ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ

POESÍA RECIENTE DE

2 Ποιήματα της Όλγα Ορόθκο

2 Poemas de Olga Orozco

Μετάφραση:Λούνα Σιμάτου

Traducción:Luna Simatou Olga Orozco (Toay, La Pampa; 17 de marzo de 1920 - ; 15 de agosto de 1999) fue una poeta argentina. Formó parte de la generación «Tercera Vanguardia», de marcada tendencia surrealista, y basó su producción poética en la influencia que en ella ejercieran San Juan de la Cruz, , Gérard de Nerval, Charles Baudelaire, Czeslaw Milosz y . Lo más importante de su producción se encuentra en los poemarios, de alguna manera prolongados en un libro de prosas poéticas narrativas La oscuridad es otro sol (1967). Desde 1994 funciona en Toay la Casa Museo Olga Orozco, en la que se realizan actividades culturales en torno a la obra de la poeta y en la que se puede consultar su biblioteca. Su obra tiene proximidad con las de sus compatriotas y coetáneos Enrique Molina y Alberto Girri.

Η Όλγα Ορόθκο γεννήθηκε στην Πάμπα της Αργεντινής το 1920 και πέθανε το 1999 στο Μπουένος Άιρες. Ανήκει στη γενιά της Τρίτης Πρωτοπορίας ου επηρεάστηκε από τον ευρωπαϊκό υπερρεαλισμό. Στο έργο της είναι εμφανείς οι επιδράσεις της ποίησης των Σαν Χουάν ντε λα Κρουθ, Αρθρούρου Ρεμπώ, Ζεράρ ντε Νερβάλ, Τσάρλς Μπωντλέρ, Ράινερ Μαρία Ρίλκε και Τσέσλαβ Μίλος. Από το 1994 λειτουργεί στη Τοάυ, τη γενέτειρά της, το Σπίτι- Μουσείο που φέρει το όνομά της. Το έργο της έχει κάποιες συγγένειες με τα έργα των φίλων και συνεργατών της Ενρίκε Μολίνα και Αλμπέρτο Γίρι. EN EL FINAL ERA EL VERBO

Como si fueran sombras de sombras que se alejan las palabras, humaredas errantes exhaladas por la boca del viento, así se me dispersan, se me pierden de vista contra las puertas del silencio. Son menos que las últimas borras de un color, que un suspiro en la hierba; fantasmas que ni siquiera se asemejan al reflejo que fueron. Entonces ¿no habrá nada que se mantenga en su lugar, nada que se confunda con su nombre desde la piel hasta los huesos? Y yo que me cobijaba en las palabras como en los pliegues de la revelación o que fundaba mundos de visiones sin fondo para sustituir los jardines del edén sobre las piedras del vocablo. ¿Y no he intentado acaso pronunciar hacia atrás todos los alfabetos de la muerte? ¿No era ese tu triunfo en las tinieblas, poesía? Cada palabra a imagen de otra luz, a semejanza de otro abismo, cada una con su cortejo de constelaciones, con su nido de víboras, pero dispuesta a tejer ya destejer desde su propio costado el universo y a prescindir de mí hasta el último nudo. Extensiones sin límites plegadas bajo el signo de un ala, urdimbres como andrajos para dejar pasar el soplo alucinante de los dioses, reversos donde el misterio se desnuda, donde arroja uno a uno los sucesivos velos, los sucesivos nombres, sin alcanzar jamás el corazón cerrado de la rosa. Yo velaba incrustada en el ardiente hielo, en la hoguera escarchada, traduciendo relámpagos, desenhebrando dinastías de voces, bajo un código tan indescifrable como el de las estrellas o el de las hormigas. Miraba las palabras al trasluz. Veía desfilar sus oscuras progenies hasta el final del verbo. Quería descubrir a Dios por transparencia. ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΗΤΑΝ ΤΟ ΡΗΜΑ

Σαν να ήταν σκοτεινές σκιές που απομακρύνουν τις λέξεις, περιπλανώμενοι καπνοί που βγαίνουν από το στόμα του αέρα, έτσι με διαχέουν, έτσι με χάνουν από τα μάτια τους μπροστά στις πύλες της σιωπής. Είναι μικρότερες από τα έσχατα σβησίματα ενός χρώματος, από έναν ψίθυρο στο γρασίδι· φαντάσματα που δεν μοιάζουν καν με την αντανάκλαση που κάποτε ήταν. Άρα, δεν υπάρχει τίποτα που να παραμείνει στη θέση του, τίποτα που να μπερδεύεται με το όνομά του από το δέρμα μέχρι τα οστά; Και εγώ που τυλίγομαι με τις λέξεις όπως με τα σεντόνια της αποκάλυψης ή που ένωνα κόσμους εικόνων χωρίς τέλος για να αντικαταστήσω τους κήπους της Εδέμ πάνω στις πέτρες του λεξιλογίου. Και δεν έχω άραγε προσπαθήσει να προφέρω ανάποδα όλες τις αλφαβήτους του θανάτου; Δεν ήταν αυτός ο θρίαμβος σου μέσα στο σκοτάδι, ποίηση; Κάθε λέξη μία εικόνα άλλου φωτός, μία παρομοίωση άλλης αβύσσου, κάθε μία με την δική της ερωτοτροπία αστερισμών, με τη δική της φωλιά γεμάτη έχιδνες, όμως διατεθειμένη να υφάνει και να ξηλώσει από τη δική της γωνιά το σύμπαν και να αποκοπεί από μένα μέχρι και στον τελευταίο δεσμό. Επεκτάσεις δίχως όρια που διπλώνουν κάτω από το σχήμα ενός φτερού, νήματα κουρελιασμένα για να αφήσουν να περάσει η παραισθησιογόνος ανάσα των θεών, επιστροφές στον τόπο όπου το μυστήριο ξεγυμνώνεται, εκεί όπου πετούν ένα ένα διαδοχικά τα πέπλα, τα διαδοχικά ονόματα, χωρίς να φτάσουν ποτέ στην κλειστή καρδιά του ρόδου. Και παρακολουθούσα ριζωμένη μέσα στον καυτό πάγο, μέσα στην ψυχρή εστία, μεταφράζοντας κεραυνούς, ξετυλίγοντας δυναστείες φωνών, χρησιμοποιώντας έναν κωδικό τόσο περίπλοκο όσο αυτόν των αστεριών ή αυτόν των μυρμηγκιών. Κοιτούσα τις λέξεις μέσα από ένα πρίσμα φωτός. Έβλεπα να παρελαύνουν οι σκοτεινοί τους απόγονοι μέχρι το τέλος του ρήματος. Ήθελα να ανακαλύψω μέσα από τη διαύγεια τον Θεό. CON ESTA BOCA, EN ESTE MUNDO

No te pronunciaré jamás, verbo sagrado, aunque me tiña las encías de color azul, aunque ponga debajo de mi lengua una pepita de oro, aunque derrame sobre mi corazón un caldero de estrellas y pase por mi frente la corriente secreta de los grandes ríos.

Tal vez hayas huido hacia el costado de la noche del alma, ese al que no es posible llegar desde ninguna lámpara, y no hay sombra que guíe mi vuelo en el umbral, ni memoria que venga de otro cielo para encarnar en esta dura nieve donde sólo se inscribe el roce de la rama y el quejido del viento.

Y ni un solo temblor que haga sobresaltar las mudas piedras. Hemos hablado demasiado del silencio, lo hemos condecorado lo mismo que a un vigía en el arco final, como si en él yaciera el esplendor después de la caída, el triunfo del vocablo con la lengua cortada.

¡Ah, no se trata de la canción, tampoco del sollozo! He dicho ya lo amado y lo perdido, trabé con cada sílaba los bienes que más temí perder. A lo largo del corredor suena, resuena la tenaz melodía, retumban, se propagan como el trueno unas pocas monedas caídas de visiones o arrebatadas a la oscuridad. Nuestro largo combate fue también un combate a muerte con la muerte, poesía. Hemos ganado. Hemos perdido, porque ¿cómo nombrar con esa boca, cómo nombrar en este mundo con esta sola boca en este mundo con esta sola boca? ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ, ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Ποτέ δεν θα σε προφέρω, ιερό ρήμα, παρ’ όλο που βάφονται τα ούλα μου γαλάζια, παρ’ όλο που μπαίνει κάτω από τη γλώσσα μου ένα χρυσό σποράκι, παρ’ όλο που ξεχύνεται στην καρδιά μου ένα καζάνι γεμάτο αστέρια και κυλάει στο πρόσωπο μου η μυστική ροή των τεράστιων ποταμών.

Ίσως έχεις διαφύγει στην ακτή της νύχτας της ψυχής, εκεί όπου είναι αδύνατον να φτάσει οποιοδήποτε φανάρι, και δεν υπάρχει σκιά που να με οδηγήσει στο κατώφλι, μήτε ανάμνηση που να έρθει από άλλο ουρανό για να ενσαρκωθεί σε αυτό το σφοδρό χιόνι όπου μονάχα υπάρχει η τριβή του κλαδιού και ο αναστεναγμός του ανέμου.

Και ούτε ένα ρίγος που να κάνει τις βωβές πέτρες να αναπηδήσουν. Έχουμε μιλήσει αρκετά για τη σιωπή, την έχουμε παρασημοφορήσει όπως ένα φύλακα στην τελική αψιδωτή πύλη, σαν να βρίσκονταν σε αυτή το μεγαλείο ύστερα από την πτώση, ο θρίαμβος του λεξιλογίου με την κομμένη γλώσσα.

Αχ, δεν πρόκειται για το τραγούδι, μα ούτε για το κλάμα! Έχω πει πιά το αγαπημένο και το χαμένο, κλείδωσα σε κάθε συλλαβή τα αγαθά που περισσότερο φοβόμουν να χάσω. Κατά μήκος του διαδρόμου ηχεί, αντηχεί η επίμονη μελωδία, βροντούν, εξαπλώνονται σαν τον κεραυνό κάποια ελάχιστα κέρματα χαμένα από το οπτικό πεδίο ή αρπαγμένα από το σκοτάδι. Η μεγάλη μας μάχη ήταν επίσης μία μάχη μέχρι θανάτου με το θάνατο, ποίηση. Έχουμε κερδίσει. Έχουμε χάσει, αλλά, πώς να ονομάσω με αυτό το στόμα, πως να ονομάσω μέσα σε αυτόν τον κόσμο μονάχα με αυτό το στόμα μέσα σε αυτόν τον κόσμο μονάχα με αυτό το στόμα;