ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ, ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ – ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΩΝ – ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΑΣΙΚΗΣ ΒΟΤΑΝΙΚΗΣ – ΓΕΩΒΟΤΑΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΙΔΗΣ ΑΧΙΛΛΕΑΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Μορφολογική ποικιλότητα της Quercus trojana subsp. trojana στην Ελλάδα

Μιχάλτση Μαρία Δασολόγος – Περιβαλλοντολόγος

Εξεταστική Επιτροπή: Ελευθεριάδου Ελένη, Αναπλ. Καθηγήτρια Θεοδωρόπουλος Κωνσταντίνος, Αναπλ. Καθηγητής Παναγιωτίδης Σαμψών, Επικ. Καθηγητής

Θεσσαλονίκη 2014

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ...... 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ...... 2 1. Το γένος Quercus ...... 2 Γενικά ...... 2 Μορφολογία ...... 3 Συστηματική ταξινόμηση ...... 6 2. Οι δρύες της Ελλάδας ...... 9 3. Η Quercus trojana ...... 11 4. Ανασκόπηση της βιβλιογραφίας ...... 13 Χωρολογία ...... 13 Χλωρίδα και βλάστηση ...... 13 ΣΚΟΠΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ...... 15 ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ...... 16 1. Γεωγραφική και Πολιτική θέση ...... 16 2. Γεωμορφολογία – Φυσιογραφία – Υδρολογία...... 17 3. Γεωλογία – Πετρογραφία ...... 17 4. Έδαφος ...... 20 5. Κλίμα ...... 20 6. Βλάστηση ...... 24 ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ...... 26 1. Περιοχές δειγματοληψίας ...... 26 2. Σχεδιασμός και εκτέλεση δειγματοληψίας ...... 27 3. Φυτικό υλικό και μορφολογικά χαρακτηριστικά ...... 27 4. Στατιστική Ανάλυση Δεδομένων ...... 28 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ...... 30 1. Περιγραφικά στατιστικά ...... 30 Μήκος ελάσματος φύλλου - LL (cm) ...... 30 Πλάτος ελάσματος φύλλου - LW (cm)...... 33

i

Απόσταση βάσης φύλλου από το μέγιστο πλάτος - BW (cm) ...... 36 Μήκος μίσχου φύλλου - PL (cm) ...... 39 Συνολικό μήκος του φύλλου - TL= PL + LL (cm) ...... 42 Απόσταση βάσης φύλλου από το μέγιστο πλάτος/Μήκος ελάσματος φύλλου - BW/LL ...... 45 Πλάτος ελάσματος φύλλου/Μήκος ελάσματος φύλλου - LW/LL...... 48 Μήκους μίσχου/μήκος ελάσματος φύλλου - PL/LL ...... 51 Αριθμός πλευρικών νεύρων - UN ...... 54 Αριθμός δοντιών - TE ...... 57 2. Εύρος διακύμανσης των χαρακτήρων ...... 61 3. Ανάλυση κύριων συνιστωσών (Principal Component Analysis - PCA) ...... 62 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...... 69 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ...... 71 SUMMARY ...... 72 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...... 73 Ξενόγλωση ...... 73 Ελληνική ...... 74 ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ...... 76 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ...... 101

ii

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η επιστήμη των φυτών περιλαμβάνει έναν τεράστιο όγκο γνώσεων και πληροφοριών, που τεκμηριώνονται και αυξάνονται συνεχώς, δεδομένης της αλληλεπίδρασης αυτών με τις ανάγκες του ανθρώπου. Οι σύγχρονες επιστημονικές μέθοδοι παρέχουν εξαιρετικές δυνατότητες μελέτης των φυτών. Όλα αυτά βέβαια στα πλαίσια του πρακτικά εφικτού, καθώς η απεραντοσύνη, ποικιλομορφία και μεταβλητότητα του φυτικού κόσμου είναι αδύνατο να χωρέσουν οπουδήποτε, παρά μόνο συνεχίζουν να γοητεύουν τους ερευνητές και να θέτουν νέες προκλήσεις. Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τη χρονική περίοδο 2010-2014. Θερμά ευχαριστώ την κ. Ελευθεριάδου Ελένη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, επιβλέπουσα της παρούσας εργασίας. Χωρίς τη πολύτιμη βοήθεια και καθοδήγησή της, χωρίς τη συνεχή συμπαράσταση και στήριξή της, δεν θα ήταν δυνατή η ολοκλήρωση της εργασίας αυτής. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Παναγιωτίδη Σαμψών, Επίκουρο Καθηγητή, για τη βοήθεια που πρόθυμα μου προσέφερε στη στατιστική ανάλυση της παρούσας εργασίας, τον κ. Θεοδωρόπουλο Κωνσταντίνο, Αναπληρωτή Καθηγητή, για το ενδιαφέρον και τη στήριξή του και τον κ. Γερασιμίδη Αχιλλέα, Καθηγητή, για την βοήθειά του σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου. Τέλος, θερμά ευχαριστώ την οικογένεια μου για την αγάπη τους και την ενθάρρυνσή τους σε αυτή τη προσπάθειά μου. Στο σύζυγό μου, Κωνσταντίνο και τη μητέρα μου, Νικολέττα αφιερώνω αυτή τη διατριβή, χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα ήταν δυνατή η πραγματοποίησή της.

1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Το γένος Quercus Γενικά Το γένος Quercus ανήκει στην οικογένεια και στην τάξη . Τα είδη του γένους εμφανίζονται κυρίως στη βόρεια εύκρατη ζώνη. Αριθμεί περί τα 531 είδη, κυρίως στο Β Ημισφαίριο (Govaerts & Frodin 1998), με την πλειονότητα αυτών στη Βόρεια Αμερική, ενώ ένας μεγάλος αριθμός εντοπίζεται στην Ευρώπη, στην παραμεσόγεια περιοχή και στη δυτική και ανατολική Ασία. Στη Νότια Αμερική εμφανίζονται μόνον στις Άνδεις της Κολομβίας. Η σχετικά μικρή εμφάνισή τους στις τροπικές περιοχές περιορίζεται στα ψηλά βουνά. Εμφανίζονται σε υπερθαλάσσιο ύψος που κυμαίνεται από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι 4.000 m στα Ιμαλάϊα και προτιμούν σχετικά πλούσια εδάφη, όχι πολύ αμμώδη ή πολύ ξερά (Hora 1981). Περιλαμβάνει είδη μεγάλης οικονομικής και όχι μόνο αξίας, είδη που μπορούν να θεωρηθούν απόλυτα συνυφασμένα με την ανθρώπινη εξέλιξη. Παρέχουν το καλύτερο ξύλο από άποψη δύναμης και αντοχής. Δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τις διαφορές στα εμπορικά ξύλα δρυός. Μια διάκριση γίνεται μεταξύ λευκών (π.χ. Q. alba, Q. macrocarpa, Q. robur, Q. sessiliflora) και κόκκινων δρυών (π.χ. Q. rubra, Q. velutina, Q. palustris) με τις πρώτες να είναι κάπως πιο σκληρές και πιο ανθεκτικές. Και οι δύο ομάδες ειδών χρησιμοποιούνται για τους ίδιους σκοπούς: έπιπλα, γέφυρες, πλοία, επενδύσεις τοίχων – δαπέδων και πολλά άλλα είδη κατασκευών. Η Q. virginiana θεωρείται ότι έχει το πιο ανθεκτικό ξύλο από όλα τα είδη δρυός. Από το φλοιό της Q. suber λαμβάνεται ο φελλός, ενώ κάποιες δρύες θεωρούνται βαφικές. Οι καρποί τους (βελανίδια) θεωρούνται σημαντικοί στη χοιροτροφία. Επιπλέον, πολλές από αυτές χρησιμοποιούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς, λόγω κυρίως των εξαιρετικών φθινοπωρινών χρωματισμών του φυλλώματός τους. Δικαίως λοιπόν οι δρύες αποτιμώνται ως εκ των πολυτιμότερων ειδών παγκοσμίως (Hora 1981). Σε πολλούς μεγάλους πολιτισμούς της Ευρώπης η δρυς χαίρει μεγάλης εκτίμησης. Για τους Έλληνες, τους Ρωμαίους, τους Κέλτες, τους Σλάβους, τους Τεύτονες ήταν η σημαντικότερη από τα τιμώμενα δέντρα και σε κάθε περίπτωση σχετίζονταν με τον υπέρτατο θεό του πάνθεόν τους, όπως ο Δίας για τους Έλληνες. Κάθε ένας από αυτούς τους θεούς είχε επίσης την κυριαρχία πάνω σε βροχή, βροντές και κεραυνούς, έτσι δεν «θεωρείται» τυχαίο ότι οι βελανιδιές φαίνεται να είναι πιο επιρρεπείς σε κεραυνούς σε σχέση με άλλα δέντρα.

2

Γνωστός είναι και ο μύθος του Αισώπου για τις Δρύες και τον Δία.

Αἱ δρύες κατεμέμφοντο τοῦ Διὸς Οι δρύες κατηγορούσαν το Δία λέγοντας ότι λέγουσαι ὅτι "μάτην παρήχθημεν ἐν «μάταια ήρθαμε στη ζωή· περισσότερο από τῷ βίῳ· ὑπὲρ πάντα γὰρ τὰ φυτὰ όλα τα φυτά υφιστάμεθα εμείς την κοπή με βιαίως τὴν τομὴν ὑφιστάμεθα". βίαιο τρόπο». Καὶ ὁ Ζεύς· " Ὑμεῖς αὐταὶ αἴτιοι τῆς Και ο Δίας είπε: «Εσείς οι ίδιες έχετε γίνει τοιαύτης ἑαταῖς καθεστήκατε αίτιοι μιας τέτοιας συμφοράς· γιατί, αν δε συμφορᾶς·εἰ μὴ γὰρ τοὺς στειλειοὺς γεννούσατε τα στειλιάρια και εάν δεν ἐγεννᾶτε, καὶ πρὸς τεκτονικὴν καὶ ήσασταν χρήσιμες για την οικοδομική και τη γεωργικὴν χρήσιμοι ἦτε, οὐκ ἂν γεωργική τέχνη, δε θα σας έκοβε το πέλεκυς ὑμᾶς ἐξέκοπτεν". τσεκούρι». Αἴτιοί τινες ἑαυτοῖς τῶν κακῶν Εφόσον κάποιοι έχουν γίνει αίτιοι των καταστάντες τὴν μέμψιν ἀφρόνως συμφορών για τους εαυτούς τους, ανόητα τιθέασι τῷ θεῷ. αποδίδουν την κατηγορία στο θεό.

Μορφολογία Το γένος Quercus (Σχήμα 1) περιλαμβάνει φυλλοβόλα, ημιαθειλή ή αειθαλή δέντρα και μερικές φορές θάμνους, με φύλλα σχεδόν άμισχα ή έμμισχα, πριονωτά, οδοντωτά, σπάνια λειόχειλα, πτεροσχιδή ή λοβωτά με στρογγυλεμένους λοβούς. Αρσενικά άνθη σε επιμήκεις, κρεμαστούς ιούλους, θηλυκά μεμονωμένα ή ανά δύο ή περισσότερα σε σταχυόμορφες ταξιανθίες ή κεφάλια. Καρπός κάρυο περιβαλλόμενο από κύπελλο που φέρει εξωτερικά πολυάριθμα βράκτια. Ωρίμανση καρπών μονοετής ή διετής. Τα είδη του γένους υβριδίζουν έντονα μεταξύ τους (Αραμπατζής 1998, Αθανασιάδης 1986α). Χαρακτηριστικό του γένους είναι η έκπτυξη θερινών βλαστών, οι οποίοι αναπτύσσονται μετά την πρώτη ανοιξιάτικη έκπτυξη και φέρουν φύλλα εμφανώς διαφοροποιημένα από τα προηγούμενα. Σύμφωνα με τον Landis (2012) «Οι θερινοί βλαστοί (Lammas shoots) αναπτύσσονται μετά την πρώτη έκπτυξη σε ορισμένα ξυλώδη φυτά της εύκρατης ζώνης κατά το τέλος του καλοκαιριού. Η ονομασία “Lammas” αναφέρεται στο “Lammas day” (1η Αυγούστου), η οποία είναι η ημέρα της Κέλτικης γιορτής της συγκομιδής (Wikipedia 2012a). Αυτός ο τύπος ανάπτυξης των βλαστών είναι επίσης γνωστός ως δεύτερη έκπτυξη (Kohnmann and Johnsen 1997) ή ως θερινοί βλαστοί (Rikala 1992). Αυτού του είδους η ανάπτυξη τεκμηριώθηκε για πρώτη φορά από το Θεόφραστο, έναν έλληνα, σύγχρονο του Αριστοτέλη ο οποίος θεωρείται πατέρας της βοτανικής (Roth and Newton 1996). Οι θερινοί βλαστοί εμφανίζονται σε ορισμένα κωνοφόρα, καθώς και σε κάποια πλατύφυλλα όπως Quercus spp., Fagus spp., Acer spp.».

3

Σχήμα 1. Το γένος Quercus Το γένος Quercus εξαπλώνεται σε όλο το βόρειο ημισφαίριο, στην Ασία, τη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Αφρική, κάτω από τον Ισημερινό (Σχήμα 2). Ενώ τα περισσότερα βιβλία αναφέρουν μεταξύ 300 και 600 ειδών που ανήκουν στο γένος Quercus, πιο πρόσφατες απογραφές (Valencia 2004 και Nixon 1993α για την Αμερική, Menitsky 2005 για την Ασία και Schwarz 1964, 1993 για την Ευρώπη) αναφέρουν έναν αριθμό μεταξύ 320- 354 ειδών για το υπογένος Euquercus και 76 ειδών για το υπογένος Cyclobalanopsis (Quercus portal). Τα περισσότερα είδη καταγράφονται στην Αμερική (200-234) από ότι στην Ευρασία (196). Το υπογένος Cyclobalanopsis εμφανίζεται μόνο στη Νοτιοανατολική Ασία. Το subgenus Euquercus παρουσιάζει μικρότερη ποικιλότητα στην Ευρασία (120 είδη), από ό, τι στη Βόρεια Αμερική (200-234). Στην Ευρώπη απαντώνται μόνο 22 είδη και την Ασία 98. Η ποικιλότητα είναι η υψηλότερη μεταξύ 15° και 30° βόρειου γεωγραφικού πλάτους στην κεντρική Αμερική (κυρίως Μεξικό) και τη Νότια Ασία (Κίνα και την επαρχία Yunnan ειδικότερα) (Quercus portal). Στην Ευρασία, το βορειότερο όριο της εξάπλωσής της βρίσκεται στη Σκανδιναβία (62-63° Βόρειο Γεωγραφικό Πλάτος), και τα νότια όρια εκτείνονται μερικές μοίρες νότια του Ισημερινού (μέχρι την Sunda) (Menitsky 2005). Στην Ευρώπη και την παραμεσόγεια περιοχή, οι δρύες αναπτύσσονται από τη Βόρεια Αφρική (Q. suber, Q. ilex, Q. afares) σε όλη την περιοχή της Μεσογείου μέχρι τη νότια Νορβηγία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία, όπου

4

φτάνουν μόνο οι Q. robur και Q. petraea. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές δρύες αναπτύσσονται στην περιοχή της Μεσογείου (περίπου 20 είδη) (Quercus portal).

Σχήμα 2. Γεωγραφική εξάπλωση του γένους Quercus: Κίτρινο χρώμα: subgenus Euquercus, ροζ χρώμα: subgenus Cyclobalanopsis (Quercus portal).

Στην ανατολική Ασία, τα είδη του υπογένους Euquercus εκτείνονται από Μαντζουρία μέχρι τη Μιανμάρ και την Ταϊλάνδη, όπου αναπτύσσονται σε ορεινές περιοχές. Τα είδη του υπογένους Cyclobalanopsis εκτείνονται νοτιότερα σε πεδινά τροπικά δάση. Στην κεντρική Ασία, οι δρύες εξαπλώνονται από την κεντρική Κίνα προς τα δυτικά σύνορα των Ιμαλάϊων, από το Μπουτάν, το Νεπάλ μέχρι το βόρειο Πακιστάν και το Αφγανιστάν (Negi και Naithani 1995). Στην Αμερική, το βόρειο όριο της κατανομής φτάνει τις 50° Βόρειο Γεωγραφικό Πλάτος, ενώ το νότιο όριο είναι στην Κολομβία. Στις ΗΠΑ υπάρχουν 34 είδη κόκκινων δρυών (τομέας Erythrobalanus) και 49 λευκών (τομέας Lepidobalanus) (Nixon 1993α). Τα είδη της δρυός αναπτύσσονται από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι 4000 m στα βουνά των Ιμαλαΐων (Hora 1981). Σε όλη τη φυσική του εξάπλωση, το γένος έχει διαφοροποιηθεί και προσαρμοστεί σε εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία οικοτόπων, από βάλτους σε ερήμους, από πεδινές περιοχές σε υψηλά υψόμετρα. Παρουσιάζουν, επίσης, μια πολύ μεγάλη ποικιλία μορφών από τους θάμνους σε μεγάλα δέντρα. Το εύρος της κατανομής των ειδών μπορεί να ποικίλει από πολύ τοπικά μέχρι ευρείας ηπειρωτικής κλίμακας.

5

Συστηματική ταξινόμηση Οι δρύες ανήκουν στα Σπερματόφυτα (Πίνακας 1), στο Υποάθροισμα των Αγγειόσπερμων, στην Κλάση των Δικοτυλήδονων, στην Υπόκλαση των Hamamelididae (χαρακτηρίζεται από μονογενή συνήθως άνθη, ωοθήκες συνήθως κοινόκαρπες και καρπό σχεδόν αποκλειστικά κάρυο (Αθανασιάδης 1985)), στην τάξη των Fagales, στην οικογένεια των Fagaceae (περιλαμβάνει φυλλοβόλα ή αειθαλή δέντρα και θάμνους, μόνοικα, με φύλλα απλά, κατ΄ εναλλαγή, με άνθη μονογενή, αρσενικά σε ιούλους ή κεφάλια, θηλυκά ανά 1-3 περιβαλλόμενα από βράκτια και καρπό μονόσπερμο κυπελοφόρο κάρυο ή ανά 2-3 κάρυα περιβαλλόμενα από κύπελλο (Αραμπατζής 1998)) και στο γένος Quercus. Πίνακας 1. Ταξινόμηση του γένους Quercus στις κύριες βαθμίδες

Άθροισμα ή Διαίρεση ή Φύλο SPERMATOPHYTA Υποάθροισμα Magnoliophytina (Angiospermae) Κλάση Magnoliatae ή Dicotyledoneae Υπόκλαση Hamamelididae(Amentiflorae) Τάξη Fagales Οικογένεια Fagaceae Γένος Quercus

Η οικογένεια των Fagaceae περιλαμβάνει 8 γένη, 1 νοθογένος, 1047 είδη και 152 νοθοείδη (Govaerts & Frodin 1998). Η θέση του γένους Quercus μέσα στην οικογένεια των Fagaceae και η σχέση του με τα υπόλοιπα γένη φαίνεται στο παρακάτω σχήμα (Σχήμα 3), με τα Lobatae και Heterobalanus να είναι πιο κοντινά σε αυτό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Quercus Portal το γένος Quercus, από την ταξινόμηση ακόμα του Λινναίου, του De Candolle (1868) μέχρι και του Nixon (1993α,β), προκάλεσε αντικρουόμενες απόψεις και συζητήσεις και για το λόγο αυτό έχουν προταθεί περισσότερες από 20 ταξινομήσεις. Εξαιτίας του τεράστιου μεγέθους και της ευρείας εξάπλωσής του οι συγγραφείς δεν συμφωνούν πάντα ούτε για την ταξινόμηση αλλά ούτε για τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται. Η πιο ολοκληρωμένη ταξινόμηση είναι της Camus (1936-1954), η οποία χρησιμοποίησε χαρακτηριστικά που βασίζονται κυρίως στο φύλλωμα και του καρπούς. Στην ταξινόμηση της Camus το γένος Quercus διαιρείται σε 2 υπογένη (Σχήμα 4): 1. Subgenus Euquercus (Quercus s.str.), το οποίο υποδιαιρείται παραπέρα σε 6 τομείς (sections) και αφορά τα περισσότερο γνωστά είδη δρυός. 2. Subgenus Cyclobalanopsis, το οποίο αριθμεί 150 περίπου είδη, τα οποία υπάρχουν μόνο στη Νότια Ασία.

6

Σχήμα 3. Υποθετικό γενεαλογικό δέντρο των Fagaceae (Lübbert 2006)

Σχήμα 4. Ταξινόμηση του γένους Quercus κατά Camus

7

Το subgenus Euquercus υποδιαιρείται περαιτέρω σε τομείς και υποτομείς με συνολικά 345 είδη (Πίνακας 2). Το subgenus Cyclobalanopsis αριθμεί 150 περίπου είδη. Αναλυτικά η διαίρεση φαίνεται στον Πίνακα 2.

Πίνακας 2. Διαίρεση του γένους Quercus Τομείς Υποτομείς Είδη 1. Subgenus Euquercus 345 Cerris 8 35 Erythobalanus 50 135 Lepidobalanus 38 152 Macrobalanus 6 13 Mesobalanus 3 5 Protobalanus - 5 2. Subgenus Cyclobalanopsis 150 Συνολικά 495 είδη για το γένος Quercus στην μονογραφία της Camus

Σε σύγκριση με την Camus, το section Cerris (sensu Camus) διαιρέθηκε σε επιπρόσθετα sections από Ασιάτες βοτανικούς π.χ., section Brachylepides και Aegilops (Zheng 1985). Ο ίδιος συγγραφέας παρουσίασε ένα section Englerianae συγχωνεύοντας είδη που ανήκαν στα sections Lepidobalanus και Cerris (sensu Camus). Κατά τον ίδιο τρόπο ο Schwarz (1964) πρότεινε την εξατομίκευση του subsection Cocciferae του section Cerris (sensu Camus) με το είδος Q. ilex μέσα στο section Sclerophyllodrys.

Αντιστοιχία της ταξινόμησης μεταξύ Nixon και Camus

8

Αντιστοιχία της ταξινόμησης μεταξύ Zheng και Camus

2. Οι δρύες της Ελλάδας Σύμφωνα με τη Flora Europaea (Schwarz 1964, 1993) στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο απαντώνται 22 είδη δρυός (Σχήμα 5), τα οποία υπάγονται σε τέσσερα υπογένη. Επιπλέον, αναφέρονται και 3 είδη, τα Q. crenata, Q. sicula και Q. cerrioides, για τα οποία, το μεν πρώτο θεωρείται πιθανό υβρίδιο της Q. cerris με την Q. suber, το δεύτερο δεν έχει αναφερθεί πρόσφατα, ενώ το τρίτο θεωρείται ότι προκύπτει από υβριδισμό της Q. pubescens με την Q. faginea.

Σχήμα 5. Συστηματική ταξινόμηση των ευρωπαϊκών δρυών (σύμφωνα με Schwarz 1964).

9

Στην Ελλάδα το γένος αντιπροσωπεύεται με 11 είδη (Σχήμα 6) και συνολικά 14 taxa όπως είναι καταγεγραμμένα και ταξινομημένα στην Flora Hellenica (Christensen 1997) και στη Vascular Flora of Greece (Dimopoulos et al. 2013). Από χωρολογική άποψη τα περισσότερα είναι taxa με περιορισμένη εξάπλωση (1 ενδημικό, 2 βαλκανικά-ανατολικά, 7 μεσογειακά, 3 μεσογειακά-ευρωπαϊκά και 1 ευρωπαϊκό) (Πίνακας 3). Από τη γεωγραφική τους κατανομή στον ελληνικό χώρο (Πίνακας 3) φαίνεται ότι τα 8 από αυτά απαντώνται σχεδόν σε όλα τα φυτογεωγραφικά διαμερίσματα, η Q. trojana subsp. trojana σε 4, η Q. infectoria subsp. veneris και η Q. petraea subsp. petraea μόνο σε 2 και τέλος οι Q. aucheri, Q. infectoria subsp. infectoria και Q. trojana subsp. euboica (ενδημικό της Εύβοιας) μόνο σε 1 φυτογεωγραφικό διαμέρισμα.

Σχήμα 6. Οι δρύες της Ελλάδας (σύμφωνα με Christensen 1997). Πίνακας 3. Κατανομή των δρυών εντός του ελληνικού χώρου και χωρολογία τους (Dimopoulos et al. 2013)

IoI NPi SPi Pe StE EC NC NE NAe WAe Kik KK EAe Chorology Quercus aucheri Jaub. & Spach X EM Quercus cerris L. X X X X X X X X X X X ME Quercus coccifera L. X X X X X X X X X X X X X Me Quercus frainetto Ten. X X X X X X X X X X X BA Quercus ilex L. X X X X X X X X X X X X X Me Quercus infectoria Olivier X X EM subsp. infectoria X EM subsp. veneris (A. Kern.) Meikle X X EM Quercus ithaburensis Decne. X X X X X X X X X X X X X Me subsp. macrolepis (Kotschy) Hedge & Yalt. X X X X X X X X X X X X X Me Quercus petraea (Mattuschka) Liebl. X X X X X X X X Eu subsp. petraea X X Eu subsp. polycarpa (Schur) Soo X X X X X X X X ME Quercus pubescens Willd. X X X X X X X X X X X X X ME Quercus robur L. X X X X X X X X ? ? ? Eu subsp. pedunculiflora (K. Koch) Menitsky X X X X X X X X ? ? BA Quercus trojana Webb X X X X X Me subsp. euboica (Papaioannou) K.I. Chr. X * subsp. trojana X X X X Me

10

Σύμφωνα με τις αρχαίες ελληνικές παραδόσεις, η δρυς αποτέλεσε σημαντικό αρωγό στην επιβίωση και ανάπτυξη του ανθρώπου. Εκτιμήθηκε ιδιαίτερα η συνεισφορά της στη διατροφή του. Εκτός της παροχής τροφής σε ανθρώπους και ζώα, τα διάφορα είδη δρυός αποτέλεσαν πηγή πρώτης ύλης για το άναμμα και τη διατήρηση της φωτιάς και για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων, εργαλείων, σπιτιών και πλοίων. Λόγω της σημαντικότητάς της αφιερώθηκε στον Δία. Γνωστές είναι διάφορες ιερές δρύες του Δία με σημαντικότερη αυτή του μαντείου της Δωδώνης. Ταυτισμένες με τις δρύες ήταν και οι νύμφες Δρυάδες, που θεωρούνταν κόρες του Δία και ζούσαν μέσα στους δρυμούς, δηλ. τα δρυοδάση. Η ιερότητα και ο συμβολισμός της δρυός εμπεριέχεται και στη χρήση στεφανιών από κλαδιά δρυός ή απομιμήσεις τους (Γερασιμίδης & Παρχαρίδου-Αναγνώστου 2003).

3. Η Quercus trojana Η Q. trojana διακρίνεται σε τρία υποείδη, τα Q. trojana subsp. trojana, Q. trojana subsp. euboica και Q. trojana subsp. yaltirikii. Εντάσσεται στο υπογένος Cerris (Subg. Cerris (Spach) Örsted), που περιλαμβάνει φυλλοβόλα (ή ημιαειθαλή) φυτά, με φύλλα λοβωτά ή πριονωτά, καρπούς διετούς ωρίμανσης, βράκτια κυπέλλου γραμμοειδώς επιμήκη – άκαμπτα – μερικά ή όλα όρθια ή κυρτά προς τα κάτω. Q. trojana Webb in Gard. Mag. & Reg. Rural Domest. Improv. 15: 590 (1839). - Type: [NW Anatolia] "the Troad, southward of Alexandria Troas [E of Geyikli)", Webb (K). = Q. macedonica A. DC., Prodr. 16(2): 50 (1864). - Type: [Greece, W Macedonia] "Vodena [Edessa)", Grisebach (G-BOIS). Φυλλοβόλο ή ημιφυλλοβόλο δέντρο μέχρι 15 m, ή χαμηλός θάμνος. Κλαδιά πιληματώδη, κιτρινοκαστανά ή γκριζοκαστανά. Οφθαλμοί μέχρι 3 mm, κιτρινοκαστανοί ή κοκκινοκαστανοί, με βλεφαριδωτά βράκτια. Φύλλα (4-)5-10(-12) x (1,4)2-3,5(-4) cm, επιμήκη-λογχοειδή. Κορυφή οξεία, βάση σφηνοειδής, στρογγυλεμένη ή ±καρδιοειδής. Παρυφές κανονικά πριονωτές με 8-13 δόντια σε κάθε πλευρά, που καταλήγουν σε ακίδα. Πάνω επιφάνεια φύλλων ± λαμπερά σκούρη πράσινη, με διάσπαρτες απλές ή αστεροειδείς- δενδρόμορφες τρίχες, ± σχεδόν γυμνά. Κάτω επιφάνεια φύλλων κιτρινοπράσινη ή γκριζοπράσινη, με διάσπαρτες απλές ή αστεροειδείς - δενδρόμορφες τρίχες ή πυκνά πιληματώδης. Μίσχος 3-10 mm, ± χνοώδης, χωρίς αυλάκι στην πάνω επιφάνεια. Παράφυλλα εύπτωτα. Στίγματα 2-4. Καρπός με διετή ωρίμανση. Κύπελλο με διάμετρο 15-30 mm, ημισφαιρικό, με βράκτια περίπου 6 mm, ρομβοειδή, όρθια και αφιστάμενα ή κυρτά προς τα πίσω και κορυφή ± γυρτή προς τα πάνω, πιληματώδη. Κάρυο εξέχει λίγο ή καθόλου, ± κολοβό στην κορυφή. Ποδίσκος 0-6 mm, πιληματώδης (Christensen 1997). Εμφανίζεται σε garigue, σε macchie, σε υποβαθμισμένα δάση με Pinus halepensis, σε μικτά δάση φυλλοβόλων, ή ενίοτε σχηματίζει αμιγείς συστάδες, σε διάφορα υποστρώματα, (0-)400-1400 m, στη Ν. Ιταλία, στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Ανατολία (Σχήμα 7).

11

Σχήμα 7. Γεωγραφική εξάπλωση της Quercus trojana. 1: subsp. trojana, 2: subsp. yaltirikii, 3: subsp. euboica (Zielinski et al. 2006)

Στην Ελλάδα διακρίνεται σε δύο υποείδη. α. subsp. trojana Δέντρο μέχρι 15 m. Κάτω επιφάνεια του φύλλου ανοιχτοπράσινη, με αραιό τρίχωμα. Στίγματα 2-3. Περιστασιακά σε μικτά δάση και θαμνώνες στο δυτικό και βόρειο-κεντρικό τμήμα της ηπειρωτικής χώρας (κυρίως σε περιοχές όπου δεν υπάρχει η Q. coccifera), c. 400-1400 m (Σχήμα 8). β. subsp. euboica (Papaioannou) K.I. Chr. = Q. euboica Papaioannou in Compt. Rend. Acad. Athenes 23: 336 (1949). - Περιγράφεται από ΒΑ Εύβοια. Θάμνος ή μικρό δένδρο μέχρι 3 m. Κάτω επιφάνεια του φύλλου λευκή ή γκριζόλευκη, πυκνά πιληματώδης. Στίγματα 3-4. ΒΑ Εύβοια (κοντά στα χωριά Στράφι, Κερασιά, Τσαπουρνιά, Παπάδες και ΒΑ των Παπάδων), 0-600 m (Σχήμα 8).

12

Σχήμα 8. Γεωγραφική εξάπλωση της Q. trojana subsp. trojana και Q. trojana subsp. euboica (από Christensen 1997).

4. Ανασκόπηση της βιβλιογραφίας Χωρολογία Λεπτομερή στοιχεία για την εξάπλωση της Q. trojana παρέχει η Camus (1936-38), η οποία αναφέρει ότι η Q. trojana εμφανίζεται στη ΝΑ. Ευρώπη και Μικρά Ασία [Νότια Ιταλία, Γιουγκοσλαβία (Ερζεγοβίνη, Δαλματία), Μαυροβούνι, Αλβανία, Ελλάδα και Μικρά Ασία]. Στην Ελλάδα εμφανίζεται στην οροσειρά της Πίνδου μέχρι την Έδεσσα, στην κοιλάδα του Αξιού και στην Ήπειρο (περιοχή Αυλώνας) (Αθανασιάδης & Ελευθεριάδου 1996). Ο Παπαϊωάννου (Papaioannou 1939, Παπαϊωάννου 1940) αναφέρει την εμφάνισή της στην κεντρική Πελοπόννησο (μεταξύ των Β.Γ.Π. 37° 40' και 37° 50' και των Γ.Μ. 1° 38' και 2° 5' δυτικά του μεσημβρινού Αθηνών), δίνοντας λεπτομερή στοιχεία των θέσεων εμφάνισής της. Αργότερα ο Διαπούλης (1968) αναφέρει ότι η μακεδονική δρυς εμφανίζεται στην Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και κεντρική Πελοπόννησο. Η εμφάνισή της στην Πελοπόννησο αποτυπώνεται και στο χάρτη εξάπλωσης που παρατίθεται στο Atlas Florae Europaeae (Jalas & Suominen 1976: map 291). Ωστόσο όπως φαίνεται και στο Σχήμα 8, η παρουσία της Q. trojana στην νότια Ελλάδα (Πελοπόννησος) δεν επιβεβαιώνεται από πρόσφατες δημοσιεύσεις (Christensen 1997, Dimopoulos et al. 2013). Χλωρίδα και βλάστηση Χλωριδικά στοιχεία από τα δάση της μακεδονικής δρυός έχουν δημοσιευθεί από τους Αθανασιάδης & Ελευθεριάδου (1995), οι οποίοι αφού μελέτησαν τη χλωρίδα των δασών της στις περιοχές Κουρί Κοζάνης, Δρέπανο, Πτελέα, Σιδερά και Λιβερά, δημοσίευσαν κατάλογο από 404 taxa. Αργότερα οι Μιχάλτση κ.ά. (2000) δημοσίευσαν από την περιοχή της Φλώρινας (Βεύη και Άγιος Βαρθολομαίος) κατάλογο ειδών ο οποίος αριθμεί 323 taxa.

13

Σχετικά με την βλάστηση της περιοχής τα πρώτα στοιχεία αναφέρονται από τους Gamisans & Hebrard (1979), οι οποίοι παραθέτουν δύο φυτοληψίες από δάση της Q. trojana στην περιοχή της Κοζάνης και δυτικά της Έδεσσας, εκτιμώντας ότι αυτά ανήκουν στη φυτοκοινωνική ένωση Quercetum trojanae Em 1958 em. Horvat 1959. Αργότερα, ο Γερασιμίδης (2003) μελέτησε τα δάση της Q. trojana στην περιοχή της Κοζάνης και δυτικά της Έδεσσας, και θεώρησε ότι αυτά ανήκουν στην ίδια φυτοκοινωνική ένωση και μάλιστα διέκρινε, βασιζόμενος σε ομάδες διαφοριστικών ειδών, δύο υποενώσεις με περαιτέρω διάκριση σε παραλλαγές και όψεις. Τέλος, ο Χοχλιούρος αναφέρει την ίδια φυτοκοινωνική ένωση από το Βέρμιο (Βοσκοχώρι, Άγιος Δημήτριος, Ρυάκι) και την τεκμηριώνει με 8 δειγματοληψίες.

14

ΣΚΟΠΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Δεδομένου ότι ένα οποιοδήποτε φυτικό taxon αποτελεί δυναμικό στοιχείο του χώρου που καταλαμβάνει στη φύση και ενσωματώνει στην ύπαρξη και την όψη του όλους τους φυσικούς παράγοντες που επιδρούν πάνω του αιώνες, από τη δημιουργία του, η διερεύνηση της ποικιλότητάς του είναι σημαντική όχι μόνο για το ίδιο, αλλά και για τα οικοσυστήματα γενικότερα. Έτσι, καταδεικνύεται η ικανότητα των φυτικών taxa να προσαρμόζονται και να εξελίσσονται μέσα στα ευρέα ή στενά όρια που τους θέτει η φύση, αλλά και η ικανότητα όλου του φυσικού κόσμου να προωθεί και να υποστηρίζει τη ζωή ακόμα και στις πιο ακραίες συνθήκες. Είναι γνωστό ότι τα φύλλα της κόμης ενός ώριμου δεν αυξάνουν κάτω από τις ίδιες συνθήκες φωτισμού. Τα εξωτερικά φύλλα της κόμης δέχονται όλο το ημερήσιο φως ενώ εκείνα που αυξάνονται στο εσωτερικό της κόμης ή στα κατώτερα κλαδιά, δέχονται μικρό μόνο μέρος από το ημερήσιο φως. Έτσι, ακόμα και στο ίδιο δένδρο διαμορφώνονται δύο κατηγορίες φύλλων με εντελώς διαφορετική μορφή. Τα φωτόφυλλα, στο εξωτερικό της κόμης και τα σκιόφυλλα, στο εσωτερικό της κόμης και τα κατώτερα κλαδιά. (Ντάφης 1986). Επίσης, χαρακτηριστικό του γένους Quercus είναι η έκπτυξη θερινών βλαστών μετά την πρώτη ανοιξιάτικη έκπτυξη. Οι βλαστοί αυτοί αναπτύσσονται κατά το τέλος του καλοκαιριού (Landis 2012) και φέρουν φύλλα τα οποία μπορεί να είναι διαφοροποιημένα από τα προηγούμενα. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η μελέτη της μορφολογικής ποικιλότητας και του βαθμού διαφοροποίησης των χαρακτηριστικών των φύλλων της Q. trojana subsp. trojana μέσα στους πληθυσμούς της και μεταξύ αυτών.

15

ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ 1. Γεωγραφική και Πολιτική θέση Η έρευνα διενεργήθηκε σε τέσσερις περιοχές της Βόρειο – Κεντρικής Ελλάδας, από τις οποίες δύο στο Νομό Φλώρινας και δύο στο Νομό Κοζάνης (Σχήμα 9).

Κέλλη

Σχήμα 9. Περιοχή έρευνας. Στη Φλώρινα:  στην περιοχή των Πρεσπών, στην ευρύτερη περιοχή άνωθεν της Τ.Κ. Πύλης προς την Τ.Κ. Ψαράδων. Η περιοχή εκτείνεται στις βόρειες απολήξεις του Τρικλάριου όρους. Βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα του Ν. Φλώρινας και συγκεκριμένα πάνω από την Τ.Κ. Πύλης με κατεύθυνση δυτικά προς την Τ.Κ. Ψαράδων, μεταξύ των γεωγραφικών μηκών 21ο 0΄και 21ο 3΄και των βόρειων γεωγραφικών πλατών 40ο 46΄και 40ο 49΄.  στην περιοχή της Τ.Κ. Κέλλης. Η περιοχή εκτείνεται ΝΔ του όρους Πιπερίτσα. Βρίσκεται στο ΒΑ τμήμα του Ν. Φλώρινας και συγκεκριμένα ΒΑ της Τ.Κ. Κέλλης, μεταξύ των γεωγραφικών μηκών 21ο 42΄και 21ο 43΄και των βόρειων γεωγραφικών πλατών 40ο47΄και 40ο 48΄. Στην Κοζάνη:  στο Άσκιο, στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ των Τ.Κ. Λιβερών και Σιδερά. Η τρίτη περιοχή έρευνας εκτείνεται στις ανατολικές απολήξεις του όρους Σινιάτσικο (Άσκιο). 16

Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του Ν. Κοζάνης και συγκεκριμένα στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ των Τ.Κ. Λιβερών και Σιδερά, μεταξύ των γεωγραφικών μηκών 21ο 40΄και 21ο 42΄και των βόρειων γεωγραφικών πλατών 40ο 23΄και 40ο 24΄.  στο Βέρμιο, στην περιοχή άνωθεν της Τ.Κ. Ρυακίου προς την Τ.Κ. Βοσκοχωρίου (κυρίως όμως άνωθεν της Τ.Κ. Βοσκοχωρίου). Η περιοχή εκτείνεται στις δυτικές απολήξεις του Βερμίου (Γκιώνα). Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του Ν. Κοζάνης και συγκεκριμένα πάνω από την Τ.Κ. Ρυακίου προς την Τ.Κ. Βοσκοχωρίου (κυρίως πάνω από το Βοσκοχώρι), μεταξύ των γεωγραφικών μηκών 21ο 57΄και 22ο 1΄και των βόρειων γεωγραφικών πλατών 40ο 22΄και 40ο 25΄.

2. Γεωμορφολογία – Φυσιογραφία – Υδρολογία Γεωμορφολογικά, ο Νομός Φλώρινας παρουσιάζει τρία διακριτά υψίπεδα, του Αμυνταίου, της Φλώρινας και των Πρεσπών. Στο σύνολό του χαρακτηρίζεται κυρίως ορεινός, με ένα μικρό ποσοστό ημιορεινών εκτάσεων, ενώ τα πεδινά εδάφη καταλαμβάνουν έκταση μικρότερη του 1/3 του Νομού. Η κεντρική πεδιάδα της Φλώρινας περιβάλλεται από τους κυρίαρχους ορεινούς όγκους του Βαρνούντα δυτικά, του Βέρνου νοτιοδυτικά και του Βόρα ανατολικά. 0 Βαρνούντας απομονώνει δυτικά το οροπέδιο των Πρεσπών, ενώ οι νότιες χαμηλές παρυφές του Βόρα και του Βέρνου αποτελούν το σημείο οριοθέτησης μεταξύ των υψιπέδων Φλώρινας και Αμυνταίου. Συμπλήρωμα σε αυτό το ανάγλυφο της γης, είναι οι έξι λίμνες της, δύο στις Πρέσπες και τέσσερις στην περιοχή Αμυνταίου (Σχήμα 10). Στο Νομό Κοζάνης δεσπόζουν τα ορεινά συγκροτήματα του Βοΐου (συνέχεια της Πίνδου), το Άσκιο 2111 m (Σινιάτσικο) και το Μουρίκι. Μια συνεχής οροσειρά, που ξεκινά από τα Χάσια-Αντιχάσια και συνεχίζει στα Καμβούνια, τα Πιέρια και το Βέρμιο. Η μεγαλύτερη πεδινή έκταση είναι αυτή της λεκάνης της Πτολεμαΐδας, ενώ μικρότερες πεδινές εκτάσεις εκτείνονται από την πόλη της Κοζάνης προς την περιοχή του Αλιάκμονα. O Αλιάκμονας δεσπόζει στο Βόιο, ενώ στο μέσο ρου του διαμορφώθηκε τεχνητή λίμνη, η οποία στο Νομό Κοζάνης εκτείνεται από την περιοχή του Βελβεντού και των Σερβίων έως και την περιοχή της Αιανής (Σχήμα 10).

3. Γεωλογία – Πετρογραφία Η περιοχή έρευνας ανήκει στην Πελαγονική γεωτεκτονική ζώνη (Σχήμα 11), η οποία αποτελείται από παλιά μεταμορφωσιγενή πετρώματα (όπως γνεύσιους, σχιστόλιθους και μάρμαρα), νεώτερους (μεσοζωϊκούς) ασβεστόλιθους, οφειόλιθους και φλύσχη, οι οποίοι εμφανίζονται στην κεντρική Εύβοια και στην Κοζάνη (Στεφανίδης 1998).

17

Απόσπασμα γεωμορφολογικού χάρτης της Ελλάδας

Σχήμα 10. Γεωμορφολογία της περιοχής έρευνας

Rh: Μάζα της Ροδόπης, Sm: Σερβομακεδονική μάζα, CR: Περιροδοπική ζώνη, Pe: Ζώνη Παιανίας, Pa: Ζώνη Πάικου, Al: Ζώνη Αλμωπίας = Ζώνη Αξιού, ΡΙ: Πελαγονική ζώνη, Αc: Αττικό-Κυκλαδική ζώνη, Sp: Υποπελαγονική ζώνη, Pk: Ζώνη Παρνασσού - Γκιώνας, P: Ζώνη Πίνδου, G: Ζώνη Γαβρόβου - Τρίπολης, Ι: Ιόνιος ζώνη, Px: Ζώνη Παξών ή Προαπούλια, Au: Ενότητα “Ταλέα όρη - πλακώδεις ασβεστόλιθοι” πιθανόν της Ιονίου ζώνης. Σχήμα 11. Γεωτεκτονικές ζώνες της Ελλάδας (Κατά Μουντράκης 1985)

18

Τα πετρώματα που εμφανίζονται στις περιοχές έρευνας είναι τα εξής (Σχήμα 12): 1. Ημικρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι, δολομιτικοί ασβεστόλιθοι, δολομίτες. 2. Παλαιά και σύγχρονα πλευρικά κορήματα και κώνοι κορημάτων. 3. Θαλάσσιοι επικλυσιγενείς σχηματισμοί. 4. Ασβεστόλιθοι και δολομιτικοί ασβεστόλιθοι. 5. Ασβεστόλιθοι (ανώτερα μέλη σχιστοψαμμιτοκερατολιθική διάπλαση, οφιόλιθοι). 6. Συσσώρευση διαφόρων τύπων χονδροκλαστικών ιζημάτων. 7. Συσσώρευση διαφόρων τύπων χονδροκλαστικών ιζημάτων. 8. Ασβεστόλιθοι.

Κέλλη Πρέσπες

Παλαιά και σύγχρονα πλευρικά κορήματα και 2 κώνοι κορημάτων. Ημικρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι, δολομιτικοί 1 3 Θαλάσσιοι επικλυσιγενείς σχηματισμοί. ασβεστόλιθοι, δολομίτες. 4 Ασβεστόλιθοι και δολομιτικοί ασβεστόλιθοι. Άσκιο Βέρμιο

Ασβεστόλιθοι (ανώτερα μέλη σχιστοψαμμιτο- Συσσώρευση διαφόρων τύπων 5 7 κερατολιθική διάπλαση, οφιόλιθοι). χονδροκλαστικών ιζημάτων. Συσσώρευση διαφόρων τύπων 6 8 Ασβεστόλιθοι. χονδροκλαστικών ιζημάτων. Σχήμα 12. Αποσπάσματα γεωλογικών χαρτών της Ελλάδας (Ι.Γ.Μ.Ε.)

19

4. Έδαφος Εδαφολογικά η περιοχή της Πρέσπας αποτελείται από ασβεστολιθογενείς ρετζίνες, η περιοχή της Κέλλης και του Βερμίου (Ρυάκι - Βοσκοχώρι) από ασβεστολιθογενείς ρετζίνες και ορφνά μεσογειακά εδάφη και η περιοχή του Άσκιου (Λιβερά - Σιδεράς) από ποτζολικά σε ανάμιξη με όξινα ορφνά δασικά εδάφη (Σχήμα 13).

Σχήμα 13. Απόσπασμα Εδαφολογικού Χάρτη της Ελλάδας (Κατακουζηνός 1967)

5. Κλίμα Η περιγραφή των κλιματικών συνθηκών της περιοχής έρευνας στηρίχθηκε στα στοιχεία των μετεωρολογικών σταθμών Φλώρινας και Κοζάνης. Τα στοιχεία προέρχονται από την

20

ιστοσελίδα της Ε.Μ.Υ. και καλύπτουν για τη Φλώρινα περίοδο 36 ετών (από το 1961 έως το 1997), ενώ για την Κοζάνη 42 έτη (από το 1955 έως το 1997). Στον Πίνακα 4 παρατίθενται οι μέσες μηνιαίες θερμοκρασίες και τα μέσα μηνιαία ύψη βροχής των μετεωρολογικών σταθμών. Επισημαίνονται τα στοιχεία που αφορούν τις μέσες μηνιαίες θερμοκρασίες των θερμότερων και ψυχρότερων μηνών, καθώς και τα στοιχεία που αφορούν τα μέσα μηνιαία ύψη βροχής των ξηρότερων και υγρότερων μηνών.

Πίνακας 4. Δεδομένα μετεωρολογικών σταθμών Φλώρινας και Κοζάνης Φλώρινα: (περίοδος δεδομένων: 1961-1997) Γεωγραφικό Μήκος (Lon) 21ο 25' 68" / Γεωγραφικό Πλάτος (Lat) 40ο 48' 30"/ Υπερθαλάσσιο ύψος 617 m Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μέση μηνιαία 0,5 2,7 6,7 11,6 16,8 21,0 23,1 22,5 18,4 12,6 7,0 2,2 θερμοκρασία (°C) Μέση μηνιαία 57,6 52,3 57,9 57,9 58,9 37,3 34,0 31,0 41,1 62,1 69,4 86,2 βροχόπτωση (mm) Κοζάνη: (περίοδος δεδομένων: 1955-1997) Γεωγραφικό Μήκος (Lon) 21ο47' 0" / Γεωγραφικό Πλάτος (Lat) 40ο 18' 0"/ Υπερθαλάσσιο ύψος 625 m Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μέση μηνιαία 2,3 3,7 6,9 11,6 16,8 21,5 24,1 23,6 19,3 13,5 8,0 3,9 θερμοκρασία (°C) Μέση μηνιαία 36,2 30,2 39,2 43,3 56,7 37,1 38,1 30,0 31,7 52,8 60,3 52,0 βροχόπτωση (mm)

Σύμφωνα με την κλιματική κατάταξη κατά Köppen, η περιοχή έρευνας θα μπορούσε να ενταχθεί οριακά στον κλιματικό τύπο Csa (κλίμα της ενδοχώρας της Μεσογείου), δηλ. χαρακτηρίζεται από ήπιους χειμώνες και πολύ θερμά και ξηρά καλοκαίρια (Φλόκας 1997). Στο σχήμα 14 παρατίθενται τα ομβροθερμικά διαγράμματα για τη Φλώρινα και την Κοζάνη.

21

Σχήμα 14. Ομβροθερμικό διάγραμμα Μ.Σ. Φλώρινας και Μ.Σ. Κοζάνης

22

Σύμφωνα με το χάρτη των βιοκλιματικών ορόφων της Ελλάδας (Σχήμα 15, Μαυρομμάτης 1980) τρείς από τις περιοχές δειγματοληψίας (Κέλλη, Πρέσπα και Άσκιο) εντάσσονται στον ύφυγρο βιοκλιματικό όροφο με χειμώνα δριμύ (m < 0°C), ενώ αυτή του Βερμίου ανήκει στον υγρό βιοκλιματικό όροφο με χειμώνα δριμύ (m < 0°C).

Σχήμα 15. Απόσπασμα χάρτη Βιοκλιματικών Ορόφων της Ελλάδας (Μαυρομμάτης 1980)

Επιπλέον, σύμφωνα με το βιοκλιματικό χάρτη της Ελλάδας, όλες οι περιοχές δειγματοληψίας έχουν υπο-μεσογειακό (0

23

Σχήμα 16. Απόσπασμα Βιοκλιματικού χάρτη της Ελλάδας (Μαυρομμάτης 1980)

Στο βιοκλίμα αυτό εξαπλώνονται οι διαπλάσεις των θερμόφιλων υποηπειρωτικών φυλλοβόλων δρυών και οι ορομεσογειακές διαπλάσεις (Cupressus sempervirens, Acer sempervirens (=A. orientalis) στην Κρήτη, Abies cephalonica, Pinus nigra στη Νότια Ελλάδα και Abies borissii-regis, Pinus nigra, Fagus moesiaca στη Βόρεια Ελλάδα) (Σχήμα 17, Μαυρομμάτης 1980).

6. Βλάστηση Η περιοχή έρευνας εντάσσεται στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia pubescentis), στη ζώνη των φυλλοβόλων δρυών. Συγκεκριμένα, εντάσσεται στην υποζώνη Quercion confertae η οποία χαρακτηρίζεται ως λοφώδης, υποορεινή ή και ορεινή και απαντάται στη βόρεια και κεντρική Ελλάδα, καθώς και στην Στερεά και Πελοπόννησο (Αθανασιάδης 1986β). Τα δάση της Q. trojana ανήκουν στην φυτοκοινωνική ένωση Quercetum trojanae Em 1958 em. Horvat 1959 (Γερασιμίδης 2003).

24

Σχήμα 17. Απόσπασμα Χάρτη Βλάστησης της Ελλάδας (Μαυρομμάτης 1980)

25

ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 1. Περιοχές δειγματοληψίας Οι περιοχές δειγματοληψίας βρίσκονται στη Βόρειο – Κεντρική Ελλάδα, δύο στο Νομό Φλώρινας και δύο στο Νομό Κοζάνης. Στο Ν. Φλώρινας, στην περιοχή των Πρεσπών στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ των Τ.Κ. Πύλης και Ψαράδων και στην περιοχή της Τ.Κ. Κέλλης. Στο Ν. Κοζάνης στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ των Τ.Κ. Λιβερών και Σιδερά και πάνω από την Τ.Κ. Ρυακίου προς την Τ.Κ. Βοσκοχωρίου (κυρίως πάνω από το Βοσκοχώρι) (Πίνακας 5).

Πίνακας 5. Περιοχές δειγματοληψίας. ΓΕΩΓΡ. ΠΛΑΤΟΣ ΓΕΩΓΡ. ΜΗΚΟΣ ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΚΛΙΣΗ ΕΚΘΕΣΗ ΑΠΟ-ΕΩΣ ΑΠΟ-ΕΩΣ (m) (%) Κέλλη (K) 40ο 47΄ 26.2΄΄ - 21ο 42΄ 33.7΄΄ - 921 - 1127 0 – 40 Ν - ΝΑ 40ο 48΄ 25.4΄΄ 21ο 43΄ 15.4΄΄ Πρέσπα (P) 40ο 46΄ 55.03΄΄ - 21ο 0΄ 0.18΄΄ - 921 – 1062 0 – 50 ΒΔ – Β – ΒΑ 40ο 49΄ 20.22΄΄ 21ο 3΄ 7.71΄΄ Λιβερά-Σιδερά (L) 40ο 23΄ 33.7΄΄ - 21ο 40΄ 35.5΄΄ - 908 – 998 0 – 50 ΝΑ & ΝΔ 40ο 24΄ 03.3΄΄ 21ο 42΄ 04.4΄΄ (Άσκιο) Ρυάκι-Βοσκοχώρι 40ο 22΄ 36.30΄΄ - 21ο 57΄ 10.90΄΄ 837 – 1155 0 – 80 ΝΔ - Ν ο ο (B) 40 25΄ 8.36΄΄ - 22 1΄ 41.86΄΄ (Βέρμιο)

Οι τέσσερις πληθυσμοί είναι αμιγείς ή σχεδόν αμιγείς.

 Στον πληθυσμό της Κέλλης, η έρευνα περιορίστηκε στον καθαρό πληθυσμό και αποφεύχθηκαν οι περιοχές όπου άρχιζαν να εμφανίζονται και άλλα είδη δρυός.

 Στην περιοχή των Πρεσπών σχεδόν αμιγές το δάσος της Q. trojana subsp. trojana. Όπου παρουσίαζε μίξη ήταν με διάφορα πλατύφυλλα και άρκευθο (Juniperus excelsa), σπάνια με άλλα είδη δρυός.

 Στα Λιβερά – Σιδερά (Άσκιο), γενικά η δειγματοληψία έγινε σε αμιγή πληθυσμό και αποφεύχθηκαν περιοχές με άλλα είδη δρυός. Ωστόσο, μέσα στον πληθυσμό εντοπίστηκαν σε σπάνιες περιπτώσεις διάφορα είδη πλατύφυλλων (συμπεριλαμβανομένης και της δρυός) και κυρίως σε μικρές χωρίς νερό ρεματιές όπου οι εδαφικές συνθήκες ήταν καλύτερες.

 Στο Βοσκοχώρι (Βέρμιο), ο πληθυσμός ήταν αμιγής, ενώ προς το Ρυάκι υπήρχε μίξη με διάφορα πλατύφυλλα και αρκεύθους.

26

2. Σχεδιασμός και εκτέλεση δειγματοληψίας Οι πληθυσμοί που επιλέχθηκαν απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον 29 Km (Πίνακας 6).

Πίνακας 6. Απόσταση μεταξύ των υπό μελέτη πληθυσμών.

K B L

P → 59,5 Km 96,5 Km 72,5 Km K → 51,0 Km 45,0 Km B → 29,0 Km

Από κάθε πληθυσμό επιλέχθηκαν τυχαία 30 άτομα, τα οποία απείχαν μεταξύ τους τουλάχιστον 100 m. Για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα εμφάνισης ποικιλότητας που οφείλεται στη θέση των φύλλων στο δένδρο (Blue & Jensen 1988), η δειγματοληψία γινόταν πάντα σε Νότια έκθεση και πάνω από τα 2 m ύψος του δέντρου. Επιλέγονταν άτομα με καρπούς, πλην μερικών εξαιρέσεων στην περιοχή του Βοσκοχωρίου (Βέρμιο) όπου η ανεύρεση τέτοιων ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Από κάθε άτομο συλλεγόταν κλαδιά θερινών βλαστών, κλαδιά με φωτόφυλλα και κλαδιά με σκιόφυλλα. Στο παράρτημα παρατίθενται τα έντυπα δειγματοληψίας των τεσσάρων πληθυσμών, όπου αναφέρονται οι δειγματοληψίες, ο χρόνος εκτέλεσης αυτών, καθώς και μια σύντομη περιγραφή των θέσεων δειγματοληψίας. Επιπλέον, για κάθε άτομο του δείγματος αναφέρονται οι γεωγραφικές συντεταγμένες, το υπερθαλάσσιο υψόμετρο, η έκθεση, η κλίση και η δασοπονική μορφή.

3. Φυτικό υλικό και μορφολογικά χαρακτηριστικά Η εποχή δειγματοληψίας έγινε στο τέλος της αυξητικής περιόδου, το φθινόπωρο (Σεπτέμβριο – Οκτώβριο – Νοέμβριο), ώστε τα άτομα του δείγματος να έχουν ώριμα φύλλα. Η επιλογή των ατόμων έγινε με βάση το φαινότυπό τους, βάσει του οποίου κρίθηκε αν είναι ή όχι άτομα Q. trojana subsp. trojana και με την προϋπόθεση ότι τα άτομα ήταν ώριμα και υγιή. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε κατά την ταυτοποίηση των δειγμάτων, δεδομένου ότι στην ευρύτερη περιοχή αναφέρεται η ύπαρξη υβριδίου, μεταξύ των Q. cerris και Q. trojana (Σφήκας 2000, Christensen 1997), το οποίο μοιάζει στα φύλλα με την Q. trojana, όμως διαφοροποιείται στον καρπό. Από κάθε δένδρο συλλέχθηκαν 15 φύλλα, από την νότια πλευρά της κόμης και από το ύψος των 2 m του δέντρου, εκ των οποίων 5 από τους θερινούς βλαστούς, 5 φωτόφυλλα και 5 σκιόφυλλα (αυτά αντιστοιχούν σε 15 φύλλα ανά άτομο, σε 450 φύλλα για τα 30 άτομα κάθε πληθυσμού και σε 1800 φύλλα συνολικά για τους 4 πληθυσμούς), τα οποία αφού

27

αποξηράνθηκαν και απολυμάνθηκαν, φυλάσσονται στο ερμπάριο του εργαστηρίου Δασικής Βοτανικής – Γεωβοτανικής (TAUF). Σε κάθε φύλλο μετρήθηκαν, με την χρήση του προγράμματος Image J (διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του US National Institutes of Health, http://rsb.info.nih.gov/ij/), και υπολογίστηκαν τα παρακάτω χαρακτηριστικά:  Μεταβλητές διάστασης:  μήκος ελάσματος φύλλων (LL),  πλάτος ελάσματος φύλλων (LW) (η μέτρηση έγινε στο μέγιστο πλάτος τους φύλλου),  απόσταση από τη βάση του φύλλου μέχρι το μέγιστο πλάτος του φύλλου (BW) και  το μήκος του μίσχου (PL)  Μετρήσιμες μεταβλητές:  αριθμός δοντιών (TE) και  αριθμός πλευρικών νεύρων (UN)  Παραγόμενες μεταβλητές:  το άθροισμα TL = LL + PL, που δείχνει το συνολικό μήκος του φύλλου,  η αναλογία του μήκους του μίσχου προς το μήκος του ελάσματος του φύλλου PL/LL,  ο λόγος BW/LL, που αφορά το σχήμα των φύλλων (BW/LL<0,45 = ωοειδή, 0,45< BW / LL<0,55 = ελλειψοειδή, και BW / LL>0,55 = αντίστροφα ωοειδή),  ο λόγος LW/LL, που δείχνει πόσο επιμήκη (LW/LL <<1, δηλαδή όταν ο λόγος τείνει στο μηδέν) ή κυκλικά (LW/LL →1, όταν ο λόγος τείνει στη μονάδα) είναι τα φύλλα. Οι παραπάνω παραγόμενες μεταβλητές έχουν χρησιμοποιηθεί πολύ συχνά για την περιγραφή της μορφολογικής ποικιλότητας των φύλλων των δρυών, αλλά και άλλων ειδών (Dickinson et al. 1987, Neophytou et al. 2006).

4. Στατιστική Ανάλυση Δεδομένων Όλες οι μετρήσεις των υπό μελέτη χαρακτηριστικών καταχωρήθηκαν σε αρχεία τύπου Excel. Κατόπιν η στατιστική τους επεξεργασία διενεργήθηκε με τη χρήση του λογισμικού SPSS (Version 17.0) (SPSS inc. 2008). Αρχικά, γίνεται μια περιγραφική παρουσίαση των χαρακτηριστικών, καθώς και γραφική απεικόνισή τους με τη δημιουργία θηκογραμμάτων (box plots). Οι μετρήσεις για κάθε χαρακτηριστικό αφορούν τρία είδη φύλλων πάνω στο δέντρο, τα φωτόφυλλα (PH), τα σκιόφυλλα (SK) και τα φύλλα των θερινών βλαστών (TH). Τα περιγραφικά στατιστικά παρατίθενται πρώτα για κάθε είδος φύλλων στο σύνολο των περιοχών έρευνας και ακολούθως για κάθε είδος φύλλων σε κάθε περιοχή ξεχωριστά. Παράλληλα με την περιγραφική ανάλυση των τριών ειδών φύλλων, για κάθε περιοχή έρευνας ξεχωριστά, γίνεται και ανάλυση διακύμανσης κατά ένα παράγοντα (one – way ANOVA), όπου κάθε χαρακτηριστικό υποβάλλεται στην ανάλυση για τη σύγκριση των μέσων

28

όρων τιμών των ομάδων των δεδομένων. Για την ανά ζεύγος σύγκριση των μέσων όρων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος Tukey. Τα δεδομένα υποβάλλονται σε ανάλυση κύριων συνιστωσών (PCA). Η ανάλυση σε κύριες συνιστώσες είναι μια στατιστική μέθοδος που μετασχηματίζει γραμμικά ένα σύνολο μεταβλητών σε ένα σημαντικά μικρότερο σύνολο ασυσχέτιστων μεταβλητών, το οποίο αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο μέρος της πληροφορίας των αρχικών μεταβλητών. Το σύνολο αυτό των ασυσχέτιστων μεταβλητών, οι «νέες μεταβλητές» ονομάζονται κύριες συνιστώσες και παράγονται σε φθίνουσα σειρά της σπουδαιότητας τους (Σταματέλλος κ.ά. 1996). Οι «νέες μεταβλητές» μπορούν να παρασταθούν γραφικά πάνω σε ένα π.χ. δισδιάστατο ή τρισδιάστατο χώρο και να γίνει ευκολότερη η κατανόηση της συνολικής διακύμανσης των αρχικών μεταβλητών. Στον Πίνακα 7 παρατίθενται οι συμβολισμοί που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν το είδος των φύλλων και την περιοχή έρευνας.

Πίνακας 7. Συμβολισμοί περιοχών έρευνας και είδους φύλλων Περιοχή Είδος φύλλων Βέρμιο (Ρυάκι προς Βοσκοχώρι) B Φωτόφυλλα PH Κέλλη K Σκιόφυλλα SK Άσκιο (Λιβερά - Σιδεράς) L Φύλλα θερινών βλαστών TH Πρέσπα (Πύλη προς Ψαράδες) P

29

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 1. Περιγραφικά στατιστικά Η ανάλυση των περιγραφικών στατιστικών για κάθε είδος φύλλων γίνεται για το σύνολο των πληθυσμών και για κάθε πληθυσμό ξεχωριστά, ενώ παράλληλα εκτελείται και ανάλυση διακύμανσης κατά ένα παράγοντα (one – way ANOVA). Μήκος ελάσματος φύλλου - LL (cm) Το μήκος των φύλλων κυμαίνεται από 2,67–8,99(-10,98) cm, με μέση τιμή 5,6 cm και τυπική απόκλιση 1,28. Τα φύλλα των θερινών βλαστών είναι εμφανώς μεγαλύτερα σε μήκος [2,67–9,92(-10,98) cm, με μέση τιμή 6,39 cm και τυπική απόκλιση 1,39] και ακολουθούν τα σκιόφυλλα [3,08–8,02(-9,41) cm, με μέση τιμή 5,26 cm και τυπική απόκλιση 1,10] και τα φωτόφυλλα [3,03–7,39(-8,91) cm, με μέση τιμή 5,09 cm και τυπική απόκλιση 0,89] με ελάχιστη διαφορά μεταξύ τους (Σχήμα 18, Πίνακας 8).

Σχήμα 18. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του μήκους φύλλου (LL) για κάθε είδος φύλλων στο σύνολο των πληθυσμών έρευνας.

Πίνακας 8. Περιγραφικά στατιστικά: Μήκος φύλλου LL (cm) ΕΙΔΟΣ ΦΥΛΛΩΝ PH SK TH Σύνολο Μέσος 5,0917 5,2649 6,3906 5,5824 Διάμεσος 5,0200 5,1550 6,3900 5,4200 Τυπική Απόκλιση 0,88938 1,09777 1,38967 1,28040 Ελάχιστο 3,03 3,08 2,67 2,67 Μέγιστο 8,91 9,41 10,98 10,98

 Οι τιμές στην παρένθεση αποτελούν ακραίες τιμές

30

Συνολικά για τους τέσσερις πληθυσμούς διαπιστώθηκε ότι (Πίνακας 9):  τα μεγαλύτερα φύλλα ανήκουν στον πληθυσμό της Κέλλης [3,92–7,72(-8,20) cm φωτόφυλλα, 3,82–8,35 cm σκιόφυλλα και (3,46-)3,95–9,80(-10,98) cm φύλλα θερινών βλαστών],  τα μικρότερα φωτόφυλλα [3,06–6,77 cm] ανήκουν στον πληθυσμό της Πρέσπας,  τα μικρότερα σκιόφυλλα [3,13–6,65(-7,39) cm] και φύλλα θερινών βλαστών [3,21– 8,33 cm] ανήκουν στον πληθυσμό του Βερμίου,  μεγαλύτερα είναι τα φύλλα των θερινών βλαστών σε όλους τους πληθυσμούς και ακολουθούν o στον πληθυσμό του Βερμίου τα φωτόφυλλα και τέλος τα σκιόφυλλα, o στους πληθυσμούς της Κέλλης, του Άσκιου και της Πρέσπας τα σκιόφυλλα και τέλος τα φωτόφυλλα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μήκος φύλλων μετρήθηκε στον πληθυσμό της Κέλλης και αντιστοιχεί σε φύλλα θερινών βλαστών και στατιστικά παρουσιάζει σημαντική διαφορά από όλα τα είδη φύλλων και όλους τους πληθυσμούς, πλην των φύλλων των θερινών βλαστών του Ασκίου. Αντίστοιχα το μικρότερο μήκος φύλλων μετρήθηκε στα σκιόφυλλα του Βερμίου, τα οποία παρουσιάζουν στατιστικά σημαντική διαφορά με όλα τα είδη φύλλων, πλην των φωτόφυλλων του ίδιου πληθυσμού και των φωτόφυλλων και σκιόφυλλων της Πρέσπας. Μέσα σε κάθε πληθυσμό παρατηρείται το ίδιο μοτίβο, μεγαλύτερα είναι τα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα σκιόφυλλα και τελευταία τα φωτόφυλλα, εκτός του Βερμίου όπου τα φωτόφυλλα είναι μεγαλύτερα από τα σκιόφυλλα. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώνονται σε μεγάλο ποσοστό των παρατηρήσεων τόσο μεταξύ των ειδών φύλλων, όσο και μεταξύ των πληθυσμών (Σχήμα 19, Πίνακας 9 και Πίνακας 10).

Πίνακας 9. Περιγραφικά στατιστικά: Μήκος φύλλου LL (cm) Πληθυσμοί & είδος φύλλων

B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

Μέσος 4,8729 4,7933 5,3417 5,4181 5,7573 7,1133 5,2511 5,3661 6,7506 4,8249 5,1427 6,3569

Διάμεσος 4,8400 4,7250 5,1700 5,3500 5,7200 7,1300 5,2200 5,2350 6,6500 4,7400 4,9950 6,3900

Τυπ.Απόκλιση 0,88144 0,85644 1,18935 0,83290 1,00463 1,24606 0,92502 1,23888 1,32841 0,77515 1,03621 1,12554

Ελάχιστο 3,03 3,13 3,21 3,92 3,82 3,46 3,54 3,08 3,79 3,06 3,21 2,67

Μέγιστο 7,18 7,39 8,33 8,20 8,35 10,98 8,91 9,41 9,92 6,77 8,00 9,35

31

Σχήμα 19. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του μήκους φύλλου (LL) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας. Πίνακας 10. Σύγκριση μέσων όρων των μετρήσεων του μήκους φύλλων (LL) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας (ANOVA).

LL (J)

(I) B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

B-PH ,07953 -,46887α -,54527α,β -,88447α,β -2,24040α,β -,37827 -,49320α,β -1,87773α,β ,04800 -,26987 -1,48400α,β

B-SK -,07953 -,54840α,β -,62480α,β -,96400α,β -2,31993α,β -,45780α -,57273α,β -1,95727α,β -,03153 -,34940 -1,56353α,β

B-TH ,46887α ,54840α,β -,07640 -,41560α -1,77153α,β ,09060 -,02433 -1,40887α,β ,51687α,β ,19900 -1,01513α,β

K-PH ,54527α,β ,62480α,β ,07640 -,33920 -1,69513α,β ,16700 ,05207 -1,33247α,β ,59327α,β ,27540 -,93873α,β

K-SK ,88447α,β ,96400α,β ,41560α ,33920 -1,35593α,β ,50620α,β ,39127 -,99327α,β ,93247α,β ,61460α,β -,59953α,β

K-TH 2,24040α,β 2,31993α,β 1,77153α,β 1,69513α,β 1,35593α,β 1,86213α,β 1,74720α,β ,36267 2,28840α,β 1,97053α,β ,75640α,β

L-PH ,37827 ,45780α -,09060 -,16700 -,50620α,β -1,86213α,β -,11493 -1,49947α,β ,42627α ,10840 -1,10573α,β

L-SK ,49320α,β ,57273α,β ,02433 -,05207 -,39127 -1,74720α,β ,11493 -1,38453α,β ,54120α,β ,22333 -,99080α,β

L-TH 1,87773α,β 1,95727α,β 1,40887α,β 1,33247α,β ,99327α,β -,36267 1,49947α,β 1,38453α,β 1,92573α,β 1,60787α,β ,39373

P-PH -,04800 ,03153 -,51687α,β -,59327α,β -,93247α,β -2,28840α,β -,42627α -,54120α,β -1,92573α,β -,31787 -1,53200α,β

P-SK ,26987 ,34940 -,19900 -,27540 -,61460α,β -1,97053α,β -,10840 -,22333 -1,60787α,β ,31787 -1,21413α,β

P-TH 1,48400α,β 1,56353α,β 1,01513α,β ,93873α,β ,59953α,β -,75640α,β 1,10573α,β ,99080α,β -,39373 1,53200α,β 1,21413α,β

α p<0,05 & β p<0,005

32

Πλάτος ελάσματος φύλλου - LW (cm) Το πλάτος των φύλλων κυμαίνεται από 0,89–3,57(-4,56) cm, με μέση τιμή 2,17 cm και τυπική απόκλιση 0,53. Τα φύλλα των θερινών βλαστών είναι πλατύτερα [0,89–3,90(-4,56) cm, με μέση τιμή 2,41 cm και τυπική απόκλιση 0,59] και ακολουθούν τα σκιόφυλλα [1,04– 3,21(-4,30) cm, με μέση τιμή 2,10 cm και τυπική απόκλιση 0,48] και φωτόφυλλα [0,99– 2,97(-4,41) cm, με μέση τιμή 2,01 cm και τυπική απόκλιση 0,43] με ελάχιστη διαφορά μεταξύ τους (Σχήμα 20, Πίνακας 11).

Σχήμα 20. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του πλάτους φύλλου (LW) για κάθε είδος φύλλων στο σύνολο των πληθυσμών έρευνας.

Πίνακας 11. Περιγραφικά στατιστικά: Πλάτος φύλλου LW (cm) ΕΙΔΟΣ ΦΥΛΛΩΝ PH SK TH Σύνολο Μέσος 2,0077 2,1043 2,4051 2,1724 Διάμεσος 1,9400 2,0600 2,4000 2,0900 Τυπική Απόκλιση 0,43257 0,47727 0,58702 0,53060 Ελάχιστο 0,99 1,04 0,89 0,89 Μέγιστο 4,41 4,30 4,56 4,56

33

Συνολικά για τους τέσσερις πληθυσμούς διαπιστώθηκε ότι (Πίνακας 12):  τα πλατύτερα φωτόφυλλα ανήκουν στον πληθυσμό του Άσκιου[1,10–3,26(-4,41)cm],  τα πλατύτερα σκιόφυλλα [1,27–3,54(-3,59) cm] και φύλλα θερινών βλαστών [1,63– 4,02(-4,38) cm] ανήκουν στον πληθυσμό της Κέλλης,  τα στενότερα φωτόφυλλα [(0,99)1,15–2,50(2,70) cm] και σκιόφυλλα [1,12–3,03(- 3,36) cm] ανήκουν στον πληθυσμό της Πρέσπας,  τα στενότερα φύλλα θερινών βλαστών [0,89–3,18 cm] ανήκουν στον πληθυσμό του Βερμίου,  πλατύτερα είναι τα φύλλα των θερινών βλαστών, και ακολουθούν o στον πληθυσμό του Βερμίου τα σκιόφυλλα και τέλος τα φωτόφυλλα, τα οποία είναι σχεδόν όμοια ως προς το πλάτος, o στους πληθυσμούς της Κέλλης, του Άσκιου και της Πρέσπας τα σκιόφυλλα και τέλος τα φωτόφυλλα. Όσον αφορά το πλάτος του φύλλου οι διαφορές μεταξύ των τριών ειδών φύλλων στις περιοχές έρευνας είναι μικρές. Προκύπτει ότι πλατύτερα είναι τα φύλλα των θερινών βλαστών της Κέλλης, με στατιστικά σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα. Στενότερα είναι τα φωτόφυλλα της Πρέσπας, με στατιστικά σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα. Μέσα σε κάθε πληθυσμό παρατηρείται το ίδιο μοτίβο, πλατύτερα είναι τα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα σκιόφυλλα και τελευταία τα φωτόφυλλα. Για το Βέρμιο σκιόφυλλα και φωτόφυλλα είναι σχεδόν όμοια ως προς το πλάτος. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώνονται σε μεγάλο ποσοστό των παρατηρήσεων τόσο μεταξύ των ειδών φύλλων, όσο και μεταξύ των πληθυσμών (Σχήμα 21, Πίνακας 12 και Πίνακας 13).

Πίνακας 12. Περιγραφικά στατιστικά: Πλάτος φύλλου LW (cm) Πληθυσμοί & είδος φύλλων

B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

Μέσος 1,9869 1,9844 2,0691 2,1161 2,2745 2,7418 2,1281 2,1742 2,5625 1,7996 1,9841 2,2470

Διάμεσος 1,9400 1,9400 2,0400 2,0600 2,2200 2,6700 2,0100 2,1400 2,5350 1,7450 1,9600 2,2400

Τυπ.Απόκλιση 0,43080 0,38580 0,49357 0,38082 0,45825 0,54223 0,50749 0,55874 0,60203 0,30597 0,42614 0,45538

Ελάχιστο 1,15 1,04 0,89 1,15 1,27 1,63 1,10 1,07 1,10 0,99 1,12 0,97

Μέγιστο 3,46 3,16 3,18 3,13 3,59 4,38 4,41 4,30 4,56 2,70 3,36 3,43

34

Σχήμα 21. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του πλάτους φύλλου (LW) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας. Πίνακας 13. Σύγκριση μέσων όρων των μετρήσεων του πλάτους φύλλου (LW) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας (ANOVA).

LW (J)

(I) B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

B-PH ,00253 -,08220 -,12920 -,28760α,β -,75487α,β -,14120 -,18727α -,57560α,β ,18733α ,00280 -,26007α,β

B-SK -,00253 -,08473 -,13173 -,29013α,β -,75740α,β -,14373 -,18980α -,57813α,β ,18480α ,00027 -,26260α,β

B-TH ,08220 ,08473 -,04700 -,20540α -,67267α,β -,05900 -,10507 -,49340α,β ,26953α,β ,08500 -,17787α

K-PH ,12920 ,13173 ,04700 -,15840 -,62567α,β -,01200 -,05807 -,44640α,β ,31653α,β ,13200 -,13087

K-SK ,28760α,β ,29013α,β ,20540α ,15840 -,46727α,β ,14640 ,10033 -,28800α,β ,47493α,β ,29040α,β ,02753

K-TH ,75487α,β ,75740α,β ,67267α,β ,62567α,β ,46727α,β ,61367α,β ,56760α,β ,17927α ,94220α,β ,75767α,β ,49480α,β

L-PH ,14120 ,14373 ,05900 ,01200 -,14640 -,61367α,β -,04607 -,43440α,β ,32853α,β ,14400 -,11887

L-SK ,18727α ,18980α ,10507 ,05807 -,10033 -,56760α,β ,04607 -,38833α,β ,37460α,β ,19007α -,07280

L-TH ,57560α,β ,57813α,β ,49340α,β ,44640α,β ,28800α,β -,17927α ,43440α,β ,38833α,β ,76293α,β ,57840α,β ,31553α,β

P-PH -,18733α -,18480α -,26953α,β -,31653α,β -,47493α,β -,94220α,β -,32853α,β -,37460α,β -,76293α,β -,18453α, -,44740α,β

P-SK -,00280 -,00027 -,08500 -,13200 -,29040α,β -,75767α,β -,14400 -,19007α -,57840α,β ,18453α -,26287α,β

P-TH ,26007α,β ,26260α,β ,17787α ,13087 -,02753 -,49480α,β ,11887 ,07280 -,31553α,β ,44740α,β ,26287α,β

α p<0,05 & β p<0,005

35

Απόσταση βάσης φύλλου από το μέγιστο πλάτος - BW (cm) Η απόσταση της βάσης του φύλλου από το μέγιστο πλάτος των φύλλων κυμαίνεται από 0,74–4,20(-5,60) cm, με μέση τιμή 2,42 cm και τυπική απόκλιση 0,69. Δεν διαπιστώθηκαν μεγάλες διαφορές μεταξύ των τριών ειδών φύλλων. Μεγαλύτερη είναι η απόσταση στα φύλλα των θερινών βλαστών [0,74–4,56(-5,60) cm, με μέση τιμή 2,60 cm και τυπική απόκλιση 0,76], ακολουθούν τα σκιόφυλλα [0,99–4,18(-5,23) cm, με μέση τιμή 2,44 cm και τυπική απόκλιση 0,70] και τέλος τα φωτόφυλλα [0,92–3,54(-4,05) cm, με μέση τιμή 2,22 cm και τυπική απόκλιση 0,55] (Σχήμα 22, Πίνακας 14).

Σχήμα 22. Θηκόγραμμα των μετρήσεων της απόστασης της βάσης του φύλλου από το μέγιστο πλάτος (BW) για κάθε είδος φύλλων στο σύνολο των πληθυσμών έρευνας.

Πίνακας 14. Περιγραφικά στατιστικά: Απόσταση βάσης φύλλου από το μέγιστο πλάτος BW (cm)

ΕΙΔΟΣ ΦΥΛΛΩΝ PH SK TH Σύνολο Μέσος 2,2220 2,4403 2,5951 2,4191 Διάμεσος 2,1400 2,3300 2,5700 2,3200 Τυπική Απόκλιση 0,55319 0,69714 0,75719 0,69141 Ελάχιστο 0,92 0,99 0,74 0,74 Μέγιστο 4,05 5,23 5,60 5,60

36

Συνολικά για τους τέσσερις πληθυσμούς διαπιστώθηκε ότι (Πίνακας 15):  η μεγαλύτερη απόσταση της βάσης του φύλλου από το μέγιστο πλάτος, κατά είδος φύλλου, ανήκει στον πληθυσμό της Κέλλης: φωτόφυλλα [1,55–3,82(-4,05) cm, σκιόφυλλα 1,55–4,71(-4,97) cm και φύλλα θερινών βλαστών 1,30–4,89(-5,60) cm],  η μικρότερη απόσταση της βάσης του φύλλου από το μέγιστο πλάτος, κατά είδος φύλλου, ανήκει στον πληθυσμό του Βερμίου [φωτόφυλλα 1,10–3,16(-3,90) cm, σκιόφυλλα 1,25–3,16(-3,79) cm και φύλλα θερινών βλαστών 0,74–3,69(-4,02) cm],  η απόσταση της βάσης του φύλλου από το μέγιστο πλάτος, για κάθε πληθυσμό, είναι μεγαλύτερη στα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα σκιόφυλλα και τέλος τα φωτόφυλλα. Προκύπτει ότι στα φύλλα των θερινών βλαστών της Κέλλης μετρήθηκε η μεγαλύτερη απόσταση της βάσης του φύλλου από το μέγιστο πλάτος, με στατιστικά σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα, πλην των σκιόφυλλων του ίδιου πληθυσμού και των φύλλων των θερινών βλαστών του Ασκίου. Η μικρότερη απόσταση μετρήθηκε στα φωτόφυλλα του Βερμίου, με στατιστικά σημαντική διαφορά με τα υπόλοιπα φύλλα πλην των όλων των φύλλων του ιδίου πληθυσμού και των φωτόφυλλων της Πρέσπας. Μέσα σε κάθε πληθυσμό παρατηρείται το ίδιο μοτίβο, η απόσταση της βάσης του φύλλου από το μέγιστο πλάτος είναι μεγαλύτερη στα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα σκιόφυλλα και τελευταία τα φωτόφυλλα. Για το Βέρμιο σκιόφυλλα και φωτόφυλλα είναι σχεδόν όμοια. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώνονται σε μεγάλο ποσοστό των παρατηρήσεων τόσο μεταξύ των ειδών φύλλων, όσο και μεταξύ των πληθυσμών (Σχήμα 23, Πίνακας 15 και Πίνακας 16).

Πίνακας 15. Περιγραφικά στατιστικά: Απόσταση βάσης φύλλου από το μέγιστο πλάτος BW (cm)

Πληθυσμοί & είδος φύλλων B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

Μέσος 2,0551 2,1035 2,1829 2,4574 2,8317 2,9666 2,2987 2,4760 2,7838 2,0767 2,3500 2,4469

Διάμεσος 2,0000 2,0600 2,0900 2,3400 2,6600 2,9150 2,2700 2,4400 2,7100 2,0400 2,2400 2,4700

Τυπ.Απόκλιση 0,47627 0,45820 0,62644 0,55957 0,72763 0,82158 0,56229 0,72794 0,73035 0,51292 0,63760 0,57975

Ελάχιστο 1,10 1,25 0,74 1,55 1,55 1,30 1,10 1,04 1,12 0,92 0,99 1,15

Μέγιστο 3,90 3,79 4,02 4,05 4,97 5,60 4,05 5,23 4,99 3,64 3,72 3,95

37

Σχήμα 23. Θηκόγραμμα των μετρήσεων της απόστασης της βάσης του φύλλου από το μέγιστο πλάτος (BW) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας. Πίνακας 16. Σύγκριση μέσων όρων των μετρήσεων της απόστασης της βάσης του φύλλου από το μέγιστο πλάτος (BW) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας (ANOVA).

BW (J)

(I) B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

B-PH -,04840 -,12787 -,40233α,β -,77667α,β -,91153α,β -,24360α -,42093α,β -,72873α,β -,02160 -,29493α,β -,39187α,β

B-SK ,04840 -,07947 -,35393α,β -,72827α,β -,86313α,β -,19520 -,37253α,β -,68033α,β ,02680 -,24653α -,34347α,β

B-TH ,12787 ,07947 -,27447α -,64880α,β -,78367α,β -,11573 -,29307α,β -,60087α,β ,10627 -,16707 -,26400α

K-PH ,40233α,β ,35393α,β ,27447α -,37433α,β -,50920α,β ,15873 -,01860 -,32640α,β ,38073α,β ,10740 ,01047

K-SK ,77667α,β ,72827α,β ,64880α,β ,37433α,β -,13487 ,53307α,β ,35573α,β ,04793 ,75507α,β ,48173α,β ,38480α,β

K-TH ,91153α,β ,86313α,β ,78367α,β ,50920α,β ,13487 ,66793α,β ,49060α,β ,18280 ,88993α,β ,61660α,β ,51967α,β

L-PH ,24360α ,19520 ,11573 -,15873 -,53307α,β -,66793α,β -,17733 -,48513α,β ,22200 -,05133 -,14827

L-SK ,42093α,β ,37253α,β ,29307α,β ,01860 -,35573α,β -,49060α,β ,17733 -,30780α,β ,39933α,β ,12600 ,02907

L-TH ,72873α,β ,68033α,β ,60087α,β ,32640α,β -,04793 -,18280 ,48513α,β ,30780α,β ,70713α,β ,43380α,β ,33687α,β

P-PH ,02160 -,02680 -,10627 -,38073α,β -,75507α,β -,88993α,β -,22200 -,39933α,β -,70713α,β -,27333α -,37027α,β

P-SK ,29493α,β ,24653α ,16707 -,10740 -,48173α,β -,61660α,β ,05133 -,12600 -,43380α,β ,27333α -,09693

P-TH ,39187α,β ,34347α,β ,26400α -,01047 -,38480α,β -,51967α,β ,14827 -,02907 -,33687α,β ,37027α,β ,09693

α p<0,05 & β p<0,005

38

Μήκος μίσχου φύλλου - PL (cm) Το μήκος του μίσχου για το σύνολο των φύλλων κυμαίνεται από 0,15–0,90(-1,04) cm, με μέση τιμή 0,49 cm και τυπική απόκλιση 0,15. Μεγαλύτερος είναι ο μίσχος των φύλλων των θερινών βλαστών [(0,15)0,19–0,95(-1,04) cm, με μέση τιμή 0,57 cm και τυπική απόκλιση 0,15], ακολουθούν τα φωτόφυλλα [0,21–0,81(-0,99) cm, με μέση τιμή 0,48 cm και τυπική απόκλιση 0,12] και τέλος τα σκιόφυλλα [0,18–0,73(-0,85) cm, με μέση τιμή 0,42 cm και τυπική απόκλιση 0,12] (Σχήμα 24, Πίνακας 17).

Σχήμα 24. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του μήκους του μίσχου (PL) για κάθε είδος φύλλων στο σύνολο των πληθυσμών έρευνας.

Πίνακας 17. Περιγραφικά στατιστικά: Μήκος μίσχου φύλλου PL (cm) ΕΙΔΟΣ ΦΥΛΛΩΝ PH SK TH Σύνολο Μέσος 0,4772 0,4194 0,5673 0,4880 Διάμεσος 0,4600 0,4100 0,5600 0,4700 Τυπική Απόκλιση 0,12498 0,11558 0,15474 0,14603 Ελάχιστο 0,21 0,18 0,15 0,15 Μέγιστο 0,99 0,85 1,04 1,04

39

Συνολικά για τους τέσσερις πληθυσμούς διαπιστώθηκε ότι(Πίνακας 18):  ο μεγαλύτερος μίσχος φωτόφυλλων [0,26–0,81(-0,99) cm] και σκιόφυλλων [0,20– 0,74(-0,81) cm] ανήκει στον πληθυσμό του Ασκίου,  ο μεγαλύτερος μίσχος φύλλων θερινών βλαστών [(0,15-)0,26–0,88(-0,97) cm] ανήκει στον πληθυσμό της Κέλλης,  ο μικρότερος μίσχος φωτόφυλλων [0,23–0,75(-0,92) cm] ανήκει στον πληθυσμό της Πρέσπας,  ο μικρότερος μίσχος σκιόφυλλων [0,18–0,73(-0,85) cm] και φύλλων θερινών βλαστών [0,23–0,89(-0,97) cm] ανήκει στον πληθυσμό του Βερμίου,  το μήκος μίσχου είναι μεγαλύτερο στα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα φωτόφυλλα και τέλος τα σκιόφυλλα. Προκύπτει ότι στα φύλλα θερινών βλαστών της Κέλλης μετρήθηκε το μεγαλύτερο μήκος μίσχου, με στατιστικά σημαντικές διαφορές από τα υπόλοιπα φύλλα, πλην των ομοίων του στους πληθυσμούς Ασκίου και Πρέσπας. Το μικρότερο μήκος μετρήθηκε στα σκιόφυλλα του Βερμίου, με στατιστικά σημαντικές διαφορές από τα υπόλοιπα φύλλα, πλην των ομοίων του σε όλους τους υπόλοιπους πληθυσμούς. Σε όλους τους πληθυσμούς ακολουθείται η ίδια σειρά ως προς το μήκος του μίσχου, πρώτα των φύλλων των θερινών βλαστών, μετά τα φωτόφυλλα και τέλος τα σκιόφυλλα. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώνονται σε μεγάλο ποσοστό των παρατηρήσεων τόσο μεταξύ των ειδών φύλλων, όσο και μεταξύ των πληθυσμών (Σχήμα 25, Πίνακας 18 και Πίνακας 19).

Πίνακας 18. Περιγραφικά στατιστικά: Μήκος μίσχου φύλλου PL (cm) Πληθυσμοί & είδος φύλλων

B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH Σύνολο

Μέσος 0,4653 0,4057 0,5305 0,4677 0,4099 0,5845 0,5191 0,4421 0,5781 0,4566 0,4199 0,5759 0,4880

Διάμεσος 0,4400 0,4000 0,5100 0,4450 0,4100 0,5900 0,5150 0,4350 0,5650 0,4400 0,3900 0,5650 0,4700

Τυπ.Απόκλιση 0,13461 0,12475 0,16626 0,11439 0,10263 0,14617 0,12316 0,12059 0,14052 0,11830 0,11074 0,16016 0,14603

Ελάχιστο 0,22 0,18 0,23 0,21 0,18 0,15 0,26 0,20 0,21 0,23 0,21 0,26 0,15

Μέγιστο 0,86 0,85 0,97 0,76 0,67 0,97 0,99 0,81 0,93 0,92 0,72 1,04 1,04

40

Σχήμα 25. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του μήκους του μίσχου (PL) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας. Πίνακας 19. Σύγκριση μέσων όρων των μετρήσεων του μήκους του μίσχου (PL) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας (ANOVA).

PL (J) (I) B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

B-PH ,05967α -,06520α,β -,00240 ,05540α -,11913α,β -,05380α ,02320 -,11280α,β ,00873 ,04540 -,11060α,β

B-SK -,05967α -,12487α,β -,06207α,β -,00427 -,17880α,β -,11347α,β -,03647 -,17247α,β -,05093α -,01427 -,17027α,β

B-TH ,06520α,β ,12487α,β ,06280α,β ,12060α,β -,05393α ,01140 ,08840α,β -,04760 ,07393α,β ,11060α,β -,04540

K-PH ,00240 ,06207α,β -,06280α,β ,05780α -,11673α,β -,05140α ,02560 -,11040α,β ,01113 ,04780 -,10820α,β

K-SK -,05540α ,00427 -,12060α,β -,05780α -,17453α,β -,10920α,β -,03220 -,16820α,β -,04667 -,01000 -,16600α,β

K-TH ,11913α,β ,17880α,β ,05393α ,11673α,β ,17453α,β ,06533α,β ,14233α,β ,00633 ,12787α,β ,16453α,β ,00853

L-PH ,05380α ,11347α,β -,01140 ,05140α ,10920α,β -,06533α,β ,07700α,β -,05900α ,06253α,β ,09920α,β -,05680α

L-SK -,02320 ,03647 -,08840α,β -,02560 ,03220 -,14233α,β -,07700α,β -,13600α,β -,01447 ,02220 -,13380α,β

L-TH ,11280α,β ,17247α,β ,04760 ,11040α,β ,16820α,β -,00633 ,05900α ,13600α,β ,12153α,β ,15820α,β ,00220

P-PH -,00873 ,05093α -,07393α,β -,01113 ,04667 -,12787α,β -,06253α,β ,01447 -,12153α,β ,03667 -,11933α,β

P-SK -,04540 ,01427 -,11060α,β -,04780 ,01000 -,16453α,β -,09920α,β -,02220 -,15820α,β -,03667 -,15600α,β

P-TH ,11060α,β ,17027α,β ,04540 ,10820α,β ,16600α,β -,00853 ,05680α ,13380α,β -,00220 ,11933α,β ,15600α,β

α p<0,05 & β p<0,005

41

Συνολικό μήκος του φύλλου - TL= PL + LL (cm) Το συνολικό μήκος για το σύνολο των φύλλων κυμαίνεται από 2,95–10,77(-11,86) cm, με μέση τιμή 6,10 cm και τυπική απόκλιση 1,36. Τα φύλλα των θερινών βλαστών είναι εμφανώς μεγαλύτερα σε συνολικό μήκος [2,95–10,77(-11,86) cm, με μέση τιμή 6,96 cm και τυπική απόκλιση 1,47] και ακολουθούν τα σκιόφυλλα [3,31–8,82(-9,83) cm, με μέση τιμή 5,68 cm και τυπική απόκλιση 1,15] και φωτόφυλλα [3,29–7,99(-9,50) cm, με μέση τιμή 5,57 cm και τυπική απόκλιση 0,94] με ελάχιστη διαφορά μεταξύ τους (Σχήμα 26, Πίνακας 20).

Σχήμα 26. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του συνολικού μήκους του φύλλου (TL) για κάθε είδος φύλλων στο σύνολο των πληθυσμών έρευνας.

Πίνακας 20. Περιγραφικά στατιστικά: Άθροισμα TL= PL + LL (cm) ΕΙΔΟΣ ΦΥΛΛΩΝ PH SK TH Σύνολο Μέσος 5,5690 5,6843 6,9579 6,0704 Διάμεσος 5,5050 5,5600 6,9700 5,8900 Τυπική Απόκλιση 0,94180 1,14771 1,46691 1,35893 Ελάχιστο 3,29 3,31 2,95 2,95 Μέγιστο 9,50 9,83 11,86 11,86

42

Συνολικά για τους τέσσερις πληθυσμούς και το συνολικό μήκος φύλλων διαπιστώθηκε ότι (Πίνακας 21):  οι μεγαλύτερες τιμές για κάθε είδος φύλλων ανήκουν στον πληθυσμό της Κέλλης [φωτόφυλλα 4,27–7,99(-8,88) cm, σκιόφυλλα 4,31–8,94 cm και φύλλα θερινών βλαστών (4,00-)4,43–10,77(-11,86) cm],  οι μικρότερες τιμές για τα φωτόφυλλα [3,29–7,53 cm] ανήκουν στον πληθυσμό της Πρέσπας,  οι μικρότερες τιμές για τα σκιόφυλλα [3,41–7,18(-7,98) cm] και φύλλα θερινών βλαστών [3,53–9,04 cm] ανήκουν στον πληθυσμό του Βερμίου,  στον πληθυσμό του Βερμίου μεγαλύτερα είναι τα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα φωτόφυλλα και τέλος τα σκιόφυλλα,  στους πληθυσμούς της Κέλλης, του Άσκιου και της Πρέσπας μεγαλύτερα είναι τα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα σκιόφυλλα και τέλος τα φωτόφυλλα. Προκύπτει ότι στα φύλλα των θερινών βλαστών της Κέλλης μετρήθηκε το μεγαλύτερο συνολικό μήκος, με στατιστικά σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα πλην των ομοίων του στο Άσκιο. Το μικρότερο μετρήθηκε στα σκιόφυλλα του Βερμίου, με στατιστικά σημαντικές διαφορές από τα υπόλοιπα πλην των φωτόφυλλων του ίδιου πληθυσμού και των φωτόφυλλων και σκιόφυλλων της Πρέσπας. Μέσα σε κάθε πληθυσμό παρατηρείται το ίδιο μοτίβο, μεγαλύτερες τιμές για τα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα σκιόφυλλα και τελευταία τα φωτόφυλλα. Εκτός του Βερμίου όπου στα φωτόφυλλα οι τιμές είναι μεγαλύτερες από των σκιόφυλλων. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώνονται σε μεγάλο ποσοστό των παρατηρήσεων τόσο μεταξύ των ειδών φύλλων, όσο και μεταξύ των πληθυσμών (Σχήμα 27, Πίνακας 21 και Πίνακας 22).

Πίνακας 21. Περιγραφικά στατιστικά: Άθροισμα TL= PL + LL (cm) Πληθυσμοί & είδος φύλλων

B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

Μέσος 5,3382 5,1990 5,8723 5,8859 6,1673 7,6977 5,7703 5,8082 7,3287 5,2815 5,5627 6,9328

Διάμεσος 5,2900 5,1700 5,6150 5,7850 6,1450 7,7400 5,6950 5,6900 7,2300 5,2200 5,3900 6,9400

Τυπ.Απόκλιση 0,94269 0,90938 1,25784 0,87142 1,03947 1,31921 0,98324 1,30693 1,40084 0,81993 1,08521 1,22032

Ελάχιστο 3,40 3,41 3,53 4,27 4,31 4,00 3,90 3,31 4,20 3,29 3,47 2,95

Μέγιστο 7,95 7,98 9,04 8,88 8,94 11,86 9,50 9,83 10,69 7,53 8,46 10,20

43

Σχήμα 27. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του συνολικού μήκους του φύλλου (TL) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας.

Πίνακας 22. Σύγκριση μέσων όρων των μετρήσεων του συνολικού μήκους του φύλλου (TL) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας (ANOVA).

TL (J) (I) B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

B-PH ,13920 -,53407α,β -,54767α,β -,82907α,β -2,35953α,β -,43207α -,47000α -1,99053α,β ,05673 -,22447 -1,59460α,β

B-SK -,13920 -,67327α,β -,68687α,β -,96827α,β -2,49873α,β -,57127α,β -,60920α,β -2,12973α,β -,08247 -,36367 -1,73380α,β

B-TH ,53407α,β ,67327α,β -,01360 -,29500 -1,82547α,β ,10200 ,06407 -1,45647α,β ,59080α,β ,30960 -1,06053α,β

K-PH ,54767α,β ,68687α,β ,01360 -,28140 -1,81187α,β ,11560 ,07767 -1,44287α,β ,60440α,β ,32320 -1,04693α,β

K-SK ,82907α,β ,96827α,β ,29500 ,28140 -1,53047α,β ,39700 ,35907 -1,16147α,β ,88580α,β ,60460α,β -,76553α,β

K-TH 2,35953α,β 2,49873α,β 1,82547α,β 1,81187α,β 1,53047α,β 1,92747α,β 1,88953α,β ,36900 2,41627α,β 2,13507α,β ,76493α,β

L-PH ,43207α ,57127α,β -,10200 -,11560 -,39700 -1,92747α,β -,03793 -1,55847α,β ,48880α ,20760 -1,16253α,β

L-SK ,47000α ,60920α,β -,06407 -,07767 -,35907 -1,88953α,β ,03793 -1,52053α,β ,52673α,β ,24553 -1,12460α,β

L-TH 1,99053α,β 2,12973α,β 1,45647α,β 1,44287α,β 1,16147α,β -,36900 1,55847α,β 1,52053α,β 2,04727α,β 1,76607α,β ,39593

P-PH -,05673 ,08247 -,59080α,β -,60440α,β -,88580α,β -2,41627α,β -,48880α -,52673α,β -2,04727α,β -,28120 -1,65133α,β

P-SK ,22447 ,36367 -,30960 -,32320 -,60460α,β -2,13507α,β -,20760 -,24553 -1,76607α,β ,28120 -1,37013α,β

P-TH 1,59460α,β 1,73380α,β 1,06053α,β 1,04693α,β ,76553α,β -,76493α,β 1,16253α,β 1,12460α,β -,39593 1,65133α,β 1,37013α,β

α p<0,05 & β p<0,005

44

Απόσταση βάσης φύλλου από το μέγιστο πλάτος/Μήκος ελάσματος φύλλου - BW/LL Ο λόγος BW/LL αφορά το σχήμα των φύλλων και προκύπτει ότι αυτά είναι κυρίως ωοειδή (το μέγιστο πλάτος βρίσκεται κάτω από την μέση), ακολουθούν τα ελλειψοειδή (μέγιστο πλάτος στη μέση) και τέλος αντίστροφα ωοειδή (μέγιστο πλάτος πάνω από την μέση)(Πίνακας 23).

Πίνακας 23. Ποσοστιαία κατανομή σχήματος φύλλων ανά είδος φύλλων

PH (%) SK (%) TH (%) Σύνολο(%) Ωοειδή 58,67 44,33 69,33 57,5 Ελλειψοειδή 32,33 42,67 25,83 33,5 Αντίστροφα ωοειδή 9,00 13,00 4,84 9,0

Ο λόγος BW/LL κυμαίνεται από (0,163-)0,206–0,665(-0,706), με μέση τιμή 0,436 και τυπική απόκλιση 0,085. Μεγαλύτερος είναι των σκιόφυλλων [0,263–0,671(-0,706), με μέση τιμή 0,462 και τυπική απόκλιση 0,080], ακολουθούν τα φωτόφυλλα [0,221–0,661(-0,678), με μέση τιμή 0,437 και τυπική απόκλιση 0,081] και τέλος τα φύλλα των θερινών βλαστών [(0,163-)0,192–0,655(-0,663), με μέση τιμή 0,408 cm και τυπική απόκλιση 0,086] (Σχήμα 28, Πίνακας 24).

Σχήμα 28. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του λόγου BW/LL για κάθε είδος φύλλων στο σύνολο των πληθυσμών έρευνας.

45

Πίνακας 24. Περιγραφικά στατιστικά: Λόγος BW/LL ΕΙΔΟΣ ΦΥΛΛΩΝ PH SK TH Σύνολο Μέσος 0,4372 0,4620 0,4077 0,4356 Διάμεσος 0,4339 0,4597 0,4066 0,4352 Τυπική Απόκλιση 0,08082 0,07950 0,08579 0,08499 Ελάχιστο 0,22 0,26 0,16 0,16 Μέγιστο 0,68 0,71 0,66 0,71

Συνολικά για τους τέσσερις πληθυσμούς διαπιστώθηκε ότι (πίνακας 25):  ο μεγαλύτερος λόγος BW/LL για κάθε είδος φύλλων ανήκει στον πληθυσμό της Κέλλης [0,237–0,628 φωτόφυλλα, 0,284–0,706 σκιόφυλλα και (0,163-)0,206–0,637 φύλλα θερινών βλαστών],  ο μικρότερος λόγος BW/LL ανήκει στα φωτόφυλλα [0,238–0,598(-0,654)] και τα σκιόφυλλα [0,297–0,608] του πληθυσμού του Βερμίου,  ο μικρότερος λόγος BW/LL για τα φύλλα θερινών βλαστών [0,210–0,572(-0,663)] ανήκει στον πληθυσμό της Πρέσπας,  μεγαλύτερος είναι ο λόγος BW/LL των σκιόφυλλων, ακολουθούν τα φωτόφυλλα και τέλος τα φύλλα θερινών βλαστών.  Το σχήμα τον φύλλων ανά είδος φύλλων και πληθυσμό κατά κύριο λόγο είναι ωοειδές, ελλειψοειδές ή αντίστροφα ωοειδές (Πίνακας 26).

Πίνακας 25. Περιγραφικά στατιστικά: Λόγος BW/LL Πληθυσμοί & είδος φύλλων

B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

Μέσος 0,4237 0,4411 0,4125 0,4549 0,4911 0,4168 0,4389 0,4606 0,4138 0,4313 0,4554 0,3875

Διάμεσος 0,4327 0,4445 0,4061 0,4569 0,4830 0,4181 0,4292 0,4567 0,4160 0,4331 0,4582 0,3808

Τυπ.Απόκλιση 0,07291 0,06879 0,09503 0,08111 0,08483 0,08641 0,08304 0,08094 0,08122 0,08325 0,07477 0,07707

Ελάχιστο 0,24 0,30 0,19 0,24 0,28 0,16 0,25 0,29 0,22 0,22 0,26 0,21

Μέγιστο 0,65 0,61 0,66 0,63 0,71 0,64 0,68 0,69 0,64 0,64 0,66 0,66

Πίνακας 26. Ποσοστιαία κατανομή σχήματος φύλλων ανά είδος φύλλων και πληθυσμό

B(%) K(%) L(%) P(%) PH SK TH PH SK TH PH SK TH PH SK TH Ωοειδή 63,33 54,67 66,67 47,33 32,67 64,00 64,00 45,33 64,67 60,00 44,67 82,00 Ελλειψοειδή 31,33 41,33 25,33 39,33 44,66 31,33 25,33 40,67 31,33 32,67 44,00 15,33 Αντίστροφα ωοειδή 5,34 4,00 8,00 13,34 22,67 4,67 10,67 14,00 4,00 7,33 11,33 2,67

46

Προκύπτει ότι ο λόγος BW/LL είναι μεγαλύτερος στα σκιόφυλλα της Κέλλης, με στατιστικά σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα πλην των ομοίων του στο Άσκιο. Ο μικρότερος μετρήθηκε στα φύλλα των θερινών βλαστών της Πρέσπας, με στατιστικά σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα πλην των ομοίων του σε όλους τους πληθυσμούς. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώνονται σε μεγάλο ποσοστό των παρατηρήσεων τόσο μεταξύ των ειδών φύλλων, όσο και μεταξύ των πληθυσμών (Σχήμα 29, Πίνακας 25 και Πίνακας 27).

Σχήμα 29. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του λόγου BW/LL για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας. Πίνακας 27. Σύγκριση μέσων όρων των μετρήσεων του λόγου BW/LL για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας (ANOVA).

BW/LL (J)

(I) B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

B-PH -,01739 ,01117 -,03117α -,06738α,β ,00691 -,01514 -,03686α,β ,00988 -,00758 -,03167α ,03621α

B-SK ,01739 ,02856 -,01379 -,04999α,β ,02430 ,00225 -,01947 ,02727 ,00981 -,01428 ,05360α,β

B-TH -,01117 -,02856 -,04234α,β -,07854α,β -,00425 -,02631 -,04803α,β -,00129 -,01875 -,04283α,β ,02504

K-PH ,03117α ,01379 ,04234α,β -,03620α ,03809α,β ,01603 -,00569 ,04105α,β ,02359 -,00049 ,06739α,β

K-SK ,06738α,β ,04999α,β ,07854α,β ,03620α ,07429α,β ,05224α,β ,03052 ,07726α,β ,05980α,β ,03571α ,10359α,β

K-TH -,00691 -,02430 ,00425 -,03809α,β -,07429α,β -,02205 -,04377α,β ,00296 -,01450 -,03858α,β ,02930

L-PH ,01514 -,00225 ,02631 -,01603 -,05224α,β ,02205 -,02172 ,02502 ,00756 -,01653 ,05135α,β

L-SK ,03686α,β ,01947 ,04803α,β ,00569 -,03052 ,04377α,β ,02172 ,04674α,β ,02928 ,00520 ,07307α,β

L-TH -,00988 -,02727 ,00129 -,04105α,β -,07726α,β -,00296 -,02502 -,04674α,β -,01746 -,04154α,β ,02633

P-PH ,00758 -,00981 ,01875 -,02359 -,05980α,β ,01450 -,00756 -,02928 ,01746 -,02408 ,04379α,β

P-SK ,03167α ,01428 ,04283α,β ,00049 -,03571α ,03858α,β ,01653 -,00520 ,04154α,β ,02408 ,06788α,β

P-TH -,03621α -,05360α,β -,02504 -,06739α,β -,10359α,β -,02930 -,05135α,β -,07307α,β -,02633 -,04379α,β -,06788α,β

α p<0,05 & β p<0,005

47

Πλάτος ελάσματος φύλλου/Μήκος ελάσματος φύλλου - LW/LL Ο λόγος αυτός αφορά τη μορφή των φύλλων. Όσο πλησιάζει προς την μονάδα τα φύλλα τείνουν να είναι κυκλικά, ενώ όταν πλησιάζει προς το μηδέν τα φύλλα τείνουν να είναι επιμήκη. Ο λόγος LW/LL κυμαίνεται από (0,238-)0,251–0,528(-0,647), με μέση τιμή 0,392 και τυπική απόκλιση 0,058. Μεγαλύτερος είναι των σκιόφυλλων [0,256–0,559(-0,641), με μέση τιμή 0,403 και τυπική απόκλιση 0,060], ακολουθούν τα φωτόφυλλα [(0,251-)0,266–0,527(- 0,647), με μέση τιμή 0,396 και τυπική απόκλιση 0,057] και τέλος τα φύλλα των θερινών βλαστών [(0,238-)0,246–0,507(-0,583), με μέση τιμή 0,378 και τυπική απόκλιση 0,054] (Σχήμα 30, Πίνακας 28).

Σχήμα 30. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του λόγου LW/LL για κάθε είδος φύλλων στο σύνολο των πληθυσμών έρευνας.

Πίνακας 28. Περιγραφικά στατιστικά: Λόγος LW/LL ΕΙΔΟΣ ΦΥΛΛΩΝ PH SK TH Σύνολο Μέσος 0,3955 0,4028 0,3782 0,3922 Διάμεσος 0,3906 0,3963 0,3773 0,3877 Τυπική Απόκλιση 0,05688 0,05988 0,05408 0,05789 Ελάχιστο 0,25 0,26 0,24 0,24 Μέγιστο 0,65 0,64 0,58 0,65

48

Συνολικά για τους τέσσερις πληθυσμούς διαπιστώθηκε ότι (Πίνακας 29):  ο μεγαλύτερος λόγος LW/LL για κάθε είδος φύλλων ανήκει στον πληθυσμό του Βερμίου [0,307–0,527(-0,647) φωτόφυλλα, 0,288–0,581 σκιόφυλλα και (0,238- )0,273–0,507(0,546) φύλλα θερινών βλαστών],  ο μικρότερος λόγος LW/LL ανήκει στον πληθυσμό της Πρέσπας [(0,251-)0,266– 0,486(-0,503) φωτόφυλλα, 0,260–0,529(-0,541) σκιόφυλλα και 0,243–0,473(0,547) φύλλα θερινών βλαστών],  μεγαλύτερος είναι ο λόγος LW/LL των σκιόφυλλων, ακολουθούν τα φωτόφυλλα και τέλος τα φύλλα θερινών βλαστών. Προκύπτει ότι μεγαλύτερος είναι ο λόγος LW/LL στα σκιόφυλλα του Βερμίου, με στατιστικά σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα πλην των φωτόφυλλων του ίδιου πληθυσμού, των σκιόφυλλων της Κέλλης και των φωτόφυλλων και σκιόφυλλων του Ασκίου. Ο μικρότερος μετρήθηκε φύλλα των θερινών βλαστών της Πρέσπας, με στατιστικά σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα πλην των φωτόφυλλων του ίδιου πληθυσμού. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώνονται σε μεγάλο ποσοστό των παρατηρήσεων τόσο μεταξύ των ειδών φύλλων, όσο και μεταξύ των πληθυσμών (Σχήμα 31, Πίνακας 29 και Πίνακας 30). Επιπλέον, σχεδόν για το σύνολο των πληθυσμών, όλα τα είδη φύλλων τείνουν να είναι επιμήκη.

Πίνακας 29. Περιγραφικά στατιστικά: Λόγος LW/LL Πληθυσμοί & είδος φύλλων

B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

Μέσος 0,4086 0,4174 0,3892 0,3915 0,3962 0,3870 0,4067 0,4078 0,3806 0,3754 0,3897 0,3559

Διάμεσος 0,4000 0,4121 0,3833 0,3894 0,3887 0,3835 0,3979 0,4041 0,3803 0,3740 0,3856 0,3545

Τυπ.Απόκλιση 0,05384 0,06237 0,05193 0,04705 0,04912 0,04605 0,07017 0,06266 0,05692 0,04743 0,06108 0,05472

Ελάχιστο 0,31 0,29 0,24 0,27 0,27 0,27 0,26 0,26 0,26 0,25 0,26 0,24

Μέγιστο 0,65 0,58 0,55 0,53 0,56 0,58 0,64 0,64 0,58 0,50 0,54 0,55

49

Σχήμα 31. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του λόγου LW/LL για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας. Πίνακας 30. Σύγκριση μέσων όρων των μετρήσεων του λόγου LW /LL για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας (ANOVA).

LW/LL (J)

(I) B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

B-PH -,00878 ,01949 ,01716 ,01246 ,02166α ,00199 ,00089 ,02805α,β ,03326α,β ,01893 ,05270α,β

B-SK ,00878 ,02827α,β ,02595α,β ,02124α ,03044α,β ,01077 ,00967 ,03683α,β ,04204α,β ,02771α,β ,06149α,β

B-TH -,01949 -,02827α,β -,00233 -,00703 ,00217 -,01750 -,01860 ,00856 ,01377 -,00056 ,03322α,β

K-PH -,01716 -,02595α,β ,00233 -,00470 ,00450 -,01517 -,01627 ,01089 ,01610 ,00176 ,03554α,β

K-SK -,01246 -,02124α ,00703 ,00470 ,00920 -,01047 -,01157 ,01559 ,02080 ,00647 ,04024α,β

K-TH -,02166α -,03044α,β -,00217 -,00450 -,00920 -,01967 -,02077 ,00639 ,01160 -,00273 ,03105α,β

L-PH -,00199 -,01077 ,01750 ,01517 ,01047 ,01967 -,00110 ,02606α,β ,03127α,β ,01694 ,05071α,β

L-SK -,00089 -,00967 ,01860 ,01627 ,01157 ,02077 ,00110 ,02716α,β ,03237α,β ,01804 ,05181α,β

L-TH -,02805α,β -,03683α,β -,00856 -,01089 -,01559 -,00639 -,02606α,β -,02716α,β ,00521 -,00912 ,02465α

P-PH -,03326α,β -,04204α,β -,01377 -,01610 -,02080 -,01160 -,03127α,β -,03237α,β -,00521 -,01433 ,01945

P-SK -,01893 -,02771α,β ,00056 -,00176 -,00647 ,00273 -,01694 -,01804 ,00912 ,01433 ,03378α,β

P-TH -,05270α,β -,06149α,β -,03322α,β -,03554α,β -,04024α,β -,03105α,β -,05071α,β -,05181α,β -,02465α -,01945 -,03378α,β

α p<0,05 & β p<0,005

50

Μήκους μίσχου/μήκος ελάσματος φύλλου - PL/LL Ο λόγος αυτός αφορά την αναλογία του μήκους του μίσχου προς το μήκος του ελάσματος του φύλλου. Κυμαίνεται από 0,0263–0,1525(-0,2077), με μέση τιμή 0,0891 και τυπική απόκλιση 0,0249. Μεγαλύτερος είναι των φωτόφυλλων [0,0389–0,1599(-0,2077), με μέση τιμή 0,0950 και τυπική απόκλιση 0,0245], ακολουθούν τα φύλλα θερινών βλαστών [0,0263–0,1506(-0,2048), με μέση τιμή 0,0909 και τυπική απόκλιση 0,0257] και τέλος τα σκιόφυλλα [0,0310–0,1359(-0,1670), με μέση τιμή 0,0813 και τυπική απόκλιση 0,0224] (Σχήμα 32, Πίνακας 31).

Σχήμα 32. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του λόγου PL/LL για κάθε είδος φύλλων στο σύνολο των πληθυσμών έρευνας.

Πίνακας 31. Περιγραφικά στατιστικά: Λόγος PL/LL ΕΙΔΟΣ ΦΥΛΛΩΝ PH SK TH Σύνολο Μέσος 0,0950 0,0813 0,0909 0,0891 Διάμεσος 0,0921 0,0794 0,0873 0,0856 Τυπική Απόκλιση 0,02450 0,02242 0,02565 0,02489 Ελάχιστο 0,04 0,03 0,03 0,03 Μέγιστο 0,21 0,17 0,20 0,21

51

Συνολικά για τους τέσσερις πληθυσμούς διαπιστώθηκε ότι (Πίνακας 32):  ο λόγος PL/LL είναι μεγαλύτερος στα φωτόφυλλα [0,0571–0,1552(-0,1667)] του πληθυσμού του Άσκιου,  ο λόγος PL/LL είναι μεγαλύτερος στα σκιόφυλλα [0,0400–0,1370(-0,1670)] και φύλλα θερινών βλαστών [0,0460–0,1855(0,2048)] του πληθυσμού του Βερμίου,  ο λόγος PL/LL είναι μικρότερος στον πληθυσμό της Κέλλης [0,3889–0,1429(0,1597) φωτόφυλλα, 0,0311–0,1283 σκιόφυλλα και (0,0263-)0,0375–0,1308(0,1786) φύλλα θερινών βλαστών],  στον πληθυσμό του Βερμίου μεγαλύτερος είναι ο λόγος PL/LL στα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα φωτόφυλλα και τέλος τα σκιόφυλλα,  στους πληθυσμούς της Κέλλης, του Άσκιου και της Πρέσπας μεγαλύτερος είναι ό λόγος PL/LL στα φωτόφυλλα, ακολουθούν τα φύλλα των θερινών βλαστών και τέλος τα σκιόφυλλα. Προκύπτει ότι στα φύλλα των θερινών βλαστών του Βερμίου υπολογίστηκε ο μεγαλύτερος λόγος PL /LL, με στατιστικά σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα πλην των φωτόφυλλων του Βερμίου, του Ασκίου και της Πρέσπας. Ο μικρότερος μετρήθηκε στα σκιόφυλλα της Κέλλης, με στατιστικά σημαντική διαφορά από όλα τα υπόλοιπα φύλλα. Μέσα σε κάθε πληθυσμό παρατηρείται το ίδιο μοτίβο, μεγαλύτερος είναι στα φωτόφυλλα, ακολουθούν τα φύλλα των θερινών βλαστών και τέλος τα σκιόφυλλα. Εκτός του Βερμίου όπου μεγαλύτερος είναι στα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα φωτόφυλλα και τέλος τα σκιόφυλλα. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώνονται σε μεγάλο ποσοστό των παρατηρήσεων τόσο μεταξύ των ειδών φύλλων, όσο και μεταξύ των πληθυσμών (Σχήμα 33, Πίνακας 32 και Πίνακας 33).

Πίνακας 32. Περιγραφικά στατιστικά: Λόγος PL/LL Πληθυσμοί & είδος φύλλων

B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

Μέσος 0,0967 0,0858 0,1021 0,0875 0,0725 0,0832 0,1001 0,0838 0,0871 0,0959 0,0833 0,0911

Διάμεσος 0,0932 0,0821 0,0974 0,0856 0,0697 0,0811 0,0984 0,0821 0,0859 0,0904 0,0814 0,0906

Τυπ.Απόκλιση 0,02646 0,02610 0,03308 0,02198 0,01887 0,02171 0,02274 0,02029 0,02064 0,02502 0,02153 0,02133

Ελάχιστο 0,04 0,04 0,05 0,04 0,03 0,03 0,06 0,04 0,05 0,05 0,04 0,04

Μέγιστο 0,17 0,17 0,20 0,16 0,13 0,18 0,17 0,14 0,15 0,21 0,15 0,14

52

Σχήμα 33. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του λόγου PL/LL για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας. Πίνακας 33. Σύγκριση μέσων όρων των μετρήσεων του λόγου PL/LL για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας (ANOVA).

PL/LL (J)

(I) B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

B-PH ,01092α,β -,00538 ,00919α ,02420α,β ,01343α,β -,00344 ,01287α,β ,00961α ,00080 ,01338α,β ,00559

B-SK -,01092α,β -,01631α,β -,00173 ,01328α,β ,00251 -,01437α,β ,00195 -,00131 -,01013α ,00246 -,00533

B-TH ,00538 ,01631α,β ,01458α,β ,02958α,β ,01881α,β ,00194 ,01825α,β ,01499α,β ,00618 ,01876α,β ,01097α,β

K-PH -,00919α ,00173 -,01458α,β ,01501α,β ,00424 -,01264α,β ,00368 ,00042 -,00840 ,00419 -,00360

K-SK -,02420α,β -,01328α,β -,02958α,β -,01501α,β -,01077α,β -,02764α,β -,01133α,β -,01459α,β -,02341α,β -,01082α,β -,01861α,β

K-TH -,01343α,β -,00251 -,01881α,β -,00424 ,01077α,β -,01687α,β -,00056 -,00382 -,01264α,β -,00005 -,00784

L-PH ,00344 ,01437α,β -,00194 ,01264α,β ,02764α,β ,01687α,β ,01631α,β ,01305α,β ,00424 ,01682α,β ,00903α

L-SK -,01287α,β -,00195 -,01825α,β -,00368 ,01133α,β ,00056 -,01631α,β -,00326 -,01207α,β ,00051 -,00728

L-TH -,00961α ,00131 -,01499α,β -,00042 ,01459α,β ,00382 -,01305α,β ,00326 -,00882 ,00377 -,00402

P-PH -,00080 ,01013α -,00618 ,00840 ,02341α,β ,01264α,β -,00424 ,01207α,β ,00882 ,01259α,β ,00479

P-SK -,01338α,β -,00246 -,01876α,β -,00419 ,01082α,β ,00005 -,01682α,β -,00051 -,00377 -,01259α,β -,00779

P-TH -,00559 ,00533 -,01097α,β ,00360 ,01861α,β ,00784 -,00903α ,00728 ,00402 -,00479 ,00779

α p<0,05 & β p<0,005

53

Αριθμός πλευρικών νεύρων - UN Ο αριθμός των πλευρικών νεύρων κυμαίνεται από 4–15, με μέση τιμή 9,62 και τυπική απόκλιση 1,74. Μεγαλύτερος είναι για τα φύλλα των θερινών βλαστών [(4-)6–14(-15), με μέση τιμή 10,29 και τυπική απόκλιση 1,68], ενώ φωτόφυλλα [5–13(-15), με μέση τιμή 9,29 και τυπική απόκλιση 1,68] και σκιόφυλλα [(4-)5–13(-14), με μέση τιμή 9,29 και τυπική απόκλιση 1,67] έχουν τον ίδιο αριθμό πλευρικών νεύρων (Σχήμα 34, Πίνακας 34).

Σχήμα 34. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του αριθμού των πλευρικών (UN) για κάθε είδος φύλλων στο σύνολο των πληθυσμών έρευνας.

Πίνακας 34. Περιγραφικά στατιστικά: Αριθμός πλευρικών νεύρων UN ΕΙΔΟΣ ΦΥΛΛΩΝ PH SK TH Σύνολο Μέσος 9,29 9,29 10,29 9,62 Διάμεσος 9,00 9,00 10,00 10,00 Τυπική Απόκλιση 1,676 1,668 1,678 1,739 Ελάχιστο 5 4 4 4 Μέγιστο 15 14 15 15

54

Συνολικά για τους τέσσερις πληθυσμούς διαπιστώθηκε ότι (Πίνακας 35):  ο αριθμός των πλευρικών νεύρων είναι μεγαλύτερος στον πληθυσμό της Κέλλης [6– 14 φωτόφυλλα, 8–14 σκιόφυλλα και (4-)7–15 φύλλα θερινών βλαστών],  ο αριθμός των πλευρικών νεύρων είναι μικρότερος στα φωτόφυλλα [5–13(-14)] και φύλλα θερινών βλαστών [6–14(-15)] του πληθυσμού του Βερμίου,  ο αριθμός των πλευρικών νεύρων είναι μικρότερος στα σκιόφυλλα [(4-)5–13] του πληθυσμού του Άσκιου,  στον πληθυσμό της Κέλλης ο αριθμός των πλευρικών νεύρων είναι μεγαλύτερος στα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα σκιόφυλλα και τέλος τα φωτόφυλλα,  στους πληθυσμούς του Βερμίου, του Άσκιου και της Πρέσπας ο αριθμός των πλευρικών νεύρων είναι μεγαλύτερος στα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα φωτόφυλλα και τέλος τα σκιόφυλλα. Προκύπτει ότι στα φύλλα των θερινών βλαστών της Κέλλης μετρήθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός πλευρικών νεύρων, με στατιστικά σημαντική διαφορά από όλα τα φύλλα πλην των σκιόφυλλων της Κέλλης και των φύλλων των θερινών βλαστών Άσκιου και Πρέσπας. Ο μικρότερος αριθμός μετρήθηκε στα σκιόφυλλα του Άσκιου, με στατιστικά σημαντική διαφορά από όλα τα φύλλα πλην των φωτόφυλλων και σκιόφυλλων του Βερμίου, των φωτόφυλλων του Άσκιου και των φωτόφυλλων και σκιόφυλλων της Πρέσπας. Στους πληθυσμούς η σειρά που ακολουθείται είναι φύλλα θερινών βλαστών, φωτόφυλλα και σκιόφυλλα (εκτός της Κέλλη όπου τα σκιόφυλλα είναι μεγαλύτερα από τα φωτόφυλλα). Στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώνονται σε μεγάλο ποσοστό των παρατηρήσεων τόσο μεταξύ των ειδών φύλλων, όσο και μεταξύ των πληθυσμών (Σχήμα 35, Πίνακας 35 και Πίνακας 36).

Πίνακας 35. Περιγραφικά στατιστικά: Αριθμός πλευρικών νεύρων UN Πληθυσμοί & είδος φύλλων

B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

Μέσος 8,98 8,90 9,69 9,80 10,33 10,61 9,12 8,88 10,33 9,25 9,06 10,55

Διάμεσος 9,00 9,00 10,00 10,00 10,00 11,00 9,00 9,00 10,00 9,00 9,00 11,00

Τυπ.Απόκλιση 1,782 1,514 1,679 1,497 1,359 1,698 1,776 1,853 1,740 1,529 1,467 1,436

Ελάχιστο 5 5 6 6 8 4 5 4 5 6 5 5

Μέγιστο 14 12 15 14 14 15 15 13 14 14 13 14

55

Σχήμα 35. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του αριθμού των πλευρικών (UN) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας. Πίνακας 36. Σύγκριση μέσων όρων των μετρήσεων του αριθμού των πλευρικών (UN) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας (ANOVA).

UN (J)

(I) B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

B-PH ,080 -,713α -,820α,β -1,347α,β -1,627α,β -,140 ,100 -1,347α,β -,273 -,080 -1,567α,β

B-SK -,080 -,793α,β -,900α,β -1,427α,β -1,707α,β -,220 ,020 -1,427α,β -,353 -,160 -1,647α,β

B-TH ,713α ,793α,β -,107 -,633α -,913α,β ,573 ,813α,β -,633α ,440 ,633α -,853α,β

K-PH ,820α,β ,900α,β ,107 -,527 -,807α,β ,680α ,920α,β -,527 ,547 ,740α,β -,747α,β

K-SK 1,347α,β 1,427α,β ,633α ,527 -,280 1,207α,β 1,447α,β ,000 1,073α,β 1,267α,β -,220

K-TH 1,627α,β 1,707α,β ,913α,β ,807α,β ,280 1,487α,β 1,727α,β ,280 1,353α,β 1,547α,β ,060

L-PH ,140 ,220 -,573 -,680α -1,207α,β -1,487α,β ,240 -1,207α,β -,133 ,060 -1,427α,β

L-SK -,100 -,020 -,813α,β -,920α,β -1,447α,β -1,727α,β -,240 -1,447α,β -,373 -,180 -1,667α,β

L-TH 1,347α,β 1,427α,β ,633α ,527 ,000 -,280 1,207α,β 1,447α,β 1,073α,β 1,267α,β -,220

P-PH ,273 ,353 -,440 -,547 -1,073α,β -1,353α,β ,133 ,373 -1,073α,β ,193 -1,293α,β

P-SK ,080 ,160 -,633α -,740α,β -1,267α,β -1,547α,β -,060 ,180 -1,267α,β -,193 -1,487α,β

P-TH 1,567α,β 1,647α,β ,853α,β ,747α,β ,220 -,060 1,427α,β 1,667α,β ,220 1,293α,β 1,487α,β α p<0,05 & β p<0,005

56

Αριθμός δοντιών - TE Ο αριθμός δοντιών κυμαίνεται από (3-)5–13(-17), με μέση τιμή 9,12 και τυπική απόκλιση 1,86. Μεγαλύτερος είναι στα φύλλα των θερινών βλαστών [(4-)5–14(-17), με μέση τιμή 9,73 και τυπική απόκλιση 1,84], ακολουθούν τα σκιόφυλλα [(3-)5–13(-15), με μέση τιμή 8,85 και τυπική απόκλιση 1,79] και τέλος τα φωτόφυλλα [(3-)5–13(-15), με μέση τιμή 8,79 και τυπική απόκλιση 1,79] (Σχήμα 36, Πίνακας 37).

Σχήμα 36. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του αριθμού των δοντιών (TE) για κάθε είδος φύλλων στο σύνολο των πληθυσμών έρευνας.

Πίνακας 37. Περιγραφικά στατιστικά: Αριθμός δοντιών TE ΕΙΔΟΣ ΦΥΛΛΩΝ PH SK TH Σύνολο Μέσος 8,79 8,85 9,73 9,12 Διάμεσος 9,00 9,00 10,00 9,00 Τυπική Απόκλιση 1,793 1,792 1,837 1,857 Ελάχιστο 3 3 4 3 Μέγιστο 15 15 17 17

57

Συνολικά για τους τέσσερις πληθυσμούς διαπιστώθηκε ότι (Πίνακας 38):  ο αριθμός των δοντιών είναι μεγαλύτερος στον πληθυσμό της Κέλλης [6–13(-14) φωτόφυλλα, 6–13(-15) σκιόφυλλα και (4-)6–14(-15) φύλλα θερινών βλαστών],  ο αριθμός των δοντιών είναι μικρότερος στα φωτόφυλλα [4–13] και σκιόφυλλα [3– 13] του πληθυσμού του Άσκιου,  ο αριθμός των δοντιών είναι μικρότερος στα φύλλα θερινών βλαστών [(4-)5–13(-17)] του πληθυσμού του Βερμίου,  στον πληθυσμό της Κέλλης ο αριθμός των δοντιών είναι μεγαλύτερος στα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα σκιόφυλλα και τέλος τα φωτόφυλλα,  στους πληθυσμούς του Βερμίου, του Άσκιου και της Πρέσπας ο αριθμός των δοντιών είναι μεγαλύτερος στα φύλλα των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα φωτόφυλλα και τέλος τα σκιόφυλλα. Προκύπτει ότι στα φύλλα των θερινών βλαστών της Κέλλης μετρήθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός δοντιών, με στατιστικά σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα φύλλα πλην των σκιόφυλλων της Κέλλης και των φύλλων των θερινών βλαστών της Πρέσπας. Ο μικρότερος αριθμός δοντιών μετρήθηκε στα σκιόφυλλα του Άσκιου, με στατιστικά σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα φύλλα πλην των σκιόφυλλων Βερμίου και Πρέσπας και των φωτόφυλλων του Άσκιου. Στους πληθυσμούς η σειρά που ακολουθείται είναι φύλλα θερινών βλαστών, φωτόφυλλα και σκιόφυλλα (εκτός της Κέλλης όπου τα σκιόφυλλα είναι μεγαλύτερα από τα φωτόφυλλα). Στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώνονται σε μεγάλο ποσοστό των παρατηρήσεων τόσο μεταξύ των ειδών φύλλων, όσο και μεταξύ των πληθυσμών (Σχήμα 37, Πίνακας 38 και Πίνακας 39).

Πίνακας 38. Περιγραφικά στατιστικά: Αριθμός δοντιών TE Πληθυσμοί & είδος φύλλων

B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

Μέσος 8,53 8,44 9,24 9,29 9,95 10,16 8,40 8,28 9,50 8,94 8,72 10,02

Διάμεσος 8,00 9,00 9,00 9,00 10,00 10,00 8,00 8,00 10,00 9,00 9,00 10,00

Τυπ.Απόκλιση 1,881 1,697 1,985 1,598 1,435 1,769 1,865 1,932 1,878 1,692 1,581 1,552

Ελάχιστο 3 4 4 6 6 4 4 3 4 6 4 4

Μέγιστο 14 13 17 14 15 15 13 13 14 15 13 14

58

Σχήμα 37. Θηκόγραμμα των μετρήσεων του αριθμού των δοντιών (TE) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας. Πίνακας 39. Σύγκριση μέσων όρων των μετρήσεων του αριθμού των δοντιών (TE) για κάθε είδος φύλλων σε κάθε πληθυσμό έρευνας (ANOVA).

TE (J)

(I) B-PH B-SK B-TH K-PH K-SK K-TH L-PH L-SK L-TH P-PH P-SK P-TH

B-PH ,087 -,713α -,760α -1,427α,β -1,633α,β ,127 ,247 -,973α,β -,413 -,193 -1,493α,β

B-SK -,087 -,800α,β -,847α,β -1,513α,β -1,720α,β ,040 ,160 -1,060α,β -,500 -,280 -1,580α,β

B-TH ,713α ,800α,β -,047 -,713α -,920α,β ,840α,β ,960α,β -,260 ,300 ,520 -,780α

K-PH ,760α ,847α,β ,047 -,667α -,873α,β ,887α,β 1,007α,β -,213 ,347 ,567 -,733α

K-SK 1,427α,β 1,513α,β ,713α ,667α -,207 1,553α,β 1,673α,β ,453 1,013α,β 1,233α,β -,067

K-TH 1,633α,β 1,720α,β ,920α,β ,873α,β ,207 1,760α,β 1,880α,β ,660α 1,220α,β 1,440α,β ,140

L-PH -,127 -,040 -,840α,β -,887α,β -1,553α,β -1,760α,β ,120 -1,100α,β -,540 -,320 -1,620α,β

L-SK -,247 -,160 -,960α,β -1,007α,β -1,673α,β -1,880α,β -,120 -1,220α,β -,660α -,440 -1,740α,β

L-TH ,973α,β 1,060α,β ,260 ,213 -,453 -,660α 1,100α,β 1,220α,β ,560 ,780α -,520

P-PH ,413 ,500 -,300 -,347 -1,013α,β -1,220α,β ,540 ,660α -,560 ,220 -1,080α,β

P-SK ,193 ,280 -,520 -,567 -1,233α,β -1,440α,β ,320 ,440 -,780α -,220 -1,300α,β

P-TH 1,493α,β 1,580α,β ,780α ,733α ,067 -,140 1,620α,β 1,740α,β ,520 1,080α,β 1,300α,β

α p<0,05 & β p<0,005

59

Συμπερασματικά για τα τρία είδη φύλλων διαπιστώθηκε ότι:  στις διαστάσεις του φύλλου (μήκος, πλάτος, απόσταση βάσης από μέγιστο πλάτος) παρατηρούμε το ίδιο μοτίβο, να προτάσσονται δηλαδή τα φύλλα των θερινών βλαστών, να ακολουθούν τα σκιόφυλλα και τέλος τα φωτόφυλλα. Σκιόφυλλα και φωτόφυλλα παρουσιάζουν μικροδιαφορές,  μεγαλύτερος είναι ο μίσχος των φύλλων των θερινών βλαστών, ακολουθούν τα φωτόφυλλα και τέλος τα σκιόφυλλα,  το σχήμα των φύλλων διακρίνεται σε ωοειδές, ελλειψοειδές και αντίστροφα ωοειδές. Το μεγαλύτερο ποσοστό των φύλλων είναι ωοειδή, ακολουθούν τα ελλειψοειδή και τέλος τα αντίστροφα ωοειδή. Η ίδια αναλογία παρατηρείται και στα τρία είδη φύλλων. Όλα τα είδη φύλλων τείνουν να είναι επιμήκη.  μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των πλευρικών νεύρων και δοντιών των φύλλων των θερινών βλαστών, ενώ σκιόφυλλα και φωτόφυλλα είναι σχεδόν όμοια ως προς αυτά τα χαρακτηριστικά, Για τα τρία είδη φύλλων και τους τέσσερις πληθυσμούς διαπιστώθηκε ότι:  οι διαστάσεις του φύλλου (μήκος, πλάτος, απόσταση βάσης από μέγιστο πλάτος) είναι κατά κύριο λόγο, μεγαλύτερες σε όλα τα είδη φύλλων του πληθυσμού της Κέλλης και μικρότερες στον πληθυσμό του Βερμίου,  μεγαλύτερος είναι ο μίσχος των φύλλων θερινών βλαστών του πληθυσμού της Κέλλης και μικρότερος αυτός των σκιόφυλλων του πληθυσμού του Βερμίου,  το σχήμα των φύλλων ανά είδος φύλλων και σε κάθε πληθυσμό ξεχωριστά ακολουθεί το ίδιο μοτίβο, τα φύλλα είναι κυρίως ωοειδή, ακολουθούν τα ελλειψοειδή και τέλος τα αντίστροφα ωοειδή. Εκτός των σκιόφυλλων του πληθυσμού της Κέλλης όπου το μεγαλύτερο ποσοστό των φύλλων είναι ελλειψοειδή, ακολουθούν τα ωοειδή και τέλος τα αντίστροφα ωοειδή. Όλα τα είδη φύλλων τείνουν να είναι επιμήκη.  μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των πλευρικών νεύρων και δοντιών σε όλα τα είδη φύλλων του πληθυσμού της Κέλλης και μικρότερος στα σκιόφυλλα του πληθυσμού του Άσκιου,  στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώνονται σε μεγάλο ποσοστό των παρατηρήσεων τόσο μεταξύ των ειδών φύλλων, όσο και μεταξύ των πληθυσμών. Μεγαλύτερος στα χαρακτηριστικά από τους υπόλοιπους είναι ο πληθυσμός της Κέλλης. Οι μικρότερες τιμές παρατηρήθηκαν κατά κύριο λόγο στον πληθυσμό του Βερμίου με τον πληθυσμό της Πρέσπας να βρίσκεται αρκετά κοντά σε αυτόν. Ο πληθυσμός του Άσκιου τοποθετείται ανάμεσα στον πληθυσμό της Κέλλης και τους πληθυσμούς του Βερμίου και της Πρέσπας.

60

2. Εύρος διακύμανσης των χαρακτήρων Η σύγκριση της μορφής των φύλλων έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά για να παρέχει δεδομένα χρήσιμα στη συστηματική και ταξινομική των φυτών από την αφετηρία της ταξινομικής, κυρίως λόγω της μεγάλης ποικιλότητας που εμφανίζουν σε όλα τα ιεραρχικά επίπεδα (στο ίδιο άτομο, μεταξύ ατόμων, μεταξύ taxa), αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτά είναι διαθέσιμα για μεγαλύτερο διάστημα από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των φυτών (Dickinson et al. 1987). Σημαντικούς χαρακτήρες για τον προσδιορισμό του Q. trojana subsp. trojana αποτελούν το μήκος και πλάτος φύλλου, το σχήμα φύλλου, το μήκος μίσχου και ο αριθμός δοντιών. Το εύρος διακύμανσης των παραπάνω χαρακτηριστικών ποικίλει ελάχιστα ή σημαντικά κατά περίπτωση, ανάμεσα στις βασικές χλωριδικές συνοψίσεις (Πίνακας 40). Κατά τη σύγκριση των δεδομένων της παρούσας διατριβής με τις περιγραφές που παρέχονται από βασικές χλωρίδες (Christensen 1997, Schwarz 1993, Hedge & Yaltirik 1982, Pignatti 1982) παρατηρείται ότι τα κατώτερα όρια των χαρακτηριστικών είναι κυρίως μικρότερα, ενώ ως προς το ανώτερο όριό τους είναι μικρότερα ή μεγαλύτερα (Πίνακας 40). Πίνακας 40. Σύγκριση εύρους διακύμανσης διαγνωστικών χαρακτήρων μεταξύ βασικών ταξινομικών προσεγγίσεων και παρούσας διατριβής. Χαρακτήρας Flora Flora Flora of Flore d’ Παρούσα διατριβή Hellenica Europaea Turkey Italia (Christensen 1997) (Schwarz 1993) (Hedge & Yaltirik (Pignatti 1982) 1982) Μήκος φύλλου (cm) (4-)5-10(-12) 3-7(10) 3-8(-10) 4-6 2,67-8,99(-10,98) Πλάτος φύλλου (cm) (1,4-)2-3,5(4) 1,5-3(-4) 1-2 0,89-3,57(-4,56) Σχήμα φύλλου επιμήκη- αντίστροφα ελλειψοειδή α) ωοειδή - ελλειψοειδή ωοειδή- ελλειψοειδή - επιμήκη αντίστροφα ωοειδή β) επιμήκη Μήκος μίσχου (mm) 3-10 2-5 2-6(8) 1-4 1,5-9(-10,4) Αριθμός δοντιών 8-13 8-14 (3-)5-13(-17)

Το μήκος των φύλλων κυμαίνεται από 2,67-10,98 cm. Το κατώτερο όριο είναι μικρότερο από το ελάχιστο αναφερόμενο στη βιβλιογραφία (3 cm - Schwarz 1993, Hedge & Yaltirik 1982). Το πλάτος των φύλλων κυμαίνεται από 0,89-4,56 cm. Το κατώτερο όριο είναι μικρότερο από το ελάχιστο αναφερόμενο στη βιβλιογραφία (1,4 cm). Το μέγιστο πλάτος που

61

μετρήθηκε είναι μεγαλύτερο από το μέγιστο αναφερόμενο (4 cm - Christensen 1997, Hedge & Yaltirik 1982). Μεγάλη διαφοροποίηση παρουσιάζεται στο σχήμα των φύλλων, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι ωοειδή, ενώ τα υπόλοιπα είναι ελλειψοειδή ή αντίστροφα ωοειδή. Όλα τα φύλλα έχουν την τάση να είναι επιμήκη. Ωστόσο στη βιβλιογραφία τα φύλλα αναφέρονται ως επιμήκη-ελλειψοειδή, αντίστροφα ωοειδή-επιμήκη ή ελλειψοειδή (Christensen 1997, Schwarz 1993, Pignatti 1982). Το μήκος του μίσχου κυμαίνεται από 1,5-10,4 mm. Το κατώτερο όριο είναι μεγαλύτερο από το ελάχιστο αναφερόμενο (1 mm) (Pignatti 1982), ομοίως και από το μέγιστο αναφερόμενο (10 mm) σε όλες τις βιβλιογραφικές πηγές (Πίνακας 40). Ο αριθμός δοντιών κυμαίνεται από 3-17. Το κατώτερο όριο είναι εμφανώς μικρότερο από το ελάχιστο αναφερόμενο (8) (Christensen 1997, Schwarz 1993), ενώ το ανώτερο όριο είναι μεγαλύτερο από το μέγιστο αναφερόμενο (14) (Schwarz 1993). Συμπερασματικά για τους πέντε διαγνωστικούς χαρακτήρες διαπιστώθηκε ότι:  η μεγαλύτερη απόκλιση παρατηρήθηκε στον αριθμό των δοντιών, όπου το κατώτερο όριο (3) είναι κατά πολύ μικρότερο από το ελάχιστα αναφερόμενο (8) στις βασικές ταξινομικές προσεγγίσεις,  υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλότητα ως προς το σχήμα σε σχέση με τις βασικές ταξινομικές προσεγγίσεις.

3. Ανάλυση κύριων συνιστωσών (Principal Component Analysis - PCA)

Διενεργήθηκε ανάλυση PCA και κατέληξε σε δύο συνιστώσες (PC1 & PC2). Οι δύο κύριες συνιστώσες (PC1 & PC2) εξηγούν το 77,683% της συνολικής μεταβλητότητας στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των υπό μελέτη πληθυσμών. Η πρώτη συνιστώσα (PC1) εξηγεί το 51,673% της συνολικής διακύμανσης και η δεύτερη (PC2) το 26,010%. Στον Πίνακα 41 παρουσιάζονται κατατασσόμενες κατά φθίνουσα σειρά σημαντικότητας οι κύριες συνιστώσες,(PC1 & PC2), οι ιδιοτιµές τους, η διακύμανσή τους και η αθροιστική διακύμανσή τους. Πίνακας 41. Ιδιοτιμές (Eigenvalues). Ιδιοτιμές (Eigenvalues) Κύριες συνιστώσες PC1 PC2 Ιδιοτιμές/Eigenvalues 3,100 1,561 Διακύμανση (%)/ Variance (%) 51,673 26,010 Αθροιστική (%)/Cumulative (%) 51,673 77,683

62

Η επιλογή των δύο συνιστωσών στηρίχθηκε:  στο κριτήριο του Kaiser: ιδιοτιμές > 1,  στο γράφημα Scree plot: κλίση του γραφήματος και  στην Monte Carlo PCA παράλληλη ανάλυση: καθορίζει τον αριθμό των επιλεγόμενων συνιστωσών ύστερα από σύγκριση των ιδιοτιμών τους με τις ιδιοτιμές που παράγονται από την πολλαπλή επανάληψη του ιδίου πειράματος (εκτέλεση τουλάχιστον 50-100 επαναλήψεων). Για αρχικές ιδιοτιμές μεγαλύτερες από τις νέες επιλέγουμε την κύρια συνιστώσα, ενώ για αρχικές ιδιοτιμές μικρότερες από τις νέες απορρίπτουμε την κύρια συνιστώσα. Η Monte Carlo ανάλυση έδωσε τα ίδια αποτελέσματα με τα προηγούμενα δύο κριτήρια και επιβεβαίωσε την ορθή επιλογή των PC1 και PC2 συνιστωσών. Κατά την διενέργεια της PCA εξαιρέθηκαν οι μεταβλητές TL, BW/LL, LW/LL και PL/LL, οι οποίες κρίθηκαν ακατάλληλες λόγω πολύ υψηλών και πολύ χαμηλών συσχετίσεων. Η ανάλυση εκτελέστηκε με τις εξής μεταβλητές: LL, LW, BW, PL, UN και TE. Κατά την εκτέλεση της ανάλυσης ικανοποιήθηκαν όλες οι απαιτούμενες υποθέσεις (πίνακας συσχετίσεων εντός των αποδεκτών ορίων, επιτυχημένα KMO και Bartlett’s test). Στον Πίνακα 42 παρουσιάζονται τα φορτία και οι συσχετίσεις των αρχικών μεταβλητών με τις κύριες συνιστώσες μετά την «direct oblimin» περιστροφή και προκύπτει σε ποιες αρχικές μεταβλητές αντιστοιχεί η μεγαλύτερη μεταβλητότητα. Κατά την «direct oblimin» περιστροφή παρουσιάζονται οι «Pattern Matrix» και «Structure Matrix», σύμφωνα με τους Πίνακας 42. Πίνακας των φορτίων και συσχετίσεων των αρχικών μεταβλητών με τις συνιστώσες μετά την direct oblimin περιστροφή. PC1 PC2 LW ,911 Pattern Matrix LL ,867 (Factor BW ,756 loadings) PL ,705 TE ,974 UN ,949

LL ,919 ,424 LW ,896 BW ,785 Structure Matrix PL ,673 TE ,968 UN ,961

63

οποίους τα μεγαλύτερα φορτία και συσχετίσεις για την πρώτη συνιστώσα PC1 έχουν οι μεταβλητές LW (πλάτος φύλλου) και LL (μήκος φύλλου) και για τη δεύτερη PC2 οι μεταβλητές TE (αριθμός δοντιών) και UN (αριθμός πλευρικών νεύρων). Επειδή τα πιο υψηλά φορτία και συσχετίσεις για την PC1 έχουν οι μεταβλητές LW (πλάτος φύλλου) και LL (μήκος φύλλου), η πρώτη κύρια συνιστώσα αφορά τις μεταβλητές «διαστάσεις φύλλων». Για την PC2 τα πιο υψηλά φορτία και συσχετίσεις έχουν οι μεταβλητές TE (αριθμός δοντιών) και UN (αριθμός πλευρικών νεύρων), οπότε η δεύτερη κύρια συνιστώσα αφορά «δόντια και νεύρα φύλλων» (Πίνακας 42). Από την εφαρμογή της PCA προκύπτουν τα παρακάτω σχήματα (Σχήματα 38, 39, 40, 41, 42 και 43), στα οποία απεικονίζονται οι θέσεις των ειδών φύλλων και των πληθυσμών ως προς τις κύριες συνιστώσες και κατά συνέπεια ως προς τις αρχικές μεταβλητές. Στον οριζόντιο άξονα απεικονίζεται η PC1, η οποία εξηγεί το 51,673 % της συνολικής διακύμανσης και στον κάθετο άξονα η PC2 η οποία εξηγεί το 26,010 %. Στο Σχήμα 38 φαίνονται οι θέσεις κάθε είδους φύλλων και για κάθε πληθυσμό ξεχωριστά, ως προς την αρχή των αξόνων. Παρατηρούμε ότι τα φύλλα των θερινών βλαστών, σχεδόν όλων των πληθυσμών, ξεχωρίζουν και τείνουν να σχηματίσουν μια διαφοροποιημένη ομάδα στο 1ο τεταρτημόριο των αξόνων πλην αυτών του πληθυσμού του Βερμίου. Τα υπόλοιπα δύο είδη φύλλων των πληθυσμών στο σύνολο τους σχεδόν συγκεντρώνονται στο 3ο τεταρτημόριο, με αυτά του πληθυσμού του Άσκιου να μην παρουσιάζουν διαφορές, των πληθυσμών Βερμίου και Πρέσπας να παρουσιάζουν μικροδιαφορές και όλα να είναι κοντινά μεταξύ τους, τέλος αυτά του πληθυσμού της Κέλλης τείνουν να διαφέρουν τόσο με τους υπόλοιπους πληθυσμούς όσο και μεταξύ τους. Γενικά, παρατηρούμε ότι διαφοροποιούνται τα θερινά φύλλα των πληθυσμών και ότι ο πληθυσμός της Κέλλης παρουσιάζει ανομοιογένεια. Εξετάζοντας τους πληθυσμούς παρατηρούμε ότι τα φωτόφυλλα και τα σκιόφυλλα δεν διαφοροποιούνται ιδιαίτερα, είναι πιο μικρά φύλλα με λιγότερα νεύρα και δόντια, ενώ τα φύλλα των θερινών βλαστών ξεχωρίζουν γιατί είναι μεγαλύτερα με περισσότερα νεύρα και δόντια. Στα επόμενα σχήματα απεικονίζονται (Σχήματα 39, 40, 41, 42 και 43) οι θέσεις των τριών ειδών φύλλων για κάθε πληθυσμό ξεχωριστά, καθώς και η θέση των τεσσάρων πληθυσμών. Στον πληθυσμό του Βερμίου φαίνεται ότι όλα τα είδη φύλλων ταυτίζονται, χωρίς να υπάρχει σημαντική μορφολογική ποικιλότητα μεταξύ αυτών. Παρατηρούμε μια ομοιόμορφη διασπορά των ατόμων γύρω από την αρχή των αξόνων, με τα φύλλα να είναι μικρά σε διαστάσεις, αριθμό πλευρικών νεύρων και δοντιών σε σύγκριση με τους υπόλοιπους πληθυσμούς (Σχήμα 39). Στον πληθυσμό της Κέλλης παρατηρούμε μια σχετική διάκριση μεταξύ των τριών ειδών φύλλων, όπου τα φύλλα των θερινών βλαστών τείνουν να ξεχωρίζουν και να συγκεντρώνονται στο 1ο τεταρτημόριο, δηλαδή είναι φύλλα μεγάλα με μεγάλο αριθμό πλευρικών νεύρων και δοντιών. Η διασπορά των τιμών δεν είναι ομοιόμορφή, έχουν μια 64

τάση από το κέντρο προς τα δεξιά των αξόνων, δηλαδή είναι φύλλα μεγαλύτερα σε σχέση με αυτά των υπόλοιπων πληθυσμών (Σχήμα 40).

1 PC2(26,010%) 0,8

0,6 B-PH B-SK 0,4 B-TH K-PH 0,2 K-SK K-TH 0 L-PH -1 -0,5 0 0,5 1 1,5 L-SK -0,2 PC1(51,673%) L-TH P-PH -0,4 P-SK P-TH -0,6

-0,8

-1

Σχήμα 38. Απεικόνιση είδους φύλλων ανά πληθυσμό ως προς τις κύριες συνιστώσες. Στον πληθυσμό του Άσκιου δεν παρατηρείται μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στα είδη των φύλλων, μόνο τα φύλλα των θερινών βλαστών τείνουν να ξεχωρίζουν και εμφανίζονται από το κέντρο προς τα δεξιά των αξόνων, δηλαδή είναι μεγάλα φύλλα που μοιάζουν με αυτά του πληθυσμού της Κέλλης. Η διασπορά των τιμών είναι σχετικά ομοιόμορφη γύρω από την αρχή των αξόνων με κάποιες τιμές των φύλλων των θερινών βλαστών να τείνουν προς τα δεξιά του κάθετου άξονα (Σχήμα 41). Στον πληθυσμό της Πρέσπας η διασπορά των τιμών είναι σχετικά ομοιόμορφη γύρω από την αρχή των αξόνων. Τα φύλλα των θερινών βλαστών τείνουν να ξεχωρίζουν προς το 1ο τεταρτημόριο και πλησιάζουν περισσότερο τον πληθυσμό του Βερμίου. Τα υπόλοιπα είδη φύλλων δεν παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές (Σχήμα 42).

65

PC2(26,010%)

PC1(51,673% )

Σχήμα 39. Απεικόνιση είδους φύλλων στον πληθυσμό του Βερμίου ως προς τις κύριες συνιστώσες.

PC2(26,010%)

PC1(51,673%)

Σχήμα 40. Απεικόνιση είδους φύλλων στον πληθυσμό της Κέλλης ως προς τις κύριες συνιστώσες.

66

PC2(26,010%)

PC1(51,673%)

Σχήμα 41. Απεικόνιση είδους φύλλων στον πληθυσμό του Άσκιου ως προς τις κύριες συνιστώσες.

PC2(26,010%)

PC1(51,673%)

Σχήμα 42. Απεικόνιση είδους φύλλων στον πληθυσμό της Πρέσπας ως προς τις κύριες συνιστώσες. 67

Προκύπτει ότι περισσότερο διαφοροποιημένος είναι ο πληθυσμός της Κέλλης, ενώ το αντίθετο σχεδόν ομοιογενής είναι ο πληθυσμός του Βερμίου. Ο ισχυρισμός επιβεβαιώνεται και από την ανάλυση της διακύμανσης κατά ένα παράγοντα, όπου για τον πληθυσμό της Κέλλης παρατηρήθηκαν περισσότερες στατιστικά σημαντικές διαφορές στις αρχικές μεταβλητές, που αφορούν τις κύριες συνιστώσες, ενώ για τον πληθυσμό του Βερμίου οι στατιστικά σημαντικές διαφορές είναι λιγότερες. Ο πληθυσμός της Κέλλης τείνει να είναι μεγαλύτερος σε διαστάσεις, σε αριθμό πλευρικών νεύρων και δοντιών, ενώ μικρότερος είναι αυτός του Βερμίου. Οι άλλοι δύο πληθυσμοί βρίσκονται ενδιάμεσα, με τον πληθυσμό του Άσκιου να πλησιάζει περισσότερο αυτόν της Κέλλης σε διαστάσεις, αριθμό πλευρικών νεύρων και δοντιών και τον πληθυσμό της Πρέσπας να πλησιάζει περισσότερο αυτόν του Βερμίου. Στο σύνολο τους οι πληθυσμοί έρευνας δεν ομαδοποιούνται με βάση τα γεωγραφικά τους χαρακτηριστικά (Σχήμα 43).

0,4 PC2(26,010%) 0,3

0,2 B 0,1 K

0 L -0,6 -0,4 -0,2 0 0,2 0,4 P -0,1

-0,2 PC1(51,673%) -0,3

Σχήμα 43. Απεικόνιση των πληθυσμών ως προς τις κύριες συνιστώσες.

68

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Για τη μελέτη της μορφολογικής ποικιλότητας της Q. trojana subsp. trojana διακρίθηκαν ως πιθανές πηγές μεταβλητότητας:  η θέση των βλαστών ως προς το φως, φύλλα φωτιζόμενων και σκιαζόμενων βλαστών,  ο χρόνος έκπτυξης των βλαστών, ανοιξιάτικοι και θερινοί βλαστοί και  η γεωγραφική θέση των πληθυσμών έρευνας. Κατά την εργασία στο πεδίο παρατηρήθηκε η ύπαρξη μεταβλητότητας κυρίως στην μορφή των φύλλων των θερινών βλαστών. Η στατιστική ανάλυση επιβεβαίωσε τις οπτικές παρατηρήσεις. Τα αποτελέσματα της περιγραφικής και μονομεταβλητής ανάλυσης έδειξαν τον τρόπο με τον οποίο ποικίλουν τα μελετώμενα χαρακτηριστικά στα είδη των φύλλων και στους πληθυσμούς έρευνας. Όσον αφορά τα είδη των φύλλων είναι μεγαλύτερα αυτά των θερινών βλαστών, ενώ φωτόφυλλα και σκιόφυλλα μπορούν να θεωρηθούν σχεδόν όμοια ως προς τα μελετώμενα χαρακτηριστικά. Το σχήμα των φύλλων ακολουθεί το ίδιο μοτίβο, δηλαδή τα φύλλα τείνουν να είναι επιμήκη και κυρίως ωοειδή, ακολουθούν τα ελλειψοειδή και τέλος τα αντίστροφα ωοειδή. Εκτός των σκιόφυλλων του πληθυσμού της Κέλλης, όπου το μεγαλύτερο ποσοστό των φύλλων είναι ελλειψοειδή, ακολουθούν τα ωοειδή και τέλος τα αντίστροφα ωοειδή. Τα μεγαλύτερα φύλλα ανήκουν στους θερινούς βλαστούς του πληθυσμού της Κέλλης, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται πως ολόκληρος ο πληθυσμός τείνει να έχει μεγαλύτερες τιμές στα χαρακτηριστικά από τους υπόλοιπους. Οι μικρότερες τιμές παρατηρήθηκαν κυρίως στον πληθυσμό του Βερμίου, με τον πληθυσμό της Πρέσπας να βρίσκεται αρκετά κοντά σε αυτόν. Ο πληθυσμός του Άσκιου τοποθετείται ανάμεσα στον πληθυσμό της Κέλλης και τους πληθυσμούς του Βερμίου και της Πρέσπας. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώνονται σε μεγάλο ποσοστό των παρατηρήσεων τόσο μεταξύ των ειδών φύλλων, όσο και μεταξύ των πληθυσμών. Σε γενικές γραμμές τα φύλλα των θερινών βλαστών είναι αυτά που τείνουν να ξεχωρίζουν. Όσον αφορά το εύρος διακύμανσης των χαρακτήρων ως προς τις βασικές ταξινομικές προσεγγίσεις εντοπίστηκαν μικρές ή μεγάλες διαφορές, με τη σημαντικότερη να αφορά στον αριθμό των δοντιών. Από την εκτέλεση της πολυμεταβλητής ανάλυσης προκύπτει πως οι μεταβλητές LW (πλάτος φύλλου) και LL (μήκος φύλλου) και οι μεταβλητές TE (αριθμός δοντιών) και UN (αριθμός πλευρικών νεύρων) είναι χαρακτηριστικές για τους πληθυσμούς και εκφράζουν το μεγαλύτερο ποσοστό της μεταβλητότητας. Τα φύλλα των θερινών βλαστών των πληθυσμών τείνουν να σχηματίσουν μια διαφοροποιημένη ομάδα (εκτός αυτών του πληθυσμού του Βερμίου), είναι μεγαλύτερα φύλλα με περισσότερα πλευρικά νεύρα και δόντια, ενώ σκιόφυλλα και φωτόφυλλα δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές και είναι πιο μικρά

69

φύλλα με λιγότερα πλευρικά νεύρα και δόντια. Στον πληθυσμό του Βερμίου εντοπίζουμε ομοιομορφία ως προς τα είδη των φύλλων, είναι φύλλα μικρά χωρίς μεγάλο αριθμό πλευρικών νεύρων και δοντιών. Στον πληθυσμό της Κέλλης διακρίνουμε τα τρία είδη φύλλων, με μεγαλύτερα τα φύλλα των θερινών βλαστών. Η διασπορά των τιμών τους δεν είναι ομοιόμορφη και προκύπτει ότι αυτός ο πληθυσμός έχει μεγαλύτερα φύλλα, μεγαλύτερο αριθμό πλευρικών νεύρων και δοντιών σε σχέση με τους υπόλοιπους πληθυσμούς. Στον πληθυσμό του Άσκιου δεν παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση στα τρία είδη των φύλλων. Τα φύλλα των θερινών βλαστών ξεχωρίζουν και μοιάζουν περισσότερο με αυτά του πληθυσμού της Κέλλης. Στον πληθυσμό της Πρέσπας η διασπορά των τιμών του πληθυσμού είναι σχετικά ομοιόμορφη. Διακρίνουμε τα φύλλα των θερινών βλαστών, τα οποία πλησιάζουν περισσότερο τον πληθυσμό του Βερμίου. Διακρίνουμε τη μεγαλύτερη μορφολογική ποικιλότητα στον πληθυσμό της Κέλλης και τη μικρότερη στον σχεδόν ομοιογενή πληθυσμό του Βερμίου, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την ανάλυση της διακύμανσης κατά ένα παράγοντα. Οι πληθυσμοί στο σύνολο τους δεν ομαδοποιούνται με βάση γεωγραφικά κριτήρια. Συνοψίζοντας διαπιστώθηκε ότι υπάρχει μια σχετική ομοιογένεια μέσα στους πληθυσμούς, καθώς και μεταξύ αυτών. Αυτό που ξεχωρίζει είναι τα φύλλα των θερινών βλαστών. Τους πληθυσμούς της Κέλλης και του Άσκιου χαρακτηρίζουν μεγαλύτερα φύλλα θερινών βλαστών, της Πρέσπας μικρότερα φύλλα θερινών βλαστών, ενώ τον πληθυσμό του Βερμίου χαρακτηρίζει μια ομοιομορφία σε όλα τα είδη φύλλων. Καμιά γεωγραφική ομαδοποίηση δεν προκύπτει στο σύνολο των πληθυσμών. Συνολικά διαπιστώθηκε ότι τα φύλλα των θερινών βλαστών της Q. trojana subsp. trojana τείνουν να εμφανίζονται μεγαλύτερα στα χαρακτηριστικά από τα υπόλοιπα είδη φύλλων και έδώ εντοπίζεται η σημαντικότερη πηγή διαφοροποίησης για το taxon στις συγκεκριμένες περιοχές έρευνας.

70

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Σκοπός της έρευνας ήταν η μελέτη της μορφολογικής ποικιλότητας και του βαθμού διαφοροποίησης των χαρακτηριστικών της Q. trojana subsp. trojana μέσα στους πληθυσμούς της και μεταξύ αυτών. Η έρευνα διενεργήθηκε σε τέσσερις περιοχές της Βόρειο – Κεντρικής Ελλάδας, από τις οποίες δύο στο Νομό Φλώρινας και δύο στο Νομό Κοζάνης, με μέσο υπερθαλάσσιο ύψος τα 1000 m και μεταξύ τους αποστάσεις που κυμαίνονται από 29,0 – 96,5 Km. Από κάθε πληθυσμό επιλέχθηκαν 30 άτομα και τελικά από κάθε άτομο μελετήθηκαν 5 φύλλα θερινών βλαστών, 5 φωτόφυλλα και 5 σκιόφυλλα. Σε κάθε φύλλο διενεργήθηκαν μετρήσεις που αφορούσαν 6 μορφολογικά χαρακτηριστικά (μήκος φύλλου, πλάτος φύλλου, απόσταση της βάσης του φύλλου μέχρι το μέγιστο πλάτος του, μήκος μίσχου, αριθμός δοντιών, αριθμός πλευρικών νεύρων) και υπολογίστηκαν 4 παραγόμενες μεταβλητές. Η στατιστική ανάλυση περιελάμβανε περιγραφική και μονομεταβλητή ανάλυση (ANOVA), καθώς και πολυμεταβλητή ανάλυση (PCA). Σε γενικές γραμμές διαπιστώθηκε σχετική ομοιογένεια μέσα στους πληθυσμούς, καθώς και μεταξύ αυτών. Επιπλέον, διαπιστώθηκε η τάση διαφοροποίησης των φύλλων των θερινών βλαστών, στα οποία εντοπίζεται η σημαντικότερη πηγή μορφολογικής ποικιλότητας του taxon στην περιοχή έρευνας. Λέξεις κλειδιά: Q. trojana subsp. trojana, μορφολογική ποικιλότητα, φύλλα

71

SUMMARY Morphological variation of Quercus trojana subsp. trojana in Greece. The purpose of the research was to study the morphological variation and degree of differentiation of the characteristics of Q. trojana subsp. trojana within populations and between them. The research was conducted in four regions of North - Central Greece, two of which were in the prefecture of Florina and two in the Kozani prefecture. The average altitude is 1000 m and the distance between the research areas varies from 29,0 - 96,5 Km. From each population were selected 30 individuals and finally from each individual were studied 5 of summer shoots, 5 leaves of light branches and 5 leaves of shade branches. Morphological measurements were performed on each (leaf length, leaf width, etc.). The measurements were subjected to statistical analysis, initially to descriptive and univariate analysis (ANOVA) and then followed by a multivariate analysis (PCA). Overall there was a relative homogeneity within populations and between them, those that tend to distinguish are the leaves of summer shoots and in them identified the most significant source of taxon’s morphological variation in the research areas. Key words: Q. trojana subsp. trojana, morphological variation, leaves

72

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ξενόγλωση Camus A. 1936-1954. Les chênes, Monographie du genre Quercus et Monographie du genre Lithocarpus. Encyclopédie Economique de Sylviculture. Vol. VI, VII, VIII. Editions Lechevalier (Paris). Christensen K.I. 1997. Quercus L. In: Strid, A & Tan, K. Flora Hellenica, vol. 1: pp. 42-50. Dickinson T.A., Parker W.H. & Strauss R.E. 1987. Another approach to leaf shape comparisons. Taxon 36(1): 1-20 Dimopoulos P., Raus Th., Bermeier E., Constantinidis Th, Iatrou G., Kokkini S., Strid A. & Tzanoudakis D. 2013. Vascular of Greece: An annotated checklist. Botanischer Garden und Botanisches Museum Berlin-Dahlem, Berlin, Hellenic Botanical Society, Athens (Englera 31), pp. 372. Gamisans J. & Herbrard J.-P. 1979. A propos de la végétation des forêts d’ Epire et de Macédoine greque occidentale. Doc. Phytosoc. N. s. 4:289-341. Govaerts R. & Frodin D.G. 1998. Fagales (Betulaceae, Corylaceae, Fagaceae and Ticodendraceae). The Royal Botanic Gardens, Kew. Hedge & Yaltirik. 1982. Quercus L. In: Davis, P.H. Flora of Turkey and the East Aegean Islands, pp. 659-683. Edinburgh University Press, Edinburgh. Hora B. 1981. The Oxford encyclopedia of of the world. Oxford University Press. Jalas J. & Suominen J. (ed.) 1976. Atlas Florae Europaeae, vol. 3. The Committee for Mapping the Flora of & Societas Biologica Fennica Vanamo, Helsinki. Image J. http://rsb.info.nih.gov/ij/ Landis, T. D.2012. Lammas Shoots in Nurseries and Plantations. Forest Nursery Notes. Lubbert R. 2006. The World Register of . Pub. Verlag, 396 pages. Menitsky Y.L. 2005. Oaks of Asia. Science Publishers, Enfield (NH) USA, 549 pages (original book in Russian, 1984). Negi S.S. & Naithany H.B. 1995. Oaks of India, Nepal and Bhutan. International Book Distributors, New Dehli, 266 pages. Neophytou Ch., Palli G., Dounavi A. & Aravanopoulos F.A. 2007. Morphological differentiation and hybridization between Quercus alnifolia Poech and Quercus coccifera L. (Fagaceae) in Cyprus. Silvae Genetica 56(6): 271-277. Nixon K.C. 1993α. The genus Quercus in Mexico. In Ramammoorthy T.P., Bye R., Lot A., Fa J. (eds). Biological diversity of Mexico: Origins and distribution, pp. 447-458, Oxford University Press.

73

Nixon K.C. 1993β. Infrageneric classification of Quercus (Fagaceae) and typification of sectional names. Ann. Sci. For. 50 (suppl. 1): 25s-34s. Papaioannou J.Κ. 1939. Quercus agriobalanidea, spec. ηον. (Eine neue Eichenart in Griechenland. Ihre pflanzengeographische Stellung und ihre forstwirtschaftliche Bedeutung).- Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, 14.

Pignatti S. 1982. Flora d’ Italia, vol. 1 Bologna Quercus Portal. https://w3.pierroton.inra.fr/QuercusPortal/ (Ανασύρθηκε στις 1/5/2014) Schwarz O. 1964. Quercus L. In: Tutin, T. G., Heywood, V. H., Burges, N. A., Valentine, D. H., Walters, S. M. and Webb, D. A. (eds) Flora Europaea, vol. 1: Lycopodiaceae to Platanaceae, pp. 61-64. Cambridge University Press, Cambridge. Schwarz O. 1993. Quercus L. In: Tutin, T. G., Burges, N. A., Chater, A.O., Edmondson, J.R., Heywood, V. H., Moore, D.M., Valentine, D. H., Walters, S. M. and Webb, D. A. (eds) Flora Europaea, vol. 1: Lycopodiaceae to Platanaceae, pp. 72-76. Cambridge University Press, Cambridge. SPSS Inc. Released 2008. SPSS Statistics for Windows, Version 17.0. Chicago: SPSS Inc Valencia S.A. 2004. Diversidad del genero Quercus (Fagaceae) en Mexico. Bol. Soc. Bot. Mex. 75:33-54. Watkins M.W. 2000. Monte Carlo PCA for Parallel Analysis [computer software]. State College, PA: Ed & Psych Associates. Zheng W.J. (ed.) 1985. Chinese Arboretum, Volume 2, Chinese Forestry press, Beijing. 2198- 2357 (in Chinese). Zielinski J., Petrova A. & Tomaszewski D. 2006. Quercus trojana subsp. yaltirikii (Fagaceae), a new subspecies from southern Turkey. – Willdenowia 36: 845-849. Ελληνική Αθανασιάδης Ν. 1985. Δασική Βοτανική (Συστηματική Σπερματοφύτων). Μέρος Ι. Εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη. Θεσσαλονίκη, σελ. 305. Αθανασιάδης Ν. 1986α. Δασική Βοτανική (Δέντρα και Θάμνοι των δασών της Ελλάδος). Μέρος II. Εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη. Θεσσαλονίκη, σελ. 309. Αθανασιάδης Ν. 1986β. Δασική φυτοκοινωνιολογία. Θεσσαλονίκη, σελ. 119. Αθανασιάδης, Ν. & Ελευθεριάδου Ε. 1995. Χλωρίδα δασών της Quercus trojana Webb (Quercus macedonica DC.) περιοχής Κοζάνης. Επιστ. Επετ. Τμ. Δασολ. & Φυσ. Περιβ. Α.Π.Θ. Λ Η/1: 124-158. Αραμπατζής Θ.Ι. 1998. Θάμνοι και δέντρα στην Ελλάδα, Τόμος Ι. Οικ. Κίν. Δράμας, Τ.Ε.Ι. Καβάλας. Δράμα, 292 σελ.

74

Γερασιμίδης Α. 2003. Φυτοκοινωνιολογική έρευνα σε δάση Quercus trojana Webb της Βόρειας Ελλάδας. Γεωτεχνικά Επιστημονικά Θέματα 14 (ΣΕΙΡΑ ΙΙ -No 1): 22-33. Γερασιμίδης Α. & Παρχαρίδου-Αναγνώστου Μ. 2003. Η δρυς και οι αρχαίοι Έλληνες. Πρακτικά 11ου Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου, σελ. 405-414, 2003, Ελληνική Δασολογική Εταιρεία. Διαπούλης Χ. 1968. Φυτογεωγραφική εξάπλωσις ιδία εν Ελλάδι της Quercus trojana. Biologia Gallo-Hellenica 1: 27-31. Ι.Γ.Μ.Ε. 1981, 1980, 1987, 1982. Γεωλογικός χάρτης της Ελλάδος, φύλλα Βεύης, Κοζάνης, Πόντγκορι-Ανταρτικού, Σιάτιστας, κλίμακα 1: 50.000 Αθήνα.

Κατακουζηνός Δ.Σ. 1967. Soil map of Greece – Σπύρος Σπύρου και Υιός ΟΕ, Αθήναι. Μαυρομμάτης Γ. 1980. Το βιοκλίμα της Ελλάδος. Σχέσεις κλίματος και φυσικής βλαστήσεως. Βιοκλιματικοί χάρτες. Δασική έρευνα 1: 1-63. Μιχάλτση Μ., Ελευθεριάδου Ε. & Θεοδωρόπουλος Κ. 2000. Συμβολή στη χλωρίδα δρυοδασών των δημοτικών διαμερισμάτων Βεύης και Αγίου Βαρθολομαίου (Νομός Φλώρινας). Επιστ. Επετ. Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόμος 43: 281-303. Μουντράκης Δ.Μ. 1985. Γεωλογία της Ελλάδας. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, σελ. 208. Ντάφης Σ. 1986. Δασική οικολογία. Εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη. Θεσσαλονίκη, σελ. 444. Παπαιωάννου Ι.Κ. 1940. Συμβολή εις την γεωγραφικήν εξάπλωσιν της Quercus trojana Webb εν Ελλάδι. Επιστ. Επετ. Γεωπ. & Δασ. Σχ., Παν. Θεσσαλονίκης, 1939-40. Σταματέλλος Γ., Καραμανώλης Δ., Στάμου Ν. & Παπαδόπουλος, Χ. 1996. Εφαρμογή της ανάλυσης σε κυρίες συνιστώσες (PCA) στην αξιολόγηση δασοδιαχειριστικών στοιχείων. Πρακτικά 7ου Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου, σελ. 357-363, 1996, Ελληνική Δασολογική Εταιρεία. Στεφανίδης Π. 1998. Πετρογραφία - Γεωλογία (Πανεπιστημιακές παραδόσεις). Σφήκας Γ. 2000. Τρία νέα υβρίδια του γένους Quercus στην Ελλάδα. Φύση 90: 12-13.

Φλόκας Α. 1997. Μαθήματα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας. Θεσσαλονίκη, σελ. 302. Χοχλιούρος Σ. 2005. Χλωριδική και φυτοκοινωνιολογική έρευνα του όρους Βερμίου - Οικολογική προσέγγιση. Διδακτορική Διατριβή, Πάτρα.

75

ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ

76

Φωτο-1. Βέρμιο: Quercus trojana subsp. trojana (καρποί).

Φωτο-2. Βέρμιο: Quercus trojana subsp. trojana (θερινοί βλαστοί).

77

Φωτο-3. Βέρμιο: Quercus trojana subsp. trojana.

Φωτο-4. Βέρμιο: Quercus trojana subsp. trojana.

78

Φωτο-5. Βέρμιο: Quercus trojana subsp. trojana.

Φωτο-6. Βέρμιο: Quercus trojana subsp. trojana.

79

Φωτο-7. Βέρμιο: Quercus trojana subsp. trojana.

Φωτο-8. Βέρμιο: Μίξη με άρκευθους.

80

Φωτο-9. Βέρμιο: Αραιό δάσος με Quercus trojana subsp. trojana.

Φωτο-10. Βέρμιο: Πετρώδες έδαφος.

81

Φωτο-11. Βέρμιο: Πετρώδες έδαφος.

Φωτο-12. Βέρμιο: Άποψη πλαγιάς.

82

Φωτο-13. Κέλλη: Quercus trojana subsp. trojana (κακόμορφα άτομα).

Φωτο-14. Κέλλη: Quercus trojana subsp. trojana (εύρωστα πρεμνοβλαστήματα).

83

Φωτο-15. Κέλλη: Quercus trojana subsp. trojana.

Φωτο-16. Κέλλη: Quercus trojana subsp. trojana.

84

Φωτο-17. Κέλλη: Quercus trojana subsp. trojana (προσβολή από μύκητες).

Φωτο-18. Κέλλη: Πετρώδες έδαφος.

85

Φωτο-19. Κέλλη: Πετρώδες έδαφος.

Φωτο-20. Κέλλη: Πετρώδες έδαφος.

86

Φωτο-21. Κέλλη: Άποψη πλαγιάς.

Φωτο-22. Κέλλη: Άποψη πλαγιάς.

87

Φωτο-23. Κέλλη: Άποψη πλαγιάς.

Φωτο-24. Κέλλη: Ευρύτερη περιοχή έρευνας.

88

Φωτο-25. Άσκιο: Quercus trojana subsp. trojana (θερινοί βλαστοί).

Φωτο-26. Άσκιο: Quercus trojana subsp. trojana (καρποί).

89

Φωτο-27. Άσκιο: Quercus trojana subsp. trojana (καρποί).

Φωτο-28. Άσκιο: Quercus trojana subsp. trojana.

90

Φωτο-29. Άσκιο: Quercus trojana subsp. trojana.

Φωτο-30. Άσκιο: Quercus trojana subsp. trojana.

91

Φωτο-31. Άσκιο: Quercus trojana subsp. trojana.

Φωτο-32. Άσκιο: Quercus trojana subsp. trojana.

92

Φωτο-33. Άσκιο: Quercus trojana subsp. trojana.

Φωτο-34. Άσκιο: Quercus trojana subsp. trojana.

93

Φωτο-35. Πρέσπα: Quercus trojana subsp. trojana (φωτόφυλλα).

Φωτο-36. Πρέσπα: Quercus trojana subsp. trojana (καρποί).

94

Φωτο-37. Πρέσπα: Quercus trojana subsp. trojana (καρποί).

Φωτο-38. Πρέσπα: Quercus trojana subsp. trojana.

95

Φωτο-39. Πρέσπα: Quercus trojana subsp. trojana.

Φωτο-40. Πρέσπα: Αραιό δάσος με Quercus trojana subsp. trojana.

96

Φωτο-41. Πρέσπα: Πετρώδες έδαφος.

Φωτο-42. Πρέσπα: Πετρώδες έδαφος (κακόμορφα άτομα Quercus trojana subsp. trojana).

97

Φωτο-43. Πρέσπα: Πετρώδες έδαφος.

Φωτο-44. Πρέσπα: Πετρώδες έδαφος.

98

Φωτο-45. Πρέσπα: Άποψη πλαγιάς (Μεγάλη Πρέσπα).

Φωτο-46. Πρέσπα: Άποψη πλαγιάς (Μεγάλη Πρέσπα).

99

Φωτο-47. Πρέσπα: Άποψη πλαγιάς (Μεγάλη Πρέσπα).

Φωτο-48. Πρέσπα: Άποψη πλαγιάς (Μεγάλη Πρέσπα).

100

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΝΤΥΠΟ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ: 1η(1-6), 2η(7-19),3η(20-26) και 4η(27-30) ΠΕΡΙΟΧΗ: ΚΕΛΛΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 8/9/2011, 19/9/2011,29/9/2011 και 30/9/2011 ΓΕΩΡΓ. ΠΛΑΤΟΣ: 40ο 47΄26.2΄΄ - 40ο 48΄25.4΄΄ ΓΕΩΓΡ. ΜΗΚΟΣ 21ο 42΄33.7΄΄ - 21ο 43΄15.4΄΄ ΥΨΟΜΕΤΡΟ: 921 m - 1127 m ΚΛΙΣΗ (%): ΕΠΙΠΕΔΟ - 40 % ΕΚΘΕΣΗ: Ν - ΝΑ ΓΕΩΓΡΑΦ. ΓΕΩΓΡΑΦ. ΔΑΣΟΠΟΝΙΚΗ Α/Α ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΕΚΘΕΣΗ ΚΛΙΣΗ(%) ΠΛΑΤΟΣ ΜΗΚΟΣ ΜΟΡΦΗ 1Ο 40ο 47΄59.3΄΄ 021ο 42΄36.6΄΄ 1067 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΞΑ-ΠΡΕ 2Ο 40ο 48΄01.7΄΄ 021ο 42΄41.2΄΄ 1065 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΞΑ-ΠΡΕ 3Ο 40ο 48΄06.3΄΄ 021ο 42΄44.8΄΄ 1082 Ν 20 ΕΞΑ-ΠΡΕ 4Ο 40ο 48΄01.4΄΄ 021ο 42΄46.0΄΄ 1068 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ 5Ο 40ο 47΄58.1΄΄ 021ο 42΄45.0΄΄ 1049 Ν 20 ΣΠΕΡΜΟ 6Ο 40ο 47΄53.5΄΄ 021ο 42΄44.6΄΄ 1052 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΕΡΜΟ 7Ο 40ο 47΄56.2΄΄ 021ο 42΄49.1΄΄ 1039 Ν 15 ΕΞΑ-ΠΡΕ 8Ο 40ο 48΄04.1΄΄ 021ο 42΄51.5΄΄ 1081 Ν 20 ΣΠΕΡΜΟ 9Ο 40ο 48΄06.9΄΄ 021ο 42΄53.5΄΄ 1097 Ν 40 ΕΞΑ-ΠΡΕ 10Ο 40ο 48΄10.4΄΄ 021ο 42΄51.8΄΄ 1115 Ν 10 ΣΠΕΡΜΟ 11Ο 40ο 48΄14.2΄΄ 021ο 42΄54.1΄΄ 1127 Ν 20 ΕΞΑ-ΠΡΕ 12Ο 40ο 48΄09.7΄΄ 021ο 42΄58.9΄΄ 1101 Ν 35 ΕΞΑ-ΠΡΕ 13Ο 40ο 48΄12.9΄΄ 021ο 43΄02.8΄΄ 1093 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΞΑ-ΠΡΕ 14Ο 40ο 48΄15.4΄΄ 021ο 43΄06.6΄΄ 1080 Ν 30 ΠΡΕΜΝΟ 15ο 40ο 48΄11.5΄΄ 021ο 43΄08.9΄΄ 1082 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΕΡΜΟ 16ο 40ο 48΄10.0΄΄ 021ο 43΄15.4΄΄ 1066 Ν 20 ΣΠΕΡΜΟ 17ο 40ο 48΄01.3΄΄ 021ο 42΄54.7΄΄ 1056 Ν 30 ΕΞΑ-ΠΡΕ 18ο 40ο 47΄58.9΄΄ 021ο 42΄51.3΄΄ 1042 Ν 20 ΕΞΑ-ΠΡΕ 19ο 40ο 48΄04.1΄΄ 021ο 43΄05.4΄΄ 1029 Ν 20 ΕΞΑ-ΠΡΕ 20ο 40ο 47΄29.7΄΄ 021ο 42΄35.3΄΄ 921 Ν 20 ΠΡΕΜΝΟ 21ο 40ο 47΄26.2΄΄ 021ο 42΄33.7΄΄ 940 Ν 20 ΣΠΕΡΜΟ 22ο 40ο 47΄32.5΄΄ 021ο 42΄37.1΄΄ 942 Ν 30 ΠΡΕΜΝΟ 23ο 40ο 47΄35.5΄΄ 021ο 42΄39.7΄΄ 940 Ν 25 ΣΠΕΡΜΟ 24ο 40ο 47΄37.4΄΄ 021ο 42΄45.4΄΄ 948 Ν 40 ΠΡΕΜΝΟ 25ο 40ο 47΄38.8΄΄ 021ο 42΄49.9΄΄ 972 Ν 30 ΣΠΕΡΜΟ 26ο 40ο 48΄25.4΄΄ 021ο 43΄03.1΄΄ 1099 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΞΑ-ΠΡΕ 27ο 40ο 47΄47.9΄΄ 021ο 42΄45.6΄΄ 1027 Ν 40 ΕΞΑ-ΠΡΕ 28ο 40ο 47΄43.8΄΄ 021ο 42΄51.7΄΄ 1011 Ν 30 ΠΡΕΜΝΟ 29ο 40ο 47΄43.1΄΄ 021ο 42΄45.5΄΄ 996 Ν 40 ΕΞΑ-ΠΡΕ 30ο 40ο 47΄42.5΄΄ 021ο 42΄37.2΄΄ 1014 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΞΑ-ΠΡΕ ΣΧΟΛΙΑ: *Εξατομικευμένο πρεμνοβλάστημα = ΕΞΑ-ΠΡΕ, σπερμοφυές =ΣΠΕΡΜΟ, πρεμνοβλάστημα = ΠΡΕΜΝΟ

101

ΕΝΤΥΠΟ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ: 1η (1-6),2η (7-10),3η (11-17),4η (18-22) και 5η (23-32) ΠΕΡΙΟΧΗ: ΛΙΒΕΡΑ -ΣΙΔΕΡΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 6/10/2011, 8/10/2011, 13/10/2011, 17/10/2011 και 18/10/2011 ΓΕΩΡΓ. ΠΛΑΤΟΣ: 40ο 23΄33.7΄΄ - 40ο 24΄03.3΄΄ ΓΕΩΓΡ. ΜΗΚΟΣ 21ο 40΄35.5΄΄ - 21ο 42΄04.4΄΄ ΥΨΟΜΕΤΡΟ: 908 m – 998 m ΚΛΙΣΗ (%): ΕΠΙΠΕΔΟ – 50 % ΕΚΘΕΣΗ: ΝΑ & ΝΔ ΓΕΩΓΡΑΦ. ΓΕΩΓΡΑΦ. ΔΑΣΟΠΟΝΙΚΗ Α/Α ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΕΚΘΕΣΗ ΚΛΙΣΗ(%) ΠΛΑΤΟΣ ΜΗΚΟΣ ΜΟΡΦΗ 1Ο 40ο 24΄01.9΄΄ 021ο 42΄04.0΄΄ 998 Ν 40 ΠΡΕΜΝΟ 2Ο 40ο 24΄03.3΄΄ 021ο 41΄59.9΄΄ 964 Ν 25 ΠΡΕΜΝΟ 3Ο 40ο 24΄01.4΄΄ 021ο 41΄56.1΄΄ 968 Ν 15 ΣΠΕΡΜΟ 4Ο 40ο 23΄33.7΄΄ 021ο 41΄12.8΄΄ 968 Ν 40 ΕΞΑ-ΠΡΕ 5Ο 40ο 23΄40.1΄΄ 021ο 41΄07.4΄΄ 960 Ν 20 ΠΡΕΜΝΟ 6Ο 40ο 23΄37.3΄΄ 021ο 41΄12.8΄΄ 946 Ν 15 ΕΞΑ-ΠΡΕ 7Ο 40ο 23΄42.7΄΄ 021ο 41΄01.6΄΄ 966 Ν 10 ΣΠΕΡΜΟ 8Ο 40ο 23΄45.0΄΄ 021ο 40΄55.0΄΄ 967 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΕΜΝΟ 9Ο 40ο 23΄41.6΄΄ 021ο 40΄54.4΄΄ 979 Ν 15 ΕΞΑ-ΠΡΕ 10Ο 40ο 23΄38.7΄΄ 021ο 41΄01.0΄΄ 982 Ν 30 ΠΡΕΜΝΟ 11Ο 40ο 23΄47.6΄΄ 021ο 40΄51.5΄΄ 967 Ν 20 ΠΡΕΜΝΟ 12Ο 40ο 23΄47.7΄΄ 021ο 40΄45.3΄΄ 960 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΕΜΝΟ 13Ο 40ο 23΄47.4΄΄ 021ο 40΄36.3΄΄ 937 Ν 30 ΠΡΕΜΝΟ 14Ο 40ο 23΄53.9΄΄ 021ο 40΄35.5΄΄ 947 Ν 10 ΕΞΑ-ΠΡΕ 15ο 40ο 23΄53.8΄΄ 021ο 40΄44.0΄΄ 945 Ν 10 ΠΡΕΜΝΟ 16ο 40ο 23΄52.0΄΄ 021ο 40΄49.2΄΄ 954 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΞΑ-ΠΡΕ 17ο 40ο 23΄50.7΄΄ 021ο 40΄55.6΄΄ 918 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΞΑ-ΠΡΕ 18ο 40ο 23΄39.4΄΄ 021ο 41΄21.0΄΄ 910 Ν 10 ΕΞΑ-ΠΡΕ 19ο 40ο 23΄43.5΄΄ 021ο 41΄16.3΄΄ 910 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΕΜΝΟ 20ο 40ο 23΄47.4΄΄ 021ο 41΄12.8΄΄ 908 Ν 20 ΕΞΑ-ΠΡΕ 21ο 40ο 23΄52.6΄΄ 021ο 41΄11.0΄΄ 929 Ν 15 ΕΞΑ-ΠΡΕ 22ο 40ο 23΄54.6΄΄ 021ο 41΄06.5΄΄ 929 Ν 25 ΠΡΕΜΝΟ 23ο 40ο 23΄38.4΄΄ 021ο 41΄16.4΄΄ 924 Ν 50 ΣΠΕΡΜΟ 24ο 40ο 23΄41.5΄΄ 021ο 41΄12.9΄΄ 929 Ν 50 ΣΠΕΡΜΟ 25ο 40ο 23΄44.7΄΄ 021ο 41΄08.4΄΄ 934 Ν 50 ΕΞΑ-ΠΡΕ 26ο 40ο 23΄47.9΄΄ 021ο 41΄05.4΄΄ 930 Ν 50 ΠΡΕΜΝΟ 27ο 40ο 23΄51.2΄΄ 021ο 41΄02.7΄΄ 951 Ν 30 ΠΡΕΜΝΟ 28ο 40ο 23΄54.0΄΄ 021ο 40΄57.5΄΄ 944 Ν 25 ΠΡΕΜΝΟ 29ο 40ο 23΄58.5΄΄ 021ο 40΄55.9΄΄ 935 Ν 15 ΠΡΕΜΝΟ 30ο 40ο 23΄59.4΄΄ 021ο 40΄49.4΄΄ 950 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΕΜΝΟ 31ο 40ο 23΄59.7΄΄ 021ο 40΄42.1΄΄ 953 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΕΡΜΟ 32ο 40ο 23΄59.7΄΄ 021ο 40΄36.0΄΄ 939 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΕΡΜΟ ΣΧΟΛΙΑ: *Εξατομικευμένο πρεμνοβλάστημα = ΕΞΑ-ΠΡΕ, σπερμοφυές =ΣΠΕΡΜΟ, πρεμνοβλάστημα = ΠΡΕΜΝΟ

102

ΕΝΤΥΠΟ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ: 1η (1-11) και 2η (12-30) ΠΕΡΙΟΧΗ: ΠΡΕΣΠΑ (ΠΥΛΗ - ΨΑΡΑΔΕΣ) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 23/9/2012 και 28/9/2012 ΓΕΩΡΓ. ΠΛΑΤΟΣ: 40ο 46΄55.03΄΄ - 40ο 49΄20.22΄΄ ΓΕΩΓΡ. ΜΗΚΟΣ 21ο 0΄0.18΄΄ - 21ο 3΄7.71΄΄ ΥΨΟΜΕΤΡΟ: 921 m – 1062 m ΚΛΙΣΗ (%): ΕΠΙΠΕΔΟ – 50 % ΕΚΘΕΣΗ: ΒΔ – Β – ΒΑ ΓΕΩΓΡΑΦ. ΓΕΩΓΡΑΦ. ΔΑΣΟΠΟΝΙΚΗ Α/Α ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΕΚΘΕΣΗ ΚΛΙΣΗ(%) ΠΛΑΤΟΣ ΜΗΚΟΣ ΜΟΡΦΗ 1Ο 40ο46΄55.03΄΄ 21ο 0΄25.12΄΄ 961 Ν 15 ΣΠΕΡΜΟ 2Ο 40ο47΄20.85΄΄ 21ο 0΄33.08΄΄ 960 Ν 10 ΣΠΕΡΜΟ 3Ο 40ο47΄23.20΄΄ 21ο 0΄38.65΄΄ 1001 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΕΜΝΟ 4Ο 40ο47΄22.21΄΄ 21ο 0΄44.20΄΄ 965 Ν 5 ΠΡΕΜΝΟ 5Ο 40ο47΄22.59΄΄ 21ο 0΄49.82΄΄ 979 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΕΜΝΟ 6Ο 40ο47΄26.00΄΄ 21ο 0΄52.82΄΄ 970 Ν 10 ΠΡΕΜΝΟ 7Ο 40ο47΄28.70΄΄ 21ο 0΄49.33΄΄ 1002 Ν 35 ΣΠΕΡΜΟ 8Ο 40ο47΄29.10΄΄ 21ο 0΄43.77΄΄ 1002 Ν 50 ΠΡΕΜΝΟ 9Ο 40ο47΄27.55΄΄ 21ο 0΄40.12΄΄ 990 Ν 40 ΠΡΕΜΝΟ 10Ο 40ο47΄26.60΄΄ 21ο 0΄35.81΄΄ 979 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΕΜΝΟ 11Ο 40ο47΄24.42΄΄ 21ο 0΄33.31΄΄ 964 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΕΡΜΟ 12Ο 40ο47΄32.65΄΄ 21ο 0΄29.35΄΄ 978 Ν 10 ΣΠΕΡΜΟ 13Ο 40ο48΄17.83΄΄ 21ο 0΄10.98΄΄ 1027 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΕΜΝΟ 14Ο 40ο48΄20.64΄΄ 21ο 0΄5.52΄΄ 1030 Ν 20 ΠΡΕΜΝΟ 15ο 40ο48΄19.92΄΄ 21ο 0΄0.18΄΄ 1032 Ν 20 ΠΡΕΜΝΟ 16ο 40ο48΄23.33΄΄ 21ο 0΄0.37΄΄ 1019 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΕΜΝΟ 17ο 40ο48΄26.98΄΄ 21ο 0΄1.10΄΄ 1031 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΕΜΝΟ 18ο 40ο48΄29.18΄΄ 21ο 0΄4.71΄΄ 1038 Ν 30 ΠΡΕΜΝΟ 19ο 40ο48΄28.23΄΄ 21ο 0΄11.84΄΄ 1007 Ν 10 ΣΠΕΡΜΟ 20ο 40ο48΄36.59΄΄ 21ο 0΄14.19΄΄ 1062 Ν 50 ΠΡΕΜΝΟ 21ο 40ο49΄17.11΄΄ 21ο 2΄28.14΄΄ 921 Ν 40 ΠΡΕΜΝΟ 22ο 40ο49΄18.08΄΄ 21ο 2΄31.89΄΄ 929 Ν 30 ΠΡΕΜΝΟ 23ο 40ο49΄14.12΄΄ 21ο 2΄32.96΄΄ 945 Ν 20 ΠΡΕΜΝΟ 24ο 40ο49΄11.74΄΄ 21ο 2΄31.02΄΄ 936 Ν 40 ΠΡΕΜΝΟ 25ο 40ο49΄17.72΄΄ 21ο 2΄36.60΄΄ 953 Ν 20 ΠΡΕΜΝΟ 26ο 40ο49΄20.22΄΄ 21ο 2΄40.38΄΄ 954 Ν 20 ΠΡΕΜΝΟ 27ο 40ο49΄14.35΄΄ 21ο 2΄42.05΄΄ 987 Ν 40 ΠΡΕΜΝΟ 28ο 40ο49΄16.47΄΄ 21ο 2΄46.05΄΄ 986 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΕΜΝΟ 29ο 40ο49΄18.69΄΄ 21ο 2΄50.56΄΄ 1009 Ν 25 ΠΡΕΜΝΟ 30ο 40ο49΄10.28΄΄ 21ο 3΄7.71΄΄ 1059 Ν 50 ΠΡΕΜΝΟ ΣΧΟΛΙΑ: *Εξατομικευμένο πρεμνοβλάστημα = ΕΞΑ-ΠΡΕ, σπερμοφυές =ΣΠΕΡΜΟ, πρεμνοβλάστημα = ΠΡΕΜΝΟ

103

ΕΝΤΥΠΟ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ: 1η (1-6), 2η (7-15), 3η (16-23) και 4η (24-30) ΠΕΡΙΟΧΗ: ΡΥΑΚΙ - ΒΟΣΚΟΧΩΡΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 19/10/2012, 21/10/2012, 24/10/2012 και 3/11/2012 ΓΕΩΡΓ. ΠΛΑΤΟΣ: 40ο 22΄36.30΄΄ - 40ο 25΄8.36΄΄ ΓΕΩΓΡ. ΜΗΚΟΣ 21ο 57΄10.90΄΄ - 22ο 1΄41.86΄΄ ΥΨΟΜΕΤΡΟ: 837 m – 1155 m ΚΛΙΣΗ (%): ΕΠΙΠΕΔΟ – 80 % ΕΚΘΕΣΗ: ΝΔ - Ν ΓΕΩΓΡΑΦ. ΓΕΩΓΡΑΦ. ΔΑΣΟΠΟΝΙΚΗ Α/Α ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΕΚΘΕΣΗ ΚΛΙΣΗ(%) ΠΛΑΤΟΣ ΜΗΚΟΣ ΜΟΡΦΗ 1Ο 40ο23΄44.27΄΄ 22ο 0΄42.69΄΄ 982 Ν 70 ΣΠΕΡΜΟ 2Ο 40ο23΄47.44΄΄ 22ο 0΄40.18΄΄ 976 Ν 80 ΣΠΕΡΜΟ 3Ο 40ο23΄51.02΄΄ 22ο 0΄46.81΄΄ 1003 Ν 80 ΣΠΕΡΜΟ 4Ο 40ο23΄54.90΄΄ 22ο 0΄40.55΄΄ 1033 Ν 80 ΣΠΕΡΜΟ 5Ο 40ο23΄58.42΄΄ 22ο 0΄37.48΄΄ 1036 Ν 80 ΣΠΕΡΜΟ 6Ο 40ο24΄2.47΄΄ 22ο 0΄46.61΄΄ 1065 Ν 40 ΣΠΕΡΜΟ 7Ο 40ο23΄56.61΄΄ 22ο 0΄43.51΄΄ 1066 Ν 40 ΣΠΕΡΜΟ 8Ο 40ο23΄55.77΄΄ 22ο 0΄49.39΄΄ 1068 Ν 70 ΣΠΕΡΜΟ 9Ο 40ο23΄58.12΄΄ 22ο 0΄52.16΄΄ 1101 Ν 60 ΣΠΕΡΜΟ 10Ο 40ο23΄59.66΄΄ 22ο 0΄43.89΄΄ 1078 Ν 10 ΣΠΕΡΜΟ 11Ο 40ο25΄7.02΄΄ 21ο 57΄4.75΄΄ 1014 Ν 50 ΠΡΕΜΝΟ 12Ο 40ο25΄8.36΄΄ 21ο 57΄10.90΄΄ 1012 Ν 50 ΣΠΕΡΜΟ 13Ο 40ο25΄12.93΄΄ 21ο 57΄6.73΄΄ 1049 Ν 40 ΣΠΕΡΜΟ 14Ο 40ο25΄15.71΄΄ 21ο 57΄8.26΄΄ 1037 Ν 50 ΠΡΕΜΝΟ 15ο 40ο25΄12.78΄΄ 21ο 57΄26.09΄΄ 1155 Ν 80 ΠΡΕΜΝΟ 16ο 40ο24΄18.41΄΄ 22ο 0΄40.62΄΄ 914 Ν 60 ΠΡΕΜΝΟ 17ο 40ο24΄20.46΄΄ 22ο 0΄44.34΄΄ 918 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΕΡΜΟ 18ο 40ο24΄33.15΄΄ 22ο 0΄56.52΄΄ 947 Ν ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΕΡΜΟ 19ο 40ο24΄31.52΄΄ 22ο 1΄14.89΄΄ 1042 Ν 80 ΣΠΕΡΜΟ 20ο 40ο24΄34.28΄΄ 22ο 1΄33.95΄΄ 1092 Ν 80 ΣΠΕΡΜΟ 21ο 40ο24΄37.08΄΄ 22ο 1΄25.00΄΄ 1096 Ν 15 ΣΠΕΡΜΟ 22ο 40ο24΄7.24΄΄ 22ο 1΄3.98΄΄ 1101 Ν 70 ΣΠΕΡΜΟ 23ο 40ο24΄5.66΄΄ 22ο 0΄57.16΄΄ 1052 Ν 50 ΣΠΕΡΜΟ 24ο 40ο22΄36.30΄΄ 22ο 1΄37.95΄΄ 837 Ν 20 ΣΠΕΡΜΟ 25ο 40ο22΄38.67΄΄ 22ο 1΄41.86΄΄ 863 Ν 50 ΣΠΕΡΜΟ 26ο 40ο22΄41.34΄΄ 22ο 1΄40.30΄΄ 878 Ν 60 ΣΠΕΡΜΟ 27ο 40ο22΄43.84΄΄ 22ο 1΄38.91΄΄ 887 Ν 30 ΠΕΡΜΝΟ 28ο 40ο22΄43.28΄΄ 22ο 1΄32.78΄΄ 894 Ν 50 ΠΡΕΜΝΟ 29ο 40ο22΄46.74΄΄ 22ο 1΄22.29΄΄ 878 Ν 60 ΣΠΕΡΜΟ 30ο 40ο22΄41.88΄΄ 22ο 1΄26.16΄΄ 854 Ν 40 ΣΠΕΡΜΟ ΣΧΟΛΙΑ: *Εξατομικευμένο πρεμνοβλάστημα = ΕΞΑ-ΠΡΕ, σπερμοφυές =ΣΠΕΡΜΟ, πρεμνοβλάστημα = ΠΡΕΜΝΟ

104