Free Cinema Stood Up! Του Νίκου Τερζή, Phd
Total Page:16
File Type:pdf, Size:1020Kb
Free Cinema stood up! του Νίκου Τερζή, PhD «Η Τέχνη είναι μια εμπειρία, δεν είναι η διατύπωση ενός προβλήματος». Lindsay Anderson Το Free Cinema είναι ένα ιδιαίτερο βρετανικό κινηματογραφικό φαινόμενο, αισθητικά επηρεασμένο από τη Γαλλική Nouvelle Vague με σαφείς επιδράσεις από την ιδεολογία και την πρακτική του Ιταλικού Νεορεαλισμού, το οποίο πυροδοτήθηκε αρχικά από τα κείμενα του πολυγραφότατου αριστερών πεποιθήσεων δημοσιογράφου Lindsay Anderson που εμφανίζονταν με κανονικότητα κυρίως στα κινηματογραφικά περιοδικά Sight and Sound, Sequence και στο αριστερό εβδομαδιαίο πολιτικό περιοδικό New Statesman. Συγκεκριμένα το 1956, ο Lindsay Anderson επινόησε τον όρο Free Cinema για να αναγγείλει ένα νέο βρετανικό κινηματογραφικό κίνημα εμπνευσμένο από το Look Back in Anger (Οργισμένα νιάτα, 1956), θεατρικό έργο του John Osborne και την ομώνυμη ταινία του Tony Richardson που επακολούθησε το 1959. Συνιδρυτές του κινηματογραφικού αυτού ρεύματος υπήρξαν οι σκηνοθέτες Karel Reisz, Tony Richardson, Loretta Mazzetti, ο ηχολήπτης και μοντέρ John Fletcher και ο δ. φωτογραφίας Walter Lassally, o οποίος γύρισε ταινίες του Κακογιάννη από το (1956-67) και πλέον ζει στα Χανιά της Κρήτης όπου και γύρισε την ταινία Zorba the Greek (1963) για την οποία και τιμήθηκε με το Oscar 1 Φωτογραφίας! Θέλοντας να ξεκόψουν από τη βρετανική μεταπολεμική παράδοση ενός ελιτίστικου και πολιτιστικά μικροαστικού συντηρητικού κινηματογράφου που εξαρτιόταν αποκλειστικά από την κλασική λογοτεχνία, παρήγαγαν ασπρόμαυρες ταινίες κοινωνικού ρεαλισμού, χαμηλού προϋπολογισμού, γυρισμένες στις υποβαθμισμένες βιομηχανικές περιοχές με σχετικά άγνωστους ηθοποιούς1. Με φρεσκάδα τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη φόρμα προσέλκυσαν με ιδιαίτερη επιτυχία ένα διεθνές κοινό. Αλλά, ας δούμε διεξοδικότερα πώς το σπερμογόνο Free Cinema προέκυψε ιστορικά. Το κίνημα ξεκίνησε με ένα πρόγραμμα προβολών τριών ταινιών μικρού μήκους στο National Film Theatre, στο Λονδίνο στις 5 Φεβρουαρίου 1956. Το πρόγραμμα είχε τέτοια επιτυχία που το διαδέχθηκαν αλλά πέντε προγράμματα προβολών κάτω από το λάβαρο του Free Cinema πριν οι ιδρυτές του αποφασίσουν να τερματίσουν τη σειρά προβολών. Η τελευταία εκδήλωση πραγματοποιήθηκε το Μάρτιο του 1959. Τρεις από τις προβολές περιελάμβαναν ξένες ταινίες. 1 Alan Bates, Dirk Bogarde, Julie Christie, Oliver Reed, Tom Courtenay, Tom Bell, Albert Finney, Richard Harris, Laurence Harvey, Rita Tushingham, Richard Burton, Malcolm McDowell Ο Anderson και ο Reisz είχαν προηγουμένως ιδρύσει με τον Gavin Lambert, το βραχύβιο, αλλά με ιδιαίτερη επίδραση κινηματογραφικό περιοδικό Sequence (1947-52). O Anderson έγραψε αργότερα ένα κείμενο με τίτλο: «Καμιά ταινία δεν μπορεί να είναι πάρα πολύ προσωπική», σηματοδοτώντας το πρώτο Κινηματογραφικό Μανιφέστο του Free Cinema, με τον τίτλο του κειμένου να αποτελεί το σύνθημα του περιοδικού Sequence. Το μανιφέστο εκπονήθηκε από τον Lindsay Anderson και την Ιταλίδα σκηνοθέτη, συγγραφέα και ζωγράφο Lorenza Mazzetti στην καφετέρια The Soup Kitchen στο Charing Cross του Λονδίνου, όπου η Mazzetti εργαζόταν. Το μανιφέστο μεταξύ άλλων αναφέρεται στα εξής: «Αυτές οι ταινίες δεν δημιουργήθηκαν μαζί, ούτε προϋπήρχε η ιδέα να προβληθούν μαζί. Αλλά όταν τις είδαμε μαζί, νιώσαμε ότι προέτασσαν μια κοινή στάση προς την πραγματικότητα. Οργανικό στοιχείο αυτής της στάσης είναι η πίστη στην ελευθερία, στη σημασία των ανθρώπων και στη σημασία της καθημερινής ζωής». Ως κινηματογραφιστές πιστεύουμε ότι: «Καμιά ταινία δεν μπορεί να είναι πολύ προσωπική. Η εικόνα μιλάει. Ο Ήχος ενισχύει και σχολιάζει. Το μέγεθος είναι άσχετο. Η τελειότητα δεν είναι ο στόχος. Μια στάση σημαίνει ένα στυλ. Ένα στυλ σημαίνει μια στάση». Σε συνέντευξή της το 2001, η Mazzetti εξήγησε ότι η αναφορά στο μέγεθος είχε έγινε με 2 αφορμή τα τεχνολογικά πειράματα της εποχής όπως την επινόηση του cinemascope και άλλα formats του κινηματογραφικού καρέ. «Η εικόνα μιλάει» αναφερόταν στην πεποίθηση για την υπεροχή της εικόνας έναντι του ήχου. Ο Reisz εξήγησε ότι η φράση «μια στάση σημαίνει ένα στυλ» εννοούσε ότι το [κινηματογραφικό] στυλ δεν είναι θέμα γωνίας λήψης ή μιας εντυπωσιακής κίνησης της κάμερας, άλλα θέμα έκφρασης, μια ακριβής έκφραση μιας συγκεκριμένης προσωπικής άποψης [του σκηνοθέτη]». Το πρώτο πρόγραμμα προβολών του Free Cinema περιελάμβανε τις εξής τρεις ταινίες: 1. την ταινία ντοκιμαντέρ O Dreamland (1953)του Anderson που δεν είχε ποτέ προβληθεί μέχρι τότε, με θέμα ένα πάρκο ψυχαγωγίας στο Margate του Kent. 2. την ταινία ντοκιμαντέρ Mοmma Don't Allow (1956) των Reisz και Richardson για ένα Jazz Club στο Βόρειο Λονδίνο. 3. την ταινία μυθοπλασίας Together (1956) των Denis Horne και Mazzetti που βασιζόταν σε ένα διήγημα του Denis Horne για ένα ζευγάρι κωφαλάλων λιμενεργατών στο East End του Λονδίνου. Οι ταινίες αυτές συνοδεύτηκαν από το προαναφερθέν προκλητικό μανιφέστο το οποίο γράφτηκε κυρίως από τον Anderson και έφερε στους κινηματογραφιστές αυτούς πολύτιμη δημοσιότητα. Τα προγράμματα προβολών που επακολούθησαν έφεραν και άλλους ομοϊδεάτες κινηματογραφιστές στο προσκήνιο, μεταξύ των οποίων και τους Ελβετούς Alain Tanner και Claude Goretta (με την ταινία Nice Time), καθώς επίσης τους ντοκιμαντερίστες Michael Grigsby και Robert Vas. Οι δύο τεχνικοί του κινηματογράφου που συνδέθηκαν στενά με το κίνημα ήταν ο δ. φωτογραφίας Walter Lassally και ο ηχολήπτης John Fletcher. Τα τρία από τα έξι συνολικά προγράμματα αφιερώθηκαν σε ξένες ταινίες, με το αφιέρωμα στον νέο Πολωνικό Κινηματογράφο (τέταρτο πρόγραμμα), το αφιέρωμα στο αναδυόμενο γαλλικό Νέο Κύμα (πέμπτο πρόγραμμα) και τον Αμερικανό ανεξάρτητο σκηνοθέτη Lionel Rogosin, ο οποίος κλήθηκε να παρουσιάσει την πρωτοποριακή ταινία του On the Bowery στο δεύτερο πρόγραμμα προβολών το Σεπτέμβριο του 1956. η εκδήλωση αυτή περιελάμβανε επίσης το έργο του Σκωτσέζου animator και σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ Norman McLaren καθώς και του Γάλλου Georges Franju. Οι ταινίες ήταν «ελεύθερες», με την έννοια ότι έγιναν έξω από τα όρια της κινηματογραφικής βιομηχανίας και διακρίθηκαν για το ιδιαίτερο ύφος τους και τη στάση τους καθώς και τις περιοριστικές οικονομικά συνθήκες παραγωγής τους. Όλες οι ταινίες γυρίστηκαν με πολύ χαμηλό προϋπολογισμό που δεν ξεπερνούσε ποτέ μερικές εκατοντάδες λίρες, με επιχορηγήσεις ως επί το πλείστον από το Ταμείο του Experimental Film Fund του British Film Institute. Κάποιες από τις ταινίες που ολοκληρώθηκαν στη συνέχεια χρηματοδοτήθηκαν από την Ford Motor Company ή βρήκαν ανεξάρτητη χρηματοδότηση. Ήταν όλες γυρισμένες σε μαυρόασπρο φιλμ 16 χιλιοστών, με ελαφριές κάμερες στο χέρι που τους έδινε ευελιξία, σε φυσικούς χώρους μακριά από τα studio, με ασύγχρονο ήχο μαγνητοφωνημένο ως οδηγό του τελικού ήχου που σχεδιαζόταν στο στάδιο του montage. Οι περισσότερες από τις ταινίες 3 σκόπιμα παρέλειπαν κάποιου τύπου voice-over αφήγησης. Οι κινηματογραφιστές2 είχαν από κοινού την πεποίθηση να επικεντρωθούν στους συνηθισμένους ανθρώπους της εργατικής τάξης. Αισθάνθηκαν ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν αγνοηθεί από τη μεσαία τάξη που κυριαρχούσε στη βρετανική κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής εκείνης. Οι ιδρυτές του κινήματος είχαν απορρίψει τις mainstream παραγωγές ντοκιμαντέρ στη Βρετανία, ιδιαίτερα τα mainstream Ντοκιμαντέρ της δεκαετίας του 1930 και του 1940 που σχετίζoνταν με τον John Grierson, αν και έκαναν μια εξαίρεση για τον Humphrey Jennings. Ένας από τους σκηνοθέτες που τους ενέπνεε ήταν ο πρόωρα χαμένος Γάλλος σκηνοθέτης Jean Vigo (1905-1934). Εν κατακλείδι το Free Cinema φέρει κάποιες ομοιότητες με το cinema vérité κινηματογράφο και το Direct Cinema στην Αμερική. Το Free Cinema επέδρασε δραστικά στο Βρετανικό Νέο Κύμα του τέλους της δεκαετίας του ’50 και αρχών της δεκαετίας του ’60, ενώ όλοι οι ιδρυτές κινηματογραφιστές του πλην της Mazzetti έκαναν ταινίες στο πνεύμα του κινήματος! Ουσιαστικά, το 1964 το Free Cinema αλλά 2 Lindsay Anderson, John Boorman, Jack Clayton, Basil Dearden, Clive Donner, Bryan Forbes, Richard Lester, Ken Loach, Joseph Losey, Karel Reisz, Nicolas Roeg, Ken Russell, Tony Richardson, John Schlesinger, Peter Watkins, Peter Yates. και το Βρετανικό Νέο Κύμα συνολικότερα, ολοκληρώνουν τον κύκλο τους. O Tom Jones του Tony Richardson, το A Hard Days’ Night του Richard Lester και ειδικά οι πρώτες ταινίες του James Bond μπάζουν σε μια νέα εποχή τον βρετανικό κινηματογράφο. Κι όμως ο Lindsay Άντερσον συνέχισε τη θεματολογία των ανατρεπτικών ηρώων του έως το 1973 με το O Lucky Man κάνοντας ιδιαίτερη αίσθηση ήδη με το If (1968) και τον Malcolm McDowell εκπληκτικό στον πρωταγωνιστικό ρόλο, πράγμα που έκανε τον Stanley Kubrick να τον αξιοποιήσει στο A Clockwork Orange (1971). Ως δείγματα γραφής του καινοτόμου αυτού κινήματος, ξεχωρίζω τις ταινίες: Look Back in Anger (1959), A Taste of Honey (Γεύση από μέλι, 1961) και The Loneliness of the Long Distance Runner (Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων, 1962) του Tony Richardson, A Kind of Loving (Αμαρτία μιας νύχτας, 1962) και Billy Liar (Μπίλλυ ο ψεύτης, 1963) του John Schlesinger, το Saturday Night and Sunday Morning (1960) και το Morgan: A Suitable Case for Treatment (Μόργκαν ο τρελός εραστής, 1966) του Karel Reisz, το This Sporting Life (Η τιμή ενός ανθρώπου, 1963) και το If.... (1969) του Lindsay Anderson. Πολλές από αυτές τις ταινίες έχουν επίσης χαρακτηριστεί ως ενδεικτικές του κινηματογραφικού είδους «ρεαλισμός του νεροχύτη της κουζίνας», ενώ πολλές από αυτές είναι μεταφορές μυθιστορημάτων ή θεατρικών έργων γραμμένων από μέλη 4 μιας παρέας που στη Βρετανία αποκαλούσαν «οργισμένους νέους άνδρες»3. Βιβλιογραφία Anderson, Lindsay: The Collected Writings edited by Paul Ryan (London: Plexus, 2004). Ellis, J. (ed.) Catalogue: British Film Institute Productions 1951-1977. BFI, 1977. O'Pray, Michael. The British avant-garde film, 1926-1995: an anthology of writings. University of Luton Press, 1996. (κείμενα των Virginia Woolf, Lindsay Anderson, Peter Gidal, Laura Mulvey, Peter Wollen και Malcolm Le Grice). Taylor, B. F. The British New Wave: A Certain Tendency? 1 Oct 2012. 3 Edward Bond, John Braine, Michael Hastings, Thomas Hinde, Stuart Holroyd, Bill Hopkins, John Osborne Harold Pinter, Alan Sillitoe, David Storey, Kenneth Tynan, John Wain, Keith Waterhouse, Arnold Wesker, Colin Wilson .