώνα, η πρώτη σαφής μνεία στις εβραϊκές πηγές τοποθετείται στα μέσα (1352) και στα τέλη του 14ου αιώνα (1387), όταν η πόλη ήταν πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως (1348- 1460). Εκτενής αναφορά στην εβραϊκή κοινότητα του Μυστρά γίνεται τον 15ο αιώνα στο Χρονικό του Σφραντζή. Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για τον Μυστρά και όλους τους χώρους που τον περιβάλλουν και αφορά κυρίως στην περιοχή, η οποία εκτείνεται στη βορειοδυτική πλαγιά του λόφου του Μυστρά έξω από τις πύλες που οδηγούν προς την Πάνω Χώρα951.

Μαρτυρείται ότι οι Εβραίοι είχαν εκδιωχθεί βίαια από την περιοχή της Σπάρτης με αφορμή κάποια θανατηφόρα επιδημική νόσο, η οποία εμφανίστηκε ξαφνικά και έπληξε την ευρύτερη περιοχή κατά τον 10ο αιώνα. Τα γεγονότα αυτά έχουν συνδεθεί με την παρουσία του Νίκωνος του «Μετανοείτε», ο οποίος, ενώ βρισκόταν σε κάποια κοντινή προς τη Σπάρτη περιοχή, κλήθηκε από αντιπροσωπεία των Χριστιανών κατοίκων της Σπάρτης να μεταβεί στην πόλη τους. Εκείνος δέχθηκε με τον όρο ότι θα

949 Λαμπροπούλου, «Η εβραϊκή παρουσία στην Πελοπόννησο» σ. 34-35. 950 Σαραντάκος, «Τι απέγιναν οι Εβραίοι της Λακεδαιμονίας», σ. 8. 951 Λαμπροπούλου, «Η εβραϊκή παρουσία στην Πελοπόννησο» σ. 45-46.

324

εκδιώκονταν όλοι οι κάτοικοι ιουδαϊκής καταγωγής, πράγμα το οποίο και έγινε952. Ο Νίκων κατόρθωσε να οδηγήσει τους Ιουδαίους κατοίκους της Σπάρτης έξω από την πόλη, στο πλαίσιο μιας «αληθινής σταυροφορίας», καθώς τους κατηγορούσε ευθέως ως υπεύθυνους για την «πεντάκακη και θανατικιά» ασθένεια 953.

Από τους μελετητές έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η Σπάρτη εκείνης της εποχής υπήρξε πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ του χριστιανικού και του εβραϊκού στοιχείου της954, καθώς ο Όσιος Νίκων ήρθε σε μεγάλη ρήξη με τον Ιωάννη Άρατο, ο οποίος ήταν ευγενής και «υπερασπιστής των Εβραίων»955 και ο οποίος επιδίωξε να υπερασπιστεί τους Ισραηλίτες της Σπάρτης. Τα γεγονότα αυτά και η εκδίωξη του εβραϊκού πληθυσμού έχουν τοποθετηθεί χρονολογικά από τον David Jacoby και τον Joshua Starr στο 985 μ.Χ. Με το τέλος της διαδικασίας αυτής και μετά από την επιτυχή της έκβαση, ο Νίκων, με τη συμπαράσταση του επισκόπου Σπάρτης Θεόπεμπτου, προχώρησε στη θεμελίωση του ναού της Αγίας Κυριακής για να δοξαστεί η σωτηρία της πόλης χάρη στη «θαυματουργή» του παρέμβαση κατά του λοιμού. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Ιωάννη Άρατου και οδήγησε σε περαιτέρω συγκρούσεις. Μαρτυρείται, επίσης, ότι ο Άρατος, μετά από τον τερματισμό της επιδημίας, κάλεσε ξανά στην πόλη έναν Ιουδαίο υφαντουργό τεχνίτη. Όταν το ανακάλυψε ο Νίκων τιμώρησε τον Εβραίο αυτό «διά ραβδισμού» και τον εκδίωξε ξανά από την Σπάρτη956. Φαίνεται ότι η έντονη αυτή αντίδραση του Νίκωνα προκάλεσε τη φυσική εξόντωση του Άρατου. Περιγράφεται γλαφυρά στο «Βίο» του Οσίου ότι η έκρηξη οργής που κατέκλυσε τον Άρατο, τον οδήγησε σε εφιάλτες, υψηλό πυρετό και στο θάνατό του, παρά το γεγονός ότι έφτασε στο σημείο να εκλιπαρεί τον Νίκωνα για τη σωτηρία του957.

Από το συναξάρι του Νίκωνα μπορούν να αντληθούν κάποιες πληροφορίες σχετικά με την παρουσία των Εβραίων της Λακωνίας. Την ίδια εποχή, κατά τον 10ο αιώνα, η παρουσία των Εβραίων σε διάφορες περιοχές υπήρξε αρκετά ισχυρή, με εξέχουσα θέση στο εμπόριο και με διασυνδέσεις με κάποια από τα πλέον ισχυρά πρόσωπα και τους άρχοντες της περιοχής958. Όταν το 1249 ο Βιλλεαρδουίνος ίδρυσε το

952 Avneri, «Οι Εβραίοι του Μυστρά», σ. 3. 953 Σαββίδης, «Ο Λάκων Ιωάννης Άρατος», σ. 9· Βέης, «Οι Εβραίοι της Λακεδαιμονίας και του Μυστρά», σ. 10. 954 Σαββίδης, «Ο Λάκων Ιωάννης Άρατος» σ. 11. 955 Avneri, «Οι Εβραίοι του Μυστρά», σ. 3. 956 Avneri, «Οι Εβραίοι του Μυστρά», σ.3. 957 Σαββίδης, «Ο Λάκων Ιωάννης Άρατος», σ. 11. 958 Βέης, «Οι Εβραίοι της Λακεδαιμονίας και του Μυστρά», σ. 10.

325

Μυστρά και σταδιακά σχηματίστηκε η πολιτεία γύρω από το κάστρο και εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό και πολιτικό κέντρο, εγκαταστάθηκαν και εκεί Εβραίοι. Αναφέρεται ότι, την εποχή που οι Παλαιολόγοι ήταν δεσπότες του Μοριά, οι Εβραίοι ήδη αποτελούσαν πολυπρόσωπη και σημαντική κοινότητα και γίνεται αναφορά στο τοπωνύμιο Εβραϊκή Τρύπη. Ο Νίκος Βέης ταυτίζει το τοπωνύμιο αυτό με το προάστιο του Μυστρά Τρύπη, το οποίο, ως οικισμός, στις μέρες μας υπάγεται στο δήμο Σπάρτης959. Μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς, το 1640, οι πληροφορίες για τους Εβραίους είναι σαφέστερες. Φαίνεται ότι την εποχή εκείνη η εβραϊκή κοινότητα του Μυστρά υπήρξε μεγάλη και εύρωστη, ενώ αριθμούσε τέσσερις συναγωγές, από τα μέλη των οποίων εκλέγονταν οι δέκα «διαλεχτοί» ή «μπερουρίμ», δηλαδή ηγέτες, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με διάφορα διοικητικά και οικονομικά ζητήματα της κοινότητας. Μεριμνούσαν για τις ανάγκες και αποφάσιζαν για τα θέματα που αφορούσαν στο σύνολο των μελών, ενώ ήταν επιφορτισμένοι και με την εκτίμηση της φορολογίας των μελών της κοινότητας, η οποία γινόταν κάθε τρία χρόνια κατά την περίοδο του εβραϊκού Πέσαχ960.

Φαίνεται ακόμα πως οι Εβραίοι της περιοχής ασχολήθηκαν κυρίως με το εμπόριο των υφασμάτων και των νημάτων, κυρίως του λινού και του μεταξιού. Ο ιστορικός Zvi Avneri συνέλεξε και έφερε στο φως αναφορές σχετικές με τη δραστηριότητα των Εβραίων του Μυστρά: από εβραϊκή πηγή της ίδιας περιόδου λαμβάνουμε την πληροφορία ότι Εβραίοι έμποροι από το Μυστρά επισκέπτονταν κοντινές περιοχές προκειμένου να προωθήσουν τους εμπορικούς τους σκοπούς, ενώ από μη εβραϊκές πηγές γίνεται λόγος για την εντιμότητά τους στις εμπορικές τους συναλλαγές. Από πηγές της ίδιας περιόδου πληροφορούμαστε ότι οι Εβραίοι έμποροι του Μυστρά διατηρούσαν στενούς εμπορικούς δεσμούς με την πόλη της Πάτρας. Αξίζει εδώ να συμπεριλάβουμε μία μαρτυρία που ανέφερε ότι Εβραίος έμπορος από την Πάτρα παρέδωσε σε ομόθρησκο έμπορο από το Μυστρά χρηματικό ποσό για την προμήθεια μεταξωτών υφασμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας. Ωστόσο, ο τελευταίος ισχυρίσθηκε ότι βρήκε μόνο μεταξωτά υφάσματα διαφορετικής ποιότητας από εκείνη που προβλεπόταν στη συμφωνία. Ο παραπάνω ισχυρισμός καταρρίφθηκε από τις μαρτυρίες άλλων, οι οποίοι επιβεβαίωσαν το αντίθετο. Είναι χαρακτηριστικό

959 Βέης, «Οι Εβραίοι της Λακεδαιμονίας και του Μυστρά», σ. 10. Για την τοποθεσία της Τρύπης, βλ. και Λαμπροπούλου, «Η εβραϊκή παρουσία στην Πελοπόννησο», σ. 47: «Η εβραϊκή συνοικία του Μυστρά, η λεγόμενη Εβραϊκή στο Χρονικό του Σφρατζή, εκτείνεται στη βορειοδυτική πλαγιά του λόφου του Μυστρά, έξω από τις πύλες που οδηγούν προς την Πάνω Χώρα. Αυτή η περιοχή ήταν έξω από τα τείχη της Πάνω Χώρας, ενώ σε κοντινή απόσταση βρισκόταν και το νεκροταφείο». 960 Avneri, «Οι Εβραίοι του Μυστρά», σ. 4.

326

ότι, για την επίλυση της αντιδικίας μεταξύ των δύο εμπόρων, ελήφθησαν οι μαρτυρίες πολλών κατοίκων του Μυστρά, μεταξύ αυτών και Χριστιανών, γεγονός που μας πιστοποιεί για τις υπάρχουσες στενές σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών κοινοτήτων. Από άλλες πηγές πληροφορούμαστε ότι συνεργάζονταν και με εμπόρους από την Καλαμάτα και ότι κατά την οθωμανική περίοδο κατέβαλλαν το φόρο του μεταξιού συλλογικά ως κοινότητα961.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Zvi Avneri, η εβραϊκή συνοικία, «μεταξύ των ετών 1440-1448, ονομαζόταν «Εβραϊκή Τρύπη». Οι δε κάτοικοι της συνοικίας «επλήρωναν έναν πρόσθετο συλλογικό φόρο, μία συνήθεια που ίσχυε από την εποχή της αρχικής εγκαταστάσεως τους»962. Γνωρίζουμε όμως ότι κατά την ίδια περίοδο και στις υπό βενετική κυριαρχία ελληνόφωνες περιοχές, η καταβολή συλλογικής πληρωμής παρόμοιου τύπου ήταν μία παγιωμένη τακτική του βενετικού κράτους. Στις βενετικές κτήσεις, οι Εβραίοι δεν πλήρωναν άμεσους φόρους όπως οι υπόλοιποι υπήκοοι της Βενετίας. Αντιθέτως, οι εβραϊκές κοινότητες υποχρεώνονταν στην καταβολή ετήσιας εισφοράς, της οποίας το ύψος ήταν ανάλογο προς τον αριθμό των μελών και την οικονομική ευρωστία κάθε μίας από αυτές. Με εξαίρεση την εβραϊκή κοινότητα της Κρήτης, η οποία επανειλημμένα είχε χαρακτηριστεί ως πολυπληθής και οικονομικά εύρωση και η οποία, συνήθως, κατέβαλλε εξαιρετικά υψηλές εισφορές, οι οικονομικές υποχρεώσεις των άλλων εβραϊκών κοινοτήτων κυμαίνονταν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα963. Οι κοινότητες υποχρεώνονταν επίσης να καταβάλλουν συλλογικές εισφορές έκτακτου χαρακτήρα, όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο. Τα ποσά αυτά ορίζονταν και πάλι με βάση τον πληθυσμό και την οικονομική κατάσταση της ισραηλιτικής κοινότητας κάθε περιοχής και αυξάνονταν κατά τις περιόδους εκείνες που αυξάνονταν και οι, αμυντικές και στρατιωτικές κυρίως, ανάγκες του βενετικού κράτους για τη διεξαγωγή πολέμων. Η διακύμανση αυτή στα χρηματικά ποσά που υποχρεώνονταν να καταβάλλουν οι ισραηλιτικές κοινότητες στις βενετοκρατούμενες περιοχές φαίνεται χαρακτηριστικά στην περίπτωση της εβραϊκής κοινότητας της Εύβοιας, η υποχρεωτική εισφορά της οποίας διπλασιάστηκε το 1414 από τα 500 στα 1.000 υπέρπυρα το χρόνο. Κατά τη χρονική περίοδο 1439-1441, δηλαδή σε μία περίοδο δύσκολη για την έκβαση

961 Avneri, «Οι Εβραίοι του Μυστρά», σ. 4. 962 Avneri, «Οι Εβραίοι του Μυστρά», σ. 3. 963 Μοσχονάς, «Η εβραϊκή διασπορά στο Ιόνιο», σ. 110-111.

327

του λομβαρδικού πολέμου, η ίδια κοινότητα υποχρεώθηκε να καταβάλει επιπρόσθετα προς την ετήσια εισφορά της ακόμα 750 δουκάτα964.

Η πληθυσμιακή και οικονομική κατάσταση των ισραηλιτικών κοινοτήτων των βενετοκρατούμενων περιοχών, καθώς και η μεταξύ τους διαφοροποίηση γίνεται σαφέστερη μέσα από τη σύγκριση των χρηματικών ποσών που καλούνταν εκείνες να καταβάλουν σε κάθε διαφορετική περίπτωση. Ενδεικτικά, το έτος 1431 από τους Εβραίους της Κρήτης ζητήθηκε να καταβληθεί το ποσό των 20.000 δουκάτων, ενώ από την εβραϊκή κοινότητα της Κέρκυρας ζητήθηκαν 3.000 δουκάτα, από την κοινότητα της Χαλκίδας 2.000 δουκάτα και από την κοινότητα της Ίστριας 1.000 δουκάτα. Το 1439, σε μία από τις δύσκολες περιόδους για την έκβαση του λομβαρδικού πολέμου, επιβλήθηκε στους Εβραίους της Κρήτης έκτακτη εισφορά 12.00 δουκάτων, η οποία θα έπρεπε να καταβληθεί σε τρεις ετήσιες δόσεις των 4.000 δουκάτων (έναντι 27.000 δουκάτων που θα εισπράττονταν από τον υπόλοιπο πληθυσμό). Αντίστοιχα, ζητήθηκε συμπληρωματική εισφορά 500 δουκάτων από την εβραϊκή κοινότητα της Κέρκυρας (έναντι 2.000 δουκάτων που έπρεπε να εισπραχθούν από τον χριστιανικό πληθυσμό του νησιού), 200 δουκάτων από την εβραϊκή κοινότητα της Μεθώνης και της Κορώνης (έναντι 1.300 δουκάτων που θα εισπράττονταν από τον υπόλοιπο πληθυσμό των δύο πόλεων) και 750 δουκάτων από την κοινότητα της Χαλκίδας (έναντι 1.500 που θα εισπράττονταν από τον λοιπό πληθυσμό της πόλης και των καστελλανιών της Εύβοιας)965.

Κάτι αντίστοιχο φαίνεται πως ίσχυε στο Μυστρα κατα την περιοδο της Β΄ Βενετοκρατίας. Σχετικά με την οργάνωση της εβραϊκής κοινότητας του Μυστρά πληροφορούμαστε ότι οι Εβραίοι κάτοικοι της περιοχής από νωρίς εξέφρασαν την επιθυμία τους να παραμείνουν στην πατρίδα και στους οικισμούς τους. Με εκκλήσεις τους προς το Morosini πρότειναν να συνεχίσουν να καταβάλλουν ετήσιο φόρο προκειμένου να τους επιτραπεί να ζήσουν ελεύθεροι και να εξασφαλίσουν την προστασία των νέων κυριάρχων. Οι Βενετοί κρίνοντας ότι «περισσότεροι κάτοικοι με κοινή ηθελημένη συμφωνία θ’ απέφερoν περισσότερα κέρδη», όρισαν ότι οι Εβραίοι όφειλαν να καταβάλουν εφάπαξ στο δημόσιο Ταμείο 5.000 ρεάλια και στο εξής να καταβάλλουν μόνιμα 1.000 αργυρά ρεάλια το χρόνο ξεκινώντας από την ημέρα που παραδόθηκαν οι Οθωμανοί στο Μυστρά. Με αυτό τον τρόπο η εβραϊκή κοινότητα του Μυστρά διασφάλισε ότι θα ίσχυαν και για την ίδια όλα τα προνόμια τα οποία ίσχυαν για

964 Thiriet, La Romanie vénitienne au Μoyen Âge: le développement et l’exploitation du domaine colonial vénitien (XIIe-XV siècles), σ. 406-407. 965 Μοσχονάς, «Η εβραϊκή διασπορά στο Ιόνιο (12ος–16ος αι.)», σ. 110-111.

328

τους Εβραίους του Ναυπλίου και ότι η ζωή τους στο Μυστρά θα ρυθμιζόταν σύμφωνα με τις εξής αρχές966:

(α) Θα μπορούσαν να διατηρήσουν τα σπίτια, τη συναγωγή καθώς και το νεκροταφείο που ήταν στη διάθεσή τους και επί Οθωμανών967.

(β) Ήταν υποχρέωση της δικαιοσύνης να επιβάλλει τις προβλεπόμενες ποινές σε όποιον παρεμπόδιζε τους Εβραίους κατά την άσκηση των λατρευτικών συνηθειών τους, σύμφωνα με το τυπικό της θρησκείας τους καθώς και κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων968.

(γ) Η εβραϊκή κοινότητα του Μυστρά απαλλάχθηκε από την υποχρέωση να προμηθεύει κατάλυμα στους περαστικούς αξιωματούχους και στους ακολούθους τους969.

(δ) Στην εβραϊκή κοινότητα του Μυστρά εκχωρήθηκε περιοχή πλάτους και μήκους 40 ποδιών για τη χρήση του κοιμητηρίου τους970.

(ε) Η εβραϊκή κοινότητα υποχρεώθηκε να πληρώνει ετήσια εισφορά 120.000 άσπρων, δηλαδή 1.000 βενετικών ρεαλίων προς το δημόσιο Ταμείο και εγκρίθηκε το αίτημά της για καταβολή του ποσού σε τέσσερις δόσεις ανά τριμηνιαία εξόφληση971.

(στ) Προβλεπόταν πρόστιμο 200 ρεαλίων και ποινή φυλάκισης σε όποιον εσκεμμένα έβλαπτε τη σωματική ακεραιότητα ή την περιουσία των Εβραίων. Οι δε προεστοί των οικισμών Λογγάστρα και Τρύπη επιφορτίζονταν με το έργο του εντοπισμού των ενόχων και την παράδοσή τους στη δικαιοσύνη, καθώς και με την υποχρέωση να διασφαλίσουν την αποκατάσταση των ζημιών και την επιστροφή των

966 Μέρτζιος - Παπαδόπουλος, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του εις τα αρχεία της Βενετίας κατά την Ενετοκρατίαν (1687-1715)», σ. 245-264. 967 Απόφαση η οποία ελήφθη στο Ναύπλιο στις 2.4.1687. Μέρτζιος - Παπαδόπουλος, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του», σ. 246. 968 Απόφαση η οποία ελήφθη στο Μυστρά στις 15.5.1688. Μέρτζιος - Παπαδόπουλος, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του», σ. 246. 969 Απόφαση η οποία ελήφθη στην Πάτρα στις 25.2.1689. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι η υποχρέωση παροχής καταλύματος περιελάμβανε τα εξής: «… να προμηθεύουν τους περαστικούς από εκεί αξιωματούχους της Βενετίας και τα στρατεύματά τους με τις απαραίτητες διά τον ύπνο τους κλινοστρωμνές. Να περιποιούνται επίσης το οίκημα και τα παρακείμενα σπίτια, όπου θα μείνουν οι παραπάνω, να επισκευάζουν δε και τις ζημιές μετά την αποχώρησή τους». Μέρτζιος - Παπαδόπουλος, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του», σ. 246-247. 970 Απόφαση η οποία ελήφθη στο Μυστρά στις 15.3.1688. Μέρτζιος - Παπαδόπουλος, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του», σ. 247. 971 Απόφαση η οποία ελήφθη στο Μυστρά στις 15.3.1688. Μέρτζιος - Παπαδόπουλος, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του», σ. 247.

329

κλαπέντων ζώων στους Εβραίους ιδιοκτήτες τους. Προβλεπόταν δε πρόστιμο 50 ρεαλίων και άλλες ποινές σε περίπτωση που οι προεστοί δεν φαίνονταν συνεπείς ως προς αυτά τους τα καθήκοντα972.

Κατά τα φαινόμενα, ο εβραϊκός πληθυσμός του Μυστρά παρατύπως υποχρεωνόταν σε ορισμένες αγγαρείες, όχι τόσο προς το βενετικό Δημόσιο, όσο προς τους τοπικούς άρχοντες και την τοπική κοινωνία. Σύμφωνα με έκκλησή της προς τη Βενετία, η εβραϊκή κοινότητα τόνιζε, μεταξύ άλλων, ότι παρά την τριμηνιαία υποχρεωτική χρηματική καταβολή που τους είχε οριστεί, τα μέλη της κοινότητας βρίσκονταν συνεχώς αντιμέτωπα με αυθαίρετες απαιτήσεις για αγγαρείες, καθώς υποχρεώνονταν τακτικότατα να καθαρίζουν τους δρόμους και τα χωράφια από τα ζιζάνια, να παραχωρούν τα ζώα τους ή να προσφέρουν κλινοστρωμνές. Η Βενετία έκανε δεκτή την πρόταση του προβλεπτή της Λακωνίας Alvise Querini για απαλλαγή τους από τις υποχρεώσεις και για την επιβολή προστίμου σε κάθε περίπτωση παράβασης. Μοναδική υποχρέωση των Εβραίων παρέμενε ο καθαρισμός των χωραφιών έως και την περιοχή του Μεσοβουνίου, καθώς και η επίταξη των ζώων τους μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό κρινόταν απολύτως αναγκαίο, όπως είχε οριστεί από τον προβλεπτή Λακωνίας Morο973.

Ίσως από τις υποχρεώσεις αυτές επιδίωκαν να απαλλαγούν οι Εβραίοι του Μυστρά αποδεχόμενοι, κατά την εποχή που προβλεπτής ήταν ο Francesco Grimani, τη σημαντικότατη αύξηση της πάγιας οικονομικής οφειλής τους προς το βενετικό Δημόσιο κατά 200 ρεάλια ετησίως. Στο εξής κατέβαλλαν στο Δημόσιο Ταμείο 1.200 ρεάλια ετησίως974. Σχηματίζουμε την εικόνα ότι τα μέλη της ισραηλιτικής κοινότητας του Μυστρά έπεφταν τακτικότατα θύματα κάθε είδους αυθαίρετης συμπεριφοράς. Αναζητούσαν την προστασία της βενετικής Πολιτείας προκειμένου να συνεχίσουν να διαβιούν ανενόχλητοι στο Μυστρά. Τα αιτήματά τους στην έκκλησή τους προς τη βενετική Γερουσία είναι ενδεικτικότατα της πραγματικότητας την οποία βίωναν. Μεταξύ άλλων, επιθυμούσαν (α) να μπορούν να ζουν στον Μυστρά, στο Regno και σε οποιοδήποτε μέρος, τελώντας τα της θρησκείας τους, χωρίς να ενοχλούνται για τα θρησκευτικά τους ζητήματα από κανέναν· (β) να μην επιτρέπεται να τους ενοχλούν με πέτρες ή άλλον τρόπο και να καθορίζονται ποινές για τους παραβάτες αυτού του

972 Απόφαση η οποία ελήφθη στο Μυστρά στις 9.5.1694. Μέρτζιος - Παπαδόπουλος, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του», σ. 247-248. 973 Για το ζήτημα αυτό βλ. Μέρτζιος - Παπαδόπουλος, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του», σ. 248- 251. 974 A.S.V., b. 571 Provveditori da terra e da mar, filza 849, no 37.

330

κανονισμού· (γ) να είναι ελεύθεροι να εκλέγουν τους εκπροσώπους, τους αξιωματούχους και τα συμβούλιά τους σύμφωνα με τη θέλησή τους· (δ) να μην υποχρεωθούν να πληρώνουν καμία άλλη εισφορά, εκτός από εκείνη την ετήσια των 1000 ρεαλίων, να πληρώνουν σε δόσεις όπως είχε οριστεί και να απαλλαγούν από την αγγαρεία του καθαρισμού των χωραφιών από τα ζιζάνια. Ζητούσαν επίσης, «να υποχρεώνονται οι έμποροι ζώων να τους δίνουν το νόμιμο κρέας, για το οποίο θα καταβάλλουν αμέσως το αντίτιμο της αξίας του»975. Οι απαιτήσεις για προσφορά εργασίας με τη μορφή αγγαρείας φαίνεται ότι ήταν μέρος των αυθαιρεσιών που υπέμειναν από τους χριστιανούς κατοίκους του Μυστρά. Με τα 1.200 ρεάλια που κατέβαλλαν ετησίως στις βενετικές Αρχές, οι Εβραίοι του Μυστρά εξαιρέθηκαν από τις επαχθείς αγγαρείες του Δημοσίου, προσωπικές και οικονομικές. Όμως, παραμένει άγνωστο, και μάλλον αμφίβολο, εάν με την ετήσια καταβολή του ποσού αυτού πράγματι εξασφάλισαν από τους Βενετούς κυριάρχους την προστασία που επιδίωκαν και την ειρηνική ζωή που επιθυμούσαν.

9.5 Οι Μανιάτες.

Οι κάτοικοι της Μάνης, λόγω της ξεχωριστής θέσης που απολάμβαναν μέσα στην κοινωνία της βενετοκρατούμενης Πελοποννήσου χάρη στις στρατιωτικές υπηρεσίες τις οποίες διαχρονικά προσέφεραν στους Βενετούς κατά τις συγκρούσεις τους με τον οθωμανικό στρατό976, εξαιρέθηκαν από την καταβολή της δεκάτης, καθώς και από τις προσωπικές αγγαρείες, έχοντας ως μοναδική υποχρέωση απέναντι στο δημόσιο Ταμείο την ετήσια και εφάπαξ καταβολή του φόρου mactù.977 Πρόκειται για τον ίδιο φόρο που κατέβαλλε ο πληθυσμός της Μάνης κατά την προηγηθείσα οθωμανική περίοδο (1461-1685) και για ποσά, τα οποία είχαν οριστεί κατόπιν

975 Μέρτζιος – Παπαδόπουλος, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του», σ. 249. 976 Βλ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, σ. 36-42· ο ίδιος, Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει και αναγέννησις της ελληνικής τακτικής, σ. 126-127· Καραθανάσης, «Επαναστατικές κινήσεις στην Πελοπόννησο στα 1659», σ. 239-260· Δασκαλάκης, Η Μάνη και η οθωμανική αυτοκρατορία 1453- 1821, σ. 78-83· Κολυβά, «Θεόδωρος Παλαιολόγος, αρχηγός μισθοφόρων “Στρατιωτών” και διερμηνέας στην υπηρεσία της Βενετίας (1452-1532)», σ. 138-162· Χασιώτης, «Οι Έλληνες και οι πόλεμοι μεταξύ οθωμανικής αυτοκρατορίας και ευρωπαϊκών κρατών (1669-1792): η κάμψη της οθωμανικής δυνάμεως», σ. 22-23· Ντόκος, Η Στερεά Ελλάς κατά τον ενετοτουρκικόν πόλεμον (1684- 1699) και ο Σαλώνων Φιλόθεος, σ. 10-11· Μέρτζιος - Παπαδόπουλος, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του εις τα αρχεία της Βενετοκρατίας κατά την Ενετοκρατίαν (1687-1715)», σ. 231· Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής στις βενετικές κτήσεις του ελληνικού χώρου (16ος-18ος), σ. 115-116. 977 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», σ. 273.

331

συμφωνίας των δημογερόντων της περιοχής με τις οθωμανικές Αρχές. Μετά από την αλλαγή κυριαρχίας, η καταβολή του φόρου αυτού συνεχίστηκε μοναδικά σε αυτή την περιοχή της Πελοποννήσου. Προκειμένου να καθοριστούν τα οφειλόμενα ποσά, ο γενικός προβλεπτής των όπλων Antonio Zeno, με επίσκεψή του στην περιοχή, προέβη σε νέες συμφωνίες για την καταβολή του mactù978. Ο παρακάτω πίνακας βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία, τα οποία αφορούν στον πληθυσμό της Μάνης κατά την περίοδο της επιβολής της οικονομικής αγγαρείας του acquartieramento και τα οποία προέρχονται από τη γνωστή μας απογραφή Grimani979.

Στον πίνακα που ακολουθεί συμπεριλαμβάνονται επίσης ορισμένα στοιχεία για την καταβολή του οθωμανικού φόρου mactù κατά τη διάρκεια της B´ Βενετοκρατίας που προέρχονται από έγγραφο των αρχείων της Βενετίας με ημερομηνία 10 Μαΐου 1692, το οποίο έχει εκδοθεί από τον Peter Topping. Συνοπτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι στο έγγραφο αυτό, το οποίο συντάχθηκε από τον Antonio Zeno, δίνονται πληροφορίες για την επιβολή της φορολογίας σε 70 οικισμούς και αφορά τόσο στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής όσο και στη βενετοκρατία. Στο έγγραφο οι οικισμοί παρατίθενται σε διαφορετικές κατηγορίες: α) σε εκείνους που όφειλαν να καταβάλλουν στους Βενετούς το ίδιο ποσόν που κατέβαλλαν και κατά την προηγηθείσα περίοδο στους Οθωμανούς και ήδη το είχαν εξοφλήσει β) σε εκείνους που όφειλαν το ίδιο ποσό με εκείνο της προηγούμενης περιόδου και το οποίο δεν είχαν εξοφλήσει κατά την περίοδο που συντάχθηκε ο πίνακας γ) σε εκείνους τους οικισμούς για τους οποίους το ποσόν μεταβλήθηκε δ) σε εκείνους που διαφώνησαν με το ποσόν που επρόκειτο να καταβάλλουν ε) σε εκείνους που κατέβαλλαν στους Βενετούς το ίδιο ποσόν που κατέβαλλαν στο Μπέη Λιμπεράκη στ) σε εκείνους που κατέβαλλαν τη δεκάτη, και όχι το mactù, στους Οθωμανούς ζ) σε εκείνους που δεν πλήρωναν το mactù στους Οθωμανούς και για τους οποίους συμφωνήθηκε η καταβολή 7 ρεαλίων και, θ) σε εκείνους για τους οποίους δεν προχώρησε η συμφωνία με τις βενετικές Αρχές λόγω απουσίας των δημογερόντων.

Το έγγραφο επίσης, σε ξεχωριστές στήλες και ανά οικισμό, δίνει πληροφορίες για τα ποσά που οφείλονταν στους Οθωμανούς, για τα ποσά που είχαν καταβληθεί στους Βενετούς μέχρι τη στιγμή της σύνταξης του, τα ποσά που ορίζονταν κατά τη συμφωνία με τον Antonio Zeno και για την οφειλόμενη διαφορά. Τέλος, χρησιμοποιούνται οι πληροφορίες που αφορούν στα ποσά που ορίστηκε να καταβάλλουν οι οικισμοί προς τους Βενετούς. Για αρκετούς από αυτούς δεν υπάρχουν

978 Topping, «Taxation di mactù in Mani under venetian rule», σ. 7-19. 979 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου: 13ος-18ος αιώνας, σ.287-288.

332

καταγεγραμμένα τελικά ποσά. Για το λόγο αυτό έχουμε συμπεριλάβει τα ποσά που καταβάλλονταν στους Οθωμανούς, σημειώνοντάς τα μέσα σε παρένθεση980. Στον πίνακα που ακολουθεί παρατίθενται επίσης τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο μοναδικό κατάλογο κατανομής ο οποίος αφορά στην επιβολή της οικονομικής αγγαρείας για τη συντήρηση των δραγόνων στην περιοχή της Μάνης. Αφορά στην παροχή καταλύματος, χρημάτων και διατροφικών ειδών για τη συντήρηση 20 δραγόνων από τους κατοίκους 15 οικισμών της περιοχής της Μπαρδούνιας (territorio di alta Maina). Αντλούμε πληροφορίες για τους οικισμούς που επιβαρύνονταν και για τον αριθμό των δραγόνων που καλούνταν οι κάτοικοι να συντηρήσουν, όμως δεν γίνεται αναφορά σε σημαντικά άλλα στοιχεία όπως η τοποθεσία όπου βρίσκονταν οι σταθμοί διαχείμασης, ο αριθμός των οικογενειών που θα επιβαρύνονταν ή τα ακριβή χρηματικά ποσά και οι ποσότητες τροφίμων που καλούνταν αυτές να καταβάλουν. Παρατηρούμε ότι, ακόμα και μετά τη μετατροπή της αγγαρείας από προσωπική σε οικονομική, οι οικισμοί που επιβαρύνονται στην περιοχή της Μάνης είναι εξαιρετικά περιορισμένοι σε αριθμό και βρίσκονται αποκλειστικά και μόνο στην επαρχία της Άνω Μάνης981. Είναι γνωστό ότι οι οικισμοί Μικρή Μαντίνεια, Σέλιτσα και Γιάννιτσα είχαν επιτύχει την εξαίρεσή τους από της αγγαρείες και την ένταξή τους στο σύστημα του mactù παρανόμως. Όταν αποκαλύφθηκε η απάτη τους ζήτησαν από τη βενετική διοίκηση να οριστεί και για αυτούς η καταβολή ενός ετήσιου φόρου προκειμένου να απολαμβάνουν και αυτές οι περιοχές τα προνόμια της Μάνης.982

Επαρχία Άνω Μάνης (Territorio di Alta Maina)

Οικισμοί Οικογένειες Κάτοικοι983 Mactù σε Acquartieramento ρεάλια984 αρ. δραγόνων985 Castello di Bardugna 33 131 14

980 Topping, «Taxation di mactù», σ. 7 – 19 981 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f. 34v. 982 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», 273. 983 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ.287-288. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 310. 984 Τα στοιχεία για τα τη φορολογία mactù των οικισμών της Μάνης αντλούνται από τη Nota, την οποία συνέταξε ο Antonio Zeno στις 10 Μαΐου του 1692.Βλ.Topping, «Taxation di mactù», σ. 7-8. 985 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 83, f 34v.

333

Κάστρο Μπαρδούνιας Arna, Άρνα 65 216 4 Sellegudhi, Σελεγούδι 9 44 1 S. Nicolà, Αγ. Νικόλαος 44 183 2 Seg. Zizori, Τζιτζόρι 22 66 Vitullo, Βίτουλου, Οίτυλο 129 511 170 ρ. Pogliana986 Stronza, Στροτζά, Προσήλιον 26 97 1½ Borgo di Chieffalà 108 467 47½ Κάστρο της Κελεφάς, Κελεφά Petrina, Πετρίνα 20 94 1 Siderocastro Basso 39 145 (87) Κάτω Σιδερόκαστρο Siderocastro Alto 46 180 - Πάνω Σιδερόκαστρο Paliocastro, Παλιόκαστρο 15 55 Assini, Ασήμι 14 62 1 Mustia, Μούστια 5 17 Carea, Καρέα 59 280 (90) Zelina, Ζελίνα, Μελιτίνη 15 70 Crio Nero 54 240 70½ Κρύο Νερό, Κρυονέριον Scalla, Σκάλα 25 107 91 Vacà987 Limbardo, Λίμπερδο 58 271 Rosova, Ρόζοβα, Λεμονέα 21 105 Cariopoli 36 165 37½ Καρυόπολη, Καρυούπολις Cerova, Τσεροβά, 63 241 70 Δροσοπηγή

986 Το τοπωνύμιο δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Πρόκειται για τον οικισμό του Αγίου Νίκωνα που σήμερα υπάγεται διοικητικά στο δήμο Δυτικής Μάνης. Για το συσχετισμό και τις διοικητικές μεταβολές βλ. στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=oikmet_details&id=13373. 987 Το τοπωνύμιο δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιον υπαρκτό οικισμό ή τοποθεσία.

334

Cottrona988 Arcondio, Αρχοντικό 16 49 1 (Μοιράζεται την επιβάρυνση με τον Πασσαβά) Dittola, Δίτολα 24 105 12 Chierrasia, Κερασιά 19 75 Calliasi, Καλιάσι 62 252 87 Ceria, Τσέρια, Αγ. Μαρίνα 11 49 Gulianica, Γκουλιάνικα 12 50 1 Cochina Curia 25 99 1 Κόκκινα Λουριά Malzina, Μαλτζίνα, Μέλισσα 28 119 Sinova, Λιασίνοβα, 39 140 (709) Προσήλιον 31 117 Leftigni, Λεφτίνι, Λεπτίνι Andruvista989 Lithomia Picologi 21 82 Λιθομιά Πικολόγι Maltizza, Μηλίτσα, Μηλέα 36 157 (348) Aracova990 Borgo di Zarnata, Ζαρνάτα 31 137 Castra di Gianizza 20 59 Κάστρο της Γιάννιτσας Varvuni, Maltizza 36 160 324 r. Βαρούσι, Σταυροπήγιον Μαλτίτσα Dolus da Basso, Κάτω Δολοί 68 261 Campo, Κάμπος 63 274 (408½) Nerovà (Arova, Orova) 20 59 Prita, Μπρίντα, Βόρειον 50 227 Selizza, Σέλιτσα, Άνω Βέργα 67 235 (146½)

988 Το τοπωνύμιο δεν απαντάται στην απογραφή Grimani. Πρόκειται για τον οικισμό Κότρωνας, ο οποίος σήμερα υπάγεται διοικητικά στο δήμο Ανατολικής Μάνης Λακωνίας. Για το συσχετισμό και για τις διοικητικές μεταβολές βλ. στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=dkmet_details&id=960. 989 Το τοπωνύμιο δεν απαντάται στην απογραφή Grimani. 990 Το τοπωνύμιο δεν απαντάται στην απογραφή Grimani.

335

Biglio, Snarita 37 146 Μπήλιοβα, Κέντρον Νερίντα, Ανατολικόν Campo d’ Alto, Άνω Κάμπος 63 281 Campo e Arba, Κάμπος 89 385 Bassa villa di Campo e Arba 27 115 Κάτω Κάμπος Madigna micri 35 166 (331) Μικρή Μαντίνεια Giannizza grande 56 198 - Μεγάλη Γιάννιτσα Giannizza 30 198 - Γιάννιτσα, Ελαιοχώριον 1.922 8.037 Langada991 100 Plazza992 455½ Nomici993 Tamiridia994 Cutiffari995 Castagna996

991 Το τοπωνύμιο δεν αναφέρεται στην απογραφή Grimani. Πρόκειται για τον οικισμό Λαγκάδα Μεσσηνίας, ο οποίος σήμερα υπάγεται διοικητικά στο δήμο Λεύκτρου. Για το συσχετισμό και τις διοικητικές μετατροπές βλ. στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.youtube.com/watch?v=9Jd46BPAlmw. 992 Το τοπωνύμιο δεν απαντάται στην απογραφή Grimani. Πρόκειται για τον οικισμό Πλάτσα Μεσσηνίας, ο οποίος σήμερα υπάγεται διοικητικά στο δήμο Λεύκτρου. Για το συσχετισμό και τις διοικητικές μετατροπές βλ. στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=dkmet_details&id=534. 993 Το τοπωνύμιο δεν απαντάται στην απογραφή Grimani. Πρόκειται για τον οικισμό Νομιτσί Μεσσηνίας, ο οποίος σήμερα υπάγεται διοικητικά στο δήμο Λεύκτρου. Για το συσχετισμό και τις διοικητικές μετατροπές βλ. στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=dkmet_details&id=3415. 994 Το τοπωνύμιο δεν απαντάται στην απογραφή Grimani. 995 Το τοπωνύμιο δεν απαντάται στην απογραφή Grimani. Πρόκειται για τον οικισμό Κουτήφαρη Μεσσηνίας, ο οποίος σήμερα υπάγεται διοικητικά στο δήμο Λεύκτρου. Για το συσχετισμό και τις διοικητικές μετατροπές βλ. στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=dkmet_details&id=3447. 996 Το τοπωνύμιο δεν απαντάται στην απογραφή Grimani. Πρόκειται για τον οικισμό Καστανέα Μεσσηνίας, ο οποίος σήμερα υπάγεται στο δήμο Λεύκτρου. Για το συσχετισμό και τις διοικητικές μετατροπές βλ. στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=dkmet_details&id=285.

336

Prastio997

Επαρχία Κάτω Μάνης (territorio di Bassa Maina)

Οικισμοί Οικογένειες Κάτοικοι998 Mactù999 Acquartieramento

Cimova bassa 98 417 Τσίμοβα Κάτω - Τσίμοβα, Αρεόπολις Cimova alta, Τσίμοβα Πάνω 48 172 Caries, Χαριά 47 178 19½ Pirgo, Πύργος, Πύργος Διρού 87 352 43 Driallo, Δρύαλο 49 201 12 Brichi, Μπρίκι, Βρίκιον 40 134 7 Giatta, Κίττα 111 478 (80) Calumia, Καλούμια, Καλούμι 24 86 Nomia, Νόμια 40 63 Schiffanica, Σκυφιάνικα 22 86 (20½) Chaspotinus, Χασποτίνους 25 94 (20½) Mina, Μίνα 38 123 21 ½ r. Carigna, Καρύνια 12 48 Allica, Άλικα 60 234 49½ Zucaglià, Τσικαλιά, 30 112 Τσουκαλιά Cecrianica, Κεχριάνικα 11 52 7

997 Το τοπωνύμιο δεν απαντάται στην απογραφή Grimani. Πρόκειται για τον οικισμό Προάστιο Μεσσηνίας, ο οποίος σήμερα υπάγεται στο δήμο Λεύκτρου. Για το συσχετισμό και τις διοικητικές μετατροπές βλ. στην ιστοσελίδα της Ε.Ε.Τ.Α.Α.: https://www.eetaa.gr/index.php?tag=dkmet_details&id=282. 998 Τα αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό των οικισμών δίνονται στην απογραφή Grimani που έχει εκδοθεί από τον Παναγιωτόπουλο στο έργο του Πληθυσμός και οικισμοί, σ.288-289. Για τα ελληνικά τοπωνύμια βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 311-310. 999 Topping, «Taxation di mactù», σ. 8-10.

337

Fatia, Βάθεια 54 212 42½ Pabaca, Πάμπακα, Βάμβακα 10 42 Stabri, Σταυρί 14 66 (18½) Stavrichie Pangie Laia, Λάγια 92 360 (42½) Biondes, Πιόντες, Πιοντάκι 29 123 Vata, Βάτα 66 283 48 Cavallo, Κάβαλο, Πύρριχος 54 246 47 Calumia, Καλούμια, Καλούμι 24 86 - Chiernuiacora 12 53 Καινούργια Χώρα Affungia, Αφφίγκια 136 560 74½ Lucadica, Λουκάδικα 44 171 97 Maina alta 49 190 Άνω Μάνη, Κάστρο Μάνης Calgni, Καλονιοί 30 104 Dri, Δρυ 29 116 22½ Cuno, Κούνος 46 180 Cipulla, Τσιπούλα, Κηπούλα 22 93 Bullariù Βassa 23 109 (29) Κάτω Μπουλαριοί Bulariù alta 26 96 Πάνω Μπουλαριοί Diporro Δίπορο 8 201 Lindachi, Λιντάκι, Λεοντάκι 13 40 (19½) Sella Candilli, Κανδύλι 79 345 97 Niffi, Νίφι, Έξω Νύφι 34 138 22½ Drialli, Δρυαλί, Δρυμός 38 147 1.650 6.641

338

9.6 Οι επιπτώσεις της επιβολής του συστήματος της αγγαρείας στην πελοποννησιακή κοινωνία

Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στα διοικητικά έγγραφα μαρτυρά το μέγεθος της επιβάρυνσης που προκαλούσε το σύστημα της αγγαρείας στον αγροτικό πληθυσμό της Πελοποννήσου. Οι ίδιοι οι Βενετοί προβλεπτές, στην αλληλογραφία τους και στις τελικές τους εκθέσεις, στα σημεία όπου γίνεται μνεία στο συγκεκριμένο ζήτημα, δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν εκφράσεις, οι οποίες με εμφατικό τρόπο καταδεικνύουν τις αφόρητες συνθήκες που δημιουργούσε αυτό το τόσο χρήσιμο για τo βενετικό κράτος δημοσιονομικό σύστημα. Η αγγαρεία και οι σχετικές με αυτήν υποχρεώσεις κάθε είδους περιγράφονται ως: angaria molto gravosa1000, pesantissimo aggravio1001, obligo insofferibile1002, aggravio insensibile1003, incredibile angaria et aggravio1004 και αυτές είναι μόνο μερικές από τις βαρύτατες εκφράσεις και τους χαρακτηρισμούς που απαντώνται στις πηγές.

Δεν θα είναι υπερβολή να διατυπώσουμε τη σκέψη ότι οι κάτοικοι των οικισμών της υπαίθρου, με εξαίρεση τους ιερωμένους και τους μοναχούς της Ορθόδοξης και της Λατινικής Εκκλησίας, τις χήρες και τους άπορους, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις διοικητικές και αμυντικές ανάγκες του κράτους, επιβαρύνονταν με κάθε πιθανό τρόπο και σε βαθμό που πολλές φορές ξεπερνούσε τις δυνάμεις τους. Η υπηρεσία στα μακροχρόνια αμυντικά έργα, τα μακρινά ταξίδια μέσα στο δύσβατο τοπίο της Πελοποννήσου μέσα στις κακουχίες του χειμώνα και η παροχή καταλύματος στους στρατιώτες είχαν ως συνέπεια όχι μόνο την απώλεια των λιγοστών εσόδων τους, της περιουσίας τους, των πολύτιμων για την εργασία τους ζώων τους, αλλά δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες έθεταν σε κίνδυνο τη σωματική τους ακεραιότητα, ακόμα και την ίδια τη ζωή τους. Οι δε πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής είχαν ως δυσάρεστη και αναπόφευκτη συνέπεια οι υπηρεσίες αυτές να συνοδεύονται από πληθώρα αυθαιρεσιών και κακομεταχείρισης εις βάρος των χωρικών από κάθε αξιωματούχο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο διέθετε κάποια σχέση ή πρόσβαση στη βενετική διοίκηση και στους τοπικούς αξιωματούχους. Οι Βενετοί προβλεπτές φαίνεται να αναγνώριζαν το υπέρμετρο ή ακόμα και ακραίο άχθος που δοκίμαζαν οι ντόπιοι

1000 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 574, filza 854, no 12. 1001 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 574, filza 854, no 9. 1002 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 572, filza 850, no 94. 1003 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 575, filza 855, no 12. 1004 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 572, filza 850, no 95.

339

αγρότες, οι poveri villici1005 των εγγράφων, εξαιτίας της πολιτικής που εφάρμοζαν και κατά καιρούς διατύπωναν διάφορες σκέψεις σχετικά με το ποιο είδος αγγαρείας ήταν εκείνο που περισσότερο δοκίμαζε τις αντοχές των χωρικών σε κάθε περίοδο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μία από τις πλέον επώδυνες αγγαρείες υπήρξε η υπηρεσία στα δημόσια έργα, και ιδίως στα οχυρωματικά έργα της Κορίνθου, πριν η αγγαρεία αυτή να γίνει οικονομική. Μέσα από την έκθεση, αλλά και τις αναφορές του Grimani λαμβάνουμε πληροφορίες σχετικά με το αίσθημα πλήρους απόγνωσης που βίωναν οι υπόχρεοι απέναντι στην προοπτική του να εργαστούν στο εν λόγω έργο. Στην τελική του έκθεση έκανε λόγο για τις ανυπόφορες και ανθυγιεινές συνθήκες που επικρατούσαν στο εργοτάξιο, οι οποίες είχαν ως συνέπεια πολλοί από τους αγγαρικούς να ασθενούν και τελικά να χάνουν τη ζωή τους1006. Οι αναφορές σχετικά με το νοσηρό κλίμα που επικρατούσε στην περιοχή και στις ασθένειες που εκδήλωναν οι αγγαρευόμενοι εκεί είναι αρκετά τακτικές1007. Σε επιστολή του της 14ης Οκτωβρίου του 1700, ο Grimani ανέφερε: «Sino gl’utlimi decorsi giorni mi trattene à Corinto l’obligo di supplir à quanto richiedevano le premure di quell’importantissimo luogo, non ostante alle risentite influenze dell’aria insalubre»1008. Παρά το γεγονός ότι δεν θα ήταν λάθος να εικάσουμε ότι ο αριθμός των ανθρώπων οι οποίοι έχαναν τη ζωή τους κατά την επαχθή υπηρεσία τους σε εργοτάξια, γαλέρες, αλυκές και βάρδιες δεν ήταν χαμηλός, ωστόσο αναφορές αυτού του είδους δεν απαντώνται τακτικά στα έγγραφα και, δυστυχώς, δεν υπάρχουν πιο συγκεκριμένες πληροφορίες.

Με έκθεση σε ακραία κακουχία και κίνδυνο σχετιζόταν και η αγγαρεία ή μία σειρά από αγγαρείες, οι οποίες απαιτούνταν από τους γηγενείς με κύριο σκοπό την εξυπηρέτηση μεταφορικών αναγκών κάθε είδους. Όπως είδαμε, ο αγροτικός πληθυσμός της Πελοποννήσου ήταν ανά πάσα στιγμή εκτεθειμένος στην υποχρεωτική επίταξη των υποζυγίων του, αλλά και στην υποχρέωση να παρέχει συνοδεία στους υπαλλήλους του Δημοσίου και άλλους αξιωματούχους κατά τις μετακινήσεις του στο εσωτερικό της κτήσης για την κάλυψη οποιασδήποτε πιθανής ανάγκης τους. Χαρακτηριστικά της κατάστασης είναι τα λόγια του γενικού προβλεπτή Marino Michiel, ο οποίος στην τελική του έκθεση αναγνώριζε ότι ειδικά οι κάτοικοι της επαρχίας της Τριπολιτσάς επιβαρύνονταν υπέρμετρα από τις σχετικές με τη μετακίνηση αξιωματούχων αγγαρείες ακριβώς επειδή η τοποθεσία αποτελούσε κομβικό σημείο και τακτικό πέρασμα στα

1005 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 573, filza 853, no 19. 1006 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», 263. 1007 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 30 και no 42. 1008 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 572, filza 850, no 103.

340

ταξίδια προσώπων και εγγράφων. Αντίστοιχη είναι και η μαρτυρία του γενικού προβλεπτή των όπλων Angelo Emo, ο οποίος θεωρούσε ότι στην εποχή του οι διοικητικές επισκέψεις αποτελούσαν την πιο σημαντική επιβάρυνση για τους γηγενείς υπηκόους. Ανέφερε χαρακτηριστικά: «πραγματικά τίποτε δεν είναι για τους υπηκόους περισσότερο επαχθές από τη συνεχή μετακίνηση των αξιωματούχων της διοίκησης, οι οποίοι για λόγους γοήτρου συνοδεύονται από φρουρά στρατιωτών και ακολουθία υπαλλήλων μαζί με τις αναγκαίες αποσκευές. Έτσι οποιαδήποτε καλή πρόθεση δεν είναι αρκετή για να απαλλάξει τους πάμπτωχους αυτούς ανθρώπους από βαρύτατη ζημιά»1009.

Οι μεταφορές ως αγγαρεία, ωστόσο, αφορούσαν και σε άλλα ζητήματα. Ξεχωριστή περίπτωση υπήρξαν οι μεταφορές που σχετίζονταν με τις αναγκαίες τακτικές μετακινήσεις των έφιππων σωμάτων και οι οποίες επηρέαζαν ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ο οποίος όφειλε να είναι διαθέσιμος σε κάθε περίσταση που αυτό κρινόταν αναγκαίο. Μάλιστα, η υπηρεσία αυτή σε αρκετές περιπτώσεις κρίθηκε ως η επαχθέστερη, όχι μόνο ανάμεσα σε εκείνες που συνδέονταν με την παρουσία των δραγόνων στην Πελοπόννησο (όπως για παράδειγμα ήταν η εγκατάσταση στρατιωτών μέσα στα σπίτια των ντόπιων και η απομάκρυνση των τελευταίων από αυτά), αλλά ακόμα και σε σχέση και με όλες τις υπόλοιπες αγγαρείες που συνολικά βάραιναν τον αυτόχθονα πληθυσμό. Άλλωστε, αν βασιστούμε στα λόγια του γενικού προβλεπτή των όπλων Francesco Grimani, ο κύριος σκοπός της μετατροπής της υποχρεωτικής παροχής καταλύματος από προσωπική σε οικονομική αγγαρεία (από alloggio σε acquartieramento), αλλά και όλων των συνεπακόλουθων αλλαγών (εφαρμογή του συστήματος της rimonta και οργάνωση του treno, όπως έχουμε ήδη δει), ήταν η πρόθεσή του να θέσει ένα όριο στις αγγαρείες εκείνες που αφορούσαν στις μεταφορές περισσότερο από οποιεσδήποτε άλλες1010. Περιέγραφε ο προβλεπτής: « Saria da desiderarsi il poter mantenere la Cavalleria senza aggravio de Sudditi, mà, se ciò non è praticabile, comple finalmente cercar il lorο minor’incommodo con vantaggio del Prencipe. È già notto all’ E.E.V.V. il peso, che vivamente risentivano per l’obligo di tante condotte, con perdita d’animali frà l’homidezze del verno, con struscio delle persone, con l’abbandono de terreni nella maggior’urgenza, e con vessationi insofferibili dall’avidità de privati»1011.

1009 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 262. 1010 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 38. 1011 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 60.

341

Φαίνεται ότι ο προβλεπτής Grimani δεν αρκέστηκε σε αυτές τις περιγραφές, αλλά ούτε και στη μετατροπή της αγγαρείας σε οικονομική. Αντίθετα, στην εποχή του επιδιώχθηκε έμπρακτα η μείωση στον ελάχιστο των μεταφορών που απαιτούνταν για την εξυπηρέτηση των έφιππων σωμάτων. Προκειμένου να μπει ένα όριο σε αυτή τη πρακτική, ορίστηκε ρητά ότι στο εξής απαγορευόταν η επιστράτευση ντόπιων χωρικών, καθώς και η επίταξη των ζώων τους από οποιοδήποτε τοπικό αξιωματούχο ή αξιωματικό του στρατού με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στη μεταφορά αποσκευών (ή για αντίστοιχους σκοπούς) σε κάθε χωριό και οικισμό, σε οποιαδήποτε περιφέρεια της Πελοποννήσου 1012.

Βεβαίως, οι υποχρεώσεις των χωρικών για μεταφορικές εργασίες δεν σταματούν εδώ. Όπως είδαμε, οι ντόπιοι υποχρεώνονταν οι ίδιοι να μεταφέρουν το σιτάρι των δεκατιστών στις δημόσιες σιταποθήκες, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις βρίσκονταν σε τοποθεσίες πολύ μακρινές. Μάλιστα, προκειμένου να αποφύγουν τη βαρύτατη αυτή υποχρέωση, ορισμένοι από αυτούς, όσοι δηλαδή είχαν αυτή τη δυνατότητα, επέλεγαν να καταβάλλουν το 1/3 της συνολικής ποσότητας της δεκάτης (δηλαδή το ποσόν που όφειλαν οι δεκατιστές στο Κράτος για την ενοικίαση του φόρου) σε χρήματα1013.

Ωστόσο, είναι γνωστό ότι η είσπραξη του φόρου αυτού υπήρξε προβληματική καθο λη τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας, κυρίως λόγω προβλημάτων που απέρρεαν από το ίδιο το σύστημα της εκμίσθωσης του φόρου από τους decimari. Δεν είναι λίγες οι φορές κατά τις οποίες οι χωρικοί αδυνατούσαν να πληρώσουν, ενώ είναι γνωστά τα προβλήματα που προέκυπταν κατά την είσπραξη και από την -ενίοτε- χαοτική κατάσταση που επικρατούσε, όπως φαίνεται, στη γραφειοκρατία. Η κατάρτιση ενημερωμένων καταλόγων των οφειλετών και η ανανέωση των στοιχείων δεν ήταν πάντοτε δυνατή, με αποτέλεσμα οι κατάλογοι αυτοί να γεμίζουν με ονόματα ανθρώπων, οι οποίοι είτε είχαν φύγει από τη ζωή είτε είχαν απομακρυνθεί από την

1012 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 572, filza 850, no 94, no 95 καθώς και το συνημμένο αντίγραφο της απόφασης. 1013 Ο Κ. Ντόκος αναφέρεται στη χαρακτηριστική περίπτωση των κατοίκων της περιοχής της Καρύταινας, οι οποίοι υποχρεώνονταν να μεταφέρουν το προϊόν από τα χωριά τους στις δημόσιες σιταποθήκες του Ναυπλίου, και οι οποίοι προκειμένου να αποφύγουν αυτή την ταλαιπωρία επέλεγαν να καταβάλλουν σε χρήματα το 1/3 από τη συνολική αξία της φορολογίας της δεκάτης (δηλαδή το ποσόν που όφειλαν να καταβάλλουν οι δεκατιστές προς το κράτος). Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 259.

342

πελοποννησιακή επικράτεια, καθιστώντας αδύνατο τον εντοπισμό τους και, κατά συνέπεια, και την είσπραξη του φόρου1014.

Τα ζητήματα αυτά επιδίωξαν να αντιμετωπίσουν οι Βενετοί με την τροποποίηση του συστήματος της είσπραξής του, καθιστώντας τις αγροτικές κοινότητες υπεύθυνες για τη συλλογή και την παράδοσή του στους ενοικιαστές της φορολογίας Ο Francesco Grimani έκρινε ότι, με την τροποποίηση αυτή, το κράτος θα ήταν σε θέση να ελέγχει καλύτερα την κατάσταση, διασφαλίζοντας την είσπραξη του φόρου αποκλειστικά προς όφελός του. Ταυτόχρονα, με την καταβολή της δεκάτης στους τόπους της κατοικίας τους, οι υπόχρεοι θα απαλλασσόταν από τις βαρύτατες αγγαρείες που προέκυπταν από την ανάγκη για τη μεταφορά του σιταριού στις κατάλληλα διαμορφωμένες αποθήκες1015.

Η επιστράτευση των χωρικών για την ικανοποίηση των μεταφορικών αναγκών της διοίκησης και του στρατού στην αχανή νέα κτήση, καθώς και η επίταξη των ζώων τους, εκτός από την έκθεση σε ασύλληπτη κακουχία και σε αναρίθμητους κινδύνους για τους ίδιους τους υπόχρεους, σήμαινε και απομάκρυνση από τις αγροτικές τους εργασίες κατά την περίοδο της σποράς και του θερισμού (ιδίως όταν συνέπιπτε με τις μεταφορικές ανάγκες των δραγόνων κατά την ετήσια μετάβασή τους από και προς τους σταθμούς διαχείμασης). Ακόμη σκληρότερη για τον αγροτικό πληθυσμό της υπαίθρου ήταν η επίταξη των ζώων τους, καθώς αυτή, στις περισσότερες περιπτώσεις, σήμαινε και την οριστική απώλειά τους. Δεν θα πρέπει, άλλωστε ,να παραβλέπουμε ότι με τη χρήση των ζώων αυτών οι χωρικοί ήταν σε θέση να πραγματοποιούν όλα τα επιβεβλημένα μακρινά ταξίδια, καλύπτοντας πολλαπλές ανάγκες του βενετικού Δημοσίου: (α) για τη μεταφορά προσώπων, αποσκευών και εγγράφων της διοίκησης· (β) ξυλείας και οικοδομικών υλικών προς τα ναυπηγεία και τα εργοτάξια· (γ) αλεύρων προς τους δημόσιους φούρνους για το ψωμί της φρουράς· (δ) ξυλείας και άχυρου προς τα στρατόπεδα διαχείμασης των δραγόνων, αλλά και σιταριού και κριθαριού στους σταθμούς διαχείμασης, ακόμα και μετά τη μετατροπή της αγγαρείας σε οικονομική. Η επίταξη των ζώων, μεταξύ των άλλων προβλημάτων που δημιουργούσε, συνέβαλλε στη διόγκωση του προβλήματος της έλλειψης αλόγων, και ειδικά των αλόγων ράτσας, στην Πελοπόννησο της εποχής. Η αλόγιστη χρήση τους για τις ανάγκες του στρατού προκάλεσε την αντίδραση των ντόπιων, οι οποίοι, απρόθυμοι πλέον να «θυσιάζουν» τα ζώα τους προς όφελος του Δημοσίου, τήρησαν μία ξεκάθαρα αρνητική στάση

1014 Ντόκος - Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, σ. xiii· A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 53. 1015 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 53.

343

κρύβοντάς τα μέσα στα δάση. Είναι επίσης γνωστό ότι οι χωρικοί, βλέποντας να συνεχίζεται κάθε χρόνο αδιάκοπη η επίταξη των αλόγων τους -και παρά την πληρωμή της αξίας τους από τους Βενετούς- επιδίωξαν να απαλλαγούν από την αγγαρεία διασταυρώνοντας τα με φορτηγά άλογα με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν τελείως τα άλογα ράτσας1016.

Εξίσου δυσβάστακτη υπήρξε η υποχρέωση της παροχής καταλύματος κυρίως στους στρατιώτες και τους δραγόνους και δευτερευόντως στους κρατικούς αξιωματούχους κατά τις περιοδείες τους στο εσωτερικό της χώρας. Είναι ίσως δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς το μέγεθος της επιβάρυνσης που σήμαινε η παρουσία των δραγόνων σε οικισμούς της Πελοποννήσου πριν από τη μετατροπή της αγγαρείας σε οικονομική. Οι χωρικοί, οι οποίοι υποχρεώνονταν να δεχτούν μέσα στις μικροσκοπικές κατοικίες τους, ανάμεσα στα μέλη των οικογενειών, τους άγνωστους στρατιώτες και κρατικούς αξιωματούχους, ένιωθαν ακραία δυσφορία. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν οι γραπτές μαρτυρίες της εποχής, σύμφωνα με τις οποίες οι χωρικοί κατέληγαν να εκδιώκονται από τις εστίες τους, βιώνοντας την πραγματική και κυριολεκτική απώλειά τους. Ο Σύνδικος Gritti στην έκθεσή του περιγράφει την αγγαρεία αυτή και τις συνέπειές της ως τη σκληρότερη δοκιμασία για τους γηγενείς της πελοποννησιακής υπαίθρου, καθώς τους υποχρέωνε να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους αναζητώντας άσυλο σε άλλα κτίσματα πλήρως ακατάλληλα για τη διαβίωσή τους1017.

Επανειλημμένα τονίζονταν τα σημαντικότατα ζητήματα που προέκυπταν από την πολιτική της επίταξης των ιδιωτικών οικιών για τη «φιλοξενία» δραγόνων, στρατιωτών και αξιωματούχων. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες τα «φιλοξενούμενα» πρόσωπα προκαλούσαν σημαντικότατες φθορές στα οικιακά σκεύη, αλλά και στα ίδια τα κτίσματα, τα οποία, καθώς επρόκειτο για ευτελείς και πρόχειρες πλινθόκτιστες κατασκευές, πολύ συχνά καταστρέφονταν ολοσχερώς. Μας είναι γνωστό το παράδειγμα των στρατιωτών, οι οποίοι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το κρύο του χειμώνα, δεν δίσταζαν να κάψουν ακόμα και τα ξύλα που συγκρατούσαν τους τοίχους και την οροφή της οικοδομής, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό την ολική κατάρρευσή της. Το ζήτημα αυτό, εκτός από το σύνδικο Gritti, είχε επισημάνει και ο έκτακτος προβλεπτής Gradenigo το 1692, προτείνοντας τη δημιουργία χειμερινών

1016 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 255. 1017 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 266.

344

στρατοπέδων, κατάλληλων για τη διαχείμαση του ιππικού, προκειμένου να μετριαστεί το βάρος που υπέμεναν οι χωρικοί1018.

Ο θεσμός της αγγαρείας όμως συνοδευόταν από μία σειρά αυθαιρεσιών και κάθε είδους αδικία εις βάρος των υπόχρεων, και μάλιστα σε βαθμό που κατέληγε να είναι πολλαπλά καταπιεστικός. Τακτικότατα οι χωρικοί έπεφταν θύματα της ανελέητης συμπεριφοράς των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι διέθεταν μία, οποιουδήποτε είδους, εξουσία απέναντί τους. Τα μέλη των αστικών κοινοτήτων, οι προεστοί των χωριών, οι διασκορπισμένοι ανά την επικράτεια στρατιώτες, αλλά και τυχαίοι επιτήδειοι και κακοποιοί, οι οποίοι τους εξαπατούσαν με ψεύτικες υποσχέσεις για απαλλαγές και διευκολύνσεις αποσπώντας τους δυσβάστακτα χρηματικά ποσά, συνέτειναν στη δημιουργία αφόρητων συνθηκών διαβίωσης.

Ως παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε τους vecchiardi ή δημογέροντες που, όπως γνωρίζουμε καλά, δεν ήταν παρά πρόσωπα με ελάχιστες εξουσίες, προερχόμενα συνήθως από τα όχι πιο εύπορα μέλη της υπαίθρου, και όργανα -συνήθως- στα χέρια άλλων, ισχυρότερων μελών των τοπικών κοινωνιών. Ωστόσο, το γεγονός ότι η θέση τους τούς επέτρεπε τη συμμετοχή τους στη διαδικασία επιβολής των αγγαρειών, τους έδινε τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται κι εκείνοι, στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό, προς όφελός τους, την αδύναμη θέση στην οποία βρίσκονταν οι υπόλοιποι χωρικοί. Για τη δραστηριότητά τους έκανε νύξη ο γενικός προβλεπτής Antonio Zeno, ο οποίος παρατηρούσε ότι: «Internatomi nel viaggio in molte terre e ville, ne quali hò scoperto essentialissimi disordini provenienti spetialmente dalla troppo lunga attualità de Vecchiardi, con universali reclami de poveri. Hò creduto proprio à loro consolatione dovervi porger li necessarii compensi et instituir quelle regole, che la debolezza mia hà stimato poter riuscire salutare quelli humilio alla suprema auttorità dell’ Eccellentissimo Senato; perche con sicuri conferenti al bisogno, si degni avvalorarli con la sua approvatione così pure altro decreto in materia delle Camere, nelle quali vi si richiede una lunga, et essatta applicatione per riddurle al buon’ ordine»1019.

Πολύ περισσότερες όμως είναι οι αναφορές για τη στάση που τήρησαν οι, έφιπποι κυρίως, στρατιώτες, οι οποίοι, με τη σχεδόν αδιάλειπτη παρουσία τους στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, αποτελούσαν μία μόνιμη πηγή δυστυχίας για τους υπόχρεους στην αγγαρεία. Πέρα από την κατάχρηση της περιουσίας των ντόπιων κατά τη διάρκεια της «φιλοξενίας» στο εσωτερικό των σπιτιών τους, οι στρατιώτες

1018 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 266-267. 1019 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 567, filza 844, no 39.

345

γενικότερα στρέφονταν, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, προς τους χωρικούς για την κάλυψη οποιασδήποτε ανάγκης ή και επιθυμίας τους. Κατά τα φαινόμενα, σημαντικό ζήτημα είχε προκύψει το Μάιο του 1698, μία περίοδο κατά την οποία η κτήση αντιμετώπιζε οικονομικό έλλειμμα τόσο σοβαρό, ώστε ο στρατός να έχει παραμείνει απλήρωτος για μεγάλο διάστημα. Στην περίπτωση εκείνη, οι στρατιώτες που βρίσκονταν στην περιοχή του Ισθμού, αντιμετωπίζοντας σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης, επιδόθηκαν σε ληστείες και άλλες εγκληματικές ενέργειες εναντίον του ντόπιου πληθυσμού, ενώ δεν δίσταζαν ακόμη και να οργανώνονται ή να εντάσσονται σε συμμορίες εγκληματιών ενισχύοντας τη δράση τους.1020

Ακόμα όμως και μετά τη μετατροπή της αγγαρείας της παροχής καταλύματος στα μισθοφορικά σώματα των δραγόνων σε οικονομική, αλλά και μετά την απομάκρυνση των ξένων στρατιωτών από τις οικίες τους, οι χωρικοί δεν έπαψαν να πέφτουν θύματα κάθε είδους αυθαιρεσίας. Οι ίδιοι οι Βενετοί προβλεπτές, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, χρησιμοποιούσαν σκληρότατες εκφράσεις για να περιγράψουν το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά που επιδείκνυαν οι δραγόνοι, κάνοντας λόγο για ακολασία (licentiosità), ελευθεριότητα (libertinaggio) και κακοήθεια (malizia). Πράγματι, στρατιώτες και αξιωματικοί των έφιππων σωμάτων καταδυνάστευαν με την παρουσία τους τούς χωρικούς με κάθε δυνατό τρόπο, προκειμένου να αποσπούν οφέλη για τον εαυτό τους. Είναι βέβαιο ότι διαπράττονταν παρατυπίες κατά την είσπραξη των χρημάτων της οικονομικής αγγαρείας. Οι αξιωματικοί, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη διαδικασία, αποσπούσαν από τους χωρικούς -για προσωπικό τους όφελος- χρηματικά ποσά πέραν αυτών που είχαν οριστεί από το Δημόσιο, ενώ συχνά αναλάμβαναν την πρωτοβουλία, χωρίς να τους έχει ανατεθεί αυτή η αρμοδιότητα από το κράτος, να μετατρέπουν σε οικονομικές ορισμένες από τις αγγαρείες που παρέμεναν προσωπικές1021.

Ακόμα και οι απλοί στρατιώτες όμως είχαν την ευκαιρία να εκμεταλλεύονται τους χωρικούς κατά τη βούλησή τους. Σε αυτό, σύμφωνα με μαρτυρίες του γενικού προβλεπτή των όπλων Giacomo da Mosto, φαίνεται ότι συνέβαλε ο διασκορπισμός τους σε διαφορετικούς οικισμούς και τοποθεσίες, καθώς έτσι, μακριά από τον έλεγχο των αξιωματικών, αλλά και με αφορμή τις αρμοδιότητές τους και τα καθήκοντά τους για την τήρηση της εσωτερική τάξης, είχαν τη δυνατότητα να διαπράττουν οι ίδιοι αυθαιρεσίες ακόμα και να βιαιοπραγούν εις βάρος των χωρικών1022. Μαρτυρείται

1020 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 7. 1021 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 573, filza 852, no 2. 1022 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 572, filza 851, no 8 και no xviii.

346

επιπροσθέτως ότι συχνά τους υποχρέωναν να καταβάλλουν χρήματα, σιτάρι, κριθάρι, άχυρο, ξυλεία ακόμα και για δραγόνους οι οποίοι είχαν πάψει από καιρό να υπηρετούν στο σώμα1023.

Μία από τις αγγαρείες που άφηνε τους υπόχρεους εκτεθειμένους σε εξαιρετικά μεγάλες αυθαιρεσίες, ήταν εκείνη της συμμετοχής στα έργα της Κορίνθου. Πολύ πριν αρχίσουν οι Βενετοί να μετατρέπουν τις προσωπικές αγγαρείες σε οικονομικές, οι χωρικοί δέχονταν και πολύ συχνά επιζητούσαν και οι ίδιοι την εξαγορά της οφειλόμενης αγγαρείας. Επειδή κάτι τέτοιο δεν ήταν ακόμη θεσμοθετημένο, είναι σαφές πως επρόκειτο για μία παράνομη πρακτική, η οποία τους άφηνε έκθετους στην απληστία και στις ληστρικές διαθέσεις των προεστών των χωριών αλλά και άλλων προσώπων με προσβάσεις στην εξουσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1691, την περίοδο κατά την οποία συγκεντρώνονταν άνθρωποι και ζώα για συμμετοχή στις εργασίες της Κορίνθου, παρατηρήθηκε από τις Αρχές παράνομη απόσπαση μεγάλων χρηματικών ποσών από τους χωρικούς οι οποίοι ήλπιζαν ότι με τον τρόπο αυτό θα κατόρθωναν να εξαιρεθούν από την επαχθή επιβάρυνση. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, ο γενικός προβλεπτής Antonio Zeno, με διάταγμα που ρύθμιζε την εκλογή και τα καθήκοντα των δημογερόντων, όριζε ότι θα έπρεπε «να σταματήσει η καταραμένη πρωτοβουλία να εισπράττονται υπέρογκα χρηματικά ποσά, η οποία είχε τόσο διαδοθεί με αποτέλεσμα να καταπιέζονται και να καταστρέφονται οι φτωχοί» σε κάθε περίπωση αγγαρείας προς το Δημόσιο. Επιπλέον, ο ίδιος προβλεπτής διέταξε τους δημογέροντες «να συγκεντρώσουν χωρίς χρονοτριβή τα εισπραχθέντα ποσά και να τα επιστρέψουν στο ακέραιο σε εκείνους από τους οποίους άδικα και παράνομα είχαν αποσπασθεί». Παρά τις προσπάθειες όμως του Antonio Zeno, η ίδια παράνομη είσπραξη σημειώθηκε και τον επόμενο χρόνο και, όπως σημείωνε ο ίδιος, το 1692 ενήργησε εκ νέου ώστε να επιστραφούν «από τους δημογέροντες» σεβαστά χρηματικά ποσά που εισπράχθηκαν με δολιότητα κατά τη συγκέντρωση των υπόχρεων στην αγγαρεία της Κορίνθου»1024.

Κάποιες από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι υπόχρεοι στην αγγαρεία χωρικοί θίγονται στις πρεσβείες - εκκλήσεις τις οποίες είχαν αποστείλει προς την κεντρική διοίκηση παρακαλώντας να ληφθούν μέτρα για την ελάφρυνσή ή την απαλλαγή τους από κάποια από τα βάρη των αγγαρειών. Είναι γνωστές οι επιστολές, οι οποίες εντοπίζονται στο αρχείο Grimani (οκτώ συνολικά στον αριθμό) και οι οποίες

1023 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 572, filza 851, no 30. 1024 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 263-264.

347

υποβλήθηκαν κατά την περίοδο από τον Απρίλιο του 1698 έως το Μάρτιο του 16991025. Ο Γεώργιος Νικολάου παρατηρεί ότι οι εκκλήσεις αυτές, ως προς τη δομή και το ύφος, είναι δυσανάγνωστες, αλλά τυπικές της περιόδου που συντάχθηκαν και ότι χαρακτηρίζονται από το έντονα παρακλητικό και κολακευτικό προς τον Grimani και τη βενετική εξουσία ύφος. Συνήθως, την προσφώνηση προς τον προβλεπτή ακολουθούσε η αναφορά στην επιβολή των αγγαρειών και η περιγραφή των ζητημάτων που προέκυπταν για τις αγροτικές κοινωνίες. Οι συντάκτες των επιστολών δεν παρέλειπαν να προτείνουν μέτρα που θα μπορούσαν, κατά τη γνώμη τους, να αντικαταστήσουν το σύστημα που ακολουθούσαν οι βενετικές Αρχές και να συμβάλουν σε μία πιο δίκαιη κατανομή του υπέρμετρου βάρους, συμβάλλοντας έτσι και στην ελάφρυνση και στη βελτίωση της διαβίωσης του πληθυσμού της υπαίθρου. Τις προτάσεις αυτές ακολουθούσαν ευχές και το κείμενο των εκκλήσεων υπογραφόταν από τους προεστούς των χωριών, στους οποίους η βενετική διοίκηση είχε αναθέσει και την κατάρτιση των καταλόγων της αγγαρείας.1026

Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους οι εκκλήσεις αυτές αφορούν στο ζήτημα της αγγάρευσης για τα έργα της Κορίνθου κατά την περίοδο προτού η αγγαρεία αυτή μετατραπεί σε οικονομική. Όπως είδαμε, επρόκειτο για μία υποχρέωση εξαιρετικά επαχθή και το περιεχόμενο των επιστολών επιβεβαιώνει -και από την πλευρά του αγροτικού πληθυσμού- τα ζητήματα που είχαν εντοπίσει (και ανέφεραν αρκετά συχνά στην αλληλογραφία και στις εκθέσεις τους ) οι Βενετοί αξιωματούχοι και διοικητές της Πελοποννήσου. Τα κυριότερα από αυτά που θίγονταν στις εκκλήσεις ήταν:

- Η απομάκρυνση των χωρικών - γεωργών από τις εστίες τους για σημαντικό χρονικό διάστημα, το οποίο πολλές φορές συνέπιπτε με τη χρονική περίοδο της σποράς και του θερισμού, τους υποχρέωνε να απομακρύνονται και από τις σημαντικότατες για την επιβίωσή τους αγροτικές εργασίες. - Οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης και εργασίας στο εργοτάξιο, ιδίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα οπότε και αρρώσταιναν πολλοί από τους αγγαρευόμενους. Γίνεται και μία ακόμη σαφής αναφορά στους θανάτους που σημειώνονταν, οι οποίοι, στις δεδομένες περιστάσεις, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν σπάνιο φαινόμενο.

1025 Νικολάου, «Εκκλήσεις Πελοποννησίων προς τον γενικό προβλεπτή Francesco Grimani για την απαλλαγή από αγγαρείες (1698/99)», σ. 257-288. 1026 Νικολάου, «Εκκλήσεις Πελοποννησίων», σ.261.

348

Εντύπωση, επίσης, μας προκαλεί το γεγονός ότι σε δύο από τις λιγοστές εκκλήσεις που διασώζονται, γίνεται αναφορά στην αγγαρεία της φύλαξης των ακτών για την οποία, όπως είδαμε, οι γνώσεις μας από τις πηγές είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Πρόκειται για τις πρεσβείες των κατοίκων του territorio της Κορώνης καθώς και εκείνης των κατοίκων της περιοχής των Φιλιατρών1027, ενώ οι κάτοικοι της Πελοποννήσου διαμαρτυρήθηκαν και για άλλα ζητήματα που σχετίζονταν με την αγγαρεία στις αλυκές1028 αλλά και με τη φιλοξενία των δραγόνων1029.

Είναι γεγονός ότι η βενετική διοίκηση της Πελοποννήσου, αντιλαμβανόμενη την υπέρμετρη δυσκολία που βίωναν οι χωρικοί, αναγνώριζε τα ζητήματα που είχαν προκύψει και αναζητούσε τρόπους με σκοπό να βελτιώσει τη διαβίωση των κοινωνιών της υπαίθρου, μετριάζοντας τα βάρη που προέκυπταν τόσο από τη νόμιμη και θεσμοθετημένη αγγαρεία όσο και από το πλήθος των αυθαιρεσιών που σχετίζονταν με αυτή. Για παράδειγμα, ο έκτακτος προβλεπτής Gradenigo το 1692 τόνιζε την ανάγκη για την οργάνωση χειμερινών στρατοπέδων και καταλυμάτων κατάλληλων για τη διαμονή του μισθοφορικού σώματος των δραγόνων, προκειμένου να πάψουν να επιβαρύνουν τους ντόπιους με τη διαμονή τους στο εσωτερικό των σπιτιών τους. Λίγο αργότερα, το 1694, ο γενικός προβλεπτής των όπλων Emo καθόρισε ότι το ύψος της συνολικής προσφοράς κάθε οικισμού σε ζωοτροφή θα έπρεπε να είναι ανάλογο με την έκταση των γαιών του και έδωσε την εντολή για την κατασκευή κατάλληλων χώρων (αχυροκαλύβες) για τη φύλαξη του χόρτου, ώστε να αποφεύγεται η καταστροφή της ζωοτροφής που υφίσταντο οι χωρικοί από τους στρατιώτες οι οποίοι διέτρεχαν την ύπαιθρο προκειμένου να συλλέξουν χόρτα1030.

Ωστόσο, η συμπάθεια και το «πατρικό», όπως χαρακτηριζόταν συχνά, αυτό ενδιαφέρον δεν μπορεί παρά να είχε και άλλες αιτίες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι προτεραιότητα της Βενετίας υπήρξε η οικονομική εκμετάλλευση της νέας της κτήσης και, κατά συνέπεια, η αύξηση της αγροτικής παραγωγής, για την οποία προφανώς και ήταν σε άμεση και αποκλειστική εξάρτηση από τα αγροτικά στρώματα, τα οποία με τις πρόσθετες επιβαρύνσεις που υφίσταντο, ήταν δύσκολο έως αδύνατον να αποδώσουν στο μέγιστο, ακόμα κι αν το ήθελαν. Επιπλέον, οι Βενετοί κυρίαρχοι βασίζονταν ουσιαστικά στον ντόπιο πληθυσμό για την κάλυψη ζωτικών αμυντικών αναγκών μέσω του συστήματος της αγγαρείας, και μάλιστα σε μία περίοδο κατά την οποία, ενώ ο

1027 Νικολάου, «Εκκλήσεις Πελοποννησίων», σ. 269 και 277-279. 1028 Νικολάου, «Εκκλήσεις Πελοποννησίων», σ. 269 και 278. 1029 Νικολάου, «Εκκλήσεις Πελοποννησίων», σ. 268. 1030 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 266-267.

349

οθωμανικός κίνδυνος ήταν συνεχής, τα οικονομικά του κράτους δεν ήταν στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Κατά συνέπεια, οι διοικητές της Πελοποννήσου γνώριζαν ότι όφειλαν να λάβουν υπόψη τα παράπονα των υπόχρεων, έστω σε κάποιο βαθμό, προκειμένου να καταστεί δυνατή η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Επιπλέον, επιδίωκαν να θέσουν όρια στις αυθαιρεσίες διότι αυτές δεν έπλητταν μοναχά το ντόπιο στοιχείο, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα το ίδιο το βενετικό κράτος, το οποίο, με τις απάτες και τις καταχρήσεις εις βάρος των αγροτών, έβλεπε να χάνονται τα εργατικά χέρια για τη γη, οι πολύτιμες υπηρεσίες των αγγαρευομένων, αλλά, την ίδια στιγμή, και τα απολύτως αναγκαία έσοδα για το Δημόσιο Ταμείο.

Παρά το γεγονός ότι η εξάρτηση του βενετικού κράτους από τα αγροτικά στρώματα της υπαίθρου, τόσο για την κάλυψη των αμυντικών αναγκών όσο και για την επίτευξη των οικονομικών του επιδιώξεων, ήταν μεγάλη, η αλήθεια είναι ότι τα περιθώρια για οποιαδήποτε σημαντική αντίδραση από την πλευρά των κατακτημένων (και κοινωνικά και οικονομικά εξαθλιωμένων αγροτικών στρωμάτων) ήταν περιορισμένα. Οι ειδήσεις για ενέργειες αυτού του είδους είναι περιορισμένες. Θα μπορούσε όμως στο σημείο αυτό να γίνει μνεία στα γεγονότα της 10ης Οκτωβρίου του 1698, όταν στις αλυκές του Θερμησίου πραγματοποιήθηκε από τους αγγαρευόμενους η στάση εκείνη, η οποία έλαβε τελικά κάποια χαρακτηριστικά πραγματικής εξέγερσης. Θυμίζουμε ότι ξεκίνησε με την άρνηση των χωρικών να εισέλθουν για εργασία στο χώρο της αλυκής και εξελίχθηκε σε γενικευμένη ένταση μεταξύ των αγγαρικών εκείνων που είχαν στασιάσει και εκείνων που δέχθηκαν να εργαστούν. Οι Βενετοί αξιωματούχοι απέδωσαν τις ενέργειες αυτές στη δράση ορισμένων δημογερόντων και άλλων μελών της τοπικής κοινωνίας, τα οποία επιδίωκαν, κατά τη γνώμη τους, να στρέψουν το ντόπιο πληθυσμό εναντίον τους. Οι Βενετοί δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν τους δραγόνους εναντίον των στασιαστών, ενώ οι υπαίτιοι των γεγονότων συνελήφθησαν με σκοπό την αποστολή τους στη Βενετία, όπου τους περίμενε παραδειγματική τιμωρία. Η προσπάθεια αυτή καταπνίγηκε και οι χωρικοί επέστρεψαν στις εργασίες τους.1031

Αυτό που συνήθως συνέβαινε στην Πελοπόννησο, όπως άλλωστε και νωρίτερα στην Κύπρο, στην Κρήτη και στις υπόλοιπες κτήσεις της Βενετίας στην ελληνόφωνη Ανατολή, ήταν ότι οι συνεχείς αξιώσεις του κράτους από τους γηγενείς εξωθούσε τους τελευταίους στην εγκατάλειψη των εστιών τους και στη φυγή είτε εκτός Πελοποννήσου (σε εχθρικές και υπό οθωμανική κυριαρχία περιοχές)1032 είτε σε σημεία ορεινά και δυσπρόσιτα όπου θα ήταν δύσκολος, εάν όχι ακατόρθωτος, ο εντοπισμός

1031 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 377r-378v. 1032 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 16.

350

τους από τις Αρχές1033. Δεν είναι λίγες οι φορές κατά τις οποίες το κράτος καταδίωκε όσους απέφευγαν την εργασία -χρησιμοποιώντας, όπως είδαμε, και τους δραγόνους1034- ενώ λάμβανε ειδικά μέτρα, με σκοπό να περιορίσει τη μετακίνηση του πληθυσμού προς τις ακτές της Ρούμελης1035.

Από την τακτική της φυγής, έβγαινε σαφέστατα ζημιωμένο το βενετικό Δημόσιο, το οποίο βρισκόταν αντιμέτωπο με συχνές καθυστερήσεις στα έργα, ενώ οι επιδιώξεις του δεν εξελίσσονταν με τον επιθυμητό ρυθμό και οι αμυντικές τους ανάγκες δεν καλύπτονταν κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Την πραγματικότητα αυτή φαίνεται πως είχαν αντιληφθεί οι κάτοικοι του territorio της Αρκαδιάς,1036 καθώς και εκείνοι του territorio του Φαναρίου, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το σημαντικό αυτό θέμα ως επιχείρημα, προκειμένου να επιτύχουν τις δικές τους επιδιώξεις. Ξεκινούσαν τις εκκλήσεις τους λέγοντας: «Επιδιτις βλεπομεν εμις η κατικι του ναχαγιε του φαναριου πος η ανθροπι που βρανομε δια να στίλομε πασα μινα στα χαντακια τις Κορινθου γιρεβουνε να ηνε πλερομενι στό σοστό και επιτα ό δεν παγιενουνε ό φεβγουνε αφοντις φτασουνε διχος αφεντικι δουλεψι με εδικιμας ζυμια». Χρησιμοποιούσαν, δηλαδή, το επιχείρημα αυτό, προκειμένου να πείσουν τους Βενετούς ότι θα ήταν πιο γόνιμο για το ίδιο το βενετικό κράτος η αγγαρεία αυτή να μετατραπεί από προσωπική σε οικονομική. Τόνιζαν ότι με τον τρόπο αυτό, θα ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα χρήματα για την πρόσληψη εργατικού δυναμικού, όχι μόνο πρόθυμου να εργαστεί, αλλά και κατάλληλου για τις ιδιαίτερα απαιτητικές συνθήκες που επικρατούσαν στα έργα της Κορίνθου.1037

Το πρόβλημα της φυγής των χωρικών ήταν εκτεταμένο και οι γενικοί προβλεπτές της Πελοποννήσου από νωρίς το είχαν συνδυάσει με την επιβολή της αγγαρείας, την οποία θεωρούσαν μία από τις κύριες αιτίες του φαινομένου. Είναι χαρακτηριστικές οι περιγραφές του γενικού προβλεπτή Agostino Sagredo, ο οποίος το 1696 επεδίωξε να συγκεντρώσει ζώα και ανθρώπους για μεταφορές, αλλά αυτό κατέστη σχεδόν αδύνατο, εφόσον ένας μεγάλος αριθμός υπόχρεων διέφυγε σε δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές και βρήκε καταφύγιο στα πυκνά δάση. Δύο χρόνια αργότερα, ο Francesco Grimani επισήμανε ότι η φυγή αυτή είχε λάβει τα χαρακτηριστικά μόνιμης μετακίνησης με κύριο

1033 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 5. 1034 A.S.V., Grimani dai Servi, b. 32, fasc. 85, f. 377r-378v. 1035Ντόκος, Η Στερεά Ελλάς κατά τον ενετοτουρκικόν πόλεμον (1684-1699) και ο Σαλώνων Φιλόθεος, σ. 101-103, 111-115· Μάλλιαρης, Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο (1687-1715): γη, πληθυσμοί, κοινωνία στη Β.Δ. Πελοπόννησο, σ. 61-70. 1036 Νικολάου, «Εκκλήσεις Πελοποννησίων», σ. 280-281. 1037 Νικολάου, «Εκκλήσεις Πελοποννησίων», σ. 281-282.

351

σκοπό την αποφυγή των επιβεβλημένων αγγαρειών, από τη στιγμή που οι υπόχρεοι είχαν εγκαταλείψει οριστικά τους παλιούς τόπους κατοικίας τους1038. Με τα βάρη της αγγαρείας συνέδεε την απομάκρυνση από την Πελοπόννησο και κάποιων από τους Ρουμελιώτες εποίκους, οι οποίοι, μη έχοντας αποκτήσει εκτάσεις γης, παρέμεναν σε χαμηλό κοινωνικό επίπεδο, επιβαρυνόμενοι από όλων των ειδών τις αγγαρείες1039.

Κατά τα φαινόμενα, το ζήτημα της φυγής υπήρξε αρκετά σοβαρό ώστε οι Βενετοί προβλεπτές να το λάβουν υπόψη τους και, ακολούθως, να αναζητήσουν λύσεις για τον περιορισμό του. Τα μέτρα, τα οποία λαμβάνονταν κατά καιρούς, δεν απέβλεπαν βέβαια αποκλειστικά στην ελάφρυνση από τις υπερβολικές επιβαρύνσεις, αλλά ούτε μόνο στην πάταξη των αυθαιρεσιών που διαπράττονταν εις βάρος των χωρικών. Είναι γνωστό ότι δεν έλειψαν οι περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το κράτος έλαβε τα μέτρα του εναντίον και των ίδιων των χωρικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Απρίλιο του 1698, πριν από τη θεσμοθέτηση της οικονομικής αγγαρείας του acquartieramento, δηλαδή την περίοδο εκείνη κατά την οποία οι ντόπιοι καταπιέζονταν από παρουσία των στρατιωτών μέσα στα σπίτια τους και εγκατέλειπαν τα χωριά τους προκειμένου να εγκατασταθούν στις πιο απομακρυσμένες ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου, ο Francesco Grimani αναγνώριζε ότι οι ντόπιοι εξαναγκάζονταν, ουσιαστικά, να το πράξουν, εξαιτίας της συμπεριφοράς των ξένων μισθοφόρων στρατιωτών: «…li soldati, massime esteri, con danni considerabili, e lasciando dirrocar con malitiosa incuria li paesani, i quali in vece di habitar come prima uniti, e come è di servitio, per augmentar le popolationi, e la cultura, hanno abbandonato i loro antichi nidi, et alcuni spargendosi quà, e là ne recessi più nascosti, e remoti. Mottivi per i quali come hò in qualche luogo fatto rissarcir I danni inferiti da Soldati…». Εξαιτίας, δηλαδή, της παρουσίας και της συμπεριφοράς των στρατιωτών στην ενδοχώρα, θίγονταν τα συμφέροντα των κυριάρχων, οι οποίοι έβλεπαν την ύπαιθρο να ερημώνει και μεγάλες εκτάσεις γαιών να παραμένουν ανεκμετάλλευτες. Ωστόσο, ενώ θα περίμενε κανείς ο Grimani να λάβει μέτρα για τον περιορισμό της αυθαίρετης συμπεριφοράς των μισθοφόρων, εκείνος επέβαλε μέτρα τα οποία απέβλεπαν στον έλεγχο και στον περιορισμό των μετακινήσεων των χωρικών. Ορίστηκε λοιπόν ότι οι τελευταίοι δεν είχαν το δικαίωμα να απομακρύνονται από τον τόπο της κατοικίας τους χωρίς πρώτα να έχουν λάβει ειδική άδεια για το σκοπό αυτό «per frenar in avenire il disordine, e pregiuditii, che rillevantissimi rissultano al Publico interesse»1040.

1038 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 262. 1039 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 23. 1040 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 5.

352

Σύντομα ξεκίνησε η μετατροπή των αγγαρειών από προσωπικές σε οικονομικές και, είναι εμφανές ότι, το ζήτημα της φυγής των χωρικών, η συνακόλουθη απειλή της εγκατάλειψης της υπαίθρου, καθώς και η αναποτελεσματικότητα στην επίτευξη στόχων βασικών για το βενετικό κράτος ήταν κάποιες από τις κύριες αιτίες. Μία άλλη βασική παράμετρος φαίνεται ότι υπήρξε η οικονομική δυσπραγία στην οποία είχε περιέλθει η κτήση την περίοδο του Grimani. Οι περιγραφές του προβλεπτή προς την κεντρική διοίκηση ήταν δραματικές: οι στρατιώτες παρέμεναν απλήρωτοι για μεγάλο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να μειώνεται η ισχύς των σωμάτων τη στιγμή που εκείνη του εχθρού ενισχυόταν. Ταυτόχρονα, οι απλήρωτοι στρατιώτες, εξαγριωμένοι και μην έχοντας τα απαραίτητα για τη διαβίωσή τους, διατάρασσαν τη ζωή και την καθημερινότητα των ντόπιων στο εσωτερικό της Πελοποννήσου επιδιδόμενοι σε κλοπές και άλλες εγκληματικές ενέργειες1041. Έτσι, με τη μετατροπή όλων των αγγαρειών, οι οποίες σχετίζονταν με την παρουσία των έφιππων μισθοφορικών σωμάτων στην Πελοπόννησο σε οικονομικές καταβολές, το κράτος αποσκοπούσε (α) στην άμεση αντιμετώπιση των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που είχαν προκύψει από τις μακροχρόνιες βενετο-οθωμανικές διενέξεις· (β) στην προώθηση των οικονομικών συμφερόντων του μέσω της ενίσχυσης της αγροτικής εργασίας των χωρικών· (γ) στην κάλυψη τρεχουσών αμυντικών αναγκών και, (δ) στην ανακούφιση του ντόπιου πληθυσμού.1042

Αντιστοίχως, και η πορεία των έργων της Κορίνθου δεν ήταν χωρίς προβλήματα. Τα μεγαλεπήβολα και μακρόπνοα αυτά σχέδια για την αμυντική θωράκιση της περιοχής θεωρούνταν εξαιρετικά επιβαρυντικά για τα οικονομικά της κτήσης και, στην περίπτωση αυτή, το σύστημα της προσωπικής αγγαρείας κρινόταν ως μη αποτελεσματικό. Ένας μεγάλος αριθμός των υπόχρεων διέφευγε, ενώ για όσους τελικά εμφανίζονταν και συμμετείχαν στις εργασίες, το κόστος για τη γαλέτα και για την ημερήσια αποζημίωση ήταν αρκετό ώστε το Δημόσιο να βγαίνει ζημιωμένο1043. Η μετατροπή της αγγαρείας της Κορίνθου σε οικονομική, επιβλήθηκε αρχικά για διάστημα ενός έτους και μόνο. Οι vecchiardi αποδέχθηκαν την πρόταση της μετατροπής σε οικονομική αγγαρεία· με τον τρόπο αυτό, το κράτος διασφάλιζε ότι και οι 600 υπόχρεοι για εργασία στην Κόρινθο (από τους οποίους, όπως παρατηρούσε ο Francesco Grimani, δεν παρουσιάζονταν για χειρωνακτική εργασία ούτε οι μισοί) θα υποχρεώνονταν να φανούν συνεπείς στις οικονομικές υποχρεώσεις τους προς το

1041 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 7. 1042 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 38. 1043 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 7.

353

κράτος. Οι αγγαρικοί είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν αν θα λάβουν μέρος στις εργασίες παρέχοντας υπηρεσία (προσωπική αγγαρεία) ή αν θα την εξαγοράσουν καταβάλλοντας έξι ρεάλια μηνιαίως. Οι vecchiardi των χωριών καθίσταντο υπεύθυνοι για τον έλεγχο της διαδικασίας, ώστε να μην μπορέσουν με κανέναν τρόπο να αποφύγουν την αγγαρεία πετυχαίνοντας κάποια εξαίρεση χωρικοί που δεν το δικαιούνταν. Από το μέτρο εξαιρούνταν μόνο όσοι εργάζονταν στις αλυκές ή στην κοπή και μεταφορά της ξυλείας και όσοι ήταν μέλη των κοινοτικών σωμάτων. Τα 3.600 ρεάλια το μήνα και τα 28.800 ρεάλια σε σύνολο, τα οποία αναμενόταν να εισπραχθούν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Francesco Grimani, θα αποτελούσαν ένα σημαντικό έσοδο για το Δημόσιο Ταμείο και για την προώθηση των σκοπών της Βενετίας στην Πελοπόννησο, ενώ αποδείχθηκε ότι οι εξειδικευμένοι Ρουμελιώτες χτίστες ήταν κατά πολύ αποτελεσματικότεροι στην εργασία τους και σαφώς καταλληλότεροι για τα απαιτητικά έργα της Κορίνθου σε σύγκριση με τους απρόθυμους χωρικούς.1044

Παρά τις καλές προθέσεις, στο βαθμό που αυτές υπήρξαν, των Βενετών κυριάρχων, η μετατροπή του συστήματος της αγγαρείας από προσωπική σε οικονομική κάθε άλλο παρά έθεσε τέλος στην αδικία εις βάρος των υπόχρεων χωρικών. Είναι γεγονός ότι ο ντόπιος αγροτικός πληθυσμός επιβαρύνθηκε υπέρμετρα από την επιβολή της οικονομικής αγγαρείας και αυτό υπήρξε αποτέλεσμα συγκεκριμένων παραγόντων:

(α) Οι συσσωρευμένες οικονομικές απαιτήσεις. Καθώς οι αγγαρείες, η μία μετά την άλλη, μετατρέπονταν σταδιακά από προσωπικές σε οικονομικές, αποδυναμώνονταν οικονομικά τόσο οι υπόχρεοι όσο και η οικονομική ζωή της Πελοποννήσου γενικότερα. Ενδεικτικότατη της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί, είναι η κριτική που άσκησε ο προβλεπτής Emo στην εκτεταμένη εφαρμογή του συστήματος της οικονομικής αγγαρείας, ο οποίος θεωρούσε ότι η πρακτική αυτή ήταν κάθε άλλο παρά ορθή επιλογή για την άσκηση της διοίκησης στην Πελοπόννησο. Με σκληρές εκφράσεις, διατύπωσε την πλήρη αντίθεσή του γράφοντας χαρακτηριστικά ότι «τα έργα της Κορίνθου ισχυροποίησαν τα σύνορα αλλά εξασθένησαν το εσωτερικό της χώρας»1045 και εκφράζοντας με σαφήνεια τη γνώμη του ότι οι «καταραμένοι χειρισμοί» που ακολούθησε η βενετική διοίκηση στο ζήτημα της αγγαρείας ήταν μία από τις κύριες

1044 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 7. 1045 Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι», σ. 651 (Relazione del Nobil Huomo Angelo Emo ritornato di Provveditor general in Morea)

354

αιτίες της οικονομικής καταστροφής που βίωνε η χώρα κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του.1046

(β) Η μεγαλύτερη αδικία όσον αφορά στο σύστημα της οικονομικής αγγαρείας είχε σχέση με την αυθαίρετη επιβολή της αποκλειστικά και μόνο στον αγροτικό πληθυσμό της υπαίθρου. Δηλαδή, παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές αγγαρείες θεωρητικά αφορούσαν και στο λεγόμενο «αστικό» πληθυσμό, δηλαδή στα μέλη των κοινοτήτων αλλά και στους κατοίκους των πόλεων, στην πράξη το σημαντικό αυτό μέρος του πληθυσμού εξαιρέθηκε κατά τρόπο παράτυπο και καταχρηστικό από το μέτρο της αγγαρείας και αυτή ήταν ίσως η πιο εκτεταμένη και πιο συστηματική αδικία που υπέστησαν, ιδίως τα πιο αδύναμα από κοινωνική και οικονομική άποψη μέλη των τοπικών κοινωνιών. Ο προβλεπτής Sagredo, στο διάταγμά του, το οποίο εξέδωσε με σκοπό να επιφέρει βελτιώσεις στη διαβίωση των χωρικών, έκανε λόγο για «συμπαιγνίες» και «δόλια τεχνάσματα» των συνδίκων εις βάρος των υπόχρεων κατά τη διαδικασία της κατανομής των αγγαρειών1047.

(γ) Το πρόβλημα παρουσιαζόταν στην Πελοπόννησο εξαιρετικά διογκωμένο, καθώς ο αριθμός των μελών των αστικών κοινοτήτων ήταν υπερβολικά μεγάλος. Όπως είδαμε, η Πελοπόννησος έφτασε σταδιακά να αριθμεί ένα σημαντικό αριθμό αστικών κοινοτήτων, ενώ με διάφορους τρόπους αυξάνονταν συνεχώς και τα μέλη των σωμάτων αυτών1048. Ο προβλεπτής Emo ανέφερε ότι «ogni castello, quasi ogni terrra trovò mezzi per erriggersi in Republica tutto consacrando alla propria ambitione i pochi e rozzi suoi habitatori» παρατηρώντας ότι το φαινόμενο είχε λάβει στην εποχή του ακραίες διαστάσεις. Επιπλέον, είχε ως αποτέλεσμα οι οικονομικές αγγαρείες να επιβαρύνουν δυσανάλογα τις ενδεέστερες κατηγορίες της υπαίθρου1049.

(δ) Το ζήτημα όμως έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις με την εξαίρεση από την οικονομική αγγαρεία ενός σημαντικού μέρους του αγροτικού πληθυσμού, δηλαδή των χωρικών εκείνων που υπάγονταν στα κτήματα των συνδίκων, καθώς και άλλων προσώπων που είχαν υπό την προστασία τους. Είχε δημιουργηθεί με αυτόν τον τρόπο μία εξαιρετικά ιδιόρρυθμη, αλλά και άδικη κατάσταση κατά την οποία άνθρωποι της ίδιας κοινωνικής θέσης και προέλευσης είχαν διαφορετική αντιμετώπιση και

1046 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 265. 1047 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 276. 1048Παπαδία - Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.): μια συνθετική προσέγγιση, σ. 476· Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 244. 1049 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 278· Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 265-266.

355

διαφορετικές υποχρεώσεις προς το κράτος. Στην πρακτική αυτή απέδιδε ο Grimani τη μείωση του αριθμού των κατοίκων ορισμένων οικισμών και την παράλληλη, σχεδόν μαζική, μετακίνησή τους προς άλλους οικισμούς, οι οποίοι, κάτω από την προστασία συγκεκριμένων προσώπων, ήταν απαλλαγμένοι από τις οικονομικές αγγαρείες. Η ζημία για το βενετικό Δημόσιο ήταν πολλαπλή: (α) οι εναπομείναντες στα δημόσια κτήματα χωρικοί επιβαρύνονταν υπέρμετρα με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να φανούν συνεπείς απέναντι στο Δημόσιο· (β) οι ζωτικές ανάγκες του κράτους δεν καλύπτονταν στο ακέραιό τους μέσω του συστήματος της αγγαρείας· (γ) τα δημόσια κτήματα παρέμεναν χωρίς καλλιεργητές και, κατά συνέπεια, αναξιοποίητα σε μεγάλο βαθμό· (δ) η άνιση αντιμετώπιση ίσων κοινωνικά ανθρώπων συνέτεινε στη δημιουργία κοινωνικών ανισοτήτων μέσα στο σώμα του αγροτικού πληθυσμού1050.

Τα φαινόμενα αυτά προβλημάτισαν κατά καιρούς τη βενετική διοίκηση, η οποία αναζήτησε λύση με σκοπό τον περιορισμό της εκδήλωσής τους, αλλά και τον έλεγχο των συνεπειών τους. Ο προβλεπτής Sagredo έκρινε ότι ήταν αναγκαίος ο διορισμός Βενετών διοικητών σε εκείνες τις επαρχίες όπου οι σύνδικοι ανέθεταν τις αγγαρείες στον αγροτικό πληθυσμό απαλλάσσοντας όμως όχι μόνο τους εαυτούς τους, αλλά και τους χωρικούς των κτημάτων τους από τις οικονομικές υποχρεώσεις. Επιπλέον, ανέθεσε στους καπιτάνους της πολιτοφυλακής να συντάξουν καταλόγους όπου να δίνονται λεπτομερείς πληροφορίες αναφορικά με τον αριθμό των σπιτιών σε κάθε οικισμό και πόλη, ενώ θα έπρεπε να αναφέρονται και τα στοιχεία των αρχηγών των οικογενειών. Τα στοιχεία αυτά θα χρησιμοποιούνταν από τους Βενετούς διοικητές, ώστε -σε συνεργασία, φυσικά, με τους συνδίκους των κοινοτήτων- να πραγματοποιείται η κατανομή της αγγαρείας με ομοιομορφία στο σύνολο των κατοίκων και κατά τρόπο δίκαιο για τον αγροτικό πληθυσμό, προκειμένου να παταχθούν οι αυθαιρεσίες1051.

Η επόμενη προσπάθεια να τεθεί υπό έλεγχο η κατάσταση πραγματοποιήθηκε από τον προβλεπτή Emo, ο οποίος, λόγω της ανεξέλεγκτης διόγκωσης του αριθμού των μελών των αστικών κοινοτήτων, εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ρητά ότι στο εξής θα ήταν υποχρεωμένοι να υπόκεινται στην επιβάρυνση του acquartieramento και οι cittadini που κατοικούσαν στην ύπαιθρο. Ο προβλεπτής έκρινε ότι η μερίδα αυτή του πληθυσμού, η οποία είχε την ίδια οικονομική απασχόληση με τους υπόλοιπους χωρικούς, δεν δικαιούνταν να απαλλάσσεται από την οικονομική

1050 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 276-277· Μάλιαρης, Η Πάτρα, σ. 266. 1051 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 276.

356

αγγαρεία. Τόνιζε δε την ανάγκη να γενικευθεί η επιβολή της οικονομικής αγγαρείας σε όλους τους κατοίκους ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση και τους τίτλους ευγενείας, τους οποίους τυχόν διέθεταν. Με τον τρόπο αυτόν, για πρώτη φορά, έγινε λόγος για την επέκταση της οικονομικής αγγαρείας στα μέλη των αστικών κοινοτήτων. Η σχετική απάντηση της Γερουσίας εκδόθηκε και έφθασε στην κτήση όταν η θητεία του Emo έληγε και είχε ήδη πραγματοποιηθεί η κατανομή της αγγαρείας για εκείνη τη χρονιά. Όπως είναι φυσικό, η σχετική απόφαση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στα μέλη των κοινοτήτων. Με ενστάσεις προς την κεντρική διοίκηση ζητούσαν να μην εφαρμοστεί η απόφαση της Γερουσίας και, αντί της λύσης αυτής, να πραγματοποιηθεί η επέκτασή του μέτρου της οικονομικής αγγαρείας μόνο στις κοινότητες εκείνες, οι οποίες είχαν προσφερθεί να πληρώνουν εθελοντικά. Ο προβλεπτής Loredan, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον προβλεπτή Emo, υποχώρησε και δεν προχώρησε στην εφαρμογή του μέτρου. Αντίθετα, εφάρμοσε το διάταγμα του Emo, εκείνο που περιελάμβανε τους cittadini της υπαίθρου, ενώ επέλεξε να θέσει το ζήτημα εκ νέου στην κεντρική διοίκηση, χωρίς, ωστόσο, να ληφθεί και να εκδοθεί κάποια νέα απόφαση μέχρι τη λήξη της θητείας του.1052

Οι προβλεπτές, μάλλον απρόθυμα, αναζήτησαν και άλλα μέσα προκειμένου να πετύχουν την πάταξη της αδικίας προς τον αγροτικό πληθυσμό, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να μη διαταράξουν τη σχέση τους με τα προνομιούχα μέλη της τοπικής κοινωνίας και ειδικά με τους συνδίκους των αστικών κοινοτήτων, των οποίων ο ρόλος και η αναγκαιότητα της παρουσίας τους ως συνεργατών της βενετικής διοίκησης στο εσωτερικό της τοπικής κοινωνίας είναι γνωστός. Έτσι, η διαπίστωση από την πλευρά της κεντρικής διοίκησης των ανισοτήτων στην κατανομή της οικονομικής αγγαρείας και το ενδιαφέρον της για ισομερή κατανομή σε όλους τους κατοίκους της Πελοποννήσου, όπως θεωρητικά θα έπρεπε να γίνει εξ αρχής, ήρθε μάλλον όψιμα. Με διάταγμα της 3ης Ιουνίου του 1713 όριζε ότι η επιβάρυνση θα έπρεπε να διαμοιραστεί σε όλες τις οικογένειες, είτε επρόκειτο για cittadini είτε για χωρικούς, σύμφωνα όμως με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Για το λόγο αυτό ανατέθηκε στους συνδίκους των κοινοτήτων, στους προεστούς των οικισμών, καθώς και στις τοπικές εκκλησιαστικές Αρχές ο διαχωρισμός των οικογενειών σε διαφορετικές κατηγορίες - ordini για τις πόλεις και την ύπαιθρο. Η διαδικασία της διερεύνησης και της κατάταξης προχώρησε το 1714, όταν γενικός προβλεπτής των όπλων ήταν ο Antonio Loredan, ο οποίος φρόντισε να εξαιρεθούν ελάχιστες κατηγορίες, όπως οι εργαζόμενοι εκείνοι οι οποίοι

1052 Ντόκος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου», σ. 279· Μάλιαρης, Η Πάτρα, σ. 268.

357

εξακολουθούσαν να παρέχουν σωματική υπηρεσία στις αλυκές, στην παρασκευή πυρίτιδας και στην υλοτομία, προκειμένου να είναι όσο το δυνατόν πιο δίκαιη για τους κατοίκους της υπαίθρου.1053

Το σχέδιο του Loredan για την καταβολή της οικονομικής αγγαρείας βάσει οικονομικών κατηγοριών προέβλεπε τα εξής:

Για τους κατοίκους των πόλεων1054:

Α’ τάξη: 1η κατηγορία 3 ½ ρεάλια Β’ τάξη: 1η κατηγορία 2 ¾ ρεάλια 2η κατηγορία 2 ½ ρεάλια 2η κατηγορία 2 ρεάλια 3η κατηγορία 1 ¾ ρεάλια 3η κατηγορία 1 ½ ρεάλια 4η κατηγορία 1 ¼ ρεάλια 4η κατηγορία 1 ρεάλια 5η κατηγορία μισό ρεάλι 5η κατηγορία 4 ρεάλια

Για τους κατοίκους της υπαίθρου:

Α’ τάξη 1η κατηγορία 2 ½ ρεάλια Β’ τάξη 1η κατηγορία 1 2/4 ρεάλια 2η κατηγορία 1 ¾ ρεάλια 2η κατηγορία 1 ¼ ρεάλια 3η κατηγορία 1 ¼ ρεάλια 3η κατηγορία 7 ½ ρεάλια 4η κατηγορία 7 ½ ρεάλια 4η κατηγορία μισό ρεάλι 5η κατηγορία 3 λίρες και 5η κατηγορία 50 σολδία 15 σολδία

Ωστόσο, η απόφαση για επιβολή της οικονομικής αγγαρείας στο σύνολο του πληθυσμού συμφωνήθηκε να τεθεί σε εφαρμογή το 1714 και στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Στις αρχές του έτους του 1715, ο γενικός προβλεπτής των όπλων Alessandro Bon ανέφερε πως για εκείνη τη χρονιά το σύστημα της οικονομικής αγγαρείας θα εφαρμοζόταν με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόστηκε και τις προηγούμενες χρονιές, διευκρινίζοντας ότι οι κάτοικοι των πόλεων, αλλά και οι cittadini της υπαίθρου δεν θα συμπεριλαμβάνονταν στην επιβάρυνση μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της κατάταξης σε οικονομικές κατηγορίες και να συνταχθούν οι τελικοί κατάλογοι κατανομής των οικονομικών αγγαρειών1055.

1053 Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 270. 1054 Οι πίνακες έχουν εκδοθεί στο Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 271. 1055 Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 271-272.

358

Η αδυναμία της βενετικής διοίκησης να επιβάλει καθολικά την υποχρέωση της οικονομικής αγγαρείας είναι εμφανής. Ο γενικός προβλεπτής Emo είχε παρομοιάσει την επιβολή της με κάποιο είδος κεφαλικού φόρου, ωστόσο φαίνεται ότι η αγγαρεία, ακόμα και όταν επρόκειτο για οικονομική επιβάρυνση, δεν έπαυε να έχει ένα διαφορετικό χαρακτήρα, ένα διαφορετικό εννοιολογικό φορτίο. Η προσωπική υποχρέωση, η οποία προϋπέθετε σωματική εργασία ή επίταξη των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου, συνοδευόταν από σωματική επιβάρυνση, έκθεση σε κίνδυνο και σε κάθε είδους αντιξοότητα, απομάκρυνση από την οικία και το χώρο εργασίας και προϋπέθετε διαθεσιμότητα ανά πάσα στιγμή από την πλευρά του υπόχρεου προς το Δημόσιο, ενώ ταυτόχρονα τον άφηνε εκτεθειμένο στις διαθέσεις και τις αυθαιρεσίες των τοπικών αξιωματούχων και των ευνοουμένων τους καθώς και στη δράση κάθε επιτήδειου απατεώνα που επιζητούσε να εκμεταλλευτεί την αδύναμη θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι χωρικοί. Η δυσβάστακτη αυτή πραγματικότητα, η οποία επιφυλασσόταν αποκλειστικά και μόνο στα ενδεέστερα κοινωνικά στρώματα της υπαίθρου και η οποία καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τη μοίρα τους και τη θέση τους στην τοπική κοινωνία, όπως είναι λογικό, έλαβε και το χαρακτήρα της κοινωνικής διαφοροποίησης μεταξύ υπόχρεων και μη και διάκρισης εις βάρος των πρώτων. Η υποχρέωση σε προσωπική και σωματική υπηρεσία είχε χαρακτήρα σαφέστατα ταπεινωτικό. Η θέση του αγγαρευόμενου ήταν εκείνη που χαρακτήριζε όσους βρίσκονταν στην ταπεινότερη κοινωνική και οικονομική θέση στο πλαίσιο των τοπικών κοινωνιών στις βενετικές κτήσεις. Αντίθετα, το σύστημα της οικονομικής αγγαρείας ήταν σχεδιασμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιβάλλεται σε ολόκληρο ανεξαιρέτως τον πληθυσμό κάθε κτήσης, ενώ από τους υπόχρεους, όσοι βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση -και είχαν αυτή τη δυνατότητα- μπορούσαν, με την καταβολή κάποιων χρημάτων, να απαλλάσσονται από την υποχρέωση για σωματική υπηρεσία. Δηλαδή, η μετατροπή της προσωπικής υποχρέωσης σε οικονομική αφορούσε κυρίως όσους βρίσκονταν σε καλύτερη κοινωνική θέση και οικονομική κατάσταση, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις.

Παρ’ όλα αυτά, από τις πηγές γίνεται σαφές ότι κάθε αγγαρεία, ακόμα και η οικονομική, ήταν συνώνυμο μίας εξευτελιστικής κοινωνικής θέσης, στην οποία κανείς δεν επιθυμούσε να βρεθεί. Ίσως περισσότερο αυτό παρά η ίδια η οικονομική επιβάρυνση ήταν ο λόγος για τον οποίο τα μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων αντιδρούσαν στην καθολική επιβολή του μέτρου σε ολόκληρο τον πληθυσμό της Πελοποννήσου αδιακρίτως. Οι ίδιοι οι υπόχρεοι είχαν συναίσθηση της κοινωνικής θέσης τους και του τρόπου με τον οποίο η αγγαρεία συνέβαλλε στην διάκριση. Το γεγονός ότι

359

οι αγγαρείες αφορούσαν και βάραιναν μόνο το φτωχό αγροτικό πληθυσμό ερμηνευόταν από τους ίδιους τους αγγαρευομένους ως ένα είδος διάκρισης το οποίο τους διαφοροποιούσε από τους αστούς και τους τοποθετούσε σε κατώτερη κοινωνική θέση. Παρατηρούσε ο γενικός προβλεπτής Agostino Sagredo ότι: « L’altro aggravio che riesce molto sensibile à villici è quello dell’ angarie personali… che tutti i pesi cadano solamente sopra dei poveri, quando elle doveriano anzi sollevarli, venendo à conservarsi, et à distinguersi il cittadino con la sussistenza dell’ inferiore».1056 Με τον ίδιο τρόπο αντιλαμβάνονταν και ερμήνευαν την επιβολή της αγγαρείας στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τα μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων τα οποία εξαιρούνταν από τις προσωπικές αγγαρείες «per sostenere una figura civile»1057 και ζητούσαν να εξαιρεθούν και από τις οικονομικές αγγαρείες προτιμώντας να καταβάλλουν φορολογία και δοσίματα εθελοντικού ή και τιμητικού χαρακτήρα, όπως η εθελοντική καταβολή χρημάτων για τη συντήρηση φρουρίων ή με εθελοντική συμβολή στο ζήτημα της συντήρησης των δραγόνων1058 ή τη συντήρηση των δασκάλων και των γιατρών1059 κ.ά. διατηρώντας όμως σταθερά τα προνόμιά τους1060.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βενετική διοίκηση έδειξε κάποια μέριμνα ώστε να ικανοποιήσει τα αιτήματα των κατοίκων της υπαίθρου. Άλλωστε, από πολύ νωρίς ο Francesco Grimani είχε διατυπώσει την άποψη ότι η οικονομική αγγαρεία θα έπρεπε να επιβαρύνει ολόκληρο τον πληθυσμό προκειμένου να ελέγχονται οι απάτες εις βάρος του βενετικού Δημοσίου1061. Ωστόσο της ήταν απολύτως αδύνατον να δυσαρεστήσει τα μέλη των κοινοτήτων και τους κατοίκους των πόλεων, καθώς επρόκειτο για το μέρος εκείνο του πληθυσμού που, αν και αριθμητικά περιορισμένο, είχε τη δύναμη να στηρίξει τη βενετική εξουσία να εδραιωθεί στην αχανή νέα κτήση και μάλιστα μέσα σε πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές συνθήκες εξαιρετικά δυσμενείς για την ίδια. Τα σχέδια για πιο δίκαιη, βάσει του νόμου, κατανομή της οικονομικής αγγαρείας παρέμειναν ανεφάρμοστα, συμβάλλοντας στη δημιουργία οξύτατων κοινωνικών αντιθέσεων στην Πελοπόννησο της περιόδου εκείνης, γεγονός που γίνεται εύκολα κατανοητό ειδικά εάν αναλογιστούμε ποια ακριβώς ήταν η προέλευση των διακεκριμένων – προνομιούχων κοινωνικών τάξεων. Κατά τη μεγάλη τους πλειοψηφία επρόκειτο για μη γηγενείς επήλυδες, οι οποίοι έλαβαν από το βενετικό Δημόσιο εκτάσεις γης ως κίνητρο για την

1056 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 74. 1057 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, αντίγραφο από επιστολή του Agostino Sagredo προς την κεντρική διοίκηση της Βενετίας με ημερομηνία 20 Μαρτίου 1697. 1058 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 574, filza 854, no 18. 1059 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 575, filza 855, no 12. 1060 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 574, filza 854, no 18. 1061 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 53.

360

εγκατάστασή τους στη νέα βενετική κτήση και οι οποίοι αναδείχθηκαν από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα της πατρίδας τους σε αριστοκρατία της νέας κτήσης με ταχύτατες διαδικασίες και χωρίς ιδιαίτερα απαιτητικά κριτήρια1062.

Το κοινωνικό ζήτημα, το οποίο είχε προκύψει ως συνέπεια της πολιτικής που είχε εφαρμόσει η Βενετία στην Πελοπόννησο στην προσπάθειά της να την ενισχύσει πληθυσμιακά, προσβλέποντας, όπως είδαμε, στην οικονομική της εκμετάλλευση, φαίνεται ότι είχε διακρίνει εύστοχα ο Francesco Grimani. Ο προβλεπτής αντιλαμβανόταν ότι, στην πράξη, η Βενετία δεν είχε επιτύχει απολύτως στο στόχο της για ενίσχυση της γεωργίας. Πολλοί από τους νέους κατοίκους, όσοι, δηλαδή, είχαν ήδη λάβει καλλιεργημένες γαίες, δεν επέκτειναν τις γεωργικές τους δραστηριότητες επιλέγοντας να διαβιούν ως «αστοί». Αντιθέτως, πολλοί από εκείνους που δεν κατάφεραν να αποκτήσουν περιουσία ζούσαν βλέποντας ανθρώπους από την ίδια προέλευση με τους ίδιους να έχουν ανέλθει κοινωνικά, τη στιγμή που οι ίδιοι είχαν μετατραπεί σε εργάτες της γης τους και νιώθοντας έντονη πικρία βλέποντας τα βάρη, ειδικά εκείνα των αγγαρειών, να πέφτουν στις πλάτες των υπολοίπων. Είναι προφανές ότι το αίσθημα της αδικίας εντεινόταν ακόμη περισσότερο με την παράτυπη απαλλαγή του μεγάλου (και συνεχώς αυξανόμενου) αριθμού αγροτών, οι οποίοι εργάζονταν στα κτήματα αυτών1063.

Μπροστά στη βαθύτατη κοινωνική ρήξη που είχε δημιουργηθεί, οι τοπικές βενετικές Αρχές αποδείχθηκαν αδύναμες να λάβουν και να εφαρμόσουν δραστικές αποφάσεις. Παρά το γεγονός ότι η κεντρική διοίκηση είχε φανεί, όπως είδαμε, πιο αποφασιστική ως προς την επίλυση του ζητήματος, οι τοπικοί προβλεπτές προτιμούσαν, με διάφορες δικαιολογίες, να αναβάλλουν την επιβολή των δυσάρεστων μέτρων για κάποια άλλη, μεταγενέστερη στιγμή, μετακυλίοντας το βάρος της ευθύνης αυτής στους διαδόχους τους. Με τον τρόπο αυτό όμως η βενετική διοίκηση έβγαινε ζημιωμένη διότι, όσο τα οικονομικά βάρη συσσωρεύονταν στους ώμους των ενδεεστέρων, τόσο δυσχερέστερη γινόταν η οικονομική εκμετάλλευση της κτήσης, καθώς και η εξυπηρέτηση των αναγκών του κράτους σε νευραλγικούς τομείς της άμυνας και της διοίκησης. Οι υπόχρεοι που έδειχναν συνέπεια στις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο όλο και λιγόστευαν, καθώς οι περισσότεροι από τους καλλιεργητές των δημόσιων γαιών επιδίωκαν με κάθε τρόπο τη μετακίνησή τους σε ιδιωτικές γαίες, ενώ αρκετοί από εκείνους που δεν το πετύχαιναν επέλεγαν τη φυγή, μετακινούμενοι είτε προς το αχανές εσωτερικό της χώρας είτε προς τις γειτονικές υπό οθωμανική

1062 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 16. 1063 A.S.V., Provveditori da terra e da mar, b. 571, filza 849, no 16.

361

κυριαρχία περιοχές. Από όσους παρέμεναν στον τόπο τους, λιγοστοί ήταν εκείνοι που ήταν σε θέση να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές απαιτήσεις των Βενετών.

Δεν θα ήταν άτοπο να διατυπώσουμε τη σκέψη ότι το ζήτημα της αγγαρείας και της αυξημένης πίεσης που ασκήθηκε στον αγροτικό πληθυσμό είχε τη σημασία του και τη βαρύτητά του όχι μόνο κατά την ειρηνική περίοδο της διακυβέρνησης των Βενετών, αλλά και στη στάση που τήρησε η μεγάλη αυτή μερίδα ανθρώπων κατά την εισβολή των Οθωμανών στον πελοποννησιακό χώρο με σκοπό την ανακατάληψή του. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο, προκειμένου να ερμηνευθεί κατά τρόπο ορθό και όχι ιδεολογικό ή συναισθηματικό και απλουστευτικό, απαιτεί ενδελεχή μελέτη, φαίνεται ότι η προπαγάνδα των κυριάρχων, η οποία παρουσίαζε τη βενετική δύναμη ως μία προστάτιδα χριστιανική δύναμη, δεν έπεισε τους γηγενείς στο βαθμό που η κυρίαρχη εξουσία θα επιθυμούσε1064.

Η συνολική στάση του ελληνικού στοιχείου έναντι της οθωμανικής προέλασης μάλλον δυσαρέστησε τους Βενετούς, οι οποίοι τη χαρακτήρισαν ως παθητική και όχι ιδιαίτερα θερμή. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι τα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα τήρησαν διαφορετική στάση έναντι της βενετο–οθωμανικής αναμέτρησης για την επικράτηση στην Πελοπόννησο. Είναι πολύ λογικό ότι οι αστοί και οι μεγαλοϊδιοκτήτες γης, οι οποίοι χάρη στην εύνοια της βενετικής διοίκησης είχαν αποκτήσει τη δύναμη, τον πλούτο και την ξεχωριστή κοινωνική τους θέση στην πελοποννησιακή κοινωνία, τήρησαν στάση καθαρά φιλοβενετική. Από την άλλη πλευρά, η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είχε υπάρξει ποτέ θετική απέναντι στη βενετική παρουσία1065.

Ο πληθυσμός, τον οποίο η Βενετία είχε πασχίσει να ενισχύσει αριθμητικά με κάθε τρόπο, τήρησε μία στάση ρευστή. Όπως παρατηρεί ο Αλέξης Μάλλιαρης μέσα από μελέτη των βενετικών πηγών της περιόδου, η εικόνα που παρουσίαζε το εσωτερικό της χώρας ήταν εκείνη «ενός πληθυσμού σε πανικό και σύγχυση, χωρίς ενιαία συμπεριφορά». Υπήρξαν περιπτώσεις οικισμών και περιοχών, οι κάτοικοι των οποίων προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, όμως φαίνεται πως επρόκειτο για τις εξαιρέσεις και όχι για τον κανόνα. Στην πλειοψηφία τους, οι κάτοικοι των πεδινών περιοχών, έντρομοι, αναχώρησαν στις δυσπρόσιτες και ασφαλέστερες ορεινές περιοχές, ενώ οι

1064 Το ζήτημα αυτό έχει απασχολήσει τους ιστορικούς. Βλ κυρίως Μάλλιαρης, «Η τουρκική εισβολή στην Πελοπόννησο (1715) και η στάση του πληθυσμού έναντι Βενετών και Τούρκων», σ. 420-436﮲ Χατζόπουλος, Ο τελευταίος βενετο-οθωμανικός πόλεμος, 1714-1718, σ. 109-188· Γιαννόπουλος, Τσιταντίνοι: οι snob της βενετικής περιφέρειας, σ. 499-502· Pagratis, «Politiche veneziane», σ. 231- 235. 1065 Μιχάλαγα, Συμβολή στην εκκλησιαστική ιστορία της Πελοποννήσου κατά τη Β΄ Βενετοκρατία (1685-1715), σ. 213-216.

362

περισσότεροι επήλυδες επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ο ντόπιος πληθυσμός είχε πλήρη συνείδηση ότι, μέσα στις κρίσιμες συνθήκες που βίωνε, δεν θα μπορούσε να εναποθέσει τις ελπίδες του για ασφάλεια στην αδύναμη και αναποτελεσματική βενετική στρατιωτική παρουσία, όπως και οι Βενετοί γνώριζαν καλά ότι ειδικά ο πολυπληθής αγροτικός πληθυσμός δεν θα είχε συγκεκριμένους και ισχυρούς λόγους προκειμένου να εκτεθεί σε κίνδυνο υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα των κυριάρχων1066.

Η βραχυχρονη περιοδος της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο, η οποία διέκοψε για ένα εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα τη μακρά περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, έχει χαρακτηριστεί από το Γιώργο Νικολάου ως μία μικρής διάρκειας πολιτική και κοινωνικοοικονομική τομή στην ιστορική πορεία του τόπου και μερική ανατροπή, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, σε σχέση με την πρώτη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας1067. Η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Βενετούς δημιούργησε καινοφανή για τη νέα αυτή κτήση κοινωνικοοικονομικά φαινόμενα. Οι ανισομερείς παραχωρήσεις γαιών, η έλευση νέων κατοίκων από τις οθωμανικές περιοχές και η απότομη κοινωνική τους άνοδος στο πλαίσιο της τοπικής κοινωνίας, η δημιουργία αστικών κοινοτήτων και προνομιούχων ομάδων, η επιβολή των δυσβάστακτων προσωπικών αγγαρειών και κυρίως η οικονομική επιβάρυνση με την παράτυπη εξαίρεση ανθρώπων που δεν το δικαιούνταν, καθώς και η κάθε είδους αυθαίρετη και βίαιη συμπεριφορά είχαν ως συνέπεια την απογοήτευση των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων. Συνέπεια της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί ήταν τα μέλη της πολυπληθούς αυτής κοινωνικής τάξης να τηρήσουν μία στάση όχι ιδιαίτερα ένθερμη προς τα συμφέροντα των Βενετών και να επιλέξουν τον δρόμο της προσωπικής τους σωτηρίας και επιβίωσης μέσα στις αντιξοότητες μίας περιόδου συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων, κοινωνικής επισφάλειας και συνεχούς εναλλαγής κυριάρχων1068.

1066 Μάλλιαρης, «Η τουρκική εισβολή», σ. 427. 1067 Νικολάου, «Συνέχειες, ασυνέχειες και ρήξεις στον ελληνικό κόσμο κατά τα νεώτερα χρόνια: η περίπτωση της Πελοποννήσου (1685-1715)», σ. 253-271. 1068 Μάλλιαρης, «Η τουρκική εισβολή», σ. 430.

363

10. Συμπεράσματα

Η επιβολή της αγγαρείας, με τη μορφή της παροχής υποχρεωτικής και άμισθης υπηρεσίας καθώς και της επίταξης περιουσιακών στοιχείων των υπηκόων, δεν αποτέλεσε καινοτομία του βενετικού κράτους. Αντίθετα, πρόκειται για ένα δημοσιονομικό σύστημα με μακρά ιστορία και ευρύτατη εφαρμογή και, όπως είναι γνωστό, στον ελλαδικό χώρο ακολούθησε μία μακρά διαδρομή από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τη σύγχρονη εποχή και την οριστική κατάργησή του το 1948. Ο αγροτικός πληθυσμός υποχρεώθηκε να υποστεί την αγγαρεία κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, ενώ φαίνεται ότι ακόμα και κατά την οθωμανική το σύστημα αυτό δεν ήταν άγνωστο, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες το κράτος βρισκόταν σε κάποια εξαιρετική δυσκολία. Η αγγαρεία επιβλήθηκε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, σε διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και διαφορετικά συστήματα διακυβέρνησης τόσο στη διοίκηση όσο και στην οικονομία.

Τον θεσμό της αγγαρείας του Δημοσίου υιοθέτησε και εφάρμοσε το βενετικό κράτος τόσο στην βενετική Terraferma όσο και στις κτήσεις του στο Κράτος της Θάλασσας. Κατά τη μακραίωνη παρουσία της στις κτήσεις του ελληνόφωνου χώρου, με κυριότερες την Κύπρο, την Κρήτη και τα Ιόνια νησιά, η Βενετία επιδίωξε να καλύψει ζωτικότατης σημασίας ανάγκες για την άμυνα κυρίως, αλλά και για την οικονομία δευτερευόντως επιβάλλοντας τη δημοσιονομική διαδικασία της προσωπικής αγγαρείας, καθώς και τη δυνατότητα μετατροπής της σε οικονομική, σε συγκεκριμένα στρώματα του γηγενούς πληθυσμού. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού πληθυσμού κλήθηκε να επανδρώσει τις βενετικές γαλέρες, να εργαστεί σε δημόσια έργα, συνηθέστερα αμυντικού χαρακτήρα, να περιφρουρήσει τις ακτογραμμές των νησιών και παραθαλάσσιων περιοχών, να εργαστεί σε αλυκές, να παραχωρήσει τα υποζύγιά του και να εξυπηρετήσει τις μεταφορικές ανάγκες της διοίκησης και των λειτουργών της κατά τα πολυήμερα ταξίδια και τις περιοδείες τους στο εσωτερικό των κτήσεων, ενώ οι εκείνοι οι λίγοι που είχαν τη δυνατότητα μπορούσαν να την εξαγοράσουν καταβάλλοντας στο Δημόσιο Ταμείο ένα αντισήκωμα.

Η περιοδος της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο, όπου εστιάζεται το ενδιαφέρον αυτής της μελέτης, παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες στο ιστορικό

364

γίγνεσθαι του βενετικού κράτους: αποτέλεσε μία κτήση εφήμερη από χρονική άποψη και ταυτόχρονα εξαιρετικά εκτεταμένη από γεωγραφική σκοπιά. Η Πελοπόννησος υπήρξε η μοναδική κτήση όπου οι Βενετοί κυρίαρχοι διαδέχθηκαν τους Οθωμανούς, παραλαμβάνοντας μία γεωγραφική περιοχή αποδυναμωμένη πληθυσμιακά, με μεγάλες εκτάσεις ακαλλιέργητης και αναξιοποίητης γης, πρωτόγονες υποδομές, παντελή έλλειψη οδικού δικτύου και ελάχιστη αστική δραστηριότητα. Με απώτερο σκοπό την οικονομική κυρίως εκμετάλλευσή της, οι Βενετοί επεδίωξαν να την οργανώσουν εισάγοντας μία σειρά από μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, τους θεσμούς και την οικονομία. Από τις πλέον σημαντικές υπήρξαν η οργανωμένη μετακίνηση και η εγκατάσταση στην Πελοπόννησο πληθυσμών από γειτονικές υπό οθωμανική κυριαρχία περιοχές, η αναδιανομή της γης και η σύσταση σωμάτων αστικών κοινοτήτων, οι οποίες είχαν ως συνέπεια τη δημιουργία μίας νέας κοινωνικής ελίτ, φιλικά διακείμενης προς τους Βενετούς κυριάρχους.

Όπως ήταν φυσικά αναμενόμενο, η αγγαρεία, ως δημοσιονομική διαδικασία, η οποία είχε εφαρμοστεί ευρύτατα σε όλες τις βενετικές κτήσεις στον ελληνόφωνο χώρο, εισήχθη και στην Πελοπόννησο. Ωστόσο, η κτήση αυτή αποτέλεσε μία ιδιαίτερη και μοναδική περίπτωση όσον αφορά στην εφαρμογή του συστήματος αυτού, καθώς μετά την κατάκτησή της, οι σημαντικότερες από τις αγγαρείες που επιβάρυναν τον ντόπιο πληθυσμό μετατράπηκαν από προσωπικές σε οικονομικές. Όπως αναφέρεται στις πηγές, οι αγγαρείες αυτές περιλάμβαναν την παροχή καταλύματος στα μισθοφορικά έφιππα σώματα, την παροχή υπηρεσίας στα αμυντικά έργα, την εργασία στις αλυκές, την επίταξη των μεταφορικών ζώων και την παροχή προσωπικής υπηρεσίας για την κάλυψη των μεταφορικών αναγκών, καθώς και την παρασκευή του νίτρου για την πυρίτιδα. Από τις βενετικές πηγές προκύπτει ότι στους κατοίκους της Πελοποννήσου δεν επιβλήθηκε η επαχθέστατη υπηρεσία στις γαλέρες.

Ακόμη, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η επιβολή του θεσμού της αγγαρείας στην Πελοπόννησο ταυτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με την παρουσία των δραγόνων και με μία σειρά από υποχρεώσεις που είχαν σχέση με την κάλυψη των αναγκών του μισθοφορικού σώματος, του οποίου η παρουσία στο βενετοκρατούμενο χώρο υπήρξε ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς οι έφιπποι αυτοί στρατιώτες δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση μέρος της στρατιωτικής παράδοσης της Βενετίας. Το σώμα αυτό, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, συνδέθηκε αρχικά με τις γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις, στη συνέχεια υπηρέτησε τον Ισπανό Βασιλιά και, τέλος ενσωματώθηκε στο βενετικό στρατό από το Μιλάνο, το οποίο την ίδια εποχή υπαγόταν στο ισπανικό Στέμμα. Με την παρουσία του στην Πελοπόννησο σημάδεψε την κοινωνική και πολιτική

365

ζωή κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει. Μία ολόκληρη σειρά αγγαρειών επιβλήθηκε στον πελοποννησιακό αγροτικό πληθυσμό προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες του σώματος αυτού για σίτιση, στέγαση και μεταφορές, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλιστεί η μόνιμη παρουσία του στην κτήση.

Η επιβολή των αγγαρειών αυτών συστηματικοποιήθηκε με τη μετατροπή της αγγαρείας του alloggio (δηλαδή της επίταξης χώρων στο εσωτερικό των οικιών των ντόπιων με σκοπό την παροχή καταλύματος στους στρατιώτες) στην οικονομική αγγαρεία του acquartieramento. Η νέα αυτή μορφή αγγαρείας ήρθε με σκοπό να επιλύσει κατά τρόπο αποτελεσματικό το ζήτημα της έλλειψης κατάλληλων χώρων για τη στέγαση των σωμάτων αυτών απαλλάσσοντας τους κατοίκους από την επίταξη των σπιτιών τους. Ωστόσο, το νέο σύστημα προσέφερε λύσεις και σε άλλα ζητήματα. Με το διαμοιρασμό των δραγόνων και των αλόγων τους σε κάθε επαρχία και διοικητικό διαμέρισμα, αλλά και με την εγκατάστασή τους ανά μικρό αριθμό ατόμων σε τοποθεσίες κοντινές προς τις μόνιμες κατοικίες των υπόχρεων, σε χωριά και οικισμούς, έμπαινε τέλος στα μακρινά ταξίδια, τα οποία υποχρεώνονταν να πραγματοποιούν οι χωρικοί προκειμένου να μεταφέρουν προϊόντα απαραίτητα για τον επισιτισμό του σώματος. Ταυτόχρονα, σε μία περίοδο μεγάλης οικονομικής δυσπραγίας για τη Βενετία, το κόστος, ή ακριβέστερα ένα σημαντικό μέρος αυτού, που αφορούσε στη συντήρησή του, δηλαδή τον επισιτισμό και την μισθοδοσία των έφιππων σωμάτων, μεταφερόταν κατά τρόπο άμεσο στις πλάτες των αγροτών, εξασφαλίζοντας σημαντική ελάφρυνση για το Δημόσιο Ταμείο. Την ίδια στιγμή οι κυρίαρχοι διασφάλιζαν τη μόνιμη παρουσία στην Πελοπόννησο ενός σώματος ευέλικτου, το οποίο ήταν ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο να χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση άμεσων εξωτερικών κινδύνων, αλλά και να λειτουργήσει ως επικουρικό σώμα για την επιβολή της τάξης στο εσωτερικό της κτήσης. Η αγγαρεία αυτή, ειδικά μετά τη μετατροπή της σε οικονομική, εφαρμόστηκε καθο λη τη δια ρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας αδιάλειπτα και επιβάρυνε τον αγροτικό πληθυσμό σε όλα τα σημεία της κτήσης.

Με την παρουσία των δραγόνων στην Πελοπόννησο συνδυάστηκε μία ολόκληρη σειρά αγγαρειών, οι οποίες επιβλήθηκαν με σκοπό την κάλυψη σχεδόν οποιασδήποτε ανάγκης του μισθοφορικού σώματος. Με την επιβολή της rimonta οι Βενετοί επιδίωξαν να αντιμετωπίσουν το σοβαρότατο πρόβλημα της έλλειψης των αλόγων που αντιμετώπιζε η κτήση την περίοδο εκείνη και να διοργανώσουν το treno, το σύστημα που καθιστούσε δυνατή τη μετακίνηση των λόχων και των συνταγμάτων των δραγόνων απαλλάσσοντας τον αγγαρεύσιμο πληθυσμό από την υποχρέωση να παραχωρεί τα υποζύγιά του και να συμμετέχει και ο ίδιος στα μακρινά και επικίνδυνα

366

ταξίδα -μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες- για να καλυφθούν οι μεταφορικές ανάγκες του σώματος. Με το σύστημα senime το Δημόσιο διασφάλιζε ότι θα υπήρχε επαρκής ποσότητα σιτηρών για τους θερινούς μήνες.

Όπως συνέβη και στις υπόλοιπες κτήσεις της Βενετίας, έτσι και στην Πελοπόννησο μία από τις περισσότερο επαχθείς επιβαρύνσεις ήταν, βεβαίως, εκείνη η οποία σχετιζόταν με την παροχή υπηρεσίας στα αμυντικά έργα. Οι κυρίαρχοι, σύμφωνα με τις οικονομικές τους δυνατότητες και τις αμυντικές ανάγκες της περιόδου, προχώρησαν στην ενίσχυση επιλεγμένων θέσεων, πραγματοποιώντας εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης μόνο σε ορισμένα οχυρά σε σχέση με το εντυπωσιακό δίκτυο αμυντικών κατασκευών που διέθετε η Πελοπόννησος. Οι Βενετοί, αφού αξιολόγησαν ακροπόλεις, φρούρια και κάστρα που είχαν κατά καιρούς χτιστεί και χρησιμοποιηθεί από τους πολυάριθμους κατακτητές της περιοχής από την κλασική αρχαιο τητα μεχρι και την Α΄ οθωμανική περίοδο, επέλεξαν εκείνα που κατά τη γνώμη τους θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο στην άμυνα της κτήσης και προχώρησαν σε εργασίες αποκατάστασης, ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού τους, εγκαταλείποντας όλα τα υπόλοιπα. Εξαιρετικής σημασίας κρίθηκαν οι τοποθεσίες του Ισθμού, του Ναυπλίου, της Μονεμβασίας, της Ζαρνάτας, της Κελεφάς, της Κορώνης, της Μεθώνης, της Αρκαδιάς, του Παλαιού Ναβαρίνου και του Ρίου, στις οποίες οι Βενετοί επεδίωξαν να επιφέρουν αλλαγές, χρησιμοποιώντας για τις εργασίες αυτές και αγγαρικούς από τις κοντινές προς τα φρούρια περιοχές. Η υποχρέωση για εργασία στο φιλόδοξο έργο της Κορίνθου, το οποίο προέβλεπε την κατασκευή μίας αμυντικής γραμμής προσωρινών οχυρώσεων που θα εκτεινόταν από το λιμάνι του Λεχαίου μέχρι τη σημερινή θέση των Λουτρών της Ωραίας Ελένης κατά μήκος των Ονείων Ορέων, επιβάρυνε σημαντικό αριθμό αγροτών από όλες τις περιοχές της Πελοποννήσου. Το μακρινό ταξίδι προκειμένου να φθάσουν στον προορισμό τους και οι αφόρητες συνθήκες που επικρατούσαν στο εργοτάξιο κατέστησαν την επιβάρυνση αυτή τόσο επαχθή, ώστε σύντομα οι ίδιοι οι ντόπιοι να απευθύνουν εκκλήσεις τους στους Βενετούς ζητώντας τη μετατροπή της σε οικονομική υποχρέωση. Σύντομα, οι ίδιοι οι Βενετοί έκριναν πως ήταν προς το συμφέρον τους να συγκεντρώσουν τα σημαντικά αυτά χρηματικά ποσά και να τα αξιοποιήσουν με την επί πληρωμή πρόσληψη κατάλληλων τεχνιτών για την περάτωση του έργου.

Μία ακόμη αγγαρεία που φαίνεται ότι επιβάρυνε τον πληθυσμό σε ολόκληρη την Πελοπόννησο ήταν η υποχρέωση να εξυπηρετούν τις μεταφορικές ανάγκες δημόσιων προσώπων, αξιωματούχων και λειτουργών κατά τις μετακινήσεις τους στο εσωτερικό της. Επιπλέον, οι γηγενείς ήταν υποχρεωμένοι, με τρόπο παράτυπο, να

367

μεταφέρουν τα δημόσια έγγραφα, αφού δεν υπήρξαν οργανωμένες ταχυδρομικές υπηρεσίες στην Πελοπόννησο της περιόδου αυτής, παρά τις καλές προθέσεις και τις προσπάθειες των Βενετών. Καθώς δεν επρόκειτο για ένα είδος αγγαρείας που επιβλήθηκε με τρόπο οργανωμένο (αν όχι παράνομο), οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την αγγαρεία που είχε σχέση με τις μεταφορικές υπηρεσίες είναι ελλιπείς. Ωστόσο, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι οι χωρικοί υποχρεώνονταν να μεταφέρουν άλευρα και σιτηρά, οικοδομικά υλικά, ξυλεία κ.ά. Ειδικά η μεταφορά της ξυλείας, όταν αυτή συνδυαζόταν και με υλοτομικές εργασίες, διασφάλιζε για τους αγγαρευομένους την εξαίρεσή τους από τις υπόλοιπες εργασίες.

Οι χωρικοί εργάστηκαν υποχρεωτικά σε όλες τις αλυκές της Πελοποννήσου που ήταν σε χρη ση κατα την περιοδο της Β΄ Βενετοκρατίας και βρίσκονταν στην επαρχία της Ρωμανίας (αλυκές Θερμισίου, Βερβερόντα, Κομπούρνου και Παλαιοκάστρου), στην επαρχία της Αχαΐας (αλυκές Καμενίτσας, Πύργου και Λεχαινών) και, τέλος, στην επαρχία της Μεσσηνίας (αλυκές Μεθώνης και Κορώνης). Μεταξύ των αλυκών αυτών φαίνεται ότι οι πλέον αξιόλογες ήταν εκείνες του Θερμησίου, οι οποίες παρήγαγαν σημαντική ποσότητα ποιοτικού αλατιού, το οποίο ήταν κατάλληλο για εμπόριο. Οι αγρότες παρείχαν τις υπηρεσίες τους στην εξόρυξη του αλατιού, στη συγκέντρωση και τον καθαρισμό του, καθώς και σε έργα συντήρησης των αλυκών. Το είδος αυτό της προσωπικής αγγαρείας δεν μετατράπηκε ποτέ σε οικονομική. Ωστόσο, αυτοί που εργάστηκαν στις αλυκές εξαιρέθηκαν από τη συμμετοχή τους σε άλλες σωματικές αγγαρείες.

Το ίδιο συνέβη και με άλλες υποχρεώσεις. Η πιο χαρακτηριστική από αυτές είναι η παρασκευή του νίτρου πού χρησιμοποιούνταν στην πυρίτιδα, στην οποία ειδικεύονταν, ήδη από την οθωμανική περίοδο, οι κάτοικοι της Δημητσάνας. Η υποχρέωση αυτή πήρε τη μορφή υποχρεωτικής πώλησης του προϊόντος προς το βενετικό κράτος και βεβαίως δεν μετατράπηκε ποτέ σε οικονομική αγγαρεία.

Η Βενετία χρησιμοποίησε την απαλλαγή από τις αγγαρείες ως ένα κίνητρο για την ένταξη ανδρών στο σώμα της πολιτοφυλακής. Το γεγονός αυτό από μόνο του υπήρξε ενδεικτικό της στάσης που τήρησαν οι κάτοικοι της Πελοποννήσου απέναντι στα στρατιωτικά ζητήματα που τους αφορούσαν. Το μέτρο της απαλλαγής από τις υπόλοιπες αγγαρείες για τη συμμετοχή στην πολιτοφυλακή ίσχυε και στην Κύπρο, όμως ούτε στην Κρήτη (όπου η ένταξη στην πολιτοφυλακή υπήρξε ούτως ή άλλως τιμητική διάκριση και σχετιζόταν με κοινωνικά στρώματα τα οποία διέθεταν μία ευνοϊκότερη θέση στην κοινωνία της υπαίθρου), αλλά ούτε και στα Ιόνια νησιά (όπου η ένταξη στην

368

πολιτοφυλακή υπήρξε αγγαρεία η οποία επιβαλλόταν στους φτωχούς αγροτικούς πληθυσμούς) δόθηκαν αντίστοιχα κίνητρα. Ο φόβος που παρέλυε τους υπόχρεους, περισσότερο και από τη σωματική κόπωση, ήταν ο λόγος για τον οποίο οι χωρικοί υπήρξαν ιδιαίτερα απρόθυμοι να υπηρετήσουν στη φύλαξη των πελοποννησιακών ακτογραμμών. Μάλιστα, για τη συγκεκριμένη υπηρεσία ως αγγαρεία οι αναφορές στα έγγραφα είναι ελάχιστες και φαίνεται ότι, στις περιπτώσεις που κάτι τέτοιο κρινόταν αναγκαίο, επιλέγονταν στρατιώτες και όχι χωρικοί για την υπηρεσία αυτή.

Η επιβολή της προσωπικής αγγαρείας συνοδεύτηκε από κάθε είδους αυθαιρεσία. Οποιοσδήποτε διέθετε κάποια εξουσία ή πρόσβαση στην κεντρική εξουσία και τους τοπικούς αξιωματούχους επιδίωκε να επιβαρύνει τους χωρικούς για δικό του όφελος, απαιτώντας συνήθως για τον εαυτό του επιπρόσθετες υπηρεσίες, οι οποίες δεν ήταν επιβεβλημένες από το βενετικό κράτος. Ακόμη, δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι υπόχρεοι, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν κάποια επιβάρυνση, έπεφταν θύματα επιτηδείων οι οποίοι τους εξαπατούσαν υποσχόμενοι απαλλαγές με αντάλλαγμα -συνήθως- μεγάλα χρηματικά ποσά. Το κράτος επιδίωκε συχνά να θέσει όριο σε τέτοιες καταστάσεις, κυρίως βέβαια με σκοπό την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση των δικών του αναγκών, αλλά και την επίτευξη των στόχων του για την αξιοποίηση της κτήσης.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, το σύστημα της αγγαρείας, ειδικά της προσωπικής, είχε εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του αγροτικού πληθυσμού, αλλά και συνολικότερα στον κοινωνικό βίο της κτήσης. Για τον υπόχρεο η αγγαρεία ήταν καταλυτική για την επιβίωσή του, καθώς έθετε τον ίδιο και την περιουσία του στη διάθεση του Δημοσίου ανά πάσα στιγμή. Ουσιαστικά, δεν του ανήκε η περιουσία του και, ας μας επιτραπεί η έκφραση, δεν είχε στα χέρια του τον έλεγχο της ίδιας της ζωής του. Έχανε τα πολύτιμα για την επιβίωσή του υποζύγια· η κατοικία του ή τμήμα αυτής ήταν δυνατό να επιταχθεί και ο ίδιος και η οικογένειά του ήταν υποχρεωμένοι να συνυπάρξουν στην εστία τους με αξιωματούχους και στρατιώτες, οι οποίοι σπανίως έδειχναν το δέοντα σεβασμό και δεν δίσταζαν ακόμη και να την καταστρέψουν ολοσχερώς ή να τους υποχρεώσουν να την εγκαταλείψουν. Ο υπόχρεος δεν ήταν κύριος του προσωπικού του χρόνου, εφόσον εξαναγκαζόταν σε τακτική βάση να απουσιάζει από τις αγροτικές του εργασίες, και μάλιστα κατά τις περιόδους εκείνες που η παρουσία του εκεί ήταν απολύτως απαραίτητη. Η προσφορά άμισθης υπηρεσίας, η οποία συνήθως αφορούσε σε εξαιρετικά επαχθείς χειρωνακτικές εργασίες, όσο και τα πολυήμερα ταξίδια έθεταν, όχι σπάνια, τη ζωή του σε κακουχίες, αλλά και σε θανάσιμο κίνδυνο. Από όλα αυτά τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο υπόχρεος σε

369

προσωπική αγγαρεία ήταν όχι μόνο εξάρτημα στη διάκριση της κρατικής μηχανής, αλλά και έρμαιο στα ανηλεή χέρια της νεόκοπης αριστοκρατίας, των τοπικών αρχόντων, των στρατιωτών και του κάθε είδους ευνοούμενου ή/και απατεώνα.

Η οικονομική αγγαρεία είχε φαινομενικά καλύτερους όρους. Η σκέψη αυτή άλλωστε επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι ίδιοι οι υπόχρεοι αποζητούσαν την εξαγορά της προσωπικής αγγαρείας με την καταβολή κάποιου χρηματικού ποσού προκειμένου να μην υποστούν τα όσα περιγράφονται παραπάνω. Με τον τρόπο αυτό θα διατηρούσαν τα ζώα και τις περιουσίες τους για δική τους χρήση, δεν θα απομακρύνονταν από τις εστίες και τις εργασίες τους, δεν θα κοπίαζαν πάνω από τις δυνάμεις τους, δεν θα διακινδύνευαν τη ζωή τους στα μακρινά ταξίδια, στα εργοτάξια και στις βίγλες. Ωστόσο, η πίεση παρέμενε, αν και με πιο έμμεσο τρόπο. Ο μόχθος του υπόχρεου κατέληγε στο κράτος, το εσωτερικό της χώρας γνώριζε σταδιακό οικονομικό μαρασμό και ο υπόχρεος βίωνε ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια.

Κι ενώ οι χωρικοί επιδίωκαν με κάθε τρόπο να απαλλαγούν από την οικονομική αγγαρεία, θεωρητικά οι κάτοικοι των πόλεων με τις αστικού χαρακτήρα επαγγελματικές τους δραστηριότητες και, ακόμα περισσότερο, οι μεγαλογαιοκτήμονες της υπαίθρου και τα μέλη των αστικών κοινοτήτων δυνητικά θα μπορούσαν με μεγαλύτερη άνεση να υποβληθούν στα ίδια οικονομικά βάρη, όπως άλλωστε προβλεπόταν από τον κανονισμό. Στην πραγματικότητα όμως προέβαλαν σθεναρή αντίσταση σε οποιαδήποτε απαίτηση για καταβολή της οικονομικής αγγαρείας, όταν αυτό τους ζητήθηκε από το βενετικό κράτος, ακόμη κι αν γνώριζαν καλά ότι και οι ίδιοι θα έπρεπε να ακολουθούν την ίδια διαδικασία.

Σε κάποιες τέτοιες περιπτώσεις, η κεντρική βενετική διοίκηση έδειξε κάποια προθυμία να σταθεί συμπαραστάτης του αγροτικού κόσμου, όπως εξάλλου ήταν το δίκαιο. Η στάση αυτή άλλωστε συμφωνούσε με μία από τις βασικές της αρχές σχετικά με τη διακυβέρνηση των κτήσεων: θέτοντας ως κύριο στόχο της την απρόσκοπτη οικονομική τους εκμετάλλευση, γνώριζε πως αν τις διοικούσε αποφεύγοντας να δυσαρεστήσει υπερβολικά το ντόπιο στοιχείο, θα είχε περισσότερες ελπίδες να μακροημερεύσει η εξουσία της στις περιοχές αυτές.

Την ίδια στιγμή όμως οι διοικητές της Πελοποννήσου γνώριζαν πως δεν ήταν προς το συμφέρον τους να έρθουν σε ρήξη ή ακόμη και απλώς να δυσαρεστήσουν τους «αστούς» των πόλεων και της υπαίθρου. Επρόκειτο για μία αριστοκρατία την οποία η ίδια η Βενετία είχε εγκαταστήσει στην Πελοπόννησο με σκοπό τα μέλη της όχι μόνο να συνδράμουν στο να επιβάλει την εξουσία της στην ενδοχώρα, αλλά και να την

370

εξυπηρετήσουν στη διακυβέρνηση της αχανούς αυτής κτήσης, ώστε να επιτευχθούν οι τελικοί της στόχοι. Επομένως, οι συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες ήταν οι «δικοί της άνθρωποι» στο εσωτερικό της χώρας και για το λόγο αυτό τους είχε απόλυτη ανάγκη και έτσι, το σύστημα της οικονομικής αγγαρείας στην Πελοπόννησο ποτέ δεν εφαρμόστηκε με τον τρόπο που θα έπρεπε.

Όλες οι παραπάνω πληροφορίες ενισχύουν την πεποίθηση ότι η επιβολή της αγγαρείας ισοδυναμούσε στη συνείδηση όλων των υπηκόων με κοινωνική διάκριση. Ο αγγαρευόμενος βρισκόταν σε μειωτική κοινωνική θέση τόσο απέναντι στους Βενετούς κυριάρχους όσο και σε σχέση με τους συμπατριώτες του, οποίοι δεν ήταν υποκείμενοι σε ανάλογες υποχρεώσεις. Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι η διάκριση αυτή διατηρήθηκε ακόμη και στην περίπτωση της οικονομικής αγγαρείας, παρά το γεγονός ότι αυτή αφορούσε κυρίως σε μέλη της κοινωνίας τα οποία βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση και είχαν την άνεση να πληρώσουν τα απαιτούμενα ποσά. Στην περίπτωση της Πελοποννήσου, οι αστοί διατύπωναν με σαφήνεια τη θέση τους. Ήταν διαθέσιμοι να καταβάλλουν χρήματα για άλλους σκοπούς, με τρόπο που να θυμίζει τις τιμητικές λειτουργίες (όπως να πληρώνουν τους γιατρούς και τους δασκάλους), αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα δέχονταν να υποβληθούν στη δημοσιονομική διαδικασία της αγγαρείας.

Κατά τα φαινόμενα λοιπόν η αγγαρεία, εκτός από αβάστακτη επιβάρυνση για τον αδύναμο οικονομικά αγροτικό πληθυσμό, συνετέλεσε στην όξυνση των κοινωνικών διακρίσεων και συνέτεινε στην υποτίμηση της κοινωνικής ταυτότητας του υπόχρεου αγροτικού πληθυσμού σε όλες τις κτήσεις όπου επιβλήθηκε. Ειδικά στην περίπτωση της Πελοποννήσου όμως το ζήτημα παρουσιάστηκε εξαιρετικά οξυμένο, εφόσον, όπως είδαμε, οι αγρότες που υπάγονταν στα κτήματα των γαιοκτημόνων εξαιρέθηκαν παράνομα από τις υποχρεώσεις που βάραιναν τους υπολοίπους. Το γεγονός αυτό δίχασε τον αγροτικό κόσμο ανάμεσα σε όσους υποχρεώνονταν και σε όσους εξαιρούνταν από τις εν λόγω υποχρεώσεις χωρίς να το δικαιούνται. Με αυτόν τον τρόπο εντείνονταν τα αισθήματα αδικίας και πικρίας ανάμεσά τους, πυροδοτώντας ταυτόχρονα έντονη δυσαρέσκεια απέναντι στη βενετική διοίκηση και τους «αστούς» ευνοούμενούς της.

Το κύριο μέσον αντίδρασης μπροστά στην κατάσταση αυτή, αλλά και η μοναδική λύση στο προσωπικό αδιέξοδο των χωρικών της Πελοποννήσου, υπήρξε διαχρονικά η φυγή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, ο δρόμος αυτός ήταν σχετικά εύκολος, λόγω της εγγύτητας με τις υπό οθωμανική κυριαρχία περιοχές, οι

371

οποίες για πολλούς από αυτούς υπήρξαν γνώριμα μέρη και παλιές πατρίδες. Το φαινόμενο αυτό της φυγής υπήρξε μία από τις πιο δυσάρεστες συνέπειες για τη βενετική διοίκηση, η οποία τόσο πολύ είχε μεριμνήσει για τον εποικισμό και είχε επιδιώξει την πληθυσμιακή ανάπτυξη της Πελοποννήσου. Η κτήση ερήμωνε εκ νέου. Ο λιγοστός πληθυσμός, αγροτικός στην πλειοψηφία του, που παρέμενε δεν ήταν αρκετός για την καλλιέργεια των δημόσιων γαιών και τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δυσάρεστα για τους Βενετούς μπροστά στον οθωμανικό κίνδυνο, εφόσον το πολυπληθέστερο (σε σχέση με τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα) αυτό τμήμα των κατοίκων δεν είχε το παραμικρό κίνητρο ώστε να ταχθεί εναργώς υπέρ τους.

Το γεγονός ότι ο θεσμός της αγγαρείας επιβλήθηκε και εφαρμόστηκε τόσο εκτεταμένα στην Πελοπόννησο αποδεικνύει πόσο οξείες και άμεσες ήταν οι ανάγκες που χρειαζόταν να καλυφθούν. Την ίδια στιγμή, η αδυναμία της βενετικής διοίκησης να επιβάλει τα σχέδιά της για οικονομική εκμετάλλευση σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στο εσωτερικό της χώρας ισοδυναμούσε με ανικανότητα των κυριάρχων να επιβάλουν τη θέλησή τους στους κατακτημένους. Η αδυναμία της Βενετίας να επιβληθεί στο εσωτερικό της χώρας μαρτυρά την αδύναμη θέση πλέον της στον κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου.

372

ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

 A.S.V., Grimani dai Servi, busta 31.  A.S.V., Grimani dai Servi, busta 32.  A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 567.  A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 568.  A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 570.  A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 571.  A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 572.  A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 573.  A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 574.  A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 575.  A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, b. 584

373

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΠΗΓΕΣ

Αρβανιτάκης Δημήτριος, Οι αναφορές των Bενετών προβλεπτών της Ζακύνθου, 16ος- 18ος αι., Eλληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Βενετία 2000.

Αριστείδου Αικατερίνη, Ανέκδοτα έγγραφα της κυπριακής ιστορίας από το Αρχείο της Βενετίας, τ. Α΄ (1471-1508) - τ. Β΄ (1509-1517) - τ.Γ΄ (1518-1529) - τ. Δ΄(1530- 1540), Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία 1990-1994-1999-2003

Γιωτοπούλου - Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες της βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος-18ος αι.): πηγή για σχεδίασμα ανασύνθεσης της εποχής, ΓΑΚ / Αρχεία Νομού Κερκύρας, Αθήνα 2002.

Λάμπρος Σπυρίδων, «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού προνοητού Κορνέρ», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τ. Β’ (1883), σ. 282-317.

Λάμπρος Σπυρίδων, «Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τ.5 (1900), σ. 228-251, 425-567,605-823.

Μπίρταχας Στάθης, Βενετική Κύπρος (1489-1571): Οι εκθέσεις των αξιωματούχων του ανώτατου διοικητικού σχήματος της κτήσης / Venetian Cyprus: The Reports by the dominion’s supreme administrative officials, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2019.

Παγκράτης Γεράσιμος, Οι εκθέσεις των Βενετών βαΐλων και προνοητών της Κέρκυρας, 16ος αιώνας, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 2008.

Σάθας Κωνσταντίνος Ν., Documents inédits relative à l’ histoire de la Grèce au Moyen Âge, τ. 4-6, Παρίσι 1882-1884 .

Σπανάκης Στέργιος, Μνημεία της Κρητικής Ιστορίας, τ. 1-6, Hράκλειο 1940-1976.

374

Τσελίκας Αγαμέμνων, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά ΙΕ’ (1982-1984), σ. 127-152.

Τσελίκας Αγαμέμνων, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά ΙΕ΄ (1982-1984), σ. 127-152.

Τσελικας Αγαμεμνων, «Μεταφρα σεις βενετικω ν εκθεσεων περι Πελοποννη σου, Β΄», Πελοποννησιακά ΙΖ΄ (1987-1988), σ. 141-171.

Τσελικας Αγαμεμνων, «Μεταφρα σεις βενετικω ν εκθεσεων περι Πελοποννη σου, Γ΄: μετάφραση έκτακτου προνοητού Θ. Γραδένιγου 1692», Πελοποννησιακά ΚΑ΄ (1995), σ. 33-53.

Τσελίκας Αγαμέμνων, «Μεταφράσεις Βενετικών Εκθέσεων περί Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά ΚΒ΄ (1996-1997), σ. 58-80.

Τσικνάκης Κώστας Γ, Οι εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Κεφαλονιάς (16ος αιώνας), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 2008.

375

ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αβραμέα Άννα, Η Πελοπόννησος από τον 4ο ως τον 8ο αιώνα: αλλαγές και συνέχεια, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2012.

Αγοροπούλου - Μπιρμπίλη Αφροδίτη, «Η εβραϊκή συνοικία της Κέρκυρας», στο Η εβραϊκή παρουσία στον Ελλαδικό χώρο (4ος-19ος αι.), επιμ. Άννα Λαμπροπούλου – Κώστας Τσικνάκης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών - Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού Αθήνα 2008, σ. 123-148.

Αθανασούλης Δημήτριος, Το κάστρο Ακροκορίνθου και η ανάδειξή του (2006-2009) = The Castle of Acrocorinth and its enhancement project (2006-2009), Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού / 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αρχαία Κόρινθος 2014.

Αναγνωστόπουλος Γεώργιος Ν., Τεχνολογία εκρηκτικών υλών και πυρίτιδων: θεωρία, παρασκευή, ιδιότητες, έλεγχος, εφαρμογαί, Αθήναι 1960.

Ανάπλαση και αξιοποίηση των ανενεργών αλυκών Επτανήσου (Κέρκυρας, Λευκάδας και Ζακύνθου): Διεπιστημονικό Συνέδριο, Λευκάδα, 30 Σεπτεμβρίου-3 Οκτωβρίου 1999, επιμ. Θανάσης Καλαφάτης, Θεοδώρα Πετανίδου, Ζήσιμος Συνοδινός, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λευκάδας – Πάντειο Πανεπιστήμιο – Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Αθήνα 2003.

Ανδρεάδης Ανδρέας, Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τ. Β΄, Εστια, Αθη να 1914.

Ανδρεάδης Ανδρέας, «Περί του αν υπήρχον Εβραίοι εν Κρήτη ότε οι Βενετοί κατέλαβον την Μεγαλόνησον», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 4 (1929), σ. 32-37.

Αντωνιάδη Σοφία, «Συμβολή εις την ιστορίαν της Πελοποννήσου κατά τον 17ο αιώνα: το Αρχείον Grimani», Χαριστήριον εις Αναστάσιον Ορλάνδον, τ. 3, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήναι 1966, σ. 153-165.

Αρακαδάκη Μαρία, «Το προμαχωνικό σύστημα οχύρωσης του ΙΣΤ'-ΙΗ' αιώνα στην ελληνική βιβλιογραφία: προβλήματα ορισμών και ορολογίας», Επιστημονική Επετηρίδα Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων 13 (1994), σ. 43-115.

Αρακαδάκη Μαρία, «Διάγραμμα του δικτύου ακτοφρουρών της Κρήτης από την έκθεση του Nicola Gualdo de Priorati (1633)», Κρητολογικά γράμματα 13 (1997), σ. 49- 73.

376

Αρακαδάκη Μαρία, «Μορφές της επάκτιας άμυνας στα φρούρια με προμαχώνες: το rivellino και η mezzaluna», Όριον: τιμητικός τόμος στον Καθηγητή Δ.Α. Φατούρο, τ. Ι΄, Θεσσαλονικη 1998, σ. 103-124.

Αρακαδάκη Μαρία, «Fortezza della Suda: ιστορικές και αρχιτεκτονικές διερευνήσεις», Κρητική Εστία 7 (1999), σ. 51-112.

Αρακαδάκη Μαρία, Το φρούριο της Σπιναλόγκας (1571-1715): συμβολή στη μελέτη των επακτίων και νησιωτικών οχυρών της Βενετικής Δημοκρατίας, έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λασιθιου, τ. Α΄-Β΄, Άγιος Νικο λαος Κρη της 2001.

Αρακαδάκη Μαρία, «Οι αλυκές της Ελούντας μέσα από τις επιστολές του Zeno (1640- 1644)», στο Το αλάτι και οι αλυκές ως φυσικοί πόροι κι εναλλακτικοί πόλοι τοπικής ανάπτυξης: Πρακτικά Τελικού Συνεδρίου Προγράμματος ALAS Project, Μυτιλήνη - Πολιχνίτος, 29 Νοεμβρίου - 1 Δεκεμβρίου 2002, επιμ. Θεοδώρα Πετανίδου, Hjalmar Dahm, Λένα Βαγιάννη, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη 2002, σ. 102-115.

Αρακαδάκη Μαρία, «Τα “φρούρια των βράχων” και η άμυνα των στρατηγικής σημασίας λιμανιών στη βενετοκρατούμενη Κρήτη», στο Παράκτια οχυρά και η άμυνα των λιμανιών: Πρακτικά ημερίδας, Θεσσαλονίκη 25 Σεπτεμβρίου 1998, επιμ. Ντιάνα Ζαφειροπούλου, Ελένη Κώτσου, Υπουργείο Πολιτισμού / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 2002.

Αρακαδάκη Μαρία, «Αρχειακά τεκμήρια για το φρούριο της Γραμβούσας: τέσσερις εκθέσεις προνοητών της τελευταίας δεκαετίας του 16ου αιώνα», Θησαυρίσματα 35 (2005), σ. 243-294.

Αρακαδάκη Μαρία, «Στις αλυκές της Ελούντας: ιστορίες και ταλαιπωρίες της αλατοπαραγωγής στα χρόνια της Βενετοκρατίας», στο Αλοπηγικές δραστηριότητες και παράκτια οικοσυστήματα στην περιβαλλοντική εκπαίδευση, επιμ. Γεώργιος Μαμάκης, Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Νεάπολης Κρήτης, Νεάπολη Κρήτης 2007, σ. 33-42.

Αρβανιτάκης Δημήτρης, Κοινωνικές αντιθέσεις στην πόλη της Ζακύνθου: το ρεμπελιό των ποπολάρων 1628, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 2001.

Αργυρού Έφη, «Αγροληπτικές σχέσεις στη Λευκάδα του 18ου αιώνα», στα Πρακτικά του Δ΄ Συνεδρίου Επτανησιακού Πολιτισμού (Λευκάδα 8-12 Σεπτεμβρίου 1993), επιμ. Δημήτριος Χ. Σκλαβενίτης, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 1996, σ. 301- 315.

377

Αριστείδου Αικατερίνη Χ., «Αλάτι», λήμμα στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, Φιλόκυπρος, Λευκωσία 1984, σ. 344-346.

Αριστείδου Αικατερίνη Χ., «Ενοικιάσεις και πωλήσεις φεούδων επί Βενετοκρατίας στην Κύπρο κατά την περίοδο 1509-1517», Κυπριακαί Σπουδαί 57-58 (1993-1994), σ. 11-21.

Αριστείδου Αικατερίνη Χ., «Απελευθερώσεις παροίκων και αντισηκώματα απελευθέρων στη βενετοκρατούμενη Κύπρο (1509-1517)», Επετηρίς Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών 23 (1997), σ. 115-123.

Αριστείδου Αικατερίνη Χ., «Πλούσιοι και φτωχοί στη Βενετοκρατούμενη Κύπρο», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8-11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 361-371.

Αριστείδου Αικατερίνη Χ., «Η παραγωγή υφασμάτων, αλατιού και ζαχάρεως στη λατινοκρατούμενη Κύπρο: τεχνικές παραγωγής και διαδικασία εμπορίου», στο Τεχνογνωσία στη Λατινοκρατούμενη Ελλάδα: Πρακτικά ημερίδας, Αθήνα 8 Φεβρουαρίου 1997, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 2000, σ. 56- 60.

Αρχοντίδης Αστέριος, Η Βενετοκρατία στη Δυτική Ελλάδα (1684-1699), Θεσσαλονίκη 1983.

Ασδραχά Αικατερίνη, «Στη φεουδαλική Κέρκυρα: από τους παροίκους, στους vassali angararii», Τα Ιστορικά 2/3 (1985), σσ. 77-94.

Ασδραχάς Σπύρος Ι., «Οι αναγραφές και ο κόσμος τους», στο Ιστορία, αστική ζωή και αρχιτεκτονική, επιμ. Ennio Concina, Αλίκη Νικηφόρου – Testone, Πολιτιστικός Σύλλογος «Κόρκυρα», Κέρκυρα 1994, σ. 85-93.

Ασπιώτης Νίκος - Καμονάχου Μαρία, Οι αλυκές Λευκίμμης στη νεότερη εποχή: το αλάτι, ο χώρος, οι άνθρωποι (1864-1993), Οργανισμός Πολιτισμού – Αθλητισμού Λευκιμμαίων, Κέρκυρα 2006.

Ασωνίτης Σπύρος, «Η αγγαρεία στην Κέρκυρα κατά τον όψιμο Μεσαίωνα», Εώα και Εσπέρια 4 (1999-2000), σ. 133-174.

Ασωνίτης Σπύρος, Η Κέρκυρα και τα ηπειρωτικά παράλια στον ύστερο Μεσαίωνα (1386- 1463), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007.

378

Arbel Benjamin, «Η Κύπρος υπό ενετική κυριαρχία», στο Ιστορία της Κύπρου, επιμ. Παπαδο πουλλος Θεο δωρος, Ίδρυμα Αρχιεπισκο που Μακαριου Γ΄, Λευκωσια 1995, σ. 455-536.

Avneri Zvi, «Οι Εβραίοι του Μυστρά», Χρονικά τέυχος 40, (Ιούνιος 1981), σ. 3-7 (ανατύπωση από τον 11ο τόμο της σειράς Sefunot του Ινστιτούτου Ερευνών Μπεν-Τσβη της Ιερουσαλήμ).

Βαγιακάκος Δίκαιος Β., Αρχαία και μεσαιωνικά τοπωνύμια εκ Μάνης, Αθήναι 1961.

Βαγιακάκος Δίκαιος Β., Περί τα παραταινάρια της Μάνης τοπωνύμια, Αθήναι 1965.

Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 4, Θεσσαλονίκη 1968.

Βέης Νίκος, «Αθηναίοι εν Καλαβρύτοις το έτος 1706», Πελοποννησιακά Α’ (1956), σ. 454.

Βέης Νίκος, «Οι Εβραίοι της Λακεδαιμονίας και του Μυστρά», Ο Νουμάς 3 (1905), σ. 10- 11.

Βενετικοί χάρτες της Πελοποννήσου, τέλη 17ου-18ου αιώνα: aπό τη συλλογή του πολεμικού aρχείου της Αυστρίας, επ. επιμ. Όλγα Κατσιαρδή - Hering, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2018.

Βενετοκρατούμενη Ελλάδα: προσεγγίζοντας την ιστορία της, επ. διευθ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, επιμ. Δέσποινα Βλάσση – Αγγελική Τζαβάρα, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Αθήνα Βενετία 2010.

Βιγγοπούλου, Ιόλη, «Μαρτυρίες για Εβραίους σε περιηγητικά κείμενα του 16ου αι.»,στο Η εβραϊκή παρουσία στον Ελλαδικό χώρο (4ος-19ος αι.), επιμ. Άννα Λαμπροπούλου – Κώστας Τσικνάκης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών - Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού Αθήνα 2008, σ. 79-96.

Βλάσση Δέσποινα, « Ένταξη νέων μελών στο συμβούλιο της Κεφαλονιάς από το γενικό προβλεπτή της θάλασσας Alvise Grimani (1760)», Κεφαλληνιακά Χρονικά 5 (1986), σ. 74-127.

Βλάσση - Sponza Δέσποινα, «Μια πρεσβεία της κοινότητας της Κεφαλονιάς προς τη Βενετία (1634)», Αφιέρωμα στον πανεπιστημιακό δάσκαλο Βασ. Βλ. Σφυρόερα από τους μαθητές του, Λύχνος, Αθήνα 1992, σ. 97- 117.

Βλάσση Δέσποινα Ερ., «Κοινωνική και οικονομική συγκρότηση του ορεινού χώρου στη βενετοκρατούμενη Κεφαλονιά», στο Κοινωνίες της υπαίθρου στην

379

ελληνοβενετική Ανατολή (13ος-18ος αι.), επιμ. Κώστας Ε. Λαμπρινός, Ακαδημία Αθηνών / Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2018, σ. 123-141.

Bloch Marc, Η φεουδαλική κοινωνία: η διαμόρφωση των σχέσεων εξάρτησης, οι τάξεις και η διακυβέρνηση των ανρθρώπων [sic], Κάλβος, Αθήνα 1987.

Γάσπαρης Χαράλαμπος, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη, 13ος-14ος αι., Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 1997

Γάσπαρης Χαράλαμπος, «"Φτωχοί" φεουδάρχες και "πλούσιοι" αγρότες: η οικονομική διαστρωμάτωση των τάξεων στη μεσαιωνική Κρήτη», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8- 11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 293-303.

Γασπαρινάτος Σπύρος Γερ. Η Βενετοκρατία στα νησιά του Ιονίου Πελάγους, έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα 2009.

Γερούση Ευγενία, «Το κάστρο της Καλαμάτας και οι λοιπές οχυρώσεις της νοτιοανατολικής Μεσσηνίας», στο Δύμη. Φραγκοκρατία-Βενετοκρατία-Α΄ Τουρκοκρατία, 1-2 Οκτωβρίου 2005: πρακτικά συνεδρίου, Δήμος Δύμης υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας σε συνεργασία με την 6η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Πάτρας και την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Πελοποννήσου, Πάτρα 2012, σ. 145-161.

Γεωργακάς Δημήτριος Ι., Τα τοπωνύμια Αργολίδος και των Μυκηνών και η ιστορία του τόπου, Αθήναι 1965.

Γιανναροπούλου Ιωάννα, «Μπαρούτη – μπαρουτόμυλοι Δημητσάνας», στα Πρακτικά του Β’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Πάτραι, 25-31 Μαΐου 1980), τ. 3, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, εν Αθήναις 1981-1982.

Γιαννόπουλος Ιωάννης, Η Κρήτη κατά τον τέταρτο βενετοτουρκικό πόλεμο (1570-1571), έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα 1978.

Γιαννόπουλος Ιωάννης, Τσιταντίνοι, οι snob της βενετικής περιφέρειας: δοκίμιο εννοιολογικής και κοινωνικής ιστορίας, Παπαζήσης, Αθήνα 2011.

Γιαννοπούλου Μαριέττα Ε., Το ρεμπελιό των ποπολάρων﮲ η πρώτη κοινωνική επανάσταση που γινε στην Ελλάδα, τυπ. Φραντζεσκάκης, εν Αθήναις 1933.

380

Γιωτοπούλου – Σισιλιάνου Έλλη, «Κοινωνικά προβλήματα στην Κέρκυρα και η αντιμετώπισή τους από τους Βενετούς, όπως προκύπτουν από τις πηγές και κυρίως από τα κείμενα των πρεσβειών», Κερκυραϊκά Χρονικά ΧΧΙΙΙ (1980), σ. 38-46.

Γριτσόπουλος Τάσος, «Το εν Βενετίᾳ Αρχείον Grimani καθ’ όσον αφορά εις την Πελοπόννησον», Πελοποννησιακά Ζ΄ (1969-1970), σ. 396-399.

Γριτσόπουλος Τάσος, Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Χιλιομοδίου, Έκδοσις της Ιεράς Μονής, Αθήνα 1996.

Concina Ennio, «Ο Άγιος Μάρκος, η ακρόπολη, η πόλη», στο Ιστορία, αστική ζωή και αρχιτεκτονική, επιμ. Ennio Concina, Αλίκη Νικηφόρου – Testone, Πολιτιστικός Σύλλογος «Κόρκυρα», Κέρκυρα 1994, σ. 29-37.

Concina Ennio, Νικηφόρου - Testone Αλίκη, Κέρκυρα: ιστορία, αστική ζωή και αρχιτεκτονική, 14ος-19ος αι., Πολιτιστικός Σύλλογος “Κόρκυρα”, Κέρκυρα 1994.

Δασκαλάκης Απόστολος Β., Η Μάνη και η οθωμανική αυτοκρατορία 1453–1821, Αφοί Μπλαζουδάκη, εν Αθήναις 1923.

Δαφνής Κώστας, «Τα κάστρα της Κέρκυρας», Κερκυραϊκά χρονικά τ.ΙΙΙ (1953), σ. 17-24.

Δεσύλλας Χρήστος, «Η συμβολή της εβραϊκής κοινότητας Κέρκυρας στην ανάπτυξη δομών εγχρήματης πίστης», Χρονικά 216 (2008),

Δετοράκης Θεοχάρης Ε., «Η αγγαρεία της θάλασσας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη», στο Βενετοκρητικά μελετήματα 1971-1994, Βικελαία Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 1996, σ. 71-98.

Δημητριάδης Βασίλης, «Φορολογικές κατηγορίες των χωριών της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία», Μακεδονικά 20 (1980), σ. 375-462.

Δημητριάδης Βασίλης, «Η ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης των χωριών της Μακεδονίας και η φορολογική πολιτική του οθωμανικού κράτους», στο Διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Μακεδονία: συμπόσιο, εκδήλωση για τα 75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, 9, 10, 11 Δεκεμβρίου, 1988, εποπτεία τόμου Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος., επιμ.Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης του Δήμου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1991.

Διδάσκοντας για το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα: πρακτικά σεμιναρίου, 26-27 Φεβρουαρίου 2015, Αθήνα 2015

381

Δύμη. Φραγκοκρατία-Βενετοκρατία-Α΄ Τουρκοκρατία, 1-2 Οκτωβρίου 2005: πρακτικά συνεδρίου, Δήμος Δύμης υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας σε συνεργασία με την 6η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Πάτρας και την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Πελοποννήσου, Πάτρα 2012.

De Veneciis ad Mothonam: Έλληνες και Βενετοί στα χρόνια της Βενετοκρατίας, Πρακτικά της διεθνούς επιστημονικής συνάντησης, Μεθώνη 19-20 Μαρτίου 2010, επιμ. Γωγώ Βαρζελιώτη, Αγγελική Πανοπούλου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Αθήνα Βενετία 2012. Ε

Ευαγγελάτου – Νοταρά Φλωρεντία, «Η Μεθώνη, σταθμός στα ταξίδια βυζαντινών αυτοκρατόρων στη Δύση», Πελοποννησιακά 16 (1985-1986): Φίλιον Δώρημα εις τον Τάσον Αθ. Γριτσόπουλον, σ. 97-107.

Ευθυμίου Μαρία, «Εβραίοι και Έλληνες: μια ιστορία 2.500 χρόνων συνύπαρξης», στο Διδάσκοντας για το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα: πρακτικά σεμιναρίου, Αθήνα 14- 16 Οκτωβρίου 2009, Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, Αθήνα 2009, σ. 11-14.

Ζαπάντη Σταματούλα, «Η Ιθάκη στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας (1500-1571)», Κεφαλληνιακά Χρονικά 7 (1998), σ. 129-133.

Ζαπάντη Σταματούλα, Κεφαλονιά 1500-1570: η συγκρότηση της κοινωνίας του νησιού, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999.

Ζήβας Διονύσης Α., «Οι βαρδιόλες της Ζακύνθου», Θησαυρίσματα 30 (2003), σ. 303-310

Ζώης Λεωνίδας, «Μια διαθήκη Ισραηλίτιδος της Ζακύνθου τον 17ο αι.», Χρονικά 145 (1996), σ. 3-5 (ανατύπωση).

Η εβραϊκή παρουσία στον Ελλαδικό χώρο (4ος-19ος αι.), επιμ. Άννα Λαμπροπούλου – Κώστας Τσικνάκης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών - Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού Αθήνα 2008

Θανασόπουλος Κώστας, Τα τοπωνύμια της Αχαΐας ως ιστορικές μνήμες του μεσαιωνικού εποικισμού της, Περί Τεχνών Εκδόσεις, Πάτρα 2007.

Ιναλτζίκ Χαλίλ, Η οθωμανική αυτοκρατορία: η κλασσική εποχή 1300-1600, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995.

Καλαφάτης Θανάσης - Παγκράτης Γεράσιμος - Συνοδινός Ζήσιμος, «Συνοπτική καταγραφή βασικών πηγών και βιβλιογραφίας περί αλυκών Επτανήσου», στο Ανάπλαση και αξιοποίηση των ανενεργών αλυκών Επτανήσου (Κέρκυρας, Λευκάδας και Ζακύνθου), Διεπιστημονικό Συνέδριο, Λευκάδα, 30 Σεπτεμβρίου - 3 Οκτωβρίου 1999, επιμ. Θανάσης Καλαφάτης, Θεοδώρα Πετανίδου, Ζήσιμος

382

Συνοδινός, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λευκάδας - Πάντειο Πανεπιστήμιο - Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Αθήνα 2003, σ. 319-330.

Κανδηλώρος Τάκης, Η Δημητσάνα: ιστορική μονογραφία μετά βιογραφιών του Πατριάρχου και του Γερμανού, τυπ. Βιβλιεμπορικών Καταστημάτων Αποστολόπουλος, εν Αθήναις 1897.

Καραθανάσης Αθανάσιος, «Επαναστατικές κινήσεις στην Πελοπόννησο στα 1659», Πελοποννησιακά τ. 8 (1971), σ. 239-260.

Καραπιδακης Νίκος, «Η κερκυραϊκή ευγένεια στις αρχές του ιζ' αιώνα», Τα Ιστορικά, τ. 2/3 (Μάιος 1985), σ. 95-124.

Καραπιδάκης Νίκος, «Για την εβραϊκή κοινότητα της Κέρκυρας», στο Η εβραϊκή παρουσία στον Ελλαδικό χώρο (4ος-19ος αι.), επιμ. Άννα Λαμπροπούλου – Κώστας Τσικνάκης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών - Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού Αθήνα 2008, σ. 149-154.

Καρβελάς Γεώργιος Ι., «Η πυρίτις της Δημητσάνης», Γορτυνιακόν Ημερολόγιον, τ. Ε’ (1950), σ. 24-27.

Καρδαμίτση - Αδάμη Μάρω, «Αστική αρχιτεκτονική», στο Βενετοκρατούμενη Ελλάδα: προσεγγίζοντας την ιστορία της, επ. διευθ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, επιμ. Δέσποινα Βλάσση – Αγγελική Τζαβάρα, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Αθήνα Βενετία 2010, σ. 407-427.

Καρποδίνη - Δημητριάδη Έφη, Κάστρα της Πελοποννήσου, Adam Editions, Αθήνα 1990.

Κάσδαγλη Αγλαΐα, «Φτωχοί και πλούσιοι στη Νάξο του 17ου αιώνα: αντιλήψεις, συμπεριφορά και πραγματικότητα», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής: Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8-11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 109- 116.

Κάστρων Περίπλους = Castrorum Circumnavigation, επιμ. Ντιάνα Ζαφειροπούλου, Υπουργείο Πολιτισμού / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, Αθήνα 2008.

Κοινωνίες της υπαίθρου στην ελληνοβενετική Ανατολή (13ος-18ος αι.), επιμ. Κώστας Ε. Λαμπρινός, Ακαδημία Αθηνών / Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2018

Κολυβά Μαριάννα, «Θεόδωρος Παλαιολόγος, αρχηγός μισθοφόρων “Στρατιωτών” και διερμηνέας στην υπηρεσία της Βενετίας (1452-1532)», Θησαυρίσματα τ. 10 (1973), σ. 138-162.

383

Κολυβά - Καραλέκα Μαριάννα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο: παραγωγή και εκμετάλλευση (16ος αι.)», Τα Ιστορικά 6/10 (Ιούνιος 1989), σ. 47-74.

Κόμης Κώστας, Βενετικά κατάστιχα Μάνης – Μπαρδούνιας (αρχές 18ου αιώνα): τεκμήρια οικονομίας και ιστορικής δημογραφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.

Κοντογιάννης Νίκος Δ. - Γρηγοροπούλου Ιωάννα Μ., Το Κάστρο της Μεθώνης, Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 2009.

Κορδώσης Μιχάλης, Συμβολή στην ιστορία και τοπογραφία της περιοχής Κορίνθου στους μέσους χρόνους, Βιβλιοπωλείον Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα 1981,

Κοροβέσης Νίκος Αθ., «Εξέλιξη αλατοπηγικής τεχνολογίας: οικοσύστημα αλυκών», στο Το ελληνικό αλάτι. Η΄ Τριήμερο Εργασίας: Μυτιλήνη, 6-8 Νοεμβρίου 1998, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 2001, σ. 216-229.

Κουμούση Αναστασία, Ακροκόρινθος, Υπουργείο Πολιτισμού / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 2001.

Κουμούση Αναστασία, «Νέα στοιχεία για το οχυρωματικό δίκτυο των Φράγκων στην Αχαΐα», στο Δύμη. Φραγκοκρατία-Βενετοκρατία-Α’ Τουρκοκρατία, 1-2 Οκτωβρίου 2005: πρακτικά συνεδρίου, Δήμος Δύμης υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας σε συνεργασία με την 6η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Πάτρας και την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Πελοποννήσου, Πάτρα 2012, σ. 31-60.

Κραντονέλλη Αλεξάνδρα, «Η δράση των πειρατών στο Ιόνιο Πέλαγος », στο Το Ιόνιο Πελαγος, χαρτογραφία και ιστορία, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2007, σελ. 117-223.

Κριμπάς Θάνος, «Η ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος 1687-1715», Πελοποννησιακά Α’ (1956), σ. 315-346.

Κριμπάς Θάνος, «Η ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος 1687-1715. Μέρος Β’», Πελοποννησιακά Β (1957), σ. 247-255.

Κωνσταντινίδου Κατερίνα, «Η ιστορία του ατυχούς Alvise Rovelli και η προσπάθεια οργάνωσης ταχυδρομικών υπηρεσιών στο Regno di Morea: τέλη του 17ου αρχές του 18ου αι.», Θησαυρίσματα 36 (2006), σ. 345-367.

Λαΐου, Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2001

Λαμπρινός Κώστας Ε., «Η εξέλιξη της κρητικής ευγένειας στους πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας», Θησαυρίσματα, 26 (1996) σ. 206-224.

384

Λαμπρινός Κώστας Ε., «Οι κάτοικοι της κρητικής υπαίθρου κατά το 16ο και 17ο αιώνα: κοινωνικο-πολιτικά γνωρίσματα και πρακτικές εκπροσώπησης», Θησαυρίσματα 32 (2002), σ. 97-151.

Λαμπρινός Κώστας Ε., «Τα προνόμια και τα σπαθιά: κοινωνικές μεταβολές και στρατολόγηση στη βενετοκρητική ύπαιθρο (16ος-17ος αιώνας)», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 9 (2008), σ. 9-59.

Λαμπρινός Κώστας Ε., Οι cittadini στη βενετική Κρήτη: κοινωνικοπολιτική και γραφειοκρατική εξέλιξη (15ος-17ος αι.), Ακαδημία Αθηνών / Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2015.

Λαμπρινός Κώστας Ε., «Κοινωνική συγκρότηση στην ύπαιθρο», στο Βενετοκρατούμενη Ελλάδα: προσεγγίζοντας την ιστορία της, επ. διευθ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, επιμ. Δέσποινα Βλάσση – Αγγελική Τζαβάρα, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Αθήνα Βενετία 2010, σ. 131-153

Λαμπρινού Μαρία, «Οι αλυκές της Λευκάδας», Αρχαιολογία 12/49 (Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1993), σ. 61 -65.

Λαμπρινού Μαρία, «Τρία ενετικά μνημεία στον πορθμό της Λευκάδας: φρούριο Αγίας Μαύρας, ναός Αγίου Γεωργίου, ενετικές αλυκές», Επετηρίς Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών Ι΄ (2004-2005), σ. 37-108.

Λαμπρινού Μαρία, Το φρούριο της Αγίας Μαύρας στη Λευκάδα, Ηρόδοτος, Αθήνα 2018.

Λαμπροπούλου Άννα, «Η εβραϊκή παρουσία στην Πελοπόννησο κατά τη βυζαντινή περίοδο», στο Οι Εβραίοι στον ελληνικό χώρο: ζητήματα ιστορίας με μακρά διάρκεια, Πρακτικά του Α΄ Συμποσίου Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 23-24 Νοεμβρίου 1991, Γαβριηλίδης, Αθήνα1995, σ. 45-61.

Λαμπρυνίδης Μιχαήλ Γ., Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς: ιστορική μελέτη, Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «ο Παλαμήδης», Αθήνα 1950.

Λεοντσίνης Γεώργιος, «Δομή και λειτουργία της κοινότητας των ευγενών στα Κύθηρα κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας», στα Πρακτικά του Ε' Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου Αργοστόλι - Ληξούρι, 17-21 Μαΐου, τ. 1, Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ερευνών, Αργοστόλι 1989, σ. 181-225.

Λιάτα Ευτυχία – Τσικνάκης Κώστας, Με την αρμάδα στο Μοριά (1684-1687): ανέκδοτο ημερολόγιο με σχέδια, Ολκός, Αθήνα 1998.

385

Λιάτα Ευτυχία, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αιώνα: οικιστικά μεγέθη και κατανομή της γης, Ακαδημία Αθηνών / Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2002.

Λουδάρου Αναστασία, «Στα ίχνη της εβραϊκής παρουσίας στην Ελλάδα: ιστορικά και αρχαιολογικά τεκμήρια της μακραίωνης ιστορίας των Ελλήνων Εβραίων», στο Διδάσκοντας για το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα: πρακτικά σεμιναρίου, Αθήνα 14- 16 Οκτωβρίου 2009, Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, Αθήνα 2009, σ. 10-15.

Λούντζης Ερμάννος, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, Κάλβος, Αθήνα 1969 (ανατύπωση από το Η περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθηνα 1856)

Λυκίσσας Μιχάλης Γ., Τα φρούρια της Κέρκυρας, Σύλλογος Αργυραδιτών Αττικής, Αθήνα 1988.

Μάλλιαρης Αλέξης Μ., «Η τουρκική εισβολή στην Πελοπόννησο (1715) και η στάση του πληθυσμού έναντι Βενετών και Τούρκων», στα Πρακτικά του ΣΤ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 24-29 Σεπτεμβρίου 2000, τ. 3, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα 2002, σ. 420-436.

Μάλλιαρης Αλέξης Μ., Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο, 1687-1715: γη, πληθυσμοί, κοινωνία στη Β.Δ. Πελοπόννησο, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Βενετία 2008.

Μάλλιαρης Αλέξης Μ., «Ελληνοβενετική συνύπαρξη στην Πελοπόννησο (1687-1715): συμβίωση, αλληλεπιδράσεις, υιοθεσία κοινού πολιτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού λεξιλογίου», στο Δρόμοι κοινοί: μελέτες για την κοινωνία και τον πολιτισμό αφιερωμένες στην Αικατερίνη Κουμαριανού, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2009, σ. 67-76.

Μάλλιαρης Αλέξης Μ., «Η πόλη της Μεθώνης στην όψιμη βενετική περίοδο (1686-1715). χώρος κάτοικοι –ορθόδοξοι και ρωμαιοκαθολικοί-, γαιοκατοχή», στο De Veneciis ad Mothonam·: Έλληνες και Βενετοί στη Μεθώνη τα χρόνια της Βενετοκρατίας, Πρακτικά της Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, Μεθώνη 19-20 Μαρτίου 2010, επιμ. Γωγώ Βαρζελιώτη – Αγγελική Πανοπούλου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Αθήνα Βενετία 2012, σ. 181-189.

Μαλτέζου Χρύσα Α., «Κρητοκυθαραϊκά: η κρητική οικογένεια Κλαδούρη και το συμβούλιο ευγενών στα Κύθηρα», Θησαυρίσματα 12 (1975) σ. 257-291.

Μαλτέζου Χρύσα Α., «Βενετσιάνικες εκθέσεις για την οχύρωση του Ισθμού της Κορίνθου στα τέλη του 17ου αιώνα», στα Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου

386

Πελοποννησιακών Σπουδών (Σπάρτη, 7-14 Σεπτεμβρίου 1975), τ. 3, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα 1976-1978, σ. 269-276

Μαλτέζου Χρύσα Α., «Παρατηρήσεις στο θεσμό της βενετικής υπηκοότητας: προστατευόμενοι της Βενετίας στον λατινοκρατούμενο ελληνικό χώρο (13ος - 15ος αι.)», Σύμμεικτα 4 (1981), σ. 1-16.

Μαλτέζου Χρύσα Α. , «Η φρούρηση των παραλίων του διαμερίσματος Ρεθύμνου: κατάλογος σκοπιών (1633)», Αριάδνη 1 (1983), σ. 139-167.

Μαλτέζου Χρύσα Α., «Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της Βενετοκρατίας (1211- 1669)», στο Κρήτη: ιστορία και πολιτισμός, τ.2, επ. επιμ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, εκδοτική φροντίδα Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, Ηράκλειο 1988. σ. 107-161.

Μαλτέζου Χρύσα Α., Τα Κύθηρα τον καιρό που κυριαρχούσαν οι Βενετοί, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Βενετία 2008

Μαραγκού Άννα - Κούτας Ανδρέας, Αμμόχωστος: η ιστορία της πόλης, Λευκωσία 2005.

Μαχαιράς Κωνσταντίνος Γ., Η Λευκάς επί Ενετοκρατίας 1684-1797, Αθήνα 1951.

Μαχαιράς Κωνσταντίνος Γ. Το εν Λευκάδι φρούριον της Αγίας Μαύρας, Αθήνα 1956.

Μαυροειδή Φάνη, «Κοινωνία και διοίκηση στα Κύθηρα στις αρχές του 17ου αιώνα», Δωδώνη 7 (1978) σ. 141-169.

Μαυροειδή Φανή, «Δύο αστικές πελοποννησιακές κοινότητες της Δεύτερης Βενετοκρατίας», Δωδώνη 16/1 (1987), σ. 439-444.

Μέρτζιος Κωνσταντίνος Δ., «Περί των Αθηναίων του Μορέως», Αθηναϊκά 15 (1960), σ. 10-15.

Μέρτζιος Κωνσταντίνος Δ. – Παπαδόπουλος Θωμάς, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του εις τα αρχεία της Βενετίας κατά την Ενετοκρατίαν (1687-1715)», Λακωνικαί Σπουδαί 9 (1988), σ. 227 – 277

Μιχαηλάρης Παναγιώτης, «Από το Ιόνιο στη χώρα των Γρισώνων: τα ταξίδια του λευκαδίτικου αλατιού το 18ο αιώνα», στο Το ελληνικό αλάτι. Η΄ Τριήμερο Εργασίας: Μυτιλήνη, 6-8 Νοεμβρίου 1998, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 2001, σ. 166-171.

Μιχάλαγα Δέσποινα, Συμβολή στην εκκλησιαστική ιστορία της Πελοποννήσου κατά τη Β΄ Βενετοκρατία (1685-1715), Αθήνα 2008.

Μομφερράτος Αντώνιος Γ., Μεθώνη και Κορώνη επί Ενετοκρατίας: υπό κοινωνικήν, πολιτικήν και δημοσιονομικήν άποψιν, τυπ. Πετράκος, Αθήνα 1914.

387

Μόρδος Σαμουήλ, «Η εβραϊκή κοινότητα της Ζακύνθου: χρονικό πέντε αιώνων»,στο Διδάσκοντας για το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα: πρακτικά σεμιναρίου, 26-27 Φεβρουαρίου 2015, Αθήνα 2015, σ. 18-26.

Μοσχονάς Νίκος Γ., «Η οργάνωσις ακτοφρουρών της Τήνου υπό του Βενετού Συνδίκου Ιερώνυμου Da Lezze (1621)», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 5 (1965- 1966), σ. 668-687.

Μοσχονάς Νίκος Γ., «Ειδήσεις περί της ιδρύσεως και οργανώσεως του φρουρίου Άσου Κεφαλληνίας (1538-1510)», στο Les fortifications depuis l’antiquité jusqu’au Moyen – Âge dans le monde monde méditerranéen: πεπραγμένα της Η’ Επιστημονικής Συνόδου, Αθήνα 25-29.4.1968, Διεθνές Ινστιτούτο Φρουρίων - Τεχνικόν Επιμελητήριον της Ελλαδος, Αθήναι 1968, σ. 1-7 (ανάτυπο).

Μοσχονάς Νίκος Γ., «Έκθεση του αντιπροβλεπτή Άσου Αμβροσίου Corner (1597)», Μνημόσυνον Σοφίας Αντωνιάδη, Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Βενετία 1974.

Μοσχονάς Νίκος Γ., «Αποστολή αξιωματούχων από την Κρήτη για την ίδρυση του φρουρίου της Άσου στην Κεφαλονιά», στα Πεπραγμένα του Δ’ διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου Ηράκλειο 29 Αυγούστου - 3 Σεπτεμβρίου 1976, τ.2, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Αθήνα 1980, σ. 263-269.

Μοσχονάς Νίκος Γ., «Το συμβούλιο της κοινότητας της Κεφαλονιάς (1593): ποσοτική ανάλυση», Δίπτυχα 2 (1980-1981), σ. 300-314.

Μοσχονάς Νίκος Γ., «Οργάνωση του πληθυσμού στις βενετικές κτήσεις της ελληνικής Ανατολής», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8-11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 489-502.

Μοσχονάς Νίκος Γ., «Η εβραϊκή διασπορά στο Ιόνιο (12ος-16ος αιώνας)», στο Η εβραϊκή παρουσία στον Ελλαδικό χώρο (4ος-19ος αι.), επιμ. Άννα Λαμπροπούλου, Κώστας Τσικνάκης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών - Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού, Αθήνα 2008, σ. 97-121.

Μοσχονάς Νίκος Γ. «Το δουκάτο του Αιγαίου», στο Το δουκάτο του Αιγαίου, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, Νάξος - Αθήνα 2007, επ. επιμ. Νίκος Γ. Μοσχονάς, Λίλυ Μ.Γ Στυλιανίδη., Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών – Ακαδημία Αθηνών / Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας, Αθήνα 2009, σ. 35-54.

388

Μοσχόπουλος Γεώργιος, Ιστορία της Κεφαλονιάς, τ. 1-2, Αθήνα 1985.

Μοσχόπουλος Γεώργιος, «Η στρατιωτική οργάνωση της Κεφαλονιάς (16ος-17ος αι.)», Κεφαλληνιακά Χρονικά 5 (1986), σ. 1-32.

Μουταφτσίεβα Βέρα, Αγροτικές σχέσεις στην οθωμανική αυτοκρατορία (15ος-16ος αι.), μτφ. Ουρανία Αστρινάκη, πρόλογος Ευαγγελία Μπαλτά, Πορεία, Αθήνα 1990.

Μπαρούτσος Φώτης, «Η εξέλιξη του θεσμού των συμβουλίων των ευγενών στη βενετική Κρήτη: αντανάκλαση κοινοτικής ή διοικητικής οργάνωσης;» στα Πεπραγμένα του Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου Ελούντα 1-6 Οκτωβρίου 2001, επιμ. Αλέξης Καλοκαιρινός, Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2001.

Μπελέζος Δημήτρης, «Κατάλογος τοπωνυμίων στο Territorio d’Andrusa: la maggior parte campagna», στο Βενετικοί χάρτες της Πελοποννήσου, τέλη 17ου-18ου αιώνα: aπό τη συλλογή του πολεμικού aρχείου της Αυστρίας, επ. επιμ. Όλγα Κατσιαρδή - Hering, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2018, σ. 362-366.

Μπελέζος Δημήτρης, «Κατάλογος τοπωνυμίων στο Disegno del teritorio di Leondari», στο Βενετικοί χάρτες της Πελοποννήσου, τέλη 17ου-18ου αιώνα: από τη συλλογή του πολεμικού αρχείου της Αυστρίας, επ. επιμ. Όλγα Κατσιαρδή - Hering, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2018, σ. 381-389.

Μπελέζος Δημήτρης, «Κατάλογος τοπωνυμίων στο Dissegno del territorio di Fanari», στο Βενετικοί χάρτες της Πελοποννήσου, τέλη 17ου-18ου αιώνα: από τη συλλογή του πολεμικού Αρχείου της Αυστρίας, επ. επιμ. Όλγα Κατσιαρδή - Hering, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2018, σ. 397-404.

Μπενβενίστε Ρίκα, Από τους Βάρβαρους στους Μοντέρνους: κοινωνική ιστορία και ιστοριογραφικά προβλήματα της Μεσαιωνικής Δύσης, Πόλις, Αθήνα 2007.

Μπίρταχας Στάθης, Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση στο βενετικό Κράτος της Θάλασσας: το παράδειγμα της Κύπρου, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2011.

Μπίρταχας Στάθης, Βενετική Κύπρος (1489-1571): Οι εκθέσεις των αξιωματούχων του ανώτατου διοικητικού σχήματος της κτήσης / Venetian Cyprus: The Reports by the dominion’s supreme administrative officials, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2019.

Μπιτούνης Γιάννης Χ., Η μπαρούτη της Δημητσάνας από το 17ο αιώνα μέχρι σήμερα, Εκδοτική Ελλάς, Αθήνα 1989.

389

Μπόμπου-Σταμάτη Βασιλική, «Συμβολή στην ιστορία της Καλαμάτας γύρω στα 1700», Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (Καλαμάτα, 2-4 Δεκεμβρίου 1977), Αθήνα 1978, σ. 260-277.

Μυλωνά Ζωή Α., Το κάστρο της Ζακύνθου, Υπουργείο Πολιτισμού / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 2003.

Miller William, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα 1204-1566, μετάφραση - εισαγωγή - σημειώσεις Φουριώτης Άγγελος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1960.

Νεζερίτης Άγγελος, Λεξικόν της βυζαντινής Πελοποννήσου, επιμ. Νίκος Νικολούδης, τυπ. Μ & Γ. Ζώρζος, Αθήναι 1998.

Νικολάου Γεώργιος Β., «Ειδήσεις για την επιβολή των αγγαρειών στην provincia di Laconia κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας», Λακωνικές σπουδές ΙΓ (1996), σσ. 405-426.

Νικολάου Γεώργιος Β., «Εκκλήσεις προς το γενικό προβλεπτή της Πελοποννήσου Francesco Grimani για την απαλλαγή από αγγαρείες (1698/99)», στα Πρακτικά του Ε΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Άργος-Ναύπλιο 6-10 Σεπτεμβρίου 1995, τ. 4, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα 1998, σ. 257-288.

Νικολάου Γιώργος Βασ., «Συνέχειες, ασυνέχειες και ρήξεις στον ελληνικό κόσμο κατά τα νεώτερα χρόνια: η περίπτωση της Πελοποννήσου (1685-1715)», στο Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-1214): οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία: Ε’ Διεθνές Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών: (Θεσσαλονίκη 2-5 Οκτωβρίου 2014), Αθη να 2015, τ. Ε΄, σ. 253–271.

Νικολάου - Κονναρή Άγγελ, «Συνέχειες και ασυνέχειες στη δουλοπαροικιακή πολιτική της βενετικής διοίκησης στην Κύπρο», στο Κοινωνίες της υπαίθρου στην ελληνοβενετική Ανατολή (13ος-18ος αι.), επιμ. Κώστας Ε. Λαμπρινός, Ακαδημία Αθηνών / Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2018, σ. 51-89.

Ντόκος Κωνσταντίνος, Η Στερεά Ελλάς κατά τον ενετοτουρκικών πόλεμον (1684-1699) και ο Σαλώνων Φιλόθεος, Αθήναι 1975.

Ντόκος Κωνσταντίνος, «Η μετοικεσία των Αθηναίων στην Πελοπόννησο», Μνήμων 10 (1985), σ. 96-138.

390

Ντόκος Κωνσταντίνος, «Breve descrittione del Regno di Morea.: αφηγηματική ιστορική πηγη η επισημο βενετικο εγγραφο της Β΄ Βενετοκρατιας στην Πελοπο ννησο;», Εώα και Εσπέρια 1 (1993), σ. 81-131.

Ντόκος Κωνσταντίνος, «Οι κοινότητες των λαϊκών τάξεων στη βενετοκρατούμενη Κύπρο», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής: Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8-11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 385-386.

Ντόκος Κωνσταντίνος, «Οι αστικές κοινότητες και οι αγγαρείες του Δημοσίου στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», Εώα και Εσπέρια 4 (1999-2000), σ. 243-280.

Ντόκος Κωνσταντίνος, Αστική αυτοδιοίκηση και κοινωνικές τάξεις στη βενετοκρατούμενη Ανατολή και στην Κύπρο, υπό δημοσίευση.

Ντόκος Κωνσταντίνος - Παναγόπουλος Γεώργιος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1993.

Ντόκος Κωνσταντίνος - Αθανασοπούλου Ιωάννα, Η πόλη της Βοστίτσας και ο πληθυσμός της κατά την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας, 1685-1715, Εταιρεία Επιστήμης και Πολιτισμού της Αιγιαλείας 2007.

Ντούρου - Ηλιοπούλου Μαρία, «Η έκθεση του Καπετάνιου Gaspar Rhenerius (1563): στοιχεία για τη βενετοκρατούμενη Κρήτη και ιδιαίτερα για το Χάνδακα», Παρουσία 1 (1982), σ. 138-163.

Ντούρου - Ηλιοπούλου Μαρία, «Πρεσβεία των κατοίκων του βενετοκρατούμενου Χάνδακα στα μέσα του 16ου αιώνα (1561)», Παρουσία 5 (1987), σ. 355-397.

Ντούρου - Ηλιοπούλου Μαρία, «Το φεουδαρχικό ιππικό της Κρήτης στις αρχές του 17ου αιώνα», Παρουσία 6 (1989), σ. 299-339.

Ντούρου - Ηλιοπούλου Μαρία, «Ο Χάνδακας στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα», Παρουσία 7 (1989), σ. 7 -60.

Ντούρου - Ηλιοπούλου Μαρία, «Δυτικοί στη βενετοκρατούμενη Ρωμανία (Κρήτη, Μεθώνη, Κορώνη) από το 1261 ως το 1386: γενική επισκόπηση», Θησαυρίσματα 27 (1997), σ. 37-64.

Nicholas David, Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου: κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη, 312-1500, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005.

391

Ξαναλάτου - Δεργκαλίν Ελένη, Κούλογλου - Περβλολαράκη Άννα, Μονεμβασία, Γραφικαί Τέχναι Ο. Περβολαράκης - Β. Λυκογιαννάκης Α.Ε., Αθήνα 1976.

Ξανθουδίδης Στέφανος, «Οι Εβραίοι εν Κρήτη επί Eνετοκρατίας», Κρητική Στοά 2 (1909), σ. 209-224.

Ξένος Διονύσιος, «Αλυκή: ένας προνομιούχος χώρος για τη διατήρηση του περιβαλλοντικού συστήματος», στο Το ελληνικό αλάτι. Η΄ Τριήμερο Εργασίας: Μυτιλήνη, 6-8 Νοεμβρίου 1998, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 2001, σ. 230-233.

Ξηρουχάκης Αγαθάγγελος, Η βενετοκρατούμενη Ανατολή: Κρήτη και Επτάνησος, τυπ. “Φοίνιξ”, εν Αθήναις 1934.

Οι Εβραίοι στον ελληνικό χώρο: ζητήματα ιστορίας με μακρά διάρκεια, Πρακτικά του Α΄ Συμποσίου Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 23-24 Νοεμβρίου 1991, Γαβριηλίδης, Αθήνα1995.

Οικονομίδης Νίκος, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους στην οικονομία» στο Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, γενικη εποπτεια Λαΐου Αγγελικη Ε., τ. Γ΄, Μορφωτικο Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2006, σ. 133-266.

Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού: αρχειακά τεκμήρια, επ. διεύθ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 1993.

Παγκράτης Γεράσιμος, «Οι αλυκές της Κέρκυρας στην περίοδο της βενετικής κυριαρχίας», στο Ανάπλαση και αξιοποίηση των ανενεργών αλυκών Επτανήσου (Κέρκυρας, Λευκάδας και Ζακύνθου): Διεπιστημονικό Συνέδριο, Λευκάδα, 30 Σεπτεμβρίου-3 Οκτωβρίου 1999, επιμ. Θανάσης Καλαφάτης, Θεοδώρα Πετανίδου, Ζήσιμος Συνοδινός, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λευκάδας - Πάντειο Πανεπιστήμιο - Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Αθήνα 2003, σ. 45-50.

Παναγιωτόπουλος Βασίλης, «Μέγεθος και σύνθεση της οικογένειας στην Πελοπόννησο γύρω στα 1700», Τα Iστορικά 1/1 (1983), σ. 5-18.

Παναγιωτόπουλος Βασίλης, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος / Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1985

Παναγιωτόπουλος Βασίλης, «Οι απαρχές της πυριτιδοποιίας στη Δημιτσάνα», στο Επιστημονικό Συμπόσιο στη μνήμη Νίκου Σβορώνου (30 και 31 Μαρτίου 1990), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1993, σ. 251-290.

392

Παναγιωτόπουλος Βασίλης, «Η βενετική απογραφή της Πελοποννήσου του 1700», Πελοποννησιακά ΚΒ΄ (1996-1997), παράρτημα αρ. 6, σ. 203-216.

Παναγόπουλος Γεώργιος, «Σύστασις υπό των Ενετών αστικής κοινότητος εις Βοστίτσαν», Πελοποννησιακά ΚΒ΄ (1996-1997), παράρτημα αρ. 6, σ. 399-406.

Παναγόπουλος Γεώργιος, «Το βενετικόν κτηματολόγιον της Βοστίτσας εις την έρευναν της πελοποννησιακής ιστορίας», Πελοποννησιακά ΚΒ΄ (1996-1997), παράρτημα αρ. 8, το μος Γ΄, σ. 433-440.

Πανοπούλου Αγγελική, «Αλυκές και παραγωγή αλατιού στην Πελοπόννησο με βάση το Αρχείο Grimani (1698-1700)», στα Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Καλαμάτα 8-15 Σεπτεμβρίου 1985, τ. 3, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα 1987-1988, σ. 305-329.

Πανοπούλου Αγγελική, «Παραγωγή και εμπόριο αλατιού στην Πελοπόννησο (13ος-16ος αι.)», στο Χρήμα και αγορά στην εποχή των Παλαιολόγων, επ. επιμ. Νίκος. Γ. Μοσχονάς, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 2003, σ. 157-179.

Πανοπούλου Αγγελική, «Από την τεκμηρίωση της ιστορίας των αλυκών», στο Πληροφορίες για την τεχνολογία στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές: Πρακτικά ημερίδας, Αθήνα 10 Σεπτεμβρίου 2005, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς - Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Αθήνα 2007, σ. 121-131.

Πανοπούλου Αγγελική, «Αλυκάριοι - εργάτες - αγρότες: συνθήκες εργασίας και σχέσεις εξουσίας στις αλυκές της βενετοκρατούμενης Πελοποννήσου», στο Κοινωνίες της υπαίθρου στην ελληνοβενετική Ανατολή (13ος-18ος αι.), επιμ. Κώστας Ε. Λαμπρινός, Ακαδημία Αθηνών / Κέντρον Ερεύνης Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2018, σ. 271-299.

Παπαδάκη Ασπασία, «Αξιώματα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη κατά το 16ο και 17ο αιώνα», Κρητικά Χρονικά 26 (1986), σ. 99-126.

Παπαδάκη Ασπασία, «Οι Βενετοί ευγενείς της Κρήτης κατά το 16ο αιώνα (εξασφάλιση τίτλων)», στα Πεπραγμένα Στ' Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β', Φιλολογικός Σύλλογος «Χρυσόστομος», Χανιά 1991, σ. 431-438.

Παπαδάκη Ασπασία, «Αποδείξεις αστικής ιδιότητας στην Κρήτη το 17ο αιώνα (prove di cittadinanza)», στα Πεπραγμένα του Ζ'Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β2, Ρέθυμνο 1995, σ. 619-634.

393

Παπαδάκη Ασπασία, «Η κρητική ευγένεια στην κοινωνία της βενετοκρατούμενης Κρήτης», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής: Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8-11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 305-318.

Παπαδία - Λάλα Αναστασία, «”Cittadini” και κάτοικοι πόλεων: κοινωνική διαστρωμάτωση στα βενετοκρατούμενα Χανιά (μέσα 16ου-17ου αιώνα)», στο Νεοελληνική πόλη: οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος: Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας , Αθήνα 26-28 Σεπτεμβρίου 1984 και Ερμούπολη 29- 30 Σεπτεμβρίου, τ. Α΄, Εταιρεια Μελετης Νεου Ελληνισμου - περ. Μνήμων, Αθήνα 1985, σ. 59-66.

Παπαδία - Λάλα Αναστασία, «Οι Έλληνες και η βενετική πραγματικότητα: ιδεολογική και κοινωνική συγκρότηση», στο Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού: αρχειακά τεκμήρια, επ. διεύθ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 1993, σ. 173-276.

Παπαδία - Λάλα Αναστασία, «Συμβολή στην ιστορία της Πάργας κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας», στο Η Επανάσταση του 1821: μελέτες στη μνήμη της Δέσποινας Θεμελή-Κατηφόρη, παράρτημα του περιοδικού «Μνήμων», αρ. 9, Αθήνα 1994, σ. 203-222.

Παπαδία - Λάλα Αναστασία, «Οι "φτωχοί" στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές: ορολογία, αντιλήψεις, πραγματικότητες», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8-11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 91-99.

Παπαδία - Λάλα Αναστασία, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.): μία συνθετική προσέγγιση, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Βενετια 2008 (α΄ εκδοση 2004).

Παπαδία Λάλα Αναστασία, «Κοινωνία και κοινότητες στην Πελοπόννησο κατά την περιοδο της Β΄ Βενετοκρατιας», στο Βενετικοί χάρτες της Πελοποννήσου, τέλη 17ου-18ου αιώνα: από τη συλλογή του πολεμικού αρχείου της Αυστρίας, επ. επιμ. Όλγα Κατσιαρδή - Hering, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2018, σ. 59-73.

394

Παπαδόπουλος Στέλιος Αγ., Μπαρούτη, μπαρουτόμυλοι και ο αγώνας του ’21, επιμ. Ελένη Μπεχράκη, ΕΤΒΑ Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα, Αθήνα 1997.

Παπαθανασόπουλος Γεώργιος - Παπαθανασόπουλος Θάνος, Πύλος - Πυλία: οδοιπορικό στο χώρο και στο χρόνο: η Πύλος του Νέστορος, το Ναβαρίνο, η Μεθώνη, η Κορώνη, Υπουργείο Πολιτισμού / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 2004.

Πεντόγαλος Γεράσιμος Η., «Πληροφορίες για αλυκές στην Κεφαλονιά τον 16ο αιώνα», Η Κεφαλονίτικη Πρόοδος 6/65-66 (1977), σ. 83-87.

Πέππας Ιωάννης Ευάγγελος, Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και του Μορέως, έκδοση του συγγραφέα, Αθήναι 1993.

Πετανίδου Θεοδώρα, Άλας: το αλάτι στην ευρωπαϊκή ιστορία και τον πολιτισμό, Ελληνικές Αλυκές Α.Ε., Αθήνα 1977.

Πίκουλας Γιάννης Α., Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου: παλαιά και νέα τοπωνύμια, Horos, Αθήνα 2001.

Πλουμίδης Γεώργιος Σ., «Ειδήσεις διά το βενετοκρατούμενο Ναύπλιον (1440-1450)», Πελοποννησιακά 8 (1971), σ. 261-175

Πλουμίδης Γεώργιος Σ., «Κατάλογος στρατεύσιμων Χανίων και Αποκορώνου στην έκθεση του ρέκτορα M.A. Bernardo», Κρητικά Χρονικά 25 (1973), σ. 291-351.

Πλουμίδης Γεώργιος Σ., «Συλλογή εγγράφων για τις βενετοκρατούμενες Μεθώνη και Κορώνη (1465-1502)», Πελοποννησιακά Ι’ (1974), σ. 155-164.

Πλουμίδης Γεώργιος, Αιτήματα και πραγματικότητες των Ελλήνων της Βενετοκρατίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων / Φιλοσοφική Σχολή / Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ιωάννινα 1985.

Πλουμίδης Γεώργιος Σ., «Η φύλαξη της Λευκάδας στα 1508», Δωδώνη ΙΕ΄/1 (1986), σ. 97-100.

Πλουμίδης Γεώργιος, Πρεσβείες Κρητών προς τη Βενετία (1487-1558), Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων / Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής, «Δωδώνη», Παράρτημα, αρ. 25, Ιωάννινα 1986.

Πλουμίδης Γεώργιος, Κανονισμοί της νήσου Κύπρου (1507-1522), Πανεπιστημίο Ιωαννίνων / Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής «Δωδώνη», Παράρτημα αρ. 32, Ιωάννινα 1987.

395

Πλουμίδης Γεώργιος, Πρεσβείες Κρητών προς τη Βενετία (1604-1640), τεύχος 2 Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων / Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής «Δωδώνη», Παράρτημα, αρ. 25, Ιωάννινα 1988.

Πλουμίδης Γεώργιος, Αιτήματα και πραγματικότητες των Ελλήνων της Βενετοκρατίας, τεύχος 1-3, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων / Φιλοσοφική Σχολή / Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ιωάννινα 1985-1992.

Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8-11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998.

Ράλλη Αθανασία, «Κάστρο Χλεμούτσι/Clermont», Αρχαιολογία 30/121 (Αύγουστος 2016), σ. 112-144.

Ράνκιος Λεοπόλδος, «Περί της εν Πελοποννήσῳ Ενετοκρατίας (1685-1715)» (μτφρ. Π. Καλλιγάς), Πανδώρα 12 (1861-1862), σ. 553-562, 577-585.

Ροδολάκης Γεώργιος Ε., «Αγροτικές συμβάσεις στην Κέρκυρα (15ος-16ος αιώνας)», Επετηρίς του Κέντρου της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου 33 (1997), σ. 437-455.

Ροδολάκης Γεώργιος Ε., «Διαμόρφωση νομικής ορολογίας στις αγροτικές σχέσεις: η περίπτωση της Κέρκυρας (16ος-18ος αιώνας)», στα Πρακτικά του Ζ΄ Πανιονίου Συνεδρίου (Λευκάδα, 26-30 Μαΐου 2002), επιμ. Δημήτριος Χ. Σκλαβενίτης, Τριαντα φυλλος Σκλαβενιτης, τ. Α΄., Εταιρεια Λευκαδικω ν Μελετω ν, Αθη να 2004, σ. 379-393.

Ρούσσου Μαρία, «Αλυκές Λευκάδας: σημειολογία μιας καθημερινότητας», στο Ανάπλαση και αξιοποίηση των ανενεργών αλυκών Επτανήσου (Κέρκυρας, Λευκάδας και Ζακύνθου): Διεπιστημονικό Συνέδριο, Λευκάδα, 30 Σεπτεμβρίου-3 Οκτωβρίου 1999, επιμ. Θανάσης Καλαφάτης, Θεοδώρα Πετανίδου, Ζήσιμος Συνοδινός, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λευκάδας - Πάντειο Πανεπιστήμιο - Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Αθήνα 2003, σ. 151-156.

Ρωμανός Ιωάννης, «Η εβραϊκή κοινότης Κερκύρας», Χρονικά 93 (1987),σ. 3-12 (ανάτυπο από Εστία 24, 25, 26 (1891), σ. 369-374, 385-388, 401-403)

Σαββίδης Αλέξης, «Ο Λάκων Ιωάννης Άρατος και οι Ιουδαίοι της Σπάρτης στα τέλη του 10 μ.Χ. αιώνα», Χρονικά 33/225 (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2010), σ. 9-17.

Σάθας Κωνσταντίνος, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Καμαρινόπουλος - Γυφτάκης, Αθήναι 1869.

396

Σάθας Κωνσταντίνος, Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει και αναγέννησις της ελληνικής τακτικής, Καραβίας, Αθήνα 1986.

Σαιντ - Γκιλλαίν Γκυγιώμ, «“Ιπποτες, φεουδάρχες και άλλοι υποτελείς”: οι μορφές κοινωνικής υπεροχής στις δεσποτείες των Κυκλάδων (13ος-15ος αι.)», στο Το δουκάτο του Αιγαίου, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, Νάξος - Αθήνα 2007, επ. επιμ. Νίκος Γ. Μοσχονάς, Λίλυ Μ.Γ Στυλιανίδη, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών – Ακαδημία Αθηνών / Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας , Αθήνα 2009, σ. 124 - 135.

Σαραντάκος Δημήτριος, «Τι απέγιναν οι Εβραίοι της Λακεδαιμονίας», Χρονικά 33/225 (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2010), σ. 6-8.

Σκαρμούτσου - Δημητροπούλου Κωνσταντίνα, «Ιουστινιάνειο τείχος (Εξαμίλιο)», στο Αρχαιολογικές έρευνες και μεγάλα δημόσια έργα: αρχαιολογική συνάντηση εργασίας: Πρακτικά, Επταπύργιο Θεσσαλονίκης 18-20 Σεπτεμβρίου 2003, Υπουργείο Πολιτισμού / Επιτροπή παρακολούθησης μεγάλων έργωνΘεσσαλονίκη 2004, σ. 227-228.

Σκαρμούτσου Κωνσταντίνα, «Νεότερες ανασκαφικές έρευνες στο Ιουστινιάνειο τείχος στην Κόρινθο», στο Α΄ Αρχαιολογική Σύνοδος Νότιας και Δυτικής Ελλάδας, Πάτρα 9-12 Ιουνίου 1996: Πρακτικά, γενικη εποπτεια Ντια να Ζαφειροπου λου, ΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, 6η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Υπουργείο Πολιτισμού / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 2006, σ. 389-394.

Σπανάκης Στέργιος, «Οι οικισμοί της Επτανήσου και οι κάτοικοί των του 16ου αιώνα», στα Πρακτικά του Ε΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου, Αργοστόλι - Ληξούρι, 17-21 Μαΐου 1986, τ. Α΄, Εταιρεια Κεφαλληνιακω ν Ιστορικω ν Ερευνω ν, Αθη να 1989, σ. 107-128.

Σπανάκης Στέργιος, «Κρήτη και Πελοπόννησος», Πελοποννησιακά ΚΒ΄ (1996-1997), παρα ρτημα 8, το μος Γ΄, σ. 95-106.

Σπηλιωτόπουλος Επαμεινώνδας Α., Τα πυρομαχικά κατά τον αγώνα του 1821, Ιωλκός, Αθήνα 1972.

Σταυρίδου - Ζαφράκα Αλκμήνη, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», Βυζαντινά 11 (1982), σ. 23- 54.

Στεριώτου Ιωάννα, «Ένας διάλογος σχετικός με την κατασκευή των φρουρίων (fortezze)», Επιστημονική επετηρίς της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΣΤ’/2 (1974), σ. 102-156.

397

Στεριώτου Ιωάννα, Οι βενετικές οχυρώσεις του Ρεθύμνου (1540-1646)· συμβολή στη φρουριακή αρχιτεκτονική του 16ου και 17ου αιώνα, τ. Α΄-Β΄, Υπουργειο Πολιτισμου / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 1992.

Στεριώτου Ιωάννα, «Υλικό περιβάλλον και δημόσια έργα στον ελληνικό χώρο», στο Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου Ελληνισμού. αρχειακά τεκμήρια, επ. διεύθ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, ΄Ιδρυμα Ελληνικου Πολιτισμου , Αθη να 1993, σ. 485- 518.

Στεριώτου Ιωάννα Θ., «Συμπληρωματικά αμυντικά έργα στις οχυρώσεις της Πελοποννήσου (1684-1715): δύο σχέδια του τείχους της πόλης του Ναυπλίου (18ος αι.) από το αρχείο της Βενετίας», στο Η εκστρατεία του Morosini και το “Regno di Morea”. Μονεμβασιώτικος Όμιλος Γ΄Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης, 20- 22 Ιουλίου 1990, επιμ. Χάρις Καλλιγά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε., Αθήνα 1998, σ. 135-154.

Στεριώτου Ιωάννα, «25 κανόνες της τεχνικής στη σχεδίαση και κατασκευή φρουρίων από τον Giulio Savorgano - 16ος αιώνας», στο Τεχνογνωσία στη Λατινοκρατούμενη Ελλάδα: πρακτικά ημερίδας, Αθήνα 8 Φεβρουαρίου 1997, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 2000, σ. 128-138.

Στεριώτου Ιωάννα, «Ο πόλεμος του Μοριά και ο κώδικας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας», Θησαυρίσματα 33 (2003), σ. 241-283.

Στεριώτου Ιωάννα, «Οχυρώσεις και λιμάνια», στο Βενετοκρατούμενη Ελλάδα: προσεγγίζοντας την ιστορία της, επ. διευθ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, επιμ. Δέσποινα Βλάσση – Αγγελική Τζαβάρα, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Αθήνα Βενετία 2010, σ. 389-406.

Στεριώτου Ιωάννα, «Η εξέλιξη του “προμαχωνικού συστήματος” στις οχυρώσεις της Ελλάδας», Φίλοι Γιώργου Π. Εκκεκάκη, «Αντιδώρημα», τιμητικός τόμος, Ρέθυμνο 2013, σ. 277-296.

Στουραΐτη Αναστασία, «Αφηγηματικότητα και ιστορία: ο πόλεμος του Μοριά (1684- 1699) στο έργο του ιστορικού Pietro Garzoni», Θησαυρίσματα 29 (1999), σ. 335- 381.

Σφηκόπουλος Ιωάννης Θ., Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, Αθήναι 1968.

Τζιβάρα Παναγιώτα, Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθος 1588-1594: η νομή και η διαχείριση της εξουσίας από το συμβούλιο των 150, Ενάλιος, Αθήνα 2009.

Τεχνογνωσία στη Λατινοκρατούμενη Ελλάδα: Πρακτικά ημερίδας, Αθήνα 8 Φεβρουαρίου 1997, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 2000.

398

Το αλάτι και οι αλυκές ως φυσικοί πόροι κι εναλλακτικοί πόλοι τοπικής ανάπτυξης: Πρακτικά Τελικού Συνεδρίου Προγράμματος ALAS Project, Μυτιλήνη - Πολιχνίτος, 29 Νοεμβρίου - 1 Δεκεμβρίου 2002, επιμ. Θεοδώρα Πετανίδου, Hjalmar Dahm, Λένα Βαγιάννη, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη 2002.

Το δουκάτο του Αιγαίου, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, Νάξος - Αθήνα 2007, επ. επιμ. Νίκος Γ. Μοσχονάς, Λίλυ Μ.Γ Στυλιανίδη., Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών – Ακαδημία Αθηνών / Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας, Αθήνα 2009.

Το ελληνικό αλάτι. Η΄ Τριήμερο Εργασίας: Μυτιλήνη, 6-8 Νοεμβρίου 1998, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 2001.

Τόλιας Γιώργος, «Εικόνες της διοικητικής συγκρότησης του “Βασιλείου του Μοριά”: τρεις χειρόγραφοι βενετικοί χάρτες της Πελοποννήσου, 1692-1707», στο Βενετικοί χάρτες της Πελοποννήσου, τέλη 17ου-18ου αιώνα: από τη συλλογή του πολεμικού Αρχείου της Αυστρίας, επ. επιμ.Όλγα Κατσιαρδή - Hering, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2018, σ. 75-100.

Τουρκοελληνικό λεξικό, Faruk Tuncay - Λεωνίδας Καρατζάς, Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού.

Τσελίκας Αγαμέμνων, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά ΙΕ΄ (1982-1984), σ. 127-152.

Τσελικας Αγαμεμνων, «Μεταφρα σεις βενετικω ν εκθεσεων περι Πελοποννη σου, Β΄», Πελοποννησιακά ΙΖ΄ (1987-1988), σ. 141-171.

Τσελίκας Αγαμέμνων, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννη σου, Γ΄: μετάφραση έκτακτου προνοητού Θ. Γραδένιγου 1692», Πελοποννησιακά ΚΑ΄ (1995), σ. 33-53.

Τσελίκας Αγαμέμνων, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά ΚΒ΄ (1996-1997), σ. 58-80.

Τσικνάκης Κώστας, «Οι προσπάθειες για την ίδρυση του φρουρίου της Άσου στην Κεφαλονιά (1576-1593)», στα Πρακτικά του Ε΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου, Αργοστόλι - Ληξούρι, 17-21 Μαΐου 1986, τ. Α΄, Εταιρεια Κεφαλληνιακω ν Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα 1989, σ. 93-106.

Τσικνάκης Κώστας, «Οι Εβραίοι του Χάνδακα τον 16ο αι.», στο Ο ελληνικός Εβραϊσμός: Επιστημονικό Συμπόσιο, 3 και 4 Απριλίου 1998, επίμ. Στεφανοπούλου Μαρία, Σχολή Μωραΐτη / Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας Αθήνα 1999, σ. 223-238.

399

Τσικνάκης Κώστας, «Η στρατιωτική κατάσταση των νησιών του Ιονίου το 1589», στα Πρακτικά του Στ΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου, Ζάκυνθος 23-27 Σεπτεμβρίου 1997, τ. Β΄, Κεντρο Μελετω ν Ιονιου - Εταιρεία Ζακυνθιακών Σπουδών - University Studio Press, Αθήνα Θεσσαλονίκη 2000-2004, σ. 59-108.

Τσικνάκης Κώστας, «Μέτρα κατά της κυκλοφορίας εβραϊκών βιβλίων τον 16ο αι.: η καύση του Ταλμούδ στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές το 1554», στο Η εβραϊκή παρουσία στον Ελλαδικό χώρο (4ος-19ος αι.), επιμ. Άννα Λαμπροπούλου – Κώστας Τσικνάκης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών - Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού Αθήνα 2008, σ. 155-170.

Τσικνάκης Κώστας Γ., «Ο ελληνικός χώρος στη διάρκεια της Βενετοκρατίας», στο Βενετοκρατούμενη Ελλάδα: προσεγγίζοντας την ιστορία της, επ. διευθ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, επιμ. Δέσποινα Βλάσση – Αγγελική Τζαβάρα, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Αθήνα Βενετία 2010, σ. 21- 69.

Τσικνάκης Κώστας, «Περιοδεύοντας στην ύπαιθρο της Κρήτης για την απονομή δικαιοσύνης: φεουδαρχικές καταπιέσεις και μέτρα περιστολής τους από τον Giacomo Foscarini στα χρόνια 1574-1577», στο Κοινωνίες της υπαίθρου στην ελληνοβενετική Ανατολή (13ος-18ος αι.), επ. επιμ. Κώστας Ε. Λαμπρινός, Ακαδημία Αθηνών / Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2018, σ. 165-196.

Τυπάλδος – Αλφονσάτος Ιωάννης, Η φεουδαρχία και η γεωργία κατά τας Ιονίους νήσους, Εθνικό Τυπογραφείο, εν Αθήναις 1864.

Φρεζής Ραφαήλ, Ψηφίδες ιστορίας του ελληνικού Εβραϊσμού, έκδοση του συγγραφέα, Βόλος 2007.

Φωκάς - Κοσμετάτος Κοσμέτος, Το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου Κεφαλληνίας: η παλαιά πρωτεύουσα του νησιού, Μακρής Ι., Αθήνα 1966.

Φωκάς - Κοσμετάτος Κοσμέτος, «Φέουδα και τιμάρια εις Κεφαλληνίαν», Η Κεφαλονίτικη Πρόοδος 6/69-70 (1977), σ. 169-170.

Χανιώτης Γ., «Η εβραϊκή κοινότητα Κέρκυρας (1860-1939)», στο Οι Εβραίοι στον ελληνικό χώρο: ζητήματα ιστορίας ση μακρά διάρκεια, Πρακτικά του Α΄ Συμποσίου Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 23-24 Νοεμβρίου, επιμ. Έφη Αβδελά, Οντέτ Βαρών - Βασάρ, Γαβριηλίδης, Αθήνα 1995, σ. 63-73.

400

Χατζάκης Ιωάννης, «Τα “βρετά” παιδιά: oι ιδιαίτερες διαστάσεις του φαινομένου της έκθεσης βρεφών στη βενετική Κύπρο», Πνεύματος Δώρημα Γεωργίω Π. Νάκω, Νόμος 13 (2010), σ. 485-503.

Χασιώτης Ιωάννης, «Οι Έλληνες και οι πόλεμοι μεταξύ οθωμανικής αυτοκρατορίας και ευρωπαϊκών κρατών (1669-1792): η κάμψη της οθωμανικής δυνάμεως», Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ. 11, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 8-51.

Χατζόπουλος Διονύσιος, Ο τελευταίος βενετο-οθωμανικός πόλεμος, 1714-1718. Παπαδήμας, Αθήνα 2002

Χαραλαμπόπουλος Βασίλειος, «Η πυριτιδοποιία της Δημητσάνης και η συμβολή της εις την Επανάστασιν του ’21», Γορτυνιακά, τ. Β΄ (1978), σ. 181-200.

Χρυσοστομίδου Ιουλιανή, «Στιγμιότυπα πλούτου και φτώχειας στην Ελλάδα κατά τον 14ο-15ο αι. μέσα από μαρτυρίες εγγράφων των βενετικών αρχείων», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8-11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 395-402.

Ψαράς Ιωάννης, Ο θεσμός της πολιτοφυλακής στις βενετικές κτήσεις του ελληνικού χώρου (16ος -18ος αι.), Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1987.

401

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alfonso Antón Isabel, «La contestation paysanne face aux exigences de travail seigneuriales en Castille et Léon: les formes et leur signification symbolique», στο Pour une anthropologie du prélèvement seigneurial dans les campagnes

médiévales (XIe-XIVe siècles): réalités et représentations paysannes, επιμ. Monique Bourin Monique, Martínez Sopena Pascual, Publications de la Sorbonne, Paris 2004, σ. 291-320.

Álvarez-Ossorio Alvariño Antonio, Milán y el legado de Felipe II: gobernadores y corte provincial en la Lombardía de los Austrias, Sociedad Estatal para la Commemoración de los Centenarios de Felipe II y Carlos V, Madrid, 2001.

Álvarez-Ossorio Alvariño Antonio, La república de las parentelas: el Estado de Milán en la monarquia de Carlos II, Gianluigi Arcari Editore, Mantova 2002.

Álvarez-Ossorio Alvariño Antonio «El pasado español de Milán», Clio 57 (2006), σ. 38- 41.

Anderson Roger Charles, Naval wars in the Levant, 1559-1583, Princeton University Press, Princeton 1952.

Andrews Kevin, Castles of the Morea, The American School of Classical Studies at Athens, Princeton New Jersey 2006.

Ankori Zvi, «Jews and the jewish community in the history of medieval Crete», στα Πεπραγμένα του Β΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά 1966), τ. 3, Φιλολογικός Σύλλογος ο «Χρυσόστομος», Αθήνα 1968, σ. 312-367.

Arbel Benjamin, « The cypriot nobility from the fourteenth to the sixteenth century: a new interpretation», στο Latins and Greeks in the Eastern Mediterranean after 1204, ed. Benj. Arbel, Bern. Hamilton, David Jacoby, London 1989, σ. 175-197.

Arbel Benjamin, «Résistence ou collaboration? Les Chypriotes sous la domination vénitienne», στο État en colonisation au Moyen Âge et à la Renaissance, επιμ. Michel Balard Michel, La Manufacture, Lyon 1989, σ. 131-143.

Arbel Benjamin, «Roots of poverty and sources of richness in Cyprus under venetian rule», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8-11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 351-360.

402

Arbel Benjamin, «Cypriot population under venetian rule (1473-1571): a demographic study», Cyprus, the Franks and Venice, Aldershot 2000 [αντατύπωση από το Μελέται και υπομνήματα 1 (1984), σ. 183-215]

Arbel Benjamin, «Urban assemblies and town councils in frankish and venetian Cyprus», Cyprus, the Franks and Venice, Aldershot 2000 [ανατύπωση από τα Πρακτικά του Β' Κυπριολογικού Συνεδρίου, τ. Β', Λευκωσία 1986, σ. 203-213]

Arbel Βenjamin, «Jews and Christians in sixteenth-century Crete: between segregation and integration», στο Interstizi: culture ebraico-cristiane a Venezia e nei domini veneziani tra basso medioevo e prima epoca moderna, επιμ. U. Israel, R. Jütte, R. C. Mueller, Edizioni di Storia e Letteratura, Roma 2010, σ. 281-294.

Asonitis Spiros, «L’introduzione delle Assise di Romania a Corfu», στο Levante veneziano, aspetti di storia delle Isole Ionie al tempo della Serenissima, επιμ. Massimo Constantini & Aliki Nikiforou, Bulzoni Editore, Roma 1996, σ. 59-75.

Barkan Ömer, "Les formes de l'organisation du travail agricole dans l'empire ottoman", İstanbul Üniversitesi İktisat Fakültesi Mecmuası 0 (2012): https://dergipark.org.tr/tr/pub/iuifm/issue/861/9566

Barkey Κaren - Van Rossem Ronan, «Villages and regional structure in the seventeenth-century ottoman empire», American Journal of Sociology 102/5 (March 1997), σ. 1345-1382.

Bon Antoine, Le Péloponnèse byzantine jusqu’en 1204, Presses Universitaires de France, Paris 1951.

Bon Antoine, La Morée Franque: recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaie, 1205-1430, Éditions. de Boccard, Paris 1969.

Borreguero Beltrán Christina, «Del tercio al regimiento», Estudis 27 (2001), σ. 53-90.

Borsari Silvano, Il dominio veneziano a Creta nel XIII secolo, F. Fiorentino, Napoli 1963.

Borsari Silvano, Studi sulle colonie veneziane in Romania nel XIII secolo, Università di Napoli, Napoli 1966.

Borsari Silvano, «Ricchi e poveri nelle comunità ebraiche di Candia e Negroponte (sec.XIII-XIV)», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της Ελληνολατινικής Ανατολής, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8-11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 211-222.

Brunel Ghislain, «La France des corvées: vocabulaire et pistes de recherche», στο Pour

une anthropologie du prélèvement seigneurial dans les campagnes médiévales (XIe-

403

XIVe siècles): réalités et représentations paysannes, επιμ. Bourin Monique, Martínez Sopena Pascual, Publications de la Sorbonne, Paris 2004, σ. 171-290.

Cappellini Pino, Le polveriere venete, Editrice Cesare Ferrari di Clusone, 1987.

Caraher William - Gregory Timothy, «Fortifications of Mount Oneion, Corinthia», Hesperia 75 (2006), σ. 327-356.

Carpenter Rhys - Bon Antoine, The defenses of Acrocorinth and the lower town, Harvard University Press, 1936.

Chabod Federico, Storia di Milano nell’epoca di Carlo V, G. Einaudi, Torino 1971.

Chrysostomides Julian, Monumenta Peloponnesiaca: documents for the history of the Peloponnese in the 14th and 15th centuries, Porphyrogenitus, 1995.

Clement Paul A., «The date of the Hexamilion», Μελετήματα στη μνήμη Βασιλείου Λαούρδα, Σφακιανάκης, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 159-164.

Concina Ennio, Le trionfanti armate venete: le milizie della Serenissima dal XVI al XVIII secolo, Filippi Editore, Venezia 1972.

Concina Ennio, La fabrica della fortezza: l’architettura militare di Venezia, Banca Popolare di Verona, Verona 2001.

Coşgel Metin Murat, «Efficiency and continuity in public finance: the ottoman system of taxation», International Journal of Middle East Studies 37/4 (Nov. 2005), σ. 567- 586.

Cozzi Gaetano, «La Repubblica di Venezia in Morea: un diritto per il nuovo Regno (1687- 1715)», στο L’età dei Lumi: studi storici sul Settecento europeo in onore di Franco Venturi, τ. 2, Jovene Editore, Napoli 1985, σ. 739-789.

D’Amico Stefano, Spanish Milan: a city within the empire, 1535–1706, Palgrave Macmillan, New York, 2012.

D’Amico Stefano, «Spanish Milan, 1535-1706», στο A companion to Late Medieval and early Modern Milan: the distinctive features of an italian state, Brill, Leiden 2014, σ. 46-68.

Davies Seriol, «Venetian Nauplion in the early sixteenth century», στο Περιηγητές και αξιωματούχοι στην Πελοπόννησο: περιγραφές - αναφορές- στατιστικές, 4ο Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης, 26-28 Ιουλίου 1991, επιμ. Χάρις Καλλιγά, Μονεμβασιώτικος Όμιλος, Μονεμβασία 1994, σ. 187-197.

Davies Wendy, «Labour service in brittonic areas», στο Pour une anthropologie du

prélèvement seigneurial dans les campagnes médiévales (XIe-XIVe siècles): réalités

404

et représentations paysannes, επιμ. Bourin Monique, Martínez Sopena Pascual, Publications de la Sorbonne, Paris 2004, σ. 321-336.

Demade Julien, «Les corvées en Haute-Allemagne: du rapport de production au symbole de domination (XIe-XIVe siècles)», στο Pour une anthropologie du prélèvement

seigneurial dans les campagnes médiévales (XIe-XIVe siècles): réalités et représentations paysannes, επιμ. Bourin Monique, Martínez Sopena Pascual, Publications de la Sorbonne, Paris 2004, σ. 337-364

Demirci Süleyman, «Avariz and nüzul levies in the ottoman empire: an assessment of tax burden on the tax-paying subjects: a case study of the Province of Karaman, 1628-1700», Erciyes University Journal of Institute of Social Sciences 11(2001), σ. 293-308.

Demirci Süleyman, «Complaints about avâriz assessment and payment in the avâriz-tax system: an aspect of the relationship between centre and periphery: a case study of Kayseri, 1618-1700», Journal of the Economic and Social History of the Orient 46/4 (2003), σ. 437-474

Dictionary of Political Economy, Palgrave Macmillan, London 1894.

Duncan-Jones Richard, Structure and scale in the roman economy, Cambridge University Press, New York 1990.

Espino López Antonio, «El declinar militar hispánico durante el reinado de Carlos II», Studia historica 20 (1999), σ. 173-198.

Frend William - Hugh Clifford, «A third-century inscription relating to angareia in Phrygia», The Journal of Roman Studies 46/1-2 (1956), σ. 46-56.

Gregory Ε. Timothy: The Hexamilion and the Fortress, Εκδόσεις American School of Classical Studies at Athens, τ. 5, Princeton, New Jersey, 1993.

Gregory E. Timothy, «The Late Roman Wall at Corinth», Hesperia 48 (1979), σ. 264-280.

Grivaud Gilles, «Éléments pour servir à la connaissance de la structure sociale de la paysannerie chypriote au XVIe siècle», Κυπριακαί Σπουδαί 50 (1986), σ. 257- 274.

Grivaud Gilles, «Sur quelques contradictions de l’administration vénitienne à Chypre (1473-1570)», Θησαυρίσματα 20 (1990), σ. 185-205.

Grivaud Gilles, «Échapper à la pauvreté en Chypre vénitienne», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8- 11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 361-371.

405

Grivaud Gilles, «Une societé en guerre: Chypre face à la conquête ottomane», στο Η Γαληνοτάτη και η Ευγενεστάτη: η Βενετία στην Κύπρο και η Κύπρος στη Βενετία, επιμ. Άγγελ Νικολάου-Κονναρή, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία 2009, σ. 194-203.

Gunnis Rupert, Historic Cyprus: a guide to its towns and villages, monasteries and castles, Methuen & Co., Ltd, London [1936].

Harley Eugene J., «The law of angary», The American Journal of International Law 13/2 (1919), σ. 267-301.

Hocquet Jean - Claude, Le sel et la fortune de Venise, τ. 1-2, Presses Universitaires de Lille, Villeneuve-d’Ascq 1978-1979.

Hocquet Jean - Claude, Le saline dei Veneziani e la crisi del tramonto del Medioevo, Il Vetro, Roma 2003.

Hocquet Jean - Claude, Venise et le monopole du sel: production, commerce et finance d’une République marchande, τ. 1-2, Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti - Les Belles lettres, Venise - Paris 2012.

Hodgetts Christine A., The colonies of Coron and Modon under venetian administration, 1204-1400, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of London, 1974

Hodgetts Christine A., «Venetian officials and greek peasantry in the fourteenth century», Καθηγήτρια. Essays presented to Joan Hussey for her 80th birthday, Porphyrogenitus, Camberley Surrey 1988, σ. 481-499.

Χατζόπουλος Διονύσιος, «Capturing and defending the Peloponnese: Domenico Mocenigo’s report of November 2, 1961», Θησαυρίσματα 37 (2007), σ. 327-342.

Inalcik Halil, Studies in the ottoman social and economic history, Variorum Reprints, London 1985.

Inalcik Halil - Donald Quataert, An economic and social history of the ottoman empire, 1300-1600, τ. 1, Cambridge University Press, Cambridge 1997.

Jacoby David, La féodalité en Grèce médiévale: les «Assises de Romanie»: sources, application et diffusion, Mouton, Paris 1971.

Jacoby David, Société et démographie à Byzance et en Romanie latine, Variorum Reprints, London 1975.

Jacoby David, «Un agent Juif au service de Venice: David Mavrogonato de Candie», Θησαυρίσματα 9 (1972), σ. 68-96.

406

Jacoby David, «Quelques aspects de la vie juive en Crète dans le première moitié du XVe siècle», στα Πεπραγμένα του Γ΄Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ρέθυμνον, 18- 23 Σεπτεμβρίου 1971, τ. 2, εκδ. Δήμος Ρεθύμνης, Αθήνα 1974, σ. 108-117.

Jacoby David, «Venice and Venetian Jews in the Eastern Mediterranean», στο Gli Ebrei e Venezia: secoli XIV-XVIII: atti del convegno internazionale organizzato dall’Istituto di storia della società e dello Stato veneziano della Fondazione Giorgio Cini, Venezia, Isola di San Giorgio Maggiore 5-10 giugno 1983, επιμ. Gaetano Cozzi, Edizioni Comunità, Milano 1987, σ. 29-58.

Jeffery George, A description of the historic monuments of Cyprus: studies in the archaeology and architecture of the island, W.J. Archer, government printer at the Government printing office, Nicosia, 1918.

Juguet Pierre, La vie municipale dans l’Égypte romaine, Bibliothèque des Écoles françaises d’Athènes et de Rome, Fontemoing et cie, Paris 1911.

Kalligas Haris A., Monemvasia: a byzantine city state, Routledge, London - New York [2010].

Karaman K. Kivanç - Pamuk Şevket, «Ottoman state finances in european perspective, 1500-1914», The Journal of Economic History 70/3 (September 2010), σ. 593- 629.

Kolyva Marianna, «I comuni nel contado dell’isola di Zante: politica territoriale, contesto sociale, apparato amministrativo (fine Quattrocento - metà Cinquecento)», στο Κοινωνίες της υπαίθρου στην ελληνοβενετική Ανατολή (13ος-18ος αι.), επ. επιμ. Κώστας Ε. Λαμπρινός, Ακαδημία Αθηνών / Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2018, σ. 93 -121.

Kolyva Μarianna, «The Jews of Zante between the Serenissima and the Sublime Porte: the local community and the jewish consuls (sixteenth to seventeenth centuries)», Mediterranean Historical Review 27/2 (2012), σ. 199-214.

Kunt Metin Ibrahim, «Devolution from the centre to the periphery: an overview of ottoman provincial administration» στο The dynastic centre and the provinces: agents and interactions, επιμ. Duindam Jeroen-Dabringhaus Sabibe, Brill, Leiden Boston 2014.

Lambrinos Kostas E., «Ricevendo identità e poteri: Il ceto cittadinesco negli organi collettivi di Famagosta e Kyrenia (XVI sec.)», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 11 (2014), σ. 29-48.

407

Lambrinos Kostas E., «La campagna cretese nell’epoca veneziana: gestori di potere e profilo socio-istituzionale dei contadini (sec. XVI-XVII)», στο Κοινωνίες της υπαίθρου στην ελληνοβενετική Ανατολή (13ος-18ος αι.), επ. επιμ. Κώστας Ε. Λαμπρινός, Ακαδημία Αθηνών / Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2018, σ. 143-163.

L’Architettura militare veneta del Cinquecento, Centro Internazionale di Studi di Architettura “Andrea Palladio” di Vicenza - Electa, Milano 1988.

Leontsinis George N., The island of Kythera a social history (1700-1863), National and Capodistrian University of Athens, Faculty of Arts, S. Saripolos’ library, Athens 1987.

Lewis Naphtali, «Documents on compulsory public service in Egypt under roman rule», Transactions of the American Philosophical Society 53/ 9 (1963), σ. 1-39.

Lianos Nikolaos, «I progetti per la difesa dell’istmo di Corinto durante il dominio veneto 1685-1715», Θησαυρίσματα 48 (2018), σ. 471-504.

Locatelli Alessandro, Racconto historico della veneta guerra in Levante diretta dal valore del Serenissimo principe Francesco Morosini capitan generale la terza volta per la Serenissima Republica di Venezia contro l’Impero Ottomano, εκδ. Girolamo Albrizzi, Κολωνία 1961.

Luce Stephen B., «Modon - A venetian station in medieval Greece», Classical and mediaeval studies in honor of Edward Kennard Rand: presented upon the completion of his fortieth year of teaching, επιμ. Leslie Webber Jones, έκδοση του συγγραφέα, Νέα Υόρκη 1938, σ. 195-208.

Major Αlain, «Étrangers et minorités ethniques en Méssenie vénitienne (XIIIe-XVe s.)», Studi Veneziani 22 (1996), σ. 361-381.

Marazzo Laura - Stouraiti Anastasia, Immagini dal mito: la conquista veneziana della Morea (1684-1699), Fondazione Scientifica Querini Stampalia, Venezia 2001.

Marchesi Pietro, Fortezze veneziane 1508-1797, Rusconi Immagini, Milano 1984.

McGowan Bruce, Economic life in ottoman Europe: taxation, trade and the struggle for land, 1600-1900, Maison des Sciences de l’Homme - Cambridge University Press, Cambridge 1981.

Mendelsohn Iitzhak, «On corvée labor in ancient Canaan and Israel», Bulletin of the American Schools of Oriental Research 167 (1962), σ. 31-35.

Migliardi O'Riordan Giustiniana, «Difficili condizioni di vita nelle colonie venete del Levante-Greco nei secoli XVII-XVIII», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της

408

ελληνολατινικής Ανατολής, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8-11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 101-108.

Miller William, «Monemvasia», The Journal of Hellenic Studies 27 (1907), σ. 229-241.

Mitchell Stephen, «Requisitioned transport in the roman empire: a new inscription from Pisidia», The Journal of Roman Studies 66 (1976), σ. 106-131.

Morelli Michele, Nuovo dizionario istorico ovvero istoria in compendio di tutti gli huomini, che si sono renduti celebri per talenti, virtù, sceleratezzze, errori &c. DAL PRINCIPIO DEL MONDO SINO A’ NOSTRI GIORNI. Nella quale si espone con imparzialità quanto i più giudiziosi Scrittori hanno pensato circa il carattere, i costumi e le opere degli uomini famigerati in ogni genere. CON Varie Tavole Cronologiche per ridurre in Corpo di Storia gli articoli sparsi in questo Dizionario. Composto da una SOCIETÀ DI LETTERATI. Sulla settima edizione Francese del 1789 tradotto per la prima volta in Italiano; ed in oltre corretto, notabilmente accresciuto e corredato d’un copioso Indice per materie, τ. VIII, Napoli 1791

Nanetti Αndrea, «The Jews in Modon and Coron during the second half of the fifteenth century», Mediterranean Historical Review 27/2 (2012), σ. 215-225.

Noiret Ippolyte, Documents inédits pour servir à l’ histoire de la domination vénitienne en Crète de 1380 à 1485, Thorin & Fils,Paris 1892.

Oikonomidés Nicolas, Fiscalité et exemption fiscal à Byzance (IXe-XIe s.), Fondation Nationale de la Recherche Scientifique / Institut de Recherches Byzantines, Athènes 1996.

Ørsted Peter, Roman imperial economy and romanization, Museum Tusculanum Press, Copenhagen 1985.

Otten - Froux Catherine, «Riches et pauvres en ville: le cas de Famagouste (XIIIe-XVe siècles)», στο Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, 8-11 Μαΐου 1997, επιμ. Χρύσα Μαλτέζου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Βενετία 1998, σ. 331-349.

Pacifico Pier’Antonio, Breve descrizzione corograficafica del Peloponneso o Morea, Domenico Lovisa, Venezia 1704.

Pagratis Gerasimos, «Jews in Corfu’s economy», Mediterranean Historical Review 27/2 (2012), σ. 189-198.

Pagratis Gerasimos, «Politiche veneziane e società locali nel Regno di Morea», στα Πρακτικά του Συνεδρίου: L’ inestinguibile sogno di dominio: Francesco Morosini, Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, Βενετία 2019, σ. 221-236.

409

Panero Francesco, «Le corvées nelle campagne dell’Italia settentrionale: prestazioni d’opera “personali”, “reali” e “publiche” (secoli X-XIV)», στο Pour une

anthropologie du prélèvement seigneurial dans les campagnes médiévales (XIe-

XIVe siècles): réalités et représentations paysannes, επιμ. Bourin Monique, Martínez Sopena Pascual, Publications de la Sorbonne, Paris 2004, σ. 365-381.

Panopoulou Angeliki, «Aree boschive del Peloponneso: protezione e sfruttamento fra Seicento e Settecento», στο Βενετοκρατούμενος Ελληνισμός: άνθρωποι, χώρος, ιδέες (13ος-18ος αι.), Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Βενετία 3-7 Δεκεμβρίου 2007, επιμ. Χρύσα Μαλτέζου – Αγγελική Τζαβάρα, Βενετία 2009, σ. 613-624.

Papadia-Lala, Α., «The Jews in early modern venetian Crete: communities and identities», Mediterranean Historical Review 27/2 (2012), σ. 141-150.

Pezzolo Luciano, «L’archibugio e l’aratro: considerazioni e problemi per una storia delle milizie rurali venete nei secoli XVI e XVII», Studi Veneziani 7 (1983), σ. 59-80.

Pinzelli Eric, «Les forteresses de Morée: projets de restaurations et de démantèlements durant la seconde période vénitienne (1687-1715)», Θησαυρίσματα 30 (2000), σ. 379-427.

Pinzelli Eric, Venise et la Morée: du triomphe à la désillusion (1684-1687): histoire, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Université de Provence, 2003.

Pissavino Paolo - Signorotto Gianvittorio, Lombardia borromaica, Lombardia spagnola, 1554–1659, Bulzoni, Roma

Pour une anthropologie du prélèvement seigneurial dans les campagnes médiévales (XIe-

XIVe siècles): réalités et représentations paysannes, επιμ. Bourin Monique, Martínez Sopena Pascual, Publications de la Sorbonne, Paris 2004.

Prelli Alberto, L’esercito veneto nel primo ‘600, Filippi Editore, Venezia, 1993.

Recoura Georges, Les Assises de Romanie: édition critique avec une introduction et des notes, Παρίσι 1930.

Ribot García Luis Antonio, «Milán plaza de armas de la monarquía», Investigaciones históricas: época moderna y contemporánea 10 (1990), σ. 203-238.

Romanin Samuele, Storia documentata di Venezia, τ. 1-10, Venezia 1853-1862.

Rostovtzeff Michael Ivanovitz, The social and economic history of the roman empire, The Clarendon Press, Oxford 1957.

Rostowzew Michael, «Angariae», Klio: Beiträge zur alten Geschichte 6 (1906), σ. 249-258.

410

Sathas C.(Κωνσταντίνος) N., Documents inédits relative à l’ histoire de la Grèce au Moyen Âge [Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας], τ. 4, Παρίσι 1882 σ. 1-186.

Sathas C. (Κωνσταντίνος) N., Documents inédits relative à l’ histoire de la Grèce au Moyen Âge [Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας], τ. 6, Παρίσι 1884.

Schwenke Alexander, Geschichte der Hannoverschen Truppen in Griechenland 1685-1689: zugleich als Beitrag zur Geschichte der Türkenkriege, Hahn’sche Hofbuchhandlung 1854.

Skoufari Evangelia, Cipro veneziana, 1473-1571: istituzioni e culture nel Regno della Serenissima, Viella, Roma 2011.

Signorotto Gianvittorio, Milano Spagnola: guerra, istituzioni, uomini di governo: 1635- 1660, Sansoni, Milano 1996.

Soulis G.(Γεώργιος) C., «Notes on Venetian Modon», Πελοποννησιακά 3-4 (1958-1959), σ. 267-275.

Starr Joshua, «Jewish life in Crete under the rule of Venice», Proceedings of the American Academy for Jewish Research 12 (1942), σ. 59-114.

Starr Joshua, Romania: The Jewries of the Levant after the Fourth Crusade, Office des Éditions Universitaires, Paris 1949.

Storrs Christopher, The resilience of the Spanish Monarchy, Oxford University Press, New York 2006.

Stouraiti Anastasia, Memorie di un ritorno: la guerra di Morea (1684-1699) nei manoscritti della Querini Stampalia, Fondazione Scientifica Querini Stampalia, 2001.

Tenenti Alberto, «Il sale nella storia di Venezia», Studi Veneziani 4 (1980), σ. 15-26.

Thiriet Freddy, La Romanie vénitienne au Moyen Âge: le développement et l´exploitation du domaine colonial vénitien (XIIe-XVe siècles), De Boccard, Paris, 1959 (και β΄εκδοση 1975).

Thiriet Freddy, Déliberations des Assemblées vénitiennes concernant la Romanie, τ. 1, Mouton & Co., Paris - La Haye 1966.

Thiriet Freddy, «La condition paysanne et les problèmes de l’exploitation rurale en Romanie greco-venitienne», Studi Veneziani 9 (1967), σ. 35-69.

Thiriet Freddy, Déliberations des Assemblées vénitiennes concernant la Romanie, τ. 2, Mouton & Co., Paris - La Haye, 1971.

Thiriet Freddy, «La Messénie méridionale dans le système colonial des Vénitiens en Romanie», Πρακτικά του Α’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών,

411

Σπάρτη 7-14 Σεπτεμβρίου 1975, τ. 1, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, εν Αθήναις, 1976-1978, σ. 86-89.

Thiriet Freddy, «Agriculteurs et agriculture à Corfou au XVème siècle», στα Πρακτικά του Δ’ Πανιονίου Συνεδρίου, Κέρκυρα 28 Σεπτεμβρίου - 1 Οκτωβρίου 1978, Κέρκυρα 1980, σελ. 315-327.

Thiriet Freddy, Storia della Repubblica di Venezia, Marsilio, Venezia 1981.

Topping Peter, «Premodern Peloponnesus: the land and the people under venetian rule (1685-1715)», Annals of the New York Academy of Sciences 268 (1975), σ.92-108.

Topping Peter, «The population of the Morea (1685-1315)», Πρακτικά Α’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Σπάρτη 7-14 Σεπτεμβρίου 1975, τ. 1, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, εν Αθήναις, 1976-1978, σ. 119-128.

Topping Peter, «Taxation di mactù in Mani under venetian rule», στα Πρακτικά του Δ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Κόρινθος 9-16 Σεπτεμβρίου 1990, τ. 3, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, εν Αθήναις (1992-1993), σ. 7- 19.

Triposkoufi Anna - Tsitouri Amalia, Venetians and knights hospitallers: military architecture networks: Archi-Med Pilot Action, Hellenic Ministry of Culture / Directorate of Byzantine and Postbyzantine Monuments, Athens 2002.

Van Hoesen Henry B. - Johnson Allan Chester, «A papyrus dealing with liturgies», The Journal of Egyptian Archeaology 12/1-2 (1926), σ. 116-119.

Vlassi Despina, «“Villici vestiti ingiustamente del caratteri cittadini”: funzione e disfunzione del consiglio di Cefalonia», στο Venezia e le isole Ionie, a cura di Chrysa A. Maltezou - Gherardo Ortalli, Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, Venezia 2005.

Westall Richard, «Simon of Cyrene, a Roman citizen?», Historia: Zeitschrift für alte Geschichte 59/4 (2010), σ. 489-500.

Wiseman, J.R. «A Trans-Isthmian fortification wall» Hesperia 32 (1963), σ. 248-275.

Worp Klaas Anthony, «ΑΓΡΑΡΕΥΩ or ΑΓΓΑΡΕΥΩ?», Mnemosyne, 65/4-5 (2012), σ. 732- 736.

Wright Diana, «Late-fifteenth-century Nauplion: topography, walls and boundaries», Θησαυρίσματα 30 (2000), σ. 163-187.

Zarinebaf Fariba - Bennet Johon - Davis Jack L., με τη συμβολή των Gorogianni Evi, Harlan Deborah K., Kiel Machiel, MacKay Pierre A., Wallrodt John, D. Wolpert

412

Aaron D., A historical and economic geography of ottoman Greece, The American School of Classical Studies at Athens, Princeton 2005.

Zingarelli Nicola, Il nuovo Zingarelli: vocabolario della lingua italiana, Zanichelli, Bologna 1989.

413