ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ

Προσδιορισμός του παλαιοπεριβάλλοντος στη λιμνοθάλασσα της Λογαρού τα τελευταία 10.000 χρόνια με τη βοήθεια μικροαπολιθωμάτων

Εργαστήριο Παλαιοντολογίας και Στρωματογραφίας

Επιβλέπων καθηγητής: Γεώργιος Ηλιόπουλος Ανδρέας Κωστής 08065

0

ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ

Προσδιορισμός του παλαιοπεριβάλλοντος στη λιμνοθάλασσα της Λογαρού τα τελευταία 10.000 χρόνια με τη βοήθεια μικροαπολιθωμάτων Εργαστήριο Παλαιοντολογίας και Στρωματογραφίας

Επιβλέπων Καθηγητής: Γεώργιος Ηλιόπουλος Ανδρέας Κωστής 08065 7/9/2014

1

Αφιερώνω αυτή τη διπλωματική εργασία στη μνήμη του πατέρα μου, Θεοφάνη Κωστή, που μας άφησε νωρίς.

2

Ευχαριστίες

Θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια μου, για την αμέριστη συμπαράσταση, την υπομονή και την ψυχολογική υποστήριξη. Τα αδέρφια μου, Φίλιππο και Γιώργο, που ως μεγαλύτεροι και με περισσότερες εμπειρίες, μου έδωσαν συμβουλές και καθοδήγηση. Ιδιαίτερα θέλω να ευχαριστήσω τη μητέρα μου Καλλιόπη, για την οικονομική στήριξη, και όχι μόνο, όλα αυτά τα χρόνια.

Θέλω να ευχαριστήσω τους: Αγγέλη Στρατούλα, Αρναούτη Μάριο, Βαθρακοκοίλη Ιάκωβο, Θεοδωροπούλου Θεοδώρα, Καλύβα Μάρω, Μόφορη Λεωνίδα, Μποτζιολή Χρύσανθο, Φιλιππάκο Γεώργιο και τον Χατζηλεοντιάδη Παναγιώτη, για τις πολλές ωραίες ώρες χαράς, διασκέδασης, γέλιου, στήριξης και διαβάσματος, που περάσαμε μαζί όλα τα φοιτητικά μας χρόνια.

Ξεχωριστά, θέλω να ευχαριστήσω τον καθηγητή μου και επιβλέποντα της τωρινής διπλωματικής μου εργασίας, επίκουρο καθηγητή της γεωλογίας Ηλιόπουλο Γεώργιο, για την υπομονή, την καθοδήγηση, την ανοχή και τη γνώση που μου έδωσε και τη βοήθεια, ώστε να διεκπεραιωθεί το πειραματικό και το συγγραφικό μέρος της εργασίας.

Θέλω επίσης, να ευχαριστήσω την υποψήφια διδάκτορα της γεωλογίας, Πηνελόπη Παπαδοπούλου, για την πολύτιμη βοήθειά της στην αναγνώριση των οστρακωδών στα δείγματα της διπλωματικής μου εργασίας.

Ευχαριστώ τους καθηγητές, τους βοηθούς εργαστηρίων της σχολής γεωλογίας Πατρών, για την γνώση που μας πρόσφεραν και μας προσφέρουν.

Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω τους συμφοιτητές μου που ήμασταν μαζί στο εργαστήριο και μοιραστήκαμε εκείνες τις δύσκολες ώρες πάνω στα μικροσκόπια και στα δείγματα.

3

Περιεχόμενα

1. Σκοπός ...... 6

2. Εισαγωγή ...... 6

2.1 Λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα ...... 6

2.2 Λιμνοθάλασσες της Ελλάδας ...... 8

2.3 Αμβρακικός κόλπος ...... 8

2.4 Γεωλογία και τρόπος δημιουργίας Αμβρακικού κόλπου ...... 12

2.5 Λιμνοθάλασσες Αμβρακικού κόλπου ...... 13 2.5.1 Τρόπος δημιουργίας, γενικές πληροφορίες, πόσες και ποιες είναι ...... 13 2.5.2 Μεγάλες λιμνοθάλασσες Αμβρακικού ...... 15 2.5.3 Λιμνοθάλασσα Ροδιά ...... 15 2.5.4 Λιμνοθάλασσα Τσουκαλιό...... 16 2.5.5 Λιμνοθάλασσα Λογαρού ...... 16

2.6 Ιζηματολογικά χαρακτηριστικά ...... 17 2.6.1 Ίζημα κόλπου ...... 17 2.6.2 Ίζημα πυρήνα ...... 17

2.7 Συνομοταξίες και Ομοταξίες οργανισμών στα δείγματα ...... 19 2.7.1 Τρηματοφόρα ...... 19 2.7.2 Οστρακώδη ...... 22 2.7.3 Γαστερόποδα ...... 25 2.7.4 Δίθυρα ...... 29 2.7.5 Βρυόζωα ...... 32 2.7.6 Γυρεόκοκκοι ...... 35

3. Υλικά και μέθοδοι ...... 35

4. Πίνακες, Αποτελέσματα δειγμάτων ...... 40

5. Συστηματική ταξινόμηση ...... 54

5.1 Τρηματοφόρα ...... 54

4

5.1.1 Rotaliata ...... 54 5.1.2 Miliolata ...... 61

5.2 Οστρακώδη ...... 66

5.3 Γαστερόποδα ...... 71

5.4 Δίθυρα ...... 78

6. Συζήτηση των Αποτελεσμάτων ...... 83

7. Συμπεράσματα ...... 88

7.1 Περιβάλλοντα κόλπου ...... 88 7.1.1 Ανώτερη ζώνη ...... 89 7.1.2 Μέση ζώνη ...... 89 7.1.3 Κατώτερη ζώνη ...... 89 7.1.4 Σύγκριση αποτελεσμάτων ...... 91

7.2 Συμβάν 3.000 χρόνων πριν ...... 91

8. Βιβλιογραφία ...... 92

5

1. Σκοπός

Σκοπός της διπλωματικής εργασίας είναι να βρεθεί η εξέλιξη του παλαιοπεριβάλλοντος, κατά τη διάρκεια του Ολοκαίνου, όπως αλατότητα, ποσοστό οξυγόνου κ.τ.λ., στη λιμνοθάλασσα της Λογαρού, η οποία βρίσκεται στη λεκάνη του Αμβρακικού. Αυτή η μελέτη ολοκληρώνει την ιζηματολογική μελέτη, που είχε γίνει παλαιότερα σε μια πυρηνοληψία στο φραγμό της λιμνοθάλασσας. Η μελέτη μπορεί να υποστηρίξει τη θεωρία της μερικής βύθισης της χερσονήσου της Πρέβεζας, στην περιοχή Μάζωμα, κατά τη διάρκεια του Ολοκαίνο.

2. Εισαγωγή

2.1 Λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα

Ως λιμνοθάλασσα ορίζουμε μια λίμνη με πολύ μικρά βάθη πυθμένα που ενώνεται με τη θάλασσα, με στενή δίοδο, ή χωρίζεται από αυτή με φράγμα άμμου (αμμονησίδα) ή τμήμα χαμηλής προσχωσιγενούς ξηράς. Λόγω της σύνθεσής της με τη θάλασσα, η λιμνοθάλασσα έχει διαφορετική περιεκτικότητα του νερού σε άλατα, τόσο από τις λίμνες όσο και από τη θάλασσα. Τα νερά των λιμνοθαλασσών γενικά, χαρακτηρίζονται υφάλμυρα. Αποτελούν τη μεταβατική ζώνη ανάμειξης γλυκών και θαλάσσιων νερών και γι’ αυτό το λόγο χαρακτηρίζονται ως μεταβατικά ύδατα (υδρία ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τόμος 36, σελίδα 343). Λιμνοθάλασσες μπορούν να βρεθούν σε όλες τις ηπείρους, από τους τροπικούς μέχρι και τους πόλους, αλλά είναι πιο σπάνιες σε υψηλά γεωγραφικά πλάτη (Nichols and Allen, 1981).

Εικόνα 1: Λιμνοθάλασσα Γκαραμπογκάζκολ, Τουρμενιστάν. Μία από τις μεγαλύτερες λιμνοθάλασσες του κόσμου. Στα δυτικά φαίνεται ο φραγμός που κόβει την Κασπία θάλασσα από τη λιμνοθάλασσα. (Δορυφορική εικόνα. Wikipedia, the free encyclopedia. http://en.wikipedia.org/wiki/File:Kara_bogaz_gol.jpg. This page was last modified on 18 August 2014 at 16:48).

6

Τα λιμνοθαλάσσια ύδατα θεωρούνται μεταβατικά ύδατα, καθώς είναι αποδέκτες γλυκών νερών από ποταμούς, χείμαρρους κ.τ.λ. και επειδή η επικοινωνία με τη θάλασσα δεν είναι ευρεία, αλλά είναι περιορισμένη. Παρόλα αυτά τα ύδατα μιας λιμνοθάλασσας μπορεί να κυμαίνονται από υφάλμυρα έως και υπερύαλα νερά. Η τιμή της αλατότητας εξαρτάται από τον τύπο της λιμνοθάλασσας και από τις εποχιακές διακυμάνσεις. Η θερμοκρασία μιας λιμνοθάλασσας χαρακτηρίζεται από έντονες διακυμάνσεις που εξαρτώνται από τη θερμοκρασία του αέρα και τις υδραυλικές ανταλλαγές (ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. Ν., 2011. Σελίδα 9).

Από άποψη γεωλογικής προέλευσης, οι λιμνοθάλασσες ανήκουν σε δύο κατηγορίες: σε αυτές που ήταν άλλοτε τμήματα της θάλασσας και χωρίστηκαν από αυτή με διάφορες προσχώσεις θίνες ή με μετακινήσεις του φλοιού της γης, την εποχή του σχηματισμού των ακτών, και σε αυτές που ήταν λίμνες και ενώθηκαν με τη θάλασσα. Οι λιμνοθάλασσες είναι εφήμεροι σχηματισμοί, που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χιλιάδες χρόνια (ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. Ν., 2011. Σελίδα 9).

Η δημιουργία των αμμονησίδων των λιμνοθαλασσών σε μια παράκτια περιοχή είναι αποτέλεσμα συνδυασμένης δράσης αμμωδών ακτών χαμηλού αναγλύφου, εκβολών ποταμών ή χειμάρρων και δράση παράκτιων ρευμάτων και παλίρροιας. Η επέκτασή τους περιορίζεται από τον κυματισμό Εικόνα 2: Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου. Νότια είναι ο που διαβρώνει τις νησίδες. Λόγω φραγμός που δημιουργήθηκε από τη συνδυαστική των παλιρροιών η απομόνωση δράση ποταμού και κυμάτων. (Από Google Earth) δεν είναι πλήρης (υδρία ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τόμος 36, σελίδα 343). Για τη διατήρηση της αμμονησίδας πρέπει στην περιοχή να ισχύει ένα ισοζύγιο διάβρωσης με απόθεση ιζηματογενούς υλικού, ώστε η νησίδα να μην καταστρέφεται και η λιμνοθάλασσα να μην μπαζώνει (Αβραμίδης, 2014). Ανάλογα με τη μορφή επικοινωνίας οι λιμνοθάλασσες χωρίζονται σε:

 Λιμνοθάλασσες εκβολής (δημιουργούνται στις εκβολές ποταμών)  Ανοικτές λιμνοθάλασσες (κυριαρχεί η δράση ρευμάτων, της παλίρροιας και των κυμάτων)  Μερικώς κλειστές λιμνοθάλασσες (η δημιουργία της νησίδας έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, με την κυρίαρχη δράση παράκτιων ρευμάτων και κυματισμού)

7

 Κλειστές λιμνοθάλασσες (η επικοινωνία με τη θάλασσα είναι τεχνητή ή εποχιακή)

(ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. Ν., 2011. Σελίδα 8)

Η βλάστηση στις λιμνοθάλασσες είναι πολλές φορές πυκνή και σχηματίζεται από θαλασσινά φύκη και μακρόφυτα, κυρίως των γενών Zostera, Claetomorpha και Ruppia. Σε λιμνοθάλασσες με μικρό βαθμό αλμυρότητας, κυρίως στις εκβολές ποταμών κυριαρχούν τα καλάμια και τα χαρόφυτα. Στον πυθμένα της λιμνοθάλασσας η βλάστηση είναι μεταβλητή. Συχνά, στις λιμνοθάλασσες συγκεντρώνεται για μικρό χρονικό διάστημα μεγάλος αριθμός ψαριών. Η αιτία αυτής της συγκέντρωσης είναι η μεγάλη συγκέντρωση ιχθυοτροφής (πλαγκτόν). Οι πλαγκτονικοί οργανισμοί που παρουσιάζονται είναι νηριτικού περιβάλλοντος. Από τους οργανισμούς και ειδικότερα από τους μικροοργανισμούς, που βρίσκονται μέσα στους ορίζοντες ιζήματος, μπορούμε να καθορίσουμε τις συνθήκες που επικρατούσαν σε παλαιότερες περιόδους (υδρία ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τόμος 36, σελίδα 343).

2.2 Λιμνοθάλασσες της Ελλάδας

Η κατανομή των λιμνοθαλασσών στον ελλαδικό χώρο φαίνεται να χωρίζονται σε δύο γεωγραφικές ζώνες. Η πρώτη ζώνη είναι στη δυτική Ελλάδα και η δεύτερη στη βορειοδυτική Ελλάδα. Γενικότερα στην Ελλάδα υπάρχουν 60 λιμνοθάλασσες που καλύπτουν μια έκταση περίπου 350.000 στρεμμάτων. Η μεγαλύτερη λιμνοθάλασσα της Ελλάδος είναι αυτή του Μεσολογγίου (ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. Ν., 2011. Σελίδα 9). Η πιο γνωστή λιμνοθάλασσα της Ελλάδος είναι αυτή του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού (εικόνα 2).

2.3 Αμβρακικός Κόλπος

Ο Αμβρακικός κόλπος (εικόνα 3) βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Ελλάδας και είναι μαζί με τον Παγασητικό κόλπο οι μεγαλύτεροι κλειστοί κόλποι στη χώρα. Έχει γεωγραφικές συντεταγμένες: Βόρειο γεωγραφικό πλάτος: 30ο 50' – 39ο 10' - Ανατολικό γεωγραφικό μήκος: 20ο 40' – 21ο 101' (Διαδικτυακή Πύλη της δυτικής Ελλάδας. http://www.agro-tour.net).

Είναι ο μεγαλύτερος κόλπος της Δυτικής Ελλάδας και είναι ένας από τους μεγαλύτερους κόλπους της Μεσογείου. Είναι επίσης γνωστός και ως κόλπος της Άρτας ή Αμπρακικός. Οφείλει το όνομά του στην αρχαία πόλη της Αμβρακίας, στη θέση της σημερινής πόλης της Άρτας. Οι πιο σημαντικές πόλεις που βρίσκονται

8

κοντά είναι η Άρτα, η Αμφιλοχία και η Πρέβεζα. Ο Αμβρακικός κόλπος βρίσκεται στη λεκάνη της Πίνδου και περιορίζεται στα νότια και ανατολικά από το νομό της Αιτωλοακαρνανίας, στα βόρεια από το νομό της Άρτας και δυτικά από το νομό της Πρέβεζας. Έτσι αποκόπτεται από το Ιόνιο πέλαγος περιορίζοντας την επικοινωνία του από ένα στενό πέρασμα που ονομάζεται στενό της Πρέβεζας. Ο σχεδόν κλειστός κόλπος του Αμβρακικού έχει μέγιστο μήκος περίπου 35 km και μέγιστο πλάτος περίπου 1 km. Έχει εμβαδό 405 στρέμματα και οι λιμνοθάλασσές του έχουν έκταση περίπου 61 στρέμματα. Ο Αμβρακικός κόλπος έχει μέτριο βάθος, που κυμαίνεται από 25 έως 35 μέτρα από την είσοδο του κόλπου μέχρι το μέσον, ενώ από τα μέσα των εκβολών του Αράχθου μέχρι τον όρμο του Λουτρακίου παρατηρούνται μεγαλύτερα βάθη και έχουμε ένα μέγιστο βάθος 60 μέτρων κοντά στον όρμο Λουτρακίου (υδρία ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τόμος 6, σελίδα 453).

Εικόνα 3: Αμβρακικός κόλπος και η τοποθέτησή του στο χώρο της Ελλάδος (Avramidis et al., 2014)

Στα στενά Ακτίου-Πρέβεζας (εικόνα 4) παρατηρούμε ένα επιφανειακό θαλάσσιο ρεύμα εξόδου από τον κόλπο και ένα υποεπιφανειακό ρεύμα που εισέρχεται στον κόλπο. Τα ρεύματα αυτά σε συνδυασμό με τα μεγάλα φορτία γλυκού νερού από τους ποταμούς δημιουργούν ένα πολύ έντονο πυκνοκλινές, δηλαδή, έχουμε τη δημιουργία ενός στρώματος ζεστού και υφάλμυρου νερού από τα νερά των ποταμών στο πάνω μέρος και ένα στρώμα ψυχρού και αλμυρού νερού στο κάτω μέρος από τα νερά του Ιονίου πελάγους. Σε συνδυασμό και με τον έντονο

9

φαινόμενο ευτροφισμού, τα δύο στρώματα νερού ξεχωρίζουν επίσης, από το διαλυμένο οξυγόνο στο νερό (υψηλό ποσοστό οξυγόνου πάνω, λόγω κυματισμού και χαμηλό ποσοστό οξυγόνου κάτω, λόγω κατανάλωσης του οξυγόνου από τους οργανισμούς και τη μη ανάμειξη των δύο στρωμάτων νερού). Τα δύο στρώματα νερού έχουν διαφορετικές τιμές θερμοκρασίας και αλατότητας. Το ανώτερο στρώμα έχει θερμοκρασία από 29 έως 30 °C και αλατότητα από 32,5 έως 33 PPT, ενώ το δεύτερο στρώμα έχει θερμοκρασία από 15 με 16 °C και αλατότητα μεταξύ 37 και 39 PPT (Ferentinos et al. 2010).

Εικόνα 4: Στενά Ακτίου – Πρέβεζας (Από Google Earth)

Στο βόρειο τμήμα του κόλπου υπάρχει ένα υδρολογικό σύστημα που περιλαμβάνει τρεις μεγάλες λιμνοθάλασσες, βάλτους και πολλούς καλαμιώνες. Οι λιμνοθάλασσες περιορίζονται από τους ποταμούς Άραχθο (ανατολικά) και Λούρο (δυτικά). Λόγω των υδρολογικών συστημάτων αναπτύσσονται μεγάλοι υδροβιότοποι που προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις, όπως το Δίκτυο Natura και η Συνθήκη Ramcar (1971) (υδρία ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τόμος 6, σελίδα 453). Γενικά ο κόλπος δέχεται μεγάλες ποσότητες γλυκού νερού από πολλούς ποταμούς και ρέματα. Τις μεγαλύτερες ποσότητες τις δέχεται από τον Άραχθο, ο οποίος έχει λεκάνη απορροής εκτάσεως 1894 km2, έχοντας κατά γενική ομολογία μεγαλύτερες ποσότητες βροχόπτωσης και περισσότερη διάβρωση. Ο Λούρος, ο δεύτερος μεγαλύτερος ποταμός που εκβάλλει στον κόλπο, απορρέει μια περιοχή 785 km2, έχοντας κυρίως κροκάλες ανθρακικής σύστασης. Και οι δύο ποταμοί κατασκευάζουν ένα δελταϊκό πεδίο 350 km2 (Kapsimalis et al., 2005).

10

Εικόνα 5: (a) Λεκάνη Αμβρακικού, όπου χωρίζεται σε επιμέρους υπολεκάνες ποταμών (λεκάνες απορροής ποταμών) και φαίνονται και τα δίκτυα των ποταμών. (b) Γεωλογικός χάρτης λεκάνης Αμβρακικού. (Kapsimalis et al., 2005).

Οι οργανισμοί που ζουν στον κόλπο είναι νηριτικού περιβάλλοντος. Η μορφολογία και το εύρος του διαύλου επικοινωνίας δεν επιτρέπει στα νερά του κόλπου να ανανεώνονται σε μεγάλο βαθμό και να ανταλλάσουν πληθυσμούς πλαγκτονικών οργανισμών. Έτσι λοιπόν, δεν παρατηρούνται πελαγικοί οργανισμοί στον κλειστό κόλπο, παρά μόνο κοντά στα στενά.

11

2.4 Γεωλογία και τρόπος δημιουργίας Αμβρακικού κόλπου

Η εξέλιξη και ο τρόπος δημιουργίας του κόλπου βρέθηκε με βάση προφίλ γεωφυσικών κυμάτων υψηλής και χαμηλής ευκρίνειας. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου, όπου η στάθμη της θάλασσας ήταν περίπου 55 μέτρα χαμηλότερη από τη σημερινή, η περιοχή αναδύθηκε χωρίζοντάς την σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι το δυτικό τμήμα, όπου υπήρχε χερσαία διάβρωση και ποτάμιες αποθέσεις, ενώ στο δεύτερο βαθύτερο τμήμα στα ανατολικά είχαμε την δημιουργία μιας παλαιολίμνης (εικόνα 6). Μέχρι και την αρχική φάση της μεταπαγετώδους περιόδου ένας παλαιοποταμός αποστράγγιζε όλη τη δυτική πλευρά. Ο ποταμός χυνόταν στο Ιόνιο πέλαγος και δημιούργησε ένα πυκνό σύστημα από κοιλάδες, σχήματος (V). Στην απομονωμένη χαμηλή δυτική πλευρά λιμναίες, δελταϊκές και προδελταϊκές αποθέσεις συσσωρεύονταν μέσα στη παλαιολίμνη. Ο χωρισμός του κόλπου μπορεί να γίνει και σήμερα σε ανατολικό και δυτικό τμήμα, καθώς η διαφορά του βάθους είναι εμφανής. Στο ανατολικό τμήμα τα βάθη κυμαίνονται κατά μέσο όρο στα 45m, ενώ στα δυτικά κυμαίνονται στα 60m. Μετά το τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου η θάλασσα εισχώρησε μέσα στον κόλπο αλλάζοντας την θέση των ακτών, βυθίζοντας τις δελταϊκές και προδελταϊκές αποθέσεις (Kapsimalis et al., 2005). Η ένωση με το Ιόνιο πέλαγος είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η αλμυρότητα των νερών. Επίσης, τη λεκάνη επηρέασαν και επηρεάζουν οι δύο ποταμοί που εκβάλλουν σε αυτή, φέρνοντας μεγάλα φορτία λεπτόκοκκου ιζήματος. Τις μεγαλύτερες ποσότητες ιζήματος ο κόλπος τις δέχεται από τον ποταμό Άραχθο και κατά δεύτερο λόγο από τον ποταμό Λούρο (Avramidis P. et al., 2014).

Η παράκτια εξέλιξη κατά το Ολόκαινο στο βορειοδυτικό τμήμα του Αμβρακικού Κόλπου έχει μελετηθεί από Jing και Rapp (2003), οι οποίοι ανέφεραν ότι κατά την περίοδο αυτή η ακτογραμμή ήταν πιο βόρεια από τη σημερινή της θέση (εικόνα 6). Η εξέλιξη κατά το Ολόκαινο των δελταϊκών περιθωρίων του Αμβρακικού έχουν περιγραφεί από τον Πούλο et al. (2005). Βασισμένοι σε ρηχούς πυρήνες ιζημάτων, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διαμόρφωση του δέλτα είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, στον τεκτονισμό της περιοχής, παραποτάμια παροχή ιζημάτων, και διαφοροποιημένους συντελεστές συμπίεσης του ιζήματος πλήρωσης. Τέλος, καταγράφηκε μια μετατόπιση προς τα ανατολικά (περίπου 7500 m) από το στόμα του ποταμού Αράχθου κατά τα τέλη του Ολόκαινου (Πούλος et al., 2008).

12

Εικόνα 6: Μέγιστη παλαιοακτή Αμβρακικού προς τα βόρεια, παλαιολίμνη ηλικίας πριν από 50 έως 11 χιλιάδες έτη από σήμερα στα ανατολικά, δίοδος ένωσης Αμβρακικού με Ιόνιο πέλαγος περίπου πριν από 7 χιλιάδες χρόνια από σήμερα στα δυτικά, ρήγματα της γύρω περιοχής και η θέση της γεώτρησης μελέτης, στο φραγμό της λιμνοθάλασσας Λογαρού (G-1) (Avramidis et al., 2014).

2.5 Λιμνοθάλασσες Αμβρακικού κόλπου

2.5.1 Τρόπος δημιουργίας, γενικές πληροφορίες, πόσες και ποιες είναι

Στον κόλπο του Αμβρακικού υπάρχουν πολλές λιμνοθάλασσες, εικοσιτέσσερις τον αριθμό, περισσότερες από κάθε άλλο μέρος στην Ελλάδα! Τα ονόματα των λιμνοθαλασσών και οι θέσεις τους φαίνονται στην εικόνα 7. Οι λιμνοθάλασσες εμφανίζονται κυριότερα στο βόρειο μέρος του κλειστού κόλπου. Επίσης, στο βόρειο μέρος έχουμε και το σύστημα των δύο ποταμών (Αράχθου, Λούρου), όπου έχουμε και τις μεγαλύτερες από τις λιμνοθάλασσες, οι οποίες περιορίζονται μεταξύ των

13

δύο δελταϊκών συστημάτων. Οι μικρότερες λιμνοθάλασσες, που βρίσκονται στα ανατολικά, δημιουργήθηκαν από τους ποταμούς Άραχθο και Βουβό, ενώ αυτές που βρίσκονται στα δυτικά και νότια δημιουργήθηκαν από τον ποταμό Λούρο (ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. Ν., 2011. Σελίδες 35,36). Καθεμία από τις λιμνοθάλασσες έχει μοναδική φυσιογνωμία. Ορισμένες νησίδες των λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού έχουν σχηματιστεί από εκατομμύρια κελύφη αχιβάδων αντί από άμμο. Αυτές οι «οστρακοπαραλίες» είναι από τις ελάχιστες που υπάρχουν στη Μεσόγειο. Στις διόδους επικοινωνίας με τη θάλασσα υπάρχουν «διβάρια», ειδικά φράγματα που επιτρέπουν στο νερό να περνάει, αλλά παγιδεύουν τα ψάρια και τα καρκινοειδή. Το ψάρεμα στα διβάρια συνεχίζει μία ιστορική παράδοση αιώνων (Η ηλεκτρονική ιστοσελίδα επισκέφθηκε στις 22/07/2014.http://www.nskoufas.gr/index.php?option=com_content&view=article &id=140:2011-08-02-07-59-35&catid=48:2011-07-11-12-23-41&Itemid=47).

Εικόνα 7: Λιμνοθάλασσες Αμβρακικού κόλπου: 1. Ροδιά, 2. Τσουκαλιό, 3. Λογαρού, 4. Σακουλέτσι, 5,Μαρτινί, 6. Κόφτρα-Παλαιόμπουκα, 7. Πλατανάκι, 8. Πλαματερό, 9.Άργιλος, 10. Κατάφουρκο, 11. Μπούκα, 12. Χαλίκι, 13.Ρούγα, 14. Λιμένι, 15. Μικρή Σαλτίνη, 16. Μεγάλη Σαλτίνη, 17.Άκτιο, 18. Κοκκάλα, 19. Πωγωνίτσα, 20. Ψαθάκι, 21. Βαθύ, 22. Μάζωμα, 23, Τσοπέλη, 24, Βούβαλος. (Τσαμαρδά Κ., 2006. Τυπολογία των Λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού Κόλπου – Διαχείριση του υδάτινου οικοσυστήματος. Μεταπτυχιακή Μελέτη, Τμ. Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας. Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο).

14

2.5.2 Μεγάλες λιμνοθάλασσες Αμβρακικού

Οι τρεις αυτές λιμνοθάλασσες, Ροδιά, Τσουκαλιό, Λογαρού, είναι οι μεγαλύτερες λιμνοθάλασσες στην περιοχή του Αμβρακικού κόλπου και βρίσκονται στο βόρειο μέρος του. Καλύπτουν συνολικά έκταση 51400 στρεμμάτων. Πιο συγκεκριμένα, η λιμνοθάλασσα Ροδιά έχει έκταση 12000 στρέμματα, η λιμνοθάλασσα Τσουκαλιό 14400 στρεμμάτων και η λιμνοθάλασσα Λογαρού 25000 στρέμματα (ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. Ν., 2011. Σελίδες 35,36). 2.5.3

Ροδιά

Τσουκαλιό

Λογαρού

Θέση γεώτρησης

Εικόνα 8: Οι τρεις μεγάλες λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού: Ροδιά, Τσουκαλιό, Λογαρού (εικόνα από Google Earth)

2.5.3 Λιμνοθάλασσα Ροδιά

Η Ροδιά (εικόνα 7, 8) ουσιαστικά συνιστά ένα εκτεταμένο υφάλμηρο έλος, το οποίο είναι από τα μεγαλύτερα έλη καλαμιών στη ΝΑ Ευρώπη. Η επιφάνεια του υδάτινου σώματός της καταλαμβάνει έκταση 1.587,1 εκταρίων(ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. Ν., 2011. Σελίδες 35,36) . Η λιμνοθάλασσα βρίσκεται ανατολικά του ποταμού Λούρου. Ανήκει στο υδάτινο σύστημά του και παλαιότερα αποτελούσε τμήμα της πλημμυρικής πεδιάδας και των δελταϊκών παραποτάμων του. Πρόκειται για μία λιμνοθάλασσα, η οποία ανήκει στην κατηγορία των πολύ μεγάλων λιμνοθαλασσών και χαρακτηρίζεται ως εσωτερική, διότι μεταξύ αυτής και της θάλασσας παρεμβάλλεται η λιμνοθάλασσα Τσουκαλιό. Ο διαχωρισμός των δύο λιμνοθαλασσών γίνεται με ένα φυσικό φράγμα. Δεν παρουσιάζει σύνδεση με τη θάλασσα, αλλά η εισροή γλυκού νερού προς αυτήν

15

είναι αξιόλογη. Η Ροδιά είναι μια σχετικά βαθιά λιμνοθάλασσα, η οποία παρουσιάζει μέσο βάθος 2,5 m και μέγιστο 4 m (ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. Ν., 2011. Σελίδες 35,36).

2.5.4 Λιμνοθάλασσα Τσουκαλιό

Η λιμνοθάλασσα Τσουκαλιό (εικόνα 7, 8) είναι μία από τις εννέα, οι οποίες εμπεριέχονται στο δέλτα των ποταμών Λούρου και Αράχθου. Βρίσκεται νότια της Λιμνοθάλασσας Ροδιά και ανατολικά του ποταμού Λούρου. Χαρακτηρίζεται ως πολύ μεγάλη και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη λιμνοθάλασσα της περιοχής με έκταση 2041,1 εκταρίων. Το σύνολο του υγροτόπου εμφανίζει υψηλή πολυπλοκότητα με συνεχείς και πολλές νησίδες. Ανήκει στην ίδια λεκάνη απορροής με τη Ροδιά και τροφοδοτείται με γλυκό νερό, του οποίου η εισροή χαρακτηρίζεται ως ενδιάμεση. Πρόκειται για μια λιμνοθάλασσα, η οποία παρουσιάζει ενδιάμεση σύνδεση με τη θάλασσα και διαχωρίζεται από αυτήν με ένα σχετικά λεπτό, αλλά πλήρες φράγμα και χαρακτηρίζεται ως κλειστού τύπου. Η λιμνοθάλασσα Τσουκαλιό είναι αβαθής λιμνοθάλασσα με μέσο βάθος 1 m και μέγιστο βάθος 2,5 m. Στο κέντρο της δημιουργείται μία υφάλμηρη λίμνη 1250 στρεμμάτων, σχετικά μεγάλου βάθους (2,5 m) και περιέχει καλαμιώνες. Το μικρό βάθος της μπούκας είναι από 0,5 μέχρι 0,8 m και δημιουργεί ασθενή παλιρροϊκά ρεύματα με αποτέλεσμα την υψηλή ιζηματογένεση και την αύξηση των ανοξικών φαινομένων των τελευταίων χρόνων (ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. Ν., 2011. Σελίδες 35,36).

2.5.5 Λιμνοθάλασσα Λογαρού

Η Λογαρού (εικόνα 7, 8) εντοπίζεται δυτικά του ποταμού Αράχθου και ανατολικά της λιμνοθάλασσας Τσουκαλιό με την οποία συνορεύει. Είναι η μεγαλύτερη λιμνοθάλασσα της περιοχής του Αμβρακικού κόλπου με επιφάνεια υδάτινου σώματος 2796,1 εκταρίων. Η υγροτοπική περιοχή γύρω της καταλαμβάνει έκταση 445 εκτάρια ή αλλιώς αποτελεί το 13,7% της συνολικής λιμνοθαλάσσιας έκτασης και εμφανίζει δομή με πολλές νησίδες. Η λεκάνη απορροής τροφοδοτεί τη λιμνοθάλασσα με γλυκό νερό, του οποίου η εισροή χαρακτηρίζεται ως μέτρια. Πρόκειται για μία λιμνοθάλασσα, η οποία θεωρείται ως κλειστού τύπου. Ο φραγμός, ο οποίος τη διαχωρίζει από τη θάλασσα, είναι σχετικά στενός. Κατά συνέπεια ο βαθμός σύνδεσης της λιμνοθάλασσας με τη θάλασσα θεωρείται ενδιάμεσος. Η λιμνοθάλασσα Λογαρού είναι ρηχή με μέσο βάθος 0,5 m και μέγιστο 1,5 m (ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. Ν., 2011. Σελίδες 35,36).

16

2.6 Ιζηματολογικά χαρακτηριστικά

2.6.1 Ίζημα κόλπου

Η ιζηματογένεση στον κόλπο επηρεάστηκε και επηρεάζεται κυρίως από τους δύο μεγάλους ποταμούς που εκβάλλουν στον κόλπο, τον Άραχθο και τον Λούρο (Avramidis P. et al., 2014). Το ίζημα του κόλπου έχει κοκκομετρικό μέγεθος ιλύος με μόνη εξαίρεση τον κόλπο της Πρέβεζας, όπου έχουμε αμμούχο ίζημα (ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. Ν., 2011. Σελίδα 9).

2.6.2 Ίζημα πυρήνα

Το ίζημα του πυρήνα έχει μελετηθεί από τους Avramidis P. et al. (2014). Διαπιστώθηκε ότι το ίζημα του πυρήνα μπορεί να χωριστεί σε τρεις ζώνες, ανώτερη, μέση και κατώτερη. Ο διαχωρισμός βασίστηκε αρχικά σε μακροσκοπικές παρατηρήσεις.

 Η ανώτερη ζώνη, από το βάθος των 5m μέχρι του βάθους των 11,2m, χαρακτηρίζεται από πολύ λεπτόκοκκη άμμο χαλαζιακής σύστασης, γκριζοπράσινου χρώματος, και με μεγάλη εμφάνιση πολλών θραυσμάτων κελυφών.  Η μέση ζώνη έχει βάθος 11,2 έως 21,3 m. Η ζώνη αυτή αποτελείται από γκρι έως γκριζωπή ελαιόχρωμη και σκούρα γκριζωπή, κακής έως πολύ κακής διαλογής, καλή χοδρόκοκκη λάσπη που μεταβαίνει σε πολύ ψιλή άμμο, με την παρουσία οργανικών θραυσμάτων. Η ιλύς έχει ορίζοντες πλούσιους σε οργανική ύλη. Η παρουσία των μαλακίων είναι περιορισμένη, και παρατηρήθηκαν μόνο μερικά θραύσματα. Παρατηρήθηκαν διαδοχικές στρώσεις αμμώδους ιλύος με προσχώσεις. Οι τιμές διαλογής κυμαίνονται μεταξύ 1,68 και 2,46 Φ.  Η κατώτερη ζώνη, βάθους 21,3 έως 30m, αποτελείται από γκριζωπή ελαιοπράσινου χρώματος μεσόκοκκη λάσπη. Οι τιμές διαλογής κυμαίνονται μεταξύ 1,67 και 1,97 Φ.

17

Εικόνα 9: Οι Avramidis et al (2014) έκαναν τη μελέτη του πυρήνα. Ο πίνακας δείχνει τη λιθολογία και το ποσοστό του μέγεθους των κόκκων, στατιστικές παραμέτρους, μαγνητική επιδεκτικότητα, αργιλικά ορυκτά και ραδιοχρονολόγηση σε χρόνια BP (Avramidis et al, 2014)

18

2.7 Συνομοταξίες και Oμοταξίες Οργανισμών στα Δείγματα

2.7.1 Τρηματοφόρα

Τα τρηματοφόρα ή τρηματόκογχα (εικόνα 10) είναι φύλο του υπέρφυλου ριζόποδα τα οποία πρωτοεμφανίστηκαν πιθανότερα στο Κατώτερο Κάμβριο. Περιλαμβάνει πάνω από 1500 είδη θαλάσσιων πρωτοζώων. Έχουν μήκος από 0,1 έως 1 χιλιοστό, ενώ μερικά φθάνουν τα 20 εκατοστά. Είναι μονοκύτταροι οργανισμοί. Το όνομά τους το πήραν από το διάτρητο κέλυφός τους. Κατασκευάζουν ενδοσκελετό. Τα πρώτα τρηματοφόρα που εμφανίστηκαν είχαν οργανικό, μονοθάλαμο όστρακο. Αργότερα εμφανίστηκαν άλλα με ασβεστούχο, πολυθάλαμο κέλυφος. Επίσης, μπορεί το κέλυφός τους να είναι συμφυρματοπαγές, από συγκόλληση κόκκων ιζήματος που συγκολλούνται με ουσία που εκκρίνουν οι

ίδιοι οι οργανισμοί. Το κέλυφος είναι κυρίως ανθρακικό ασβέστιο (CACO3) και πιο

σπάνια είναι αραγωνίτης (CACO3) ή πυριτικής σύστασης (SiO2). Οι οργανισμοί έχουν ψευδοπόδια (ριζοπόδια), τα οποία βοηθούν στην πρόσληψη τροφής, στην προσκόληση στην επιφάνεια του πυθμένα, στην κατασκευή του κελύφους, στην κίνηση και στη μετακίνηση. Έφθασαν στη μεγαλύτερη ανάπτυξή τους στην Πέρμια Περίοδο, όταν εμφανίστηκαν οι φουσουλινίδες και δημιούργησαν σημαντικά στρώματα ασβεστολίθων. Οι φουσουλινίδες εξαφανίστηκαν στο τέλος του παλαιοζωικού αιώνα. Στο μεσοζωικό και στον καινοζωικό αιώνα εμφανίστηκαν πολλά είδη, ανάμεσα στα οποία και οι nummulites, που συνέβαλαν στο σχηματισμό πετρωμάτων. Στην Κρητιδική Περίοδο εμφανίστηκαν οι ορβιτολινίδες (υδρία ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τόμος 51 , σελίδα 195).

Ζουν σε υγρά περιβάλλοντα, θαλάσσια ή λιμνοθαλάσσια. Οι συνθήκες ποικίλουν και έτσι μπορεί να εντοπιστούν σε θαλάσσιο, λιμνοθαλάσσιο και ακόμα και σε λιμναίο περιβάλλον. Προτιμούν λασπώδες έως ιλυοαμμώδες έδαφος. Μπορούν να βρεθούν σε διάφορα βάθη στη στήλη του νερού, από ρηχά περιβάλλοντα μέχρι και σε πολύ μεγάλα βάθη. Γενικά οι βενθονικοί οργανισμοί βρίσκονται μέχρι το βάθος των 200 μέτρων και είναι είτε ενδοβιώντες, είτε επιβιώντες, ενώ οι πελαγικοί βρίσκονται από 0 έως 300 μέτρα βάθος.

19

Εικόνα 10: Τρηματοφόρα σε στερεοσκόπιο (εικόνα από Wikipedia. http://en.wikipedia.org/wiki/File:Foraminif%C3%A8res_de_Ngapali.jpg. Accessed at 2014-8-25)

Έχουν βρεθεί βενθονικά τρηματοφόρα σε μεγαλύτερα βάθη, ακόμα και στο πιο βαθύ μέρος της Γης (Marianas trech) (εικόνα 11) που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό (υδρία ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τόμος 51 , σελίδα 195).

Εικόνα 11: Τάφρος Μαριάνων (free world maps from http://www.freeworldmaps.net/ocean/mariana-trench/map.html. Accessed at 2014-8-25)

20

Όπως προαναφέρθηκε, το κέλυφος είναι κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο. Τα τρηματοφόρα κατασκευάζουν διαφορετικά κελύφη, ανάλογα με τη μορφή των κρυστάλλων. Χωρίζονται ανάλογα με τα κελύφη τους σε τρεις ομάδες:

 Υαλώδη (διαφανές κέλυφος και τα ψευδοπόδια εξέρχονται από οπές του κελύφους)(εικόνα 12 a)  Πορσελανώδη (αδιαφανές κέλυφος και τα ψευδοπόδια εξέρχονται από το στόμιο)(εικόνα 12 b)  Μικροκοκκώδη (εξωτερικό αδιάτρητο στρώμα, και εσωτερικά λεπτά ελασματοειδή διαφράγματα που σχηματίζουν θαλάμους)

(Ηλιόπουλος, 2013)

Εικόνα 12: (a): Υαλώδες κέλυφος (Ammonia becarii). (b): Πορσελανώδες κέλυφος (Quinqueloculina seminulum). (Εικόνες από Wikipedia the free encyclopedia. (a): http://en.wikipedia.org/wiki/File:Ammonia_beccarii.jpg , (b): http://en.wikipedia.org/wiki/File:Quinqueloculina_seminula.jpg. Accessed at 2014-8-25)

Οι μονοκυτταρικοί αυτοί οργανισμοί κατασκευάζουν θαλάμους και ζουν σε αυτούς. Ο πρώτος θάλαμος ονομάζεται πρωτοκόγχη. Όταν ο οργανισμός μεγαλώσει αρκετά και ο θάλαμος καταστεί ακατάλληλος δημιουργεί νέο θάλαμο, ο οποίος είναι κολλημένος πάνω στον προηγούμενο.

Ανάλογα με τον τρόπο ανάπτυξης των θαλάμων τα κελύφη χωρίζονται σε: i. Μονόσειρα iv. Τροχοσπειροειδή ii. Δίσειρα v. Επιπεδοσπειροειδή iii. Τρίσειρα vi. Αγαθιστεγή (εικόνα 13)

21

Εικόνα 13: Χωρισμός τρηματοφόρων ανάλογα με τον τρόπο συναρμογής τους (Electronic site: British Geological Survey, from: http://www.bgs.ac.uk/discoveringGeology/time/Fossilfocus/foraminifera.html. Accessed at 2014- 8-25)

Σε μερικές περιπτώσεις πάνω στο κέλυφος μπορεί να εμφανίζεται και τρόπιδα (καρίνα) που διευκολύνει την πλευστότητα. Στόμια μπορεί να εμφανίσουν ένα απλό τελικό ή πολλαπλά μικρά με ένα κύριο στόμιο. Στο στόμιο μπορεί να εμφανίζεται και οδόντωση (Ηλιόπουλος, 2013). Κάποιοι οργανισμοί εμφανίζουν ομφαλό.

Κάποιοι οργανισμοί είναι ευρυτοπικοί και άλλοι στενοτοπικοί. Επηρεάζονται από διάφορες μεταβολές, όπως βάθος, θερμοκρασία, πίεση, φως, θολότητα, αλμυρότητα, αλκαλικότητα και από τις αλλαγές των ρευμάτων. Αυτή η ευαισθησία στις μεταβολές τα καθιστά πολύ καλούς δείκτες παλαιοοικολογίας (Ηλιόπουλος, 2013).

2.7.2 Οστρακώδη

Τα οστρακώδη (εικόνα 15) ανήκουν στη συνομοταξία των αρθροπόδων, είναι υφομοταξία της υποσυνομοταξίας γναθωτά ή κεραιωτά, της ομοταξίας καρκινοειδή και της ομάδας εντομόστρακα. Εμφανίστηκαν στην αρχή της Ορδοβίσιας Περιόδου. Είναι πολυπληθείς μικροοργανισμοί με μέγεθος 2 έως 3 mm. Το μεγαλύτερο οστρακώδες, που έχει βρεθεί, είναι το Gigantocypris (εικόνα 14). Ο οργανισμός προστατεύεται από δύο θυρίδες, που ενώνονται στη ραχιαία πλευρά με «δόντια»

22

και με προσαγωγούς μύες, που βρίσκονται κατά μήκος της ελαστικής ταινίας στη ράχη και αφήνουν αποτυπώματα πάνω στα κελύφη. Η μια θυρίδα είναι πάντα μεγαλύτερη από την άλλη. Επίσης τα κελύφη έχουν πόρους. Ο διάκοσμος είναι δείκτης περιβάλλοντος. Το σώμα των

οστρακωδών αποτελείται από Εικόνα 14: Gigantocypris. (Wikipedia the encyclopedia of life. From κεφάλι, θώρακα και σε κάποιες http://en.wikipedia.org/wiki/Gigantocypris#mediaviewer/Fi περιπτώσεις υπάρχει και ουρά και le:Gigantocypris.jpg. Accessed at 2014-8-25)

7 ζευγάρια άκρων. Τρέφονται με ζώα και φυτά. Ο φυλετικός διαχωρισμός έχει οδηγήσει σε διαφορές των οργανισμών των δύο φύλων. Μεγάλη διαφορά παρουσιάζεται επίσης και στο κέλυφος, για παράδειγμα το κέλυφος των θηλυκών είναι πιο διογκωμένο από αυτό των αρσενικών για να έχει χώρο για αυγά (υδρία ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τόμος 42, σελίδα 186), (Βλέπε εικόνα 16).

Εικόνα 15: Χαρακτηριστικά των οστρακωδών. (Electronic site: British Geological Survey, from: http://www.bgs.ac.uk/discoveringGeology/time/Fossilfocus/ostracod.html. Accessed at 2014-8-25)

23

Εικόνα 16: Διαφορά μεταξύ θηλυκών και αρσενικών ατόμων ενός είδους. Επίσης φαίνεται και η διαφορά στο μέγεθος του κελύφους καθώς αυτό των θηλυκών είναι μεγαλύτερο για την υποδοχή των αυγών. (Electronic site: British Geological Survey, from: http://www.bgs.ac.uk/discoveringGeology/time/Fossilfocus/ostracod.html. Accessed at 2014-8-25)

Τα οστρακώδη προτιμούν τα υδρόβια περιβάλλοντα. Μπορούν να βρεθούν σε θαλάσσια, λιμνοθαλάσσια και σε λιμναία περιβάλλοντα. Ορισμένοι οργανισμοί προτιμούν υγρά εδάφη ή ακόμα και τη φυλλοστρωμνή. Είναι κυρίως βενθονικοί οργανισμοί. Χωρίζονται σε επιβιώντες και ενδοβιώντες, με τους ενδοβιώντες να έχουν μικρότερο λείο και πιο ανθεκτικό όστρακο. Τρέφονται με οργανική ύλη ή με μικροοργανισμούς, όπως διάτομα, βακτήρια και πρώτιστα (Ηλιόπουλος, 2013).

Η ευαισθησία που παρουσιάζουν τα οστρακώδη τα καθιστούν πολύ καλούς δείκτες παλαιοκλήματος.

24

2.7.3 Γαστερόποδα

Τα γαστερόποδα (εικόνα 17, 18) ανήκουν στη συνομοταξία των μαλακίων. Είναι η μεγαλύτερη και η περισσότερο επιτυχημένη και η πιο ποικιλόμορφη ομοταξία των μαλακίων. Πρωτοεμφανίστηκαν στο Κατώτερο Κάμβριο. Το όνομά τους το πήραν από τις ελληνικές λέξεις πόδι και στομάχι. Το μέγεθος ποικίλει από πολύ μικρό έως πολύ μεγάλο. Μπορεί να φθάσει από μερικά χιλιοστά μέχρι το μήκος των 60 εκατοστών όπως ο πλευροπλόκος ο γιγάντιος. Τα περιβάλλοντα, στα οποία βρίσκονται, είναι παρόμοια με τις δύο προηγούμενες κατηγορίες (τρηματοφόρα, οστρακώδη). Βρίσκονται επίσης και σε χερσαίο περιβάλλον, τα γνωστά σαλιγκάρια. Το πιο κοινό γνώρισμα της ομοταξίας είναι η συστροφή της σπλαχνικής μάζας (υπάρχουν και εξαιρέσεις), η οποία γίνεται στο τέλος της προνυμφικής ηλικίας. Το σώμα έχει στο ένα άκρο κεφάλι και ένα μυικό πόδι κοιλιακά. Τα εσωτερικά όργανα είναι προστατευμένα στο εσωτερικό του κελύφους. Οι υδρόβιοι οργανισμοί είναι νηριτικοί και οι λίγοι πελαγικοί τύποι δεν κολυμπούν γρήγορα. Τα γαστερόποδα έχουν το πόδι και το κεφάλι καλά ανεπτυγμένα. Το πόδι είναι μυώδες πλατύ, καλύπτει όλη την κοιλιακή επιφάνεια και αποτελεί όργανο κολύμβησης, προσκόλλησης ή ερπυσμού. Στο σαρκώδες κεφάλι των γαστεροπόδων υπάρχουν το στόμα και συνήθως δύο ζεύγη συσταλτών κεραιών. Το πρώτο ζευγάρι χρησιμεύει στην αφή, ενώ στο δεύτερο βρίσκονται τα μάτια. Μερικά γαστερόποδα έχουν προβοσκίδα με την οποία παίρνουν την τροφή τους, ψάχνοντας στην άμμο ή σε σχισμές ή μέσα σε κοχύλια άλλων μαλακίων (υδρία ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τόμος 16, σελίδες 451-452).

25

Εικόνα 17: Χαρακτηριστικά των μαλακών μερών των γαστεροπόδων (The electronic site of Univercity of Bristol, from: http://palaeo.gly.bris.ac.uk/palaeofiles/fossilgroups/gastropo/index_files/charact.html, Accessed at 2014-8-25)

Η περιέλιξη φαίνεται στα κελύφη, που κυρίως είναι ανθρακικής σύστασης και πιο συγκεκριμένα ανθρακικό ασβέστιο. Πολλά είδη έχουν σίφωνα για την προσρόφηση νερού, ενώ όσα δεν έχουν, παρουσιάζουν στο στόμιο του κελύφους μια επιμηκυσμένη αύλακα που λειτουργεί ως σίφωνας. Λόγω της περιέλιξης το κέλυφος έχει κωνικό σχήμα, με το κλειστό μυτερό μέρος να ονομάζεται κορυφή και το άλλο παρουσιάζει ένα κοίλο μέρος και ονομάζεται ομφαλός. Στο άκρο του κελύφους υπάρχει ένα στόμιο (στοματικό άνοιγμα) από όπου βγαίνει το σώμα. Το στοματικό άνοιγμα κλείνει με ένα πώμα που ονομάζεται οπέρκουλουμ και είναι ανθρακικής σύστασης ή είναι κεράτινης σύστασης (επίφραγμα) (Ηλιόπουλος Γεώργιος, 2011).

26

Εικόνα 18: Χαρακτηριστικά κελύφους γαστεροπόδων (The British wild life wiki, from: http://britishwildlife.wikia.com/wiki/Category:Gastropods, Accessed at 2014-8-25)

Η συσπείρωση γίνεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είναι με χαλαρή περιέλιξη και σχηματίζει επιπεδοσπειροειδή κελύφη και ο δεύτερος τρόπος είναι πιο σφικτή περιέλιξη και φτιάχνει κωνικοσπειροειδή κελύφη. Κάποια γαστερόποδα έχουν χάσει την περιέλιξη (π.χ. πεταλίδες, αυτί της θάλασσας). Ανάλογα με τον τρόπο περιέλιξης και με το σχήμα του στοματικού ανοίγματος δημιουργείται και διαφορετικό σχήμα. Τα σχήματα που δημιουργούνται είναι:

1. Ελικοειδές 7. Τουρμπινοειδές 2. Πεταλοειδές 8. Δικωνικό 3. Τροχόμορφο 9. Ισοστροφικό 4. Κουκουλόμορφο 10. Ακανόνιστο 5. Πυργοειδές 11. Δακτυλωτό 6. Δισκοειδές

(εικόνα 19) (Ηλιόπουλος Γεώργιος, 2011)

27

Εικόνα 19: Τα 11 σχήματα κελυφών γαστεροπόδων. (Ηλιόπουλος, 2010)

Πολλές φορές το κέλυφος παρουσιάζει και διάκοσμο. Μπορεί να βρούμε κελύφη λεία,με φύματα, με κομβία ( είναι σαν μισές σφαίρες) ή ακόμα και άκανθες (Ηλιόπουλος Γεώργιος, 2011).

Συναντιούνται από τις τροπικές ως τις αρκτικές περιοχές, σε βάθη μέχρι 6000 m στη θάλασσα και σε ύψη 6500 m στη ξηρά (Ιμαλάια) και από τις πιο υγρές τροπικές περιοχές ως τις ερήμους. Τα γαστερόποδα είναι κυρίως φυτοφάγοι οργανισμοί. Μερικοί έχουν αναπτύξει σαρκοφαγία. Τα σαρκοφάγα τρέφονται με άλλα μαλάκια, καρκινοειδή ή εχινόδερμα. Προσκολώνται στο κέλυφος και το διατρητούν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι σκελετοί των θυμάτων να παρουσιάζουν ένα μικρό στρογγυλό πόρο (Ηλιόπουλος Γεώργιος, 2011).

Η ομοταξία των γαστερόποδων περιλαμβάνει τρεις υφομοταξίες:

i. Προσωβράγχια ii. Οπισθοβράγχια iii. Πνευμονοφόρα

(Ηλιόπουλος Γεώργιος, 2011)

28

2.7.4 Δίθυρα

Το όνομά τους, τους το έδωσε ο Αριστοτέλης λόγω της μορφολογίας τους (υδρία ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τόμος 21, σελίδα 95). Εμφανίστηκαν την ίδια περίπου περίοδο με τα γαστερόποδα, δηλαδή στο Κάμβριο. Παρουσιάζουν και αυτά διάφορα μεγέθη από πολύ μικρά και φτάνουν μέχρι το μέγεθος του ενός μέτρου. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η παρουσία δύο θυρίδων οι οποίες καλύπτουν και προφυλάσσουν τα μαλακά μέρη του μαλακίου. Τα μαλακά μέρη των διθύρων απεικονίζονται στην εικόνα 20. Και αυτά , όπως και οι ως άνω κατηγορίες , έχουν σκελετό ανθρακικής σύστασης και κυρίως ανθρακικό ασβέστιο. Οι δύο θυρίδες ενώνονται ραχιαία με έναν ελαστικό σύνδεσμο. Η περιοχή, που ανοίγουν οι θυρίδες, ονομάζεται κοιλιακή πλευρά (Ηλιόπουλος, 2011).

Εικόνα 20: Μορφολογικά χαρακτηριστικά των μαλακών μερών των διθύρων.

Στο εξωτερικό μέρος του κελύφους παρατηρούμε διάφορα χαρακτηριστικά μέρη. Το ύβωμα ή σπόνδυλος είναι το πρωτοσχηματιζόμενο τμήμα της κάθε θυρίδας, είναι η προεξέχουσα κυρτή περιοχή στη ραχιαία πλευρά. Οι ομόκεντροι αυξητικοί

29

δακτύλιοι είναι οι αυξητικές γραμμές που συγκλίνουν προς το ύβωμα (εικόνα 21). Στο διάκοσμο επίσης, μπορούμε να δούμε άκανθες, φύματα, κονδύλους, εγκολπώσεις και άλλα (Ηλιόπουλος, 2011).

Εικόνα 21: Χαρακτηριστικά κελύφους διθύρων, εσωτερική όψη (wikipedia the free encyclopedia. From http://en.wikipedia.org/wiki/Bivalvia#mediaviewer/File:Valve-InternalView.png. Accessed at 2014-8-26)

Ένα βασικό χαρακτηριστικό του κελύφους, από το οποίο ξεχωρίζουμε τα είδη, είναι η οδόντωση (εικόνα 22). Είναι προεξοχές, που βρίσκονται εσωτερικά στη ραχιαία πλευρά και προσαρμόζονται σε κόγχες, που βρίσκονται στην απέναντι θυρίδα. Υπάρχει ένα κύριο δόντι και αρκετές φορές υπάρχουν και πλευρικά, εμπρόσθια και οπίσθια. Η οδόντωση ουσιαστικά κάνει την προσαρμογή πιο σταθερή. Ανάλογα με τον τύπο οδόντωσης ξεχωρίζονται σε:

1. Ταξοδοντικός (πολυάριθμα υποπαράλληλα ή ακτινωτά διατεταγμένα δόντια) 2. Δυσοδοντικός (μικρά απλά δόντια κοντά στην άκρη της θυρίδας) 3. Ισοδοντικός (συμμετρικά, ίσα, μεγάλα δόντια, σε κάθε πλευρά του ελαστικού συνδέσμου)

30

4. Σχιζοδοντικός (μεγάλα δόντια με παράλληλες αύλακες κανονικές ως προς τον άξονα του δοντιού) 5. Ετεροδοντικός (2-3 κύρια δόντια, επιμηκυσμένα πλευρικά) 6. Παχυδοντικός ( πολύ μεγάλα δόντια, ασύμμετρα) 7. Δεσμοδοντικός (μειωμένα ή απόντα δόντια που αντικαθιστούνται από μία δομή κλείθρου με βοηθητικές ράχες)

(Ηλιόπουλος, 2011)

Εικόνα 22: Τύποι οδόντωσης οστράκων διθύρων.

Οι δύο θυρίδες προσκολούνται με το σώμα του ζώου με προσαγωγούς μύες. Στις περισσότερες φορές οι μύες είναι δύο σε κάθε θυρίδα, ένας στο εμπρόσθιο μέρος και ένας στο οπίσθιο. Κάποια είδη έχουν μείνει μόνο με ένα μυ σε κάθε πλευρά. Οι μύες αφήνουν ένα σημάδι πάνω στο εσωτερικό κάθε θυρίδας, τα μυικά αποτυπώματα (Ηλιόπουλος, 2011).

Τα δίθυρα αναπτύχθηκαν και υπάρχουν ακόμα σε υδρόβια περιβάλλοντα. Θάλασσες, λιμνοθάλασσες και λίμνες είναι τα περιβάλλοντα στα οποία βρίσκονται. Είναι κυρίως βενθονικοί οργανισμοί, επιβιώντες και ενδοβιώντες. Οι επιβιώντες προσκολλώνται πάνω στον πυθμένα με τσιμέντωση ή με βύσσο. Οι ενδοβιώντες βυθίζονται μέσα στο ίζημα ή διατρητούν βράχο με το κέλυφός τους, ώστε να δημιουργήσουν μία «κουφάλα»,για να μπουν μέσα και να προστατευθούν. Συγκρατούνται μέσα στο ίζημα με το πόδι τους ή με βύσσο, τον οποίο δημιουργούν.

31

Μερικοί από αυτούς έχουν αναπτύξει την συμβίωση με άλλα άτομα του ίδιου είδους, όπως τα μύδια (Mytilus). Ορισμένα είδη έχουν αναπτύξει το νυκτονικό τρόπο ζωής (κολυμπούν), όπως τα χτένια (Pecten). Κλείνουν με δύναμη τις θυρίδες εκτοξεύοντας νερό, που τα ωθεί προς τα πίσω και μακριά, πιθανά από κάποιο θηρευτή (Ηλιόπουλος, 2011).

Εικόνα 23: Παραδείγματα από τους τρόπους ζωής μερικών διθύρων: (a)συμβιωτικά επιβιώντα με τσιμέντωση για την προσκόλληση στο ίζημα, (b) νυκτονικό, (c) επιβιώντας με βύσσο, (d) επιβιώντας με βύσσο, (e) ενδοβιώντας που διατρητεί βράχο και με σίφωνα, (f) ενδοβιώντας που διατρητεί βράχο με πλάγια φορά και με σίφωνα, (g) ενδοβιώντας με βύσσο, (h) ενδοβιώντας που προσκολλάται με το πόδι του στο ίζημα και με σίφωνα, (i) επιβιώντας με βύσσο, ο οποίος είναι ο μισός βυθισμένος στο ίζημα, (j) ενδοβιώντας με πόδι, (k) ενδοβιώντας με πόδι και με δύο σίφωνες, (l) ενδοβιώντας με σίφωνα, (m) ενδοβιώντας με πόδι και με δύο σίφωνες, (n) ενδοβιώντας με πόδι και δύο σίφωνες, (o) ενδοβιώντας με πόδι και σίφωνα

2.7.5 Βρυόζωα

Τα βρυόζωα (εικόνα 24, 25) είναι φύλο υδρόβιων αποικιακών ασπόνδυλων ζώων. Ονομάζονται και πολύζωα ή εκτόπρωκτα. Μαζί με τα βραχιονόποδα και τα φορωνοειδή, χαρακτηρίζονται ως λοφοφόρα, λόγω της παρουσίας του λοφοφόρου, ενός στεφανιού από κοίλες φλεφαριδωτές κεραίες , που περιβάλλει το στόμα και λειτουργεί ως συσκευή διήθησης. Αποτελούν τη μεγαλύτερη συνομοταξία ανάμεσα σε όλα τα λοφοφόρα. Το όνομά τους το πήραν επειδή μοιάζουν με τα βρύα. Ζουν σε θαλάσσια περιβάλλοντα και σπανιότερα σε λιμναία ή λιμνοθαλάσσια.

32

Αρχικά συγχέονταν με κοράλια, γιατί μοιάζουν πολύ με αυτά. Τα κοράλια είναι και αυτά αποικίες μικροσωματιδών οργανισμών. Παρουσιάζουν και τα δύο εξωσκελετό ασβεστιτικής, χιτινώδους, ζελατινώδους σύστασης. Ξεχωρίστηκαν από τα κοράλια, γιατί βρέθηκε ότι το εσωτερικό των βρυοζώων είναι πολύ διαφορετικό και πιο πολύπλοκο από τα κοράλια.

Είναι ερμαφρόδιτοι οργανισμοί, γιατί έχουν και τα δύο γενετικά όργανα. Αναπαράγονται αγενώς με εκβλάστηση και κάθε βλάστημα παραμένει κατά κανόνα ενωμένο με την αποικία· σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα βλάστημα μπορεί να αποκολληθεί και να στερεωθεί κάπου αλλού στον βυθό, όπου θα συνεχίσει να πολλαπλασιάζεται. Τα βρυόζωα αναπαράγονται επίσης εγγενώς, γεννώντας αβγά, από τα οποία εκκολάπτονται προνύμφες που κολυμπούν ελεύθερες στο νερό και ύστερα από μια περίπλοκη μεταμόρφωση στερεώνονται κάπου στον βυθό και σχηματίζουν νέες αποικίες.

Εικόνα 24: Χαρακτηριστικά βρυοζώων. (Dr Timothy S. Wood, Department of biological science, Wright State University. From: http://www.wright.edu/~tim.wood/bryozoans.html. Accessed at 2014-8-26)

33

Πιθανόν να εμφανίστηκαν αρχικά κατά το Κάμβριο με μαλακά μέρη. Επηρεάστηκαν σημαντικά κατά τις μαζικές εξαφανίσεις της Περμίου περιόδου, γι ' αυτό απουσιάζουν από το πρώτο μισό του μεσοζωικού αιώνα. Στη μεγαλύτερή τους ανάπτυξη έφτασαν κατά την Κρητιδική περίοδο, έως τα τέλη του αιώνα. Στο Τριτογενές και Τεταρτογενές οι μορφές είναι περισσότερο όμοιες με τις σημερινές (υδρία ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τόμος 16, σελίδες 100-101).

Εικόνα 25: Βρυόζωα που βρέθηκαν στα δείγματα

2.7.7 Γυρεόκοκκοι

Οι γυρεόκοκκοι (εικόνα 26) δεν αποτελούν ομοταξία, αλλά είναι γαμέτες των ανθοφόρων φυτών (Αγγειοσπέρμων). Λόγω του μικρού τους μεγέθους και του μεγάλου αριθμού τους είναι πολύ εύκολο να μεταφερθούν, να διατηρηθούν και να απολιθωθούν. Η παρουσία τους δείχνει την ύπαρξη του φυτού από το οποίο παράχθηκαν. Είναι πιθανό να διαθέτουν αεροφόρους σάκους για να μεταφερθούν σε μεγαλύτερες αποστάσεις μέσω του αέρα.

Εικόνα 26: Γυρεόκοκκοι σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο (Wikipedia the free encyclopedia. From: http://en.wikipedia.org/wiki/Pollen#mediaviewer/File:Misc_pollen.jpg. Accessed at 2014-8-26)

34

3. Υλικά και Μέθοδοι

Για το πειραματικό μέρος της διπλωματικής εργασίας ακολουθήθηκαν οι εξής διαδικασίες:

 Από πυρηνολειψία που έγινε πάνω στο φραγμό της λιμνοθάλασσας της Λογαρού πήραμε και μελετήσαμε τους ορίζοντες-δείγματα: Δ1, Δ4, Δ6, Δ8, Δ9, Δ10, Δ11, Δ12, Δ13, Δ14, Δ16, Δ17, Δ18, Δ20, Δ21, Δ24, Δ27, Δ31, Δ38, Δ40, Δ41, Δ44, Δ45, Δ47, Δ51, Δ56, Δ58, Δ61

Όνομα Βάθος Όνομα Βάθος ορίζοντα δείγματος ορίζοντα δείγματος γεώτρησης (m) γεώτρησης (m) Δ1 5,3 Δ21 11,9 Δ4 6,1 Δ24 12,6 Δ6 6,8 Δ27 13,5 Δ8 7,25 Δ31 15,2 Δ9 7,6 Δ38 18,9 Δ10 7,9 Δ40 19,5 Δ11 8,4 Δ41 19,95 Δ12 8,8 Δ44 21,6 Δ13 9,1 Δ45 22,15 Δ14 9,5 Δ47 23,5 Δ16 10,1 Δ51 25,5 Δ17 10,45 Δ56 27,7 Δ18 10,95 Δ58 28,3 Δ20 11,5 Δ61 29,15 Πίνακας 1: Τα δείγματα σε αντιστοίχηση με το βάθος τους

 Ζυγίσαμε 100 gr από το κάθε δείγμα (Συνολικά είναι 28 δείγματα).  Τοποθετήσαμε τα 100 gr του δείγματος σε ένα μεταλλικό μπολ (εικόνα 27α), το γεμίσαμε με νερό μέχρι να καλυφθεί όλο το υλικό, ώστε να αποκολληθούν οι κόκκοι και αναδεύσαμε όταν χρειάστηκε με γυάλινη ράβδο.  Αν το δείγμα είναι σκληρό και οι κόκκοι δεν αποκολλούνται με το νερό τότε χρησιμοποιούμε υπεροξείδιο του υδρογόνου (Peridrol) αραιωμένο.  Αφήνουμε το ίζημα μία μέρα περίπου για να ξεκουραστεί.  Βάζουμε τα κόσκινα στη σειρά, το ένα πάνω στο άλλο, το 1 phi πάνω και το 4 phi κάτω και πλένουμε τα δείγματα.  Βουτάμε τα μικρότερα κόσκινα στη λεκάνη με μπλε του αιθυλίου, ώστε να χρωματιστούν τα ανθρακικά απολιθώματα που έχουν παραμείνει από τυχόν

35

προηγούμενα δείγματα στις οπές. Έτσι, αν δούμε στο στερεοσκόπιο κάποιο απολίθωμα με μπλε στίγματα δε θα το λάβουμε υπ’ όψιν μας.  Κοσκινίζουμε όλο το ίζημα με τη βοήθεια αποσταγμένου νερού, ώστε να φύγουν τα ανθρακικά υλικά.  Ότι ίζημα μείνει στο κάθε κόσκινο το τοποθετούμε σε πορσελάνινη κάψα (εικόνα 27β), διαφορετική για κάθε κόσκινο.  Όταν τελειώσει η διαδικασία πλένουμε τα κόσκινα. Το μεγαλύτερο διαμετρήματος κόσκινο το καθαρίζουμε με πινέλο, ενώ το μικρότερο το βουτάμε στο μπλε διάλυμα του αιθυλίου.  Αφού βάλουμε το υλικό απ’ το κάθε κόσκινο σε διαφορετικό σκεύος περιμένουμε να εξατμιστεί πλήρως το νερό. Αν χρειαστεί τοποθετούμε κάποιες κάψες στο φούρνο για να επιταχύνουμε τη διαδικασία της εξάτμισης του νερού.  Τοποθετούμε το υλικό που απέμεινε σε πλαστικό κουτί ή πλαστικό δοκιμαστικό σωλήνα ή σε νάιλον σακουλάκι για φύλλαξη (εικόνα 27γ).

Εικόνα 27: (α) Μεταλλικό μπολ, (β) Πορσελάνινη κάψα, (γ) Πλαστικά δοχεία για τοποθέτηση ιζήματος - απολιθωμάτων

 Για της συλλογή, τοποθετούμε το ίζημα προς αναγνώριση σε μεταλλικό δίσκο.  Αν το ίζημα είναι πολύ, τότε κάνουμε τη διαδικασία του τεταρτομερισμού (εικόνα 28). Στη διαδικασία αυτή χωρίζουμε το ίζημα σε τέσσερα τεταρτημόρια. Διαλέγουμε δύο, τα οποία είναι διαγώνια το ένα στο άλλο. Τα κρατάμε και τα δύο που δεν διαλέξαμε, τα τοποθετούμε στο πλαστικό τους δοχείο για πιθανή μελλοντική χρήση. Αν χρειαστεί επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία.  Αν δε μαζευτεί ο απαιτούμενος αριθμός απολιθωμάτων από τη διαδικασία του τεταρτομερισμού, χρησιμοποιούμε το ίζημα που αφήσαμε για μια πιθανή μελλοντική χρήση.

36

Εικόνα 28: Διαδικασία τεταρτερισμού (Τσίρμπα Α., Τσώνη Μ. 2013)

 Βλέπουμε το δείγμα σε στερεοσκόπιο (εικόνα 29) και συλλέγουμε και παράλληλα ξεχωρίζουμε τα είδη μεταξύ τους σε κάθε δείγμα.

Εικόνα 29: Στερεοσκόπιο (Τσίρμπα Α., Τσώνη Μ. 2013)

 Για τη συλλογή των απολιθωμάτων χρησιμοποιούμε λεπτή μεταλλική βελόνα και για την τοποθέτηση και αποθήκευσή τους χρησιμοποιούμε πλακίδια συλλογής ή πλαστικό φιαλίδιο τύπου Eppendrorf (εικόνα 30).

37

Εικόνα 30: (α) Μεταλλικό δισκίο, (β) Πλαστικό φιαλίδιο, (γ) Μεταλλική βελόνα, (δ) Πλακίδιο συλλογής. (Τσίρμπα Α., Τσώνη Μ. 2013)

 Μαζεύουμε μεγαλύτερο αριθμό, των 300 απολιθωμάτων, ώστε να προσδιορίσουμε το περιβάλλον. Μαζεύουμε περισσότερα από 300 απολιθώματα τα οποία μας είναι απαραίτητα για μελέτη για να καλύψουμε τυχόν απώλειες.  Χωρίζουμε τα διαφορετικά είδη μεταξύ τους.  Τα οστρακώδη τα χωρίζουμε σε ενήλικα και ανήλικα, καθώς επίσης και σε θηλυκά και αρσενικά.  Για τη συστηματική ταξινόμηση των οργανισμών χρησιμοποιήσαμε τις ηλεκτρονικές πηγές World Register of Marine Spescies (WoRMS Editorial Board (2014)) και (Foraminifera Gallery – illustrated catalog)  Με βάση τα αποτελέσματα και με τη χρήση του Microsoft Excel φτιάχνουμε ένα πίνακα όπου φαίνονται όλα τα δείγματα, το βάρος του ιζήματός τους καθώς και τα απολιθώματα που περιέχουν.  Στον πίνακα υπάρχει και ο ακριβής αριθμός τους.  Στις περιπτώσεις των οστρακωδών και των διθύρων φαίνεται και ο αριθμός της κάθε θυρίδας.  Στα οστρακώδη φαίνεται και ο αριθμός θηλυκών και αρσενικών ατόμων σε κάθε δείγμα.  Στη σελίδα (encyclopedia of life eol) βρέθηκε η προτίμηση του κάθε οργανισμού σε βάθος, θερμοκρασία, αλμυρότητα, περιεκτικότητα σε διαλυμένο οξυγόνο στο νερό, νιτρικό άλας, φωσφορικό άλας και σε πυριτικό άλας.  Σε όσα απολιθώματα ήταν εφικτό τραβήχτηκαν φωτογραφίες, με κλίμακα 1 mm.

38

 Υπολογίστηκαν τα ποσοστά των απολιθωμάτων ανά δείγμα. Με τη χρήση του προγράμματος Grapher έκδοση 8, δημιουργήσαμε γραφικές παραστάσεις με τα ποσοστά του κάθε είδους για όλο το βάθος του πυρήνα.  Με βάση όλα τα δεδομένα, αριθμό απολιθωμάτων σε κάθε δείγμα και η προτίμησή τους στο εκάστοτε περιβάλλον, μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα για τις συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε ορίζοντα ξεχωριστά και γενικότερα στον πυρήνα.

39

4. Πίνακες, Αποτελέσματα δειγμάτων

Παρακάτω παρατίθεται πίνακας (πίνακας 2) που δείχνει στα δείγματα που μελετήθηκαν το βάθος, στο οποίο βρίσκονται, το βάρος του ιζήματος, στο οποίο βρέθηκαν τα απολιθώματα, ο αριθμός των απολιθωμάτων, καθώς και ο ακριβής αριθμός των ειδών σε κάθε δείγμα. Στους γυρεόκοκκους και στα βρυόζωα δεν έγινε αναγνώριση είδους παρά μόνο αναφορά της ύπαρξή τους στα δείγματα.

Στο δεύτερο πίνακα (πίνακας 3) έχουν χωριστεί σε ομάδες οι πληθυσμοί των απολιθωμάτων και έχει γίνει αντιστοίχηση με ένα χρώμα αντίστοιχα για κάθε μία ομάδα. (Ο πίνακας κατασκευάστηκε για πιο εύκολη ανάγνωση.)

Στη συνέχεια ακολουθούν πίνακες με τα ποσοστά των ομοταξιών και των συνομοταξιών στα δείγματα (πίνακας 4) και μετά ένας πιο αναλυτικός πίνακας με τα ποσοστά των ειδών στα δείγματα (πίνακας 5).

Οι υπόλοιποι πίνακες του κεφαλαίου αναφέρονται σε διάφορα ποσοστά των οστρακώδων στα δείγματα.

40

Πίνακας 2: Στον πίνακα εμφανίζεται το όνομα κάθε δείγματος, το βάθος του, ο ακριβής αριθμός των απολιθωμάτων που βρέθηκαν σε αυτό, το βάρος του ιζήματος στο οποίο βρέθηκαν τα απολιθώματα, ο ακριβής αριθμός κάθε είδους σε κάθε δείγμα, ο αριθμός των θυρίδων σε οστρακώδη και δίθυρα και τέλος ο αριθμός ενηλίκων ατόμων (θηλυκών και αρσενικών) στα οστρακώδη. Στα βρυόζωα και στους γυρεόκοκκους δεν έγινε αναγνώριση ειδών. (Χ θ., Υ α. = Χ θηλυκά, Υ αρσενικά) (Ζ αριστερές ή Ζ αρ.= Ζ αριστερές θυρίδες) (Ω δεξιές ή Ω δεξ.= Ω δεξιές θυρίδες).

41

Πίνακας 3: Αντιστοίχηση πληθυσμού κάθε είδους απολιθώματος με ένα χρώμα ανά βάθος. Στον πίνακα έχουν μπει και δεδομένα από την έρευνα που έκαναν οι “Avramidis et al. 2014”

42

Όνομα ορίζοντα Τρηματοφόρα Γαστερόποδα Γυρεόκοκκοι Οστρακώδη γεώτρησης Βρυόζωα Δίθυρα

Δ1 66,79 20,65 7,78 0,54 0,27 0 Δ4 68,94 17,46 10,66 1,48 0,59 0,89 Δ6 67,62 19,69 9,51 3,17 0 0 Δ8 51,65 41,35 4,85 1,52 0,61 0 Δ9 58,41 39,27 2,31 0 0 0 Δ10 81,21 5,22 4,6 7,05 0,92 0 Δ11 60,22 4,04 12,97 22,12 0,21 0,43 Δ12 93,37 0,33 2,98 2,65 0,66 0 Δ13 69,57 17,54 5,55 5,55 0 1,75 Δ14 67,51 18,58 5,89 5,88 0 2,17 Δ16 37,33 62,4 0,28 0 0 0 Δ17 86,28 7,03 2,88 3,52 0 0,32 Δ18 73,52 23,53 0 0 0,94 0 Δ20 48,08 42,3 5,77 0 3,85 0 Δ21 78,06 22,76 0 0 1,2 0 Δ24 58,06 37,1 1,61 2,23 0 0 Δ27 30,77 58,97 0 0 10,26 0 Δ31 56,67 16,67 3,33 0 23,33 0 Δ38 70 9,09 0 0 18,18 0 Δ40 53,14 40,63 6,26 0 0 0 Δ41 80,49 12,2 2,44 0,44 2,44 0 Δ44 36,47 39,19 8,82 7,11 5,41 0 Δ45 45,71 54,29 0 0 0 0 Δ47 27,81 69,06 0,9 0,9 1,35 0 Δ51 58,06 32,25 0 0 9,68 0 Δ56 23,26 62,79 4,65 9,3 0 0 Δ58 56,11 40,29 0,72 0 2,88 0 Δ61 28,97 69,95 0,55 0 0,55 0 Πίνακας 4: Ποσοστά των ομοταξιών και συνομοταξιών στα δείγματα

Στον πίνακα 4 έχουν αποτυπωθεί τα ποσοστά των ομοταξιών και συνομοταξιών στα δείγματα. Τα ποσοστά βγήκαν με βάση τον συνολικό αριθμό των ατόμων κάθε ομοταξίας ή συνομοταξίας, ξεχωριστά η μία από την άλλη, προς το συνολικό αριθμό όλων των ατόμων σε κάθε δείγμα.

Με βάση τα ποσοστά αυτά βγάζουμε τα εξής συμπεράσματα:

 Τα τρηματοφόρα είναι η κύρια ομάδα οργανισμών, διότι σχεδόν σε όλα τα δείγματα βρίσκονται σε ποσοστά μεγαλύτερα του 50%. Οι μόνες εξαιρέσεις είναι Δ16, Δ20, Δ27, Δ44, Δ45, Δ47, Δ56 και Δ61. Σε αυτά τα δείγματα τα ποσοστά τους κυμαίνονται από 20% μέχρι και 48%.  Τα οστρακώδη είναι η δεύτερη πιο κύρια ομάδα οργανισμών στα δείγματα, καθώς εμφανίζονται με ποσοστά από 10% με 40%. Στα δείγματα Δ9, Δ10 και

43

Δ11 τα ποσοστά είναι πάρα πολύ μικρά, από 0,33% έως 5,22%. Σε αντίθεση με τα άλλα δείγματα, στα δείγματα Δ27, Δ45, Δ47, Δ56 και Δ61 τα ποσοστά τους είναι πάνω από 50%, καθιστώντας τα ως κύρια ομάδα στα συγκεκριμένα δείγματα.  Τα γαστερόποδα έχουν πολύ μικρά ποσοστά, μέχρι περίπου του ποσοστού 10%. Στα δείγματα τα γαστερόποδα Δ18, Δ21, Δ27, Δ38, Δ45 και Δ51 απουσιάζουν.  Τα δίθυρα, τα ποσοστά τους είναι ίδια με αυτά των γαστεροπόδων. Τα ποσοστά τους φτάνουν και αυτών μέχρι το ποσοστό των 10% περίπου. Τα δίθυρα στα δείγματα Δ9, Δ16, Δ18, Δ20, Δ21, Δ27, Δ31, Δ38, Δ40, Δ45, Δ51, Δ58 και Δ61 απουσιάζουν. Στο δείγμα 11 εμφανίζουν ένα σημαντικό πληθυσμό καθώς έχουν ποσοστό της τάξης του 22,12%.  Τα βρυόζωα και οι γυρεόκοκκοι δεν έχουν μεγάλους αριθμούς και έτσι δεν εμφανίζουν μεγάλα ποσοστά. Οι γυρεόκοκκοι απουσιάζουν σχεδόν από τα μισά δείγματα, ενώ τα βρυόζωα εμφανίζονται μόνο σε πέντε δείγματα. Σε μερικά δείγματα οι γυρεόκοκκοι εμφανίζουν ποσοστά μεγαλύτερα του 10%, καθώς εκείνα τα δείγματα έχουν πολύ μικρούς αριθμούς απολιθωμάτων.

Έπειτα βγάλαμε τα ποσοστά του κάθε είδους ξεχωριστά (πίνακας 5). Το ποσοστό κάθε είδους σε κάθε δείγμα ξεχωριστά βγήκε: με τον αριθμό κάθε είδους στα δείγματα προς το συνολικό αριθμό των απολιθωμάτων στο εκάστοτε δείγμα. Έτσι λοιπόν βγαίνουν τα εξής συμπεράσματα:

 Η Ammonia tepida εμφανίζεται σε όλα δείγματα με μεγάλα ποσοστά, από 17,04% και φτάνει μέχρι του ποσοστού των 60,61%, καθιστώντας το ως ένα από τα κύρια είδη στην περιοχή μελέτης.  Το Cyprideis torosa, εμφανίζει συνεχή σκαμπανεβάσματα στα ποσοστά του. Φαίνεται σαν να κάνει ο πληθυσμός του ένα κύκλο, άλλοτε μεγάλο και άλλοτε μικρό. Εμφανίζεται σε όλα τα δείγματα. Σε κάποια δείγματα αγγίζει ποσοστά του 0%, ενώ σε άλλα γίνεται το κύριο είδος στο δείγμα με ποσοστά κοντά στο 70% ή 50%.  Η Haynesina germanica έχει και αυτή μια πολύ σημαντική παρουσία στα δείγματα, διότι δεν εμφανίζεται μόνο σε δύο (τα Δ27 και Δ56) και έχει σημαντικά ποσοστά που κυμαίνονται από 3,13% με 29,41%.  Η Triloculina sp. εμφανίζεται σε πολλά δείγματα. Απουσιάζει μόνο από εφτά δείγματα. Σε μερικά από τα δείγματα το ποσοστό φτάνει κοντά στο 10% ή και το ξεπερνάει, όπως στο δείγμα Δ11, που έχει ποσοστό 19,15%.  Η Ammonia beccarii δεν εμφανίζει μεγάλα ποσοστά στα δείγματα, καθώς δεν υπερβαίνει το ποσοστό του 3,33% σε κανένα δείγμα. Επίσης, απουσιάζει σε πολλά από τα δείγματα.

44

 Η Quinqueloculina seminulum, το Elphidium crispum και η Rosalina bradyi εμφανίζονται σε πολλά δείγματα, αλλά δεν έχουν μεγάλα ποσοστά, καθώς φτάνουν κοντά στο ποσοστό του 10% σε ένα ή δύο δείγματα, το καθένα ξεχωριστά από το άλλο.  Το είδος Cypria ophthalmica subsala έχει γενικά χαμηλά ποσοστά, μόνο στο δείγμα Δ4 έχει μεγάλο ποσοστό, το οποίο είναι 10,65%.  Όπως και η Cypria ophthalmica subsala έτσι και η Lucinella divaricata έχει χαμηλά ποσοστά. Στο δείγμα Δ11 φτάνει ο πληθυσμός της το ποσοστό του 12,34%.  Το είδος Globigerina bulloides, εμφανίζεται μόνο στα δείγματα Δ10 και Δ13. Έχει ποσοστό 1,84 και 1,75 αντίστοιχα. Είναι ένα από τα πολύ σημαντικά είδη για το λόγο ότι είναι πελαγικός οργανισμός. Οι πελαγικοί οργανισμοί σήμερα απουσιάζουν από τον κόλπο του Αμβρακικού.  Οι υπόλοιποι οργανισμοί στα δείγματα εμφανίζουν πολύ μικρά ποσοστά και εμφανίζονται σε λίγα δείγματα.

45

Πίνακας 5: Πίνακας ποσοστών απολιθωμάτων στα δείγματα.

46

Τα οστρακώδη χωρίστηκαν σε θυρίδες, δεξιά ή αριστερή. Έπειτα, το ποσοστό κάθε θυρίδας σε κάθε δείγμα βγήκε από τον συνολικό αριθμό προς τον συνολικό αριθμό όλων των θυρίδων. Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και στην περίπτωση που είχαμε τη διατήρηση όλου του σκελετού.

Με τη διαδικασία αυτή βγήκαν τα εξής συμπεράσματα:  Cyprideis torosa: οι αριστερές θυρίδες είναι αυτές που παρέμειναν, κατά κύριο λόγο, στο χώρο απόθεσης των απολιθωμάτων. Σε ελάχιστες περιπτώσεις έχουμε την επικράτηση των δεξιών, έναντι των αριστερών θυρίδων. Οι περιπτώσεις, που διατηρήθηκε όλο το κέλυφος, ήταν ελάχιστες.  Loxoconcha elliptica: έχουμε μία ισορροπία στη διατήρηση των θυρίδων. Σε μερικά δείγματα υπάρχουν ισάξιοι αριθμοί αριστερών με δεξιών θυρίδων. Περίπου, σε όσα δείγματα υπερτερούν οι αριστερές, σε τόσα δείγματα υπερτερούν και οι δεξιές θυρίδες. Έχουμε αρκετές περιπτώσεις διατήρησης ολόκληρου του σκελετού. Στο Δ18 μάλιστα διατηρήθηκαν μόνο ολόκληρα τα κελύφη.  Cypria ophthalmica subsala: Στα Δ20, Δ44 επικρατούν οι δεξιές θυρίδες, στο Δ16 επικρατεί η εμφάνιση ολόκληρου του σκελετού και στα υπόλοιπα δείγματα που εμφανίζεται το είδος επικρατούν οι αριστερές θυρίδες.

Πίνακας 6: Ποσοστά αριστερών, δεξιών θυρίδων και ολόκληρων κελυφών των οστρακωδών στα δείγματα.

47

Στα οστρακώδη μπορούμε να βρούμε πιο ακριβή αριθμό στον πληθυσμό τους ανά δείγμα. Για την εύρεση του πιο ακριβή αριθμού πρέπει να δούμε ποιες θυρίδες είναι περισσότερες, οι αριστερές ή οι δεξιές, σε ένα δείγμα για ένα είδος. Σε αυτό τον αριθμό προσθέτουμε και τα ολόκληρα κελύφη. Αυτή η διαδικασία γίνεται, γιατί σε μία αριστερή θυρίδα αντιστοιχεί μία δεξιά, μέχρι που μία από τις δύο θυρίδες να μην έχει άλλη θυρίδα υπόλοιπο, ενώ η άλλη θυρίδα να έχει ακόμα υπόλοιπο. Έπειτα, θεωρούμε ότι για τις υπόλοιπες πια μονές θυρίδες υπήρχαν και άλλες τόσες από την άλλη θυρίδα, αλλά, ή δε διατηρήθηκαν, είτε έφυγαν από την περιοχή απόθεσης με κάποιο ρεύμα ή καταστράφηκαν. Τα ολόκληρα κελύφη τα προσθέτουμε, διότι έχει και τις δύο θυρίδες που ανήκαν σε ένα οργανισμό.

Πίνακας 7: Πίνακας με το μικρότερο αριθμό ατόμων ενός είδους οστρακώδους ανά δείγμα (Μ.Ν.Ι.). Με ροζ χρώμα φαίνεται ο αριθμός όλων των θυρίδων, με μπλε η μη ύπαρξή τους στο δείγμα, με κίτρινο ο μικρότερος πληθυσμός τους στο δείγμα και με γαλάζιο η απουσία τους από αυτό.

48

Στα οστρακώδη, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αναγνωρίστηκαν ενήλικα άτομα, θηλυκά και αρσενικά. Ενήλικα άτομα αναγνωρίστηκαν σε τρία μόνο είδη. Στο είδος Cypria ophthalmica subsala αναγνωρίστηκε μόνο ένα ενήλικο άτομο, φύλου θηλυκού, στο δείγμα Δ14. Στο είδος Loxoconcha elliptica αναγνωρίστηκαν μόνο επτά θηλυκά άτομα, σε τέσσερα δείγματα. Στο Cyprideis torosa είχαμε την αναγνώριση πολλών ενηλίκων ατόμων, καθώς το είδος αυτό βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία στα δείγματα. Επίσης, αναγνωρίστηκαν και αρσενικά άτομα. Με βάση τον μέγιστο αριθμό των ατόμων ανά δείγμα σε κάθε είδος, βγήκαν τα ποσοστά ενηλίκων ατόμων στα δείγματα, καθώς επίσης και των θηλυκών και των αρσενικών, όπου εκείνα βρέθηκαν. Στα υπόλοιπα είδη οστρακωδών δε βρέθηκαν ενήλικα άτομα και έτσι ο αριθμός τους είναι μηδέν και τα ποσοστά τους είναι σε όλα 0%.

Πίνακας 8: (α) Αριθμός θηλυκών και αρσενικών ατόμων στα δείγματα σε όσα είδη βρέθηκαν αυτά. (β) Ποσοστά ενήλικων ατόμων (θηλυκών συν αρσενικών) και ποσοστά θηλυκών και αρσενικών ατόμων, όπου εκείνα βρέθηκαν.

49

Ακολουθούν γραφικές παραστάσεις ποσοστών των ειδών σε όλο το βάθος του πυρήνα.

Εικόνα 31: Γραφικές παραστάσεις ποσοστών απολιθωμάτων ανά βάθος

50

Εικόνα 32: Γραφικές παραστάσεις ποσοστών απολιθωμάτων ανά βάθος

51

Από τις γραφικές παραστάσεις μπορούμε να διακρίνουμε ότι, από το βάθος των 12,5m και μέχρι των 5m υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλομορφία στα είδη. Η αύξηση στα διαφορετικά είδη είναι μεγάλη, καθώς εμφανίζονται περίπου διπλασία είδη από ότι στη βάση και στο μέσον της γεώτρησης. Στο μέσο μέρος της γεώτρησης εμφανίζονται περισσότερα είδη σε σχέση με το κάτω μέρος της, χωρίς όμως να φτάνει την ποικιλομορφία της ανώτερης ζώνης.

Αυτός ο χωρισμός του πυρήνα σε είδη ταιριάζει με το χωρισμό του πυρήνα ανάλογα με τον ιζηματολογικό χωρισμό του σε ζώνες, ανώτερη, μέση και κατώτερη.

52

5. Συστηματική ταξινόμηση

5.1 Τρηματοφόρα

5.1 Rotaliata

5.1.1.1 Ammonia tepidα (Cushman, 1926) Υπερβασίλειο: Ευκάρια Βασίλειο: Chromista Φύλλο: Foraminifera Κλάση: Globothalamea Τάξη: Rotaliata Οικογένεια: Rotaliidae Γένος: Ammonia Είδος: Ammonia tepida

Πριγραφή: Η A. tepida (εικόνα 33) παρουσιάζει κέλυφος υαλώδες με τροχοσπειροειδή συναρμογή. Το στοματικό άνοιγμα του είδους αυτού είναι απλό τελικό. Ζει σε λιμνοθάλασσες, εκβολές, φιόρδ και σε δέλτα ποταμών. Στρωματογραφική Εξάπλωση: Εμφανίστηκε κατά το Κατώτερο Ηώκαινο την περίοδο του Υπρεσίου στα 55,8 δισεκατομμύρια χρόνια πριν και εμφανίζεται μέχρι και σήμερα. Οικολογία: Προτιμά βαλτώδεις περιοχές με χαμηλή αλατότητα (Debenay, Guillou. 2002). Προτυμά τα υφάλμυρα νερά. Η παρουσία του είδους δείχνει σταδιακή με τάβαση από ηπειροτικά υφάλμυρα περιβάλλοντα σε θαλάσσια υφάλμυρα περιβάλλοντα (Garassino et al. 2012). Εμφανίζεται στην υποπαράλια ζώνη (Marturano et al. 2011). Ζει σε κλειστούς κόλπους (Bergin et al. 2006) και σε λιμνοθάλασσες (Debenay, Guillou. 2002).

Εικόνα 33: Ammonia tepida, ραχιαία και ομφαλική όψη, (κλίμακα 1 mm).

53

5.1.1.2 Ammonia beccarii (Linnaeus, 1758)

Είδος: Ammonia beccarii

Πριγραφή: Η A. becarii (εικόνα 12a, Κεφ. 2.7.1) δε διαφέρει ουσιαστικά από το συγγενικό της είδος, που είναι η A.tepidα. Έχουν σχεδόν ίδιο κέλυφος με κύρια διαφορά ότι στην A.beccarii ο ομφαλός είναι πιο έντονος και βαθύς. Επίσης το μέγεθος του κελύφους είναι εμφανώς μεγαλύτερο. Στρωματογραφική Εξάπλωση: Εμφανίστηκε κατά το Κατώτερο Ηώκαινο την περίοδο του Υπρεσίου στα 55,8 δισεκατομμύρια χρόνια πριν και εμφανίζεται μέχρι και σήμερα. Οικολογία: Προτιμά βαλτώδεις περιοχές με χαμηλή αλατότητα (Debenay, Guillou. 2002). Ζει σε κλειστούς κόλπους (Bergin et al. 2006) και σε λιμνοθάλασσες (Debenay, Guillou. 2002). Εμφανίζει παράκτιες συναθροίσεις και είναι καλά γνωστό ότι είναι ανεκτικό σε έντονα περιβαλλοντικά στρες με υψηλή ιζηματογενή και την είσοδο οργανικής ύλης (Fanget et al, 2013).

5.1.1.3 Planorbulina mediterranensis d'Orbigny, 1826 Οικογένεια: Planorbulinoidae Γένος: Planorbulina Είδος: Planorbulina mediterranensis Περιγραφή: Το τρηματοφόρο P.mediterranensis (εικόνα 34) εμφανίζει κέλυφος που είναι εντελώς διαφορετικό από τα υπόλοιπα τρηματοφόρα. Έχει υαλώδες κέλυφος με τροχοσπειροειδή περιέλιξη και έχει σχήμα δισκοειδές. Ο καινούριος θάλαμος που δημιουργείται φαίνεται να προσκολλάται στο περιθώριο της περιέλιξης, δημιουργώντας έναν ομφαλό πολύ βαθύ. Από την ομφαλική όψη φαίνεται ο πρώτος θάλαμος. Οικολογία: Βρίσκεται σε στόμια ποταμών (Frezza & Carboni. 2009). Είναι πολύ κοινά σε περιοχές όπου επικρατεί ανθρακικό αμμώδες ίζημα (Avnaim-Katav et al. 2013) και σε αργιλικό ίζημα (López-Belzunce et al, 2014).

Εικόνα 334: Planorbulina mediterranensis, (α)ομφαλική όψη, (β)ραχιαία όψη, (κλίμακα 1 mm).

54

5.1.1.4 Textularia sp.

Οικογένεια: Textulariida Γένος: Textularia Είδος: Textularia sp.

Περιγραφή: Το Textularia sp. (εικόνα 35) έχει κέλυφος υαλώδες με δίσειρη συναρμογή και απλό τελικό στοματικό άνοιγμα.

Εικόνα 34: Textularia sp., (κλίμακα 1 mm).

5.1.1.5 Elphidium crispum (Linnaeus, 1758)

Τάξη: Elphidiida Οικογένεια: Elphidiidae Γένος: Elphidium Είδος: Elphidium crispum

Περιγραφή: Το Elphidium sp. (εικόνα 36) έχει πορσελανώδες κέλυφος με επιπεδοσπειροειδή συναρμογή. Σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζεται και μία καρίνα στη ράχη του κελύφους. Εμφανίζει πολλαπλά στοματικά ανοίγματα, πλευρικά και εμπρόσθια. Στρωματογραφική Εξάπλωση: Εμφανίστηκε κατά το Ανώτερο Ηώκαινο και υπάρχει μέχρι και σήμερα(wikipedia last modificated on 2 July 2014 at 15:29).

55

Οικολογία: Εμφανίζεται στην υποπαράλια ζώνη (Marturano et al. 2011). Προτυμά τα υφάλμυρα νερά. Η παρουσία του είδους δείχνει σταδιακή με τάβαση από ηπειροτικά υφάλμυρα περιβάλλοντα σε θαλάσσια υφάλμυρα περιβάλλοντα (Garassino et al. 2012). Ζει κοντά σε εκβολές ποταμών (Virgilio Frezza, Maria Gabriella Carboni. 2009) και σε κλειστούς κόλπους (Bergin et al. 2006).

Εικόνα 35: Elphidium crispum. (κλίμακα 1 mm).

5.1.1.6 Haynesina germanica (Ehrenberg, 1840)

Τάξη: Nonionida Οικογένεια: Nonionidae Γένος: Haynesina Είδος: Haynesina germanica

Περιγραφή: Το είδος H. germanica (εικόνα 37) έχει υαλώδες κέλυφος και έχει επιπεδοσπειροειδή συναρμογή. Δεν εμφανίζει κορυφαίο σημείο, ούτε ομφαλό. Πολύ χαρακτηριστικό είναι ότι οι θάλαμοι αυξάνουν βαθμιαία το μέγεθός του. Η αύξηση του μεγέθους των θαλάμων είναι αρκετά εμφανής στο στερεοσκόπιο. Οικολογία: Εμφανίζεται σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα με λασπώδες ίζημα (Debenay, Guillou. 2002). Είναι γνωστό ότι ζει σε υφάλμυρα περιθώρια της Μεσογείου θάλασσας (Avnaim-Katav et al. 2013).

56

Εικόνα 37: Haynesina germanica, (κλίμακα 1 mm).

5.1.1.7 Rosalina bradyi (Cushman, 1915) Τάξη: Rosalinida Οικογένεια: Rosalinidae Γένος: Rosalina Είδος: Rosalina bradyi

Περιγραφή: Το είδος R.brady (εικόνα 38) έχει υαλώδες κέλυφος με κωνικοσπειροειδή συναρμογή. Οικολογία: Ζει σε κλειστούς κόλπους (Bergin et al. 2006)

Εικόνα 38: Rosalina bradyi, ραχιαία και ομφαλική όψη, (κλίμακα 1 mm).

57

5.1.1.8 Discorbis sp. Lamarck, 1804

Τάξη: Discorbida Οικογένεια: Discorbidae Γένος: Discorbis Είδος: Discorbis sp.

Περιγραφή: Το κέλυφος του είδους αυτού εμφανίζεται υαλώδες και με κωνικοσπειροειδή περιέλιξη. Το στοματικό άνοιγμα του είδους εμφανίζεται ως τελικό απλό. Τα απολιθώματα που βρέθηκαν στα δείγματα είχαν ιδιαίτερα μεγάλη σε μέγεθος την πρωτοκόγχη σε σχέση με το μέγεθος του κελύφους.

5.1.1.9 Globigerina bulloides d'Orbigny, 1826 Τάξη: Globigerinida Οικογένεια: Globigerinidae Γένος: Globigerina Είδος: Globigerina bulloides

Περιγραφή: Το G.bulloides (εικόνα 39) είναι το μοναδικό πελαγικό τρηματοφόρο βρέθηκε στα δείγματα. Έχει κέλυφος πορσελανώδες με τροχοσπειροειδή συναρμογή. Εμφανίζει ένα στοματικό άνοιγμα στη μία πλευρά. Οικολογία: Ζει σε πολύ αλμυρά νερά. Στη στήλη του νερού εμφανίζεται από την επιφάνεια μέχρι και τα πρώτα 100 m σε αφθονία. Η θερμοκρασία στην οποία μπορεί να ζήσει κυμαίνεται από 25 oC μέχρι και 5 oC περίπου (van Raden et al. 2011). Εμφανίζεται σε πελαγικά περιβάλοντα (Dittert, Henrich. 2000). Εμαφίζεται και στα νερά της Μεσογείου θάλασσας (Boussetta et al. 2012).

Εικόνα 39: Globigerina bulloides, (α) ραχιαία όψη, (β) στοματική όψη, (κλίμακα 1 mm).

5.1.2 Miliolata

58

Αυτή η ομοταξία τρηματοφόρων διαφέρει από την προηγούμενη καθώς έχουν όλα τα είδη πορσελανώδη κελύφη με αγαθιστεγή συναρμογή. Εμφανίζουν πάντα απλό τελικό στοματικό άνοιγμα.

5.1.2.1 Triloculina sp. Κλάση: Miliolata Τάξη: Miliolida Οικογένεια: Miliolidae Γένος: Triloculina Είδος: Triloculina sp.

Περιγραφή: Χαρακτηριστικό του γένους Triloculina είναι ότι εμφανίζει πάντα τρεις θαλάμους. Το είδος Triloculina scapha έχει πορσελανώδες κέλυφος με αγαθιστεγή συναρμογή. Έχει απλό τελικό στοματικό άνοιγμα. Οικολογία: Ζει σε ρηχά παράκτια θαλάσσια περιβάλλοντα (Shawn E. Kovacs et al. 2013).

Εικόνα 36: Triloculina sp., (α) κοιλιακή όψη, (β) ραχιαία όψη, (κλίμακα 1 mm).

5.1.2.2 Quinqueloculina seminula (Linnaeus, 1758) Οικογένεια: Hauerinidae

59

Γένος: Quinqueloculina Είδος: Quinqueloculina seminula

Περιγραφή: Το γένος Quinqueloculina εμφανίζει στο κέλυφος πέντε θαλάμους, δύο περισσότερους από το προηγούμενο γένος. Έχει πορσελανώδες κέλυφος με αγαθιστεγή τρόπο συναρμογής και απλό τελικό στοματικό άνοιγμα. Πολλά κελύφη ήταν πολύ εξαλιωμένα (εικόνα 41γ). Οικολογία: Εμφανίζεται σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα (Debenayard, Guillou. 2002) και σε παράκτια περιβάλλοντα στις ακτές της Μεσογείου (Barras et al. 2014), σε κλειστούς κόλπους (Bergin et al. 2006). Προτυμά τα υφάλμυρα νερά. Η παρουσία του είδους δείχνει σταδιακή με τάβαση από ηπειροτικά υφάλμυρα περιβάλλοντα σε θαλάσσια υφάλμυρα περιβάλλοντα (Garassino et al. 2012).

Εικόνα 37: Quinqueloculina seminula, (α)ραχιαία όψη, (β)κοιλιακή όψη, (γ)εξαλιωμένο κέλυφος, (κλίμακα 1 mm).

5.1.2.3 Quinqueloculina vulgaris d'Orbigny, 1826 Είδος: Quinqueloculina vulgaris Περιγραφή: Το Q.vulgaris (εικόνα 42) έχει, σε αντίθεση με το Q.seminula, μικρό μήκος και μεγάλο ύψος. Τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι το πορσελανώδες κέλυφος και η αγαθιστεγή συναρμογή, με απλό τελικό στοματικό άνοιγμα.

60

Εικόνα 38: Quinqueloculina vulgaris, (κλίμακα 1 mm).

5.1.2.4 Pseudotriloculina cyclostoma (Reuss, 1850) Γένος: Pseudotriloculina Είδος: Pseudotriloculina cyclostoma Περιγραφή: Μοιάζει πολύ με το γένος Triloculina. Λόγω της ομοιότητας αυτής, οφείλει το όνομά του, το γένος στο οποίο ανήκει. Έχει πορσελανώδες κέλυφος με αγαθιστεγή συναρμογή. Το στοματικό άνοιγμα είναι απλό τελικό με ένα δόντι και εμφανίζεται ιδιαίτερα μεγάλο σε σχέση με το σώμα του σκελετού. Οικολογία: Το κέλυφος που κατασκευάζει το είδος, είναι ανθρακικής σύστασης (Encyclopedia of life eol. Available from: http://eol.org/. Accessed at 2014-07-24). Έχει βρεθεί σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα (Debenay, Guillou. 2002). Ζει σε ψυχρά θαλάσσια περιβάλλοντα (Majewski, Gaździcki. 2014).

5.1.2.5 Adelosina longirostra (d'Orbigny, 1846) Οικογένεια: Spiroloculinidae Γένος: Adelosina Είδος: Adelosina logirostra

Περιγραφή: Το A. longirostra (εικόνα 43) έχει πορσελανώδες κέλυφος με αγαθιστεγή τρόπο συναρμογής και απλό τελικό στοματικό άνοιγμα. Χαρακτηριστικό του είδους είναι ο έντονος διάκοσμος καθώς εμφανίζει σε όλη την επιφάνεια του κελύφους αύλακες και ράχες.

61

Οικολογία: Εμφανίζει παράκτιες συναθροίσεις (Fanget et al, 2013) στην υποπαράλια ζώνη (Marturano et al. 2011) σε προδελταϊκές περιοχές και σε δελταϊκές περιοχές (Mojtahid et al. 2009) και σε κόλπους (Dolan. 2014). Όπως και το είδος A. becarii είναι καλά γνωστό ότι είναι ανεκτικό σε έντονα περιβαλλοντικά στρες με υψηλή ιζηματογενή και την είσοδο οργανικής ύλης. Γενικά είναι είδος που προτιμά περιβάλλοντα με υψηλή αλμυρότητα (Fanget et al, 2013).

Εικόνα 393: Adelosina longirostra, (α) ραχιαία όψη, (β) κοιλιακή όψη, (κλίμακα 1 mm).

5.1.2.6 Adelosina laevigata d'Orbigny, 1826 Είδος: Adelosina laevigata Περιγραφή: Το A. laevigita (εικόνα 44) εμφανίζει κέλυφος πορσελανώδες με αγαθιστεγή συναρμογή, στοματικό άνοιγμα απλό τελικό και διακρίνονται πέντε θάλαμοι εξωτερικά. Βασικό χαρακτηριστικό του είδους είναι ότι το είδος έχει στενόμακρο κέλυφος. Οικολογία: Ζει σε όρμους (Dolan. 2014) και σε κλειστούς κόλπους (Bergin et al. 2006). Εμφανίζεται μαζί με ασβεστολιθικά φύκη και το έδαφος που προτιμά είναι η ασβεστολιθική άμμο (Samir et al, 2003).

Εικόνα 404: Adelosina laevigata, (κλίμακα 1 mm).

5.1.2.7 Adelosina sp.

62

Είδος: Adelosina sp.

Περιγραφή: Το Adelosina sp. (εικόνα 45) έχει και αυτό πορσελανώδες κέλυφος, με αγαθιστεγή συναρμογή. Το στοματικό άνοιγμα είναι απλό τελικό και προεξέχει εμφανώς από το κύριο σώμα του κελύφους. Έχει λεπτό πάχος τόσο, που στα άκρα του φαίνεται να εμφανίζονται δύο καρίνες, μία πάνω και μία κάτω.

Εικόνα 415: Adelosina sp. (το συγκεκριμένο κέλυφος παρουσιάζει σπάσιμο), (κλίμακα 1 mm).

63

5.2. Οστρακώδη

5.2.1 Cyprideis torosa (Jones, 1850) Βασήλειο: Animalia Φύλο: Arthropoda Κλάση: Ostracoda Τάξη: Podocopida Οικογένεια: Cytherideidae Γένος: Cyprideis Είδος: Cyprideis torosa

Περιγραφή: Το C. torosa (εικόνα 46) είναι ένα από τα δύο είδη που υπάρχουν σε όλα τα δείγματα. Έχει διάτρητο σκελετό, αλλά το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό δεν ήταν πάντα εμφανές. Το κέλυφος είναι λείο και μοιάζει το σχήμα του με ορθογώνιο. Τα κελύφη των θηλυκών ξεχωρίζουν από αυτά των αρσενικών, διότι στο οπίσθιο μέρος είναι πιο πεπλατυσμένα, πιο παχιά. Στρωματογραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται σε τεταρτογενή ιζήματα (Barba. 2012). Οικολογία: Το C.torosa είναι ένα οστρακώδες που ζει σε ευρή φάσμα υδάτινων περιβαλλόντων. Είναι ευρύαλο είδος, εμφανίζεται από πηγές ποταμών μέχρι και αλμυρές λίμνες (Barba et al. 2012). Μπορεί να βρεθεί σε λίμνες (Cabral. 2006), αλμυρές λίμνες (Barba et al. 2012), λιμνοθάλασσες, εκβολές ποταμών, φιόρδ, δέλτα και άλλα οριακά θαλάσσια περιβάλλοντα (Encyclopedia of life eol. Available from: http://eol.org/. Accessed at 2014-7-6).

Εικόνα 42: C. torosa, (α)εξωτερική όψη θυρίδων, (β)εσωτερική όψη θυρίδων, (γ)ανήλικο αριστερά και ενήλικο θηλυκό δεξιά, (κλίμακα 1 mm).

64

5.2.2 Cypria ophthalmica subsala (Jurine, 1820)

Γένος: Cypria Είδος: Cypria ophthalmica subsala Περιγραφή: Το C. ophthalmica subsala (εικόνα 47) έχει και αυτό λείο και αδιάτρητο κέλυφος. Μοιάζει το σχήμα του με αυτό του τριγώνου. Οικολογία: Έχει βρεθεί σε λιμναία περιβάλλοντα (Pérez. 2013)

Εικόνα 43: Cypria ophthalmica subsala, εσωτερική και εξωτερική όψη, (κλίμακα 1 mm).

5.2.3 Loxoconcha elliptica Brady, 1868 Οικογένεια: Loxoconchidae Γένος: Loxonconcha Είδος: Loxonconcha elliptica Περιγραφή: Το L. elliptica (εικόνα 48) έχει λείο όστρακο και εμφανώς διάτρητο. Το κέλυφος έχει σχήμα τραπεζίου. Τα κελύφη των θηλυκών στο πάνω μέρος προεξέχουν πιο πολύ από αυτά των αρσενικών. Οικολογία: Είναι είδος που ζει σε ευρύ φάσμα τιμών αλατότητας και ζει σε λασπώδη ιζήματα με χαμηλές έως μέτριες υδροδυναμικές συνθήκες (Ruiz et al. 2000). Έχει εμφανιστεί κοντά σε εκβολές ποταμών (Blanca et al. 2013) και σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα (Viehberg et al. 2008).

65

Εικόνα 48: Loxoconcha elliptica, εξωτερική και εσωτερική όψη, (κλίμακα 1 mm).

5.2.4 Leptocythere tenera (Brady,1868) Οικογένεια: Leptocytheridae Γένος: Leptocythere Είδος: Leptocythere tenera Περιγραφή: Το L. tenera έχει σχετικά μικρό και πολύ εύθραυστο κέλυφος. Το οπίσθιο μέρος του κελύφους είναι πολύ μικρότερο από το εμπρόσθιο μέρος. Δεν έχει διάτρητο κέλυφος. Οικολογία: Είναι είδος που ζει σε παράκτιες περιοχές (Gliozzi et al. 2005), σε κόλπους και σε εκβολές (Ruiz et al. 1997). Ευδοκιμεί σε περιβάλλοντα που αποτελούνται από πυριτική άμμο (Ruiz et al. 1997).

5.2.5 Semicytherura nigrescens (Baird, 1838)

66

Οικογένεια: Cypridida Γένος: Semicytherura Είδος: Semicytherura nigrescens Περιγρφή: Το S. nigrescens (εικόνα 49) έχει μικρό μέγεθος. Το σχήμα του κελύφους είναι ωοειδές με μια προεξοχή στην οπίσθια πλευρά. Το κέλυφος είναι λείο και αδιάτρητο. Οικολογία: Έχει εμφανιστεί κοντά σε εκβολές ποταμών (Blanca et al. 2013).

Εικόνα 4944: Semicytherura nigrescens (ολόκληρο κέλυφος), (κλίμακα 1 mm).

5.2.6 Ilyocypris gibba Ramdohr, 1808 Οικογένεια: Cyprididae Γένος: Ilycypris Είδος: Ilyocypris gibba Περιγραφή: Το I. gibba (εικόνα 50) έχει διάτρητο κέλυφος και λείο. Στη πλευρά, όπου τα δύο κελύφη ενώνονται μεταξύ τους, το κέλυφος είναι ίσιο. Στην ομφαλική πλευρά το κέλυφος παρουσιάζει ένα «κυματισμό» καθιστώντας την πλευρά να έχει σχήμα σαν «ωμέγα».

67

Οικολογία: Είναι είδος το οποίο ζει σε ρηχά γλυκά νερά (Garassino et al. 2012). Έχει εμφανιστεί σε λιμναίο περιβάλλον (Mischke et al. 2014).

Εικόνα 45: Ilyocypris gibba Ramdohr, (α)εξωτερική όψη, (β) εσωτερική όψη, (κλίμακα 1 mm).

5.2.7 Herpetocypris cf. reptans Γένος: Herpetocypris Είδος: Herpetocypris cf. reptans Περιγραφή: Το είδος αυτό έχει κέλυφος λείο και ομοιόμορφο. Το σχήμα του είναι σαν τετραγωνισμένο. Οικολογία: Ζει σε γλυκά νερά (Ortiz et al. 2013) σε ποτάμια συστήματα (Ortiz et al. 2009).

5.2.8 Cantona neglecta Οικογένεια: Cypridoidae Γένος: Cantona Είδος: Cantona neglecta Περιγραφή: Το C. neglecta (εικόνα 51) έχει λείο και διάτρητο κέλυφος. Το κέλυφος έχει σχήμα σαν ανάποδο χαμόγελο. Το σχήμα αυτό οφείλεται στο ότι και οι δύο πλευρές του κελύφους παρουσιάζουν μια κάμψη, προς τα έσω η κοιλιακή και προς τα έξω η ραχιαία. Οικολογία: Είναι λιμναίο είδος και ζει σε ολιγόαλα ύδατα (Pipík & Bodergat. 2005) καθώς και σε ποτάμια οικοσυστήματα (Ortiz et al. 2009).

68

Εικόνα 46: Cantona neglecta, εξωτερική όψη, (κλίμακα 1 mm).

5.2.9 Cytherois fischeri (Sars, 1866) Brady & Norman, 1889 Οικογένεια: Paradoxostomatidae Γένος: Cytherois Είδος: Cytherois ficheri Περιγραφή: Το C. ficheri (εικόνα 52) έχει λείο κέλυφος χωρίς οι πόροι να είναι διακριτοί. Η κοιλιακή πλευρά είναι ευθεία, ενώ η ραχιαία καμπύλη προς τα έξω. Η εμπρόσθια και η οπίσθια πλευρά είναι παρόμοιες και καθιστούν δύσκολη τη διάκριση μεταξύ τους. Είναι γενικά ένα ομοιόμορφο είδος και αρκετά συμμετρικό, πράγμα που κατέστησε, στη διάρκεια της αναγνώρισης θηλυκών και αρσενικών ατόμων, ιδιαίτερα δύσκολο. Οικολογία: Είναι είδος το οποίο αναπτύσεται σε ένα ευρύ φάσμα τιμών αλατότητας (Ruiz et al. 2000). Έχει εμφανιστεί κοντά σε εκβολές ποταμών (Blanca et al. 2013).

Εικόνα 47: Cytherois ficheri, (α) εξωτερική, (β)εξωτερική, (κλίμακα 1 mm).

69

5.3 Γαστερόποδα

5.3.1 Potamides conicus (Blainville, 1829) Φύλλο: Κλάση: Τάξη: Οικογένεια: Potamidae Γένος: Potamides Είδος: Potamides conicus

Περιγραφή: Το είδος P. conicus (εικόνα 53) έχει σφικτή και δεξιόστροφη περιέλιξη. Η σφικτή περιέλιξη, του δημιουργεί ένα στυλίσκο. Το σχήμα από την περιέλιξη είναι πυργοειδές. Στο εξωτερικό μέρος του κελύφους παρατηρούμε έντονα τα κομβία που έχει. Ο ομφαλός δεν υπάρχει, καθώς και ο τύλος. Η αύλακα του σίφωνα εμφανίζεται στο είδος, όμως είναι πάρα πολύ μικρή και δύσκολα διακριτή. Το κέλυφος έχει 9 περιελίξεις. Οικολογία: Η παρουσία του σε ένα δείγμα υποδηλώνει την ύπαρξη λιμνοθαλάσσιου περιβάλλοντος (Orszag-Sperber et al. 2001) και κοντά σε στόμια λιμνοθαλασσών, όπου η λιμνοθάλασσα επικοινωνεί με τη θάλασσα (Avramidis et al. 2014).

Εικόνα 48: Potamides conicus, στοματική όψη, (κλίμακα 1 mm).

70

5.3.2 Bittium reticulatum (da Costa, 1778)

Οικογένεια: Cerithiidae Γένος: Bittium Είδος: Bittium reticulatum

Περιγραφή: Το είδος B. reticulatum μοιάζει πάρα πολύ με το Potamides conicus. Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά είναι ότι εμφανίζει τέσσερις σειρές κομβίων σε κάθε περιέλιξη. Οικολογία: Τα άτομα της οικογένειας Cerithiidae κατοικούν σε μια ποικιλία υποστρωμάτων, γενικά στα ρηχά συστήματα υποπαραλιακής και παλιρροιακή ζώνης, και τρέφονται με μικροφύκια. Συχνά συναντάται με το είδος Zostera spp. (Weber, Zuschin. 2013). Ζει σε λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον (Avramidis et al. 2014). Οι τιμές αλατότητας τις οποίες μπορεί να ανεχτεί το είδος ποικίλουν (Garassino et al. 2012).

5.3.3 Haminoea navicula (da Costa, 1778) Τάξη: Cephalaspidea Οικογένεια: Haminoeidae Γένος: Haminoea Είδος: Haminoea navicula Περιγραφή: Το H. navicula (εικόνα 54) έχει περιέλιξη δεξιόστροφη, αλλά χαλαρή, για το λόγο αυτό, στυλίσκος δε δημιουργείται. Το σχήμα, που αποκτά το κέλυφος, είναι ελικοειδές. Αποτελείται από μία περιέλιξη. Εξωτερικά το κέλυφος είναι λείο. Είναι ολοστοματικό, διότι το στοματικό του άνοιγμα ξεκινάει από την κορυφή και καταλήγει στην εμπρόσθια πλευρά. Ο αύλακας του σίφωνα, ο ομφαλός και ο τύλος απουσιάζουν. Οικολογία: Ζει σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα (Malaquias, Sprung. 2005).

Εικόνα 49: Haminoea navicula, στοματική όψη, (κλίμακα 1 mm).

5.3.4 Hydrobia acuta (Draparnaud, 1805)

71

Τάξη: Lottorinimorpha Οικογένεια: Hydrobiidae Γένος: Hydrobia Είδος: Hydrobia acuta

Περιγραφή: Το είδος H. acuta (εικόνα 55) εμφανίζεται πολύ συχνά στα δείγματα. Έχει δεξιόστροφη σφικτή περιέλιξη. Ο στυλίσκος υπάρχει στο είδος αυτό. Το κέλυφός του είναι λείο. Αποτελείται από τέσσερις περιελίξεις και έχει σχήμα πυργοειδές. Ο ομφαλός εμφανίζεται σε αντίθεση με την αύλακα του σίφωνα και τον τύλο που απουσιάζουν. Οικολογία: Εμφανίζεται σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα (Como et al. 2012).

Εικόνα 50: Hydrobia acuta, στοματική όψη , (κλίμακα 1 mm).

5.3.5 Peringia ulvae (Pennant, 1777) Γένος: Peringia

72

Είδος: Peringia ulvae

Περιγραφή: Το P. ulvae (εικόνα 56) εμφανίζει πολλές ομοιότητες με το Hydrobia acuta καθώς ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Έχει και αυτό λείο κέλυφος, με δεξιόστροφη σφικτή περιέλιξη. Ο στυλίσκος δημιουργείται. Στο κάτω μέρος κάθε περιέλιξης το κέλυφος εμφανίζει μία γωνία, η οποία το διαφοροποιεί από το προηγούμενο είδος. Ο ομφαλός, ο τύλος και ο αύλακας του σίφωνα απουσιάζουν. Οικολογία: Εμφανίζεται σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα (Como et al. 2012) και κοντά σε στόμια λιμνοθαλασσών, όπου η λιμνοθάλασσα επικοινωνεί με τη θάλασσα (Avramidis et al. 2014).

Εικόνα 51: Peringia ulvae, στοματική όψη, (κλίμακα 1 mm).

5.3.6 Tonna sp. Οικογένεια: Tonnidae Γένος: Tonna

73

Είδος: Tonna sp. Περιγραφή: Το είδος αυτό εμφανίζει τέσσερις περιελίξεις και δεξιόστροφη περιέλιξη. Το κέλυφος έχει αυλακώσεις και αύλακα του σίφωνα καθώς και ομφαλό, ιδιαίτερα εμφανή. Άλλα χαρακτηριστικά δεν εμφανίζονται πάνω στο κέλυφος του είδους.

Οικολογία: Ζει σε θαλάσσια περιβάλλοντα.

5.3.7 membranacea Οικογένεια: Γένος: Rissoa Rissoa membranacea Περιγραφή: Τα είδος του γένους Rissoa έχει λείο κέλυφος με έντονες εγκάρσιες γραμμώσεις και το σχήμα του μοιάζει σαν κύμα. Είναι δεξιόστροφο το κέλυφος, έχει σφικτή περιέλιξη και έχει στυλίσκο. Έχει εξωτερικό χείλος εμφανές. Το σχήμα του κελύφους είναι τουρμπινοειδές. Οικολογία: Το είδος ζει σε υφάλμυρα ρηχά νερά. Μπορεί να βρεθεί σε θαλάσσιο περιβάλλον, κοντά σε στόμια ποταμών, δέλτα ποταμών (Weber, Zuschin. 2013) και σε λιμνοθάλασσες (Avramidis et al. 2014).

Εικόνα 52: Rissoa membranacea, στοματική όψη, (κλίμακα 1 mm).

5.3.8 Rissoa rodhensis Verduin, 1985 Είδος: Rissoa rodhensis

74

Το R. rodhensis μοιάζει πάρα πολύ με το είδος Rissoa membranacea. Παρουσιάζει και αυτό τις χαρακτηριστικές κυματοειδείς εγκάρσιες γραμμώσεις. Ζει κοντά σε στόμια λιμνοθαλασσών, όπου η λιμνοθάλασσα επικοινωνεί με τη θάλασσα (Avramidis et al. 2014).

5.3.9 radiata (Philippi, 1836)

Γένος: Pusillina Είδος: Pusillina radiata Το είδος αυτό μοιάζει πάρα πολύ μορφολογικά με τα δύο προϋγούμενα είδη καθώς ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Ζει κοντά σε στόμια λιμνοθαλασσών, όπου η λιμνοθάλασσα επικοινωνεί με τη θάλασσα (Avramidis et al. 2014).

5.3.10 Vermetus triquetrus Bivona-Bernardi, 1832 Γένος: Vermetus Είδος: Vermetus triquetrus Περιγραφή: Το V. triquetrus (εικόνα 58) είναι ένα γαστερόποδο με δεξιόστροφη και χαλαρή περιέλιξη. Ο στυλίσκος δε σχηματίζεται. Το κέλυφος είναι δισκοειδές και εξωτερικά το κέλυφος αποκτά μία κυματοειδή εικόνα. Σε όλα τα δείγματα εμφανίζεται η μία από τις πλευρές, η ραχιαία ή η ομφαλική, και η οποία φαίνεται σαν κομμένη και δημιουργεί ένα επίπεδο. Έχει ομφαλό, ενώ η αύλακα του σίφωνα και ο τύλος απουσιάζουν. Οικολογία: Ζει σε θαλάσσιο περιβάλλον (Salvatrice Vizzini. 2012)

Εικόνα 58: Vermetus triquetrus, (κλίμακα 1 mm).

75

6.4 Δίθυρα

5.4.1 Abra segmentum (Récluz, 1843)

Φύλο: Bivalia Τάξη: Veneroida Οικογένεια: Semilidae Γένος: Abra Είδος: Abra segmentum

Περιγραφή: Το είδος A. segmentum (εικόνα 59) έχει λείο κέλυφος και το ύβωμα γέρνει προς την οπίσθια πλευρά. Εμφανίζεται μανδυακός κόλπος. Έχει δύο μυϊκά αποτυπώματα ίσου μεγέθους. Είναι ενδοβιώντας οργανισμός. Αυτό δηλώνεται από το μανδυακό κόλπο, ο οποίος δημιουργείται από την ύπαρξη του σίφωνα για την αναπνοή του οργανισμού (Μπαρδάκης Γεώργιος, Παρασκευόπουλος Κωνσταντίνος. 2009. ΤΑ ∆ΙΘΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΑΣ: ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΙ∆ΩΝ ΓΙΑ ΒΑΣΗ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ).

Οικολογία: Βρίσκεται σε παράκτιες λιμνοθάλασσες (Cilenti et al. 2009).

Εικόνα 5953: Abra segmentum, (α)εξωτερική όψη, (β) εσωτερική όψη, (κλίμακα 1 mm).

76

5.4.2 Cerastoderma glaucum Οικογένεια: Cardiidae Γένος: Cerastoderma Είδος: Cerastoderma glaucum Περιγραφή: Το C. glaucum (εικόνα 60) εμφανίζει στην εξωτερική του πλευρά αυλακώσεις με τους αυξητικούς δακτυλίους να είναι ευδιάκριτοι. Είναι εμπροσθόγυρο και ο τύπος οδόντωσης του είναι ετεροδοντικός. Είναι είδος το οποίο εμφανίζεται σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα (Marin et al. 2008).

Οικολογία:

Εικόνα 54: Cerastoderma glaucum, (α) εξωτερική όψη, (β)εσωτερική όψη, (κλίμακα 1 mm).

5.4.3 Loripes lucinalis (Lamarck, 1818) Τάξη: Lucinoida Οικογένεια: Lucinidae Γένος: Loripes Είδος: Loripes lucinalis Το L. lucinalis (εικόνα 61) έχει λείο κέλυφος. Το σχήμα του σκελετού είναι σχεδόν στρογγυλό και οι δύο θυρίδες έχουν παρόμοιο μέγεθος. Το ύβωμα γέρνει προς το εμπρόσθιο μέρος του κελύφους καθιστώντας το εμπροσθόγυρο. Το κέλυφος είναι εύθραυστο Έχει δύο μύες διαφορετικού μεγέθους. Δεν έχει μανδυακό κόλπο. Ο τύπος οδόντωσης είναι ετεροδοντικός (Μπαρδάκης, Παρασκευόπουλος. 2009). Είναι ενδοβενθικός οργανισμός καθώς εισχωρεί στο υπόστρωμα. Προτιμάει περιοχές με ιλυούχο ή αμμώδες ίζημα (Μπαρδάκης, Παρασκευόπουλος. 2009). Βρίσκεται στην υποπαραλιακή έως την παραλιακή (Encyclopedia of life eol. Available from: http://eol.org/. Accessed at 2014-7-6) και σε λιμνοθαλάσσια περιβαλλοντα (Antoine Carlier et al. 2007).

77

Εικόνα 55: Loripes lucinalis ,(α) εξωτερική όψη, (β) εσωτερική όψη, (κλίμακα 1 mm).

5.4.4 Anodontia fragilis (Philippi, 1836) Γένος: Anodontia Είδος: Anodontia fragilis Το είδος αυτό εμφανίζεται σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα (Avramidis et al. 2014) και σε κλειστούς κόλπους (Enzenross L., Enzenross R. 2001).

5.4.5 Lucinella divaricata (Linnaeus, 1758) Γένος: Lucinella Είδος: Lucinella divaricata Περιγραφή: Το L. divaricata (εικόνα 62) έχει λείο κέλυφος. Είναι χρήσιμος οργανισμός, καθώς είναι χαρακτηριστικός για την ύπαρξη οξυγόνου στο νερό. Οικολογία: Ζει σε όρμους (Sardá et al. 2007) και κοντά σε στόμια λιμνοθαλασσών, όπου η λιμνοθάλασσα επικοινωνεί με τη θάλασσα (Avramidis et al. 2014).

Εικόνα 56: Lucinella divaricata, (α) εξωτερική όψη, (β) εσωτερική όψη, (κλίμακα 1 mm).

78

5.4.7 Corbula gibba (Olivi, 1972) Τάξη: Myoida Οικογένεια: Corbulidae Γένος: Corbula Είδος: Corbula gibba Περιγραφή: Το είδος C. gibba είναι ανισόθυρο, δηλαδή η μία θυρίδα είναι μικρότερη από την άλλη. Έχει πολύ έντονες αυξητικές γραμμές, οι οποίες προεξέχουν από την επιφάνεια του κελύφους. Το ύβωμά του είναι στο μέσον του κελύφους και έτσι χαρακτηρίζεται ως ισόγυρο. Τα κελύφη του είδους παρουσιάζουν μία «ανωμαλία», στο οπίσθιο μέρος τους εμφανίζουν μία «τετραγωνισμένη» προεξοχή, για την έξοδο του σίφωνα. Οικολογία: Εμφανίζεται σε θαλάσσια περιβάλλοντα (N’Siala et al. 2008) και σε όρμους (Solis-Weiss et al. 2004).

Οι οργανισμοί που βρέθηκαν μόνο στα δείγματα και μελετήθηκαν από τους Avrmidis et al (2014) αναγράφεται το όνομά τους με πράσινο χρώμα.

79

Ακολουθεί συνοπτικός πίνακας με τα περιβάλλοντα στα οποία ζει κάθε είδος.

Πίνακας 9: Περιβάλλοντα στα οποία βρίσκεται κάθε είδος.

80

6. Συζήτηση των Αποτελεσμάτων

Με βάση τα αποτελέσματα, που βρέθηκαν και αναφέρθηκαν στα κεφάλαια 4 και 5, μπορούμε να βρούμε το περιβάλλον που επικρατούσε κατά τη διάρκεια απόθεσης κάθε δείγματος ξεχωριστά. Τα συμπεράσματα μπορούν να βγουν με βάση τις συνθήκες στις οποίες ζει κάθε οργανισμός και από την ύπαρξή τους στα δείγματα. Για παράδειγμα, αν το είδος Triloculina sp. βρίσκεται σε ένα δείγμα, τότε οι συνθήκες, στις οποίες μπορεί να ζήσει, θα ληφθούν υπόψη, ενώ αν αυτό το είδος απουσιάζει, τότε δε θα ληφθούν υπόψη οι συνθήκες εύρεσής του. Για το τελικό αποτέλεσμα σε κάθε δείγμα θα πρέπει να συγκριθούν και οι συνθήκες στις οποίες μπορούν να ζήσουν όλοι οι οργανισμοί οι οποίοι βρέθηκαν στο δείγμα.

Βάθος: Το γενικό βάθος σε όλο τον πυρήνα είναι μικρό καθώς οι οργανοισμοί που βρέθηκαν είναι οργανισμοί που ευδοκιμούν σε μικρά βάθη, όπως λιμνών, λιμνοθαλασσών, κόλπων και όρμων. Χαρακτηριστικοί οργανισμοί μικρού βάθους είναι A. tepida, H. germanica, C. torosa και πολλοί άλλοι. Ο μόνος οργανισμός που μπορεί να ζήσει και σε πολύ μεγάλα βάθη είναι η G. Buloides. Ιδιαίτερα το είδος Triloculina sp. που δείχνει ρηχά περιβάλλοντα εμφανίζεται σε πολλά δείγματα.

Αλατότητα: Η αφθονία των ειδών A. tepida, A. becarii, H. germanica, Q. seminulum, E. crispum kai R. membranacea δείχνουν ότι η αλατότητα από τα 10,95 m βάθος και έως τα 29,15 m βάθος είναι υφάλμυρη. Οι οργανισμοί αυτοί υπάρχουν και στα βάθη 6.1 με 9,5 m, αλλά η ύπαρξη του είδους A. longirostra και στο δείγμα 10 το G. buloides δείχνουν την αύξηση των τιμών αλατότητας σε πιο υψηλές τιμές.

Περιβάλλον: Η ύπαρξη του L. Elliptica σχεδόν σε όλο το βάθος του πυρήνα δείχνει ένα περιβάλλον χωρίς πολλές υδροδυναμικές συνθήκες. Από τα 5,3 έως και τα 10,95 έχουμε πολύ μεγάλους αριθμούς ειδών χαρακτηριστικών σε λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα, όπως H. germanica, Q. seminulum, L. elliptica, P. conicus, H. navicula, H. acuta, P. ulvae και A. segmentum. Επίσης έχουμε και την παρουσία των A. laevigata, G. bulloides, V. Triquetrus και L.

81

divaricata που εμφανίζονται σε θαλάσσια περιβάλλοντα, όρμους και κόλπους. Σε αυτά τα δείγματα παρατηρήθηκαν και τα είδη P. mediterranensis, C. ophthalmica, S. nigrescens, C. neglecta και C. ficheri χαρακτηριστικά γλυκών νερών ποταμών και λιμνών. Στο υπόλοιπο βάθος του πυρήνα οι οργανισμοί που επικρατούν ζουν σε ενδιάμεσες συνθήκες, λιμνοθάλασσας και κλειστού κόλπου. Εμφανίζονται οι A. tepida, C. torosa. Επίσης έχουμε και πιο έντονη εμφάνιση οργανισμών που ζουν σε κόλπους και όρμους όπως τα A. tepida και L. divaricata, αλλά και είδων που ζουν σε θαλάσσιο περιβάλλον όπως η C. gibba. Σε αυτά τα βάθη του πυρήνα οι οργανισμοί γλυκών νερών είναι εμφανώς λιγότεροι έως και μη υπάρχοντες σε κάποια δείγματα.

82

7. Συζήτηση

Η περιοχή μελέτης είναι στο φραγμό μίας λιμνοθάλασσας του Αμβρακικού κόλπου, της Λογαρού. Είναι η μεγαλύτερη από όλες τις λιμνοθάλασσες, που υπάρχουν στον κόλπο. Με την ιζηματολογική μελέτη, που έχει γίνει σε πυρήνα, που έγινε στο φραγμό της λιμνοθάλασσας, ο πυρήνας χωρίστηκε σε τρεις ζώνες, ανώτερη, μέση και κατώτερη. Με την παλαιοντολογική μελέτη βρέθηκε το περιβάλλον που επικρατούσε στη λιμνοθάλασσα Λογαρού στο πρόσφατο παρελθόν. Τα αποτελέσματα βγήκαν με βάση τα είδη που βρέθηκαν σε κάθε δείγμα και τα περιβάλλοντα, που το κάθε ένα ζει.

7.1 Περιβάλλον λιμνοθάλασσας

7.1.1 Ανώτερη ζώνη

Το περιβάλλον στην ανώτερη ζώνη, από τα 5,3 με 10,1 m, ήταν λιμνοθαλάσσιο. Αυτό φαίνεται από τους A. tepida, A. beccarii, H. germanica, Q. seminulum, C. torosa, P. conicus, H. acuta, P. ulvae, A. segmentum και C. glaucum. Η παρουσία των ειδών E. crispum, A. longirostris, P. mediterranensis, L. elliptica, C. ophthalmica, S.ningrescens, C. ficheri δείχνουν την είσοδο γλυκού νερού στη λιμνοθάλασσα και να επηρεάζει τους πληθυσμούς και να τους τροποποιεί. Η πιθανή είσοδος γλυκού νερού είναι από το ποτάμιο σύστημα του ποταμού Αράχθου. Η ύπαρξη φραγμού και η μη άμεση επικοινωνία δείχνει ότι η αλατότητα έχει χαμηλότερες τιμές από αυτές ενός θαλάσσιου συστήματος. Η είσοδος του Αράχθου στη λιμνοθάλασσα φέρεται πιο πιθανή διότι υπάρχει παλαιά εκβολή του ποταμού προς την πλευρά της λιμνοθάλασσας. Επίσης η είσοδος νερού του κόλπου ήταν συχνή, αλλά όχι συνεχής, και αυτό φαίνεται από τους μικρούς πληθυσμούς των Triloculina sp., R. bradyi, G. bulloides, L. tenera, V. triquetrus, R. membranacea και από το L. divaricata που είχε ως αποτέλεσμα να εμφανίζονται θαλάσσιοι πληθυσμοί μέσα στην λιμνοθάλασσα. Ιδιαίτερη σημείωση πρέπει να δοθεί στη εμφάνιση πρέπει να δωθεί στη εμφάνιση του είδους G. bulloides στο Δ10 που είναι πελαγικός οργανισμός. Η

83

ύπαρξή του στον κλειστό κόλπο δεν δικαιολογείται, ειδικότερα στο ύψος αυτό. Η πιο πιθανός λόγος είναι να είχε ανοίξει η χερσόνησος της Πρέβεζας. Με ένα πιθανό πέρασμα και έντονα ρεύματα, υπάρχει πιθανότητα να βρέθηκε η G. bulloides στη λιμνοθάλασσα.

7.1.2 Μέση ζώνη

Ο φραγμός δεν ήταν κατασκευασμένος με αποτέλεσμα η λιμνοθάλασσα να επικοινωνεί ελεύθερα με τον κόλπο. Οι μεγάλοι αριθμοί των A. tepida, C. torosa, E. crispum που μπορούν να ζήσουν και σε κόλπους, αλλά και η ταυτόχρονη μείωση και μη ύπαρξη οργανισμών που ζουν μόνο σε λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον δείχνουν περιβάλλον κλειστού κόλπου. Η περιοχή δεν επηρεαζόταν ιδιαιτέρα από γλυκό νερό διότι οι οργανισμοί γλυκών νερών που εμφανίζονται στα δείγματα είναι ελάχιστοι έως και δεν και δεν εμφανίζονται και καθόλου σε μερικές περιπτώσεις. Στο ανώτερο μέρος της ζώνης (Δ20, Δ21) φαίνεται η λιμνοθάλασσα να αρχίζει να κλείνει καθώς έχουμε τη σταδιακή αύξηση των πληθυσμών της H. germanica που ζει μόνο σε λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον.

7.1.3 Κατώτερη ζώνη

Η κατώτερη ζώνη μοιάζει πάρα πολύ με την μέση ζώνη καθώς έχουν ίδιους πληθυσμούς ειδών. Έχουμε κλειστό κόλπο που επηρεάζεται ελάχιστα έως και καθόλου από γλυκό νερό. Η ύπαρξη του είδους C. gibba δείχνει ότι το περιβάλλον είναι κλειστού κόλπου και θαλάσσιο.

84

Εικόνα 57: Χαρακτηρισμός περιβάλλοντος πυρήνα από τους «Avramidis et al.» και ηλικία ανάλογα με το βάθος (Avramidis et al. 2014).

7.1.4 Σύγκριση αποτελεσμάτων

Τα αποτελέσματα που βρέθηκαν από αυτή τη μελέτη βγαίνουν τα εξής συμπεράσματα:  Στην ανώτερη ζώνη τα αποτελέσματα συμπίπτουν και είναι ίδια με τα αρχικά αποτελέσματα. Έχουμε λιμνοθάλασσα που επηρεάζεται από θάλασσα, αλλά και από γλυκό νερό.  Στην μέση και κατώτερη ζώνη το περιβάλλον είναι κλειστός κόλπος ποου στο ανώτερος βάθος κλείνει και οδηγεί σε λιμνοθάλασσα. Γενικά και στις τρεις ζώνες τα βάθη είναι πολύ μικρά.

85

8. Βιβλιογραφία

Δημοσιευμένες εργασίες και σημειώσεις:  Simona Avnaim-Katav, Ahuva Almogi-Labin, Amir Sandler, Dorit Sivan. 2013. Benthic foraminifera as palaeoenvironmental indicators during the last million years in the eastern Mediterranean inner shelf. Palaeogeography, Palaeoclimatology, Palaeoecology. Volume 386, Pages 512–530  P. Avramidis, G. Iliopoulos, D. Panagiotaras, D. Papoulis, P. Lambropoulou, N. Kontopoulos, G. Siavalas, K. Christanis. 2014. Tracking Mid- to Late Holocene depositional environments by applying sedimentological, palaeontological and geochemical proxies, Amvrakikos coastal lagoon sediments, Western Greece, Mediterranean Sea. Quaternary International, Volume 332, Pages 19–36  J. Marco-Barba, E. Ito, E. Carbonell, F. Mesquita-Joanes. 2012. Empirical calibration of shell chemistry of Cyprideis torosa (Jones, 1850) (Crustacea: Ostracoda). Geochimica et Cosmochimica Acta. Volume 93, Pages 143–163  Christine Barras, Frans J. Jorissen, Céline Labrune, Bruno Andral, Pierre Boissery. 2014. Live benthic foraminiferal faunas from the French Mediterranean Coast: Towards a new biotic index of environmental quality. Ecological Indicators, Volume 36, Pages 719–743  F. Bergin, F. Kucuksezgin, E. Uluturhan, I.F. Barut, E. Meric, N. Avsar, A. Nazik. 2006. The response of benthic foraminifera and ostracoda to heavy metal pollution in Gulf of Izmir (Eastern Aegean Sea). Estuarine, Coastal and Shelf Science, Volume 66, Issues 3–4, Pages 368–386  Soumaya Boussetta, Nejib Kallel, Franck Bassinot, Laurent Labeyrie, Jean-Claude Duplessy, Nicolas Caillon, Fabien Dewilde, Hélène Rebaubier. 2012. Mg/Ca- paleothermometry in the western Mediterranean Sea on planktonic foraminifer Globigerina bulloides: Constraints and implications. Comptes Rendus Geoscience. Volume 344, Issue 5, Pages 267–276  M.C. Cabral, M.C. Freitas, C. Andrade, A. Cruces. 2006. Coastal evolution and Holocene ostracods in Melides lagoon (SW Portugal). Marine Micropaleontology, Volume 60, Issue 3, Pages 181–204  Antoine Carlier, Pascal Riera, Jean-Michel Amouroux, Jean-Yves Bodiou, Karine Escoubeyrou, Martin Desmalades, Jocelyne Caparros, Antoine Grémare. 2007. A seasonal survey of the food web in the Lapalme Lagoon (northwestern Mediterranean) assessed by carbon and nitrogen stable isotope analysis. Estuarine, Coastal and Shelf Science. Volume 73, Issues 1–2, Pages 299–315  Lucreazia Cilenti, Tommaso Scirocco, Marisa Florio, Antonietta Specchiulli, Enrico Barbone, Ilaria Rosati, Fabio Vignes, Monica Renzi, Alberto Basset, Paolo Breber. 2009. Renewal time in a population of Abra segmentum (Mollusca, Bivalvia): a case of marked r strategy. Transitional Waters, p. 1-14

86

 S. Como, P. Magni, G. Van Der Velde, F.S. Blok, M.F.M. Van De Steeg. 2012. Spatial variations in δ13C and δ15N values of primary consumers in a coastal lagoon. Estuarine, Coastal and Shelf Science, Volume 115, 10 December 2012, Pages 300–308  Debenay Jean-Pierre, Guillou Jean-Jacques. 2002. Ecological Transitions Indicated by Foraminiferal Assemblages in Paralic Environments. Estuaries Volume 25, No. 6A, pages 1107–1120  Nicolas Dittert, Rüdiger Henrich. 2000. Carbonate dissolution in the South Atlantic Ocean: evidence from ultrastructure breakdown in Globigerina bulloides. Deep Sea Research Part I: Oceanographic Research Papers, Volume 47, Issue 4, Pages 603–620  John R. Dolan. 2014. The History of Biological Exploration of the Bay of Villefranche. Protist, Volume 165, Issue 5, Pages 636–644  Dupuy, Christine, Linda Rossignol, Emmanuelle Geslin and Pierre-Yves Pascal. Predation of mudflat meiomacrofaunal metazoans by a clacareous foraminifer, Ammonia tepida (Cushman, 1926). 2010 The Journal of Foraminiferal Research, 40(4):305-312  Enzenross, L., Enzenross, R. (2001). Untersuchungen über das Vorkommen mariner Mollusken in tunesichen Gewässern. Shriften für Malakozoologie, 17: 45-62.  A.-S. Fanget, M.-A. Bassetti, M. Arnaud, J.-F. Chiffoleau, D. Cossa, A. Goineau, C. Fontanier, R. Buscail, G. Jouet, G.M. Maillet, A. Negri, B. Dennielou, S. Berné. 2013. Historical evolution and extreme climate events during the last 400 years on the Rhone prodelta (NW Mediterranean). Marine Geology, Volume 346, Pages 375–391  Virgilio Frezza, Maria Gabriella Carboni. 2009. Distribution of recent foraminiferal assemblages near the Ombrone River mouth (Northern Tyrrhenian Sea, Italy). Revue de Micropaléontologie, Volume 52, Issue 1, Pages 43–66  Alessandro Garassino, Giovanni Pasini, Antonio De Angeli, Sylvain Charbonnier, Federico Famiani, Angela Baldanza, Roberto Bizzarri. 2012. The decapod community from the Early Pliocene (Zanclean) of “La Serra” quarry (San Miniato, Pisa, Toscana, central Italy): sedimentology, systematics, and palaeoenvironmental implications. Annales de Paléontologie, Volume 98, Issue 1, Pages 1–61  E. Gliozzi, J. Rodriguez-Lazaro, D. Nachite, M. Martin-Rubio, R. Bekkali. 2005. An overview of Neogene brackish leptocytherids from Italy and Spain: Biochronological and palaeogeographical implications. Palaeogeography, Palaeoclimatology, Palaeoecology. Volume 225, Issues 1–4, Pages 283–301  Ηλιόπουλος Γεώργιος. 2010. Σημειώσεις μαθήματος Εξέλιξη του έμβιου κόσμου – Παλαιοντολογία

87

 Ηλιόπουλος Γεώργιος. 2012. Σημειώσεις μαθήματος Εφαρμοσμένη μικροπαλαιοντολογία – παλαιοπεριβάλλον  Vasilios Kapsimalis, Petros Pavlakis, Serafim E. Poulos, Stamatina Alexandri, Christos Tziavos, Andreas Sioulas, Dimitrios Filippas, Vasilios Lykousis. 2005. Internal structure Amvrakikos Gulf, NW Greece. Marine Geology, Volumes 222– 223, Pages 399–418  ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ. 2011. ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ ΜΥΡΤΑΡΙΟΥ ΒΟΝΙΤΣΑΣ  Shawn E. Kovacs, Peter J. van Hengstum, Eduard G. Reinhardt, Jeffrey P. Donnelly, Nancy A. Albury. 2013. Late Holocene sedimentation and hydrologic development in a shallow coastal sinkhole on Great Abaco Island, The Bahamas. Quaternary International, Volume 317, Pages 118–132  María López-Belzunce, Ana M. Blázquez, Joan Lluís Pretus. 2014. Recent benthic foraminiferal assemblages and their relationship to environmental variables on the shoreface and inner shelf off Valencia (Western Mediterranean). Marine Environmental Research. Volume 101, October 2014, Pages 169–183  Wojciech Majewski, Andrzej Gaździcki. 2014. Shallow water benthic foraminifera from the Polonez Cove Formation (lower Oligocene) of King George Island, West Antarctica. Marine Micropaleontology, Volume 111, Pages 1–14  Manuel António E. Malaquias, Martin J. Sprung. 2005. Population biology of the cephalaspidean mollusc Haminoea orbygniana in a temperate coastal lagoon (Ria Formosa, Portugal). Estuarine, Coastal and Shelf Science, Volume 63, Issues 1–2, Pages 177–185  Maria Gabriella Marin, Stefano Rigato, Francesco Ricciardi, Valerio Matozzo. 2008. Lethal and estrogenic effects of 4-nonylphenol in the cockleCerastoderma glaucum. Marine Pollution Bulletin. Volume 57, Issues 6–12, Pages 552–558  Blanca Martínez-García, Ana Pascual, Julio Rodríguez-Lázaro, Maite Martín- Rubio, Juan Rofes. 2013. The Ostracoda (Crustacea) of the Tina Menor estuary (Cantabria, southern Bay of Biscay): Distribution and ecology. Journal of Sea Research, Volume 83, Pages 111–122  Aldo Marturano, Giuseppe Aiello, Diana Barra. 2011. Evidence for Late Pleistocene uplift at the Somma-Vesuvius apron near Pompeii. Journal of Volcanology and Geothermal Research, Volume 202, Issues 3–4, Pages 211–227  Steffen Mischke, Shoshana Ashkenazi, Ahuva Almogi-Labin, Naama Goren-Inbar. 2014. Ostracod evidence for the Acheulian environment of the ancient Hula Lake (Levant) during the early-mid Pleistocene transition. Palaeogeography, Palaeoclimatology, Palaeoecology, Volume 412, Pages 148–159  M. Mojtahid, F. Jorissen, B. Lansard, C. Fontanier, B. Bombled, C. Rabouille. 2009. Spatial distribution of live benthic foraminifera in the Rhône prodelta: Faunal response to a continental–marine organic matter gradient. Marine Micropaleontology, Volume 70, Issues 3–4, March 2009, Pages 177–200

88

 Μπαρδάκης Γεώργιος, Παρασκευόπουλος Κωνσταντίνος. 2009. ΤΑ ∆ΙΘΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΑΣ: ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΙ∆ΩΝ ΓΙΑ ΒΑΣΗ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ  Gloria Massamba N’Siala, Valentina Grandi, Mirko Iotti, Giuseppe Montanari, Daniela Prevedelli, Roberto Simonini. 2008. Responses of a Northern Adriatic Ampelisca–Corbula community to seasonality and short-term hydrological changes in the Po river. Marine Environmental Research,Volume 66, Issue 4, Pages 466–476  Nichols, M. and G. Allen. 1981. Sedimentary processes in costal lagoons. pp. 27- 80. In: Coastal Lagoons Research, Present and Future. UNESCO Technical Papers in Marine Science 33. Paris.  F. Orszag-Sperber, J.-C. Plaziat, F. Baltzer, B.H. Purser. 2001. Gypsum salina–coral reef relationships during the Last Interglacial (Marine Isotopic Stage 5e) on the Egyptian Red Sea coast: a Quaternary analogue for Neogene marginal evaporites?. Sedimentary Geology, Volume 140, Issues 1–2, Pages 61–85  J.E. Ortiz, T. Torres, A. Delgado, E. Reyes, A. Díaz-Bautista. 2009. A review of the Tagus river tufa deposits (central Spain): age and palaeoenvironmental record. Quaternary Science Reviews, Volume 28, Issues 9–10, May 2009, Pages 947–963  José E. Ortiz, Trinidad Torres, Alfredo Pérez-González. 2013. Amino acid racemization in four species of ostracodes: Taxonomic, environmental, and microstructural controls. Quaternary Geochronology, Volume 16, April 2013, Pages 129–143  Παπαθεοδώρου. 2011. Σημειώσεις μαθήματος Επιχειρησιακή Ωκεανογραφία  Radovan Pipík, Anne-Marie Bodergat. 2005. Species of the group Candona candida, Candona neglecta and some morphologically problematic Candona (Candonidae, Ostracoda) from the Turiec Basin (Slovakia). Annales de Paléontologie, Volume 91, Issue 4, October–December 2005, Pages 279–309  Francesca Rossi, Elodie Colao, Maria Jose Martinez, Judith C. Klein, Frédérique Carcaillet, Myriam D. Callier, Rutger de Wit, Audrey Caro. 2013. Spatial distribution and nutritional requirements of the endosymbiont-bearing bivalve Loripes lacteus (sensu Poli, 1791) in a MediterraneanNanozostera noltii (Hornemann) meadow  fim E. Poulos, Vasilios Kapsimalis, Christos Tziavos, Theodora Paramana. Origin and distribution of surface sediments and human impacts on recent sedimentary processes. The case of the Amvrakikos Gulf (NE Ionian Sea). Continental Shelf Research, 28 (2008), pp. 2736–2745  F. Ruiz, M.L. González-Regalado, J.M. Muñoz. 1997. Multivariate analysis applied to total and living fauna: seasonal ecology of recent benthic Ostracoda off the North Cádiz Gulf coast (southwestern Spain). Marine Micropaleontology, Volume 31, Issues 3–4, Pages 183–203

89

 F Ruiz, M.L Gonzalez-Regalado, J.I Baceta, J.M Muñoz. 2000. Comparative ecological analysis of the ostracod faunas from low- and high-polluted southwestern Spanish estuaries: a multivariate approach. Marine Micropaleontology, Volume 40, Issue 4, Pages 345–376  Ashraf Mohamed Samir, Hosny Farid Abdou, Samiha Mahmoud Zazou, Wafaa Hashem El-Menhawey. 2003. Cluster analysis of recent benthic foraminifera from the northwestern Mediterranean coast of Egypt. Revue de Micropaléontologie. Volume 46, Issue 2, April–June 2003, Pages 111–130  Rafael Sardá, Susana Pinedo, Daniel Martin. 1999. Seasonal dynamics of macroinfaunal key species inhabiting shallow soft-bottoms in the Bay of Blanes (NW Mediterranean). Acta Oecologica, Volume 20, Issue 4, Pages 315–326  V Solis-Weiss, F Aleffi, N Bettoso, P Rossin, G Orel, S Fonda-Umani. 2004. Effects of industrial and urban pollution on the benthic macrofauna in the Bay of Muggia (industrial port of Trieste, Italy). Science of The Total Environment, Volume 328, Issues 1–3, Pages 247–263  Τσαμαρδά Κ., 2006. Τυπολογία των Λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού Κόλπου – Διαχείριση του υδάτινου οικοσυστήματος. Μεταπτυχιακή Μελέτη, Τμ. Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας. Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο  George Ferentinos, George Papatheodorou, Maria Geraga, Margarita Iatrou, Elias Fakiris, Dimitris Christodoulou, Evagelos Dimitriou, Constantin Koutsikopoulos. 2010. Fjord water circulation patterns and dysoxic/anoxic conditions in a Mediterranean semi-enclosed embayment in the Amvrakikos Gulf, Greece. Estuarine, Coastal and Shelf Science. Volume 88, Issue 4, Pages 473–481  Virgilio Frezza, Maria Gabriella Carboni. 2009. Distribution of recent foraminiferal assemblages near the Ombrone River mouth (Northern Tyrrhenian Sea, Italy). Revue de Micropaléontologie, Volume 52, Issue 1, Pages 43–66  Kristina Weber, Martin Zuschin. Delta-associated molluscan life and death assemblages in the northern Adriatic Sea: Implications for paleoecology, regional diversity and conservation. 2013. Palaeogeography, Palaeoclimatology, Palaeoecology, Volume 370, Pages 77–91  Ulrike Jannette van Raden, Jeroen Groeneveld, Markus Raitzsch, Michal Kucera. 2011. Mg/Ca in the planktonic foraminifera Globorotalia inflata and Globigerinoides bulloides from Western Mediterranean plankton tow and core top samples. Marine Micropaleontology. Volume 78, Issues 3–4, Pages 101–112  Salvatrice Vizzini, Francesca Colombo, Valentina Costa, Antonio Mazzola. 2012. Contribution of planktonic and benthic food sources to the diet of the reef- forming vermetid gastropod Dendropoma petraeum in the western Mediterranean. Estuarine, Coastal and Shelf Science, Volume 96, Pages 262–267

Εγκυκλοπαίδεια:

90

 υδρία ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ. ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ. 1983

Ιστοσελίδες:  Encyclopedia of life eol. Available from: http://eol.org/. Accessed 2014-8-24  WoRMS Editorial Board (2014). World Register of Marine Species. Available from http://www.marinespecies.org at VLIZ. Accessed 2014-07-06  Foraminifera Gallery – illustrated catalog, 2014-4-10, http://www.foraminifera.eu/)  Διαδικτυακή Πύλη της δυτικής Ελλάδας. http://www.agro- tour.net/web/guest/nature/~/topicarts/view/57504/179?_topicarts_redirect=% 2Fweb%2Fguest%2Fnature%2F~%2Ftopic%2F179. Accessed at 2014-4-10

Εικόνες:

 P. Avramidis, G. Iliopoulos, D. Panagiotaras, D. Papoulis, P. Lambropoulou, N. Kontopoulos, G. Siavalas, K. Christanis. 2014. Tracking Mid- to Late Holocene depositional environments by applying sedimentological, palaeontological and geochemical proxies, Amvrakikos coastal lagoon sediments, Western Greece, Mediterranean Sea. Quaternary International, Volume 332, Pages 19–36  Vasilios Kapsimalis, Petros Pavlakis, Serafim E. Poulos, Stamatina Alexandri, Christos Tziavos, Andreas Sioulas, Dimitrios Filippas, Vasilios Lykousis. 2005. Internal structure Amvrakikos Gulf, NW Greece. Marine Geology, Volumes 222– 223, Pages 399–418  ΚΟΚΙΔΗΣ Ζ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ. 2011. ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ ΜΥΡΤΑΡΙΟΥ ΒΟΝΙΤΣΑΣ  Ηλιόπουλος Γεώργιος. 2010. Σημειώσεις μαθήματος Εξέλιξη του έμβιου κόσμου – Παλαιοντολογία  Τσίρμπα Άννα, Τσώνη Μαρία. 2013. ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΒΕΛΙΚΑ ΤΗΣ ΝΔ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ  Free world maps from: http://www.freeworldmaps.net/ocean/mariana- trench/map.html. Accessed at 2014-8-25  Electronic site: British Geological Survey  The electronic site of Univercity of Bristol  The British wild life wiki  Dr Timothy S. Wood, Department of biological science, Wright State University. From: http://www.wright.edu/~tim.wood/bryozoans.html. Accessed at 2014-8- 26  Wikipedia, the free encyclopedia

91

 Google Earth

92