ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗΣ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΜΙΚΡΟΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΜΒΡΑΚΙΚΟΥ ΚΟΛΠΟΥ Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Αρκαδιανού Μαρία

Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Γεραγά Μαρία

Τριμελής Επιτροπή: Γεραγά Μαρία Παπαθεοδώρου Γεώργιος Ηλιόπουλος Γεώργιος

0 Πάτρα, 2019 Αφιερώνεται στην οικογένειά μου που με στηρίζει σε κάθε νέο ξεκίνημα σε κάθε απόφαση…

Ευχαριστίες…

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους καθηγητές Γεραγά Μαρία και Παπαθεοδώρου Γεώργιο που μου έδωσαν τη δυνατότητα να εκπονήσω τη διπλωματική μου εργασία στον τομέα της Περιβαλλοντικής Ωκεανογραφίας δείχνοντάς μου εμπιστοσύνη και προσφέροντάς μου πολύτιμη βοήθεια.

Τον καθηγητή μου Ηλιόπουλο Γεώργιο και την Δρ. Παπαδοπούλου Πηνελόπη για την πολύτιμη βοήθεια τους, την καθοδήγηση, τις χρήσιμες συμβουλές και τη στήριξη.

Την Υποψήφια Διδάκτορα Τσώνη Μαρία για τις συμβουλές της στο χειρισμό ορισμένων λογισμικών.

Την Υποψήφια Διδάκτορα Πρανδέκου Αμαλία για τις συμβουλές της.

Τον φίλο μου Ανδρέα για τη στήριξη και την υπομονή του.

Τέλος, θέλω να εκφράσω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην οικογένειά μου που με στήριξε με κάθε τρόπο σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου και υπήρξαν σημαντικοί αρωγοί όλα αυτά τα χρόνια.

1 Ευχαριστίες………………………………………………………………………………………………………...... 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ………………………………………………………………………………………………………………………………3 Σκοπός…………………………………………………………………………………………………...... 3

1. ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ………………………………………………………………………………………………3 1.1Γενικά …………………………………………………………………………………………………………………3 1.1.1Γεωλογία περιοχής ………………………………………………………………………………………….8

2. ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΣΤΟ ΥΛΙΚΟΜΕΛΕΤΗΣ…………………………………………………..9

Οστρακώδη 2.1 Μορφολογικά χαρακτηριστικά………………………………………………………. …………………9 2.1.1 Αναπαραγωγή και ενηλικίωση………………………………………………………………………14 2.1.2 Οικολογία………………………………………………………………………………………………………15 Γαστερόποδα 2.2 Γενική περιγραφή γαστερόποδων……………………………………………. ……………………..20 2.2.1 Το κέλυφος των γαστερόποδων…………………………………………………………………….21 2.2.2 Οικολογία των γαστερόποδων………………………………………………………………………22

3. ΥΛΙΚΟ ΜΕΛΕΤΗΣ-ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ- ……………………………………………………………………..23 4. ΛΙΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΠΥΡΗΝΑ………………………………………………………………………27 5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ…………………………………………………………………………………………………29 5.1 Παρουσίαση αποτελεσμάτων…………………………………………………………………………..29 5.2 Συστηματική ταξινόμηση………………………………………………………………………………….31 5.3 Ανάλυση δειγμάτων………………………………………………………………………………………….52

6. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ – ΣΥΖΗΤΗΣΗ…………………………63 7.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ…………………………………………………………………………………………………73

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ……………………………………………………...... 73

2 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΣΚΟΠΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η εξέταση των περιβαλλοντικών

συνθηκών που επικρατούσαν στον πυθμένα κατά τοπαρελθόν σε περιοχήπου ανήκει στο

Νότιο – Κεντρικό Αμβρακικό κόλπο με τη χρήση της Μικροπαλαιοντολογίας και

συγκεκριμένα μέσω της μελέτης των συγκεντρώσεων οστρακωδών και γαστερόποδων σε

θαλάσσια ιζήματα.

1. ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ

1.1 Γενικά

Ο Αμβρακικός κόλπος βρίσκεται στη βορειοδυτική Ελλάδα. Είναι ενας ημίκλειστος και

στενόμακρος κόλπος με μήκος 35Km και πλάτος έως 15Km. Kαταλαμβάνει έκταση περίπου

406Km2 και συνδέεται με το Ιόνιο Πέλαγος μέσω του διαύλου στην περιοχή Ακτίου-

Πρέβεζας. Αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά και πολύπλοκα οικοσυστήματα στην Ελλάδα.

Προστατεύεται από διεθνείς συμφωνίες (Ramsar) και ανήκει στο δίκτυο Natura 2000

αποτελώντας περιοχή ειδικής προστασίας. Ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει παρά

τη σπουδαιότητά του είναι η παρουσία υποξικών ή/και ανοξικών φαινομένων που

υποβαθμίζουν την ποιότητα των υδάτων του και την επιβίωση των περισσότερων

οργανισμών. Στον κόλπο χύνονται δύο κύριοι ποταμοί, ο Άραχθος (2200 x 106 m3/yr) και ο

Λούρος (609 x 105 m3/yr), συμβάλλοντας στη δημιουργία λιμνοθαλασσών στο βόρειο

τμήμα του Αμβρακικού.

3 Εικόνα 1. Αμβρακικός κόλπος (Ferentinos et al., 2010).

Η ωκεανογραφία του κόλπου ελέγχεται τόσο από τη θάλασσα όσο και από τα ποτάμια. Από

το στενό Ακτίου-Πρέβεζας (6km μήκος, 1-2 km πλάτος και 2-10m βάθος) (Εικόνα 2 )

Εικόνα 2. Kίνηση ρευμάτων (Kountoura et al., 2014).

εξέρχονται επιφανειακά νερά χαμηλής θερμοκρασίας και αλατότητας και εισέρχονται από

το Ιόνιο Πέλαγος υποεπιφανειακά νερά υψηλής θερμοκρασίας και αλατότητας.

Δημιουργείται έτσι ένα πολύ ισχυρό πυκνοκλινές, δηλαδή, μια στρωμάτωση της υδάτινης

στήλης που ελέγχεται τόσο από τη θερμοκρασία όσο και από την αλατότητα (Εικόνα 3)

4

Εικόνα 3. Προφίλ θερμοκρασίας, αλατότητας, πυκνότητας (a) μαζί με προφίλ Eh, pH, DO (b) Φαίνεται η στρωμάτωση της υδάτινης στήλης με το ανώτερο στρώμα να σημειώνεται με γαλάζιο χρώμα και το κατώτερο με πράσινο (Ferentinos et al., 2010).

Το επιφανειακό στρώμα με εύρος 0-10m έχει θερμοκρασία 26-28 ο C και αλατότητα 33-33,5 ppt, ενώ το υποεπιφανειακό στρώμα εύρους 15m- επιφάνεια πυθμένα έχει θερμοκρασία

17ο C και αλατότητα 37,5 ppt. Τα δύο στρώματα, αυτά που αναπτύσσονται στην υδάτινη

στήλη ξεχωρίζουν επίσης και από το διαλυμένο οξυγόνο στο νερό. Παρατηρείται πιο

υψηλό ποσοστό του διαλυμένου οξυγόνου (DO) στο επιφανεικό στρώμα, λόγω κυματισμού

και χαμηλό στο υποεπιφανειακό στρώμα, λόγω κατανάλωσής του από τους οργανισμούς

και λόγω του ότι δεν αναμιγνύονται τα δύο αυτά στρώματα νερού (Ferentinos et al. 2010).

Μετρήσεις θερμοκρασίας, αλατότητας και πυκνότητας που έγιναν κατά μήκος του

Αμβρακικού κόλπου έδειξαν ότι υπάρχει ανάπτυξη θερμοκλινούς τους θερινούς μήνες με

υψηλές θερμοκρασίες στα επιφανειακά και ψυχρές στα υποεπιφανειακά ύδατα. Το

χειμώνα και στις αρχές της άνοιξης οι θερμοκρασίες στα επιφανειακά ελατώνονται (Εικόνα

4).

5

Εικόνα 4. Η ανάπτυξη του θερμοκλινούς κατά τους θερινούς μήνες. Δεν παρατηρείται τους χειμερινούς (Ferentinos et al., 2010, HYPOX).

Εικόνα 5. Η ανάπτυξη του πυκνοκλινούς είναι έντονη τους θερινούς μήνες, ενώ ελατώνεται μερικώς τους χειμερινούς μήνες (Ferentinos et al., 2010, HYPOX).

Αυτή η παρουσία του έντονου πυκνοκλινούς (Εικόνα 5) έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του

διαλυμένου οξυγόνου (DO) στην υδάτινη στήλη. Μειωμένες τιμές DO εμφανίζονται στα

βαθιά νερά όλου του Αμβρακικού κόλπου κατά τους θερινούς μήνες, ενώ περιορίζονται στα

6

βαθιά νερά του Ανατολικού τμήματος του Αμβρακικού κατά τους χειμερινούς μήνες (Εικόνα

6). Η έκταση των χαμηλών συγκεντρώσεων του DO εκτείνεται σε πολύ μεγάλο εύρος και

όγκο στον κόλπο (Εικόνα 7)

Εικόνα 6. Χαμηλές τιμές DO στα βαθιά νερά του κόλπου κατά τους θερινούς μήνες (Ferentinos et al., 2010).

Εικόνα 7. Χαμηλές συγκεντρώσεις DO. Έκτασης: ~217.5km2 από τα συνολικά 411.4km2 (50% ) του κόλπου. Όγκου νερού: ~2.9 ×109m3 από τα συνολικά 7.4 × 109m3 (28.5%) του κόλπου (Ferentinos et al., 2010, HYPOX).

7

1.1.1 Γεωλογία περιοχής

Με βάση τα γεωφυσικά δεδομένα προσδιορίστηκε η εξέλιξη και ο τρόπος δημιουργίας

του κόλπου. Κατά την τελευταία παγετώδη περίοδο, η στάθμη της θάλασσας ήταν

περίπου 55 μέτρα χαμηλότερη από τη σημερινή, η περιοχή αναδύθηκε και χωρίστηκε σε

δύο μέρη. Το δυτικό τμήμα, όπου ήταν έντονη η χερσαία διάβρωση και οι ποτάμιες

αποθέσεις και το ανατολικό και βαθύτερο τμήμα όπου είχε δημιουργηθεί μια

παλαιολίμνη (Εικόνα 8) (Kapsimalis et al., 2005)

Εικόνα 8: Μέγιστη παλαιοακτή Αμβρακικού προς τα βόρεια, παλαιολίμνη ηλικίας πριν από 50 έως 11 χιλιάδες έτη από σήμερα στα ανατολικά, δίοδος ένωσης Αμβρακικού με Ιόνιο πέλαγος περίπου πριν από 7 χιλιάδες χρόνια από σήμερα στα δυτικά, ρήγματα της γύρω περιοχής (Avramidis et al., 2014).

Τη δυτική πλευρά του Αμβρακικού αποστράγγιζε ένας παλαιοπόταμος μέχρι και την

αρχική φάση της μεταπαγετώδους περιόδου . Ο ποταμός χυνόταν στο Ιόνιο πέλαγος

δημιουργώντας ένα πυκνό σύστημα κοιλάδων, σχήματος (V). Στην ανατολική πλευρά

8

λιμναίες, δελταϊκές και προδελταϊκές αποθέσεις συσσωρεύονταν μέσα στη

παλαιολίμνη. Η διαφορά του βάθους στον κόλπο είναι εμφανής, όποτε γίνεται αισθητός ο

διαχωρισμός του σε δυτικό και ανατολικό τμήμα. Στο δυτικό τμήμα τα βάθη κυμαίνονται

κατά μέσο όρο στα 45m, ενώ στο ανατολικό κυμαίνονται στα 60m. Μετά την τελευταία

παγετώδη περίοδο η θάλασσα εισχώρησε μέσα στον κόλπο αλλάζοντας την θέση των

ακτών και βυθίζοντας τις δελταϊκές και προδελταϊκές αποθέσεις (Kapsimalis et al., 2005).

Λόγω της επικοινωνίας του κόλπου με το Ιόνιο πέλαγος και της άμεσης ένωσής τους

αυξήθηκε η αλατότητα των νερών του κόλπου. Επίσης, ο Αμβρακικός επηρεάζεται και από

τους δύο ποταμούς που εκβάλλουν σε αυτόν, μεφέροντας μεγάλα φορτία λεπτόκοκκου

ιζήματος. Τις μεγαλύτερες ποσότητες ιζήματος ο κόλπος τις δέχεται από τον ποταμό

Άραχθο και κατά δεύτερο λόγο από τον ποταμό Λούρο (Avramidis et al., 2014). Η παράκτια

εξέλιξη κατά το Ολόκαινο στο βορειοδυτικό τμήμα του Αμβρακικού κόλπου έχει μελετηθεί

από Jing και Rapp (2003), οι οποίοι ανέφεραν ότι κατά την περίοδο αυτή η ακτογραμμή

ήταν πιο βόρεια από τη σημερινή της θέση (Εικόνα 8 ). Επίσης, καταγράφηκε μια

μετατόπιση προς τα ανατολικά (περίπου 7500 m) στο στόμα του ποταμού Αράχθου κατά τα

τέλη του Ολόκαινου (Πούλος et al., 2008).

Η ιζηματογένεση στον κόλπο επηρεάστηκε και επηρεάζεται κυρίως από τους δύο μεγάλους

ποταμούς που εκβάλλουν στον κόλπο, τον Άραχθο και τον Λούρο (Avramidis et al.,

2014). Το ίζημα του κόλπου έχει κοκκομετρικό μέγεθος ιλύος με μόνη εξαίρεση τον κόλπο

της Πρέβεζας, όπου έχουμε αμμούχο ίζημα (Κωστής, 2014).

9

2. ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΣΤΟ ΥΛΙΚΟ ΜΕΛΕΤΗΣ

Οστρακώδη

2.1 Μορφολογικά χαρακτηριστικά

Τα οστρακώδη είναι μικρά υδρόβια αρθρόποδα και αποτελούν έναν από τους πιο

σύνθετους οργανισμούς που μελετάμε στην μικροπαλαιοντολογία ενώ έρχονται δεύτερα

σε σπουδαιότητα μετά τα τρηματοφόρα. Αποτελούν υφομοταξία της ομοταξίας των

Καρκινοειδών, της συνομοταξίας των Αρθροπόδων. Από το Κάμβριο μέχρι σήμερα

καταγράφονται οστρακώδη που το μέγεθος τους κυμαίνεται από 0,15-2,0mm. Κατά τον

Παλαιοζωικό αιώνα ζούσαν τα μεγαλύτερα σε μέγεθος οστρακώδη που έφταναν σε μήκος

τα 80 mm. Τα είδη που ζούνε σήμερα στη θάλασσα έχουν την ικανότητα να κολυμπάνε

και μπορούν να φθάσουν σε μήκος τα 25 mm. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των

οστρακωδών όπως και των άλλων αρθροπόδων είναι η αμφίπλευρη συμμετρία του

κελύφους τους. Τα μέρη του σώματος τους περικλείονται από δύο θυρίδες που

αποτελούνται από ασβεστίτη με μικρές περιεκτικότητες σε μαγνήσιο. Το κέλυφος των

οστρακωδών είναι αυτό που διατηρείται στο αρχείο των απολιθωμάτων. Βρίσκονται

σε όλα σχεδόν τα υδάτινα περιβάλλοντα όπως ιαματικές πηγές, σπήλαια, μέσα στον

υδροφόρο ορίζοντα, σε ημιχερσαίο περιβάλλον και θαλάσσια ύδατα, εντός της υδάτινης

στήλης καθώς και στο υπόστρωμα. Στην πραγματικότητα οπουδήποτε σχεδόν σε υγρό

περιβάλλον, έστω και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Έχουν λοιπόν, ένα ευρύτατο

φάσμα διαβίωσης από θαλάσσιο μέχρι και υπεραλμυρό, όσο και από υφάλμυρο μέχρι

τα γλυκά νερά και βρίσκονται σε αφθονία από την παράκτια ως την αβυσική ζώνη (0-

5000μ. βάθος). Τα δίθυρα, ασβεστολιθικά κελύφη τους παρουσιάζουν εξαιρετική

μορφολογική ποικιλία που μας επιτρέπει να τα προσδιορίσουμε εύκολα και να

βγάλουμε συμπεράσματα τόσο για την στρωματογραφική τους εξάπλωση όσο και για το

10

παλαιοπεριβάλλον τους. Η μελέτη των οστρακωδών αποδεικνύεται πως είναι ένα μοναδικό

εργαλείο στην σύνθεση ενός παλαιοπεριβάλλοντος, ειδικά σε περιπτώσεις όπου καμιά

άλλη ομάδα οργανισμών δεν διατηρείται. Αυτό συμβαίνει επειδή τα οστρακώδη έχουν

ευρεία εξάπλωση στο υδρόβιο περιβάλλον, μεγάλη ευαισθησία στις διάφορες

περιβαλλοντικές παραμέτρους (Τσουρού, 2008), βρίσκονται σε μεγάλους αριθμούς και

διατηρούνται εύκολα στο αρχείο των απολιθωμάτων και τέλος ο τύπος του κελύφους τους

(δίθυρα κελύφη με πολλά στάδια έκδυσης) μπορεί εύκολα να μας δώσει στοιχεία για τις

διάφορες ταφοκοινωνίες. Οστρακώδη περιέγραψαν για πρώτη φορά ο Carl Linneus το 1758

και ο F. Μullerto 1776 (Τσουρού, 2008). Η μορφολογία των μαλακών μερών των

οστρακωδών δεν περιγράφεται εδώ με λεπτομέρεια καθώς τα μαλακά μέρη δεν

απολιθώνονται.Τα γενικά χαρακτηριστικά της δομής του κελύφους που διατηρούνται στα

απολιθώματα και αξιοποιούνται για την κατάταξή τους περιγράφονται στην Eικόνα 9.

Εικόνα 9: Α.1: Μικρή κεραία, Α.2: κεραία, A n : έδρα, e: οφθαλμός, Es: οισοφάγος, As: προσαγωγοί μύες, F: διχαλωτή απόφυση, Fd: τροφή στο πεπτικό σύστημα, H: συκώτι, L: άνω χείλος, Μd: κάτω σιαγώνα, Mx: άνω σιαγώνα, Ov: ωοθήκη, Rg: οπίσθιο έντερo, S: στομάχι, T.1 ως Τ.3: πλευρικά άρθρα (πόδια), Vp: παλμικό πλακίδιο στην κάτω σιαγώνα (Bignot,1985).

11

Το κέλυφος των οστρακωδών έχει συνήθως ωοειδές, νεφροειδές ή ελαφρώς τριγωνικό

σχήμα και χωρίζεται σε δεξιά και αριστερή θυρίδα. Συνήθως η μία θυρίδα είναι λίγο

μεγαλύτερη από την άλλη. Ένα σημαντικό διαγνωστικό χαρακτηριστικό από άποψη

ταξινόμησης και κατάταξης των οστρακωδών είναι το κλείθρο. Διακρίνονται τα

ομοιόμορφα, τα μονόπλευρα και τα αμφίδοντα κλείθρα. Αυτά χωρίζονται σε επιμέρους

κατηγορίες οι οποίες περιγράφονται με λεπτομέρεια στην Εικόνα 10.

Εικόνα 10.Οικυριότεροι τύποι κλείθρου των Οστρακωδών.

Πιο συγκεκριμένα οι βασικοί τύποι κλείθρων των οστρακωδών έχουν ως εξής:

➢ Ομοιόμορφα κλείθρα: Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλα τα κλείθρα που δεν

υποδιαιρούνται σε ακραία και μεσαία τμήματα

➢ Μονόπλευρα κλείθρα: Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει όλα τα κλείθρα που διαθέτουν

δόντια στις άκρες της μιας μόνο θυρίδας

➢Αμφίδοντα κλείθρα: Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλα τα κλείθρα που έχουν

δόντια και φατνία (κοιλότητες) και στις δύο θυρίδες. Αυτά προέρχονται από την εξέλιξη

12

των μονόπλευρων κλείθρων με διαφοροποίηση των μεσαίων στοιχείων σε προ- και

μετά-μονόπλευρα τμήματα. Στην ταξινόμηση των οστρακωδών σημαντικό ρόλο παίζουν

επίσης τα μυϊκά αποτυπώματα που εντοπίζονται στο κεντρικό τμήμα της θυρίδας ή

ελαφρώς προς το εμπρόσθιο τμήμα. Ο αριθμός τους, η μορφή τους και η θέση τους

ποικίλλουν σημαντικά στα διάφορα γένη των οστρακωδών (Bignot, 1985).

Εικόνα 11. Συνοπτική παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών των θυρίδων και των μαλακών τμημάτων των οστρακωδών. Επάνω εσωτερική πλευρά αριστερής θυρίδας. Κάτω εξωτερική πλευρά αριστερής θυρίδας (Τσουρού, 2008).

13

Όσον αφορά την μορφολογία των θυρίδων, κάθε μια φέρει δύο ελάσματα, το

εξωτερικό και το εσωτερικό, τα οποία πολλές φορές δεν εφάπτονται περιφερειακά, αλλά

αφήνουν ένα διάκενο (vestibulum). Επιπλέον οι θυρίδες στην εξωτερική επιφάνειά

τους φέρουν αγωγούς που ονομάζουμε πόρους επιφανείας και που διακρίνονται σε

δύο τύπους: τον ανοιχτό και τον ηθμοειδή τύπο. Αγωγοί παρατηρούνται επίσης και στη

ζώνη περιθωρίου, δηλαδή στην επαφή του εξωτερικού με το εσωτερικό έλασμα και

ονομάζονται αγωγοί περιθωρίου. Διακρίνονται σε κύριους και ψευδείς. Η εξωτερική

επιφάνεια των θυρίδων είναι λεία ή φέρει διακόσμηση, που στην πιο απλή

περίπτωση μπορεί να είναι ένααδιαφοροποίητο, λεπτό, διχτυωτό πλέγμα. Με

λέπτυνση ή πάχυνση των «κορδονιών» που διαμορφώνουν το διχτυωτό πλέγμα, είναι

δυνατόν να σχηματιστούν μεγάλοι βρόγχοι, ράχες, φυμάτια, αγκάθια, και άλλα

εξωτερικά μορφολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τα θαλάσσια οστρακώδη, σε

αντίθεση με τα λιμναία, φέρουν μεγάλη ποικιλία διακόσμησης. Σε πολλά είδη

μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξελικτική πορεία της διαφοροποίησης των

εξωτερικών μορφολογικών χαρακτηριστικών κατά τη διάρκεια της οντογένεσης

(Τσαπραλής, 1981).

2.1.1 Αναπαραγωγή και ενηλικίωση

Τα οστρακώδη διακρίνονται σε δύο διαφορετικά φύλα αλλά δεν αναπαράγονται πάντα

με την διαδικασία της εγγενούς γονιμοποίησης. Συνηθισμένο φαινόμενο για την

αναπαραγωγή των οστρακωδών είναι η παρθενογένεση η οποία συμβαίνει κυρίως στα

σύγχρονα οστρακώδη και σε αυτά που ζουν σε περιβάλλοντα γλυκών υδάτων. Είναι

γεγονός ότι πολλές φορές ολόκληροι πληθυσμοί αποτελούνται μόνο από θηλυκά άτομα

τα οποία γεννούν αυγά από τα οποία θα προέλθουν πάλι μόνο θηλυκού γένους άτομα

(Tσαπραλής, 1981).Από τα αυγά των οστρακωδών, είτε αυτά προέρχονται ύστερα από

14

γονιμοποίηση είτε από παρθενογένεση, εξέρχονται προνύμφες οι οποίες είναι

χαρακτηριστικές και σε πολλές άλλες ομάδες καρκινοειδών. Όπως συμβαίνει και με

πολλά άλλα καρκινοειδή έτσι και τα οστρακώδη μεγαλώνουν με διαδοχικές εκδύσεις,

δηλαδή αποβάλλουν το παλαιό κάλυμμα του σώματος και εκκρίνουν καινούργιο. Κατά τη

σύντομη χρονική διάρκεια της έκδυσης τα οστρακώδη διπλασιάζουν περίπου τον όγκο

τους και προσθέτουν καινούρια ζεύγη άρθρων. Στα σύγχρονα οστρακώδη κατά την

οντογένεση, έχουν παρατηρηθεί εννέα στάδια αύξησης, το τελευταίο εκ των οποίων

αντιπροσωπεύει το ενήλικο άτομο. Η ταχύτητα αύξησης φαίνεται να έχει σχέση με τη

θερμοκρασία του νερού. Τα οστρακώδη των γλυκών υδάτων ενηλικιώνονται σε ένα μήνα

περίπου, ενώ εκείνα που διαβιούν σε θαλάσσιο περιβάλλον χρειάζονται μερικές

εβδομάδες έως τρία χρόνια. (Tσαπραλής, 1981).

2.1.2 Οικολογία

Σήμερα ο μεγαλύτερος αριθμός των ειδών των οστρακωδών κατοικεί σε θαλάσσιο

περιβάλλον γεγονός που υποδηλώνει ότι τα οστρακώδη είναι πολύ πιθανόν να

πρωτοαναπτύχθηκαν σε θαλάσσιο περιβάλλον (Τσαπραλής, 1981, Τσουρού, 2008).

Αρκετά είδη αναπτύσσονται σε υφάλμυρα ή γλυκά ύδατα και άλλα μπορεί να διαβιούν σε

υπερύαλα περιβάλλοντα. Τα οστρακώδη εξαπλώνονται από την ακτή μέχρι βάθους

μερικών χιλιάδων μέτρων και από τον ισημερινό έως τις πολικές περιοχές. Ένας πολύ

μικρός αριθμός οστρακωδών έχουν πελαγική διαβίωση και ελάχιστα ζουν στην

επιφάνεια του νερού ή είναι κατανεμημένα κατά μήκος της στήλης του. Τα

περισσότερα είδη θαλασσίων οστρακωδών διαβιούν, αναπτύσσονται και εξελίσσονται στο

βυθό της θάλασσας ή είναι αναρριχημένα πάνω στα φύκη και η κατανομή τους εξαρτάται

από ένα μεγάλο αριθμό φυσικών, χημικών και βιολογικών παραγόντων. Οι σπουδαιότεροι

παράγοντες από αυτούς είναι η αλατότητα, η θερμοκρασία, η λιθολογική σύσταση

15

του υποβάθρου, η διατροφή ενώ λιγότερο σημαντικοί είναι το pH, η ποσότητα οξυγόνου,

η διατροφή, η κίνηση των νερών κ.α.

Πιο συγκεκριμένα οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή των

βιοκοινοτήτων των οστρακωδών, είναι:

α) Αλατότητα: Η αλατότητα είναι καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη και κατανομή

των οστρακωδών, αφού έχει άμεση επίδραση επάνω στη φυσιολογία του οργανισμού. Οι

πανίδες των οστρακωδών που διαβιούν σε γλυκά νερά διακρίνονται μέσω

μορφολογικών διαφοροποιήσεων από τις θαλάσσιες πανίδες. Πολύ λίγα είναι τα είδη

που μπορούν να εξελιχθούν τόσο στα θαλάσσια όσο και στα υφάλμυρα περιβάλλοντα,

αλλάζει όμως η μορφολογία του κελύφους τους. Τα παράκτια είδη είναι ευρύαλα και

μερικά είναι ικανά να ανεχθούν ολιγόαλες έως κανονικές θαλάσσιες συνθήκες, ενώ τα

γένη που ζούν σε βαθιές θάλασσες είναι γενικά στενόαλα. Ο μεγαλύτερος αριθμός

ατόμων των Οστρακωδών παρατηρείται στα υφάλμυρα νερά και ιδιαίτερα στα

μειόαλα και μεσόαλα. Σε αλατότητα <17‰ είναι πολύ δύσκολο να επιζήσουν και

ακόμη περισσότερο να αναπαραχθούν τα θαλάσσια Οστρακώδη. Αντίθετα, τα υφάλμυρα

Οστρακώδη μπορούν μερικές φορές να επιβιώσουν σε μια αλατότητα μεγαλύτερη του

17‰, αλλά όμως χωρίς τη δυνατότητα αναπαραγωγής. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι

καθώς ελαττώνεται η αλατότητα οι περισσότερες ομάδες οργανισμών εξαφανίζονται

σταδιακά ενώ τα οστρακώδη παραμένουν και κυριαρχούν με μικρό αριθμό ειδών λόγω

αστάθειας των περιβαλλόντων αυτών. Παρόλα αυτά ο αριθμός των ατόμων του κάθε

είδους σε αυτήν την περίπτωση εμφανίζεται αυξημένος (Τσαπραλής, 1981).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γένος Cyprideis. Είναι τυπικό υφάλμυρο γένος,

που μπορεί να προσαρμοστεί σε διαβίωση τόσο στα θαλάσσια όσο και στα γλυκά νερά. Το

είδος Cyprideis torosa απαντάται κυρίως σε νερά με αλατότητα από 2-3‰ έως 15-17‰,

αλλά όταν αυξομειώνεται η αλατότητα αυτό παρουσιάζει ορισμένες ιδιομορφίες σε ότι

16

αφορά στην μορφολογία του κελύφους. Συγκεκριμένα, οι λείες μορφές του είδους

αυτούπου παλαιότερα αποτελούσαν ιδιαίτερο υποείδος, το C. torosa littoralis,

απαντώνται συνήθως σε βραχύαλα ύδατα. Όταν όμως ελαττώνεται η αλατότητα

(ολιγόαλα) εμφανίζονται άλλες μορφές, που φέρνουν κόμβους στο κέλυφός τους που

χαρακτηρίζουν το υποείδος C. torosa torosa. Η ιδιομορφία του παραπάνω είδους αποτελεί

πολλές φορές κριτήριο για τη διαπίστωση ανάμιξης υφάλμυρων – λιμναίων μορφών στα

θαλάσσια νερά. Το C. torosa ζει κατά προτίμηση σε επίπεδες λιμνοθάλασσες και στις

εκβολές ποταμών και αποτελεί καθοδηγητική μορφή των υφάλμυρων νερών

(Athersuch et al., 1989). Τέλος, ορισμένα Οστρακώδη, όπως το γένος Candona,

μπορούν να αντέξουν σε αυξημένη αλατότητα, ενώσύγχρονα είδη του γένους αυτού

απαντώνται και σε ολιγόαλα νερά με αλατότητα μέχρι 1,0‰ (γλυκά νερά)

β) Θερμοκρασία: Μεταξύ των οστρακωδών υπάρχουν είδη που είναι ευρύθερμα, ενώ

άλλα είναι στενόθερμα, δηλαδή κατά την διαβίωσή τους περιορίζονται σε στενά όρια

θερμοκρασιακών μεταβολών. Ομοίως τα είδη που προτιμούν τα ψυχρά νερά των

ρηχών θαλάσσιων περιοχών τα ονομάζουμε ψυχρόφιλα, ενώ εκείνα που διαβιούν στα

ψυχρά νερά των βαθιών θαλασσών τα λέμε ψυχροσφαιρικά, αντίθετα άλλα που ζουν

στα θερμά ύδατα τα χαρακτηρίζουμε ως θερμόφιλα. Εξάλλου όπως συμβαίνει με

πολλούς οργανισμούς, έτσι και τα θαλάσσια οστρακώδη που διαβιούν σε αβαθή νερά

στα χαμηλά γεωγραφικά πλάτη παρουσιάζουν αισθητά μεγαλύτερες ταξινομικές

διαφοροποιήσεις σε σχέση με εκείνα που ζουν στα αντίστοιχα νερά των υψηλών

γεωγραφικών πλατών. Εντούτοις η μεταβολή των θερμοκρασιών δεν είναι η μοναδική

αιτία διαφοροποίησης των πανίδων των οστρακωδών (Τσαπραλής, 1981). Αναφορικά

με το θερμοκρασιακό εύρος επιβίωσης των ειδών των οστρακωδών μπορούμε

χαρακτηριστικά να αναφέρουμε τα εξής παραδείγματα: τα είδη Aurila convexa και

Pterygocythereis jonesi μπορούν να αναπτυχθούν σε θερμοκρασία μέχρι 250C. Επίσης

το γένος Callistocythere απαντάται μόνο σε ζεστά νερά. Αντίθετα, ορισμένα γένη,

17

όπως τα Loxoconcha, Cytherura, και Leptocythere μπορούν να αντέξουν σε ευρύτερα

όρια θερμοκρασίας (0-30 οC) και αλατότητας (2-35‰). Επίσης,το είδος Ilyocypris gibba

αναπτύσσεται, κατά προτίμηση, σε υψηλές θερμοκρασίες και δεν μπορεί να επιζήσει σε

θερμοκρασία κάτω από 10oC (Athersuch et al., 1989)

γ) Μορφολογία και λιθολογική σύσταση υποβάθρου: η μορφολογία και κυρίως η

λιθολογική σύσταση του υποβάθρου επηρεάζουν πολύ τη σύνθεση των βιοκοινοτήτων

των οστρακωδών. Τα οστρακώδη διαβιούν είτε στο βυθό είτε προσκολλημένα επάνω

σε θαλάσσια φύκη. Τα πρώτα διαβιούν πάνω στα ιζήματα ή μέσα σε αυτά (ενδοβιόντα

βενθονικά). Επιπλέον η σύνθεση των βιοκοινοτήτων των οστρακωδών όπως επίσης και η

πυκνότητα του πληθυσμού τους, εξαρτώνται κατά πολύ από τον τύπο του ιζήματος του

βυθού. Έτσι πληθυσμοί που διαβιούν στην ίδια περιοχή, στο ίδιο βάθος και κάτω από

της ίδιες συνθήκες αλατότητας και θερμοκρασίας, παρουσιάζουν διαφορετική σύνθεση

και πυκνότητα. Συγκεκριμένα τα αδρόκοκκα ιζήματα όπως είναι οι καθαρές άμμοι και οι

ωόλιθοι, περιέχουν μόνο μικρούς πληθυσμούς οστρακωδών, ενώ σε άλλα ιζήματα όπως

είναι για παράδειγμα ένα μίγμα άμμου με ιλύ ή πηλιτικά ιζήματα, συνήθως εγκλείουν

μεγαλύτερες και περισσότερο διαφοροποιημένες πανίδες οστρακωδών. Το σχήμα και το

μέγεθος των κόκκων που συνθέτουν το ίζημα, όπως επίσης και ο βαθμός συμπίεσής

τους είναι ρυθμιστικοί παράγοντες της ανάπτυξης, εξέλιξης και κατανομής των

διαφόρων βιοκοινοτήτων. Επίσης το μέγεθος των κενών διαστημάτων μεταξύ των κόκκων

της άμμου είναι ένας ρυθμιστικός παράγοντας για το μέγεθος των οστρακωδών τα οποία

διαβιούν μέσα στα κενά αυτά. Επίσης οι βιοκοινότητες των οστρακωδών που ζουν ως

επιφυτικά παρουσιάζονται πολύ διαφοροποιημένες (Τσαπραλής, 1981). Έτσι,

παραδείγματος χάριν, το είδος Aurila convexa εμφανίζεται κυρίως σε ψαμμούχο

υπόβαθρο, ενώ το Pterygocythereis jonesi απαντάται σε ιλυώδες υπόβαθρο.

18

δ) το βάθος: Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί η επίδραση του βάθους πάνω στην

ανάπτυξη, εξέλιξη και κατανομή των οστρακωδών, αφού πολλοί άλλοι παράγοντες

μεταβάλλονται σε στενή σχέση με την αλλαγή του βάθους. Αυξανόμενου του βάθους η

σταθερότητα του περιβάλλοντος γενικά αυξάνεται, ενώ ο βαθμός ενέργειας

ελαττώνεται. Η προοδευτική αύξηση του βάθους συνοδεύεται και με αντίστοιχη

ελάττωση του μεγέθους των κόκκων του ιζήματος, προοδευτική ελάττωση του φωτός και

γενικά ελάττωση της βλάστησης. Κάτω από την ευφωτική ζώνη ελαττώνεται ακόμη και

η παροχή τροφής. Σε αβαθείς θαλάσσιους χώρους διαβίωσης με υψηλή ενέργεια, τόσο η

διαφοροποίηση όσο και η πυκνότητα των οστρακωδών είναι μικρότερες από ότι είναι

στους βαθύτερους και περισσότερο σταθερούς εξω - παράκτιους χώρους. Εντούτοις

λίγο κάτω από τη ζώνη του φωτός και πάλι οι πληθυσμοί των οστρακωδών

παρουσιάζονται λιγότερο διαφοροποιημένοι και λιγότερο πυκνοί. Επίσης οι ρηχές

βιοφάσεις επηρεάζονται από πιθανές κλιματικές αλλαγές περισσότερο από τις βαθιές

βιοφάσεις (Τσαπραλής, 1981). Τέλος, στα σύγχρονα οστρακώδη φαίνεται να υπάρχει

σχέση μεταξύ του βάθους διαβίωσης και της εξωτερικής διακόσμησης του κελύφους

τους. Είδη που χαρακτηρίζονται από μεγάλο και σχετικά παχύ κέλυφος και σημαντικό

διάκοσμο, συναντώνται κυρίως σε ρηχά νερά και τέτοια είδη δείχνουν να επιβιώνουν και σε

ταραγμένα νερά (π.χ. Aurila sp.). Σε ότι αφορά το βάθος χαρακτηριστικά παραδείγματα

οστρακωδών που ζουν σε συγκεκριμένα βάθη αναφέρονται παρακάτω. Το Aurila speyeri speyeri ζει σήμερα στον κόλπο της Νεάπολης στην Ιταλία σε βάθος 20-40μ. και το

Cytheridea neapolitana συναντιέται σε παράκτιους σχηματισμούς. Το Trachyleberis hystix απαντάται στην Κεφαλλονιά σε βάθος 20-90μ., ενώ στον κόλπο της

Manfredonia στην Ιταλία ζει στα 20μ. αλλά μπορεί να βρεθεί μέχρι και 200μ βάθος. Σε

ανάλογο βάθος απαντώνται και τα Aurila convexa, A. punctata, A. lancaeformis. Το

Quadracythere prava αντίθετα χαρακτηρίζει παράκτιες αποθέσεις. Γενικά, τα

19

περισσότερα είδη βρίσκονται συνήθως σε βάθος λίγων δεκάδων μέτρων (Athersuch et al.,

1989).

Γαστερόποδα

2.2 Γενική περιγραφή Γαστερόποδων

Τα Γαστερόποδα αποτελούν την πιο ποικιλόμορφη και με την μεγαλύτερη αφθονία

τάξη των μαλακίων. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η συστροφή της σπλαχνικής

μάζας. Το σώμα είναι ασύμμετρο και υπάρχει κεφάλι στο μπροστά τμήμα, και ένα

μυώδες πόδι κοιλιακά. Στα περισσότερα γαστερόποδα το σώμα προστατεύεται από ένα

μονόθυρο κέλυφος (υπάρχουν και μορφές χωρίς κέλυφος). Το τυπικό κέλυφος είναι ένας

κωνικός σωλήνας, που περιελίσσεται με δεξιόστροφη φορά. Σήμερα υπάρχουν 30000

είδη, εκ των οποίων τουλάχιστον 15000 απολιθωμένα και έχει παρατηρηθεί πως

υπάρχουν περισσότερα γαστερόποδα τώρα από ποτέ άλλοτε. Εμφανίζουν εκτεταμένη

προσαρμοστική διάσπαση. Τα περισσότερα Γαστερόποδα είναι κυρίως θαλάσσια, και

ζουν σε ρηχά νερά, ωστόσο υπάρχουν και κάποια νηκτονικά είδη (πτερόποδα), γλυκών

νερών καθώς επίσης και χερσαίες μορφές. Οι πρώτες μορφές εμφανίστηκαν στο

Κατώτερο Κάμβριο. Οι κυριότερες αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από το από το

πρωτόγονο, προγονικό υποθετικό «αρχαιομαλάκιο», αφορούν κυρίως: 1. Ανάπτυξη του

κεφαλιού 2. Ραχιαιοκοιλιακή επιμήκυνση του σώματος 3. Περιστραμένο κέλυφος που

σχηματίζει βαθύ καταφύγιο 4. Συστροφή (Ηλιόπουλος, 2010).

2.2.1 Το κέλυφος των γαστερόποδων

Είναι συνήθως επιμηκυμένα, συνήθως κωνικός σωλήνας, περιστρεμμένος με πολλούς

τρόπους. Το κλειστό μυτερό τμήμα ονομάζεται κορυφή (οπίσθιο τμήμα του κελύφους), ενώ

20

το άνοιγμα στο πλατύ μέρος ονομάζεται στοματικό άνοιγμα (εμπρόσθιο τμήμα του

κελύφους). Η αρχιτεκτονική του κελύφους ελέγχεται από την περιέλιξη, τον ρυθμό

αύξησης της διαμέτρου του κελύφους, την μορφή του στοματικού ανοίγματος και τον

διάκοσμο. Σχήμα του κελύφους, διακρίνεται στα εξής είδη: α. Ελικοειδές (π.χ. Acteonella)

β. Πεταλιδόμορφο (π.χ. Patella) γ. Τροχόμορφο (π.χ. Calliostoma) δ. Κουκουλόμορφο (π.χ.

Gastrocopta) ε. Πυργοειδές (π.χ. Turritela) στ. Δισκοειδές (π.χ. Schizostoma) ζ.

Τουρμπινοειδές (π.χ. Ampulella) η. Δικωνικό (π.χ. Conus) θ. Ισοστροφικό (π.χ.

Bellerophon) ι. Ακανόνιστο (Vermetus) κ. Δακτυλωτό (Aporrhais). Η δομή του κελύφους,

αφορά τα εξής μέρη: α. Περιόστρακο, το οποίο είναι ένα εξωτερικό, λεπτό, κερατινώδες

στρώμα β.Όστρακο: το οποίο αποτελείται από στρώματα αραγωνίτη (μερικές φορές και

ασβεστίτη) και οργανική ύλη. Συνήθως η δομή του κελύφους μοιάζει με αυτή των

δίθυρων και αποτελείται από ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό στρώμα (Ηλιόπουλος,

2010).

Εικόνα 12. Μορφολογικά χαρακτηριστικά τυπικού κελύφους γαστερόποδου (Τσώνη και Τσίρμπα, 2013).

21

2.2.2 Οικολογία των γαστερόποδων

Η πλειοψηφία των Γαστερόποδων είναι βενθονικά, αν και υπάρχουν και πελαγικές

μορφές, γαστερόποδα του γλυκού νερού καθώς επίσης και χερσαίες μορφές. Τα

γαστερόποδα που κατοικούν στην υπο-παραλιακή ζώνη έχουν χοντρό κέλυφος.

Υπάρχουν χορτοφάγα, σαρκοφάγα, κοπροφάγα, διηθηματοφάγα και αιωρηματοφάγα.

Τα σαρκοφάγα χρησιμοποιούν δύο τρόπους για να λάβουν την τροφή τους: είτε

ξύνουν το κέλυφος δίθυρων ή άλλων γαστερόποδων μέχρι να φτάσουν στην σάρκα, ή

τρυπούν μια στρογγυλή τρύπα στο κέλυφος (μπορεί να τους πάρει 14-20 ώρες) και

ρίχνουν μυοχαλαρωτική ουσία, το κέλυφος ανοίγει και μπορούν στην συνέχεια να

απολαύσουν το γεύμα τους. Τα περισσότερα γαστερόποδα είναι ερμαφρόδιτα αν και

συνήθως ζευγαρώνουν ομαδικά. Τα γαστερόποδα που έχουν πλήρες άνοιγμα είναι

χορτοφάγα και ζουν σε σκληρά υποστρώματα, ενώ αυτά που έχουν αύλακα σίφωνα

βρίσκονται σε μαλακά υποστρώματα και είναι σαρκοφάγα. Τα γαστερόποδα του γλυκού

νερού έχουν λεπτά κελύφη και παχύ περιόστρακο (Athersuch et al., 1989)

3. ΥΛΙΚΟ ΜΕΛΕΤΗΣ-ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Εικόνα 13.Απεικόνιση του εργαστηριακού εξοπλισμού που χρησιμοποιήθηκε στην επεξεργασία και ανάλυση των δειγμάτων. Από αριστερά προς δεξιά: πυρηνολήπτης βαρύτητας (Gravity Corer), κόσκινο 125μm, δείγματα προς ξήρανση, λεπτό πινέλο, ταψάκι συλλογής, κυψελίδες αποθήκευσης, στερεοσκόπιο CARLZEISS 475002

22

Εικόνα 14. Θέση πυρηνοληψίας βόρεια της Βόνιτσας στον Αμβρακικό κόλπο, με κόκκινο βέλος.

Η θέση πυρηνοληψίας βρίσκεται στο νότιο τμήμα του Αμβρακικού, βόρεια της Βόνιτσας με

συντεταγμένες 38ο 56,260΄Ν 20Ο53,054΄ Ε και πραγματοποιήθηκε στα 27m βάθος με

πυρηνολήπτη βαρύτητας (Gravity Corer μήκους 3m (Βenthos), από το Ερευνητικό σκάφος:

IRENER/S , 2008). Συλλέχθηκαν 42 δείγματα ιζήματος που καλύπτουν όλες τις λιθολογικές

ενότητες του πυρήνα. Ύστερα πραγματοποιήθηκε η διαδικασία της υγρής κοσκίνισης από

κόσκινο με 125μm διάμετρο πλέγματος, το οποίο τοποθετήθηκε στο νεροχύτη μαζί με το

υλικό και χρησιμοποιήθηκε νερό βρύσης που προωθούταν με πιεστήρα νερού για την

ομαλή ολοκλήρωση της διαδικασίας. Στη συνέχεια το υλικό που έμεινε στο κόσκινο,

συλλέχθηκε σε πυρίμαχα σκεύη, πραγματοποιήθηκε πλήρης εξάτμιση του νερού απ’ τα

σκεύη αυτά, είτε με φυσικό τρόπο, είτε μέσω ξήρανσης σε φούρνο στους 60οC. Τέλος, το

αποξηραμένο υλικό πλέον του κάθε δείγματος, αποθηκεύτηκε σε πλαστικά φιαλίδια. Στην

συνέχεια πραγματοποιήθηκε η διαλογή, η συλλογή και η αναγνώριση και ταξινόμηση των

μικροαπολιθωμάτων σε όλα τα δείγματα με τη βοήθεια στερεοσκοπίου. Για τη διαλογή των

δειγμάτων χρησιμοποιήθηκαν ένα μαύρο ταψάκι συλλογής χωρισμένο σε τετράγωνα του

ενός εκατοστού, ένα λεπτό πινέλο και στερεοσκόπιο CARL ZEISS 475002 (Μεγεθύνσεις 4Χ

και 1,6Χ). Τα απολιθώματα που συλλέχθηκαν, ταξινομήθηκαν σε επίπεδο οικογένειας,

γένους ή και είδους όπου ήταν εφικτό και φωτογραφήθηκαν μέσω του προγράμματος

23

Optika Vision Lite 2.1. Επεξεργάστηκαν μέσω του προγράμματος επεξεργασίας εικόνας

Adobe Photoshop και καταχωρήθηκαν σε πίνακα με κλίμακα και υπόμνημα των ονομάτων

των ειδών. Η ταξινόμηση βασίστηκε στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των οστρακωδών, τα

οποία καταγράφηκαν και συγκρίθηκαν με άλλα γνωστά με τη βοήθεια της βιβλιογραφίας

(Athersuch et al., 1989, Stereo Atlas of Ostracode shells, Meisch, 2000, Frenzel et al.,2010.,

Avramidis et al. 2014, Τζιαβός 1997) και με τη βοήθεια έγκυρων επιστημονικών ιστοτόπων

(WORMS). Τα αναγνωρισμένα είδη καταχωρήθηκαν σε συγκεντρωτικό πίνακα μέσω της

χρήσης του προγράμματος Excel.

Όσον αφορά τα οστρακώδη τα αποτελέσματα επεξεργάστηκαν στατιστικά με τη

βοήθειατου προγράμματος PAST 3 (Hammer et al., 2001), πραγματοποιήθηκε παραγοντική

ανάλυση αντιστοιχιών (Correspondence Analysis) και υπολογίστηκαν οι δείκτες

ποικιλότητας Shannon_H και Evenness_e^H/S. Ο δείκτης ποικιλότητας Shannon-Wiener

(Shannon and Weaver 1963) λαμβάνει υπόψη κυρίως τις αναλογίες των μη διαδεδομένων

ειδών μιας συνάθροισης και υπολογίζεται απότη σχέση :

όπου R είναι ο αριθμός των ειδών και pi το ποσοστό του συνολικού αριθμού ατόμων που

ανήκουν στο l είδος.

Ο δείκτης ποικιλότητας Evenness (ισομέρεια) εκφράζεται ως ο λόγος της ποικιλότητας προς

τη µέγιστη δυνατή ποικιλότητα που η βιοκοινότητα θα µπορούσε να έχει µε τον ίδιο αριθµό

ειδών (Γρίσπου, 2010) . Ο δείκτης Ισοµέρειας δίνεται από τον τύπο:

24

Για ένα δεδοµένο αριθµό ειδών µιας βιοκοινότητας θα θέλαµε ο δείκτης ποικιλότητας να

είναι τόσο µεγαλύτερος όσο η κατανοµή των ατόµων στα διάφορα είδη τείνει να γίνει

ισοµερής. Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό αν σκεφτούµε ότι η ακραία κατάσταση µιας

ανισοµερούς κατανοµής οδηγεί ορισµένα είδη να αντιπροσωπεύονται µε µηδέν άτοµα

οπότε η ποικιλότητα της βιοκοινότητας είναι προφανώς µειωµένη. Εποµένως η ισοµέρεια

είναι το δεύτερο συνθετικό της ποικιλότητας.

Παράλληλα υπολογίστηκε ο ταφονομικός δείκτης Αναλογία ενήλικων/νεαρών ατόμων

(Adult/Juvenile Ratio, A/J) για το είδος που επικρατεί. Σύμφωνα με τη θεωρία σε κάθε

ενήλικο άτομο οστρακώδους αντιστοιχούν 8 στάδια έκδυσης του νεαρού ατόμου. Αλλά

σπάνια διατηρούνται στα ιζήματα και τα 8, διότι στα πρώτα στάδια έκδυσης τα κελύφη

είναι λεπτά και δεν διατηρούνται, επίσης πολλά από τα άτομα δεν επιβιώνουν μέχρι την

ενηλικίωση. Όμως η σχέση ενήλικών/νεαρών ατόμων προσφέρει σημαντικές

παλαιοπεριβαλλοντικές πληροφορίες (Bellis et al., 1999, Frenzel et al., 2005).

Παραδείγματος χάριν μια αναλογία της τάξης 5:1(5), μπορεί να είναι αντιπροσωπευτική

μιας απόθεσης “insitu” με σημαντική ταφονομική απομάκρυνση πολλών νεαρών σταδίων.

Μια αναλογία της τάξης 1:8 έως 1:4 επίσης μπορεί να δηλώνει μια θανατοκοινωνία “insitu”

, αλλά με λιγότερη απομάκρυνση των νεαρών σταδίων, οπότε πιο αντιπροσωπευτική της

βιοκοινωνίας. Τέλος ένα δείγμα πολύ χαμηλής αναλογίας (π.χ. 1:25) μπορεί να

αντιπροσωπεύει την τοπική απόθεση νεαρών θυρίδων οι οποίες μεταφέρονται εύκολα ή

ακόμα και ένα “insitu” επεισόδιο μαζικού θανάτου ( Schellenberg, 2007). Όταν συναντώνται

μόνο θυρίδες ενηλίκων ή θυρίδες νεαρών των τελευταίων σταδίων έκδυσης, αυτό

ερμηνεύεται ως απόθεση σε περιβάλλον υψηλής ενέργειας ενώ αν βρεθούν μόνο νεαρά

άτομα σε μια συνάθροιση αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως απόθεση σε περιβάλλον χαμηλής

ενέργειας. Όταν αντιπροσωπεύονται όλα ή σχεδόν όλα τα στάδια έκδυσης ενός

συγκεκριμένου είδους, αυτό δηλώνει περιβάλλον χαμηλής ενέργειας και “insitu” απόθεση

(Frenzel and Boomer 2005, Armstrong and Brasier 2005). Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται ως ο

25

λόγος των «ενήλικων» κελυφών και θυρίδων προς όλα τα νεαρά κελύφη και θυρίδες του

ίδιου είδους που βρέθηκαν στο δείγμα που μελετήθηκε.

Τέλος υπολογίστηκε ο δείκτης παραγωγικότητας των οστρακωδών (αριθμός

οστρακωδών/gr δείγματος) και γαστερόποδων (αριθμός γαστρόποδων /gr δείγματος).

Για τη στατιστική ανάλυση (Birks, 2007) και την παρουσίαση των αποτελεσμάτων

κατασκευάστηκαν διαγράμματα συχνότητας μέσω του προγράμματος C2. Στόχος των

διαγραμμάτων αυτών είναι η αναγνώριση αυξομειώσεων των συγκεντρώσεων των ειδών

με το βάθος του πυρήνα, αλλά και η ομαδοποίηση τμημάτων του που παρουσιάζουν κοινά

στοιχεία όσον αφορά στις συγκεντρώσεις των ειδών. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης των

οστρακωδών κανονικοποιήθηκαν ως προς το βάροςτου 1gr (κανονικοποιημένος αριθμός

ατόμων κάθε είδους / gr). Για τα διαγράμματα των γαστερόποδων χρησιμοποιήθηκαν οι

απόλυτες τιμές συγκεντρώσεων. Παράλληλα κατασκευάστηκαν διαγράμματα για τους

δείκτες που υπολογίστηκαν και διαγράμματα ομαδοποιημένων ανάλογα με την οικολογική

προτίμηση οστρακωδών και γαστερόποδων (θαλάσσια-υφάλμυρα και επιφυτικά).

Τέλος επιχειρήθηκε περιγραφή και ερμηνεία των παλαιοκλιματικών, παλαιογεωγραφικών

και παλαιοοικολογικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή.

4. ΛΙΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΠΥΡΗΝΑ

Συνολικά συλλέχθηκαν, επεξεργάστηκαν και αναλύθηκαν 42 δείγματα που καλύπτουν όλες

τις λιθολογικές ενότητες του πυρήνα. Το διάστημα δειγματοληψίας για τις αναλύσεις

κυμαίνεται από 1 – 10cm κατά μήκος του πυρήνα και το συνολικό του μήκος είναι 166cm. Η

μακροσκοπική περιγραφή δείχνει ότι η κύρια σύσταση του πυρήνα είναι ιλύς.

26

Εικόνα 15. Αριστερά απεικόνιση του πυρήνα που μελετήθηκε, δεξιά σημειώνονται οι θέσεις

δειγματοληψίας κατά μήκος του πυρήνα.

27

Πίνακας 1. Αναλυτικός πίνακας λιθολογικών ενοτήτων σε σχέση με το βάθος και η αποτύπωση

των δειγμάτων που λήφθηκαν κατά μήκος του πυρήνα.

Γενικά με την ανάλυση ιζημάτων του πυρήνα παρατηρούμε ότι έχουμε τουλάχιστον τρεις

κύκλους ιζηματογένεσης , όπου επαναλαμβάνονται σχεδόν οι ίδιες ακολουθίες μεταξύ των

ενοτήτων του ανώτερου και κατώτερου τμήματος του πυρήνα.

5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

5.1 Παρουσίαση αποτελεσμάτων

Η Μικροπαλαιοντολογική ανάλυση που έγινε σε 42 δείγματα έδωσε μικροπανίδα που

αποτελείται από οστρακώδη και γαστερόποδα. Τα δείγματα που είχαν σχετικά

ικανοποιητικό αριθμό ατόμων είναι τα 19 – 20cm, 22 – 23cm, 32 – 33cm, 57 – 58cm, 127 –

128cm, 156 – 157cm. Βρέθηκε ένα στείρο δείγμα, το 6 – 7cm.Τα αναλυτικά αποτελέσματα

της Μικροπαλαιοντολογικής ανάλυσης απεικονίζονται στον παρακάτω συγκεντρωτικό

Πίνακα 2 και ακολουθεί η υποενότητα με την ανάλυση του κάθε δείγματος ξεχωριστά.

28

Πίνακας 2. Αποτελέσματα της Μικροπαλαιοντολογικής ανάλυσης.

29

5.2 Συστηματική ταξινόμηση

Η συστηματική ταξινόμηση των οστρακωδών και γαστερόποδων βασίζεται σχεδόν

αποκλειστικά στην περιγραφή των σκληρών σκελετικών στοιχείων τους διότι τα μαλακά

τους μέρη σπάνια έως σχεδόν ποτέ δεν διατηρούνται. Για το λόγο αυτό για τον

προσδιορισμό των ειδών βασιζόμαστε κυρίως στο σχήμα, τα εσωτερικά και τα εξωτερικά

χαρακτηριστικά του κελύφους. Στην παρούσα εργασία προσδιορίστηκαν 22 είδη

οστρακωδών και 14 είδη γαστερόποδων. Παρακάτω παρατίθεται η συστηματική

ταξινόμηση των μικροαπολιθωμάτων που προσδιορίστηκαν μέχρι και το επίπεδο είδους

όπου ήταν δυνατόν.

ΟΣΤΡΑΚΩΔΗ

Υπερβασίλειο : Eukaryota

Βασίλειο : Animalia

Συνομοταξία : Arthropoda

Ομοταξία : Ostracoda LATREILLE, 1806

Τάξη : Podocopida SARS, 1866

Loxoconcha agilis (Ruggieri, 1967)

Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850

Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850

Οικογένεια : Loxoconchinidae Sars, 1925

Γένος : Loxoconcha Sars, 1866

Είδος : Loxoconcha agilis Ruggieri, 1967

30

Περιγραφή: Ωοειδές διογκωμένο κέλυφος με προεξέχον περιθωριακό χείλος που χάνεται

προς το οπίσθιο μέρος του κελύφους. Έχει ουριαία απόφυση. Δεν έχει εξωτερικό διάκοσμο,

το κέλυφος είναι λείο και αρκετά παχύ. Διακρίνονται ωστόσο οι πόροι επιφάνειας.

(Williams, 2012)

Οικολογία : Δείχνει τη μετάβαση από περιβάλλοντα γλυκών-ολιγόαλων σε περιβάλλοντα

υφάλμυρων νερών (Şafak, 2013). Έχουν καταγραφεί σε λασπώδη ιζήματα της Αδριατικής.

(Williams, 2012)

Loxoconcha elliptica (Brady, 1868)

Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850

Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850

Οικογένεια : Loxoconchinidae Sars, 1925

Γένος : Loxoconcha Sars, 1866

Είδος :Loxoconcha elliptica Brady (1868)

Περιγραφή: Τραπεζοειδές έως ωοειδές κέλυφος. Δεν έχει εξωτερικό διάκοσμο, το κέλυφος

είναι λείο και αρκετά παχύ. Διακρίνονται ωστόσο οι πόροι επιφάνειας. Στην εσωτερική όψη

διακρίνεται ομοιόμορφο κλείθρο. Ανάμεσα στο εξωτερικό και εσωτερικό περιθώριο

διακρίνεται ένα μάλλον πλατύ διάκενο. Στο εξωτερικό περιθώριο διακρίνονται

ευθύγραμμοι αγωγοί περιθωρίου (Παπαδοπούλου, 2016).

Οικολογία: Το είδος αυτό έχει ευρεία εξάπλωση στην Μεσόγειο. Απαντάται σε μεσαία και

χαμηλά γεωγραφικά πλάτη και μπορεί να αντέξει σε ευρεία όρια θερμοκρασίας (0-30οC) και

αλατότητας (2-35‰). Διαβιεί κυρίως σε λιμνοθαλάσσιο, υφάλμυρο και παράκτιο

περιβάλλον (Bignot, 1985; Παπαδοπούλου, 2016).

31

Cytheroma variabilis (Mueller, 1894)

Υπόταξη : Cytherocopina

Υπεροικογένεια : Cytheroidea

Οικογένεια : Cytheromatidae

Γένος : Cytheroma Mueller, 1894

Είδος : Cytheroma variabilis Mueller, 1894

Περιγραφή : Στενές, λεπτές, διογκωμένες θυρίδες. Χωρίς ιδιαίτερο εξωτερικό διάκοσμο,

διακρίνονται ωστόσο οι πόροι επιφανείας. Καμπυλωτό εμπρόσθιο περιθώριο, το ραχιαίο

περιθώριο είναι τοξοειδές και το οπίσθιο κωνικό (Williams, 2012).

Οικολογία: Προτιμά υποστρώματα αμμώδους πηλού και αμμώδους λάσπης (Williams,

2012).

Cytherois fischeri (Sars, 1866)

Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850

Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850

Οικογένεια : Paradoxostomatidae Brady & Norman, 1889

Γένος : Cytherois Müller, 1884

Είδος: Cytherois fischeri Sars, 1866

Περιγραφή: Κέλυφος μεγαλύτερο σε σχέση με τους άλλους αντιπροσώπους του γένους, με

μέγιστο ύψος σχεδόν στη μέση του κελύφους.

Οικολογία: Τυπικό είδος των υφάλμυρων περιβαλλόντων με μεγάλο εύρος ορίων

αλατότητας. Μπορεί επίσης να βρεθεί σε περιορισμένο θαλάσσιο περιβάλλον (Athersuch et

32 al., 1989). Συχνά επίσης εντοπίζεται σε ανοιχτές λιμνοθάλασσες με διακυμάνσεις

αλατότητας (Zaibi et al., 2011; Παπαδοπούλου, 2016).

Ekpontocypris pirifera (Muller, 1894)

Υπόταξη : Cypridocopina Jones, 1901

Υπεροικογένεια : Pontocypridoidea Müller, 1894

Οικογένεια : Pontocyprididae Müller, 1894

Γένος : Ekpontocypris Sylvester-Bradley, 1947

Είδος: Ekpontocypris pirifera (Muller, 1894)

Περιγραφή: Κέλυφος μεγάλο τριγωνικό. Εμπρόσθιο περιθώριο στρογγυλωμένο με πλατύ

διάκενο, οπίσθιο περιθώριο λιγότερο στρογγυλωμένο με εμφανές διάκενο. Ραχιαίο

περιθώριο καμπυλωμένο, κοιλιακό περιθώριο σχεδόν ευθύ ή ελαφρώς καμπύλο. Μέγιστο

ύψος στη μέση όπου στην ραχιαία πλευρά σχηματίζεται σημαντική γωνία. Λεία επιφάνεια.

Κλείθρο ομοιόμορφο, πόροι απλοί, 5 μυϊκά αποτυπώματα προσαγωγών μυών, σε δύο

στήλες και 1 επιμηκυμένο στην κορυφή. Παρουσιάζει σημαντικό φυλετικό διμορφισμό.

Οικολογία: Βρίσκεται σε θαλάσσια και υφάλμυρα περιβάλλοντα στην παραλιακή και

υποπαραλιακή ζώνη συσχετιζόμενο με άλγη και φύκια (Athersuch and Whittaker, 1982;

Παπαδοπούλου, 2016)

Carinocythereis antiquata (Baird, 1850)

Υπόταξη: Cytherocopina Baird, 1850

Υπεροικογένεια: Cytheroidea Baird, 1850

Οικογένεια : Trachyleberididae Sylvester-Bradley, 1948

33

Γένος : Carinocythereis Ruggieri, 1956

Είδος : Carinocythereis antiquata (Baird, 1850)

Περιγραφή : Μεγάλο και παχύ κέλυφος τριγωνικού σχήματος. Έντονος διάκοσμος με

εξογκώματα και φυμάτια. Έχει επίσης δύο παράλληλες καρίνες που μπορεί είναι συνεχείς ή

σπασμένες.

Οικολογία: Διαβιεί σε ρηχά θαλάσσια – παράκτια νερά. Απαντάται και στα νερά της

Μεσογείου (Williams, 2012).

Aurila sp. Pokorny, 1955

Υπόταξη : PodocopinaSars, 1866

Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850

Οικογένεια : Hemicytheridae Puri, 1953

Γένος : Aurila sp. Pokorny, 1955

Περιγραφή : Το σχήμα του είναι υπο-τετραγωνικό. Το ραχιαίο περιθώριο είναι ασθενώς

κυρτό και τοξωτό, ενώ το κοιλιακό περιθώριο είναι κυρτό στην κεντρική περιοχή και κοίλο

στο οπίσθιο και εμπρόσθιο τμήμα. Το εμπρόσθιο τμήμα είναι στρογγυλεμένο, ενώ το

οπίσθιο παρουσιάζει ουριαία προεξοχή. Ο διάκοσμος της εξωτερικής του επιφάνειας

αποτελείται από μικρές αύλακες.

Οικολογία : Είναι χαρακτηριστικό θαλάσσιο είδος (Marrinera et al.,2007).

34

Triebelina raripila (Mueller, 1894)

Υπόταξη: Bairdiocopina Grundel, 1967

Υπεροικογένεια: Bairdioidea Sars, 1865

Οικογένεια : Bairdiidae Sars, 1865

Γένος : Triebelina Bold, 1946

Είδος : Triebelina raripila Mueller, 1894

Περιγραφή : Το σχήμα του κελύφους είναι σχεδόν εξαγωνικό. Το ραχιαίο περιθώριο

σχηματίζει σχεδόν τρεις γωνίες από το εμπρόσθιο έως το οπίσθιο τμήμα του. Το κοιλιακό

περιθώριο είναι ελαφρώς κυρτό στο κέντρο και ελαφρώς κοίλο στο εμπρόσθιο και οπίσθιο

τμήμα. Στο εμπρόσθιο και οπίσθιο τμήμα εμφανίζονται άκανθες. Παρουσιάζει εξογκώματα

στον εξωτερικό διάκοσμο.

Οικολογία : Θαλάσσιο είδος και εμφανίζεται και στη Μεσόγειο (Malz et al. 1998).

Semicytherura sp. (Wagner, 1957)

Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850

Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850

Οικογένεια : Cytheruridae Muller, 1894

Γένος : Semicytherura Wagner, 1957

Είδος: Semicytherura sp. Wagner, 1957

35

Περιγραφή : Κέλυφος οβάλ έως ορθογώνιο. Ραχιαίο περιθώριο ευθύγραμμο που

προεκτείνεται προς τα πίσω, κοιλιακό περιθώριο κυρτό κυρίως προς το οπίσθιο

τμήμα. Εμπρόσθιο περιθώριο στρογγυλεμένο με γωνιώδες τμήμα προς την κοιλιακή

πλευρά, οπίσθιο περιθώριο λοξό προς τη ραχιαία πλευρά ώσπου να συναντηθεί με το

προεκτεταμένο ραχιαίο περιθώριο και να σχηματιστεί οξεία γωνία. Εξωτερική

επιφάνεια με ακανόνιστο διχτυωτό διάκοσμο με ράχες (3 βασικές-μία παράλληλη στο

ραχιαίο περιθώριο, μία παράλληλη στο κοιλιακό περιθώριο και μία μικρότερη κεντρική

(Παπαδοπούλου, 2016).

Οικολογία: Επιφυτικό είδος που διαβιεί σε παράκτια – υποπαράκτια θαλάσσια

περιβάλλοντα και ίσως να συναντάται και σε εκβολές ποταμών (Athersuch, 1989)

Hiltermanicythere sp. (Bassiouni, 1970)

Υπόταξη : Cytherocopina

Υπεροικογένεια : Cytheroidea

Οικογένεια: Trachyleberididae Sylvester-Bradley, 1948

Γένος : Hiltermanicythere Bassiouni, 1970

Είδος : Hiltermanicythere sp. Bassiouni, 1970

Περιγραφή: Σχήμα κελύφους σχεδόν τριγωνικό. Ραχιαίο περιθώριο σχεδόν ευθύγραμμο,

κοιλιακό περιθώριο σχεδόν ημικυκλικό. Εμπρόσθιο περιθώριο στρογγυλεμένο, με πλατύ

διάκενο, οπίσθιο περιθώριο που σχηματίζει ουραία προεξοχή, με στενό διάκενο. Διάκοσμος

με επιμήκεις λάκκους ποικίλου μεγέθους και ράχη προς το ραχιαίο περιθώριο. Κλείθρο

λοβόδοντο.

36

Οικολογία : Απαντάται στην ηπειρωτική κατωφέρεια, έως 200 m βάθος και είναι ευρύαλο

είδος (Hmaidi et al., 2002; Παπαδοπούλου, 2016).

Paradoxostoma simile (Muller, 1894)

Υπόταξη : Cytherocopina Gründel, 1967

Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850

Οικογένεια : Paradoxostomatidae

Γένος : Paradoxostoma

Είδος: Paradoxostoma simile Muller, 1894

Περιγραφή: Υπορομβοιδές σχήμα κελύφους. Λεπτές και λείες θυρίδες. Εμπρόσθιο

περιθώριο στενό και στρογγυλεμένο (Williams, 2012).

Οικολογία : απαντάται στην Αδριατική και συγκεκριμένα στον κόλπο της Νάπολης φαίνεται

να είναι συνυφασμένο με Ποσειδώνια και άλγη σε βάθη μικρότερα των 100m

(Williams,2012).

Cyprideis torosa (Jones, 1850)

Υπόταξη : Cytherocopina Gründel, 1967

Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850

Οικογένεια : Cytherideidae Sars, 1925

37

Γένος : Cyprideis Jones, 1856

Είδος : Cyprideis torosa Jones, 1850

Περιγραφή : Το κέλυφος του έχει ωοειδές έως νεφροειδές σχήμα. Η αριστερή θυρίδα είναι

ελαφρώς μεγαλύτερη από τη δεξιά. Το περιθώριο της εμπρόσθιας πλευράς είναι σχετικά

αποστρογγυλεμένο. Υπάρχει εμφανής φυλετικός διμορφισμός. Τα θηλυκά είναι πιο ογκώδη

και στρογγυλεμένα από τα αρσενικά τα οποία είναι επιμηκυμένα προς τα πίσω και

εμφανίζονται πιο μυτερά στο οπίσθιο μέρος. Το κοιλιακό περιθώριο είναι σχεδόν

ευθύγραμμο. Δεν έχει εξωτερικό διάκοσμο και η επιφάνεια του είναι λεία. Διακρίνονται

ωστόσο οι πόροι επιφάνειας. Στο εξωτερικό περιθώριο διακρίνονται ευθύγραμμοι αγωγοί

περιθωρίου. Στην εσωτερική όψη διακρίνεται ομοιόμορφο κλείθρο. Ανάμεσα στο

εξωτερικό και εσωτερικό περιθώριο διακρίνεται ένα μάλλον πλατύ διάκενο. Στην εσωτερική

όψη και στο κεντρικό τμήμα της θυρίδας ή ελαφρώς προς το εμπρόσθιο τμήμα εντοπίζονται

μυϊκά αποτυπώματα.

Οικολογία : Το συγκεκριμένο είδος απαντάται κυρίως σε νερά με αλατότητα 2-3‰ ως 15-

17‰ αλλά όταν αυξομειώνεται η αλατότητα αυτό παρουσιάζει ορισμένες ιδιομορφίες σε

ότι αφορά στην μορφολογία του κελύφους. Συγκεκριμένα, οι λείες μορφές του είδους

αυτού που παλαιότερα αποτελούσαν ιδιαίτερο είδος, το C. torosa littoralis απαντώνται

συνήθως σε βραχύαλα ύδατα. Όταν όμως ελαττώνεται η αλατότητα (ολιγόαλα)

εμφανίζονται άλλες μορφές, που φέρνουν κόμβους στο κέλυφός τους που χαρακτηρίζουν

το είδος C. torosa torosa. Η ιδιομορφία του παραπάνω είδους αποτελεί πολλές φορές

κριτήριο για τη διαπίστωση ανάμιξης υφάλμυρων –λιμναίων μορφών στα θαλάσσια νερά.

Το C. torosa ζει κατά προτίμηση σε επίπεδες λιμνοθάλασσες και στις εκβολές ποταμών και

αποτελεί καθοδηγητική μορφή των υφάλμυρων νερών (Athersuch et al., 1989).

38

Xestoleberis intermedia Brady, 1868

Υπόταξη : Cytherocopina Gründel, 1967

Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850

Οικογένεια : Xestoleberididae Sars, 1928

Γένος : Xestoleberis Sars, 1866

Είδος : Xestoleberis intermedia Brady, 1868

Περιγραφή : Το σχήμα του κελύφους είναι οβάλ – υποορθογώνιο. Το ραχιαίο περιθώριο

του κελύφους είναι τοξωτό. Το κοιλιακό περιθώριο είναι στο κέντρο κοίλο και προς το

εμπρόσθιο και οπίσθιο τμήμα γίνεται ελαφρώς κυρτό. Το κέλυφος είναι λείο χωρίς

διάκοσμο.

Οικολογία : Θαλάσσιο είδος (WORMS).

Xestoleberis sp. (Sars, 1866)

Υπόταξη : Cytherocopina Gründel, 1967

Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850

Οικογένεια : Xestoleberididae Sars, 1928

Γένος : Xestoleberis Sars, 1866

Περιγραφή : Λεπτό και λείο κέλυφος, σχεδόν ορθογώνιου έως σχεδόν τριγωνικού

σχήματος. Κοιλιακή επιφάνεια στρογγυλεμένη έως επίπεδη. Καμπύλο ραχιαίο περιθώριο.

Εμπρόσθιο περιθώριο στρογγυλεμένο προς την κοιλιακή πλευρά. Οπίσθιο περιθώριο

στρογγυλεμένο. Χαρακτηριστική οφθαλμική κόγχη. Πόροι περιθωρίου απλοί ή

διακλαδιζόμενοι. Παρουσιάζει σημαντικό φυλετικό διμορφισμό (Παπαδοπούλου, 2016)

39

Οικολογία : θαλάσσιο (Danatsas, 1989) απαντάται στην παράκτια ζώνη και είναι ενδεικτικό

γένος για αφθονία φυκών.

Pontocypris mytiloides (Norman, 1862)

Υπόταξη : Cypridocopina Jones, 1901

Υπεροικογένεια : Pontocypridoidea Müller, 1894

Οικογένεια : Pontocyprididae Müller, 1894

Γένος : Pontocypris Sars, 1866

Είδος : Pontocypris mytiloides Norman, 1862

Περιγραφή : Το κέλυφος του έχει σχήμα οβάλ – υποορθογώνιο. Το ραχιαίο περιθώριο είναι

τοξωτό και καμπυλώνει στο εμπρόσθιο και οπίσθιο τμήμα. Το οπίσθιο τμήμα είναι

υψηλότερο από το εμπρόσθιο. Το κοιλιακό περιθώριο είναι σχεδόν ευθύγραμμο. Δεν έχει

ιδιαίτερο διάκοσμο.

Οικολογία : Θαλάσσιο είδος (WORMS).

Callistocythere sp. (Ruggieri, 1953)

Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850

Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850

Οικογένεια : Leptocytheridae Hanai, 1957

Γένος : Callistocythere Ruggieri, 1953

40

Περιγραφή : Νεφροειδές σχήμα κελύφους με το εμπρόσθιο περιθώριο να είναι καμπύλο

προς τα κάτω. Έντονος διάκοσμος με εξογκώματα καιακανόνιστες εσοχές. Το οπίσθιο

περιθώριο επίσης καμπυλώνει προς τα κάτω.

Οικολογία : Θαλάσσιο είδος. Απαντάται στη Μεσόγειο (Williams,2012)

41

Εικόνα 16. Πίνακας εξωτερικών όψεων ειδών οστρακωδών. Κλίμακα 1DIV=0.1mm

1: Callistocythere juv. (εξωτερική όψη, δεξιά θυρίδα, δείγμα 148-149), 2: Xestoleberis dispar

(εξ. όψη, αριστερή θυρίδα, δείγμα 97-98), 3: Αγνωστο (εξ. όψη, δεξιά θυρίδα, δείγμα 152-

153), 4: Pontocypris mytiloides (εξ. όψη, δεξιά θυρίδα, δείγμα 148-149), 5: Propontocypris

42 pirifera (εξ. όψη, αριστερή θυρίδα, δείγμα 138-139), 6: Paradoxostoma simile (εξ. όψη,

δεξιά θυρίδα, δείγμα 71-72), 7: Aurila juv. (εξ. όψη, αριστερή θυρίδα, δείγμα 19-20), 8:

Triabelina raripila (εξ. όψη, δεξιά θυρίδα, δείγμα 22-23), 9: Cytheroma variabilis (εξ. όψη,

αριστερή θυρίδα, δείγμα 24-25), 10: Carinocythereis sp. 1 (εξ. όψη, δεξιά θυρίδα, δείγμα 51-

52), 11: Semicytherura sp. (εξ. όψη, αριστερή θυρίδα, δείγμα 53-54), 12: Carinocythereis antiquate (εξ. όψη, αριστερή θυρίδα, δείγμα 65-66), 13: Hiltermanicythere sp. (εξ. όψη,

δεξιά θυρίδα, δείγμα 69-70), 14: Carinocythereis sp. (εξ . όψη, δεξιά θυρίδα, δείγμα 71-72),

15: Carinocythereis sp. 2 (εξ. όψη, αριστερή θυρίδα, δείγμα 76-77), 16: Loxoconcha agilis (εξ.

όψη, δεξιά θυρίδα, δείγμα 87-88), 17: Loxoconcha elliptica (εξ. όψη, δεξιά θυρίδα, δείγμα

107-108), 18: Xestoleberis intermedia (εξ. όψη, αριστερή θυρίδα, δείγμα 138-139), 19:

Xestoleberis juv. (εξ. όψη, δεξιά θυρίδα, δείγμα 117-118), 20: Cyprideis juv.(εξ. όψη, δεξιά

θυρίδα, δείγμα 122-123)

ΓΑΣΤΕΡΟΠΟΔΑ

Υπερβασίλειο : Eukaryota

Βασίλειο : Animalia

Συνομοταξία :

Ομοταξία : Cuvier, 1797

Cerithidium cf. Submamillatum (De Rayneval & Ponzi, 1854)

Υπεροικογένεια : Cerithioidea J. Fleming, 1822

Οικογένεια : Cerithiidae J. Fleming, 1822

Γένος : Cerithidium Monterosato, 1884

43

Είδος :Cerithidium cf submamillatum De Rayneval & Ponzi, 1854

Περιγραφή: Το σχήμα του κελύφους είναι κωνικοσπειροειδές. Αποτελείται από πολλές

περιελίξεις, οι οποίες εξωτερικά εμφανίζουν γραμμώσεις παράλληλες μεταξύ τους, αλλά

και με τις γραμμές ραφής. Οι 3 – 4 από αυτές είναι παχύτερες από τις υπόλοιπες και από τα

διαστήματα που τις χωρίζουν και εμφανίζουν γωνιώσεις κατά μήκος, δηλαδή ακανθωτές

προεξοχές.Το στοματικό άνοιγμα είναι κυκλικό. Εμφανίζεται αύλακα του σίφωνα.

Οικολογία: Είναι θαλάσσιο είδος που διαβιεί σε ρηχά νερά 0 – 50m (Lécuyer et al.,2012) και

σε λασπώδη πυθμένα (Repetto & Lacroce, 2004).

Limacina inflata (d'Orbigny, 1834)

Τάξη : Thecosomata Blainville, 1824

Υπόταξη : Euthecosomata Meisenheimer, 1905

Υπεροικογένεια : Limacinoidea Gray, 1840

Οικογένεια : Limacinidae Gray, 1840

Γένος : Limacina

Είδος: Limacina inflata d'Orbigny, 1834

Περιγραφή: Είναι μικρό δεξιόστροφο, επιπεδοσπειροειδές γαστερόποδο. Είναι

δισκοειδές, με μεγάλο και στοματικό άνοιγμα στην τελευταία σωματική περιέλιξη. Οι

τελευταίες περιελίξεις δεν συναντιούνται κάπου κεντρικά και σχηματίζουν τον ομφαλό.

Τέλος, η εξωτερική επιφάνεια είναι λεία (Κωστής, 2014).

Οικολογία: Κοινό θαλάσσιο κοσμοπολίτικο γαστερόποδο, ζεστών νερών (Sabine &

RuKdiger, 2001). Ζει στα ανώτερα 300 m απ’ τη στήλη του νερού (Gilmer, 1977).

44

Turritella communis (Risso, 1826)

Υπεροικογένεια: Cerithioidea J. Fleming, 1822

Οικογένεια: Turritellidae Lovén, 1847

Γένος: Turritella Lamarck, 1799

Είδος: Turritella communis Risso, 1826

Περιγραφή: Το κέλυφος έχει πυργοειδές σχήμα και αποτελείται από 16 – 20 περιελίξεις.

Είναι μυτερό στην κορυφή. Στο εξωτερικό τμήμα του κελύφους οι περιελίξεις παρουσιάζουν

τρεις κύριες γραμμώσεις παχύτερες από τα διαστήματα που τις χωρίζουν, παράλληλες

μεταξύ τους αλλά και με τις γραμμές ραφής. Ανάμεσά τους υπάρχουν και δευτερεύουσες

γραμμώσεις λεπτότερες από τις πρώτες. Το στοματικό άνοιγμα είναι κυκλικό.

Οικολογία: Θαλάσσιο είδος που διαβιεί σε συνθήκες θερμοκρασίας 5-15 οC, DO (διαλυμένο

οξυγόνο) 10-35%0 και αλατότητας 4-8mg/L (RISSO, 1826). Συχνά το γένος συνδέεται με

παρουσία φυκών και συναντάται από 0 – 40m βάθος (Janssen et al., 2011).

Haminoea navicula (da Costa, 1778)

Τάξη: Cephalaspidea

Οικογένεια: Haminoeidae Pilsbry, 1895

Γένος: HaminoeaTurton & Kingston [in Carrington], 1830

Είδος: Haminoea navicula da Costa, 1778

Περιγραφή: Έχει χαλαρή δεξιόστροφη περιέλιξη, για αυτό δε δημιουργείται στυλίσκος. Το

σχήμα του είναι ελικοειδές. Αποτελείται από μία περιέλιξη. Εξωτερικά το κέλυφος είναι

λείο. Είναι ολοστοματικό, διότι το στοματικό του άνοιγμα ξεκινάει από την κορυφή και

45

καταλήγει στην εμπρόσθια πλευρά. Ο αύλακας του σίφωνα, ο ομφαλός και ο τύλος

απουσιάζουν.

Οικολογία: Ζει σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα συνδεδεμένα με άλγη και φύκη

(Malaquias, Sprung. 2005)

Haminoea hydatis (Linnaeus, 1758)

Τάξη: Cephalaspidea

Οικογένεια: Haminoeidae Pilsbry, 1895

Γένος: HaminoeaTurton & Kingston [in Carrington], 1830

Είδος:Haminoea hydatis Linnaeus, 1758

Περιγραφή : Έχει μία χαλαρή δεξιόστροφη περιέλιξη που στην κορυφή δημιουργεί μια

γωνία. Έχει ελικοειδές σχήμα. Είναι ολοστοματικό, λόγω του ότι το άνοιγμα ξεκινάει από

την κορυφή και καταλήγει στην εμπρόσθια πλευρά. Εξωτερικά το κέλυφος είναι λείο.

Οικολογία : Διαβιεί σε λασπώδη ιζήματα και συνδέεται με φύκη. Εμφανίζεται στη

Μεσόγειο (ΤΣΟΜΠΑΝΟΥ, 2012)

Hydrobia acuta (Draparnaud, 1805)

Τάξη : Golikov & Starobogatov, 1975

Υπεροικογένεια : Truncatelloidea Gray, 1840

Οικογένεια : Stimpson, 1865

Γένος : Hartmann, 1821

Είδος : Hydrobia acuta Draparnaud, 1805

46

Περιγραφή: Είναι δεξιόστροφο, κωνικοσπειροειδές γαστερόποδο. Επίσης είναι

τουρμπινοειδές, με σχετικά υψηλή σπείρα ( 4 περιελίξεις), λίγο αποστρογγυλεμένη

κορυφή και σχεδόν οβάλ στοματικό άνοιγμα στην πιο μεγάλη σωματική περιέλιξη.

Τέλος, στην εξωτερική του επιφάνεια έχει πολλές λεπτές σπειροειδείς γραμμώσεις,

εγκάρσιες στη γραμμή ραφής (Κούρτσου, 2014).

Οικολογία : Εμφανίζεται σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα (Como et al. 2012). Είναι ένα

τυπικό είδος υφάλμυρου νερού (ανέχεται αλατότητα μέχρι και 33% ο ) (Meric et al., 2001),

που ζει σε στρώματα λάσπης παράκτιων ζωνών και σε βάθη μεταξύ 3-40 m. (Northern

Ireland priority ).

Peringia ulvae (Pennant, 1777)

Τάξη: Littorinimorpha

Υπεροικογένεια: Truncatelloidea Gray, 1840

Οικογένεια: Hydrobiidae Stimpson, 1865

Γένος: Peringia Paladilhe, 1874

Είδος: Peringia ulvae Pennant, 1777

Περιγραφή: Έχει λείο κέλυφος, με δεξιόστροφη σφικτή περιέλιξη. Ο στυλίσκος

δημιουργείται. Στο κάτω μέρος κάθε περιέλιξης το κέλυφος εμφανίζει μία γωνία. Ο

ομφαλός, ο τύλος και ο αύλακας του σίφωνα απουσιάζουν.

Οικολογία: Εμφανίζεται σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα (Como et al. 2012), σε παράκτια

υφάλμυρα και αλμυρά νερά (Παπαδοπούλου, 2016) και κοντά σε στόμια λιμνοθαλασσών,

όπου η λιμνοθάλασσα επικοινωνεί με τη θάλασσα (Avramidis et al. 2014).

47

Vermetus triquetrus (Bivona-Bernardi, 1832)

Τάξη: Littorinomorpha

Υπεροικογένεια: Vermetoidea Rafinesque, 1815

Οικογένεια: Vermetidae Rafinesque, 1815

Γένος: Vermetus Daudin, 1800

Είδος: Vermetus triquetrus Bivona-Bernardi, 1832

Περιγραφή: Έχει δεξιόστροφη και χαλαρή περιέλιξη. Ο στυλίσκος δε σχηματίζεται. Το

κέλυφος είναι δισκοειδές. Σε όλα τα δείγματα εμφανίζεται η μία από τις πλευρές, η ραχιαία

ή η ομφαλική, και η οποία φαίνεται σαν διχοτομημένη και δημιουργεί ένα επίπεδο. Έχει

ομφαλό, ενώ η αύλακα του σίφωνα και ο τύλος απουσιάζουν.

Οικολογία: Ζει σε θαλάσσιο περιβάλλον (Κωστής, 2014)

Rissoella sp. (Gray, 1847)

Υπεροικογένεια: Rissoelloidea Gray, 1850

Οικογένεια: Rissoellidae Gray, 1850

Γένος: Rissoella Gray, 1847

Περιγραφή : Είναι κωνικοσπειροειδές, τουρμπινοειδές γαστερόποδο. Έχει σχεδόν οβάλ

στοματικό άνοιγμα στην πιο μεγάλησωματική περιέλιξη. Στην εξωτερική του επιφάνεια

έχει πολλές λεπτές γραμμώσεις, εγκάρσιες στη γραμμή ραφής.

Οικολογία : Θαλάσσιο είδος που διαβιεί στην υποπαράκτια ζώνη και σχετίζεται με άλγη

(AVILA, 2004)

48

Ebala gradata (Monterosato, 1878)

Υπεροικογένεια: Murchisonelloidea T. L. Casey, 1904

Οικογένεια: MurchisonellidaeT. L. Casey, 1904

Γένος: Ebala Gray, 1847

Είδος: Ebala gradate Monterosato, 1878

Περιγραφή :Το κέλυφος είναι ημιδιαφανές, μεεπίπεδες περιελίξεις που προεξέχουν προς

τα έξω. Η περιέλιξη της κορυφής έχει τροχοειδές σχήμα και είναι κάθετη στις υπόλοιπες

περιελίξεις. Δημιουργείται στυλίσκος. Το στοματικό άνοιγμα έχει τριγωνικό σχήμα.

Οικολογία : Θαλάσσιο είδος που συνδέεται με ρηχά λιβάδια του φύκους .

Παρουσιάζει υψηλή αφθονία στον Θερμαϊκό κόλπο ( MANOUSIS et al., 2012)

Epitonium sp. (Röding, 1798)

Υπεροικογένεια: Epitonioidea Berry, 1910

Οικογένεια: Epitoniidae Berry, 1910

Γένος: Epitonium Röding, 1798

Περιγραφή : Λόγω του ότι είναι σπασμένο δεν μπορούμε να διακρίνουμε το απόλυτο

σχήμα του. Υποθέτουμε ότι είναι επιμήκες – κωνικό. Το κέλυφος είναι σπειροειδές. Έχει

ελασματοειδείς ραβδώσεις κάθετες στις γραμμές ραφής.

Οικολογία : Θαλάσσιο γένος που διαβιεί στην ακτογραμμή σε βάθη 0 – 300m. Εμφανίζεται

στη Μεσόγειο (WORMS).

49

Parthenina palazzii (Micali, 1984)

Υπεροικογένεια: Gray, 1840

Οικογένεια: Pyramidellidae Gray, 1840

Γένος: Parthenina Bucquoy, Dautzenberg & Dollfus, 1883

Είδος:Parthenina palazzii Micali, 1984

Περιγραφή : Το σχήμα το κελύφους είναι κωνικό. Εξωτερικά το κέλυφος εμφανίζει στις

περιελίξεις νευρώσεις που είναι κάθετες στις γραμμές ραφής και είναι παχύτερες από τα

ενδιάμεσα διαστήματα που τις χωρίζουν. Οι νευρώσεις αυτές δεν είναι τόσο εμφανείς στις

πρώτες περιελίξεις όσο είναι στην τελευταία περιέλιξη. Το στοματικό άνοιγμα είναι οβάλ

και σχηματίζει οξεία γωνία στη γραμμή ραφής (Micali, 1984)

Οικολογία : Εμφανίζεται στη Μεσόγειο. Διαβιεί σε λασπώδη ιζήματα (Micali, 1984).

Creseis sp. (Rang, 1828)

Υπόταξη: Euthecosomata

Υπεροικογένεια: Cavolinioidea Gray, 1850

Οικογένεια: Creseidae Rampal, 1973

Γένος: Creseis Rang, 1828

Είδος: Creseis sp.

Περιγραφή : Έχει βελονοειδές σχήμα. Το κέλυφος είναι στενό σωληνοειδές, με το

εμπρόσθιο τμήμα να είναι ευρύτερο από το οπίσθιο. Το οπίσθιο τμήμα καταλήγει σε μια

οξείας γωνίας κορυφή ελαφρώς καμπυλωμένη.

Οικολογία : Θαλάσσιο πελαγικό γένος (WORMS).

50

Turbonilla lactea (Linnaeus, 1758)

Υπεροικογένεια: Pyramidelloidea Gray, 1840

Οικογένεια: Pyramidellidae Gray, 1840

Γένος: Turbonilla Risso, 1826

Είδος: Turbonilla lactea Linnaeus, 1758

Περιγραφή : Επίμηκες κωνικό κέλυφος με την πρώτη περιέλιξη να είναι τροχοειδής.Οι

υπόλοιπες περιελίξεις παρουσιάζουν μια καμπυλότητα. Το κέλυφος εξωτερικά αποτελείται

από νευρώσεις κάθετες στις περιελίξεις και παχύτερες από τα ενδιάμεσα διαστήματα που

τις χωρίζουν. Ρομβοειδές το σχήμα το στοματικού ανοίγματος.

Οικολογία : Θαλάσσιο είδος, εμφανίζεται στο Αιγαίο (Öztürk, 2013).

Εικόνα 17. Πίνακας ειδών γαστερόποδων. Κλίμακα: 1mm.

1: Cerithidium cf. submamillatum (δείγμα 32-33), 2: Turritella communis (δείγμα 32-33), 3:

Hydrobia acuta (δείγμα 32-33), 4: Limacina inflata (δείγμα 32-33), 5: Peringia ulvae (δείγμα

51

32-33), 6: Rissoella sp.(δείγμα 32-33), 7: Ebala gradata (δείγμα 47-48), 8: Haminoea hydatis

(δείγμα 65-66), 9: Epitonium sp.(δείγμα 107-108), 10: Haminoea navicula (δείγμα 17-18), 11:

Vermetus triquetrus (δείγμα 47-48), 12: Parthenina palazzii (δείγμα 53-54), 13: Creseis sp.

(δείγμα 22-23)

5.3 ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ

2-3cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: καφέχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: Loxoconcha agilis, Cytheroma variabilis, Ekpontocypris pirifera, Xestoleberis dispar, Limacina inflata, Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 8 και κυριαρχούν θαλάσσια είδη που αντέχουν

σε υφάλμυρα περιβάλλοντα και είναι επιφυτικά.

6-7cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Σκουρόχρωμη γκρι ενδιάστρωση ιλύος

ΒΙΟΦΑΣΗ: στείρο

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: στείρο από οστρακώδη και γαστερόποδα άρα δυσμενείς συνθήκες

περιβάλλοντος.

17-18cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: Loxoconcha agilis, Cytheroma variabilis, Ekpontocypri spirifera, Hiltemannicythere sp., Xestoleberis juv., Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Hydrobia acuta,

Turritella communis, Ebala gradata, Haminoea navicula

52

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 11. Κυριαρχούν θαλάσσια είδη που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα. Εμφανίζονται και είδη που είναι επιφυτικά.

19-20cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L. agilis, Cytheroma variabilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis sp1., Aurila juv., Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Turritella communis, Vermetus triquetrus, Rissoella sp., Ebala gradata, Peringia ulvae, Haminoea hydatis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 13. Επικράτηση των L. agilis και Turritella communis που φανερώνουν θαλάσσιο περιβάλλον. Η παρουσία όμως του Peringia ulvae

φανερώνει υφάλμυρα νερά.. Και η παρουσία του Aurila δηλώνει γλυκά νερά.

22-23cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L. agilis, Cytheroma variabilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis sp.,

Triabelina raripila, Hiltermanicythere turbida, Paradoxostoma simile, Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata,

Haminoea navicula, Creseis sp.,

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 14. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρο περιβάλλον και άλλων που είναι επιφυτικά.

24-25cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L. agilis, Cytheroma variabilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis antiquata,

Pontocypris mytiloides, Limacina inflata, Hydrobia acuta, Turritella communis, Rissoella sp.,

Ebala gradata, Haminoea hydatis

53

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 11. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα και θαλάσσιων ειδών που είναι και επιφυτικά.

27-28cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L. agilis, Ekpontocypris pirifera, Xestoleberis intermedia, Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Hydrobia acuta, Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata, Peringia ulvae, Haminoea hydatis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 11. Θαλάσσιο υφάλμυρο περιβάλλον με έντονη

παρουσία επιφυτικών ειδών. Η παρουσία των H.acuta και P.ulvae δηλώνει υφάλμυρα νερά.

29-30cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Cytheroma variabilis, Ekpontocypris pirifera, Pontocypris mytiloides,

Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Hydrobia acuta, Turritella communis,

Vermetus triquetrus, Rissoella sp., Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 11. Επικράτηση των θαλάσσιων ειδών που

αντέχουν και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα και των θαλάσσιων ειδών που είναι επιφυτικά. Η

παρουσία του H.acuta δηλώνει υφάλμυρα νερά.

32-33cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Cytheroma variabilis, Cytherois ficheri, Ekpontocypris pirifera,

Carinocythereis sp. 1, Triebellina raripila, Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata,

Hydrobia acuta, Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata, Peringia ulvae, Turbonilla lactea

54

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 14. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα και των θαλάσσιων επιφυτικών ειδών. Η παρουσία των

H.acuta και P.ulvae δηλώνει υφάλμυρα νερά.

37-38cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis antiquata, Xestoleberis juv.,

Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, H.acuta, Turritella communis, Rissoella sp.,

Ebala gradata, Parthenina palazzii

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 11. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα και των θαλάσσιων επιφυτικών ειδών. Η παρουσία του

H.acuta δηλώνει υφάλμυρα νερά.

42-43cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis sp.1, Limacina inflata, Hydrobia acuta, Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 8. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα και των θαλάσσιων επιφυτικών ειδών. Η παρουσία του

H.acuta δηλώνει υφάλμυρα νερά.

47-48cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Limacina inflata, Turritella communis, Vermetus triquetrus, Rissoella sp., Ebala gradata

55

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 7. Επικράτηση των θαλάσσιων ειδών που

αντέχουν και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα και των θαλάσσιων επιφυτικών ειδών.

50-51cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata,

Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 7. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα και των θαλάσσιων επιφυτικών ειδών.

51-52cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Carinocythereis sp.1, Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata,

Hydrobia acuta, Turritella communis, Rissoella sp.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 7. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα και των θαλάσσιων επιφυτικών ειδών. Η παρουσία του

H.acuta δηλώνει υφάλμυρα νερά.

53-54cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis sp.1, Semicytherura sp.,

Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata, Parthenina palazzii

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 10. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα και των θαλάσσιων επιφυτικών ειδών.

56

57-58cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis antiquata, Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 8. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα και των θαλάσσιων επιφυτικών ειδών.

60-61cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Λαδόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Cytheroma variabilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis sp.1,

Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Hydrobia acuta, Turritella communis,

Rissoella sp., Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 10. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών. Η παρουσία

του Carinocythereis δηλώνει ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον.

65-66cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Carinocythereis antiquata, Limacina inflata, Turritella communis,

Haminoea hydatis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 5. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών. Γενικότερη

μείωση των ειδών, άρα πιο δυσμενείς συνθήκες περιβάλλοντος. Η παρουσία του C. antiquata δηλώνει ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον.

69-70cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

57

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis antiquata, Hiltermanicythere sp.,

Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Hydrobia acuta, Turritella communis,

Rissoella sp., Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 10. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών. Η παρουσία

του C. antiquata δηλώνει ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον.

71-72cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis sp., Paradoxostoma simile,

Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Turritella communis, Rissoella sp.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 8. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών. Επικράτηση

του Carinocythereis sp.1 δηλώνει ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον.

76-77cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: Carinocythereis sp.2, Carinocythereis antiquata, Cerithidium cf. submamillatum,

Turritella communis, Rissoella sp.,

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 5. Επικράτηση των θαλάσσιων ειδών.

Επικράτηση των Carinocythereis sp. 2 και C.antiquata δηλώνει ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον.

78-79cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Cerithidium cf. submamillatum, Turritella communis, Rissoella sp.

58

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 4. Μειωμένος ο αριθμός των ειδών άρα

δυσμενείς συνθήκες περιβάλλοντος. Επικράτηση των Cerithidium cf. submamillatum και

Rissoella sp. φανερώνουν θαλάσσιο περιβάλλον.

80-81cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis sp., Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 8. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών. Η παρουσία

του Carinocythereis sp. δηλώνει ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον.

83-84cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Hydrobia acuta,Turritella communis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 5. Μειωμένος αριθμός ειδών άρα δυσμενείς

συνθήκες περιβάλλοντος. Παρουσία ειδών που δηλώνουν θαλάσσιο περιβάλλον.

87-88cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Limacina inflata, Turritella communis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 4. Μειωμένος αριθμός ειδών, άρα δυσμενείς

συνθήκες περιβάλλοντος. Παρουσία ειδών που δηλώνουν θαλάσσιο περιβάλλον

93-94cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

59

ΒΙΟΦΑΣΗ: Ekpontocypris pirifera, Cerithidium cf. submamillatum, Hydrobia acuta, Turritella communis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 4. Μειωμένος αριθμός ειδών άρα δυσμενείς

συνθήκες περιβάλλοντος. Παρουσία ειδών που δηλώνουν θαλάσσιο περιβάλλον.

97-98cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Cytheroma variabilis, Semicytherura nigrescens, Xestoleberis dispar,

Cerithidium cf. submamillatum, Turritella communis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 6. Επικράτησητων ειδών που δηλώνουν

θαλάσσιο περιβάλλον.

103-104cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypri spirifera, Carinocythereis sp.1, Carinocythereis sp.2,

Carinocythereis sp., Cerithidium cf. submamillatum, Hydrobia acuta, Turritella communis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 8. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών. Η αυξημένη

παρουσία του γένους Carinocythereis δηλώνει ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον.

107-108cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, L.elliptica, Cytheroma variabilis, Ekpontocypris pirifera, Paradoxostoma simile, Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Hydrobia acuta, Turritella communis,

Epitonium sp.

60

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 10. Επικράτηση των ειδών που δηλώνουν

θαλάσσιο περιβάλλον. Αρχίζει να αυξάνεται πάλι ο αριθμός των ειδών μετά από ένα

διάστημα μείωσης τους, οπότε ίσως βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο. Από δυσμενείς

σε πιο υγιείς συνθήκες περιβάλλοντος.

111-112cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Σκουρόχρωμη γκρι ενδιάστρωση ιλύος

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis sp., Xestoleberis intermedia,

Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Hydrobia acuta, Turritella communis,

Vermetus triquetrus, Rissoella sp., Haminoea hydatis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 11. Επικράτηση των ειδών που δηλώνουν ρηχό

θαλάσσιο περιβάλλον.

117-118cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis sp., Xestoleberis juv., Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Hydrobia acuta, Turritella communis, Haminoea hydatis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 9. Επικράτηση ειδών που δηλώνουν ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον.

122-123cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Cyprideis juv., Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Hydrobia acuta, Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 8. Επικράτηση των ειδών που δηλώνουν ρηχό

θαλάσσιο περιβάλλον.

61

125-126cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Cytheroma variabilis, Ekpontocypris pirifera, Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Turritella communis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 6. Επικράτηση ειδών που δηλώνουν ρηχό

θαλάσσιο περιβάλλον.

127-128cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Semicytherura sp., Xestoleberis intermedia,

Limacina inflata, Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 8. Επικράτηση ειδών που δηλώνουν θαλάσσιο

περιβάλλον.

132-133cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: Ekpontocypris pirifera, Carinocythereis antiquata, Cerithidium cf. Submamillatum

Limacina inflata, Turritella communis, Haminoea hydatis, Parthenina palazzii

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 7. Επικράτηση ειδών που δηλώνουν θαλάσσιο

περιβάλλον. Η παρουσία του Carinocythereis antiquata δηλώνει ρηχό θαλάσσιο

περιβάλλον.

136-137cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

62

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Limacina inflata, Turritella communis, Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 5. Επικράτηση ειδών που δηλώνουν θαλάσσιο

περιβάλλον.

138-139cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: Ekpontocypris pirifera, Xestoleberis intermedia, Cerithidium cf. submamillatum

Limacina inflata, Turritella communis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 5. Παρουσία ειδών που δηλώνουν θαλάσσιο

περιβάλλον.

142-143cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Xestoleberis intermedia, Xestoleberis juv., Limacina inflata, Turritella communis, Ebala gradata, Parthenina palazzii

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 8. Επικράτηση ειδών που δηλώνουν θαλάσσιο

περιβάλλον.

148-149cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Cytheroma variabilis, Ekpontocypris pirifera, Xestoleberis intermedia,

Pontocypris mytiloides, Callistocythere juv., Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata,

Hydrobia acuta, Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata

63

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 12. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα.

152-153cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, L. elliptica, Ekpontocypris pirifera, Semicytherura sp., Unknown,

Xestoleberis intermedia, Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Turritella communis, Rissoella sp., Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 10. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα.

156-157cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Cytheroma variabilis, Ekpontocypris pirifera, Xestoleberis intermedia,

Cerithidium cf. submamillatum, Limacina inflata, Hydrobia acuta, Turritella communis, Ebala gradata

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 9. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα.

163-164cm

ΛΙΘΟΦΑΣΗ: Ανοιχτόχρωμη γκρι ιλύς

ΒΙΟΦΑΣΗ: L.agilis, Ekpontocypris pirifera, Limacina inflata, Hydrobia acuta, Turritella communis, Ebala gradata, Haminoea hydatis

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών είναι 7. Επικράτηση θαλάσσιων ειδών που αντέχουν

και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα.

64

6. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ – ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Το περιβάλλον απόθεσης των λιθοστρωματογραφικών ενοτήτων ερμηνεύτηκε με βάση

διαγράμματα συχνότητας. Στο παρακάτω διάγραμμα (Διάγραμμα 1) διακρίνονται 3

ενότητες. Οι ενότητες αυτές είναι:

65

Depth(cm)

αριθμός ατόμων/gr

m) Depth(c

αριθμός ατόμων/gr

Διάγραμμα 1. Διαγράμματα συχνότητας. Στον άξονα «y» σημειώνεται το βάθος και στον άξονα «x» ο αριθμός ατόμων του εκάστοτε είδους προς τα γραμμάρια του δείγματος.

166-110cm: είναι η πρώτη ενότητα (Unit 1, Διάγραμμα 1) και χαρακτηρίζεται από κυριαρχία

του Loxoconcha agilis, αυξημένη παρουσία των Ekpontocypris pirifera και Cytheroma

variabilis και συμμετοχή του Xestoleberis spp. Το Loxoconcha agilis δηλώνει θαλάσσιο

περιβάλλον αλατότητας >25%ο, αλλά επίσης αντέχει και σε υφάλμυρα νερά. Τα

Ekpontocypris pirifera και Xestoleberis spp. δείχνουν υφάλμυρα και θαλάσσια παράκτια και

υποπαράκτια ρηχά νερά που σχετίζονται με θαλάσσια μακρόφυτα. Το Xestoleberis spp.

είναι είδος που δείχνει χαμηλή ενέργεια. Το Cytheroma variabilis είναι θαλάσσιο είδος που

προτιμά περιβάλλοντα με λάσπη οπότε δείχνει και αυτό ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον.

Σχετικά με τα γαστερόποδα, κυριαρχεί το Limacina inflata που δηλώνει θαλάσσιο

66

περιβάλλον ζεστών νερών που πιθανόν σημαίνει και ρηχά νερά και συμμετοχή των Ebala gradata και Rissoella sp. που δηλώνουν ρηχά υποπαράκτια νερά που σχετίζονται με

θαλάσσια μακρόφυτα και συγκεκριμένα το Ebala gradata σχετίζεται με το θαλλάσιο φυτό

Zostera spp. . Άρα ίσως έχουμε ένα θαλάσσιο ρηχό περιβάλλον χαμηλής ενέργειας.

110-60cm: είναι η δεύτερη ενότητα (Unit 2, Διάγραμμα 1) και χαρακτηρίζεται από μια

γενικότερη μείωση στη συμμετοχή των επικρατέστερων τάξων της 1ης ενότητας. Σε αυτή

την ενότητα έχουμε κυριαρχία του Carinocythereis spp και αυξημένη παρουσία του

Ekpontocypris pirifera, τα οποία δηλώνουν υφάλμυρα και θαλάσσια παράκτια και

υποπαράκτια ρηχά νερά. Επιπλέον στην ενότητα αυτή συμβαίνει πτώση του αριθμού ειδών

(species number, Διάγραμμα 1) πράγμα που σημαίνει ότι τα είδη είναι μεταφερμένα, άρα

δεν είναι υγιείς οι συνθήκες που επικρατούν. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το διάγραμμα

ενήλικα/νεαρά (adult/juvenile, Διάγραμμα 1) του είδους L. agilis, που δηλώνει έντονη

μεταφορική ικανότητα του περιβάλλοντος. Η παντελής έλλειψη του Xestoleberis spp.

σημαίνει ότι η ενότητα αυτή χαρακτηρίζεται από αυξημένη ενέργεια. Τέλος το διάγραμμα

της παραγωγικότητας των οστρακωδών (productivity ostracods, Διάγραμμα 1) δείχνει ότι σε

αυτή την ενότητα οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι δυσμενείς και αυτό φαίνεται και από

τη μείωση των τιμών του διαγράμματος στα εκατοστά αυτά, ενώ με αυτό συμπίπτει και η

μείωση της παραγωγικότητα των γαστερόποδων (productivity gastropods, Διάγραμμα 1).

Άρα μπορούμε να πούμε ότι έχουμε ένα ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον υψηλής ενέργειας.

60-0cm: είναι η τρίτη ενότητα (Unit 3, Διάγραμμα 1) και χαρακτηρίζεται από κυριαρχία του

L. agilis, από αυξημένη παρουσία των Cytheroma variabilis και Ekpontocypris pirifera και

συμμετοχή του Xestoleberis spp. Το Loxoconcha agilis δηλώνει θαλάσσιο περιβάλλον

αλατότητας >25%ο, αλλά το είδος αυτό αντέχει και σε υφάλμυρα νερά. Τα Ekpontocypris pirifera και Xestoleberis spp δείχνουν υφάλμυρα και θαλάσσια παράκτια και υποπαράκτια

ρηχά νερά που σχετίζονται με θαλάσσια μακρόφυτα, όπως παρατηρήσαμε και στην πρώτη

67

ενότητα (Unit 1, Διάγραμμα 1). Επίσης η αύξηση του Xestoleberis spp. δείχνει περιβάλλον

μειωμένης ενέργειας. Το περιβάλλον στην ενότητα αυτή γίνεται πιο υφάλμυρο, αφού

έχουμε τη συμμετοχή ειδών που μπορούν να αντέξουν και σε πιο υφάλμυρες συνθήκες

πράγμα που φαίνεται από το διάγραμμα θαλάσσιων – υφάλμυρων ειδών (marine – brackish, Διάγραμμα 1). Επίσης παρατηρούμε μεγάλη αύξηση των επιφυτικών ειδών όπως

φαίνεται από το διάγραμμα των επιφυτικών (phytal, Διάγραμμα 1). Τέλος βλέπουμε ότι

αυξάνεται και ο αριθμός των ειδών (species number, Διάγραμμα 1) αλλά και η

παραγωγικότητα των οστρακωδών (productivity Ostracods, Διάγραμμα 1) οπότε θεωρούμε

ότι είναι πιο υγιείς οι συνθήκες περιβάλλοντος. Σχετικά με τα γαστερόποδα, στην ενότητα

αυτή κυριαρχεί το Limacina inflatα που δηλώνει θαλάσσιο περιβάλλον και παρουσιάζει

αυξημένη παρουσία το Ebala gradata που είναι επιφυτικό είδος. Μοναδική συμμετοχή

στην ενότητα αυτή παρουσιάζουν το Peringia ulvae που διαβιεί και σε υφάλμυρα

περιβάλλοντα και το Haminoea navicula που είναι επιφυτικό είδος που διαβιεί σε λασπώδη

πυθμένα και υφάλμυρα περιβάλλοντα. Άρα θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε ένα

θαλάσσιο – υφάλμυρο περιβάλλον χαμηλής ενέργειας με αυξημένα τα επιφυτικά είδη.

Στο διάγραμμα του δείκτη βιοποικιλότητας Shannon_H (Διάγραμμα 1), φαίνεται να

επιβεβαιώνεται η συνθήκη που επικρατεί στις ενότητες αυτές, δηλαδή αύξηση του δείκτη

βιοποικιλότητας στην 1η (Unit 1, Διάγραμμα 1) και 3η ενότητα (Unit 3, Διάγραμμα 1) και

μείωση των τιμών του στη 2η ενότητα (Unit 2, Διάγραμμα 1).

Η παραγωγικότητα των γαστερόποδων (productivity Gastropods, Διάγραμμα 1) φαίνεται ότι

ταυτίζεται με την παραγωγικότητα των οστρακωδών (productivity Ostracods, Διάγραμμα 1)

και οι αυξομειώσεις των τιμών είναι παρόμοιες.

Στο διάγραμμα του δείκτη βιοποικιλότητας Evenness_e^H/S (Διάγραμμα 1) φαίνεται να

έχουμε αύξηση των τιμών στη 2η ενότητα (Unit 2, Διάγραμμα 1). Ο δείκτης αυτός δηλώνει

την αύξηση των σπάνιων ειδών που στην προκειμένη περίπτωση είναι τα Carinocythereis

68 spp. Γενικά φαίνεται να μην υπάρχουν έντονες αυξομειώσεις στο διάγραμμα αυτό, έτσι

φαίνεται ότι γενικώς υπάρχει ομοιογένεια στα δείγματα.

Παρακάτω παρουσιάζεται το διάγραμμα (Διάγραμμα 2) που προήλθε από παραγοντική

ανάλυση αντιστοιχιών των δεδομένων βάση του οποίου εξήχθησαν συμπεράσματα για τις

συνθήκες περιβάλλοντος του μελετώμενου πυρήνα θαλάσσιου ιζήματος.

Διάγραμμα 2. Correspondence Analysis (CA) διάγραμμα. Κόκκινο: ενότητες 1 και 2 (Unit 1, 2). Κίτρινο: ενότητα 3 (Unit 3)(1ο τεταρτημόριο: πάνω δεξιά, η αρίθμηση των τεταρτημορίων ακολουθεί την αντίστροφη φορά του ρολογιού).

Σύμφωνα με το Διάγραμμα 2 μπορούν να αναγνωριστούν δύο ομάδες δειγμάτων. Η -Α-

ομάδα με κόκκινο αποτελείται από δείγματα της 1ης και 2ης ενότητας (Unit 1, 2) και η -Β-

ομάδα που αποτελείται από δείγματα της 3ης ενότητας (Unit 3). Παρατηρείται ομαδοποίηση

των δειγμάτων με βάση το βάθος, οπότε αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συχνές εναλλαγές

περιβαλλόντων κατά μήκος του πυρήνα. Επίσης φαίνεται ότι διαχωρίζεται η 3η ενότητα (με

κίτρινο) από τις άλλες δύο ενότητες (με κόκκινο). Σταδιακή φαίνεται να είναι η μετάβαση

69

από την 1η στη 2η ενότητα γι αυτό και στο διάγραμμα φαίνεται ότι τα δείγματα της 1ης

ενότητας ‘’αναμειγνύονται’’ με τα δείγματα της 2ης ενότητας. Αυτό επιβεβαιώνει την

υπόθεση μας, δηλαδή ότι η 1η ενότητα είναι ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον χαμηλής ενέργειας

που μεταβαίνει σταδιακά σε ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον με έντονη μεταφορική ικανότητα,

άρα υψηλή ενέργεια. Ενώ η 3η ενότητα ξεχωρίζει από τις άλλες δύο λόγω του ότι το

περιβάλλον τείνει να γίνεται πιο υφάλμυρο με έντονη αύξηση των επιφυτικών ειδών. Η

υπόθεση αυτή επίσης επιβεβαιώνεται και από την παρουσία συγκεκριμένων τάξων. Τα

Cytheroma variabilis και Xestoleberis spp. στο 4ο τεταρτημόριο του διαγράμματος δηλώνουν

ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον χαμηλής ενέργειας και αντιστοιχούν στην 1η ενότητα. Τα

Carinocythereis spp. που βρίσκονται στο 1ο τεταρτημόριο του διαγράμματος δείχνουν ρηχό

θαλάσσιο περιβάλλον υψηλότερης ενέργειας και αντιστοιχούν στη 2η ενότητα. Τέλος το

είδος L. agilis βρίσκεται πλησίον της ομάδας -Β- (3η ενότητα) και δηλώνει υφάλμυρο

περιβάλλον, αφού γνωρίζουμε ότι είναι αυξημένη η συμμετοχή του στα δείγματα που

αποτελούν την ομάδα αυτή. Γενικώς είναι σταδιακή η μετάβαση από τη μία ενότητα στην

άλλη , χωρίς απότομες αλλαγές.

Η παραγωγικότητα των οστρακωδών και γαστερόποδων (productivity Ostracods,

Gastropods) συγκρίθηκε με την παραγωγικότητα των βενθικών τρηματοφόρων (productivity benthic Foraminifera) (Διάγραμμα 3) και φαίνεται ότι υπάρχει χρονική σύμπτωση όσον

αφορά στη συνολική αντίδραση του πυθμένα στις συγκεντρώσεις οξυγόνου. Βλέπουμε ότι

στις ενότητες που αυξάνεται η παραγωγικότητα των οστρακωδών και γαστερόποδων (Unit

1, 3), αυξάνεται και η παραγωγικότητα των βενθικών τρηματοφόρων (Διάγραμμα 3). Οπότε

περιμένουμε να έχουμε ευνοϊκότερες συνθήκες πυθμένα στις ενότητες αύξησης της

αφθονίας (Unit 1, 3) και δυσμενέστερες στην ενότητα που μειώνεται η αφθονία (Unit 2), σε

σχέση με το οξυγόνο τουλάχιστον.

70

th(cm) Dep

Productivity: ostracods – gastropods benthic foraminifera

Διάγραμμα 3. Διαγράμματα παραγωγικότητας οστρακωδών (πορτοκαλί), γαστερόποδων (κίτρινο), βενθικών τρηματοφόρων (πράσινο). Γαλάζιο πλαίσιο: 1η ενότητα (Unit 1), Κόκκινο πλαίσιο: 2η ενότητα (Unit 2), Πράσινο πλαίσιο: 3η ενότητα (Unit 3)(για τα τρηματοφόρα Prandekou et al. In preparation)

Τα βαθιά ενδοπανιδικά είδη των βενθικών τρηματοφόρων υποδηλώνουν αυξήσεις του

οργανικού υλικού στον πυθμένα που πιθανώς εξαρτώνται από αυξήσεις ποτάμιων

απορροών και υγρών κλιματικών συνθηκών.

Στον πυρήνα μας εντοπίσαμε ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον χαμηλής ενέργειας στην 1η

ενότητα. Στη 2η ενότητα εντοπίσαμε ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον υψηλότερης ενέργειας.

Τέλος στην 3η ενότητα εντοπίστηκε θαλάσσιο – υφάλμυρο περιβάλλον με αύξηση των

επιφυτικών ειδών (Διάγραμμα 1). Προσπαθήσαμε να ελέγξουμε αν οι αλλαγές που

παρατηρούνται στον πυρήνα που μελετάμε συνδέονται με κλιματικές αλλαγές στην

περιοχή. Tο διάστημα με τη μεγαλύτερη μείωση της παραγωγικότητας άρα και τις

δυσμενέστερες συνθήκες στον πυθμένα θα μπορούσε να συνδεθεί με τη μεγαλύτερη

επίκληση της θάλασσας στον Αμβρακικό κόλπο που συνέβη στα 4500 – 1500BP σύμφωνα

με τους Jing & Rapp, 2003. Η επίκληση αυτή ίσως προκάλεσε πλημμύρες των δέλτα των

71

ποταμών και μετατόπιση της ακτογραμμής. Άρα θα μπορούσαμε να πούμε ότι το

περιβάλλον του πυθμένα κατά την περίοδο αυτή έχει υψηλότερη ενέργεια και οι συνθήκες

είναι πιο δυσμενείς, πράγμα που συνδέεται με την εκτίμηση του περιβάλλοντος στη 2η

ενότητα (Unit 2, Διάγραμμα 1). Επίσης η επίκληση αυτή ίσως ενίσχυσε το πυκνοκλινές λόγω

της εισχώρησης του θαλασσινού νερού , δηλαδή ενισχύθηκε η στρωμάτωση της υδάτινης

στήλης , με αποτέλεσμα τη μείωση της ικανότητας οξυγόνωσης των υδάτων. Από Kountoura et al., 2009-10 γνωρίζουμε ότι ο Αμβρακικός είναι εποχιακά ανοξικός, εμφανίζοντας έντονο

πυκνοκλινές τους μήνες του καλοκαιριού και του φθινοπώρου. Άρα, θα μπορούσαμε να

υποθέσουμε ότι η μείωση της παραγωγικότητας στο διάστημα 60 - 110cm οφείλεται σε

υγρές ή και θερμές κλιματικές συνθήκες. Πριν την επίκληση που περιγράφηκε παραπάνω το

περιβάλλον ήταν ρηχό θαλάσσιο (Unit 1, Διάγραμμα 1), ίσως λόγω της εισόδου του νερού

στον κόλπο από το Ιόνιο πέλαγος, στο τελευταίο στάδιο της τελευταίας παγετώδους

εποχής. Σχετικά με την αύξηση της παραγωγικότητας στην 3η ενότητα (Unit 3, Διάγραμμα 1),

μπορεί να οφείλεται στη μετατόπιση των στομίων του ποταμού και στη δημιουργία

δελταϊκών σφηνών στον κόλπο. Μια από αυτές τις σφήνες βρισκόταν λίγο πιο βόρεια της

θέσης πυρηνοληψίας μας, σύμφωνα με την εικόνα 14f των Kapsimalis et al., 2005.

Υποθέτουμε ότι θρεπτικά στοιχεία που μεταφέρονταν στα δέλτα από την ποτάμια απορροή

οδήγησαν στην αύξηση των θαλάσσιων μακρόφυτων και κατ΄επέκταση στην αύξηση των

επιφυτικών ειδών στην ενότητα αυτή.

Εν κατακλείδι, βασιζόμενοι στη συνθήκη που αναπτύξαμε για την ενότητα που αντιστοιχεί

στη μείωση της παραγωγικότητας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι γεγονότα που δηλώνουν

υγρασία ή θερμά διαστήματα συμπίπτουν με μείωση στην παραγωγικότητα. Ενώ αύξηση

της παραγωγικότητας ίσως συνδέεται με διαστήματα ψυχρά ή και ξηρά.

72

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Οι συναθροίσεις οστρακωδών και γαστερόποδων στα δείγματα που μελετήθηκαν

δηλώνουν τη σταδιακή μετάβαση από την 1η ενότητα στη 2η όπου το περιβάλλον φαίνεται

να είναι ρηχό θαλάσσιο , φαίνεται να ξεχωρίζει η 3η ενότητα που παρουσιάζει πιο

υφάλμυρες συνθήκες και ανάπτυξη των επιφυτικών ειδών (Διάγραμμα 1). Η αύξηση της

παρουσίας του γένους Xestoleberis στην 1η και 3η ενότητα δηλώνει περιβάλλοντα χαμηλής

ενέργειας, ενώ η απουσία του από τη 2η ενότητα και ταυτόχρονα η αυξημένη παρουσία του

γένους Carinocythereis δηλώνουν περιβάλλον πιο υψηλής μεταφορικής ενέργειας, γεγονός

που επιβεβαιώνεται και από την αύξηση του δείκτη ενήλικα/νεαρά του είδους Loxoconcha agilis (Διάγραμμα 1). Το νερό του κόλπου παρουσιάζει στρωμάτωση λόγω των χαμηλών

τιμών αλατότητας στα ανώτερα ύδατα και της τροφοδοσίας των υδάτων με γλυκά νερά από

τους κύριους ποταμούς (Βουτσίνου - Ταλιαδούρη κ.ά., 1989), αυτό συνδέεται με την

εκτίμηση της αύξησης των επιφυτικών ειδών στην ανώτερη ενότητα του πυρήνα που

μελετήθηκε στην παρούσα διπλωματική. Γνωρίζουμε ότι λόγω της τροφοδοσίας από τους

ποταμούς τα ύδατα εμπλουτίζονται με θρεπτικά στοιχεία, τα οποία όταν αποικοδομηθούν

παράγουν θρεπτικά συστατικά που είναι βασική τροφή για τα θαλάσσια μακρόφυτα , άρα

έχουμε την αύξηση της αφθονίας των θαλάσσιων μακρόφυτων οπότε και την αύξηση των

επιφυτικών ειδών. Σύμφωνα με Naeher et al., 2012 από τη μελέτη και ανάλυση

τρηματοφόρων σε θαλάσσια ιζήματα στο δυτικό τμήμα του Αμβρακικού συμπέραναν ότι ο

ευτροφισμός οδήγησε σε υψηλότερη παραγωγικότητα των βενθικών τρηματοφόρων. Στην

παρούσα διπλωματική παρατηρούμε ότι ταυτίζεται η αύξηση της παραγωγικότητας των

τρηματοφόρων με την αύξηση της παραγωγικότητας των οστρακωδών και γαστερόποδων,

αλλά δεν εντοπίζεται το ακραίο φαινόμενο του ευτροφισμού. Η απουσία στοιχείων

συγκεκριμένα για το δείγμα 6 – 7cm στον πυρήνα της παρούσας μελέτης και η ανεπάρκεια

στοιχείων γενικώς για μεγάλο αριθμό δειγμάτων υποδεικνύει σύμφωνα με Avramidis et al.,

2014 χαμηλές τιμές οξυγόνου και πιθανώς δηλώνει ότι επικρατούν δυσοξικές ή ανοξικές

73

συνθήκες. Σύμφωνα με Naeher et al., 2012 οι σκούρες ενδιαστρώσεις ιζήματος δηλώνουν

οργανικό υλικό που εξηγεί την υψηλή παραγωγικότητα, στον πυρήνα της παρούσας

μελέτης φαίνεται ότι στην 3η ενότητα υπάρχει σκουρόχρωμη ενδιάστρωση που συμπίπτει

με την αυξημένη παραγωγικότητα στην ενότητα αυτή (Διάγραμμα 1). Ενώ παρατηρούμε ότι

οι σκουρόχρωμες ενδιαστρώσεις μειώνονται με το βάθος. Δεν εμφανίζονται καθόλου στη 2η

ενότητα, όπου έχουμε και μείωση της παραγωγικότητας και εμφανίζονται μικρότερες στην

1η ενότητα γεγονός που συμπίπτει επίσης με την αύξηση της παραγωγικότητας και σε αυτή

την ενότητα (Διάγραμμα 1). Σύμφωνα με Jing & Rapp 2003 σε πυρήνες που μελέτησαν από

τη σημερινή ακτή της Λιμνοθάλασσας του Μαζώματος, στον ΒΔ Αμβρακικό κόλπο, η γκρι

ιλύς αποτελείται από θαλάσσια–υφάλμυρα οστρακώδη και η λαδόχρωμη ιλύς δείχνει

θαλάσσιο – παράκτιο περιβάλλον. Σύμφωνα με Drinia et al., 2012 η αύξηση της αφθονίας

των πελαγικών πτερόποδων δηλώνει σχετικά λιγότερο έντονες περιόδους εναπόθεσης

ιζημάτων. Στην παρούσα μελέτη αναγνωρίστηκε το είδος Limacina inflata το οποίο είναι ένα

πελαγικό πτερόποδο και φαίνεται ότι αυξάνεται η αφθονία του στην 1η και 3η ενότητα, ενώ

μειώνεται στη 2η όπου έχουμε περιβάλλον με πιο υψηλές συνθήκες ενέργειας. Άρα ίσως θα

μπορούσαμε να πούμε ότι στην 1η και 3η ενότητα οι συνθήκες ενέργειας είναι χαμηλότερες.

Οι Avramidis et al., 2014 αναφέρουν ότι η μετάβαση από ένα ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον σε

ένα υφάλμυρο δείχνει την υποχώρηση του θαλασσινού νερού του κόλπου λόγω της

ανάπτυξης των δέλτα των ποταμών, η μετάβαση αυτή φαίνεται στον πυρήνα μας από τη 2η

ενότητα στην 3η . Οι Jing & Rapp, 2003 επίσης αναφέρουν ότι κατά το 1500 BP ο ρυθμός

ιζηματογένεσης από την ποτάμια δραστηριότητα ήταν μεγαλύτερος από την αύξηση της

σχετικής στάθμης της θάλασσας, θεωρούν ότι ο αυξημένος ρυθμός προσφοράς ιζημάτων

στον κόλπο πιθανόν σχετίζεται με ανθρώπινη διάβρωση κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Το

διάστημα αυτό συμπίπτει με την 3η ενότητα του πυρήνα μας. Στην ενότητα αυτή έχουμε

αύξηση των επιφυτικών ειδών που οφείλεται στην αύξηση των θαλάσσιων μακρόφυτων

(π.χ Zostera spp., oceanica ). Ίσως μπορούμε να υποθέσουμε ότι λόγω της

74

ανθρώπινης δραστηριότητας στο διάστημα αυτό αυξάνεται το οργανικό υλικό στον

πυθμένα, οπότε αυξάνονται και τα θαλάσσια μακρόφυτα.

7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

• Τα είδη των οστρακωδών και γαστεροπόδων δείχνουν περιβάλλοντα πυθμένα κυρίως θαλάσσια. Η παρουσία ευρύαλων ή/και χαμηλής αλατότητας ειδών εντοπίστηκε κυρίως στη βάση και οροφή του πυρήνα. Η παρουσία επιφυτικών ειδών εντοπίστηκε στην οροφή του πυρήνα.

• Κατά μήκος του πυρήνα, από το βαθύτερο ίζημα προς την επιφάνεια του πυθμένα εντοπίστηκαν τρεις μεγάλες ενότητες οι οποίες δείχνουν τα εξής παλαιοπεριβάλλοντα : ρηχό θαλάσσιο χαμηλής ενέργειας, ρηχό θαλάσσιο υψηλής ενέργειας και θαλάσσιο – υφάλμυρο χαμηλής ενέργειας με έντονη την αύξηση των επιφυτικών ειδών.

• Η αφθονία των οστρακωδών και γαστερόποδων καθώς και η ποικιλότητά τους παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις οι οποίες φαίνεται να συγχρονίζονται με τις αντίστοιχες των βενθονικών τρηματοφόρων και να υποδηλώνουν διακυμάνσεις στις συνθήκες πυθμένα.

• Οι συνθήκες πυθμένα φαίνεται να είναι πιο δυσμενείς όταν επικρατούν υγρές ή / και θερμές κλιματικές συνθήκες. Οι συνθήκες αυτές μπορεί να ενίσχυσαν ιδιαίτερα το πυκνοκλινές και να μείωσαν την ικανότητα οξυγόνωσης του πυθμένα.

• Το μεγαλύτερο διάστημα που οι συνθήκες πυθμένα είναι πιο δυσμενείς ίσως συμπίπτει με την εποχή του Χαλκού.

75

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Armstrong, H.A., Brasier, M.D., 2005. Microfossils, 2nd ed., Blackwell Publishing, Oxford, pp 296.

Athersuch, J., Horne D.J. &Whittaker, J.E., 1989. Marine and Brackish Water Ostracods. In Kermack D.M. & Barnes R.S.K. (eds.), Synopses of the British Fauna (new series), 43: 343 pp.

Belis, C.A., Lami, A., Guilizzoni, P., Ariztegui, D., Geiger, W., 1999. The late Pleistocene ostracode record of the crater lake sediments from Lago di Albano (Central Italy): Changes in trophic status, water level and climate. Journal of Paleolimnology 21, 151– 169.

Bignot, G., 1985. Elements of micropalaeontology, Microfossils-Their Geological and Palaeobiological Applications, Kluwer, Paris.

Bilal Öztürk, Banu Bitlis Bakır, 2013. Heterostropha Species of the Turkish Coasts: Anisocycla, Eulimella, Puposyrnola, Syrnola and Turbonilla (Gastropoda, ). Turkish Journal of Fisheries and Aquatic Sciences 13: 423-440.

Birks, H.J.B., 2007. Numerical analysis methods. In Elias SA (ed), Encyclopedia of Quaternary science.Volume 3, Elsevier, Oxford.

Boomer, I., Eisenhauer, G., 2002. Ostracod faunas as palaeoenvironmental indicators in marginal marine environments. In: Holmes, A.H., Chivas, A.R. (Eds.), The Ostracoda: Applications to Quaternary Research, pp. 135-149.

Christophe Lécuyera, Valérie Daux, Pierre Moissette, Jean-Jacques Cornée, Frédéric Quillévéré, Efterpi Koskeridou, François Fourel, François Martineau, Bruno Reynard, 2012. Stable carbon and oxygen isotope compositions of invertebrate carbonate shells and the reconstruction of paleotemperatures and paleosalinities—A case study of the early Pleistocene of Rhodes, Greece. Volumes 350–352, Pages 39-48 ELSEVIER

Danatsas, I., 1989. Jungkanozoische Ostrakoden der NW- und N-Peloponnes und ihre stratigraphische, palaookologische und palaogeographische bedeutung. Phd thesis, Mathematisch-Naturwissenschaftlichen Fakultat der Westfalischen Wilhelms-Universitat, Munster.

76

Drinia H., Koskeridou, E., Giamali, Ch., 2012. MICRO- AND MACRO- BIOFACIES OF A LATE QUATERNARY SEDIMENT CORE RECOVERED FROM THE SE AEGEAN SEA

F.,Ruiz, M.L Gonzalez-Regalado, J.I Baceta, J.M Muñoz 2000. Comparative ecological analysis of the ostracod faunas from low- and high-polluted southwestern Spanish estuaries: a multivariate approach. Volume 40, Issue 4, Pages 345-376, Elsevier

Ferda Perçin Paçal, 2011. The ecology of the Ostracoda (Crustacea) species obtained from the coasts of Iskenderun Bay (Eastern Mediterranean Sea) J. Black Sea/Mediterranean Environment Vol. 17(2): 127-144

Ferda Perçin-Paçal, Hüsamettin Balkis 2015. Environmental and ecological assessment of Ostracods inhabiting in Bandırma Bay, the Marmara Sea, Turkey International Journal of Fisheries and Aquatic Studies 2015; 2(5): 285-299

Frenzel, P., Keyser, D., Viehberg, F.A., 2010. An illustrated key and (palaeo)ecological primer for Postglacial to recent Ostracoda (Crustacea)of the Baltic Sea, online supplement, Doi: 10.1111/j.1502-3885.2009.00135.x.

Frenzel, P., Boomer, I., 2005. The use of ostracodes from marginal marine, brackish waters as bioindicators of modern and Quaternary environmental change. Palaeogeography, Palaeoclimatology, Palaeoecology 225, 68– 92.

G. Margaritelli, M. Vallefuoco, F. Di Rita, L. Capotondi, L.G. Bellucci, D.D. Insinga, P. Petrosino, S. Bonomo, I. Cacho, A. Cascella, L. Ferraro, F. Florindo, C. Lubritto, P.C. Lurcock, D. Magri, N. Pelosi,R. Rettori, F. Lirer , 2016. Marine response to climate changes during the last five millennia in the central Mediterranean Sea . Global and Planetary Change 142 (2016) 53–72

George Ferentinos, George Papatheodorou, Maria Geraga, Margarita Iatrou, Elias Fakiris, Dimitris Christodoulou, Evagelos Dimitriou,Constantin Koutsikopoulos, 2010. Fjord water circulation patterns and dysoxic/anoxic conditions in a Mediterranean semi-enclosed embayment in the Amvrakikos Gulf, Greece. Estuarine, CoastalandShelfScience 88 473-481

Giovanni Repetto & Luca Lacroce, 2004. Il contenuto malacologico delle “Argille di Lugagnano” di Montà d’Alba (Cuneo)

77

Hammer, O., Harper, D.A.T., Ryan, P.D., 2001. PAST: Paleontological Statistics Software Package for Education and Data Analysis. Palaeontologia Electronica 4 (1), 9 pp, http://palaeo-electronica.org/2001 1/past/issue1 01.htm.

Heinz Malz, Alan Lord, 1998. Recent Ornate Bairdiid Ostracoda: Origin and Distribution Volume 11, 1988, Pages 63-74 ELESVIER

Hmaidi, Α., Moumni, B., Nachite, D., Gensous, B., Monaco, A., 2002. Distribution et caractères de la microfaune d’ostracodes dans les dépôts superficiels de la partie occidentale de la marge méditerranéenne marocaine.

J. SZCZECHURA, 1998. The distribution of Triebelina raripila and Carinocythereis carinata (Ostracoda) from the Middle Miocene of the Central Paratethys and their palaeogeographic implications. Journal of Micropalaeontology, 17, 125-130

Jing, Z., Rapp, G.R., 2003. The coastal evolution of the Ambracian embayment and its relationship to archaeological setting. Hesperia Supplements 32, 157 e 198.

JOHN J. KENNEDY, 1995. THE COURTSHIP, PSEUDO-COPULATION BEHAVIOUR AND SPERMATOPHORE OF TURRITELLA COMMUNIS RISSO 1826 (PROSOBRANCHIA: TURRITELLIDAE) Journal of Molluscan Studies, Volume 61, Issue 4, Pages 421–434

Vasilios Kapsimalis, Petros Pavlakis, Serafim E. Poulos, Stamatina Alexandri, Christos Tziavos, Andreas Sioulas, Dimitrios Filippas, Vasilios Lykousis, 2005. Internal structure and evolution of the Late Quaternary sequence in a shallow embayment: The Amvrakikos Gulf, NW Greece. Marine Geology 222–223 399–418, Elsevier

K. Kountoura, I. Zacharias . 2014. Annual hypoxia dynamics in a semi-enclosed Mediterranean gulf. Journal of Marine Systems 139 (2014) 320–331

Kountoura K. and Zacharias I., 2009-10. The environmental state of Amvrakikos Gulf. Comparison with the past. Proceedings of the 3rd International CEMEPE & SECOTOX Conference Skiathos, June 19-24,2011

Lorna R. Williams 2012. HOLOCENE OSTRACOD PALEOECOLOGY OF THE SOUTH WESTERN BLACK SEA SHELF. Master thesis, Memorial University of Newfoundland

Marriner Ν., Morhange C., Carayon N., 2007 : Ancient Tyre and its harbours: 5000 years of human-environment interactions.

78

Meric, E., Avsar, N., Gormus, M., 2001. Twin forms in recent benthic foraminifera from the northern Aegean Sea and western Black Sea regions (Turkey). Revue Paléobiologie, 20 (1): 69-75.

Micali P.,1984. Chrysallida palazzii n. sp. Bollettino Malacologico 19 (9-12): 245-248

N. V. Aladin - W. T. W. Potts, 1996. The osmoregulatory capacity of the Ostracoda

P. Avramidis, G. Iliopoulos, D. Panagiotaras, D. Papoulis, P. Lambropoulou, N. Kontopoulos, G. Siavalas, K. Christanis , 2014. Tracking Mid- to Late Holocene depositional environments by applying sedimentological, palaeontological and geochemical proxies, Amvrakikos coastal lagoon sediments, Western Greece, Mediterranean Sea. Quaternary International 332 (2014) 19 - 36

Ronald Janssen , Martin Zuschin and Christian Baal, 2011.Gastropods and their habitats from the northern Red Sea (Egypt: Safaga)

ROSALIEF.MADDOCKS, 1991. Revision of the familyPontocyprididae (Ostracoda), with newanchialinespecies and genera fromGalapagos Islands

Sabine, G., RuKdiger H., 2001. Deep-Sea Research I 48.

Schellenberg, S.A., 2007. Marine ostracods, Paleolimnology.

Serafim E. Poulos, Vasilios Kapsimalis, Christos Tziavos, Theodora Paramana. 2008. Origin and distribution of surface sediments and human impacts on recent sedimentary processes. The case of the Amvrakikos Gulf (NE Ionian Sea). Continental Shelf Research 28 (2008) 2736– 2745

Sergio P AVILA, 2003. The littoral molluscs (Gastropoda, Bivalvia and Polyplacophora) of SãoVicente, Capelas (São Miguel Island, Azores): ecology and biological associations to algae

Shannon C.E. , W. Weaver, 1963. The mathematical theory of communication, University of Illinois Press, Urbana, Illinois.

Thanasis MANOUSIS, George MPARDAKIS, Andrea ZAMORA SILVA, Konstantinos PARASKEVOPOULOS, Demitrios MANIOS and Sofia GALINOU-MITSOUDI. 2012 . New findings of Gastropods in the Hellenic seas with emphasis on their origin and distribution status Journal of Biological Research-Thessaloniki 18: 249 – 264

79

Ümit ŞAFAK , 2013. THE OSTRACOD FAUNA AND ENVIRONMENTAL CHARACTERISTICS OF THE VOLCANO SEDIMENTARY YOLÜSTÜ FORMATION IN THE HINIS REGION, ERZURUM (EASTERN ANATOLIA), TURKEY

Vasilios Kapsimalis, Petros Pavlakis, Serafim E. Poulos, Stamatina Alexandri, Christos Tziavos, Andreas Sioulas, Dimitrios Filippas, Vasilios Lykousis , 2005. Internal structure and evolution of the Late Quaternary sequence in a shallow embayment: The Amvrakikos Gulf, NW Greece. Marine Geology 222–223 (2005) 399–418

Zaîbi C., Carbonel P., Kamoun F., Azri C., Kharroubi A., Kallel N., Jedoui Y., Montacer M., Fontugne M., 2011. Évolution du trait de côte à l’Holocène supérieur dans la Sebkha El- Guettiate de Skhira (Golfe de Gabès, Tunisie) à travers sa faune d’ostracodes et de foraminifères, Geobios 44 (2011) 101–115.

Βλάχος Κωνσταντίνος, 2015. Παλαιοοικολογική μελέτη μικροπανίδας από τη λιμνοθάλασσα Μυρταρίου, Αμβρακικός Κόλπος. Πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Πατρών

Βουτσίνου-Ταλιαδούρη Φ. και Φραγκουδάκη Στ., 1989. Γεωχημεία ιζημάτων Αμβρακικού κόλπου. Ωκεανογραφική μελέτη Αμβρακικού κόλπου, Κεφ. 3. Χημική Ωκεανογραφία, Τεχνική Έκθεση, Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, σελ. 15-28.

Γεωργιάδου-Δικαιούλια, Ε., & Δερμητζάκης, Μ., 1985. Εισαγωγή στη Θαλάσσια Μικροπαλαιοντολογία, Τόμος Α’, Αθήνα.

Γρίσπου Μαρία, 2010, ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΙΠΤΑΜΕΝΗΣ ΕΝΤΟΜΟΠΑΝΙ∆ΑΣ ΣΕ ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΣΣΑΡΑΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ. Πτυχιακή εργασία ,ΤΕΙ Κρήτης

Ηλιόπουλος Γεώργιος, 2010. Σημειώσεις μαθήματος Εξέλιξη του έμβιου κόσμου –

Παλαιοντολογία

Κωστής Ανδρέας, 2014. Προσδιορισμός του παλαιοπεριβάλλοντος στη λιμνοθάλασσα της Λογαρού τα τελευταία 10.000 χρόνια με τη βοήθεια μικροαπολιθωμάτων. Πτυχιακή εργασία. Πανεπιστήμιο Πατρών

Μ. Σ. Τσόμπανου, 2012, Μελέτη των Βενθικών Βιοκοινωνιών Τριών Λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού Κόλπου. Μεταπτυχιακή εργασία. Πανεπιστήμιο Πατρών

80

Παπαδοπούλου Πηνελόπη, 2016. ΜΙΚΡΟΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ, ΠΑΛΑΙΟΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΣΟΥΣΑΚΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΛΕΙΟΚΑΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΟ, ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ

ΤΖΙΑΒΟΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ 1996. ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΜΒΡΑΚΙΚΟΥ ΚΟΛΠΟΥ Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)

Τσαπραλής, Β., 1981. Συμβολή στη μελέτη του Πλειστοκαίνου της Ζακύνθου (Οστρακώδη - Παλαιοπεριβάλλον), Διδακτορική διατριβή, Φυσ/κη σχολή πανεπιστημίου Πατρών

ΤΣΙΡΜΠΑ ΑΝΝΑ, ΤΣΩΝΗ ΜΑΡΙΑ , 2013, ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΒΕΛΙΚΑ ΤΗΣ ΝΔ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ.

Τσουρού, Θ., 2008. Οι πανίδες των Οστρακωδών στα θαλάσσια περιβάλλοντα του Κεντρικού Αιγαίου (Ν. Άνδρος) και η εξέλιξή τους σε σχέση με αντίστοιχες πανίδες του Ανώτ. Καινοζωϊκού, Διδακτορικήδιατριβή, Ε.Κ.Π.Α.

ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ http://species-identification.org/ http://www.marinespecies.org/ http://www.idscaro.net/ https://cordis.europa.eu/project/rcn/91246/factsheet/en

81